A day to remember… 8/4 [SKYCLAD]

0
291












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “A burnt offering for the bone idol” – SKYCLAD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1992
ΕΤΑΙΡΙΑ: Noise
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Kevin Ridley – SKYCLAD
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Martin Walkyier – φωνητικά
Steve Ramsey – κιθάρες
Keith Baxter – ντραμς
Fritha Jenkins – βιολί, μαντολίνο, πλήκτρα
Dave Pugh – κιθάρες
Graeme English – μπάσο

SKYCLAD – Α bone idol crying in the wilderness…”

Είμαστε στο 1992. Ούτε ένας χρόνος δεν είχε περάσει από το εξίσου μνημειώδες “The wayward sons of Mother Earth” και οι SKYCLAD, με την πλήρη στήριξη της Noise Records και «γεμάτο ντεπόζιτο», συνθέτουν σε φρενήρεις ρυθμούς ώστε να κυκλοφορήσουν το δεύτερό τους άλμπουμ. Τιμώντας και με το παραπάνω τις N.W.O.B.H.M καταβολές τους, στηριζόμενοι στις φονικές κιθάρες των αξιέπαινων SATAN/ PARIAH/ BLIND FURY, κρατώντας αρκετή από την (δανεική) καυστικότητα των tech-thrash cult ηρώων SABBAT και δίνοντας βήμα απόλυτης ελευθερίας και έκφρασης σε έναν απίστευτα χαρισματικό, ενθουσιώδη, χειμαρρώδη και ναι, ψευδό frontman, είχαν εξ αρχής καταφέρει να στρέψουν τα πρώτα βλέμματα επάνω τους και να δημιουργήσουν μια στέρεα βάση, πάνω στην οποία θα «έχτιζαν» το μέλλον τους.

Πριν απ’ όλα όμως, για να συνεχίσουν, υπήρχε ένα διπλό ζήτημα που όφειλαν να επιλύσουν: Έπρεπε να αποκτήσουν ένα line up που να τους δώσει σταθερότητα, ώστε να προβούν σε μακροπρόθεσμα σχέδια. Μετάφραση; Να αποκτήσουν, καταρχάς, μόνιμο βιολιστή, αφού ο Mike Evans έπαιξε στο “The wayward sons…” ως καλεσμένος. Ή τελικά, όπως τα έφεραν οι εξελίξεις… βιολίστρια. So… welcome on board, Fritha Jenkins! Μπορεί η γλυκύτατη Georgina Biddle να έχει αφήσει τη δική της εποχή σε αυτόν τον θώκο (η ικανότατη Cath Howell έπαιξε μόνο στο αριστουργηματικό “Prince of the poverty line”, οπότε είναι άδικο να μπει σε σύγκριση), αλλά το παίξιμο της Fritha, η οποία ειρήσθω εν παρόδω ήταν το ίδιο καλή στα πλήκτρα και στο μαντολίνο, τα πρώτα εκείνα χρόνια των Ουρανοντυμένων, ήταν κάτι άλλο. Αν η Biddle σε άλλους καιρούς θα ήταν το πρώτο βιολί στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού, η Jenkins θα ήταν ο βάρδος που εμψύχωνε και διασκέδαζε τους άνδρες του Robin Hood!

Δεύτερη εκκρεμότητα, η έλευση μιας ακόμη κιθάρας. Αν οι συνθέσεις του πρώτου τους δίσκου το είχαν επισημάνει, αυτές του “A burnt offering for the bone idol” σχεδόν το απαιτούσαν. Η πρόσληψη λοιπόν του ικανότατου Dave Pugh, απεδείχθη «λίρα εκατό» για τη μπάντα. Όχι μόνο θα «γέμιζε» έτι περισσότερο τον ήχο τους, αλλά θα τους βοηθούσε να δώσουν στον ακροατή την πλήρη εικόνα των επιρροών τους. Το thrash κάθε άλλο παρά έχει βγει από το κάδρο, με την αιχμηρότητα των SABBAT να είναι εντυπωσιακά παρούσα, το folklore στοιχείο μοιάζει πια να προέρχεται από μέσα τους, αλλά οι δύο κιθάρες άφησαν να βγει στην επιφάνεια κάτι που στο ντεμπούτο ήθελε μια πιο διεισδυτική ματιά για να το καταλάβεις: την THIN LIZZY παράδοση. Ξέραμε από τον ίδιον τον Martin Walkyier πως «οι THIN LIZZY είναι η μεγαλύτερη βρετανική μπάντα όλων των εποχών», αλλά χρειαζόταν και αυτό το double axe «εχέγγυο» για να καταλάβουμε στην πράξη τη δήλωση αυτή. Δεν είναι όμως μόνον οι Ramsey και Pugh που συνδέουν τα δύο συγκροτήματα, «πατώντας» εμφανώς στα χνάρια των Gorham και Robertson. Είναι κρίμα κι άδικο, να μη μνημονεύεται για το παίξιμό του ο μακαρίτης Keith Baxter, ένας από τους ελάχιστους που κατάφεραν να πιάσουν λίγη από τη «μαγιά» του εγκληματικά υποτιμημένου Brian Downey.

Σε παραγωγή της γνωστής ομάδος Kevin Ridley/SKYCLAD, το νεότευκτο τότε “A burnt offering for the bone idol” ολοκλήρωσε το καλλιτεχνικό shock που δημιούργησε η μπάντα. Προσοχή στον όρο «καλλιτεχνικός». Εδώ δεν κάνουμε λόγο για εμπορικό shock value τύπου Alice Cooper ή King Diamond. Εδώ μιλάμε για το shock που θα εισέπραττε ένας metalhead το 1992, ακούγοντας κάτι που, πέραν του “The wayward sons…”, δεν το είχε ακούσει πουθενά στο metal. Μουσικά ΚΑΙ ΜΟΝΟ, μιλώντας. Οι SKYCLAD έφεραν για πρώτη φορά το βιολί σε ρόλο πρωταγωνιστή δίπλα στις ηλεκτρικές κιθάρες με μια συγκλονιστική καινοτομία, καμία άλλη μπάντα δεν είχε παίξει έτσι. Ένα άλλο στοιχείο που παρατηρείται εδώ, είναι το πόσο πιο «μπροστά» ακούγεται στην τελική μίξη το μπάσο του Graeme English, κάτι που εν τέλει ενισχύει τόσο την «τραχύτητα» όσο και το folk συναίσθημα. Δε φωνάζουμε άδικα κάποιοι, για το πόσο παραγνωρισμένο είναι τούτο το όργανο και πόσο εύκολα μπορεί να γίνει ένας ρυθμιστικός παράγοντας, αναλόγως με το πώς χρησιμοποιείται.

“A burnt offering for the bone idol” ή αλλιώς, ελληνιστί, «Θυσία ολοκαυτώματος για το οστέινο είδωλο». Α, ρε Martin… Δεν έγραφες στίχους. Ποιήματα έγραφες, που τα μελοποιούσαν οι Ουρανοντυμένοι σύντροφοί σου και ήσουν έτοιμος να εξελιχθείς σε μια φιγούρα χαρακτηριστική και άρχουσα, του ιδιώματος. Είχες αλλάξει όμως ύφος, είχες μεταμορφωθεί σε έναν σαρκαστικό, κυνικό, ανεξάρτητο, ανένταχτο ιεροκήρυκα, υπέρμαχο της Μητέρας Φύσης και των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, που εκτόξευε δριμύτατα κατηγορώ προς πάσα (υπεύθυνη ως και ένοχη) κατεύθυνση. Δεν ήσουν εκείνος ο φυσιολάτρης, περιπλανώμενος ποιητής. Δε σε φανταζόμασταν πια κάτω από μια βελανιδιά, κάπου στη βρετανική ύπαιθρο, να τραγουδάς για την αγαπημένη σου πατρίδα και τα κάλλη της. Εντάξει, το έκανες αυτό μια φορά ακόμη στο “R’Vannith”, όπου μίλησες για την εισβολή της Ρώμης στη Γηραιά Αλβιώνα, αλλά ο λόγος σου ήταν τώρα όχι απλά καυστικός, μα οργισμένος, πύρινος. Δεν ξέρω αν είσαι τελικά ό,τι καλύτερο έβγαλε στιχουργικά η αγαπημένη μας μουσική, καθώς υπάρχει και ένας Matheos που με κοιτά από μια γωνία, αλλά το μισό σου ταλέντο να είχαν όλοι στο γράψιμο… το μισό!

Ποιο τραγούδι να πεις πως ξεχωρίζει και ποιο πως υστερεί… Επί προσωπικού γούστου και μόνο, θα μπορούσε να γίνει η όποια «διαλογή». Ακόμη και το καταληκτικό, σκοτεινό, doomy, avant-garde “Alone in death’s shadow” (αν το ακούσεις προσεκτικά, θα βρεις μέσα του, εκτός από τους CELTIC FROST, το “Remember the fallen” των SODOM), μπορεί να διαφέρει φαινομενικά μα στο τέλος ταιριάζει απόλυτα με τα υπόλοιπα. Θα ξεχωρίσω λοιπόν τα “Salt on the Earth (Another man’s poison)” και “The declaration of indifference” (το πρώτο τραγούδι του group που άκουσα ποτέ, οπότε παίρνει και έναν extra πόντο) που με τον «παραδοσιακό» τους χαρακτήρα φτάνουν το thrash σε ένα πρωτόγνωρο άκρο, το “R’Vannith” (μπάσο και βιολί σε δαιμονισμένο χορό) και φυσικά το «πνευματώδες» “Spinning Jenny”, που πήρε το μοτίβο του “The widdershins jig” και το τελειοποίησε σε σημείο τέτοιο, ώστε να θεωρείται έκτοτε το κομμάτι – θεμέλιος λίθος του folk metal. Αδίκως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αφού δεν προϋπήρξε του “The widdershins jig”, αλλά ποιος νοιάζεται για τέτοιες λεπτομέρειες;

Ο δίσκος δέχθηκε εξαιρετικές κριτικές από το σύνολο, σχεδόν, του τότε Τύπου και για την προώθησή του το συγκρότημα «βγήκε στον δρόμο» ανοίγοντας για τους MANOWAR, οι οποίοι είχαν με τη σειρά τους να υποστηρίξουν το σπουδαίο “Triumph of steel”. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε και το EP “Tracks from the wilderness”, με το υπέροχο εξώφυλλο. Σ’ αυτό βρίσκαμε δύο τραγούδια που έμειναν εκτός του album, το “A room next door” και το “When all else fails”, live εκτελέσεις των “The declaration of indifference”, “Spinning Jenny” και “Skyclad” και φυσικά την ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΗ διασκευή στο more than classic “Emerald”. Τα δύο νέα studio κομμάτια αντικατοπτρίζουν ισάριθμες από τις πτυχές του συνθετικού οράματος των Βρετανών, καθώς το πρώτο είναι ατμοσφαιρικό, στο στυλ του αριστουργηματικού “Moongleam and meadowsweet” (χωρίς να το φτάνει βέβαια σε αξία) και το δεύτερο, γρήγορο και thrashy. Οι live εκτελέσεις επίσης είναι όπως πρέπει, αλλά μη κοροϊδευόμαστε, το EP τη διασκευή έχει «κράχτη». Και η σημασία της διττή. Δεν είναι μόνο το ότι οι SKYCLAD «καρφώνουν» το κομμάτι. Βλέποντάς τη με άλλο μάτι μετά από τόσα χρόνια, πιστοποιεί κανείς πως μάλλον δικαιώνονται όσοι θέλουν να εντάξουν το Phil Lynott ΚΑΙ στο club των προπατόρων του folk metal.

Ας επιστρέψουμε όμως στο “A burnt offering for the bone idol”. Τι είναι αυτός ο δίσκος; Είναι το «Μεγάλο Μανιφέστο» του φολκλορικού metal και κατά προσωπική εκτίμηση, η καλύτερη δισκογραφική δουλειά μιας υπέροχης παρέας ταλαντούχων μουσικών που μόνη της, μακριά από τον σωρό και κόντρα σε μόδες και μουσικά κατεστημένα, «φώτισε» τον χώρο του heavy metal όσο λίγες. Οι SKYCLAD των πρώτων πέντε (κυρίως) ετών της «ζωής» τους, απευθύνονταν σε ακροατές με «πηγμένο» μυαλό και ανοικτούς ορίζοντες, όντας από τις πιο συναρπαστικές και ενδιαφέρουσες, ως προς τη μελέτη τους, metal μπάντες. Όχι γιατί μετά έριξαν την ποιότητά τους, κάθε άλλο. Αλλά, διάολε, αυτό το θυελλώδες, καυτό μέταλλο που έβγαινε μέσα από τις πρώτες τους κυκλοφορίες, δεν το ακούσαμε από το 1996 και μετά. Οξυδερκείς, καινοτόμοι, απρόσμενοι, ειδικά την περίοδο 1991 – 1995, ποτέ δεν απέκτησαν χρήμα, ποτέ δεν έγιναν εμπορικό brand name, αλλά κατάφεραν κάτι που, καλλιτεχνικά τουλάχιστον, θα «βάραινε» περισσότερο: Να τους χαρακτηρίζει μοναδικότητα και επιδραστικότητα! Και όσο σκέφτομαι πόσο «ρηχό», «φτηνό», «αστείο» κατέληξε να είναι το folk metal από τους «μαθητές» τους (μην αναφέρω ονόματα, ξέρουμε όλοι για ποιους μιλώ), τόσο μεγαλώνει μέσα μου ο θαυμασμός για τα πεπραγμένα τους.

Τέλος, είναι το πιο περιγραφικό και χαρακτηριστικό «αποτύπωμα» μιας χαμαιλεοντικής έννοιας του συνδυασμού «μουσική-στίχοι-image». Συγκροτήματα – «μπαλαντέρ» σαν τους SKYCLAD, λίγα υπήρξαν και υπάρχουν. Ας απομακρυνθούμε από την folk/pagan metal σκηνή και τα απανταχού festivals της, για τα οποία ξέρουμε τον ρόλο και την σημασία των Βρετανών. Οι SKYCLAD ακούγονταν απείρως πιο οργισμένοι από πολλούς thrashers της τότε αλλά και της μετέπειτα εποχής. Έφτυναν χολή και όξος στο πεντάγραμμο, όχι αστεία! Να μιλήσω για το αν είναι «παραδοσιακοί», «true» και «επικοί»; Σε μια εποχή που ο κόσμος «ανακάλυψε» το πόσο «επικό» είναι το κέλτικο, βρετανικό rock και εκθειάζει συγκροτήματα τα οποία μέχρι πριν κάποια χρόνια τα θεωρούσε «φλώρικα rock-άκια», σε μια εποχή που το N.W.O.B.H.M θεωρείται από πολλούς σημερινούς «βλαστούς» ως το καλύτερο μουσικό κίνημα, οι SKYCLAD, με το DNA τους γεμάτο απ’ όσα αναφέραμε στέλνουν «πίσω στα θρανία» πολλούς (αυτο)αποκαλούμενους «ηγέτες» της traditional metal σκηνής, αφήνοντάς τους μετεξεταστέους. Βασικά, το κάνουν μόνο με το riffing του “Spinning Jenny”, δε χρειάζεται κάτι άλλο.

Θα ήθελα να κλείσω με τούτο δω, το εκτός πλαισίου δίσκου, αλλά σχετικό με όσα αναφέρθηκαν: Γενικά, δεν είμαι άνθρωπος που ζηλεύει. Και ξέρω από πρώτο χέρι πως οι συναυλίες του 1998 στη χώρα μας, ήταν από τις καλύτερες που είδαμε ποτέ σε ΡΟΔΟΝ και Μύλο. Μα ειλικρινά, όσοι ήσαν παρόντες σε εκείνα τα μνημειώδη live του 1994, ελπίζω να κατάλαβαν τί ήταν εκείνο που είδαν, αν όχι την στιγμή που γραφόταν η Ιστορία, έστω «κατόπιν εορτής». Happy 30th birthday, my dear Idol!

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here