Κάθε συναυλία των ARCTURUS στη χώρα μας, έχει εντυπωθεί στη μνήμη των οπαδών τους με έναν τρόπο τόσο σημαντικό όσο και κάθε κυκλοφορία τους, Στην πέμπτη φορά τους που έρχονται στην πατρίδα μας κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την αίσθηση ότι είναι μια μπάντα τόσο ιδιότυπη που εν έτει 2023 καταφέρνει να κεντρίσει το συναυλιακό ενδιαφέρον όσων την ακολουθούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Το club άρχισε να γεμίζει και γύρω στις 9:30 πάτησαν τη σκηνή του Fuzz club οι DECIPHER, οι οποίοι άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο κατάφεραν να ξεδιπλώσουν τις αρετές του black/death τους που ακροβατεί ανάμεσα στην μοντέρνα του εκδοχή, έχοντας πολλά στοιχεία από τους MORBID ANGEL. Παρουσίασαν σχεδόν ολόκληρο το “Arcane Paths to Resurrection” LP, το οποίο κυκλοφόρησε ακριβώς την ίδια μέρα με την εμφάνισή τους εκείνη τη βραδιά ως support στους ARCTURUS! Η απόδοση τους ήταν καταιγιστική και κατάφεραν να επιβεβαιώσουν ότι η σκυταλοδρομία στην ελληνική extreme metal σκηνή συνεχίζεται και αυτήν τη δεκαετία. Με εμφανίσεις σαν κι αυτή θαρρώ ότι θα εξελιχθούν σε πολύ σημαντική μπάντα για τη δεκαετία που διανύουμε ήδη. Κι αυτό αν αναλογιστεί κανείς ότι έχουν καταφέρει ήδη να έχουν δική τους ταυτότητα με τον συγκερασμό ετερόκλητων στοιχείων.
Η πλατεία του club έχει σχεδόν γεμίσει, αφήνοντας τον εξώστη άδειο και όλα ήταν έτοιμα για μια εμφάνιση που χάρηκε το ίδιο το group όσο και οι fans τους. Κι αυτό επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι ενώ αποχώρησαν από τη σκηνή μετά από 14 τραγούδια που είχαν στο set τους, ξανανέβηκαν χωρίς τις μάσκες τους για να μας αποτελειώσουν με το “Alone”! Ό,τι καλύτερο για τέλος μετά από μιάμιση ώρα που περιλάμβανε κομμάτια από όλους τους full length δίσκους τους και εκπλήξεις όπως μας είχε υποσχεθεί ο ηγέτης τους, Steinar “Sverd” Johnsen, στη συνέντευξη που κάναμε μαζί του πρόσφατα. Και πως δεν θα μπορούσε να μη θεωρηθεί έκπληξη η παρουσία του “Deception genesis” από τη συλλογή “Disguised masters” πριν ολοκληρώσουν το main set τους με φοβερό τρόπο με τα “Raudt og svart” και “To thou who dwellest the night” από το ιστορικό ντεμπούτο τους, “Aspera hiems simfonia”.
Δυστυχώς, ο ήχος δεν βοήθησε όσο θα έπρεπε ώστε να αγγίξει τα επίπεδα του 2004 κυρίως λόγω του προβληματικού διαχωρισμού των οργάνων ειδικά όταν ήταν καταιγιστικοί σε κομμάτια όπως το “Collapse generation”. Η κιθάρα του Knutt Magne Valle ειδικά στην αρχή χανόταν πίσω από τα πλήκτρα του Sverd και τα drums του Hellhammer και έκανε αισθητή την παρουσία της μόνο στα, λίγα, solos και, κυρίως, στα μέρη που οδηγούσε τις συνθέσεις όπως στο “Painting my horror”. Αν η κιθάρα ακουγόταν εφάμιλλα με τα υπόλοιπα όργανα τότε θα ήταν σίγουρα η καλύτερη τους εμφάνιση με τον Simen Heastnes στα φωνητικά. Η ατμόσφαιρα με τα υποβλητικά φώτα και τα projections στο πάνω μέρος της σκηνής βοήθησαν στην γενικότερη εικόνα του σχήματος με τα κοστούμια τους – ο Hellhammer δεν έβγαλε τη μάσκα του όπως το 2012 και έπαιξε με αυτήν όλο το main set!
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον χαρισματικό frontman τους και το πώς ακουγόταν η φωνή του με πολύ βάθος, αγγίζοντας για άλλη μια φορά το αλλόκοτο και παρανοϊκό με την ερμηνεία του και τον ήχο που έβγαινε από τα ηχεία! Αδιαφορώντας πλήρως από την αρχή για να ξεσηκώσει το κοινό, έκανε κυριολεκτικά το κομμάτι του, βάζοντας ακόμα και μπροστά όχι απλά το ποτό του, αλλά ολόκληρο μπουκάλι που στο μέχρι το τέλος το άδειασε ο αθεόφοβος! Η μόνη επαφή με το κοινό ήταν στο ορχηστρικό μέρος του “Ad absurdum”, στο οποίο προσπαθούσε μάταια να κάνει το κοινό να τον ακολουθήσει τραγουδώντας μαζί του την κύρια μελωδία με τα φωνητικά που έχει στο τέλος του. Η κινησιολογία του και η γενικότερη σκηνική του παρουσία μαγνητίζει και τον πλέον ανυποψίαστο, συνηγορώντας στον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει αντίστοιχος frontman στον χώρο της σκληρής μουσικής. Ή σε καθηλώνει ή σε ξενερώνει! Κυριολεκτικά δεν τραγουδάει, αλλά ερμηνεύει με έναν δικό του ημίτρελο τρόπο τους στίχους των κομματιών, φτάνοντας όπως πάντα στο “The chaos path” στα όρια της παράνοιας – είναι το κομμάτι που τον σύστησε στο κοινό στο “La masquerade infernale” στο μακρινό 1997. Από τον ίδιο δίσκο διάλεξαν και το “Master of disguise” στο οποίο φάνηκε πόσο διαφορετικός ερμηνευτής είναι ο Simen από τον Garm των ULVER, που ήταν ο τραγουδιστής τους μέχρι και το “Sham mirrors”. Από αυτόν τον δίσκο διάλεξαν τα καταιγιστικά “Ad absurdum”, “Collapse generation” και “Nightmare heaven”, τα οποία έχασαν τη μαγεία τους από τον προβληματικό ήχο που είχαν. Ευτυχώς τα πολλά προβλήματα με τον ήχο διορθώθηκαν από τη μέση της συναυλίας και μετά και ακούστηκαν αξιοπρεπώς και τα πέντε κομμάτια που επέλεξαν από τους δύο τελευταίους δίσκους τους με τον Simen πίσω από το μικρόφωνο – “Crashland”, “Arcturian”, “Evacuation code deciphered”, “Nocturnal vision revisited” και “Shipwrecked frontier pioneer” με το οποίο ξεκίνησαν ιδανικά τη συναυλία τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο ήταν μπροστά τα πλήκτρα του Sverd που οδηγούν σε πολλά σημεία τα κομμάτια τους και είναι το στοιχείο που τους ξεχωρίζει σαν μπάντα από την αρχή τους. Το rhythm section των Skoll/Hellhammer ήταν στα αναμενόμενα επίπεδα, επιβεβαιώνοντας γιατί είναι και οι δύο κορυφαίοι σε μπάσο και drums αντίστοιχα. Πραγματικά είναι ευλογία να τους βλέπεις στη σκηνή και τους δύο και ειδικά τον Hellhammer που κάθε φορά είναι εξίσου καθηλωτικός. Ο τρόπος που παίζει με τους ARCTURUS είναι τόσο διαφορετικός από ό,τι με τους MAYHEM και τα άλλα project που συμμετέχει, κυρίως γιατί μαζί τους έχει τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει το ταλέντο του λόγω των διαφορετικών στυλ που έχει στο παίξιμο του. Όσοι δεν είχαν στο νου τους τον Simen που όργωνε τη σκηνή, σίγουρα έμειναν άφωνοι με όσα έβλεπαν να κάνει ο 53χρονος Νορβηγός!
Από την πρώτη τους εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη το 2004 ο πήχης ανέβηκε σε δυσθεώρητα ύψη όχι μόνο λόγω setlist και της άριστης απόδοσης στα φωνητικά από τον επιστρατευμένο frontman των SPIRAL ARCHITECT, Øyvind Hægeland, αλλά και τον άριστο ήχο που είχαν! Δυστυχώς με τον Simen στη θέση του frontman δεν κατάφεραν να φτάσουν τα επίπεδα εκείνου του live που με ανάγκασε να φύγω με άδεια από την Κω που υπηρετούσα ως στρατιώτης και να ανέβω με τον φίλο μου, Μπάμπη, για να βιώσουμε τη μαγεία της μουσικής τους live! Ε λοιπόν, φεύγοντας ένιωσα πρώτη φορά από τότε μια ανάλογη αίσθηση, κάτι που αιτιολογεί και γιατί ανέβηκαν στο τέλος για encore που δεν είχαν προγραμματίσει. Και οι ίδιοι χάρηκαν την εμφάνισή τους και γίναμε μάρτυρες μιας εμφάνισης που ίσως να είναι παρακαταθήκη για ακόμα καλύτερες εμφανίσεις στο μέλλον! Μέχρι την επόμενη φορά λοιπόν που ελπίζουμε να μην αργήσει και να έχουν και νέο δίσκο στις αποσκευές τους που να είναι καλύτερος από το αμφιλεγόμενο “Arcturian”.
Κείμενο/Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας