A day to remember… 9/6 [DEICIDE]

0
222

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Legion” – DEICIDE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1992
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: R/C records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: DEICIDE/Scott Burns
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά, μπάσο – Glenn Benton
Κιθάρες – Eric Hoffman
Κιθάρες – Brian Hoffman
Drums – Steve Asheim

25 Ιουνίου 1990. Η ημέρα που το ανίερο death metal συνάντησε έναν από τους βασικότερους ορισμούς του στο πρόσωπο του ομώνυμου δίσκου των Φλοριδιανών DEICIDE. Κάποιοι θα το συνεχίσουν τόσο πολύ που θα πουν ότι το death metal γενικά γνώρισε έναν από τους βασικότερους ορισμούς του. Που δεν το θεωρώ επ’ ουδενί υπερβολή. Κάθε άλλο. Άλλωστε θεωρώ τους DEICIDE μέσα στις 5 απόλυτα αγαπημένες μου μπάντες του είδους και σαφέστατα, οι πρώτοι τέσσερις αριστουργηματικοί δίσκοι τους, αποτελούν βασικότατο λόγο γι’ αυτό. Αλλά εδώ θα εστιάσω στη πρώτη δυάδα. Ξέρετε, ο αγαπημένος μου δίσκος των Αμερικανών είναι το “Once upon the cross”, αλλά αυτά τα δύο πρώτα άλμπουμ, έχουν μια άλλου τύπου γοητεία. Μια άγρια ομορφιά θα έλεγε κανείς, που δεν μοιάζει με τίποτα που ακούσατε πριν στη ζωή σας. Θα έλεγε κανείς, ότι έχουν τη δύναμη να την αλλάξουν κιόλας (δεν υπερβάλλω καθόλου). Μια άγνοια του οποιουδήποτε κινδύνου μπορούσε ποτέ να υπάρξει στη ζωή τους, που αντικατοπτρίστηκε στην υπέρτατη ατάκα του Benton προς τον Monte Conner που πέταξε τη κασέτα των AMON στο γραφείο του, φωνάζοντας “ΥΠΕΓΡΑΨΕ ΜΑΣ”.

Αλλά δεν είμαι εδώ, για να σας μιλήσω για το ομώνυμο ντεμπούτο. Εδώ, έρχεται το δικό μου κείμενο και “ζευγαρώνει” με εκείνο, όπως “ζευγάρωσαν” τα δύο αυτά άλμπουμ μεταξύ τους (στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον). Δύσκολο το έργο, όπως έχουμε ξαναπεί, μετά από ένα ντεμπούτο που τσακίζει κόκκαλα και αλλάζει τα δεδομένα να γράψεις κάτι ανάλογο. Ειδικά στη περίπτωση τέτοιου δίσκου που ήδη θεωρούνταν κλασσικό τη στιγμή της κυκλοφορίας του. Ίδια ομάδα παραγωγής (πέτυχε την πρώτη φορά εξάλλου), ίδιο στούντιο. Και με τι υλικό έρχεσαι σαν μπάντα; Με υλικό πιο γρήγορο (29 λεπτά έναντι 33 του ντεμπούτου – αν είναι δυνατόν!), πιο τεχνικό, πιο εξελιγμένο συνθετικά, πιο τσαντισμένο, πιο ΌΛΑ ΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΚΑΙ ΟΥΑΙ ΚΑΙ ΑΛΙΜΟΝΟ ΣΑΣ. Εχμ, συνεχίζουμε.

Τι συνεχίζουμε δηλαδή…ακούμε τις κατσίκες στην εισαγωγή και μετά λυσσομανάνε τα τύμπανα του Steve Asheim μαζί με τις κιθάρες….” Shunned from the light!! Born into darkness never knowing!! Infant enshrined!! Spawn of the altar, crush mankind!!”. Εντάξει είμαστε; Εντάξει είμαστε! Μόλις έχει ξεκινήσει το “Satan spawn, the caco-daemon”, ψάχνεις να ξεφύγεις, ψάχνεις από κάπου να πιαστείς μπας και γλυτώσεις τη πύρινη λαίλαπα που λέγεται DEICIDE, αλλά εις μάτην! Οι τύποι δεν μαντρώνονται. Είναι επικίνδυνοι πέραν πάσης αμφιβολίας. Πετάνε φωτιές από τα μάτια τους, έρχονται κατά πάνω σου, θα σε ξεσκίσουν, θα σε πετάξουν στη φωτιά και για να ναι σίγουροι, θα πετάξουν και τις στάχτες στη θάλασσα! Αυτό ένιωθες από τους DEICIDE εκείνης της περιόδου: ΟΥ ΜΠΛΕΞΕΙΣ. Και αν είσαι νεκρός…θα ονειρευτείς ωστόσο! “DEAD BUT DREAMIIIIING” ωρύεται ο Glenn Benton στα πρώτα δεύτερα του κομματιού, στο μόλις δεύτερο κομμάτι του δίσκου και όπως βλέπετε, δεν συζητείται καν το αν θα πεθάνετε ή όχι, απλά κοιτάζουμε το μετά το θάνατο.

Θα σταθώ ξεχωριστά εδώ βεβαίως-βεβαίως. Σε αυτό το κομμάτι οι DEICIDE, που κατεβάζει ελαφρώς ταχύτητες, αλλά όχι ένταση (μεγάλη διαφορά του ενός με το άλλο), πραγματεύονται κάτι διαφορετικό στιχουργικά. Αναφερόμενοι στον Lord Kur, επικαλούνται οντότητες από αρχαίες Μεσοποταμιακές θρησκείες, κάτι που “σπάει” τη καφροσατανίλα ύμνων όπως (BORN TO BE DEAD) “Repent to die” (WASTE YOUR LAST BREATH ON THE LORD JESUS CHRIST – ευλογείτε) και “Triflixion” (τι riff-άρες είναι αυτές που να με πάρει ο διάολος που τόσο υμνείτε ρε μούτρα!), και δείχνει πως ναι, αυτοί οι άξεστοι Φλοριδιανοί, μπορούν να μιλήσουν ενίοτε και για κάτι διαφορετικό πέραν του “ευχολογίου” προς τη Χριστιανική θρησκεία. Και αυτά όλα που είπαμε ως αυτό το σημείο, είναι το πρώτο μισό του δίσκου. Ή η πρώτη “πλευρά” για τους παλιούς ακροατές που το μάθανε έτσι από κασέτες/βινύλια. Αναρωτιέσαι σε τέτοιες περιπτώσεις “άμα αυτό έγινε στη πρώτη πλευρά, στη δεύτερη τι στο καλό θα γίνεται πια;”. Γυρνάς από την άλλη και περιμένεις. Υπ’ ευθύνη σου, μια και η μπάντα σε προειδοποίησε με τη πρώτη.

Ξεκίνημα δεύτερης πλευράς με “Behead the prophet (no lord shall live)”. Ήλπιζες να χαλαρώσουν στο δεύτερο μισό. Ήλπιζες κάπου το βασανιστήριο και το βίαιο ράπισμα θα σταματούσε. Αλλά έρχομαι να σου θυμίσω, ότι μάλλον ακούς λάθος δίσκο/μπάντα, αν νομίζεις/ελπίζεις ότι αυτό θα συμβεί εδώ. “No man to begotten, infant Jesus dead! End of god forever, cast among the souls of Hell! Thou who has imprisoned, suffer by your own demise! Execrate the revelation, MASTER SATAN RISE!” και μετά το solo – φωτοβολίδα σε ντέρμπι αιωνίων! Τι να λέμε εδώ πέρα εμείς που να μη φαντάζει φτωχό. Και σκάει και το “Holy deception” σε mid-tempo ρυθμούς, παρόλο που το αυτί σου δεν το νιώθει. Η δίκαση του Asheim πηγαίνει λες και το πρωινό του αποτελούνταν από κοκτέιλ κηροζίνης με μαζούτ. Ο άνθρωπος θέλω να πιστεύω ότι ίδρωνε σαν πιλότος της Formula 1 στις ηχογραφήσεις αυτού και το ομώνυμο. Για άλλες μπάντες το “Holy deception” θα ήταν η πιο γρήγορη στιγμή τους στον δίσκο (ίσως και στη καριέρα τους). Από την άλλη, για τους πρώιμους DEICIDE, είναι ένα χαλαρό διάλειμμα, για να ηρεμήσουμε λίγο βρε αδερφέ!

Πριν έρθουν τα δύο τελευταία έπη ολέθρου που σου δίνουν τη χαριστική βολή. “In hell I burn” το πρώτο και που να πάρει, εκεί μέσα είσαι, καίγεσαι, γίνεσαι στάχτη, και σε σφυροκοπάνε ταυτόχρονα. Τα riffs θέλουν το κακό σου, το όποιο κακό σου, δεν θέλουν να ανασαίνεις, θέλουν μόνο να πονάς. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω ακόμα και στην νιοστή φορά που παίζει την ώρα που γράφονται τούτες εδώ οι γραμμές. Αποκαλυπτική, κατακλυσμιαία ατμόσφαιρα. Δεν είναι απλά ένα βίαιο άλμπουμ. Αυτοί οι κύριοι σε περίπτωση που δεν έγινε σαφές, ΕΙΝΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ. Άμα κάποιος έμπαινε μέσα στο στούντιο την ώρα που γράφανε, θα τον κλαίγαμε, άμα βρίσκαμε κάτι να θάψουμε. Και φτάνοντας στο φινάλε του δίσκου, έρχεται το τελευταίο υπερ-ατού της μπάντας. “Revocate the agitator”. 2 λεπτά και 47 δευτερόλεπτα όπου απλά σε καρφώνουν στον σταυρό ως άλλο Ναζωραίο, στους ρυθμούς που επιβάλλει ο Asheim και τα σφυροκοπήματα του. Οι μικρές ανάσες στους ρυθμούς είναι για να σου δώσουν τη ψευδαίσθηση ότι σε λυπούνται, προτού καρφώσουν πιο δυνατά και πιο σκληρά, μαστιγώνοντας τα αυτιά σου τελευταία φορά με το τίτλο του κομματιού.

30 χρόνια “Legion”. 30 χρόνια βλασφημίας, πόνου και φόνου. Μνημειώδης βία, ανείπωτο συνθετικό μεγαλείο, σημείο αναφοράς μετά από τόσα χρόνια για όσες μπάντες ήθελαν να αγγίξουν κάτι από αυτό. Ο δίσκος εννοείται τράβηξε τα βλέμματα της δημοσιότητας, με εκείνους και τους κοντοχωριανούς MORBID ANGEL να επιδίδονται σε έναν άτυπο διαγωνισμό “κακίας” (δια το θεαθήναι βεβαίως, οι μπάντες ουδέποτε είχαν πρόβλημα μεταξύ τους). Θεωρώ ότι εδώ μιλάμε για το αντίστοιχο του “Reign in blood” για τους DEICIDE. Ο δίσκος που «τελικιάζει» το κομμάτι της ακρότητας, για τους Αμερικανούς, που κάνει το αίμα να στάζει από το ταβάνι, που τρομάζει τον ακροατή, για να έρθει το επόμενο και πιο ώριμο άλμπουμ τους με μια πιο μεστή συνθετική λογική, να ανεβάσει επίπεδο το συγκρότημα. Αλλά αυτό, είναι άλλη ιστορία, για άλλο κείμενο.

Did you know that?

– Από που να αρχίσουμε εδώ…ας πιάσουμε το γνωστό σε όσους έχουν το δίσκο στη κατοχή τους! O Glenn Benton, έλεγε με καμάρι στο βιβλιαράκι του δίσκου, ότι δε χρησιμοποιήθηκε καμία επεξεργασία στη φωνή του, καλώντας χαρακτηριστικά τους επικριτές του, να υποφέρουν! Γιατί αυτό το σχόλιο ρωτάτε; Μα φυσικά, επειδή χρησιμοποιήθηκαν εφέ στον πρώτο δίσκο, οπότε άνοιξαν πολλοί το στόμα τους, χωρίς λόγο. 

– Όταν οι DEICIDE έπαιξαν με ATROCITY/GOREFEST στη Στοκχόλμη, έγινε επίθεση με βόμβα στο χώρο. Την ώρα που έπαιζαν οι GOREFEST, αυτή εξερράγη έξω από την πόρτα ασφαλείας πίσω από τη σκηνή προκαλώντας τεράστια ζημιά στην πόρτα και τον τοίχο. Κι όμως, ο στόχος δεν ήταν οι πολιτικοποιημένοι GOREFEST αλλά οι DEICIDE, και συγκεκριμένα ο Benton! Για ποιον λόγο ρωτάτε; Μα γιατί ο Glenn Benton, είχε πάρει θέση υπέρ του ακρωτηριασμού μικρών ζώων και είχε λάβει απειλές για τη ζωή του γι’ αυτό! Έτσι, η Πολιτοφυλακή Ζώων ανέλαβε να βάλει τη βόμβα, στέλνοντας μάλιστα και μήνυμα “Η Στοκχόλμη είναι μόνο η αρχή από όσα θα συμβούν”.

– Παρόλα αυτά, το “Legion” έχει πετύχει πολύ υψηλές πωλήσεις. Μάλιστα, μιλάμε για μερικές από τις υψηλότερες που έχουν γίνει σε death metal δίσκο διαχρονικά, ειδικά μετά από την εποχή SoundScan.

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here