Έφτασε πάλι εκείνη η στιγμή που όλα γύρω γίνονται διαφορετικά, όλοι παλεύουν μάταια τον προηγούμενο ή μελλοντικό χρόνο και μια ολότητα σε κάθε της βήμα, ανάσα, κυκλοφορία και σκέψη, μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Αγγίζει τον κόσμο βαθύτερα, εκφράζεται ακόμα πιο ουσιαστικά και στο τέλος κάνει κτήμα αυτό που νομίζεις ότι είναι βίωμα της ύπαρξης τους. Ο λόγος φυσικά για τους AMENRA, τους Βέλγους λυτρωτές της παγκόσμιας μουσικής από το Kortrijk στη Δυτική Φλάνδρα. Τους AMENRA που κανείς που δεν τους έχει βιώσει στο έπακρο, δεν κατάλαβε πως έφτασαν να λογίζονται ως μια μπάντα που έχει κυριεύσει την εκφραστικότητα σαν σύνολο σε βαθμό που δεν μπορεί να περιγραφεί. Κάθε «μάζα» των AMENRA, έξι στον αριθμό μέχρι τώρα, έμελλε να γιγαντώσει το όνομά τους και να τους κάνει από απλά σκληρούς «εργάτες», ένα σύνολο στο οποίο πάρα πολύ μεγάλη μερίδα οπαδών εναπόθεσε τις ελπίδες της για συνολική κάθαρση. Σας ακούγονται λίγο παράξενα ή υπερβολικά όλα αυτά, αλλά όταν η πρώτη επαφή μαζί τους (που είναι πάρα πολύ λογικό να είναι «ιδιαίτερη» και μη ιδανική) ξεπερνάει το αρχικό σοκ, η συνέχεια της σχέσης του επίδοξου ανυποψίαστου –σε πρώτη φάση- ακροατή μαζί τους γίνεται εθισμός, ο οποίος καταλήγει σε εξάρτηση και προσωπική ταύτιση.
Οι AMENRA ειδικότερα κατά την τελευταία δεκαετία (ας το τοποθετήσουμε από το 2012 κι έπειτα συγκεκριμένα με την κυκλοφορία του “Mass V”), έχουν κάνει τεράστια άλματα και υπερβάσεις, που ίσως και οι ίδιοι ποτέ να μην είχαν σκεφτεί να επιχειρήσουν. Μιλάμε για ορισμό της DIY μπάντας, της απόλυτα προσωπικής ταυτότητας, παρότι το πέπλο των NEUROSIS νοερά συνόδευε κάθε τους σκέψη, οι ίδιοι οι μεγάλοι Αμερικάνοι τους πήραν υπό τη σκεπή τους στην εταιρεία τους, την Neurot Recordings, τους πήραν μαζί τους σε περιοδείες και το κυριότερο όλων που για όσους ξέρουν πως λειτουργούν εδώ και δεκαετίες οι NEUROSIS: Εξήραν την αρτιστική πλευρά των AMENRA σε τέτοιο βαθμό, που στην ουσία τους έκαναν τελετή παράδοσης/παραλαβής του στέμματος του συνολικού post/sludge ήχου που για σειρά ετών κατείχαν άνευ αντιπάλου. Προχωρώντας το βαθύτερα, δια στόματος Scott Kelly, η πλευρά των NEUROSIS δήλωνε πάνω που χρονικά σκεφτόταν να επαναφέρει τα περίφημα visuals των συναυλιών τους, ότι μόλις είδαν τους AMENRA ζωντανά, εγκατέλειψαν την ιδέα, διότι οι Βέλγοι τρόπον τινά «μαθητές» τους το έκαναν τόσο καλύτερα και πιο έντονα, που ο Kelly τόνιζε πως «είναι κάτι δικό τους πλέον και δεν έχουμε δικαίωμα να τους το πάρουμε». Πέρα από ευγενής άμιλλα, τεράστια παραδοχή.
Οι AMENRA που ενδιάμεσα το 2017 μας πρόσφεραν το ακόμα πιο ώριμο “Mass VI” πάνω που προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από τον αντίκτυπο του προκατόχου του, είδαν το όνομα τους πλέον όχι απλά να ψιθυρίζεται σε underground κύκλους, αλλά να γίνεται φωνή στο στόμα εκατοντάδων, χιλιάδων και στη συνέχεια υπερβολικά πολλών οπαδών στον κόσμο. Ξέρετε, είναι πάρα πολύ δύσκολο τη σήμερον ημέρα να μπορείς να βρεις σαν πομπός τόσο μεγάλη απήχηση στους υποψήφιους δέκτες. Ο πομπός (οι AMENRA δηλαδή), εκπέμπει σε συχνότητες οι οποίες -κακά τα ψέματα- δεν είναι για όλους. Κι όταν λέμε δεν είναι για όλους, δεν χωρίζουμε το κοινό τους σε πληβείους και πατρικίους, ή σε έξυπνους και χαζούς αντίστοιχα. Όχι, κάθε άλλο. Όμως η αντικειμενική δυσκολία της αφομοίωσης του υλικού της είναι ακόμα εκεί, όπως ήταν παλιά. Ίσως με τα χρόνια λιγότερο, αλλά υπάρχουν πολλά εμπόδια ακόμα στο να χαρακτηριστούν μια «εύκολη» στην πρόσβαση και την κατανόηση μπάντα, και ευτυχώς για όλους μας, ξέρουμε ότι έτσι θα παραμείνουν μέχρι τέλους. Όποτε κι αν έρθει αυτό. Συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι στις 2 πρώτες τους εμφανίσεις στη χώρα μας (2009, 2012) ήμασταν λίγοι και καλοί, οι 2 επόμενες εμφανίσεις με διαφορά 20 μηνών (Απρίλιος 2017/Δεκέμβριος 2018) ήταν το αντίθετο άκρο.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι θα πει αρχικά να γεμίζουν το Gagarin για πλάκα σε επικό sold out 1200-1300 ατόμων (χωρίς να έχει βγει το “Mass VI” ακόμα και αποκλειστικά για την Ελλάδα σε «κανονική» εμφάνιση κι όχι σε ακουστική όπως περιόδευαν εκείνο τον καιρό) και στη συνέχεια να πλησιάζουν το «φράγμα» των 2000 ατόμων στο Piraeus Academy. Κι άντε εσύ είσαι οπαδός πες, δεν βλέπεις καθαρά αντικειμενικά (που δεν ισχύει στην περίπτωση μου, αλλά ας πούμε ότι είναι έτσι). Πες ότι εισήλθαν και αρκετοί λόγω του hype (φασαίοι δηλαδή) στην όλη κατάσταση. Ε, όσοι και να είναι, η αύξηση κοινού σε ένα επίπεδο 800-1000% μέσα σε 5-6 χρόνια, θεωρώ ότι κάτι λέει όσον αφορά το αν και κατά πόσο το συγκρότημα έκανε κάτι σωστά. Έτσι, τουλάχιστον στη χώρα μας, οι Βέλγοι είναι πλέον μια κατάσταση σχεδόν καθολικά αποδεκτή από συντριπτική πλειοψηφία κόσμου και την επόμενη φορά μπορεί να μην φτάνει ένα Piraeus Academy (που δεν υφίσταται κιόλας τυπικά αυτή τη στιγμή, αλλά λέμε). Οι ίδιοι το γνωρίζουν και με σεβασμό έχουν ανταποδώσει την αγάπη του κοινού, με μεγάλες χρονικά συναυλίες για τα δεδομένα τους. Από τα 54’ του 2012 φτάσαμε στα 95’ το 2018, γνωρίζοντας ότι δεν παίζουν πολύ.
Ας δούμε λοιπόν τι συνέβη από την τελευταία φορά που τους είδαμε μέχρι σήμερα, όπου χωρίς να το περιμένει κανείς (μια και το πολυπληθές κοινό τους γνωρίζει πολύ καλά ότι πάντα ακολουθούν τεράστια κενά ανάμεσα σε κάθε κυκλοφορία), μετά από 3μιση χρόνια μας παρουσιάζουν το έβδομο πλήρες δείγμα τους, το οποίο για πρώτη φορά στην ιστορία τους, δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της «μάζας» που αποτελούσε κάθε δίσκος αλλά είναι κάτι εντελώς νέο. Παρένθεση εδώ ώστε να αναφέρουμε ότι έχουμε αλλαγή μπασίστα ενδιάμεσα και ο Levy Seynaeve έδωσε το 2020 την θέση του στον Tim De Gieter, ενώ οι AMENRA άλλαξαν και δισκογραφική στέγη, καθώς άφησαν την Neurot Recordings (προφανώς και με τις ευλογίες των ίδιων των NEUROSIS) και εισήλθαν πλέον στην Relapse! Και τι πας και κάνεις με το που μπαίνεις στη Relapse; Ένα τελείως διαφορετικό δίσκο, που όχι απλά δεν είναι μια νέα «μάζα» όπως συνήθιζες, αλλά επίσης ΤΟΛΜΑΣ να κάνεις ένα δίσκο ΜΟΝΟ στα Φλαμανδικά. Ε, συγνώμη, αλλά αν αυτό δεν αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι πραγματικά ξεχωριστό εκεί έξω, δεν ξέρω τι άλλο είναι ικανό να σας πείσει. Στο σκεπτικό λοιπόν ότι η μουσική δεν έχει σύνορα, χωροταξικά αλλά και γλωσσικά, έρχεται το “De doorn”.
“De doorn” εστί «Το Αγκάθι», όπως άριστα μπορείτε να καταλάβετε βλέποντας το –για άλλη μια φορά- λιτό εξώφυλλο του δίσκου. Στην προκειμένη περίπτωση, το αγκάθι δεν εκφράζει κάτι εχθρικό κι επίπονο όπως το έχουμε φαντάζομαι οι περισσότεροι στο νου μας, αλλά προστασία και άμυνα. Το Αγκάθι των AMENRA εδώ συμβολίζει λοιπόν την ύστατη «ασπίδα» οποιουδήποτε ενάντια στα «χτυπήματα» της ζωής εναντίον του. Το Αγκάθι το οποίο δεν θέλει να πονέσει ή να ματώσει τον «εχθρό» σου απαραίτητα, αλλά πρωταρχικό στόχο έχει να μη μπορέσει να σε βλάψει κανείς, είτε έχει σκοπό, είτε όχι. Ένα μυστικό «κέλυφος» στο οποίο μπορείς να «κλειστείς» και να νιώσεις ασφάλεια. Η ασφάλεια είναι ένα πολύ βασικό συναίσθημα αυτού του δίσκου, καθώς στο αιώνιο μαύρο της απόχρωσης του καμβά τους μέσα στα χρόνια, αρχίζει σε σημεία να αχνοφαίνεται λίγο γκρίζο και η ολοκληρωτική καταστροφή που έφεραν σε κάθε προηγούμενο βήμα τους, δείχνει ότι για πρώτη φορά μπορεί να οδηγήσει σε μια άτυπη «νίκη» του εαυτού σου, ή ενός συνόλου, μια λύτρωση από το βάρος όσων σε κατατρέχουν, χωρίς να είναι συγκεκριμένος ο τρόπος με την οποία θα τη βιώσεις. Όμως το ότι μπορούμε να μιλάμε έστω για υποψία ελπίδας σε δίσκο AMENRA είναι από μόνο του πελώριο.
Οι AMENRA έγραψαν το “De doorn” ως μέρος των περίφημων fire rituals που έλαβαν χώρο στα Γαλλο-Βελγικά σύνορα το 2019, με ένα πελώριο κτίσμα-γλυπτό 6 μέτρων να παίρνει φωτιά ως μέρος του τελετουργικού και όπου μέσα σε αυτό, μπορούσε ο κάθε ενδιαφερόμενος να βάλει προσωπικά αντικείμενα ανθρώπου που έχει χάσει, σε μια προσπάθεια εξαγνισμού της ψυχής και του να απαλύνει ο πόνος της εκάστοτε απώλειας. Δεν γνωρίζουμε αν σε αυτή την κάπως πιο «σύντομη» επιστροφή των AMENRA σε σχέση με άλλες φορές, έπαιξε ρόλο και η ιστορία με τον κορωνοϊό. Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι ότι η ξαφνική ανακοίνωση για τον δίσκο και ειδικά ο τρόπος με τον οποίο έσκασε το βίντεο για το συγκλονιστικό “De evenmens” έφεραν την ξεριζωμένη καρδιά στη θέση της. Στο πιο μουσικό από τα 4 κομμάτια του δίσκου, οι AMENRA συνέχιζαν από εκεί που σταματούσαν με το “Mass VI”, χωρίς να ανακυκλώνουν τον ήχο τους, με το γνώριμο μινιμαλιστικό και επαναλήψιμο μοτίβο τους παρόν και ισχυρό όσο ποτέ, και με τον άνθρωπο-σύμβολο πίσω από το μικρόφωνο, τον εμβληματικό τους ερμηνευτή Colin H. Van Eeckhout, να βρίσκει για άλλη μια φορά τον τρόπο να καθηλώσει τους πάντες με το πώς ξερνάει τα σώψυχά του, ίσως πιο έντονα από ποτέ.
Αρωγός στον εντυπωσιασμό που προκάλεσε το “De evenmens” στην πρώτη του παρουσίαση, ήταν και η παρουσία της φοβερής και ασύγκριτης Caro Tanghe των ανενεργών πλέον δυστυχώς –κι επισήμως διά στόματος του κιθαρίστα Lennart Bossu- OATHBREAKER. Και Φλαμανδικά λοιπόν, και έξτρα ουρλιαχτά της Caro δίπλά στον Colin, «καλά θα πάει αυτό» συλλογίζεσαι. Το «καλά» βέβαια στην AMENRA λογική έχει εδώ και χρόνια γίνει συνώνυμο του τέλειου και δε νομίζω ότι απαιτείται η δική μου γνώμη και δη η συγκεκριμένη δισκοκριτική για να πείσει τον υποψήφιο ακροατή. Το “De doorn” είναι τόσο διαφορετικό από τους προκατόχους του, αλλά και τόσο φέρει την ανέκαθεν συμπαγή υπόσταση των AMENRA στο προσκήνιο εκ νέου, που αυτό το «νέο παλιό» ή «παλιό νέο» αποτέλεσμα επιτυγχάνει πλήρως τον σκοπό του. Τα ψήγματα χρήσης των Φλαμανδικών και δη των spoken parts από πλευράς Colin είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους και δη στα ιντερλούδια του “Mass VI” (“Edelkroone”, “Spijt”). Εδώ όμως ο Άνθρωπος (το κεφαλαίο δεν είναι τυχαίο) το ενισχύει και επίσης με ακόμα μεγαλύτερη χρήση καθαρών φωνητικών σε σχέση με το παρελθόν εκεί ακριβώς που πρέπει, το πάει ένα επίπεδο παραπέρα, προσφέροντας την πιο ώριμα καλλιτεχνική ερμηνεία της ζωής του δίχως πάσα αμφιβολία.
Ο δίσκος ξεκινάει με το “Ogentroost” (σε ελεύθερη μετάφραση “Eyebright”), το οποίο στην ουσία μιλάει για το πώς τα μάτια αυτού που αγαπάς πολύ κοιτάνε μέσα σου βαθιά, αναγνωρίζοντας την ψυχή σου και ότι την περιβάλλει. Χρειάζεται να περάσουν 4’ για να «ξεκινήσει» στην ουσία ο δίσκος, με ένα βαρύτατο/σχεδόν πένθιμο απλό riff, το οποίο ξεκινάει τον όλεθρο του “De doorn”. Ξανά λοιπόν τα ίδια, ξανά εθίζεσαι σε αυτό που κάνουν, ξανά περιμένεις να ακούσεις πως θα είναι τα υπόλοιπα κομμάτια –πλην “De evenmens” που δεν γνωρίζεις, ξανά έχεις βρει το δίσκο της χρονιάς –όπως κάθε φορά που κυκλοφορούν δίσκο- και ξανά μαζεύεις τα κομμάτια που νόμιζες ότι είχες ενώσει στο κενό των ετών που μεσολάβησαν. Αμ δε… Ο θρήνος του Van Eeckhout διεισδύει μέσα στα τύμπανα των αυτιών σου ως κατευθυντήρια δύναμη, οι όλο και λιγότερες νότες που παίζουν σε σχέση με παλιά –σκοπίμως διά στόματος του έτερου κιθαρίστα Mathieu Vanekerckhove- έχουν τοποθετηθεί έτσι που να δίνουν περισσότερη ουσία και τα 47’ του “De doorn” γίνονται κτήμα σου στο τέλος. Έχει ξεπεραστεί ακόμα και η έννοια του βιώματος , ακόμα και το αιθέριο “De dood in bloei” («Θάνατος στην άνθιση») που είναι το «ιντερλούδιο» του δίσκου, δεν μπορεί να σε «σώσει» στο τέλος.
Αφού η πρώτη πλευρά τελειώνει με το “De evenmens” και νομίζεις ότι τα έχεις δει –και ακούσει- όλα, στη δεύτερη πλευρά οι AMENRA αναλαμβάνουν να σε σταυρώσουν μια και καλή. Προσωπικά μιλώντας, το “Het Gloren” («Η αστραπή»), είναι το κορυφαίο κομμάτι για το 2021. Ένα κομμάτι που στην ουσία αναβιώνει την υπόσταση του θρηνητικού “Nowena 9.10” από το “Mass V” και που ακούγεται ελάχιστα πιο «γλυκό» σε σχέση με την προαναφερθείσα ταφόπλακα. Εκεί ήταν η παρουσία του Scott Kelly των NEUROSIS που το έκανε πελώριο. Εδώ όμως και αφού το κομμάτι χωρίζεται στην ουσία σε 3 μέρη (το αρχικό 6λεπτο, το 2λεπτο με την απαγγελία και το τελικό 3λεπτο), έρχεται ξανά η Caro Tanghe να σου σκίσει την καρδιά στα δύο. Δεν μπορώ να το περιγράψω πέραν του ότι και μόνο που αναφέρομαι σε αυτό τη δεδομένη στιγμή, έχει σηκωθεί κάθε τρίχα πάνω μου χωρίς να ακούω το δίσκο (ναι, υπάρχουν διαστήματα μέσα στη μέρα που το καταφέρνω αυτό), αλλά η συνύπαρξη των Van Eeckhout/Tanghe στο κομμάτι και όσο τελειώνει, είναι ίσως ότι πιο κοντά στην απόλυτη κορύφωση συναισθημάτων που μπορεί να σου προσφέρει ένα κομμάτι. Φόνος μεν, εκ προμελέτης πάντα, αλλά πιο ανώδυνος απ’ ότι περίμενες.
Για το τέλος οι AMENRA αφήνουν ένα κομμάτι το οποίο ίσως και να λέει πολλά για το δρόμο που θα θελήσουν να ακολουθήσουν μελλοντικά. Το “Voor immer” («Για πάντα») είναι το πρώτο κομμάτι της ιστορίας τους που θέλει 8’ ολόκληρα για να «χτιστεί», 8’ στα οποία ο Van Eeckhout απαγγέλει και που στα τελευταία 4’ παίρνει ότι προηγήθηκε στο δίσκο, το σμιλεύει στα χέρια του σφιχτά και το βάζει ξανά μέσα στο σώμα του ως κάτι ολότελα δικό του πού πήγε να ξεφύγει, αφήνοντας τον ανολοκλήρωτο και εν τέλει γίνεται μια νέα έκδοση του εαυτού του. Έννοιες όπως η κάθαρση, η πληρότητα, η λύτρωση, η καλλιτεχνική κορύφωση και ο θρίαμβος που προέρχεται μέσα από τον εξαγνισμό όλων όσων μπορεί να σε γονατίσουν, αλλά στο τέλος καταφέρνεις να σταθείς όρθιος και μπορείς να αντιμετωπίσεις τις νέες προκλήσεις, γίνονται διάφανες, ολοφάνερες, αδιαπραγμάτευτα καθοριστικές για τη ζωή σου και την εμπειρία σου ως ακροατής αρχικά και σαν άνθρωπος γενικά. Μη γελαστείτε σε καμία περίπτωση ότι πρόκειται για άλλο ένα τυπικό μεταλλικό άλμπουμ ή ότι είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσετε με ελαφρά τη καρδία. Για άλλη μια φορά, οι AMENRA αποδεικνύονται ότι ομορφότερο έχει να προσφέρει η μουσική μας. Μέχρι την επόμενη, που θα έλεγε μια μεγάλη ψυχή…
What you lose in the fire, you find in the ashes…
10 / 10
Άγγελος Κατσούρας