ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Fire and time” – YNGWIE MALMSTEEN
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1992
ΕΤΑΙΡΙΑ: Elektra
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Yngwie Malmsteen
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Yngwie Malmsteen – κιθάρα, σιτάρ
Goran Edman – φωνητικά
Mats Olausson – πλήκτρα
Bo Werner – ντραμς
Svante Henryson – μπάσο, τσέλο
Μία από τις ατάκες που με κάνουν να γελάω δυνατά, πέρα του “MANOWAR μόνο τα τέσσερα πρώτα”, είναι το “Malmsteen μόνο στα 80s”. Και περιττό να σας πω, ότι όσοι λένε το ρητό για τον Malmsteen, δεν βάζουν μέσα καν το “Odyssey”… Η δεκαετία του ’90 μπήκε για τον Σουηδό βιρτουόζο με νέο τραγουδιστή (ω, τι έκπληξη!!!), τον Goran Edman και το άλμπουμ “Eclipse”. Πρέπει να σας πω ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ, ποτέ δεν μου έκατσε καλά, αφού θεωρούσα την τριάδα που άνοιγε το άλμπουμ “Making love”, “Bedroom eyes” και “Save our love”, ως μία εξόφθαλμη προσπάθεια να πάρει λίγη από την επιτυχία των πιο μελωδικών σχημάτων που κατέκλυζαν τα charts μέχρι τότε και στη συνέχεια, αδυνατούσα να ακούσω το άλμπουμ με ψύχραιμη και αντικειμενική ματιά…
Το “Fire and ice” βγήκε δύο χρόνια αργότερα, όταν το grunge είχε αρχίσει να κατακλύζει την αγορά της μουσικής και οι καλλιτέχνες είχαν αρχίσει να μπερδεύονται ολίγον τι. Κράτησε λοιπόν τον Edman, κάτι που προκάλεσε έκπληξη, αφού άλλαζε τους τραγουδιστές σαν τα πουκάμισα, μέχρι που πριν μερικά χρόνια αποφάσισε ότι του ήταν περιττό βάρος και τραγουδούσε ο ίδιος. Αυτό που ήθελε να κάνει όμως, ήταν να αποφύγει την καλογυαλισμένη παραγωγή του “Eclipse” και να πάει σ’ έναν πιο «ωμό» και άμεσο ήχο. Αυτός ήταν ο στόχος του, τουλάχιστον. Απ’ όσο καταλαβαίνω, με δεδομένο και τον χαρακτήρα του, σίγουρα ήθελε να μπει στη μύτη της Polygram, που τον έδιωξε μετά το “Eclipse”, κιόλας, κάνοντας μεγαλύτερες πωλήσεις με την Elektra, τη νέα του εταιρία. Πάμε λοιπόν να δούμε τι έκανε:
Ξεκινάω με μία δήλωσή του, που διαβάζω στο booklet της επανακυκλοφορίας του “Fire and ice”, όπου μιλά για το grunge: «δεν έχω τίποτε εναντίον του grunge. Δεν μου αρέσει, αλλά κατανοώ για ποιον λόγο αρέσει στον κόσμο, επειδή τους βοηθά να απαλλαγούν από την απογοήτευσή τους. Μου θυμίζει αυτό που συνέβη στα τέλη των 70s, με το punk και το new wave. Αυτό που με βρίσκει αντίθετο όμως, είναι ότι προωθούμε ένα κύμα μη-μουσικών. Αυτά τα γκρουπ πουλάνε εκατομμύρια αντίτυπα και δεν ξέρουν καν να παίζουν τα όργανά τους. Αυτό, νομίζω ότι είναι λάθος».
Για ποιον λόγο έγραψα αυτή τη δήλωση; Ο Malmsteen, πάντα είχε instrumental στους δίσκους του και στο ντεμπούτο του, ήταν και η πλειοψηφία, αυτή τη φορά όμως, ήθελε να κάνει μία δήλωση και ξεκίνησε το άλμπουμ με το “Perpetual”, ένα instrumental! Σαφώς και όχι ο πιο ορθόδοξος τρόπος να ανοίξεις ένα δίσκο, πόσο μάλλον εκείνα τα χρόνια, το πρόβλημά μου όμως, είναι πως δεν επρόκειτο για κάποιο από τα καλύτερα οργανικά κομμάτια που έχει γράψει. Καλό, αλλά μέχρι εκεί. Μπαίνει καπάκια το νερόβραστο “Dragonfly” και τρώω κροσέ στα δόντια με το “Teaser”, που είναι μακράν το χειρότερο τραγούδι που είχε γράψει μέχρι τις αρχές των 00s (μετά ξεπέρασε τον εαυτό του αρκετές φορές, είναι η αλήθεια).
Φίδια είχαν αρχίσει να με ζώνουν κι ένιωθα ανήμπορος να αντιδράσω, μέχρι που έσκασαν οι πρώτες νότες του “How many miles to Babylon”, για να αναθαρρήσω. Πολύ ωραίο, Blackmorικό τραγούδι, αργόσυρτο κι επικό. Η συνέχεια του δίσκου, είχε ups and downs, η αλήθεια είναι όμως ότι το επισκέπτομαι αρκετά τακτικά όταν θέλω να ακούσω κάτι από Malmsteen. Στρώνει αρκετά, έως πολύ, μέχρι το τέλος. Μπορεί τα instrumental του (τρία τον αριθμό), να μην είναι κάτι το εξαιρετικό, απολαμβάνω όμως τα “No mercy” (που είναι από τις σχετικά λίγες uptempo στιγμές), “Fire and ice”, “I’m my own enemy” (πόσο μου αρέσει αυτή η power ballad), “Final curtain” και γιατί όχι και το “Cry no more”.
Άνισος δίσκος, συνολικά, το “Fire and ice”, καλύτερος όμως –κατά τη γνώμη μου, πάντα- από το “Eclipse”. Με τον καιρό, συνειδητοποίησα και τι με «χαλούσε» σε σημεία κι αυτό ήταν η σχετικά «αδύναμη» φωνή του Goran Edman, που κατά τ’ άλλα μου αρέσει πολύ. Και το λέω, επειδή, όταν τον αντικατέστησε (σιγά μην έμενε για τρίτο δίσκο), ο Michael Vescera, εκεί φάνηκε η διαφορά στα εξαιρετικά “Magnum opus” και “Seventh sign”, όπου ναι μεν οι συνθέσεις ήταν καλύτερες, αλλά αναλογιστείτε τη διαφορά που κάνουν τα φωνητικά σ’ αυτό το ζευγάρι δίσκων και πιστεύω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου. Πάω τώρα να ακούσω για μία ακόμη φορά το “How many miles to Babylon”…
Did you know that:
- Οι ηχογραφήσεις κράτησαν περισσότερο χρόνο από τον αναμενόμενο, διότι στο ενδιάμεσο, ο Malmsteen παντρεύτηκε και μετά τον πρώτο μήνα που ήταν στο στούντιο, πήραν όλοι ρεπό τεσσάρων εβδομάδων, ώστε να πάει ο Yngwie στον μήνα του μέλιτος. Τους πήρε λίγο, μέχρι να βρουν το momentum στο οποίο είχαν μείνει, βέβαια, αλλά τι να κάνουμε. Να αφήσουμε το γάμο να πάμε για …ηχογραφήσεις;
- Το “Perpetual”, που ανοίγει το δίσκο, προοριζόταν για το soundtrack της ταινίας “Terminator 2: Judgment day”, αλλά τελικά, όπως όλοι ξέρουμε σήμερα, δεν τα κατάφερε να μπει. Κάτι που σίγουρα θα «έσπρωχνε» το άλμπουμ ακόμα περισσότερο…
- Το “Fire and ice”, έφτασε στην πρώτη θέση των charts στην Ιαπωνία (!!!), κάνοντας ταυτόχρονα και τις υψηλότερες πωλήσεις του μέχρι τότε κι έφτασε να παίζει σε πολύ μεγάλους συναυλιακούς χώρους, όπως το φημισμένο Budokan.
Σάκης Φράγκος