Ούτε εγώ ο ίδιος δεν κατάλαβα πώς πέρασε έτσι ο χρόνος κι έμεινε η συνέντευξη που είχα κάνει από τον Απρίλιο με τον Rafael Bittencourt των Βραζιλιάνων ANGRA στα αζήτητα… Και μιλάμε για μία συνέντευξη όπου μας ανέλυσε ΤΑ ΠΑΝΤΑ πίσω από το θρυλικό άλμπουμ τους, το “Holy land”, με ιστορίες που σίγουρα δεν έχετε ακούσει ποτέ, που βγάζουν και πολύ γέλιο. Για να φανταστείτε, τα 45’ δεν μας έφτασαν και συνεχίσαμε για ακόμα μισή ώρα. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι αυτά που ειπώθηκαν είναι ανεπανάληπτα και πολύ μεγάλης σημασίας για οπαδούς που ψάχνουν κάθε λεπτομέρεια πίσω από το αγαπημένο τους άλμπουμ και η στήλη αυτή τους προσφέρει μία τέτοια ευκαιρία…
Περιμένατε τον αντίκτυπο που θα είχε το “Angels cry” στην Ιαπωνία;
Δεν ήμασταν απολύτως βέβαιοι. Ήμασταν νέοι και αφελείς. Είχαμε ένα καλό συγκρότημα, καλό υλικό, δισκογραφικό συμβόλαιο, η εταιρία μας πλήρωνε την παραγωγή του δίσκου, οπότε, προφανώς ήμασταν πολύ αισιόδοξοι. Είχαμε στις τάξεις μας τον Andre Matos, που είχε κάνει ήδη δύο άλμπουμ με τους VIPER, οπότε είχε ήδη κάποια εμπειρία, είχε οπαδούς, διασυνδέσεις. Δεν γνωρίζαμε όμως, φυσικά, αν θα άρεσε στον κόσμο. Είχαμε πλήρη επίγνωση των δυνατών μας σημείων, γνωρίζαμε ότι παίζαμε καλό power metal, ήμασταν πολύ ανοιχτόμυαλοι. Από την άλλη, θεωρώ πως ήμασταν και λίγο σνομπ, επειδή ήμασταν πολύ νεαροί, παρόλα αυτά είχαμε πάρα πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στους εαυτούς μας.
Τώρα που είπες για τα advance χρήματα του συμβολαίου για την παραγωγή, είναι αλήθεια ότι τα χρήματα της παραγωγής για το “Holy land” τα έδωσε η γιαπωνέζικη εταιρία σας και το κέρδος σας ερχόταν από το δισκογραφικό σας συμβόλαιο με τη Rising Sun στην Ευρώπη;
Δεν μπορώ να πω ότι βγάλαμε κέρδος από αυτούς τους δίσκους, επειδή ξοδέψαμε όλα τα χρήματα που είχαμε σε video clip, εταιρίες προώθησης κτλ. Κέρδος είδαμε από το “Fireworks” και μετά κι αυτό εξαιτίας των περιοδειών. Μένουμε στη Βραζιλία και ήταν πολύ δύσκολο να πετάξουμε μαζί με κάποια μέλη του crew μας. Φαντάσου ότι τα 10-15 πρώτα show, ήταν για να καλύψουμε τα έξοδά μας, οπότε κλείναμε γύρω στις 20-25 συναυλίες σε κάθε περιοδεία, ώστε να βγάλουμε κέρδος από τις 5-8 τελευταίες.
Πριν ηχογραφήσετε το “Holy land”, μείνατε σ’ ένα αγρόκτημα στη Βραζιλία, για να γράψετε τραγούδια για το δίσκο. Για ποιον λόγο απομονωθήκατε από τον έξω κόσμο, για να συνθέσετε;
Μέναμε όλοι στο Sao Paulo, στη Βραζιλία. Μία τεράστια πόλη, εντελώς χαοτική και όλοι είχαμε διάφορες υποχρεώσεις με άλλα πράγματα. Εγώ κι ο Andre, για παράδειγμα, σπουδάζαμε στο πανεπιστήμιο και κάναμε και μαθήματα μουσικής. Θέλαμε να είμαστε 100% συγκεντρωμένοι στο να δημιουργήσουμε έναν τέλειο δίσκο ή τον καλύτερο δίσκο που μπορούσαμε. Θέλαμε επίσης να πάρουμε έμπνευση και να μπούμε πιο βαθιά μέσα στη βραζιλιάνικη ατμόσφαιρα. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να είμαστε μαζί, να μελετήσουμε, να ανταλλάξουμε ιδέες. Αυτό, στην πορεία, έγινε κάτι σαν πρωτόκολλο, όποτε θέλαμε να βγάλουμε ένα σπουδαίο άλμπουμ, δηλαδή, μαζευόμασταν όλοι μαζί και αυτό πάντα λειτουργεί πολύ καλά για τη μουσική, ιδιαίτερα όταν θέλεις να κάνεις μία πιο οργανική διαδικασία σύνθεσης. Σε εμάς, τουλάχιστον, ταιριάζει πολύ αυτός ο τρόπος, γιατί με την αλληλεπίδραση, έρχεται μία δημιουργική φλόγα. Το ίδιο κάναμε και με τον δίσκο που ετοιμάζουμε.
Ποιος επέμενε περισσότερο για τα folk στοιχεία στο δίσκο; Εσύ, ο Andre Matos ή οι παραγωγοί σας, ο Sascha Paeth και ο Charlie Bauerfeind;
Κοίτα να δεις πως ήταν. Οι ANGRA ήταν ουσιαστικά δύο διαφορετικά projects. Εγώ ξεκινούσα ένα συγκρότημα στο μουσικό πανεπιστήμιο. Ο Andre είχε φύγει από τους VIPER και ήταν πολύ συγκεντρωμένος στο να γίνει ένας σπουδαίος πιανίστας. Το σχήμα που ξεκίνησα με φίλους, ήθελα να συνδυάζει το power metal, το hard rock και τη βραζιλιάνικη μουσική, αλλά και κάποια από τα κλασικά στοιχεία που διδασκόμουν στο πανεπιστήμιο. Όταν ήρθε ο Andre έγινε και δικό του project. Εκείνος είχε management, δισκογραφική εταιρία, γνωριμίες, ενώ εγώ ήμουν ένα άπειρο παιδί 19 ετών. Στην αρχή ο στόχος μας ήταν να ακουγόμαστε όπως το “Operation: mindcrime” και το “Empire” των QUEENSRYCHE, σε συνδυασμό με τη βραζιλιάνικη μουσική, κάτι που ήθελα να συμβαίνει οπωσδήποτε. Στο “Angels cry”, δεν νιώθαμε πάρα πολύ σίγουροι ότι μπορούσαμε να τα συνδυάσουμε σωστά όλα αυτά, ειδικά γνωρίζοντας πόσο συντηρητικό είναι το power metal κοινό. Όταν πήγαμε να ηχογραφήσουμε το “Holy land”, o Sascha, ο Charlie αλλά και ο Alex Holzwarth, ο ντράμερ μας τότε, όταν μας άκουγαν να παίζουμε βραζιλιάνικο υλικό έστω και για πλάκα, τους έκανε τρομερή εντύπωση και καταφέραμε να τους πείσουμε ότι αυτό το στοιχείο ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να προσφέρουμε.
Λίγες μέρες πριν το “Holy land”, είχε κυκλοφορήσει το “Roots” των SEPULTURA, που μας είχε εισαγάγει στον κόσμο της βραζιλιάνικης μουσικής. Πέρασε ποτέ από το μυαλό σας, ότι μία μερίδα κόσμου θα μπορούσε να πει ότι επηρεαστήκατε από εκείνους;
Τα άλμπουμ βγήκαν με δύο εβδομάδες διαφορά. Θα ήταν απίθανο να έχουμε εμπνευστεί από αυτό. Δεν βγαίνουν οι χρόνοι. Αν υπάρχει κόσμος που το πιστεύει αυτό, δεν πειράζει. Εκτιμώ πολύ τους SEPULTURA και όταν είχε βγει το “Roots”, υπήρξε μία ολόκληρη στρατιά συγκροτημάτων που ήθελε να παίξει σαν κι αυτό το άλμπουμ, όπως για παράδειγμα οι SLIPKNOT. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που το βραζιλιάνικο metal είχε φτάσει στην κορυφή του, με τους SEPULTURA και τους ANGRA να παίζουν μουσική επηρεασμένη από τη χώρα τους, να περιοδεύουν παντού και να έχουν επιτυχία. Ήταν πάρα πολύ ωραίο.
Ηχογραφήσατε το άλμπουμ στο Ανόβερο, στο Αμβούργο και στο Wolfsburg. Γιατί ο Andre έμεινε μόνο στο Wolfsburg ενώ το υπόλοιπο συγκρότημα ήταν αλλού;
Υπήρχαν διαφορετικές φάσεις στις ηχογραφήσεις. Γράψαμε το μπάσο και τα ντραμς στο Αμβούργο, στο στούντιο του Kai Hansen, μετά πήγαμε στο Ανόβερο, στο Big House Studio για τις κιθάρες και τα φωνητικά. Ο Ricardo (ντράμερ) και ο Luis (μπασίστας), είχαν ήδη επιστρέψει στη Βραζιλία κι εγώ με τον Kiko Loureiro και τον Andre Matos, πήγαμε στο Ανόβερο, λοιπόν, όπου μείναμε για έναν μήνα. Στη συνέχεια, φύγαμε εγώ με τον Kiko κι έμεινε ο Andre, που πήγε στο Wolfsburg για να τελειώσει τα μέρη των πλήκτρων και τις ορχήστρες, με τον Sascha Paeth.
Έχουν περάσει 27 χρόνια και ακόμα δεν έχουμε μάθει τι σημαίνουν τα αρχικά “Z.I.T.O.”. Θα μας λύσεις επιτέλους αυτήν την απορία;
Εντάξει. Είναι μεγάλη ιστορία κι ένας συνδυασμός τεσσάρων διαφορετικών παραγόντων. Βασικά είναι ένα αστείο, ένα inside joke, μ’ ένα παιδί που είχε συναντήσει ο Ricardo Confessori όταν ήταν κι εκείνος παιδί και είχαν τους πρώτους πειραματισμούς τους με τον αυνανισμό. Το μικρότερο αγόρι, ήθελε να αυνανιστεί μέχρι να εκσπερματώσει κι έκανε στον αδερφό του, που τον έλεγαν Zito, διάφορες αστείες ερωτήσεις γύρω από αυτό, όπως τον φώναζε να δει αν είχε εκσπερματώσει και διάφορα τέτοια. Αυτό, είχε γίνει ένα inside joke στο συγκρότημα και όποτε θέλαμε να κάνουμε πλάκα ο ένας στον άλλο, φωνάζαμε “Zito, έλα να δεις αν έχω τελειώσει”!!! Όταν έγραφε ο Ricardo την εισαγωγή στα τύμπανα για το τραγούδι αυτό, που δεν είχε ακόμα τίτλο, φώναζε αυτό το πράγμα στο μικρόφωνο και από τότε, ήθελα αυτό το κομμάτι να το ονομάσουμε “Zito”. Το θέμα μου ήταν όμως, ότι δεν μπορούσα να το ταιριάξω με το concept που ήταν η εξερεύνηση της Βραζιλίας. Οπότε σκέφτηκα να το συνδυάσω με το γεγονός ότι ο άνθρωπος πάντα πειραματίζεται με νέα πράγματα στη ζωή, κάτι που συμβαίνει και με τον αυνανισμό. Είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που μας κάνει να θέλουμε να εξερευνήσουμε τον κόσμο όταν μεγαλώνουμε, όπως και οι άνθρωποι στο concept μας. Είναι το ίδιο συναίσθημα, αλλά σε διαφορετικό μέγεθος. Γι’ αυτό στους στίχους του ρεφρέν, γράφουμε: “Like a teenager discovering, what’s more delightful than this, try to remember how good it was, feeling the life as it is”. Έχει να κάνει, δηλαδή, με την ευχαρίστηση, την ηδονή αλλά και την προσπάθεια εξερεύνησης διαφόρων πραγμάτων. Δεν ήθελα να γίνω πιο συγκεκριμένος, τόσα χρόνια, καταλαβαίνεις. Να έλεγα, δηλαδή, ότι έχει να κάνει μ’ ένα παιδί που «τελειώνει». Χαχαχαχα! Εντάξει, πλέον, μετά από 27 χρόνια, νομίζω ότι μπορώ να το πω!
Κλείνοντας το άλμπουμ με το “Lullaby for Lucifer”, ήθελες να κλείσεις έναν κύκλο και να το ενώσεις με το “Crossing” που άνοιγε το δίσκο;
Ναι. Από το “Angels cry”, θέλαμε να έχουμε συγκεκριμένες δυναμικές στους δίσκους μας. Να ξεκινά δυναμικά, μετά να χαλαρώνει λίγο, να ξαναδυναμώνει και να κλείνει με κάτι κλασικό και χαλαρωτικό. Είχαμε και το “Deep blue”, βέβαια, αλλά είχα γράψει στη φάρμα που βρισκόμασταν και το “Lullaby for Lucifer” και νιώσαμε ότι μετά από την ενέργεια που έβγαινε από τραγούδια όπως το “Nothing to say”, το “Z.I.T.O.” ή το “Make believe”, πάντα χρειάζεται μία μπαλάντα, ώστε να «ξανακουρδίσει» τα αυτιά των ακροατών.
Για ποιον λόγο αλλάξατε τον τίτλο από “River to the sky” σε “Carolina IV”;
Χμ, αυτή είναι πραγματικά πολύ ωραία ερώτηση! Το “River to the sky”, είναι η ιστορία του δίσκου, που μιλά για την ανακάλυψη της Βραζιλίας. Γιατί όμως επιλέξαμε αυτό το θέμα; Επειδή στο “Angels cry” ο κόσμος αναρωτιόταν πως εμείς που καταγόμαστε από τη Βραζιλία, με τους αλιγάτορες, τα φίδια και τον Αμαζόνιο παίζαμε μουσική. Πραγματικά, δεχόμασταν πολλές τέτοιες ερωτήσεις. Υπήρχε πολλή περιέργεια γύρω από το γεγονός ότι ήμασταν Βραζιλιάνοι και παίζαμε power metal. Έπρεπε, λοιπόν, να τους εξηγήσουμε ότι ήρθαν οι Ευρωπαίοι και αναμείχθηκαν με τους ιθαγενείς στα θέματα της κουλτούρας, της θρησκείας, αλλά και στο πώς έβλεπαν την πραγματικότητα. Ήταν πολύ σημαντικό και το κομμάτι των Afro-Brazilians σε ότι έχει να κάνει με το πολιτιστικό μας περιβάλλον. Θέλαμε να εξηγήσουμε στον κόσμο για ποιον λόγο έχουμε percussion, για ποιον λόγο έχουμε κλασικά ή spiritual σημεία, επειδή αυτό είμαστε ως Βραζιλιάνοι. Δεν ήθελα όμως να πω την ιστορία της χώρας με συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά να δημιουργήσω μία φανταστική ιστορία, πρώτα απ’ όλα για τους θαλασσοπόρους που δεν κατάφεραν να βρουν κάτι νωρίτερα από εκείνους που έκαναν τις μεγάλες ανακαλύψεις. Πριν από τον Κολόμβο, για παράδειγμα, υπήρξαν πολλοί που όχι μόνο δεν βρήκαν κάτι, αλλά εξαφανίστηκαν κιόλας. Είχαμε, λοιπόν, την ιστορία μίας βάρκας που εξαφανίστηκε και πήρε τον «ποταμό για τον ουρανό» (“River to the sky”). Όταν πεθαίνει κανείς, κάποια στρώματα της συνείδησής του, θεωρούν πως ζει κάτι άλλο, όπως για παράδειγμα κάποιοι πιστεύουν πως όταν πεθάνουμε, πάμε στον παράδεισο και συνεχίζουμε τη ζωή μας σε άλλον τόπο. Αυτοί οι εξερευνητές, όταν πέθαναν, είδαν στο παράλληλο σύμπαν που βρίσκονται, έναν ποταμό που τους οδηγούσε στον ουρανό. Δεν γνωρίζουν ότι πέθαναν, αλλά νομίζουν ότι η βάρκα ακολούθησε αυτόν το δρόμο. Γράψαμε το τραγούδι κι έφτασε η στιγμή να κάνουμε τη φωτογράφηση για το δίσκο. Εγώ ήθελα να την κάνουμε σ’ ένα λόφο όπου τα σύννεφα είναι πάρα πολύ χαμηλά. Ουσιαστικά είναι ένα ψηλό βουνό (σ.σ. το υψηλότερο της Βραζιλίας), που λέγεται Pico da Neblina, ή στα αγγλικά, το Βουνό της Ομίχλης. Έπρεπε να ήμασταν εκεί γύρω στις 5 με 6 το απόγευμα και η ιδέα ήταν να βγάλουμε μια φωτογραφία που να φαινόμασταν πάνω από τα σύννεφα, δείχνοντας το “River to the sky”. Νοικιάσαμε ένα λεωφορείο, όπου ήμασταν όλο το γκρουπ μέσα, φωτογράφοι, άνθρωποι για το make-up, managers, άνθρωποι που ήταν υπεύθυνοι για το φαγητό. Τελικά δεν φτάσαμε ποτέ στον στόχο μας. Το λεωφορείο κόλλησε, επειδή ήταν πολύ φαρδύ για τους στενούς δρόμους που είχε το βουνό και παραλίγο να πέσουμε από την άκρη του βράχου, επειδή είχε πάρει κλίση. Ήταν μία περιπέτεια που πήγε εντελώς λάθος. Όπως ακριβώς η ιστορία που περιέγραφα στο δίσκο. Και το όνομα του λεωφορείου, ήταν “Carolina the IV”!!! Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα ότι η βάρκα της ιστορίας μου, θα ονομαζόταν “Carolina IV”. Κάποια αποσπάσματα των στίχων, μάλιστα, είναι γεγονότα που συνέβησαν στην πραγματικότητα! “We have with us a special guest and for him we made a toast”. Στο σημείο αυτό, περιγράφουμε τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το μακιγιάζ, που είχε αρκετά γυναικείους τρόπους και περνούσαμε πάρα πολύ ωραία μαζί του. Κάποια στιγμή, πρέπει να είχε γενέθλια ή κάτι τέτοιο και κάναμε μία πρόποση. Οι στίχοι, λοιπόν, περιέχουν γεγονότα που συνέβησαν πραγματικά και τα προσάρμοσα στην ιστορία που αφηγούμαστε στο δίσκο.
Θα χρησιμοποιήσετε κάπου το “Spell”, το μόνο ακυκλοφόρητο τραγούδι από το demo “Eyes of Christ”;
Καλή ερώτηση! Είναι θέμα να το ξαναφέρουμε στην επιφάνεια! Στα 90s, είχαμε το format του CD στο μυαλό μας και αφήναμε τελικά κάποια κομμάτια εκτός, αλλά και για τον προγραμματισμό της παραγωγής. Καταλαβαίνεις, ότι ένα τραγούδι επιπλέον, προσθέτει πολλές ώρες δουλειάς στην παραγωγή. Έπρεπε να το αφήσουμε, λοιπόν, απ’ έξω. Ίσως ασχοληθούμε μαζί του κάποια στιγμή. Έχουμε κάνει το “Live and learn”, το “Eyes of Christ” στο “Hunters and prey”.
Το “Eyes of Christ” demo (που περιέχει και τα demo του “Holy land”) είναι κάτι που πρέπει να ψάξει κάθε οπαδός του γκρουπ που σέβεται τον εαυτό του. Σε ρωτάω ευθέως, λοιπόν. Υπάρχει περίπτωση να το βρούμε επίσημα κι όχι από bootleg;
Όταν έφυγε ο Andre, δεν ήταν πολύ φιλικός ο χωρισμός μας. Τα “Live and learn” και “Eyes of Christ”, ήταν τραγούδια που γράφαμε μαζί με τον Kiko Loureiro. Στο “Spell”, είχε συμμετοχή και ο Andre στη σύνθεση και ήταν πολύ δύσκολο να πάρουμε άδεια και όλα αυτά. Πλέον, έχω πολύ καλή σχέση με την οικογένειά του και συνεννοούμαστε πολύ καλά με τα δικαιώματα και τα χρήματα που έχουν να λάβουν από αυτά, οπότε το να κυκλοφορήσω αυτό το κομμάτι στις μέρες μας, ίσως είναι ακόμα πιο εύκολο.
Ως γιαπωνέζικο bonus track του “Holy land”, έχετε το “Queen of the night”, ένα τραγούδι που υπήρχε στο πρώτο σας demo, το “Reaching horizons” και δεν είχε μπει στο ντεμπούτο σας. Θεωρούσατε ότι ταίριαζε περισσότερο στο προφίλ των Ιαπώνων ή ότι ταίριαζε περισσότερο με το κλίμα του “Holy land”;
Βασικά, δεν είναι και το καλύτερο για το γιαπωνέζικο κοινό, που γουστάρει γρήγορο υλικό με επικά ρεφρέν. Ήταν ένα τραγούδι που είχαμε ήδη και δεν θα μας δημιουργούσε προβλήματα ή δεν θα ξοδεύαμε πολύ χρόνο για να το γράψουμε. Η εταιρία μας θα ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένη αν τους δίναμε ένα έξτρα τραγούδι. Στην Ιαπωνία, τα CD είναι πιο ακριβά από οπουδήποτε αλλού και παλεύουν εναντίον των εισαγωγών, ζητώντας από τα συγκροτήματα να τους δίνουν επιπλέον τραγούδια. Το “Queen of the night” είναι ένα τραγούδι με πιο hard rock ρίζες, επηρεασμένο από τους QUEENSRYCHE και τέτοιου είδους σχήματα (σ.σ. κάντε τον συνειρμό, “Queen of the reich” – “Queen of the night”) κι όχι από τα πιο speed και power metal γκρουπ που αποτέλεσαν τις ύστερες επιρροές μας.
Η ειδική έκδοση του “Holy land”, περιείχε ένα ακουστικό show που είχε γίνει στη Γαλλία. Το “Holy live”, είχε ηχογραφηθεί στη Γαλλία. Ήταν η Γαλλία η μεγαλύτερή σας αγορά, τότε;
Δεν ήταν μόνο μια μεγάλη αγορά, αλλά εκεί ζούσε κι ένας από τους ανθρώπους που βοήθησαν πάρα πολύ τους ANGRA σε όλη την καριέρα τους, ο Olivier Garnier, που αυτή τη στιγμή είναι ένας από τους ανθρώπους που τρέχουν το Hellfest. Εκείνα τα χρόνια, δούλευε σε μία μικρή εταιρία, αλλά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να κάνει τους ANGRA μεγάλους, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είχαμε λοιπόν πολύ κόσμο, είχαμε και τον Olivier που έριχνε στο τραπέζι ωραίες ιδέες, όπως το ακουστικό show στα FNAC, ή την ηχογράφηση του “Holy live”.
Ποιανού ιδέα ήταν το εξώφυλλο του δίσκου;
Δική μου. Εγώ είχα την ιδέα για το concept με την εξερεύνηση/ανακάλυψη της Βραζιλίας και ήθελα το εξώφυλλο να είναι ένας χάρτης. Στο “Angels cry”, σπάσαμε το στερεότυπο των εξωφύλλων των heavy metal δίσκων. Το στερεότυπο ήταν ότι στο εξώφυλλο έπρεπε να υπάρχει κάποιο τέρας, κάποιος διάβολος, με κρανία και φωτιές, με πολλή ενέργεια και δυναμικές μέσα στο εξώφυλλο. Το αγαπημένο μου εξώφυλλο, είναι το “The number of the beast”. Είχα υπνωτιστεί με τον διάβολο, τον κόσμο που υπέφερε στην κόλαση και όλη τη δράση που συμβαίνει στο εξώφυλλο αυτό. Όταν έφτασε η στιγμή όμως, να κάνω δικό μου σχήμα, ήθελα να ξεχωρίζω στα stands των δισκοπωλείων. Και πως θα ξεχώριζα στα δισκοπωλεία; Αν έκανα το αντίθετο από τους υπόλοιπους. Έτσι, αντί για κίνηση, εγώ ήθελα ένα άγαλμα. Και αντί για διάβολο, εγώ ήθελα έναν άγγελο. Κι αμέσως, το “Angels cry”, ξεχώρισε ανάμεσα στους δράκους και τα τέρατα από τα υπόλοιπα σχήματα. Έτσι λοιπόν, ήθελα να κρατήσω το ίδιο μοτίβο και στο “Holy land”. Ήθελα τα πάντα πολύ απλά, ακίνητα, ήρεμα και όταν ξεδίπλωνε κανείς τον χάρτη που υπήρχε, να του δινόταν μία μεγαλύτερη εμπειρία, που θα του προκαλούσε έκπληξη. Και λειτούργησε πολύ καλά.
Μπορεί όλοι σας να είχατε κλασική παιδεία, αλλά αυτή τη φορά, πως ήταν που ηχογραφήσατε με ορχήστρα και χορωδία για πρώτη φορά;
Στο “Holy land” ακόμα δουλεύαμε με samplers κι όχι με πραγματική ορχήστρα. Είχαμε όμως πραγματική, Αναγεννησιακή χορωδία στην αρχή. Αλλά τα υπόλοιπα, τα έκαναν με samplers ο Andre και ο Sascha Paeth. Η τεχνολογία ήταν εντελώς διαφορετική τότε, βέβαια, και ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πετύχεις τον ήχο των κλασικών οργάνων.
Ναι, αλλά στο booklet αναφέρονται συγκεκριμένοι άνθρωποι που παίζουν συγκεκριμένα όργανα.
Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν από το Πανεπιστήμιο που σπουδάζαμε. Αν θυμάμαι καλά, η κοπέλα που έπαιζε βιόλα, η Renata, ήταν η κοπέλα του Andre. Αδερφός της, ήταν ο Ricardo Kubala, που ήταν ένας διάσημος βιολιστής, που έπαιζε σε ορχήστρες και είχαμε την ευκαιρία να προσθέσουμε πραγματικό βιολί. Δυστυχώς, ο Ricardo, πέθανε από Covid, κατά τη διάρκεια της πανδημίας… Επίσης, η μαέστρος της χορωδίας, Naomi Munakata, πέθανε κι αυτή από Covid μέσα στην πανδημία…
Για ποιον λόγο δεν κρατήσατε τον Alex Holzwarth που έπαιζε τύμπανα στο ντεμπούτο σας και πήρατε τον Ricardo Confessori;
Χρειαζόμασταν έναν κανονικό ντράμερ που να μπορούσε να είναι συνέχεια μαζί μας. Ο Ricardo ήρθε στην μπάντα σαν κανονικό μέλος και συμμετείχε στη σύνθεση των κομματιών.
Αυτό που καταλαβαίνω, είναι ότι είχε γράψει την εισαγωγή του “Nothing to say”, αφού φαίνεται ότι ο ρυθμός που παίζεις κιθάρα, έχει γραφτεί από ντράμερ!
Ακριβώς αυτό! Είναι ένας ρυθμός samba, εδώ στη Βραζιλία. Ξεκίνησε να παίζει έτσι ο Ricardo κι εμείς ακολουθήσαμε τα ντραμς, με τις κιθάρες μας.
Είναι αλήθεια ότι ο Andre ήθελε να αλλάξει δραστικά το ύφος της μπάντας μετά το “Holy land”;
Όχι. Όλη η ιδέα που είχαμε, ήταν ότι θέλαμε να προκαλούμε έκπληξη στον κόσμο με κάθε μας δίσκο. Το “Angels cry” ήταν ένα άλμπουμ πιο παραδοσιακού metal, στο “Holy land”, κάναμε όλους αυτούς τους πειραματισμούς με τη βραζιλιάνικη μουσική και στον τρίτο μας δίσκο θέλαμε να είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ένα φόρο τιμής στις μουσικές μας επιρροές. Δηλαδή στους BLACK SABBATH, DEEP PURPLE, QUEEN, BEATLES. Θέλαμε κάθε νέος δίσκος μας να είναι και διαφορετικός και να ξαφνιάζουμε τον κόσμο. Αν με ρωτάς, στις μέρες μας νομίζω ότι είναι κάτι εντελώς ηλίθιο. Πλέον νομίζω ότι πρέπει να παίζεις ένα είδος μουσικής και να το τελειοποιείς. Ο κόσμος δεν δίνει μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες.
Γιατί ζητήσατε βοήθεια στους στίχους από τον John Newman; Πιστεύατε ότι τα αγγλικά σας δεν είναι τόσο καλά;
Ναι, πάντα είχα βοήθεια στους στίχους από διάφορους ανθρώπους. Ζώντας στη Βραζιλία και μιλώντας πορτογαλικά σχεδόν όλη την ώρα, υπάρχουν μερικές εκφράσεις που δεν γίνεται να τις ξέρω όσο καλά γίνεται, ακόμα κι αν τα αγγλικά μου είναι εντάξει. Πάντα μας βοηθούσε κάτι τέτοιο, να έχουμε εξωτερική βοήθεια στους στίχους.
Υπήρχε κάποιο conflict επειδή είχατε τον Antonio Pirani ως προσωπικό σας manager και τον Limb Schnoor ως business manager;
Πάντα πήγαιναν καλά οι δυο τους. Χρειαζόμασταν κάποιον στην Ευρώπη, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια που οι επικοινωνίες με τις δισκογραφικές εταιρίες, γίνονταν με τηλέφωνο, fax ή γραπτές συνεντεύξεις (σ.σ. του θύμισα στο τέλος, ότι η πρώτη συνέντευξη που είχα κάνει, ήταν μαζί του, μέσω fax, για …το “Holy land”!!!). Πέρα από τον άνθρωπό μας στην Ευρώπη, χρειαζόμασταν και κάποιον με μεγαλύτερη εμπειρία από εμάς και ο Antonio είχε ένα metal περιοδικό εδώ στη Βραζιλία. Δεν ήταν η βασική του δουλειά να είναι manager, αλλά τα πήγε καλά και είναι φίλοι με τον Limb πιθανώς μέχρι και σήμερα.
(μιλώντας για το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα με την τεχνολογία) ψάχνοντας κάποια στιγμή στο πατρικό μου, βρήκα κάτι Χριστουγεννιάτικες κάρτες από το fan club των ANGRA, κάποια fanzine κτλ…
Ναι, είχαμε ένα δικό μας fanzine, όπου ενημερώναμε τον κόσμο για το τι κάναμε.
Τι θυμάσαι από εκείνο το εκπληκτικό show στην Ελλάδα, για την περιοδεία του “Holy land”;
Ήμασταν σε τρομερή φάση εκείνη την περίοδο. Παίζαμε καταπληκτικά μαζί, ο Andre ήταν τόσο χαρισματικός τραγουδιστής κι εξαιρετικός performer, ο Kiko μέχρι και σήμερα είναι από τους καλύτερους κιθαρίστες που υπάρχουν εκεί έξω, ο Ricardo με τον Luis, έπαιζαν τόσο σφιχτά και με groove κι εγώ είχα το προνόμιο να παρακολουθώ τις συναυλίες μας από τη σκηνή! Ένιωθα και ήμουν λιγότερο καλός μουσικός από τους υπόλοιπους, αλλά όλοι με σέβονταν επειδή έφερνα έξυπνες ιδέες και στρατηγικές, πέρα από το παίξιμό μου. Θυμάμαι ότι στο μέρος που είχαμε παίξει (σ.σ. στο «Ρόδον»), στον εξώστη έβλεπες πανό και σημαίες που έγραφαν “We love ANGRA” και διάφορα τέτοια. Και στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ θερμό το κοινό πραγματικά. Και τώρα που τα αναφέρω αυτά, πριν λίγες μέρες συζητούσαμε το ενδεχόμενο να έρθουμε στην Ελλάδα, μόνο και μόνο επειδή μας έλειψε η χώρα σας. Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε, ελπίζω όμως να γίνει αυτό με την αμέσως επόμενη ευκαιρία.
Πότε να περιμένουμε τον καινούργιο σας δίσκο; (σ.σ. η συνέντευξη έγινε στο τέλος της άνοιξης, αλλά πλέον ανακοινώθηκαν οι λεπτομέρειες)
Σκοπεύουμε να τον κυκλοφορήσουμε Οκτώβριο με Νοέμβριο (σ.σ. θα λέγεται “Cycles of pain” και θα βγει στις 3 Νοεμβρίου από την Atomic Fire). Πλέον είμαστε σε αυτό που ονομάζω “Generation 3”, την τρίτη γενιά των ANGRA (σ.σ. κάτι σαν το MKIII) και νομίζω ότι αυτός ο δίσκος, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε κάνει μαζί, με αυτή τη σύνθεση. Κάποια στιγμή πριν, είχε αναφέρει τους AC/DC και πόσο δύσκολο είναι να παίζει στο ίδιο στυλ και να καταφέρνεις να ακούγεται η μουσική σου τόσο φρέσκια, τόσο rock. Έτσι και στην περίπτωσή μας είναι δύσκολο να συμβεί αυτό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που είχαμε τόσο σημαντικές αλλαγές στη σύνθεσή μας. Νιώθω όμως ότι είμαστε πάρα πολύ κοντά και σε μουσικό και σε προσωπικό επίπεδο, πιο χαλαροί ώστε να βγάζουμε ιδέες χωρίς να μας νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Ο κόσμος σίγουρα θα χαρεί πολύ που θα ακούσει τον δίσκο μας, που συνεχίζουμε να υπάρχουμε, που είμαστε ακόμη σημείο αναφοράς στη λατινοαμερικάνικη μουσική.
Πριν φτάσουμε στο τέλος, υπάρχει κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία που ξεχάσαμε να πούμε;
Όταν ήμασταν στη φάρμα, συνέβησαν πολλά και αστεία πράγματα, ξεκινώντας από τις τεράστιες αράχνες που κυκλοφορούσαν και τελικά τις συνηθίσαμε. Αλλά το πιο σημαντικό, ήταν το σκηνικό με τον κεραυνό. Ήμασταν δίπλα σε τροπικό δάσος, έβρεχε συνέχεια κι έπεφταν κεραυνοί όλη την ώρα. Ο Andre ήταν στο δωμάτιό του και είχε πλήκτρα κι έπαιζε. Κάποια στιγμή, ακούγεται ένας πάρα πολύ δυνατός θόρυβος από κεραυνό και βλέπουμε τον Andre να έρχεται τρομαγμένος να μας βρει. Είχε ένα μεταλλικό stand για τα πλήκτρα του και το ακουμπούσε με τον αγκώνα του, όταν έπεσε ο κεραυνός και ο ηλεκτρισμός διαπέρασε το σώμα του. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά, τα μαλλιά του είχαν σηκωθεί όρθια και μας έλεγε τρομαγμένος «παιδιά, έπαθα ηλεκτροπληξία» (σ.σ. κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση του Andre, που έφτιαχνε τα γυαλιά της μυωπίας του). Θα μπορούσε να είχε πεθάνει, αλλά η όψη του ήταν πραγματικά αστεία και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να γελάμε. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε σοβαροί με τίποτα κι εκείνος μας φώναζε!
Σάκης Φράγκος