A day to remember… 8/11 [LED ZEPPELIN]

0
259












ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “IV”- LED ZEPPELIN
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1971
ΕΤΑΙΡΙΑ: Atlantic
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Jimmy Page
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Robert Plant
Κιθάρες – Jimmy Page
Mπάσο – John Paul Jones
Τύμπανα – John Bonham

Με κάθε άλμπουμ τους, από το πρώτο (“Led Zeppelin”, 1968) μέχρι το τελευταίο (“In through the outdoor”, 1980), οι LED ZEPPELIN έκαναν και ένα βήμα για όλα τα συγκροτήματα που τους ακολουθούσαν, ανοίγοντας νέα μονοπάτια σε κάθε πτυχή της μουσικής σκηνής της δεκαετίας του ’70, αλλά ταυτόχρονα και προς την δική τους αποθέωση.

Στο πλαίσιο της θρυλικής παρακαταθήκης τους, υπάρχει ένα άλμπουμ που ενσαρκώνει όλο τον μύθο του hard rock στα 70s και αυτό είναι το τέταρτο ανώνυμο άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1971 και ήρθε να κλείσει τυπικά μία ασταμάτητη τριετή πορεία δημιουργικότητας και επιτυχιών που τους έφερε στην κορυφή του κόσμου. Δεν ήταν όμως ανεμπόδιστη.
Καθώς οι ZEPPELIN έσπαγαν διαδοχικά το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, με πακτωλό εσόδων από τις περιοδείες τους, ήταν επιδεικτικά στοχοποιημένοι σε διάφορα επίπεδα από τον μουσικό τύπο, τόσο στην πατρίδα τους όσο και στο εξωτερικό. Είχαν συγκεντρώσει τα πυρά των δημοσιογράφων, λόγω του τρίτου τους άλμπουμ “Led Zeppelin III”, που παρουσίαζε μία πιο ευαίσθητη και ακουστική πλευρά του συγκροτήματος. To παραδοσιακά αντί-hard rock αμερικανικό έντυπο “Rolling Stone” τους συνέκρινε με το folk rock supergroup CROSBY, STILLS, NASH & YOUNG χαρακτηρίζοντας τους υποτιμητικά «βαριά ναρκοληπτικούς» ενώ στην Βρετανία ένα έντυπο έφτασε σε σημείο να ανακαλύψει πως η μουσική τους ήταν ένα … «εργαλείο απολυταρχικού ελέγχου»!

Όλη αυτή η πολεμική δεν άφησε το συγκρότημα ανεπηρέαστο. Απομονώθηκαν για μία ακόμη φορά και όπως αργότερα δήλωσε ο κιθαρίστας και άτυπος ηγέτης τους, Jimmy Page, έφτασαν στο σημείο που είπαν πως θα κάνουν ένα άλμπουμ, με καμία πληροφορία στο εξώφυλλο, θέλοντας να πουν ότι αν δεν αρέσει δεν χρειάζεται να το αγοράσει ο κόσμος λόγω του ονόματος των ZEPPELIN, στερώντας ουσιαστικά και συνειδητά από τον εαυτό τους ένα μεγάλο όπλο.

Ευγενής άμιλλα στον αγώνα του marketing ή αυτοκαταστροφικοί; Χωρίς τίτλο, αναφορές σε credits και λίστα με τα τραγούδια, παρά μόνο κάποιους περίεργους στίχους και τέσσερα εξίσου μυστήρια ρουνικά σύμβολα για τα ισάριθμα μέλη του συγκροτήματος, η πολιτική της «μη προώθησης» του περιεχομένου του άλμπουμ λειτούργησε ανάποδα στην πραγματικότητα.
Οι ηχογραφήσεις για το νέο άλμπουμ είχαν ξεκινήσει από το Δεκέμβριο του 1970 στα Island Studios του Λονδίνου. Στη συνέχεια όμως, ο Page μετέφερε το κέντρο των επιχειρήσεων στο περίφημο Headley Grange, στην εξοχή του Hampshire στη Νότια Αγγλία. Είχαν επισκεφτεί ξανά το μέρος για την ηχογράφηση του “Led Zeppelin III” και ο κιθαρίστας αποφάσισε πως αυτό το μέρος είχε την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να εμπνευστούν οι ZEPPELIN. Το εν λόγω οίκημα το είχαν πάρει γραμμή από τους FLEETWOOD MAC, αλλά ο Page ελκόταν επίσης από την ιστορία του που ξεκινούσε από το τέλος του 18ου αιώνα, αλλά και από τις φήμες πως ήταν το μέρος ήταν τρομερά στοιχειωμένο. Ήταν η εποχή που η ενασχόληση του κιθαρίστα με το υπερφυσικό ήταν στα φόρτε της. Είχε χαράξει, στην ηχογράφηση του “Led Zeppelin III” το moto του γνωστού Άγγλου μυστικιστή και μάγου Aleister Crowley “Do what thou wilt – So mote it be”, ενώ είχε αγοράσει το παλιό σπίτι του ίδιου, το διαβόητο, οκτάγωνο Boleskine House, στις όχθες της λίμνης Loch Ness στην Σκωτία. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των υπολοίπων, όπως ο μπασίστας John Paul Jones που είχε ορθώς επισημάνει ότι η υγρασία έσταζε από παντού, ο Page τους έπεισε.

Την επιλογή του Page την δικαίωσε ο ήχος του μέρους. Ως παραγωγός, είχε αναπτύξει μία οξεία αίσθηση για το πως θα έπρεπε να ακούγονται τα όργανα κατά την ηχογράφηση τους και αυτή η αντίληψη του απαιτούσε πολύ χώρο. Στο Headley Grange, μπορούσαν να τοποθετήσουν τα drums στο μεγάλο χολ στην είσοδο και ενισχυτές μέσα σε ντουλάπες και προθάλαμους, με αποτέλεσμα να πιάνουν έναν πιο ατμοσφαιρικό ήχο από ότι σε ένα «άγονο» ηχητικά studio. Επιπλέον, έφεραν μαζί και το Rolling Stones Mobile Studio και ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο τέταρτο άλμπουμ τους.

Από τις πρώτες νότες, κιόλας, του «ανώνυμου» άλμπουμ των ZEPPELIN, καταλαβαίνει κάποιος ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επανάληψη του “III”. Απλά ένα τσαχπίνικο μαύρο σκυλί Retriever που περιφερόταν εντός του Headley, σε συνδυασμό με κάποιο παλιό blues και μία έμμεση αναφορά στο “Oh well” των FLEETWOOD MAC (στο κομμάτι που υπάρχει ο διάλογος μεταξύ κιθάρας και φωνητικών) οδήγησε στην δημιουργία ενός εκ των πιο γνωστών τραγουδιών όχι μόνο των ZEPPELIN αλλά και ολόκληρου του rock, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Το περίφημο “Black dog”.
Ακολουθεί το τραγούδι με τίτλο που δεν αφήνει τίποτα στην φαντασία, διότι είναι ακριβώς αυτό που λέει. Το “Rock ‘n’ roll” (μαζί με το “Speed king” των θεών DEEP PURPLE) είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό στο συγκεκριμένο ύφος, με υπερτροφοδοτούμενους Plant, Page, Jones και Bonham, σε έναν ακόμη πληθωρικό rock ύμνο. Το αποτύπωμα του LITTLE RICHARD είναι πεντακάθαρο εδώ, μιας και από δικό του τραγούδι ξεκίνησαν να τζαμάρουν οι Page και Bonham και μέσα σε ένα τέταρτο ο Plant συμπλήρωνε με στίχους επί τόπου. Στο τραγούδι συμμετέχει και ο πιανίστας των ROLLING STONES, Ian Stewart.

Όσο δυναμικά είναι τα τραγούδια που ανοίγουν το άλμπουμ, πάντα οι ZEPPELIN έχουν τον τρόπο να δείχνουν και μία άλλη, λιγότερο ωμή και πιο λεπτεπίλεπτη πλευρά, όπως με το τρίτο τραγούδι του δίσκου, το “The battle of evermore”. Οι ιστορίες του J. R. R. Tolkien πάλι εμπνέουν τον Robert Plant να μας δώσει ένα όμορφο ακουστικό, παραμυθένιο σχεδόν τραγούδι, με την folk ενορχήστρωση των Page και Jones και την αιθέρια συνοδεία της Sandy Denny (των folk/celtic rock Βρετανών FAIRPORT CONVENTION) στα φωνητικά.

Το τραγούδι που κλείνει την πρώτη πλευρά του άλμπουμ, ξεκίνησε την πολυτάραχη ζωή του σαν ένα απλό παιχνίδι του Page στην ακουστική του κιθάρα στο Bron-Y Aur της Ουαλίας, την προηγούμενη χρονιά, όπου οι ZEPPELIN είχαν καταφύγει προκειμένου να γράψουν τραγούδια για το τρίτο τους άλμπουμ. Η φιλοδοξία του κιθαρίστα ήταν να γράψει μία σύνθεση τόσο μεγαλοπρεπή και επική, που θα επισκίαζε ακόμα και το σπαρακτικό, σκοτεινό, επικό blues του “Dazed and confused” από το πρώτο τους άλμπουμ. Ένα βράδυ και σε πραγματικά μυστηριακό κλίμα, στο Headley Grange και γύρω από μία ανοιχτή φωτιά, οι Page και Jones έδωσαν σάρκα και οστά στα κύρια μουσικά μέρη του τραγουδιού και ο Plant έγραφε σε κατάσταση νιρβάνα τους στίχους. Η ηχογράφηση του εν λόγω τραγουδιού, με τον βιβλικό, μυστικιστικό τίτλο “Stairway to heaven” έγινε στα Olympic Studios του Λονδίνου. Αργότερα, ο Robert Plant ανέφερε ότι κύρια έμπνευση για τις εικόνες που περιγράφει στο “Stairway to heaven”, όπως οι αυλητές, οι Βασίλισσες του Μάη, οι άνεμοι που ψιθυρίζουν και οι φράχτες, αποτέλεσε το περιεχόμενο του βιβλίου “Magic arts in celtic Britain” του Lewis Spence. Συνέχισε εξηγώντας ότι περιέγραφε μία τύπου τελετουργία που σηματοδοτεί την έναρξη της Άνοιξης, όπου αναγεννάται η Φύση, έρχεται πάλι η ελπίδα στις καρδιές των ανθρώπων και ουσιαστικά ξεκινάει το νέο έτος.

Μάλλον πρόκειται για το τραγούδι που έχει αναλυθεί και ακουστεί (με εξαίρεση το “Whole lotta love”) περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επιτυχία των LED ZEPPELIN. Αυτή η επική σύνθεση χτίζεται αργά και σταθερά, διανθισμένο από το συναίσθημα του Plant και επιδέξιες πινελιές από τον Page, μέχρι να καταλήξει σε ένα συμπαντικό κρεσέντο από το συγκρότημα. Κατά τον κιθαρίστα, που έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο να παίζει εδώ με την διπλή Gibson EDS-1275, αυτό το τραγούδι αποκρυσταλλώνει την ουσία των ZEPPELIN, έχει τα πάντα και παρουσιάζει τον καθένα από τους τέσσερεις στα καλύτερα τους. Και μάλλον έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι αυτό το τραγούδι εξυπηρετεί καλύτερα από κάθε άλλο την υστεροφημία τους ως ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα που περπάτησε ποτέ στον πλανήτη. Για την ιστορία, οι επιζώντες ZEPPELIN κατηγορήθηκαν από την πλευρά των Αμερικάνων SPIRIT για κλοπή της εισαγωγής από το δικό τους “Taurus”, διαμάχη στην οποία τελικά δικαιώθηκαν.

Όμως το πιο αμαρτωλό στοιχείο του “Stairway to heaven” έχει να κάνει με ένα κομμάτι του, όπου ο Plant τραγουδάει:
“If there’s a bustle in your hedgerow, don’t be alarmed now, it’s just a spring clean for the May queen…Yes, there are two paths you can go by, but in the long run, there’s still time to change the road you’re on”
Σύμφωνα με κάποιους που το έψαξαν … λίγο παραπάνω, αν κάποιος παίξει ανάποδα αυτό το τμήμα θα ακουστούν ευθείες αναφορές στον Σατανά (πράγμα που ενισχυόταν και από την ενασχόληση του Page με τις Σκοτεινές Τέχνες) οι οποίες ήταν οι εξής:
“Here’s to my sweet Satan … The one whose little path would make me sad whose power is Satan … He’ll give you, he’ll give you 666 … There was a little tool shed where he made us suffer, sad Satan”
Όλα εντάξει;;;

Πως να αντέξεις να γυρίσεις το βινύλιο από την άλλη πλευρά μετά από το πολιτισμικό ορόσημο του “Stairway to heaven”; To “Misty mountain hop” είναι ένα ανάλαφρο τραγούδι, με ψευδό-funk στοιχεία, όπου ο John Paul Jones παίζει ηλεκτρικό πιάνο. Δεύτερη φορά που ο Plant χρησιμοποιεί αναφορές στον Tolkien, και τα «ομιχλιασμένα βουνά» στην Ουαλία, αλλά αυτή την φορά μιλώντας για ένα περιστατικό όπου αστυνομικοί εισέβαλλαν για να διαλύσουν ένα κοινόβιο χίπηδων στο Λονδίνο. Πολύ «αγγλικό» περιστατικό κατά τον τραγουδιστή, αφού κατά την γνώμη του, στην Αγγλία, όποτε κάποιος περνάει καλά, ο «Μεγάλος Αδελφός» τον παρακολουθεί στενά!

O John Bonham είναι ο πρωταγωνιστής στο “Four sticks” που ακολουθεί, όπου παίζει όχι με 2, αλλά με 4 (!) drumsticks, σε ένα τραγούδι με ιδιαίτερο riff, στοιχεία από ινδική μουσική και αλλαγές ρυθμού, καθώς και synthesizer από τον πολυπράγμονα Jones. Όπως αποκάλυψε αργότερα ο Page, το τραγούδι ηχογραφήθηκε με δύο takes, επειδή ήταν πρακτικά αδύνατο για τον Bonham να παίξει και τρίτη φορά! Το ίδιο δύσκολο ήταν και για τον μηχανικό ήχου Andy Johns να μιξάρει το τραγούδι. Λέγεται πως ο Bonham, εκνευρισμένος κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Four sticks”, κατέβασε μία μπύρα και άρχισε να παίζει μία παραλλαγή στο “Keep a knockin’” του LITTLE RICHARD. Ο Page ακολούθησε με την κιθάρα του και αυτό το τζαμάρισμα εξελίχτηκε στο “Rock ‘n’ roll”!

Ένα αγαπημένο folk τραγούδι των ZEPPELIN οδηγεί τον ακροατή ήρεμα προς το τέλος του άλμπουμ, με τίτλο “Going to California”. Ο Jones παίζει μαντολίνο πλάι στον Page και δεν συμμετέχει καθόλου ο Bonham, σε ένα τραγούδι που ξεκίνησε με αφορμή τους σεισμούς στην Καλιφόρνια εκείνη την εποχή και αρχικό τίτλο “Guide to California”. H έμπνευση μουσικά ήρθε από το τραγούδι “California” της αγαπημένης τους Joni Mitchell, η οποία ζούσε στη μουσικά γόνιμη αλλά σεισμόπληκτη περιοχή Laurel Canyon. Στο δικό της τραγούδι αναπολεί τις περιπέτειές της σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη αλλά ανυπομονεί να επιστρέψει σπίτι. Στο “Going to California”, ο Plant υποδύεται έναν άντρα που θέλει να αφήσει πίσω του μία κακή σχέση και να κάνει μια νέα αρχή στην Καλιφόρνια.

Ένα από τα εντυπωσιακότερα drum riffs όλων των εποχών έρχεται να κλείσει τον τέταρτο δίσκο των LED ZEPPELIN, αυτό στην αρχή του “When the levee breaks”. Εδώ λάμπει η ευφυΐα του Page ως παραγωγός/ηχολήπτης και το καταιγιστικό παίξιμο του John Bonham, ο οποίος έπαιζε από το ευρύχωρο χολ του Headley Grange και το μικρόφωνο που τον ηχογραφούσε να βρίσκεται στο κατώφλι του πρώτου ορόφου! Η φυσαρμόνικα του Plant και η κιθάρα του Page, βουτηγμένη στα blues του αμερικανικού Νότου, υπνωτικά επαναλαμβανόμενη, προσδίδουν μία μαγκιά και έναν αέρα στο εν λόγω τραγούδι, που σπάνια συναντάμε σε άλλη δουλειά τους. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι πρόκειται για ένα ακόμη μουσικό «δάνειο» των ZEPPELIN από τους Kansas Joe McCoy και Memphis Minnie, κατόπιν πρότασης του Plant. Σύμφωνα με πολλούς fans, το τραγούδι αυτό είναι το κρυφό διαμάντι του άλμπουμ, με τα drums του Bonham να χρησιμοποιούνται μέχρι και τις μέρες μας σε sampling από τον Eminem μέχρι τον Mike Oldfield.

Το εξώφυλλο του άλμπουμ έχει την δική του ιδιαίτερη ιστορία. Όταν ο manager των ZEPPELIN, Peter Grant, ενημέρωσε τους υπεύθυνους της δισκογραφικής τους, Atlantic Records, για τον artwork του τέταρτου άλμπουμ τους, μάλλον θα τους έβαλε σε σκέψεις. Για αρχή, δεν θα υπήρχε πουθενά το όνομα του συγκροτήματος ή ο τίτλος του άλμπουμ. Ούτε καν μία φωτογραφία τους, ούτε ο αριθμός καταλόγου της Atlantic, ούτε το σηματάκι της Atlantic! Παραδόξως ήθελαν μία εικόνα ενός σεβάσμιου, γλυκού γέροντα που κουβαλούσε ξύλα πάνω στον τοίχο ενός κατεδαφισμένου κτιρίου με ένα σύγχρονο κτιριακό συγκρότημα στο παρασκήνιο. Η διαφωνία με την Atlantic ήταν τόσο έντονη, που ο Page προκειμένου να μην ενδώσει, κρατούσε τα master tapes του άλμπουμ μέχρι να συμφωνήσει η άλλη πλευρά. Την εικόνα του ηλικιωμένου κουβαλητή την είχε αγοράσει ο Plant από ένα παλιατζίδικο στο Reading και η αντίθεση του κατεδαφισμένου κτιρίου με τον νεόκτιστο ουρανοξύστη ήταν μία αναπαράσταση της αντίθεσης του παλιού με το νέο. Ο γεράκος βρίσκεται σε αρμονία με την φύση και τον κύκλο της. Ώσπου γκρεμίζουν την αγροικία του και τον μεταφέρουν στην μαζοποιημένη νέα κατοικία του στην πόλη.

Στο εσώφυλλο υπάρχουν μόνο οι στίχοι του “Stairway to heaven” σε ένα ξεχωριστό φύλλο χαρτί, η πρώτη φορά που οι ZEPPELIN δημοσίευαν τους στίχους τους. Η γραμματοσειρά ήταν ανακάλυψη του Page, από ένα παλιό βιβλίο του 19ου αιώνα. O κιθαρίστας ανέθεσε σε κάθε μέλος του συγκροτήματος να δημιουργήσει ή να υιοθετήσει ένα ρουνικό σύμβολο, που θα ήταν ακόμα ένα στοιχείο του artwork. Αρχικά, αρνήθηκαν να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την σημασία των συμβόλων. Μετά από κάποιο διάστημα, ο Page εξήγησε την σημασία του καθενός. To σύμβολο του Jones (τα 3 ελλειπτικά σχήματα με τον κύκλο) ήταν από το “Book of signs” του Rudolph Koch και αναπαριστούσε κάποιον με αυτοπεποίθηση και ικανότητα. Από το ίδιο βιβλίο προερχόταν και ο ρούνος του Bonham με τους τρεις κύκλους, που το διάλεξε απλά επειδή … του άρεσε. Το σύμβολο του Plant, με το φτερό εντός του κύκλου, φημολογούνταν πως προερχόταν από τον εξαφανισμένο πολιτισμό των Mu, που ζούσαν σε μία καταποντισμένη ήπειρο η οποία εκτεινόταν σε όλο τον Ειρηνικό Ωκεανό. Όσο για το σύμβολο του Page, αυτό το σχεδίασε ο ίδιος και έκανε πολλούς να ονομάσουν και το άλμπουμ από αυτό (“Zoso”) που δεν ήταν κάποια συγκεκριμένη λέξη. Βέβαια, να πούμε ότι μοιάζει αρκετά με ένα σύμβολο που βρίσκεται στον «Κόκκινο Δράκο», ένα κείμενο μαγείας που είναι γνωστό και ως «Μεγάλο Γριμόριο» και η προέλευση του χρονολογείται κάπου στο 1522. Η εκδοχή του Page είναι το ίδιο σύμβολο ανεστραμμένο. Τέλος, υπάρχει η εικόνα του περιπλανώμενου ερημίτη, έτσι για μία επιπλέον δόση μυστηρίου, αναπαριστώντας μία φιγούρα σοφίας. Σύμφωνα με τον μύθο, αν κρατηθεί με συγκεκριμένο τρόπο μπροστά από έναν καθρέφτη, θα αποκαλυφθεί ένα βοοειδές, κερασφόρο τέρας στα βράχια από κάτω του.

Το τέταρτο άλμπουμ των LED ZEPPELIN, που ελλείψει επίσημου τίτλου έχει βαφτιστεί με πολλά ονόματα, όπως “IV”, “Four symbols”, “Unnamed”. Από την Atlantic κάποιοι το ονόμασαν “Suicide album”, διότι θεωρούσαν πως η έλλειψη προώθησης θα οδηγούσε σε την κυκλοφορία αυτή σε εμπορική αποτυχία. Μόνο που δεν μπορούσαν να πέσουν πιο έξω. Όταν κυκλοφόρησε πριν 50 χρόνια ακριβώς, το “IV” (ας το πούμε έτσι ως υπόθεση εργασίας) έγινε άμεσα επιτυχία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, φτάνοντας στο νο.1 του Ηνωμένου Βασιλείου και στο νο. 2 (!) του Billboard στις ΗΠΑ, όπου έγινε 23 φορές πλατινένιο. Μέχρι σήμερα, είναι το πιο επιτυχημένο άλμπουμ του συγκροτήματος, έχοντας πουλήσει πάνω από 37 εκ. αντίτυπα παγκοσμίως και όντας επάξια μία από τις πιο επιτυχημένες κυκλοφορίες όλων των εποχών στις ΗΠΑ (και παγκόσμια), κάτω από τους EAGLES (“Their greatest hits 1971–1975”, “Hotel California”) , τον MICHAEL JACKSON (“Thriller”) και τους AC/DC (“Back in black”).

Με αυτό το άλμπουμ κλείνει άτυπα η πρώτη εποχή των LED ZEPPELIN, οι οποίοι κατόρθωσαν να κατακτήσουν τον κόσμο μόλις σε 3 εντυπωσιακά χρόνια γεμάτα επιτυχίες, μυθικές ιστορίες και σκληρή δουλειά. Η συνέχεια θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αφού άτυπα ήταν το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο εκείνη την εποχή, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70, που γνώρισαν την τραγωδία. Παρόλαυτα, το τέταρτο άλμπουμ τους έμελλε να είναι η βασική πηγή έμπνευσης για οτιδήποτε ακολούθησε στην παγκόσμια σκηνή γενικότερα και στην αμερικάνικη hard rock σκηνή συγκεκριμένα. Και το “Stairway to heaven” είναι μάλλον το απόγειο της δημιουργικότητας τους. Μιας και τα συζητάμε τόση ώρα, σκέφτομαι να ξαναβυθιστώ συνειδητά και με σεβασμό στην μυσταγωγία του “Led Zeppelin IV” και σας προτείνω ανεπιφύλακτα να λάβετε κι εσείς το ανεπανάληπτο αυτό rock Μυστήριο, έτσι για να τιμήσουμε όλοι παρέα τα 50α γενέθλια του πιο επιτυχημένου άλμπουμ της θρυλικής δεκαετίας του ’70.

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here