Τα πολλά μπαχαρικά μπορεί να προκαλέσουν βαρυστομαχιά.
Ας υποθέσουμε ότι έχεις ένα πιάτο με ένα φαγητό που δείχνει ζηλευτό και λαχταριστό. Περίτεχνο μαγείρεμα και μια διαλεχτή ποικιλία μπαχαρικών. Σκάει η πρώτη πιρουνιά στο στόμα και ξαφνιάζεσαι. Όμως όσο περνάει η ώρα νιώθεις ότι το έδεσμα είναι μια απλή συνταγή με πολλά μπαχαρικά τα οποία όμως δεν αρκούν για να κάνουν τη γεύση κάτι αλησμόνητο.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν από τους πιο πικάντικους τραγουδιστές στο μετά 90s rock – metal και σίγουρα μια μοναδική μορφή του stoner ιδιώματος. Ο Spice δε χρειάζεται πολλές συστάσεις καθώς έχει γράψει ιστορία με τις βραχνές αλήτικες ερμηνείες του στους SPIRITUAL BEGGARS.
Το όνομα BAND OF SPICE δεν είναι τυχαίο λοιπόν. Στη δεύτερη δουλειά τους, “How we play the game”, παρουσιάζουν 9 συνθέσεις που αν και μπαίνουν εύκολα κάτω από τον παρονομαστή του rock φλερτάρουν επικίνδυνα με το ακραίο metal. Από την ακουστική ματζόρε εισαγωγή που βάζει το πολύ heavy κομμάτι “Gone insane”, καταλαβαίνεις ότι η προσέγγιση θυμίζει το intro του “Ride the lightning” με το “Fight fire with fire”.
Πραγματικά είναι άκρως ενδιαφέρον πως οι όμορφες μπασογραμμές του Alexander Sekulovski, τα απείρως γκρουβάτα τύμπανα του Bob Ruben κουμπώνουν στα γρέζια του Spice και δημιουργούν μια rock n’ roll, stoner ατμόσφαιρα η οποία δε διστάζει να συναντήσει ανά διαστήματα heavy metal ακόμα και thrash metal στιγμές.
Ο Spice είναι μια από τις πιο γαμ**τερές φωνές εκεί έξω. Δε λέω “όμορφες”, δε λέω “καλές” δε λέω τίποτα που θα τον αδικήσει, επειδή ο τύπος ορίζει το Stoner Metal. Οι ερμηνείες του είναι μοναδικές και δημιουργεί μια αλήτικη ατμόσφαιρα με πινελιές μελαγχολίας στους BAND OF SPICE. Γαμ**τερός.
Έξυπνες ιδέες, γκρουβάτα ριφς, πάντρεμα πολύ διαφορετικών πραγμάτων. Με κομμάτια όπως το “Control”, μπαίνεις στο moshpit και στο αμέσως επόμενο το αργόσυρτο και βρωμιάρικο “Descending”, ανάβεις μια “ψιλή” για να χαλαρώσεις.
Μα καλά θα πει κάποιος. Μόνο ωραία λες. Που είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι αν πάρεις το δίσκο και τον κόψεις σε κομμάτια βρίσκεις διαμάντια. Η εξέλιξη και η διαχείριση του κάθε κομματιού και εν τέλει το σύνολο δε θυμίζει θησαυρό.
Πολλά ωραία μπαχαρικά δηλαδή αλλά το καθένα μόνο του.
Είναι μια δουλειά που τη βάζεις να παίζει στο αυτοκίνητο ίσως. Ακούγεται ευχάριστα χαμηλά σε ένα μπαρ την ώρα που φτύνεις ψίχουλα από ξηρούς καρπούς και πίνεις μπύρα προσπαθώντας να εξηγήσεις πόσο αδικήθηκε ο Spice μέσα στα χρόνια. Μάλιστα θα ρωτήσεις το Dj “Tι είναι αυτό ρε Μαν; Ωραίο”. Μέχρι εκεί.
Αμφιβάλλω ότι θα κάτσεις να βάλεις να ακούσεις ένα από τα κομμάτια επειδή δε μπορείς να το βγάλεις από την ψυχή σου.
Aν το δίσκο τον είχε γράψει μια άγνωστη μπάντα θα είχα βάλει 6 μάλλον. Όμως επειδή η φωνή του ανθρώπου αυτού αγγίζει ευαίσθητες χορδές και επειδή η δουλειά στον ήχο και την εκτέλεση όλων των συντελεστών είναι υποδειγματική…
7 / 10
Άρης Λάμπος