Τέταρτη δισκογραφική δουλειά για τους Αυστραλούς rockers και φαίνεται ότι οι απανωτές περιοδείες βοήθησαν στο να αποφευχθεί η μετριότητα της προηγούμενης δουλειάς τους. Σαν κουαρτέτο, έχουν ό,τι χαρακτηρίζει τον κλασικό Αυστραλέζικο ήχο. Σκληρές κιθάρες και φωνητικά με γρέζο, πάνω από σφιχτοδεμένο rhythm section, που αγαπά τα δωδεκάμετρα, όσο η εταιρία Sirina, τις ποιοτικές εκπαιδευτικές ταινίες, για ενήλικες.
Αυτό που κάνει τους AIRBOURNE να έχουν άτυπα στεφθεί οι διάδοχοι των ACDC είναι ότι έχουν σε μεγάλο βαθμό τα καλύτερα στοιχεία των τελευταίων άλμπουμ της εποχής Bon Scott αλλά και στοιχεία του “Back in black” και του “Razors edge”. Ξεκάθαρες και πλήρως αφομοιωμένες επιρροές από AC/DC, MOTORHEAD, ROSE TATTOO. Ογκώδη riff, ανθεμικά τραγούδια, που βασίζονται στο στιβαρό ρυθμικό υπόβαθρο, τον αληταρά τραγουδιστή και τις κιθάρες που γδέρνουν άνετα τον κάθε διεκδικητή του θρόνου. Ενεργητικότητα στο έπακρο αλλά και πιασάρικες συνθήκες που είναι βασικές για να μην γίνουν μονότονοι. Σε συνδυασμό με τίτλους που μιλάνε από μόνοι τους, για το τρίπτυχο, ποτό, γυναίκες, rock n roll, “Rivalry”, “Rocked like this”. “When I drink, I go crazy”, “It’s all for Rock n roll” και μια παραγωγή-διαμάντι από τον Bob Marlette, ζωντανή, όσο ένα ντέρμπι Παναθηναϊκού –Ολυμπιακού στη Λεωφόρο, κάνουν αυτό το άλμπουμ, μια ακόμα μικρή απόλαυση στην εποχή των διπλών προγκ άλμπουμ, της ατέρμονης αναφοράς στα ψυχεδελικά 70’s και της σκοτεινής μαυρίλας του Βορρά.
Απλό, λιτό, ηλεκτρικό, βλάσφημο, ιδρωμένο rock n’ roll όπως μόνο μια Foster μπορεί αν το κάνει. Σε αντίθεση με τους THE ANSWER αυτοί εδώ κατάφεραν αν επανακάμψουν , δυναμικά σε μια σκηνή, που η ομοιομορφία κάνει τα σχήματα να χάνονται. Φίλοι των AC/DC απλά ακούστε το επόμενο μεγάλο σχήμα, που στα κλαμπ, γίνεται εύκολα το αγαπημένο των dj με τα γεμάτα ρυθμό τραγούδια του.
7,5 / 10
Στέλιος Μπασμπαγιάννης