‘Metal Blade Records invited you to Armored Saint “Symbol of Salvation Live”’…
Φίλε Brian Slagel, δε γίνεται να αρνηθώ, με τιμά ιδιαίτερα η πρόσκλησή σου. Τριάντα χρόνια “Symbol of Salvation” είναι αυτά, η τέλεια αφορμή όχι μόνο να ασχοληθώ για πολλοστή φορά με τον πλέον σημαντικό δίσκο αυτού του τόσο αγαπημένου μου group, αλλά και να γράψω δύο αράδες γι’ αυτόν. Ας ξεκινήσουμε. Οι ARMORED SAINT, έχουν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα: Εξερευνώντας νότα προς νότα τη δισκογραφία τους, ο ακροατής ουσιαστικά «μεγαλώνει» μαζί τους και τους ακολουθεί σε κάθε τους κίνηση, μαθαίνοντας τη ψυχοσύνθεσή τους. Εντυπωσιάζεται, ως πρέπει, με το θεϊκό, ενθουσιώδες ντεμπούτο “March of the Saint” που ακόμη μνημονεύεται ως ένα από τα καλύτερα «πρώτα» όλων των εποχών, ξαφνιάζεται με την απρόσμενα ραγδαία ωρίμανση η οποία έδωσε το δεύτερο αριστούργημα “Delirious nomad”, ταυτίζεται με το οργισμένο “Raising fear”… Γιατί είναι λοιπόν το “Symbol of Salvation” ο πλέον σημαντικός; Θα κατανοήσεις για ποιον λόγο και η ίδια η μπάντα ενστερνίζεται αυτή την άποψη, μόνο αν έχεις βήμα-βήμα φτάσει ως εδώ και έχεις κάνει «κτήμα» σου τους τρεις προκατόχους του. Για να δεις στο τέλος, πως το “Symbol οf Salvation” συνδέει το παρελθόν των ARMORED SAINT με το μέλλον τους. Κρατά στοιχεία από κάθε προηγούμενη δουλειά τους, γεφυρώνει τα 80s με τα 00s, ενώ ακούγεται σύγχρονο και σήμερα, αποκαλύπτοντας τον εσωτερικό κόσμο των μελών, σε σημείο…ενδελεχούς ψυχανάλυσης. Δύσκολες μέρες… Τρία χρόνια χωρίς εταιρεία, με την Chrysalis να μην τους ανανεώνει το συμβόλαιο επειδή τους ήθελε να ακούγονται σαν… VAN HALEN (!), τον Dave Prichard να χάνει τη μάχη με την επάρατο και τις αρχές των 90s να προμηνύουν «ζυμώσεις» που θα έφερναν τα πάνω-κάτω στη μουσική βιομηχανία, «ζυμώσεις» σίγουρα πολύ «εχθρικές» για ένα συγκρότημα σαν τους ARMORED SAINT, ε, δεν το λες και ειδυλλιακό το περιβάλλον.
Κάθε δυσκολία όμως, αν τη δεις από την πλευρά που πρέπει, κάτι θετικό έχει να σου δώσει. Στην περίπτωση της πεντάδας από το L.A, λειτούργησε ως «καύσιμο» για να δουλέψει η «μηχανή» καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Η θέληση για σπουδαία πράγματα, η πίστη στις αδιαμφησβήτητα μεγάλες δυνατότητές της και η υπόσχεση να τιμηθεί η μνήμη ενός ανθρώπου που εν πολλοίς ήταν ο βασικός συνθέτης του υποψηφίου για το άλμπουμ υλικού, οδήγησαν σε αυτό το αψεγάδιαστο αποτέλεσμα. «Είχαμε τόση εμπιστοσύνη στους εαυτούς μας, που ό,τι και να κάναμε, ήμασταν σίγουροι πως θα δούλευε», έλεγε ο John Bush, ενώ ο Joey Vera συμπληρώνει: «Δουλεύαμε πάνω σε αυτόν τον δίσκο τρία χρόνια. Από το ’85 έως το ’89, ο κόσμος στις Η.Π.Α ήταν μοιρασμένος μεταξύ glam και thrash. Εμείς νιώσαμε την ανάγκη να αποδείξουμε αφενός πως είμαστε εδώ, για όσους έμειναν εκτός διπόλου και αφετέρου στους εαυτούς μας, πως ακόμη αξίζουμε». Η εγχείρηση λοιπόν πέτυχε (άλμπουμ-αριστούργημα), αλλά ο ασθενής απεβίωσε (το group διαλύθηκε). Και απεβίωσε, για λόγους μη μουσικούς, τους οποίους δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε. Από τη στιγμή όμως που οι καταστάσεις όχι απλά το επέτρεπαν αλλά το επέβαλαν και οι ARMORED SAINT επανενώθηκαν, το πεδίο για να εξαλειφθούν οι αδικίες του παρελθόντος ήταν ορθάνοικτο. Οι οπαδοί του 21ου αιώνα, των οποίων τον αριθμό ποτέ δεν διανοήθηκαν οι SAINT, ήταν ώριμοι και έτοιμοι να αξιολογήσουν σωστά μια σειρά συναυλιών όπου το “Symbol…” θα γιόρταζε τα τριάντα χρόνια ζωής του και να ακούσουν ζωντανά το υλικό του, χωρίς να γκρινιάζουν «γιατί δεν παίζεται κυρίως το EP και το ντεμπούτο» (ήμαρτον πια με αυτή τη γραφικότητα). Θα ήταν και μια πρόκληση για το ίδιο το συγκρότημα, να θυμηθεί και να παίξει τραγούδια που είτε είχε ελάχιστα τιμήσει ως τότε, είτε αγνοούνταν πλήρως, ευχαριστώντας με τον τρόπο αυτό όλους όσους τους στήριξαν σε εποχές πέτρινες αλλά και χρυσές.
Το Gramercy Theatre της Νέας Υόρκης, αποτέλεσε έναν από τους σταθμούς της εορταστικής αυτής περιοδείας. Το DVD ξεκινά με εικόνες και στιγμιότυπα από την έλευση της μπάντας και τα παρασκήνια, όπου το καπελάκι του John Bush, το γυαλί πρεσβυωπίας του Joey Vera, τα casual ρούχα και το “cool style” που όλοι ανεξαιρέτως έχουν, μας θυμίζουν πως το λογικό για τους μουσικούς/καλλιτέχνες είναι να μεταμορφώνονται επάνω στη σκηνή και η persona τους να ΜΗΝ τους ακολουθεί και εκτός αυτής. Όταν η μπάντα συγκεντρώνεται στην είσοδο των παρασκηνίων και το “high five” μεταξύ των μελών είναι η τελευταία τους κίνηση πριν «πατήσουν σανίδι», το «περιβάλλον» αλλάζει. Το «μέτρημα» του Gonzo Sandoval και οι κιθάρες του αδερφού του Phil και του Jeff Duncan στην εισαγωγή του ΥΜΝΟΥ “Reign of fire”, παρουσιάζουν μια μπάντα που φαντάζει σαν «θηρίο στο κλουβί». Και ακόμη σωστότερα, πιο ταιριαστά, ένα μεγάλο θηρίο, σε ένα μικρό κλουβί, το οποίο ΦΥΣΙΚΑ καταφέρνει και διαλύει ήδη με το «έμπα» του main riff. Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να «πιάσω» τον εαυτό μου να κοιτά την οθόνη με ανοικτό το στόμα. Δεν ξέρω πως το καταφέρνουν αυτό, αλλά οι ARMORED SAINT του «σήμερα» είναι καλύτεροι από τον προ τριάντα ετών εαυτό τους, η απόδοσή τους και η «μεταφορά» του album επί σκηνής, αυτό δείχνει. Όταν είσαι σε ΤΕΤΟΙΑ φόρμα και έχεις μπροστάρη τον καλύτερο John Bush όλων των εποχών, τι έχεις να φοβηθείς; Τίποτα και κανέναν. Απλά βγαίνεις στη σκηνή και για μια ώρα, δεν έχεις αντίπαλο. Για τη συνέχεια “Dropping like flies” και “Last train home” (το οποίο απαντάται σε μια πέραν πάσης προσδοκίας εκτέλεση, με τον κόσμο να συνοδεύει το group) και μάλλον δεν θα ξανακούσω ποτέ ξανά την studio εκδοχή τους. Είμαι πια βέβαιος, παρακολουθώ ένα συγκλονιστικό live. Το “Tribal dance”, τέταρτο στη σειρά, με τα παιχνιδίσματα των Bush και Vera, εκπροσωπεί όπως πρέπει την latino πλευρά του heavy metal. Λογικό θα μου πεις, για όποιον γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Ανατολικό Los Angeles είναι αυτό. “Their hometown”. Θυμήσου το booklet του υποτιμημένου “La Raza”, τις φωτογραφίες και τα πλάνα από το χαρακτηριστικό σημείο της γωνίας Broadway και 7ης, την «αρχαία», από το 1932, “Clifton’s cafeteria” και θα καταλάβεις. Κάπου εδώ, δίνεται και το πρώτο time out από τον ίδιο τον Bush…
… o οποίος ιστορεί και εξιστορεί πρόσωπα και καταστάσεις και αναφέρεται στην «κρίση ταυτότητας» που περνούσε τότε το group. Το L.A όπως γράψαμε ήταν παραδομένο από τη μια στο thrash και από την άλλη στο επονομαζόμενο “hair metal”, με τους Saint να μην είναι τίποτα από αυτά, αφού θεωρούνταν “light” για τους thrashers, πολύ σκληροί για όσους άκουγαν POISON και CINDERELLA. Η καταγωγή τους όμως αυτή, ευθυνόταν συνάμα για τα ακούσματά τους. Έτσι, μαζί με τους KISS, JUDAS PRIEST και BLACK SABBATH, τα blues ήταν στο αίμα τους. Γι’ αυτό και το “Truth always hurts” είναι γεμάτο από τέτοιους ήχους, άξιο να φιγουράρει σε περίοπτη θέση και σε οποιονδήποτε μεγάλο δίσκο του αμερικανικού hard ‘n’ heavy. Ξέρεις, αυτού που κάποιοι αποκαλούν “poser” ή “hair” και εμμένουν στην εμφάνιση, αγνοώντας την άκρατη μουσικότητα. Η μπάντα θυμάται την έξωση από την Chrysalis και τιμά τον αδικοχαμένο Dave Prichard, με το δίδυμο των “Half drawn bridge” και “Another day”, φορτισμένο συναισθηματικά όσο δεν πάει, να ακολουθεί. Το ομώνυμο απαντάται σε ακόμη πιο δυναμική εκτέλεση (συνήθισα πια), το “Hanging judge” είναι η ευγνωμοσύνη του group προς τον Brian Slagel. Πρόκειται για το αγαπημένο του τραγούδι εξάλλου. Στο “Warzone” γίνεται ακριβώς ό,τι λέει ο τίτλος, το “Burning question” στην πρώτη του ever ζωντανή εκτέλεση κάνει τον Joey Vera να ριγήσει σαν ακούει τον κόσμο να τραγουδά το refrain, το υπέροχο “Tainted past” πάντα θα μαγεύει με τις νότες του και στο τσαμπουκαλίδικο “Spineless”, το growling (!) του Bush στην αρχή είναι ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη ολόκληρης της συναυλίας.
Το DVD έχει ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ήχο. Η ασπρόμαυρη a la “Sin City” εικόνα (ιδιαίτερη όσο και όμορφη άποψη) και η ιδανική κάλυψη μέσα από έξι κάμερες, απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα. Τι άλλο ξεχωρίζω μέσα από αυτό; Το custom made μποτάκι του Jeff Duncan με την περικεφαλαία του group στο πλάι και την αγκράφα THIN LIZZY στη ζώνη του Joey Vera. Μικρά, ασήμαντα για άλλους πραγματάκια, που εμένα μου ομορφαίνουν την οπτικοακουστική εμπειρία ακόμη περισσότερο. Σαν extra bonus υλικό, η έκδοση του βινυλίου περιέχει και πέντε τραγούδια από τα “Symbol of Salvation writing sessions”, με τον Dave Prichard στην κιθάρα και τον Eddie Livingston στα τύμπανα. Τραγούδια που δεν κατάφεραν να μπουν στο άλμπουμ, αλλά αυτό δεν τους αφαιρεί το παραμικρό από την ποιότητά τους. Πρόκειται για τα “Pirates”, “Get lost”, “People”, “Medieval nightmares” και “Nothing between your ears”, τραγούδια που λίγο-πολύ όλοι οι οπαδοί του group έχουμε ακούσει από συλλογές, αλλά για πρώτη φορά κυκλοφορούν σε αυτό το format. Η ουσία όμως αυτού του live είναι άλλη: παίζοντας ολόκληρο το “Symbol of Salvation”, οι ARMORED SAINT πρώτον τίμησαν έναν τέτοιο κλασσικό δίσκο όπως του άρμοζε, δεύτερον διαπίστωσαν πως ο κόσμος με τις αντιδράσεις του συμμερίζεται την άποψή τους περί της σημασίας του και τρίτον, κατά τα δικά τους λεγόμενα πάντα, άντλησαν πάθος και έμπνευση για το (σταθερά) καλό “Punching the sky” που ήρθε έναν χρόνο μετά. Αν στο τέλος της χρονιάς, έμπαιναν στις λίστες μας και ζωντανά ηχογραφημένα albums, αυτό θα ήταν η κορυφαία κυκλοφορία για το 2021. Μετά απ’ όσα διάβασες, αλήθεια τώρα, περιμένεις άλλη βαθμολογία πέραν του «άριστα» για ένα live ARMORED SAINT;
Δημήτρης Τσέλλος