Πέρασε ένας χρόνος, από τη μέρα που εκλήθην να γράψω για το EP “Northern winds”. Μάρτιος μήνας ήταν, όταν εξέφραζα τον ενθουσιασμό μου για το ομώνυμο τραγούδι και την πίστη μου πως αυτό προμήνυε μια σημαντική αλλαγή στον ήχο και εν μέρει στην ταυτότητα του group. Η μετακίνηση από τη «μικρούλα το δέμας αλλά μαχήτρια» (παντού ταιριάζει ο Όμηρος) Metal Fighters Records στο έμψυχο δυναμικό της No Remorse Records, ήρθε να ενισχύσει την πεποίθησή μου αυτή. Κάτι πολύ καλό ερχόταν, ήμουν πια βέβαιος. Όπως ήμουν βέβαιος και για το ότι ο επερχόμενος δεύτερός του δίσκος, θα είναι ο δίσκος της οριστικής καταξίωσης για τη μπάντα. Πως θα την πήγαινε σε ένα άλλο επίπεδο. Πού τα στήριζα όλα αυτά; Πουθενά. Ήταν απλά μια αυθόρμητη, πηγαία αίσθηση και τίποτα παραπάνω…
Κι εγένετο “The Icewind Chronicles”! Οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ, όσον αφορά την επική – φανταστική λογοτεχνία, καθώς και τα παιχνίδια ρόλων, ήδη κατάλαβαν. Οι ACHELOUS καταπιάνονται με τον R.A. Salvatore και συγκεκριμένα την “Icewind Dale” τριλογία, φιλοδοξώντας να αποτυπώσουν πιστά, μέσα από το δικό τους πρίσμα, ένα από τα πλέον φημισμένα ηρωικά «σύμπαντα». Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω κάτι πολύ σημαντικό: Αν ο συνδυασμός της πολύ καλής εντύπωσης που άφηνε το “Macedon” και του γεγονότος πως ήταν η πρώτη τους προσπάθεια, τους έδινε περιθώρια για μια πιο ελαστική αντιμετώπιση, όλα όσα ακολούθησαν επιτάσσουν, επιβάλλουν θα έλεγα, αυστηρότητα. Αυστηρότητα και… «ψυχρό αίμα». Λαμβάνοντας υπόψη μου αυτήν τη λογική, συνάμα με το ότι υπολογίζω τη μπάντα ως ένα από τα καλύτερα assets της εγχώριας, παραδοσιακής metal σκηνής, ξεκίνησα την ακρόαση του “The Icewind Chronicles”…
Συνήθως αναφερόμαστε στον ήχο προς το τέλος, αφού έχουμε εξαντλήσει κάθε τι άλλο. Μα εδώ, δε γίνεται να μην εξαίρω πριν απ’ όλα την ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση όσον αφορά την παραγωγή. Ο βασικός συνεργάτης της μπάντας, ο κιθαρίστας και αρχηγός των REFLECTION, Στάθης Παυλάντης, έχει κάνει ειλικρινά καταπληκτική δουλειά μέσα από τα The Music House Studios. Αναμενόμενο, αφού ξέρει πολύ καλά τους ACHELOUS κι έχει επίγνωση και άποψη προσωπική, που ταυτίζεται με αυτήν του group, ως προς το πώς πρέπει να ακούγεται κάθε δίσκος του. Ο συμπαγής και ογκώδης ήχος του “Macedon” έχει μετατραπεί σ’ ένα πραγματικά θηριώδες, béton armé δημιούργημα που ορθώνεται σαν ακλόνητη οχύρωση. Οχύρωση της οποίας τα ισχυρότερα σημεία, αποτελούν αναμφίβολα οι κιθάρες και τα τύμπανα. Δε γνωρίζω αν η νεοφερμένη Βίκυ Δεμερτζή έχει προλάβει να συνεισφέρει από το πόστο της ή οτιδήποτε ακούγεται από τις εξάχορδες είναι έμπνευση του Γιώργου Μαυρομάτη, μα λίγο με νοιάζει. Αν είχα ενθουσιαστεί με το παίξιμό του στο “Macedon”, εδώ δηλώνω έκθαμβος. Και θεωρώ πως το να αφήνεται ο Γιάννης Ρούσσης «ελεύθερος», φέρνοντας λίγες έστω από τις extreme καταβολές του (OBDUΚTION), μόνο καλό κάνει στο συγκρότημα.
Ας δούμε τώρα τα τραγούδια. Το “The Icewind Chronicles” είναι δίσκος δύο ταχυτήτων. Από τη μια, έχουμε συνθέσεις που ακούγονται ως η αναβαθμισμένη συνέχεια του ντεμπούτου, σε πιο παραδοσιακό heavy metal στυλ και σε up tempo ρυθμούς. Από την άλλη, έχουμε το νέο «πρόσωπο» του group. Τραγούδια σε εξίσου κλασσικό ύφος, αλλά με μια προσέγγιση περισσότερο πολυδιάστατη, πλουσιότερη και με εμφανείς νεοεισερχόμενες επιρροές. Ευάκουστα πλήκτρα και πιάνο που δεν έχουν τον περιορισμένο ρόλο της «πλάτης», ατμοσφαιρικά περάσματα, επιβλητικοί, αργοί και μεσαίοι ρυθμοί, ανατολίτικες φρυγικές και αιολικές κλίμακες να εναλλάσσονται στις κιθάρες, πιο «χαμηλά» κουρδίσματα, πολλαπλά φωνητικά, πινελιές από doom, black και παραδοσιακή μουσική… Να το κάνουμε «πενηνταράκια»; BATTLEROAR (Επιτέλους, η μπάντα επηρεάζεται από τους συμπατριώτες μας ηγέτες του επικού metal!), CANDLEMASS, BATHORY, ROTTING CHRIST (μετά το «Κατά τον Δαίμονα Εαυτού»). Επαναλαμβάνοντας όσα έγραψα για το EP, όχι μόνο τάσσομαι αναφανδόν υπέρ των ακραίων «περασμάτων» σε αυτού του είδους τη μουσική, μα απεναντίας ευελπιστώ αυτά να πληθύνουν στο μέλλον. Αν τώρα εσύ που είσαι “epic warrior” ξινίζεις με τις επιρροές από τον ακραίο ήχο, τότε μάλλον δεν έχεις ακούσει ποτέ σου ακραίο metal, διαφορετικά θα ήξερες πόσο επικό μπορεί να γίνει.
Πιο πομπώδεις και αρχοντικοί, οι ACHELOUS δε φοβούνται να αλλάξουν. Δε φοβούνται να προοδεύσουν και να προσαρμόσουν τη μουσική τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να προβάλλουν τις αρετές τους και να καλύψουν τις αδυναμίες τους. Και κερδίζουν έναν πόντο μόνο και μόνο από αυτό. Οπότε, δε χρειάζεται και ιδιαίτερη μαντική ικανότητα, για να καταλάβεις πως τα… αλλιώτικα τραγούδια είναι αυτά που με κέρδισαν περισσότερο: To μεγαλιθικό “Northern winds”, το γεμάτο ελληνική παράδοση “Savage king”, το λυρικότατο “Mithril Hall” με τα guest φωνητικά της Χριστίνας Πετρογιάννη, το “The crystal shard” με το ΑΙΩΝΙΟ galloping riff. Ειδικότερη μνεία στο καταληκτικό “Outcast”, την πρώτη μπαλάντα του group, μπαλάντα όμως με την αυθεντική, μεσαιωνική έννοια του όρου. Ένα μεγάλο σε διάρκεια, αφηγηματικό επικό κομμάτι με κλιμακούμενη ένταση, με ανδρικά και γυναικεία φωνητικά, που έχει και κάτι, ΚΑΤΙ, από JAG PANZER και ICED EARTH (!) στο DNA του. Τί δε μου άρεσε; Κάποιες ερμηνευτικές αστοχίες του Χρήστου Κάππα, τις οποίες όμως ξεπερνώ, αφού μετράει ιδιαίτερα για μένα το ότι έχει βελτιωθεί πολύ σε γενικές γραμμές και δοκιμάζει συνεχώς νέες τεχνικές (υπάρχει περιθώριο ακόμη, ειδικά στην προφορά). Ακόμη, θα ήθελα το “Mithril Hall” με ανδρικά φωνητικά, καθώς σε κάποια σημεία η ερμηνεία είναι πιο «εύθραυστη» απ’ όσο θα έπρεπε, ενώ έχω την εντύπωση πως η μπάντα θα πρέπει να πετάξει κάποια βαρίδια από πάνω της (βλ. το heavy metal των 80s-90s που εύκολα αποκτά την εικόνα του «ξεπερασμένου») και να αφοσιωθεί στο νέο της «μονοπάτι».
Το συγκρότημα που φέρει ένα από τα ομορφότερα ονόματα στην εγχώρια metal σκηνή, επέστρεψε με μια άκρως ποιοτική δουλειά. Κάποιοι ίσως παραξενευτούν ή και απογοητευτούν με την «στροφή» τους αυτή, μα προσωπικά δίνω στους ACHELOUS μόνο εύσημα και τους παροτρύνω να στρίψουν κι άλλο το τιμόνι. Κι αν ένας οπαδός αποχωρήσει, πέντε θα κερδηθούν. “The road goes on forever”, όπως λένε, με τον νου στο παρελθόν αλλά το βλέμμα στο μέλλον. Ας βάλουμε τώρα τον βαθμό, σε μια διαδικασία που τόσο απεχθάνομαι. Το “Macedon” ήταν ένα αρκετά καλό άλμπουμ, αλλά κακά τα ψέματα, είχε πολύ πιο εύκολο έργο. Το “The Icewind Chronicles” κολυμπά σε πολύ πιο βαθιά και άγρια νερά, είναι σαφέστατα πολύ πιο πλούσιο, πολυσυλλεκτικό και κυρίως ικανό, «να πάρει από το χέρι» το group και να το «ταξιδέψει» ευκολότερα και περισσότερο εκτός συνόρων, από τον προκάτοχό του. Τούτου λεχθέντος, ο βαθμός μπορεί να είναι ίδιος, αλλά στην ουσία, είναι μεγαλύτερος.
8 / 10
Δημήτρης Τσέλλος