Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω αν η συγκεκριμένη συναυλία ήταν ένα στοίχημα για τους διοργανωτές της, για μένα όμως ήταν. Στοίχημα και μυστήριο ταυτόχρονα και να σου πω το γιατί: Οι διάφορες συζητήσεις των τελευταίων πέντε ετών, επάνω στους δύο πρόσφατους δίσκους των ACCEPT (“The rise of chaos” και “Too mean to die”), δεν έδειχναν πως ο κόσμος τους είχε υποδεχθεί με την ίδια ζέση, με την οποία είχε υποδεχθεί τα προηγούμενα τρία albums της επανασύνδεσης. Και όσον αφορά τη δημιουργία και τη διατήρηση του «ψυχρού κλίματος», δεν ευθύνεται μόνο η συνθετική καμπή του group (γιατί ωραίοι δίσκοι και οι δυο τους, αλλά όχι στα standards της περιόδου 2010-2014). Πρωτίστως ευθύνονται οι αλλαγές στις τάξεις των μελών του.
Την αρχή είχαν κάνει με την αποχώρησή τους οι Herman Frank και Stefan Schwarzmann, με τον Peter Baltes να ακολουθεί. Και αν το «χάπι» της φυγής των δύο πρώτων «χρυσώθηκε» κατά κάποιο τρόπο με την είσοδο του Uwe Lulis (κιθάρα στη χρυσή εποχή των GRAVE DIGGER) και του ικανότατου drummer Christopher Williams, η αποχώρηση του Peter «χωνεύεται» δύσκολα, για όσους επιμένουν/εμμένουν στα πρόσωπα και όχι στη μουσική. Ακόμη κι ο γράφων, που δεν είναι άνθρωπος που «ψειρίζει τη μαϊμού», αλλά πρωτίστως τον ενδιαφέρει η συνθετική ποιότητα, καταλαβαίνει το ειδικό βάρος του «Πετράν» και πόσο ήθελαν και θέλουν αρκετοί φανατικοί οπαδοί να τον βλέπουν, δίπλα στον Wolf Hoffmann. Κάποια πράγματα είναι παράλογα, κάποια απολύτως λογικά και αυτό, ανήκει στα δεύτερα.
Με αυτές τις σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό, έφτασα στο Gagarin 205 και αντίκρυσα ένα θέαμα που ΣΙΓΟΥΡΑ, καίτοι αισιόδοξος άνθρωπος εν γένει, ΔΕΝ περίμενα να δω: Μια ουρά δεκάδων μέτρων, από οπαδούς (όλων των ηλικιών!) που περίμεναν υπομονετικά να βγάλουν το εισιτήριό τους και το club να είναι γεμάτο ΗΔΗ μέχρι το φουαγιέ του. Αμέσως, οι σκέψεις άλλαξαν! «Κοίτα», είπα από μέσα μου, «που τελικά κάποιες αξίες μπορεί προσωρινά να χάνουν λίγη, ελάχιστη από τη λάμψη τους, αλλά παραμένουν ίδιες και απαράλλαχτες!». Την στιγμή της εισόδου μου, οι DEGENERATE MIND είχαν ήδη ξεκινήσει το show τους. Δεν τους είχα δει ποτέ επί σκηνής, είχα σχηματίσει μια, ημιτελή εννοείται, εντύπωση μόνον από το album τους “B.L.E.V.E” που κυκλοφόρησε πέρυσι, οπότε αυτό το live σίγουρα χρειαζόταν για να συμπληρωθεί το δεύτερο μέρος της εικόνας. Συμπέρασμα πρώτο, με το ξεκίνημα της εμφάνισής τους: τα παιδιά είχαν πολύ καλόν ήχο και φάνηκε πως είχαν προσέξει πολύ τη λεπτομέρεια αυτή. Συμπέρασμα δεύτερο, έβγαζαν πολλή ενέργεια. Δεδομένο αυτό. Αν η σκηνή ήταν μεγαλύτερη, δε θα την άφηναν απάτητη ούτε στο χιλιοστό της.
Μουσικά, αυτό το ιδιαίτερο heavy rock τους, όπου ακούς μέσα από FU MANCHU και THE HELLACOPTERS μέχρι MONSTER MAGNET και THE BLACK LABEL SOCIETY, αποδόθηκε καλά και με την απαιτούμενη μίξη «studio πιστότητας – live αυτοσχεδιασμού». Περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν, η μπάντα πρέπει να προσέξει λίγο τις φωνές της (τόσο ο frontman όσο και η κοπέλα στα backing είχαν «παραπατήματα» και εδώ τα λέμε όλα) αλλά σε γενικές γραμμές, το πρόσημο ήταν αβίαστα θετικό. Νομίζω πως το να προτείνω το άλμπουμ τους σε όσους αρέσκονται σε αυτό το αλήτικο heavy rock των προαναφερθέντων σχημάτων και να θέλω να τους δω εκ νέου «ζωντανά», δεν είναι τόσο σημαντικά όσο το χειροκρότημα που απέσπασαν στο τέλος από ένα κοινό κατά βάση ξένο ως προς το στυλ τους. Γιατί μη κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, δεν είμαστε κοινότητα με τέτοια κουλτούρα, δεν αγαπάμε τα πολυσυλλεκτικά billings και από κάτω η νοοτροπία και η άποψη περί «σκληρού ήχου» των παρευρισκόμενων, απείχε παρασάγγας από αυτή των επί σκηνής μουσικών. Οπότε, μπράβο τους.
SETLIST:
1. Justice
2. Never care
3. Awakening
4. Stand in line (ακυκλοφόρητο τραγούδι)
5. Acts of sober
6. The cage (ακυκλοφόρητο τραγούδι)
7. Black Monday
Ο κόσμος είχε πυκνώσει αρκετά. Δεν ξέρω αν μιλάμε για sold out, αλλά με το «μάτι», έτσι μου φάνηκε. Ζέστη, πολλή ζέστη, έσταζαν οι τοίχοι, όλοι προσπαθούσαν να βρουν μια κάπως πιο άνετη γωνία, ώστε να βλέπουν ολόκληρη την σκηνή, ο τελευταίος είχε φτάσει στην είσοδο και πατούσε πεζοδρόμιο… απορώ αν έβλεπαν κάποιοι τι διαδραματιζόταν, ή μόνο άκουγαν. Για μένα; Ευχάριστη παράμετρος αυτή, παρόλα τα προβλήματα που αναμενόμενα δημιουργεί. Γιατί, υπάρχει και το άλλο: Αν είσαι από ένα ύψος και κάτω, σκούρα τα πράγματα φίλε μου. Τηρώντας λοιπόν το πρόγραμμα κατά γράμμα και δείχνοντας βέροι Άγγλοι στο ραντεβού τους, οι ACCEPT παίρνουν σιγά-σιγά τις θέσεις τους, μέσα στις πρώτες ιαχές θριάμβου. Έχοντας δει κάποια videos από συναυλίες τους στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, τους έβλεπα ως πεντάδα αλλά κάτι έλεγε μέσα μου πως στην Αθήνα, την αφετηρία του νέου σκέλους της περιοδείας τους για την προώθηση του “Too mean to die”, θα τους βλέπαμε με πλήρη σύνθεση. Δηλαδή, ως εξάδα. Ναι, εξάδα!
Ένα ιδιότυπο «βάθρο» είχε στηθεί το βράδυ της Πέμπτης στο Gagarin 205, μπροστά από το πανό-εξώφυλλο του “Too mean to die”, με την κατάταξη να έχει ως εξής: Όπως το κοιτούσαμε, στα δεξιά, ο Martin Motnik, υπεύθυνος για τις «χαμηλές συχνότητες». Στο μέσον και λίγο πιο ψηλά από τους υπολοίπους ο Williams, ο οποίος και ήταν ο πρώτος που μας χαιρέτησε, ανεβαίνοντας στο drum kit του, μιμούμενος αρχηγό οργανωμένων σε γηπεδική θύρα. Αριστερά ο πολύπειρος Lulis, όπως πάντα χαμηλών τόνων, μα με τα «παράσημα» να βαραίνουν στο πέτο και μπροστά τους, σε πλήρη αντιστοιχία, οι Hofmann – Tornillo – Shouse. Έτοιμοι όλοι τους για μια σαρωτική, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα αντιμετώπισης από πλευράς μας, επέλαση!
Η έναρξη με το “Zombie apocalypse” και το “Too mean to die” μας έφερε αντιμέτωπους με μια καλοδουλεμένη μηχανή, που χρησιμοποίησε τα πρώτα δύο της τραγούδια, για να «ζεσταθεί». Και αυτό έγινε γρήγορα, πολύ γρήγορα, αφού η συνέχεια του “Living for tonite” άναψε για τα καλά τη φωτιά στο club, απ’ άκρη σ’ άκρη! Οι ACCEPT είναι σε πολύ μεγάλη φόρμα και ξέρεις τι παρατήρησα πρώτο; Ο Wolf Hoffman, κατά κάποιους «δικτάτορας», έχει δώσει άπλετο χώρο στους υπολοίπους, δεν τους υποσκελίζει, οι ρόλοι έχουν μοιραστεί σωστά, καθείς έχει τη δική του, μοναδική βαρύτητα στη μπάντα και όλα δουλεύουν σαν καλοκουρδισμένο, ελβετικό ρολόι. Ο Philip Shouse (επίσης στους LUCIFER) πολλές φορές δίπλα στον αρχηγό, αρκετές μόνος (!) μπροστά, κράτησε τον “Accept-ish” χαρακτήρα της κιθάρας του και σε σημεία τον «στόλιζε» με μια πιο hard rock υφή, που της πήγαινε ΤΕΛΕΙΑ. Ο διακριτικός Lulis πέρασε στην πρώτη γραμμή 3-4 φορές, καθώς γενικότερα κρατούσε τον ρυθμό, μαζί με το ηχητικό ΤΕΙΧΟΣ που λέγεται “rhythm section”, ενώ για τον Tornillo, δε χρειάζεται να πει κανείς το παραμικρό. Κέρδισε από την πρώτη νότα του “Blood of nations” τον ρόλο του και πλέον έδειχνε πιο σίγουρος από ποτέ.
Οι ACCEPT είναι μια μπάντα με δικό της DNA. Ξεχωριστό, μοναδικό, διαχρονικό. Δημιουργήθηκαν όταν οι JUDAS PRIEST και οι AC/DC παρακολούθησαν ένα κονσέρτο κλασσικής μουσικής και έφτιαξαν με την σειρά τους κάτι που αποτελεί σημείο αναφοράς. Αυτή είναι και η αιτία που όποιος και να γίνει μέλος τους, μοιάζει σαν να υπήρχε στις τάξεις τους, από τα «γεννοφάσκια» τους. Πως αλλιώς να δικαιολογήσω τα γνώριμα πολυφωνικά μέρη, παρόντα με την ίδια χροιά; Μην αμφιβάλλεις. Ακόμη και εγώ με σένα να πάμε, θα αποκτήσουμε ΤΕΤΟΙΑ χροιά, μιλάμε για trademark από τα λίγα! Πως αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός που θέλει τον οποιονδήποτε μουσικό περάσει από τις τάξεις τους, από οποιαδήποτε χώρα και να κατάγεται, να ακούγεται πιο «Τεύτονας» και από τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα; Πάει, τελείωσε, υπάρχει μια ιδιότυπη ΜΑΓΕΙΑ σε αυτό το συγκρότημα. Και αυτή η μαγεία είναι που το έχει αναδείξει τόσο και το έχει φέρει ως εδώ, σε μια πορεία δεκαετιών.
Οι άνθρωποι «γεννούν» instant classics σε κάθε τους δίσκο. Αν δε με πιστεύεις, πίστεψε τον κόσμο που πήγαινε πάνω-κάτω στο “Overnight sensation”, τραγουδούσε την «Ωδή στην Χαρά» και την «Πέμπτη Συμφωνία» του Beethoven στο solo του “Symphony of pain” και συμμετείχε στη μπαλάντα “The best is yet to come”. Για ύμνους όπως το “Shadow soldiers” (το καλύτερο Wolf solo από το 1992 ως σήμερα, εκεί βρίσκεται), “The abyss”, “Pandemic” και “Hung, drawn and quartered” (κομμάτι από το “Stalingrad” στο encore, είπες κάτι;), δε χρειάζονται λόγια, όπως δε χρειάζονται για το κλασσικότερο των κλασσικών “Teutonic terror” που παραλίγο να ρίξει το Gagarin 205, λες και ήταν από άχυρο. Όσο για τα… «παλαιά», αυτά της εποχής Udo; ΧΑ!
Στο medley των “Demon’s night”/”Starlight”/”Losers and winners”/”Flash rockin’ man” χάσαμε τον κόσμο, καθώς εκείνη την ώρα ολόκληρο το heavy metal έμοιαζε να έχει «μπει» στο σώμα και στην ψυχή τριών μουσικών που, με τις Flying Vs τους, στέκονταν μπροστά στην σκηνή. “The guardians of God play the pawns, beg for mercy, hail the queen – Princess of the Dawn!”… και ρίγος διαπέρασε κάθε πόντο της σπονδυλικής μας στήλης. Παρασυρθήκαμε από την ορμή και τη λύσσα του “Fast as a shark”, νιώσαμε την καρδιά μας να χτυπά δυνατά στο “Metal heart”, συνεχίσαμε το ολοκληρωτικό sing along στα “Balls to the wall” και “I’m a rebel”, βιώσαμε ξανά την ανυπέρβλητη δύναμη της μπάντας στο “Restless and wild”. Καμία εμφάνιση των ACCEPT, δε μπορεί κάποιος, όσο καλός και να είναι στον γραπτό λόγο, να την περιγράψει. Είναι αδύνατο…
Τελευταίες λέξεις… Δεν πρόλαβα τους ACCEPT όταν, ερχόμενοι στην Αθήνα το 1993, έδωσαν στο ελληνικό metal κοινό την καλύτερη ίσως συναυλία σε κλειστό χώρο. Αλλά τους έχω δει σε όλες τις υπόλοιπες και με βάση αυτό, μπορώ να πω μετά λόγου γνώσεως και με απόλυτη σιγουριά, πως μαζί με εκείνη του 2011, τούτη δω ήταν η συναυλία που συμπληρώνει την κορυφαία τριπλέτα εμφανίσεών τους, μέχρι σήμερα. Όσοι ακολουθούμε το συγκρότημα χωρίς αναστολές και δεν επηρεαζόμαστε από «φάτσες», ζήσαμε το ΑΠΟΛΥΤΟ heavy metal show. Είδαμε τη μεγαλύτερη metal μπάντα της ηπειρωτικής Ευρώπης και εν τέλει, καταλάβαμε γιατί κάποια πράγματα είναι… αυτά που είναι. Η ελληνική σημαία στα χέρια του Tornillo και το διαρκές χαμόγελο θαυμασμού και απορίας του Martin Motnik, ο οποίος ερχόταν για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με το ελληνικό κοινό, τα είπαν όλα. “For the roar of the crowd, for the raging frontal attack!”
SETLIST:
1. Zombie apocalypse
2. Too mean to die
3. Living for tonite
4. Overnight sensation
5. The abyss
6. Objection overruled
7. Symphony of pain
8. Demon’s night/Starlight/Losers and winners/Flash rockin’ man
9. The best is yet to come
10. Shadow soldiers
11. Princess of the dawn
12. Fast as a shark
13. Metal heart
14. Teutonic terror
15. Pandemic
Encore:
16. Hung, drawn and quartered
17. Balls to the wall
18. I’m a rebel
19. Restless and wild
Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας