Παρασκευή βράδυ, με καιρό έτοιμο να πλημυρίσει και πάλι το λεκανοπέδιο και το Μετρό να απεργεί, στο Γκάζι και συγκεκριμένα στο Temple, επέστρεφαν μετά από πολλά χρόνια οι θρυλικοί Νορβηγοί ARCTURUS. Η πολυαγαπημένη μπάντα του Ελληνικού κοινού, ιδίως αυτών που γαλουχήθηκαν μουσικά στον extreme ήχο τη δεκαετία του ’90, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες κατάφερε να γεμίσει το venue με κόσμο, αφού η συναυλία ήταν sold out. Καμία έκπληξη περί τούτου, αφού και ποιος δε θα ήθελε να δει θρύλους του metal ιδιώματος, όπως ο ICS Vortex, ο Sverd και ο Hellhammer, ανεξαρτήτως αν ακούει τη μπάντα, τόσο πολύ όσο παλιότερα. Τους Νορβηγούς πλαισίωναν οι δικοί μας BORDERLINE SYNDROME και DIABLERY, κατά σειρά εμφάνισης.
Με μια σχετική καθυστέρηση, αλλά με το κοινό να έχει ήδη γεμίσει το Temple, στη σκηνή ανέβηκαν οι instrumental progsters BORDERLINE SYNDROME. Μία μπάντα με αρκετά περίεργο και καθόλου «εύκολο» ήχο. Ο ήχος τους πότε prog/rock, πότε fusion, πότε prog metal, εναλλασσόταν συνεχώς, ενώ ο κρυστάλλινος ήχος, απογείωνε την απόδοση τους. Αρκετές φορές, έφερναν στο μυαλό RUSH, ενώ όταν χρησιμοποιούσαν delay μου θύμιζαν LONG DISTANCE CALLING. Παρόλο που ο ήχος ήταν δύσκολος, αρκετοί αντιδρούσαν θετικότατα. Πολύ καλή εμφάνιση από ένα κουαρτέτο που ξέρει πολλά καντάρια μουσική.
Στη συνέχεια, ήρθε οι σειρά των majestic blacksters DIABLERY, για να αλλάξουν άρδην το ύφος της βραδιάς. Corpsepaint και μαύροι μανδύες, συνόδευαν το oldschool majestic black metal τους. Ο ήχος τους παρέπεμπε στους DIMMU BORGIR εποχής “Stormblast”, ελαφρά πιο lead-άτος και πιο μελωδικός. Ωραίο στήσιμο στη σκηνή και αρκετά δεμένη μπάντα. Το κοινό γούσταρε αρκετά, αφού ταίριαζαν με το 90s ύφος (όχι ήχο) των ARCTURUS. Θεωρώ ότι είναι μια πολλά υποσχόμενη μπάντα, αλλά θα πρέπει να βγάλει κάτι καινούριο αφού στα 10 χρόνια ύπαρξης της, έχει μόλις δύο EP και ένα full length το 2014, ενώ πέρυσι κυκλοφόρησαν ένα split με τους blacksters SHADOWCRAFT.
Γιώργος Δρογγίτης
Οι ARCTURUS βρίσκονται στην καλύτερη περίοδο της, μέχρι τώρα, συναυλιακής τους πορείας. Η βραδιά εκείνη ήταν το καλύτερο δώρο που είχαν να κάνουν για τους περίπου 500 τυχερούς που έκαναν sold out το Temple. Το club αυτό είχε το όνομα Koo-Koo και είχε φιλοξενήσει και το live των NEGURA BUNGET. Πλέον έχει κανονική σκηνή και φοβερά δυνατό ηχητικό σχεδιασμό, κάτι που θα είναι σύμμαχος για όποια μπάντα θέλει να παρουσιαστεί live εκεί! Πραγματικά διαφημίστηκε στα 95 λεπτά που ήταν το νορβηγικό σχήμα στη σκηνή τόσο η ακουστική του χώρου, όσο και ο φοβερός διαχωρισμός στα όργανα τους – ειδικά τα πλήκτρα τους ηγέτη τους, Sverd, ακούγονταν πεντακάθαρα ακόμα και όταν ο Hellhammer ασελγούσε στα τύμπανα και συνοδεύονταν από καταιγιστικά riffs της κιθάρας του Knut Magne Valle και το φοβερό παίξιμο του μοναδικού Skoll στο μπάσο! Και ο Simen “Vortex” Hestnæs τι έκανε;
Ο πανύψηλος χαρισματικός frontman απλώς επιβεβαίωσε και στον πλέον απαιτητικό οπαδό των ARCTURUS, γιατί είναι εκείνος πίσω από το μικρόφωνο στη συναυλιακή τους πορεία από το 2005 και μετά – εξαιρούμενου του «διαλείμματος» μεταξύ 2007 και 2011. Ναι, ο Garm αν ήταν πίσω από το μικρόφωνο θα ήταν στα αυτιά μας πολύ πιο καλός όσον αφορά την τοποθέτηση της φωνής του και ίσως αυτό ήταν και το κύριο μειονέκτημα της παρουσίας του. Δεν φάλτσαρε, αλλά τραγουδούσε τα κομμάτια του “La masquerade infernale” που ερμήνευσε εκείνος, αδιαφορώντας για τις φωνητικές γραμμές τόσο του απαιτητικού “Painting My Horror”, όσο και του “Master of Disguise”. Στο πρώτο μας έπιασε ψυχρολουσία γιατί ήταν το τρίτο κομμάτι του σετ και το εκτέλεσαν σε ένα φρενήρες τέμπο, που εξαφάνιζε πλήρως τις δυναμικές και την απαράμιλλη ατμόσφαιρά του. Αντίθετα το δεύτερο ήταν το highlight της βραδιάς μαζί με την μυθική παρουσίαση του “The chaos path”. Ίσως επειδή το ηχογράφησε εκείνος το συγκεκριμένο κομμάτι σε ηλικία 22 ετών ως guest, ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε για το πώς πρέπει να ερμηνευτεί το συγκεκριμένο κομμάτι!
Όμως ο Vortex ήταν εκείνος που μαγνήτισε το βλέμμα όλων μας εκείνο το βράδυ, τόσο με την αρμονική κινησιολογία σε όλο του το σώμα και κυρίως στα χέρια! Βλέπαμε τη σκηνή και κέντριζε το ενδιαφέρον, ακόμα και όταν την προσοχή μας αποσπούσαν τα projections, τα οποία ήταν συνυφασμένα με τη θεματολογία τους – αστερισμούς, μετεωρίτες και λοιπα στοιχεία του σύμπαντος! Ήξερε ο πανύψηλος Νορβηγός να επικοινωνήσει με το κοινό – κυρίως με όσους ήταν στις μπροστά σειρές – και το κυριότερο να μην βγάλει νευρικότητα στις φορές που το καλώδιο του μικροφώνου του έβγαινε! Ανάμεσα στα κομμάτια έλεγε κυριολεκτικά ό,τι του κατέβαινε! Τη μία του ήρθε να πει «Dickinson ή ο πρώτος τραγουδιστής»; και την άλλη αυτοσαρκάστηκε για τους DIMMU BORGIR, κάνοντας τον Sverd να παίξει την αρχή του “Mourning palace”, σκορπώντας άφθονο γέλιο σε όλους μας! Ναι, με τους DIMMU BORGIR ήταν σε δευτερεύοντα ρόλο σε σημείο να θεωρηθεί και απλώς επαγγελματική η θέση του εκεί! Στους ARCTURUS όμως είναι frontman με όλη τη σημασία της λέξης και τόσο ιδιότυπος, που δε μοιάζει σε κανέναν ακόμα κι όταν ανάμεσα στα κομμάτια μιλάει επί προσωπικού σε κάποιον συγκεκριμένα από το κοινό! Και ο αθεόφοβος έφτασε στο σημείο να χορέψει κάτι σαν τανγκό με περιστροφή γύρω από τον εαυτό τους με κάποιον που ανέβηκε στη σκηνή! Αλήθεια για ποιο λόγο ανέβηκε κανείς δεν ξέρει… Ίσως ονειρευόταν stage diving, όπως αντίστοιχα βγήκαν τα χούγια των μεταλλάδων με ένα moshpit για τα καταιγιστικά πρώτα δευτερόλεπτα του “Alone”!
Ο Steinar “Sverd” Johnsen είναι απλά ένας από τους καλύτερους μουσικούς και συνθέτες στην ιστορία της σκληρής μουσικής. Είναι ιδιοφυία στην αναπαραγωγή ήχων που ξεκινούν από την προκλασική περίοδο και φτάνουν μέχρι το new age και την ηλεκτρονική μουσική. Και είχαμε την ευκαιρία να το θαυμάσουμε τόσο μέσα στα κομμάτια, όσο και στην – ελάχιστων δευτερολέπτων – ωδή στον Jean Michel Jarre πριν ξεκινήσει το “Alone”.
O Hellhammer θα θυμάται για πάντα αυτή τη βραδιά. Πρέπει πραγματικά να έφτασε στα όρια του, μιας και έπαιξαν μεγάλο σετ για τα δεδομένα τους – συνήθως παίζουν περίπου 75 λεπτά! Κυρίως όμως γιατί παίζει πάντα με πολλούς ανεμιστήρες γύρω του και λόγω της τοποθέτησης των drums υπήρχε χώρος μόνο για έναν! Στο τέλος όταν ο τραγουδιστής τους είπε ότι θα παίξουν παραπάνω κομμάτια κυριολεκτικά σηκώθηκε για να πάρει ανάσες, κάτι που δεν τον έχω δει να το κάνει ποτέ σε κάποια εμφάνιση του ακόμα και με τους MAYHEM! Η παρουσία του ήταν καταλυτική στο να αναδειχτούν τεχνικά σημεία που στις studio εκτελέσεις είναι πιο «μαζεμένα» και λιγότερο εντυπωσιακά! Είναι σίγουρα μαζί με το Sverd οι δύο εκτελεστές που κάνουν τη διαφορά…
Όχι ότι ο μακρυμάλλης κιθαρίστας τους και ο μουσάτος μπασίστας τους υστέρησαν, αλλά σίγουρα συνόδευσαν τους άλλους δύο μουσικούς και τον frontman τους. O Knut έπαιξε καρφί όλες τις απαιτητικές lead κιθάρες και ο Hugh Steven James Mingay είναι διάσημος από τις πρώτες μέρες της μπάντας για το τρομερά αρμονικό παίξιμο του στο μπάσο. Με λίγη προσοχή τον απολάμβανε τόσο στα σημεία που έπαιζε μόνος του μπασογραμμές, όσο και στα mid tempo μέρη που κάνει τη διαφορά.
Το setlist της πρώτης τους συναυλία σε ελληνικό έδαφος το 2004 μάλλον θα μείνει στην ιστορία – μέχρι και το “Morax” είχαν παίξει! Το 2005 η απόδοση τους δεν ήταν και τόσο καλή, ενώ το 2012 στο Gagarin 205 έδειχναν να έχουν ξαναβρεί την όρεξη τους για live! Εν έτει 2018, όμως, οι ARCTURUS μας αποκάλυψαν με τις επιλογές τους πολύ σημαντικά πράγματα για το τι πιστεύουν ότι τους αντιπροσωπεύει. Καταρχήν όσοι λατρεύουν το “The sham mirrors” απλά απογοητευτήκανε με την επιλογή μόνο του “Nightmare heaven” – ούτε το εκπληκτικό “For to the end yet again” δεν τους συγκινεί πια; Αντίθετα όσοι λατρεύουν το – πιο αδύναμο τους album – “Sideshow symphonies” και το τελευταίο τους album πρέπει να έφυγαν με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη! Από το πρώτο έπαιξαν πέντε κομμάτια και μάλιστα αν και είναι στην εποχή που παρουσιάζουν το “Arcturian”, ξεκίνησαν με το “Evacuation Code Deciphered”, γεγονός που μου γέννησε πολλά ερωτηματικά… Από αυτό το δίσκο επέλεξαν και τα “Shipwrecked Frontier Pioneer”, “Nocturnal Vision Revisited”, “Hibernation Sickness Complete” και το φοβερό “Deamonpainter”!
Είχα, όμως, μεγάλη αγωνία να ακούσω live όσο το δυνατόν περισσότερα κομμάτια από το “Arcturian”, γιατί ο ήχος του δίσκου θαρρώ πως υποβιβάζει πλήρως τις συνθέσεις του. Προσωπικά πιστεύω ότι έκαναν μεγάλο λάθος να μας δώσουν με αυτήν την παραγωγή κομμάτια όπως το “Crashland” και το “The Arcturian Sign”. Live ακούγονται πραγματικά πολύ καλύτερα, έχοντας δυναμικές που είναι απλά εξαφανισμένες στην πλαστική παραγωγή του album! Και έπαιξαν λιγότερα κομμάτια από το “Sideshow symphonies” – μόλις τέσσερα! Στο “Game over” έκανε και λογοπαίγνιο ο Vortex με τον τίτλο του κομματιού, ενώ έκλεισαν τη συναυλία με το “Angst”!
Οι παλιοί οπαδοί τους ικανοποιήθηκαν εις διπλούν μιας και έπαιξαν πέρα από το “Raudt og Svart” και το “To Thou Who Dwellest in the Night”, που ανοίγει το μυθικό “Aspera hiems symfonia”. Σε αυτά τα δύο κομμάτια ο Vortex απέδειξε ότι πέρα από τη φοβερή χροιά που έχει στα καθαρά φωνητικά, έχει και φοβερό χρώμα στα ακραία! Και σε αυτά τα δύο κομμάτια ήταν «σωστός» στις τοποθετήσεις των φωνητικών γραμμών! Δεν ξέφευγε γιατί ίσως δεν παρασυρόταν από το υπόλοιπο σώμα του όπως έκανε στα άλλα κομμάτια!
Καταληκτικά ήταν η καλύτερη εμφάνιση τους στη χώρα μας όσον αφορά τον ήχο και την εκτελεστική τους δεινότητα. Τι κι αν δεν είχαν τις μάσκες τους, η θεατρικότητα τους έβγαινε με την κινησιολογία τους αρμονικά με τη μουσική τους. Μεγάλο μειονέκτημα κατά τη γνώμη μου είναι η επιλογή των κομματιών, κάτι που μου εξήγησε το γιατί δεν πέρασα τόσο καλά όσο στη Θεσσαλονίκη το 2004 ή στις προηγούμενες δύο με τον Vortex πίσω από το μικρόφωνο! Θαρρώ πως πρέπει να επανεξετάσουν το να παίζουν κομμάτια και από το “Sham mirrors” και να τολμήσουν να παρουσιάσουν κομμάτια όπως το κορυφαίο “Of Nails and Sinners”… Εντύπωση πάντως μου προκάλεσε το γεγονός ότι ανέβασαν μια κοπέλα να κάνει γυναικεία φωνητικά μέρη! Ακόμα και αυτό το είχαν προβλέψει, ένδειξη ότι τίμησαν στο έπακρο την ψήφο εμπιστοσύνης του ελληνικού κοινού στο πρόσωπο τους – δεν είναι και πολλές οι συναυλίες που γίνονται sold out έτσι δεν είναι;
Λευτέρης Τσουρέας
Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη, Διονύσης Παρθενιάδης, Αφροδίτη Ζαγγανά και Χριστίνα Αλώση για το Temple.