A day to remember… 7/10 [METAL CHURCH]

0
1254












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Hanging in the balance” – METAL CHURCH
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1993
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Rising Sun Productions
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Paul O’Neill, Thom Panunzio, Kenny Laguna
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Mike Howe – Φωνητικά
John Marshall – Κιθάρα
Graig Wells – Κιθάρα
Duke Erickson – Μπάσο
Kirk Arrington – Τύμπανα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Kurdt Vanderhoof, Randy Hansen, Jerry Cantrell – Κιθάρα
Joan Jett, Kathleen Hanna, Allison Wolfe – Φωνητικά

Όταν ακούμε hanging in the balance” σημαίνει πως κάποιος ή κάτι, βρίσκεται σε επισφαλή κατάσταση ή σε κατάσταση αγωνίας. Μια φράση που περιέγραφε στον απόλυτο βαθμό την κατάσταση που βίωναν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλες οι metal μπάντες στις Η.Π.Α, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Από τη μια το garage/grunge των NIRVANA και από την άλλη το σύγχρονο, εναλλακτικό heavy rock συγκροτημάτων όπως οι SOUNDGARDEN και ALICE IN CHAINS (που ΔΕΝ είναι όμοιοι με τους NIRVANA, ήμαρτον!) είχαν κονιορτοποιήσει την συντριπτική πλειοψηφία των metal συγκροτημάτων που «γεννήθηκαν», μεγάλωσαν και ήκμασαν στα 80s-early 90s. Για την πάλαι ποτέ κραταιά hard ‘n’ heavy σκηνή, που ξεκινούσε από τους RATT και MOTLEY CRUE και τελείωνε στους TIGERTAILZ, ούτε λόγος. Ο μετεωρίτης που εξαφάνισε τους δεινόσαυρους, λιγότερο καταστρεπτικός ήταν…

Οι METAL CHURCH, βρίσκονταν τότε στην πιο ώριμη φάση της καριέρας τους, έτοιμοι για το επόμενο μεγάλο βήμα. Το μαρτυρούν αυτό τόσο οι συνεργάτες που διάλεξαν για να ηχογραφήσουν το νέο τους album, όσο και οι guest συμμετοχές σε αυτό. Πίσω από την κονσόλα, ο σπουδαίος Paul O’Neill (R.I.P) ηγείτο ενός ικανότατου team αναλαμβάνοντας την παραγωγή και βοηθώντας στις ενορχηστρώσεις. Στα τραγούδια αυτά καθ’ αυτά, πέραν του κιθαρίστα, επίτιμου και αιώνιου αρχηγού Kurdt Vanderhoof ο οποίος εξακολουθούσε να βοηθά στις συνθέσεις, βρίσκουμε καλλιτέχνες από εντελώς άλλα, «ξένα» ως προς το US metal που η μπάντα υπηρετούσε, πεδία:

Στο κομμάτι “Gods of second chance” το solo ανήκει στον Jerry Cantrell των ALICE IN CHAINS, το δεύτερο μέλος της μπάντας μετά τον μπασίστα Mike Inez που πέρασε σε metal «χωράφια», κάτι που διόλου τυχαίο δεν είναι. Στο αντίστοιχο του “Conductor” σολάρει ο Randy Hansen, ένας διάσημος tribute μουσικός στον Jimi Hendrix και εκ των συντελεστών του OST για το αριστούργημα “Αποκάλυψη Τώρα”. Ξέρεις, του Francis Ford Coppola. Τέλος, στα φωνητικά ακούμε τις κυρίες Allison Wolfe και Kathleen Hanna (τραγουδίστριες από τον punk και indie rock χώρο) καθώς και τη θεά Joan Jett. Θα περίμενες αλήθεια κάτι τέτοιο, αν ήσουν παιδί των 80s και άκουγες για πρώτη φορά το “Beyond the black” ή το “Start the fire”;

Ας αφήσουμε όμως την Wayne περίοδο των πρώτων δύο albums. Αν από το “Blessing in disguise” ξεκινήσουμε τη μελέτη του νέου ήχου των METAL CHURCH, περάσουμε στο “The human factor” και φτάσουμε εδώ, θα δούμε πως η αλλαγή ήρθε απολύτως ομαλά και φυσιολογικά. Από το πατροπαράδοτο USPM στο heavy rock, ο δρόμος είναι πολύ μικρός και γίνεται ακόμη μικρότερος, όταν τον διαβαίνουν ΤΕΤΟΙΟΙ μουσικοί. Βήμα-βήμα οι Αμερικανοί, μείωναν την επιθετικότητα και αύξαναν τη μελωδία, αφήνοντας να εισχωρήσουν στη μουσική τους στοιχεία από διάφορες άλλες μουσικές «ταμπέλες». Διέλυσαν όλα τα στεγανά και άφησαν το όραμά τους να κυριαρχήσει, χωρίς «ταμπού» και «πρέπει».

Όσο για την συνθετική αξία του δίσκου, δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Πέραν των προσωπικών μας γούστων, είναι δεδομένο πως οι METAL CHURCH δεν έφτασαν στο αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής τους υπόστασης με κανέναν άλλον δίσκο, παρά με το “Hanging in the balance”. Με τραγούδια σαν το “Waiting for a savior” (όχι μόνο ένα από τα καλύτερα που έγραψε ποτέ το συγκρότημα, αλλά ένα από τα καλύτερα που γράφτηκαν ποτέ, γενικά, με αριστουργηματικά λόγια), το “Little boy” (μιλά για τις ατομικές βόμβες του 1945) ή το “End of the Age”, χωρίς εννοείται να υστερεί ο υπόλοιπος δίσκος, τι συζήτηση να γίνει περί «ποιότητας»;

Και πάνω απ’ όλους, ο απίστευτα βιτριολικός Howe, σε στίχους που «στάζουν φαρμάκι» στις καλύτερες ερμηνείες της ζωής του, που έμελλε να μείνουν διαχρονικές, στο τελευταίο του album με τη μπάντα, πριν την επάνοδό του το 2015. Και για ποιον λόγο έφυγε; Απογοητευμένος από την στάση της μουσικής βιομηχανίας, που άλλαζε με ταχύτατους ρυθμούς, ένιωθε πως το αρχικό του όραμα, το απλό μα ουσιώδες «γράφω μουσική από την καρδιά μου και τη μοιράζομαι με τον κόσμο» δεν το συμμερίζονταν οι μεγάλες εταιρείες που έψαχναν το γρήγορο και μεγάλο κέρδος. Όταν τους επέβαλαν δε αυτό το εκτρωματικό εξώφυλλο, το ποτήρι ξεχείλισε… Αλλά μην σε επηρεάζει το περιτύλιγμα. Είπαμε, στο εσωτερικό, η έμπνευση χτυπά «κόκκινα» και πιάνει τεράστια ύψη.

Φυσικά οι πωλήσεις ήταν χαμηλές, δεν ανταποκρίνονταν επ’ ουδενί στην αξία της μουσικής κι έτσι η μπάντα διαλύθηκε, προσωρινά, μέχρι να μπορέσει να αναδιοργανωθεί και να επιστρέψει με τον μακαρίτη David Wayne στο μικρόφωνο και το album “Masterpeace”, το 1999. Αλλά άστα αυτά, επικεντρώσου εδώ. Το (αυτο)περιγραφικό “Hanging in the balance” δεν πρέπει να υμνείται μόνο για τα τραγούδια του. Αποτελεί, εκτός από ΔΙΣΚΑΡΑ με όλα τα γράμματα κεφαλαία, ένα πρώτης τάξεως επιχείρημα στα χείλη όλων ημών που υπερασπιζόμαστε την ανάγκη της συνεχούς προόδου και της απουσίας παρωπίδων τόσο σε μουσικούς, όσο και σε οπαδούς. Και τριάντα χρόνια μετά, ακούγεται εξαιρετικά σύγχρονο και «φρέσκο», σαν να έρχεται από τη δική μας εποχή. ΜΝΗΜΕΙΟ.

“All of your life you have waited alone for the Savior, He’s not coming
A carousel horse, who is constantly lost, standing still but always running
And all of those things that you needed so bad, you have found they mean nothing
And οh Lord, I’m coming home…”

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here