Άφησαν στην άκρη τα σήμαντρα, τα κύμβαλα και τα θυμιατά κι έπιασαν και πάλι τις κιθάρες. Θέλοντας και μη, στο μακρινό (πια) 2008, το ανυπέρβλητο “Mass IIII” έθεσε το τέλος μιας εποχής για τους AMENRA. Ο δίσκος έπιασε την κορυφή που δύσκολα θα την κατακτούσε οποιαδήποτε άλλη μπάντα ή και οι ίδιοι ακόμα, στον σκοτεινό χώρο του post/sludge metal. Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή, το συγκρότημα έκανε στροφή σε low-tempo μυσταγωγικά άλμπουμ, με τα οποία εξωτερίκευσαν όσα είχαν καλά κρυμμένα μέσα τους. Είναι σίγουρο ότι Colin H. van Eeckhout, Mathieu Vandekerckhove και λοιποί, είχαν πάντα στην μία άκρη του μυαλού τους αυτή την μετέπειτα πορεία τους, ωστόσο επρόκειτο για ένα μονοπάτι που ακολούθησαν σχεδόν μια δεκαετία.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, διότι για κάποιον που μαθαίνει τους AMENRA σήμερα, σίγουρα θα έχει μπερδευτεί για τα καλά. Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι το “Mass V” (2012) ποτέ δεν μου έκατσε καλά. Εκτός από το “Deadborn and Burried” όλος ο υπόλοιπος δίσκος ακουγόταν σαν b-side του “Mass IIII”. Το “Afterlife” του 2009 και γενικότερα η όλη προσέγγιση των συναυλιών τους, οδήγησαν και εξέλιξαν το συγκρότημα σε μια άλλη βιωματική κατάσταση, η οποία έληξε το 2016 με τον live δίσκο “Alive”. Μιλάμε για έναν δισκογραφικό κύκλο που μπορεί να μην έχει ευδιάκριτη περίμετρο, καθώς η πορεία περνάει από δυναμικά ξεσπάσματα και μυσταγωγικές κλητεύσεις, ωστόσο φαντάζει ξεκάθαρο στα μάτια μου ότι οι AMENRA ήθελαν (και καλά έκαναν) να παίξουν πιο αργά και πιο σκοτεινά.
Το “Mass VI” βγάζει από τον λήθαργο τους ακροατές. Όσοι είχαν την πρώτη τους επαφή με το “Mass V” κι ένιωθαν την ανάγκη να αποθεώσουν, τώρα δεν βρίσκουν λόγια για το κακό που τους βρήκε. Γιατί χωρίς πολλά πολλά, το “Mass VI” επανενεργοποιεί τα κέντρα εκείνα του εγκεφάλου που είχαν «κοιμηθεί» μετά το “Mass IIII”. Η οργή, ο θυμός, η λύτρωση, αλλά κυρίως η απόγνωση έρχονται στο προσκήνιο με έναν εμφατικό τρόπο, σαν κάποιο θρασύ ηθοποιό που βγαίνει στην σκηνή ξεσκίζοντας την αυλαία και τα ρούχα του. Διότι όλα έχουν να κάνουν με την υποκριτική στην μουσική των AMENRA. Είναι μια τελετουργία ανίερη που υποκρίνεται ότι προσκαλεί θεούς και δαίμονες, ενώ στην πραγματικότητα απελευθερώνει τις θνητές οντότητες που κρύβουμε μέσα μας. Μεγαλύτερη απόδειξη των λεγομένων μου το “Children of the Eye”, το οποίο σε ακαθόριστο χρόνο σε αρπάζει από τον λαιμό με σκοπό να ομολογήσεις την αληθινή σου ταυτότητα.
Σε πιο πεζά πράγματα, ο δίσκος είναι συνθετικά σαφώς ανώτερος από τον προκάτοχό του σε όλους τους τομείς. Έχει την ισορροπία που χρειάζεται, ώστε να αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία της μπάντας και το πέρασμά της από τις χαμηλές έως τις (πολύ) υψηλές εντάσεις. Σαν καινούριο στοιχείο θα παρατηρούσα ορισμένα περάσματα μεταξύ των μουσικών θεμάτων, όπου ο Mathieu προσθέτει μια μελωδία ή ένα arpeggio που έλειπε παλιότερα, καθιστώντας έτσι τα λεπτά «ηρεμίας» πιο μελωδικά και λιγότερο απόκοσμα. Αλλά ξέρετε, η υπόθεση της μουσικής προσέγγισης για τους AMENRA είναι εντελώς προσωπική υπόθεση. Υπάρχει κόσμος που δεν αντέχει τις κραυγές του Colin, ενώ άλλοι (κι εγώ φυσικά) τις βρίσκουν κατευναστικές. Οπότε δεν έχει νόημα να περιγράψω τι ακριβώς γίνεται μέσα στον δίσκο. Μου αρκεί ότι επέστρεψαν εκεί που τους είχα αφήσει.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν μαζευτεί τόσες καλές κυκλοφορίες που πραγματικά δεν ξέρεις σε ποια να επικεντρωθείς. Από τους GY!BE έως τους GRAVE PLEASURES, κι από τους LUNATIC SOUL έως τους ROSETTA, έχουν βγει πολύ περισσότερα άλμπουμ από ότι μπορεί ένας ακροατής να χωνέψει. Το “MASS VI” σίγουρα έχει τον πρώτο λόγο μεταξύ αυτών, ωστόσο μέχρι να φτάσουμε στις λίστες του 2017 ακόμα θα ακούμε δίσκους. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
9.5/10
Νίκος Ζέρης