BAND OF THE WEEK: AC/DC

0
448

Αλήθεια τώρα, με το “Power up” να έχει μόλις κυκλοφορήσει και να έχει γίνει χαμός μ’ αυτό, περιμένατε η στήλη μας “Band of the week” να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό από τους AC/DC; Αυτό το κορυφαίο rock n’ roll σχήμα, με τα διαχρονικά τραγούδια και μία συναυλία που στιγμάτισε όσους βρέθηκαν στο ΟΑΚΑ πριν μερικά χρόνια, παρουσιάζεται στην στήλη μας και φυσικά όλοι σας, μπορείτε να ψηφίσετε τον αγαπημένο σας δίσκο (λέμε τώρα, αφού καλά-καλά δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν μας αρέσει πιο πολύ η εποχή του Bon Scott απ’ αυτή του Brian Johnson)!!!

Να πω ότι δεν τα έγραφα πριν μερικές μέρες στην παρουσίαση του “Power up” των AC/DC; Είναι από τα ελάχιστα σχήματα που δεν θέλω να ακούσω τίποτα διαφορετικό. Θέλω να παίζουν συνέχεια το ίδιο boogie rock n’ roll, για όσες συνεχόμενες ώρες γουστάρουν εκείνοι κι εμείς από κάτω απλά να απολαμβάνουμε. Για όσους θεωρούν ότι το να γράφεις τέτοιου είδους τραγούδια και να τα παίζεις όπως εκείνοι, είναι εύκολο, τους προκαλώ να το κάνουν (και να αποτύχουν παταγωδώς). Ωραία τα progressive και τεχνικά πράγματα που γουστάρω, εδώ όμως μιλάμε για ρυθμό, μιλάμε για τσαμπουκά, μιλάμε για αλητεία. Μιλάμε για το συγκρότημα που πέθανε ο τραγουδιστής του, με τον οποίον έδειχναν ικανοί να φτάσουν σε δυσθεώρητα επίπεδα, πήραν καινούργιο κι έβγαλαν έναν από τους πιο επιτυχημένους εμπορικά δίσκους όλων των εποχών, δίχως να παρεκκλίνουν ούτε εκατοστό από τις θέσεις τους και την μουσική τους. Όπως συμβαίνει πολύ τακτικά με μένα και τέτοιου είδους σχήματα, είναι πολύ λίγες οι φορές που θα βάλω να τα ακούσω στο σπίτι. Είναι όμως και πολύ λίγες οι φορές που θα ακούσω ακόμα και το πιο πολυπαιγμένο τους τραγούδι (λέγε με “Thunderstuck” ίσως;) κάπου έξω, πίνοντας την μπύρα ή το ποτό μου και δεν θα αρχίσω να κουνιέμαι ρυθμικά. Οι AC/DC είναι μία κατηγορία μόνοι τους. Ένα σχήμα που έσπασε το καλούπι μόλις βγήκαν. Και όσοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα πόσο σπουδαίοι είναι, θα το καταλάβουν όταν σε λίγα χρόνια θα αποσυρθούν και το κενό τους δεν θα μπορέσει να αναπληρωθεί ποτέ. Κι αν μου βρείτε πολλούς 65άρηδες σαν τον Angus Young που να παίζουν κιθάρα και να χτυπιούνται με τέτοιο πάθος στην σκηνή, ελάτε να μου το πείτε… Παρότι μου αρέσουν περισσότερο με τον Johnson στα φωνητικά, επέλεξα τραγούδι με Scott. Άλλωστε υπάρχουν τουλάχιστον 20-30 τραγούδια που θα μπορούσαν να είναι αγαπημένα μου.

 

Σάκης Φράγκος

 

Είμαι σίγουρος ότι πολλοί συμμερίζονται την ίδια άποψη με μένα και νιώθουν την ίδια μεγάλη συγκίνηση στο άκουσμα της δισκογραφικής επιστροφής των AC/DC! Στο άκουσμα της επιστροφής του Angus, του Brian, του Phil, του Cliff αλλά ΚΑΙ του αθάνατου Malcolm ο οποίος μπορεί πλέον να μη βρίσκεται ανάμεσα μας αλλά συνυπογράφει όλα τα κομμάτια του νέου δίσκου των AC/DC και ούτως η άλλως πάντα θα είναι επιβλητική η σκιά του πάνω από το όνομα των Αυστραλών. Άλλωστε και ο Stevie τιμάει και με το παραπάνω το όνομα του θείου του! Θα σας πω κάτι…έτσι όπως το αισθάνομαι, χωρίς καμία περιστροφή και δεύτερη σκέψη: η μουσική, η εποχή μας, ο κόσμος, ΕΜΕΙΣ οι ίδιοι έχουμε ανάγκη τον ήχο και την μαγευτική απλότητα των AC/DC! Ο καθένας προσπαθεί να ανακαλύψει εκ νέου τον τροχό, προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την τεχνική του κατάρτιση και να κερδίσει κόσμο με κάθε λογής τεχνάσματα. Ούτως ή άλλως στην εφήμερη εποχή του internet όπου ο κάθε “οπαδός” της μουσικής δεν αφιερώνει χρόνο να ακούσει έστω 2-3 φορές ένα δίσκο, η επιτυχία είναι κάτι πολύ αόριστο. Ωστόσο όλοι αυτοί ξεχνούν το βασικότερο συστατικό αυτής της μουσικής: It’s only rock n’ roll! Το είπαν οι STONES και το τελειοποίησαν -προσαρμόζοντας το μάλιστα στα δικά μας μουσικά γούστα- οι AC/DC!
Δεν μπορώ καν να περιγράψω ή να αρθρώσω σε λέξεις πως αισθάνθηκα ακούγοντας το νέο τραγούδι τους, το “Shot in the dark”. Ναι, δεν είναι το καλύτερο τραγούδι που έχουν γράψει ποτέ. Διάολε, δεν είναι ούτε καν στα 50 καλύτερα τους! Και τι έγινε; Είναι ένα ΚΛΑΣΙΚΟ AC/DC κομμάτι! Βλέπεις τον Angus με τη μαθητική στολή να χτυπιέται και εύχομαι μέσα από τα βάθη της ψυχής μου να έχω έστω και μία απειροελάχιστη ικμάδα της ενέργειας του όταν φτάσω στα χρόνια του. Είναι η δύναμη του rock n’ roll! Επιστρέφω σε αυτό που έλεγα παραπάνω…έχουμε ανάγκη τον ήχο των AC/DC. Αυτό είναι το σημαντικότερο…ειδικά στη μίζερη πραγματικότητα του 2020. Να πατάς το “play” και να χτυπάς ρυθμικά το πόδι σου και να κουνάς το κεφάλι σου πάνω κάτω μιμούμενος τον Angus. Δεν θα πω κάτι καινούργιο αλλά σκεφτείτε πόσο βαρύ είναι το εξής: ΔΕΝ πρόκειται ΠΟΤΕ να ξαναβγεί ένα συγκρότημα σαν τους AC/DC! Και μόνο αυτή η σκέψη είναι αρκετή για να κάνει πιο μίζερο το 2020. Όμως η μουσική των AC/DC βγάζει μονάχα θετικά συναισθήματα και αυτό κρατάμε. Επιλέγω κάτι από αυτό που εγώ θεωρώ ως τον πιο υποτιμημένο τους δίσκο, το πολυαγαπημένο μου “Blow up your video”…

Σάκης Νίκας

 

Εννοείται πως η κυκλοφορία του “Power up” είναι η καλύτερη αφορμή για να στολίσουν την στήλη μας αυτή την εβδομάδα οι Αυστραλοί. Αυτό το συγκρότημα που έχει καταρρίψει κάθε κανόνα και συνεχίζει να διαψεύδει όποιον προσπαθεί να ορίσει το μέλλον τους. Οι AC/DC επανέρχονται στο προσκήνιο, με άλμπουμ που κλείνει το μάτι στο «ηλεκτρικό» φορτίο που φέρει το όνομά τους. Ένα άλμπουμ, που αν σφράγιζε την τεράστια καριέρα τους, θα ήταν αντάξιο της φήμης τους και ιδανικό για την υστεροφημία τους. Ένα άλμπουμ, όσο κλασικό όσο και τα 16 προηγούμενα. Ανέκαθεν οι Αυστραλοί είχαν τεράστιους ύμνους, έξυπνους στίχους και blues-o-ροκιές που είναι βουτηγμένες στο rock n’ roll περασμένων γενεών. Μιλάμε για 45 χρόνια δισκογραφίας, που αν πάρεις μόνο ένα τραγούδι να αντιπροσωπεύει το κάθε άλμπουμ, κάνεις διπλό best-of. Με αναποδιές, θανάτους και την στάμπα των αλκοολικών, είναι θαύμα πώς επέζησαν ενάντια σε μόδες και αρνητική κριτική. Ας μην ξεχνάμε πως κατηγορήθηκαν και για το ότι επηρέασαν ένα δολοφόνο στην Αμερική, ενώ τα κερατάκια και τραγούδια όπως το “Highway to Hell” τους είχαν στοχοποιήσει. Οι AC/DC είναι συγκρότημα που χαίρει μελέτης σε όλα του τα επίπεδα. Εκτός από την μουσική τους, δίδαξαν ότι με προσήλωση, σκληρή δουλειά και υπομονή, έρχεται η καταξίωση. Δίδαξαν την συλλογικότητα (αν και μια ένσταση για την αντικατάσταση του Brian Johnson την έχω) και δίδαξαν και το boogie σε όλους του μεταλλάδες. Πώς μια μπάντα που σαν frontman έχει τον μικροσκοπικό κιθαρίστα της, που ελάχιστα κινείται στην σκηνή, προκαλεί συναυλιακούς οργασμούς και προσελκύει δεκάδες χιλιάδες κόσμου σε κάθε της εμφάνιση. Θεωρώ τον εαυτό μου υπερβολικά τυχερό που τους είδα πριν πολλά χρόνια να παίζουν σε κοινό μόλις τριών χιλιάδων, στο Λονδίνο, αλλά και στο γνώριμο τοπίο μιας λαοθάλασσας στην Αθήνα. Οι AC/DC είναι οι ROLLING STONES της αρεσκείας μας. Η μπάντα που δεν θα αντικατασταθεί ποτέ δυστυχώς. Και είμαστε τόσο τυχεροί που την ακολουθούμε τόσα χρόνια… ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ

Γιώργος “Back in black” Κουκουλάκης

 

Είναι κάποιες μπάντες που τις αναγνωρίζεις από την πρώτη νότα. Είναι κάποιες μπάντες που ακούγονται πανομοιότυποι σε κάθε δίσκο και αυτό όχι μόνο δεν σε ενοχλεί, αλλά θες και άλλο. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκαν οι MOTORHEAD, σε αυτήν ανήκουν και οι AC/DC. Τιτάνες, τεράστιοι, τι να λέμε τώρα. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το μεγαλείο της μουσικής τους.  Οι συναυλίες τους, εμπειρίες ζωής, όπως διαπιστώσαμε και όσοι είχαμε την χαρά να τους απολαύσουμε στην Αθήνα. Παρόλα αυτά, δύο φορές βρέθηκαν στα πρόθυρα της διάλυσης. Την πρώτη, μετά τον χαμό του Bon Scott το 1980, μάζεψαν τα κομμάτια τους και κυκλοφόρησαν έναν από τους πιο επιτυχημένους δίσκους στην ιστορία της μουσικής γενικότερα. Η δεύτερη ήταν πρόσφατα καθώς ο θάνατος του Malcolm Young και τα προβλήματα υγείας του Brian Johnson έδειχναν ότι έφτασε το τέλος της διαδρομής. Για μια ακόμα φορά ο Angus μας διέψευσε όλους καθώς επιστρέφουν με νέο δίσκο. Έναν δίσκο που τιμά και με το παραπάνω το όνομα τους. Και σε τελική ανάλυση, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Εξάλλου η πορεία τους μέχρι σήμερα έχει δείξει ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν. Θεοί.
Και τώρα πρέπει να επιλέξω αγαπημένο κομμάτι. Αστεία πράγματα, έτσι;  Κάτι κλασικό λοιπόν.

Θοδωρής Κλώνης

 

Μέσα σε μία καριέρα που μετράει πάνω από 4 δεκαετίες, οι AC/DC έχουν κατηγορηθεί ως μονότονοι, απλοϊκοί, ακαλλιέργητοι, σεξιστές και … σατανιστές. Πως όμως εξηγείται το γεγονός ότι είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα στην ιστορία της μουσικής μαζί με συγκροτήματα όπως οι BEATLES, οι LED ZEPPELIN, οι PINK FLOYD, οι QUEEN και οι ROLLING STONES; Ίσως είναι το ότι οι αδελφοί Angus και Malcolm Young κατάφεραν να βρουν όλους τους πιθανούς συνδυασμούς των τεσσάρων συγχορδιών που παράγουν σκληρό, αλήτικο και άκρως κολλητικό hard rock. Με κύριους συνοδοιπόρους τους Phil Rudd και Cliff Williams σε ένα από τα πιο σαρωτικά rhythm sections στην ιστορία της μουσικής, καθώς και τους δύο τραγουδιστές τους, τον δαιμόνιο Bon Scott και τον αλύγιστο Brian Johnson.
Το 1963 οι Angus και Malcolm Young άφησαν σε μικρή ηλικία την πατρίδα τους Σκωτία για το ηλιόλουστο Sidney της Αυστραλίας. Υιοθέτησαν το όνομα τους κατόπιν πρότασης της αδελφής τους που το παρατήρησε στην ραπτομηχανή της! Δέκα χρόνια αργότερα, την Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1974 έδωσαν την πρώτη συναυλία τους παίζοντας διασκευές από Chuck Berry, BEATLES και ROLLING STONES, μαζί με κάποια δικά τους τραγούδια. Τον Σεπτέμβριο του ’74 ανέλαβε τα φωνητικά ο οδηγός τους Bon Scott, επίσης Σκωτσέζος που η οικογένεια του επίσης είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία.
Η βασική αρχή τους ήταν ένας συνδυασμός σκανδαλιστικών στίχων, επαναλαμβανόμενου σφυροκοπήματος με διαβολεμένα riffs και άφθονο boogie, παιγμένων με πυγμή και σε προκλητική ένταση. Από το αυστραλιανό “High voltage” (1975) έδειξαν τα δόντια τους και με κόπο και σθένος αναρριχήθηκαν στην κορυφή του rock Ολύμπου, με το “Highway to hell” (1979). Εντύπωση έκανε η τεράστια ενεργητικότητα (με πολύ “duckwalk”, κίνηση που δανείστηκε από τον Chuck Berry) και το εξίσου τεράστιο κιθαριστικό ταλέντο του Angus Young, που ήταν ντυμένος σαν μαθητής (επίσης πρόταση της αδελφής τους) και έπαιζε την αγαπημένη του Gibson SG. Ο Bon Scott λειτουργούσε απλά σαν ο εαυτός του. Το απόλυτο party animal στην απόλυτη party μπάντα. Αστείος και σκανδαλιάρης, πέρα από ευφυέστατος στιχουργός που έγραφε βάσει προσωπικών του εμπειριών, είχε και μία εξαιρετικά χαρακτηριστική φωνή που έσκιζε το μικρόφωνο στα δύο.
Δυστυχώς, σε μία υπόθεση που απασχολεί και σήμερα αρκετούς fans και δημοσιογράφους, ο Bon πέθανε ολομόναχος στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, συνέπεια οξείας δηλητηρίασης από αλκοόλ και πιθανότατα ναρκωτικά. Το σοκ της απώλειας του έπληξε τους πάντες, κυρίως το ίδιο το συγκρότημα που σκέφτηκαν μέχρι και να τα παρατήσουν. Η επιμονή των γονιών του Scott ήταν η αφορμή να ξανασταθούν στα πόδια τους.
Εδώ έχουμε χαλαρά ένα από τα πιο εντυπωσιακά comeback στην ιστορία της μουσικής, με την επανεκκίνηση την πρόσληψη στην θέση του τραγουδιστή του πρώην GEORDIE και τότε μάστορα αυτοκινήτων, Brian Johnson. Ο Bon τον είχε αναφέρει σε κάποια φάση, τον είχε παρακολουθήσει και του άρεσε ο τρόπος που προσέγγιζε το στυλ του μεγάλου ειδώλου του, Little Richard. Η αλήθεια, όμως, κατά τον Johnson ήταν ότι εκείνη την βραδιά τον βασάνιζαν αφόρητοι πόνοι από σκωληκοειδίτιδα!
Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά με τον Johnson θεωρείται πλέον το μεγαλύτερο hard rock άλμπουμ όλων των εποχών. Το “Back in black” (1980) που κυκλοφόρησε πέντε μήνες μετά τον θάνατο του Scott είναι το μεγαλύτερο σε πωλήσεις rock άλμπουμ όλων των εποχών και δεύτερο πίσω μόνο από το “Thriller” του Michael Jackson, στα κορυφαία σε πωλήσεις άλμπουμ όλων των εποχών, σε όλα τα είδη μουσικής, έχοντας ξεπεράσει τα 50 εκατομμύρια αντίτυπα.
Μετά το “For those about to rock” (1981) ακολούθησε μία μικρή «κοιλιά» στο υπόλοιπο της δεκαετίας, μέχρι να κυκλοφορήσουν το “Razor’s edge” (1990) και να καθιερωθούν ξανά στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού. Mε το single “Thunderstruck”, που ήταν και η δική μου πρώτη προσωπική επαφή με το συγκρότημα, οι AC/DC πήραν μία ανάσα ζωής, για δεύτερη φορά στην πορεία τους και συνέχισαν να ζουν τον μύθο τους για πολλά χρόνια ακόμα. Ο θάνατος του Malcolm Young το 2017, άφησε τον Angus μόνο του, ως το τελευταίο ενεργό ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος. Ωστόσο, η ύστατη επιθυμία του Malcolm να συνεχίσουν, παίζοντας το απλό και μονολιθικό hard rock n’ roll τους (όπως έκαναν πάντα άλλωστε) τους έφερε κοντά μας με την τελευταία τους κυκλοφορία, το “Power up” που βγήκε αυτές τις μέρες.
Θα ήθελα να τους δω ζωντανά μία ακόμη φορά (η συναυλία τους τον Μάϊο του 2009 είναι μία από τις πιο έντονες εμπειρίες της ζωής μου) πριν κλείσουν τον κύκλο τους οδεύοντας στην ολοκλήρωση της πέμπτης δεκαετίας τους. Οι AC/DC δεν έχουν πλέον να αποδείξουν τίποτα και σε κανένα. Είναι ένα από τα επιδραστικότερα σχήματα στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής, ορισμός της πεμπτουσίας του rock και πετυχημένοι μέχρι εκεί που δεν πάει, κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο από τις πωλήσεις των άλμπουμ τους όσο και των εκστασιασμένων ακροατηρίων που συνέρρεαν μαζικά στις συναυλίες τους. Κυριολεκτικά, νομίζω πως μόνο εκτός Γης δεν έχουν ακουστεί και ακόμα και γι’ αυτό έχω τις αμφιβολίες μου! Έχουν πετύχει ασύλληπτα πράγματα από το 1973 μέχρι σήμερα, που μόνο καλές στιγμές μου έχουν χαρίσει. Γι’ αυτό τους αξίζει όχι μόνο ένα απλό κατευόδιο αλλά ένας μεγαλειώδης χαιρετισμός, όπως στο τραγούδι που ακολουθεί.

Κώστας Τσιρανίδης

 

Υπάρχουν τα ιερά και τα όσια της σκληρής μουσικής. Αυτά που δε μπορείς να αμφισβητήσεις για κανένα λόγο τη διαχρονική αξία τους. Τα συγκροτήματα που γράφουν στην ουσία τον ίδιο δίσκο, ακολουθώντας την ίδια συνταγή, αλλά παραμένουν το ίδιο απολαυστικά και κατά βάθος ούτε εσύ δε θες να αλλάξουν αυτή τη μαγική συνταγή.
Η σχέση μου με τους AC/DC ξεκινά από μικρή ηλικία, όταν είδα στο MTV εκείνο το επιβλητικό video clip του “Thunderstruck”. Έπεσε σαν κεραυνός στο κεφάλι μου. Την αμέσως επόμενη ημέρα πήγα στο αγαπημένο μου δισκάδικο και αγόρασα πακέτο τα “The razor’s edge” και “Highway to hell”. Τα οποία και έλιωσα.
Με την πάροδο του χρόνου, στάθηκα λίγο πιο αντικειμενικός απέναντί τους. Και, ας είμαστε ειλικρινείς, μετά το “Back in black”, κανείς μετέπειτα δίσκος τους δεν μπόρεσε να φτάσει την αριστουργηματική υπόσταση αυτού του κομβικού album. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι σε κάθε διάδοχό του, δεν μας προσέφεραν τρεις-τέσσερεις τιτάνιες τραγουδάρες, που θα μας συντροφεύουν για μια ζωή. Και για πολλές από αυτές, πετάξαμε τα λαρύγγια μας έξω σε εκείνη την αξέχαστη συναυλία στο ΟΑΚΑ…

Γιώργος Κόης

Πριν δύο, τρεις μέρες είμαι ο πρωί στο γραφείο, έχω ανοιχτό το ραδιόφωνο, μιλάω με το λογιστή μας και αρχίζει το “Thunderstruck”. “Αυτά είναι” μου λέει, “ακριβώς αυτό ένιωσα” και μένω να αναρωτιέμαι τι μου κάνει πιο πολύ εντύπωση, που ήξερε το τραγούδι, που ένιωσε ότι τον εκφράζει ή που εγώ θεωρούσα ότι είναι αρκετά σκληρό το τραγούδι για να ξενίζει τα αυτιά ενός μέσου ακροατή;  Γιατί κακά τα ψέματα οι AC/DC είναι ευκολοάκουστοι, είναι σέξι, είναι το είδος του hard rock που θα ενώσει ακροατές πολλών διαφορετικών ειδών μουσικής. Είναι το συγκρότημα που θα χρησιμοποιήσει ο dj για να περάσει από το ροκ στο πιο heavy, είναι το συγκρότημα που θα βάλει ο “έτσι” στο καινούριο “αίσθημα” για να φτιάξει «διαθεσούλα», είναι το συγκρότημα που έχει προσκυνήσει όλη η υφήλιος.
Ακόμη έχει να το λέει ο Βασίλης (που δεν ακούει καν ροκ αλλά συνόδεψε το γιό του στη συναυλία των AC/DC στο Ολυμπιακό στάδιο) «Δεν έχω δει πιο εντυπωσιακή συναυλία ποτέ στη ζωή μου». Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει  τους Αυστραλούς το μεγαλύτερο συγκρότημα στον πλανήτη και το γεγονός της κυκλοφορίας νέου δίσκου ένα από τα σημαντικότερα της χρονιάς; Δεν θα στο απαντήσω εγώ. Εσύ θα μου πεις γιατί κάθε φορά που τους ακούς ανεβάζεις την ένταση και κάποιο μέρος του σώματός σου, κεφάλι, πόδι, γοφός… αρχίζει να κουνιέται στο ρυθμό τους. Έχουν τη μαγική συνταγή; Μπορεί, γιατί σίγουρα δεν περιμένουμε από αυτούς καινοτομίες στον ήχο, περιμένουμε να ακούσουμε τη μελωδία τους και να περάσουμε καλά.

Έλενα Μιχαηλίδου

 

Παρατηρώ ότι για μπάντες του βεληνεκούς των AC/DC, δυσκολεύομαι να γράψω. Είναι τόσο μεγάλα αυτά τα συγκροτήματα που πραγματικά η αποψάρα μου δεν είναι δα και κάτι καινούργιο, όπως και εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων. Μιλάμε για ένα από τα συγκροτήματα που συγκροτούν την πρώτη γραμμή του rock. Μπάντα – ναυαρχίδα, με άλμπουμ που δεν ξαναβγαίνουν ούτε σε δέκα ζωές. Η πρώτη μου επαφή με τους AC/DC μπορώ να πω ότι έγινε στο δημοτικό. Με κασετούλα του μπαμπά και το “Highway to hell” ως ύμνο. Αγαπημένος  μου δίσκος είναι το ιστορικό “Back in black”. Όπως επίσης είμαι εξαιρετικά δεμένος με τα “High voltage”, “Dirty deeds done dirt cheap” και “Let there be rock”, ενώ το αγαπημένο μου τραγούδι είναι το “For those about to rock (we salute you)”.  Το απίστευτο με τους AC/DC είναι ότι μετά από τόσα χρόνια πορείας, διατήρησαν τον χαρακτηριστικό τους ήχο με τεράστια επιτυχία. Να πω την αλήθεια, τα νέα για το επερχόμενο τους άλμπουμ δεν τα δέχτηκα και πολύ ευχάριστα. Τόσο η επιστροφή του Brian Johnson που είχε προβλήματα ακοής, όσο και του Phil Rudd που είχε σοβαρά προβλήματα με τον νόμο, σε συνδυασμό που θα είναι ο πρώτος δίσκος μετά τον θάνατο του Malcolm Young, δεν με χαροποίησαν ιδιαίτερα. Αλλά τα πρώτα δείγματα είναι πολύ θετικά και είναι κλασικά τραγούδια AC/DC και περιμένω πλέον το άλμπουμ με ιδιαίτερη θέρμη. Για τέλος θέλω να αναφέρω πως η συναυλία τους στο ΟΑΚΑ, ήταν μία από τις καλύτερες συναυλιακές μου εμπειρίες που έζησα ποτέ. Ακόμα όταν την θυμάμαι ανατριχιάζω. Αλήθεια, μπορείς να λες ότι ακούς rock και metal και να μην ανατριχιάζεις με το από κάτω βίντεο; Ο Angus μόνο με το περπάτημα του μπορεί να κάνει ένα γήπεδο να σείεται. Μαγεία.

Δημήτρης Μπούκης

 

Η σχέση μου με τους AC/DC αρχίζει κάπου στα 18 μου όταν τελείωνα το λύκειο πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, αφού είχα εντρυφήσει στο heavy metal μέσω κλασσικών συγκροτημάτων, άρχισα να ακούω παλιό καλό rhythm n’ blues από καλλιτέχνες όπως Stevie Ray Vaughan, τους τρεις King (BB, Freddie, Albert), Gary Moore, Chuck Berry, Rory Gallagher, Johnny Winter και άλλους. Ήταν προδιαγεγραμμένο πως θα έπεφτα με τα μούτρα στους AC/DC ειδικά από τη στιγμή που άρχισα να μελετάω την blues μουσική στην ηλεκτρική κιθάρα, είδος που οι Αυστραλοί τούτοι εξέλιξαν όσο κανένα άλλο. Ίσως γι’ αυτό και θεωρούνται ως η επιτομή του rock n’ roll. Η επιρροή που μου άσκησαν ήταν καθολική. Κανένα συγκρότημα πιο πριν δεν με έκανε να κουνηθώ στο ρυθμό όπως οι AC/DC και κανένα πιο πριν δεν μου μετέδωσε τόσο πολύ αυτό το μικρόβιο, τον ηλεκτρισμό που λίγοι πάλι κατέχουν στον ήχο και το παίξιμο τους. Ο Angus Young ήταν το νέο μου μουσικό είδωλο φυσικά και εννοείται πως μετά το λύκειο, και αφού είχα κάνει οικονομίες, αγόρασα την trademark Gibson SG «ταυράκι» κιθάρα. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα φυσικά το 2009 όταν και μας επισκέφτηκαν για εκείνη την ανεπανάληπτη, μοναδική και αξέχαστη συναυλία. RIP Malcolm Young!

Φίλιππος Φίλης

 

Γράφοντας το συγκεκριμένο κείμενο, μου ήρθαν οι ίδιες σκέψεις με το προηγούμενο τιμώμενο συγκρότημα που είχαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Οι AC/DC είναι και αυτοί ένα group που ειλικρινά δεν ξέρεις τι άλλο να γράψεις, αφού όπως και πολλοί άλλοι, παραμένουν ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα που έχουν υπάρξει ποτέ στην rock μουσική, ένα σύνολο καλλιτεχνών που έχει επηρεάσει πολλές γενιές μουσικών και ακροατών, αλλά έχει «γεννήσει» και τα «δικά» του παιδιά. Οι KROKUS, AIRBOURNE , ROSE TATTOO και THE ANGELS/ANGEL CITY, είναι τα ονόματα που εύκολα σου έρχονται στο μυαλό όταν αναφέρεσαι σε αυτούς. Όπως και με τους LED ZEPPELIN που αναφερθήκαμε προ μιας εβδομάδας, έτσι και με τους AC/DC δεν νομίζω να υπάρχει ένας μουσικόφιλος, που να μην ξέρει το όνομα τους και σίγουρα ένα τραγούδι τους. Έχουν βλέπετε και αυτοί τόσες επιτυχίες που δεν γίνεται να μην τους γνωρίζεις. Ειδικά αν ασχολείσαι ενδελεχώς με την ροκ μουσική.
Οι AC/DC κατάφεραν με ένα/δύο βασικά κιθαριστικά ριφ, και χωρίς μουσικές εναλλαγές στην διάρκεια της σύνθεσης, να κάνουν μια ονειρεμένη καριέρα ή οποία όχι μόνο κρατάει μέχρι τις μέρες μας, αλλά μετά από 45 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, είναι ακόμα ακμαιότατοι, αφού η καινούργια τους δουλειά που έχει κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες, είναι αναπάντεχα φρέσκια και καλή, λες και ο καθένας είναι ακόμα έφηβος, με τραγούδια που θα ακούγονται για πολλά ακόμα χρόνια. Προσωπικά νομίζω ότι αξίζει ένα μεγάλο μπράβο στον Brian Johnson που αν και είναι στα 73, και έχει περάσει και τα γνωστά του θέματα με την ακοή του, εντούτοις τραγουδάει όπως 20 χρόνια πριν.
Η πρώτη μου γνωριμία με το group έγινε το 1988 με το album τους “Blow up your video”. Παρόλο που δεν συγκαταλέγεται στα πολύ top τους, εμένα με συνεπήρε τελείως, δικαιολογώντας τον τίτλο που του δόθηκε. Με την επόμενη δουλειά “The razors edge” απλά επιβεβαιώθηκε η αρχική μου χαρά ακρόασης των τραγουδιών τους. Όπως είναι φυσιολογικό, από τότε, δεν έπαψα ποτέ να τους ακούω και κάθε φορά, αρκετά τους τραγούδια με κάνουν να νιώθω σαν την πρώτη φορά ακρόασης. Η επίσκεψη τους στην χώρα μας, πριν από μερικά χρόνια νομίζω ότι για τους παρευρίσκοντες θα αποτελεί ένα από τα καλύτερα συναυλιακά δρώμενα που συμμετείχαν. Και πώς να μην ήταν αφού εκείνο το βράδυ οι AC/DC έκαναν σε όλη την διάρκεια της εμφάνισης τους, όλο τον κόσμο να χορεύει συνεχώς. Άλλωστε όλοι ξέρουν, ότι οι AC/DC είναι αυτό: ένα δυο ριφ σε κάθε τραγούδι που σε δευτερόλεπτα σε ξεσηκώνει να πεις μπύρες, να ερωτοτροπήσεις με το ταίρι σου και γενικώς να διασκεδάσεις περνώντας μόνο καλά. Το group, ακόμα και με τις λιγότερο καλές δισκογραφικές του κινήσεις, θα είναι για πάντα το καλύτερο μουσικό γιατρικό για όλες τις στεναχώριες μας. Ένας από τους λόγους που θα τους ευχαριστούμε για πάντα!

Θοδωρής Μηνιάτης

 

Πόσο μεγάλη μπάντα είναι οι AC/DC δεν νομίζω χρειάζεται να το πει κανείς από εμάς. Για εμένα που ξεκίνησα να ακούω heavy metal στις αρχές των 80s, το όνομά τους ήταν παντού σε κάθε περιοδικό που άνοιγα, σε κάθε κασέτα που έγραφα, σε κάθε τι που είχε να κάνει με αυτήν την μουσική που αγαπάω.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη συνδρομή μου στο περιοδικού Ποπ + Ροκ που τους είχε στο εξώφυλλο (Νοέμβριος 1983 αν δεν με απατά η μνήμη μου) και το ξεφυλλίζαμε με τον αδελφό μου λες και είχε έρθει από άλλο γαλαξία καθώς επίσης και τα πρώτα κομμάτια που έγραψα από αυτούς στις πρώτες BASF κασέτες μου.
Για μένα οι AC/DC είναι υπεύθυνοι για πολλούς και σπουδαίους δίσκους στο hard rock. H περίοδος με τον Βοn Scott έχει θεϊκούς δίσκους και προσωπικά θεωρώ το “If you want blood you’ve got it”(1978) σαν το καλύτερο και πιο αγαπημένο μου live album όλων των εποχών.
Στην Βrian Johnson εποχή ξεχωρίζουν φυσικά τα “Βack In black” και “For those about to rock”, με τα οποία ουσιαστικά κλείνει και η εποχή με τα μεγαλειώδη album της μπάντας. Από εδώ και πέρα θα ακούσουμε επίσης μερικούς πολύ καλούς δίσκους, κανένας όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιον από τους δίσκους της περιόδου 1975-1982.
Επίσης πάρα πολύ αξιόλογο βρήκα και τον νέο τους δίσκο “Power up”, κλασσικός ΑC/DC ήχος πραγματικά και αν τελικά αυτός αποδειχθεί ότι θα είναι ο τελευταίος τους δίσκος, θα έχουν αποχωρήσει με ένα πολύ ωραίο album στην δισκογραφία τους.
Αγαπάμε AC/DC με τρέλα, από τα πιο ξεχωριστά και ιδιαίτερα σχήματα που έχουν εμφανισθεί στην πενηντάχρονη ιστορία του σκληρού ήχου. Ο κόσμος τους αγκάλιασε και τους αγάπησε υπερβολικά, το “Βack in Black” μόνο έχει κάνει πάνω από 50 εκατομμύρια πωλήσεις και μόνο το “Thriller” του Michael Jackson το ξεπερνά. Στην μουσική του 20ου αιώνα γενικότερα αυτό.
Υπάρχει κάποιος που να έχει ακούσει ένα κομμάτι τους τυχαία και να μην έχει καταλάβει από τα τρία πρώτα δευτερόλεπτα ότι είναι αυτοί. Όχι, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση.
Μοναδική μπάντα, δικός τους προσωπικός ήχος, η αδρεναλίνη ρέει όταν τους ακούμε δυνατά, ο σβέρκος παίρνει φωτιά  και η ενέργεια που εκπέμπουν δεν έχει προηγούμενο. Η πεμπτουσία του “αλήτικου” hard rock έχει όνομα και λέγεται AC/DC. Tους λατρεύω.

Γιάννης Παπαευθυμίου

Την βδομάδα που μας πέρασε είχαμε ως band of the week τους μεγάλους LED ZEPPELIN, αυτή όμως έχουμε ένα εξίσου μεγάλο και τρομερά σημαντικό σχήμα για τον χώρο του σκληρού ήχου, ο λόγος για τους Αυστραλούς hard rockers AC/DC. Αφορμή για αυτό είναι η νέα κυκλοφορία, δέκατη έβδομη παρακαλώ, της μπάντας ”Power up” η οποία μάλιστα είναι πάρα πολύ καλή. Δεν θα αναλωθώ μιλώντας για ένα τόσο μεγάλο σχήμα, σε πράγματα που είναι ήδη γνωστά σε όλους, στο κάτω-κάτω αν κάποιος δεν ξέρει την ιστορία, την αξία, την σημαντικότητα και την διαδρομή των AC/DC μπορεί να βρει τα πάντα στο internet, σε βιογραφίες, σε ντοκιμαντέρ, σε συνεντεύξεις κλπ. και έτσι να πληροφορηθεί και να μάθει ότι θέλει για αυτούς. Θα πω όμως πως αισθάνομαι πολύ τυχερός και ευτυχής που κατάφερα να δω το συγκεκριμένο σχήμα 2 φορές ζωντανά, μια στην Αθήνα και μια στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Τσεχία. Θα πω επίσης πως ανήκω σε αυτούς που αν και δεν με λες βαμμένο φαν του σχήματος έχω τουλάχιστον πέντε δίσκους τους σε περίοπτη θέση, αλλά και αμέτρητα κομμάτια απ’ όλη σχεδόν την δισκογραφία τους ως πολύ αγαπημένα μου. Άλλωστε εδώ που τα λέμε νομίζω, ότι δεν υπάρχει κανένας φίλος του σκληρού ήχου, όποιο ιδίωμα και αν γουστάρει που να μην μπορεί αν του ζητηθεί, να φτιάξει ένα τουλάχιστον τριπλό με τετραπλό best of  δίσκο διαλέγοντας κομμάτια μέσα από την τεράστια καριέρα των Αυστραλών. Για το τέλος πριν διαλέξω αγαπημένο δίσκο και κομμάτι, θα ήθελα απλά να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ και ένα μεγάλο μπράβο στο συγκεκριμένο σχήμα που μετά από τόσα χρόνια εξακολουθούν να είναι ακόμα εδώ. Εύχομαι δε να μην είναι το κύκνειο άσμα τους το φετινό  ”Power up”,  ελπίζοντας ο Angus Young να έχει φυλαγμένες αρκετές ακόμα ιδέες του μακαρίτη δυστυχώς αδερφού του και βασικού συνθέτη της μπάντας Malcolm Young. Πάμε τώρα στην επιλογή αγαπημένου δίσκου, αυτός για εμένα θα είναι το ”Back in black”, άλλωστε πάντα ήμουν κατά κάτι υπέρ του Brian Johnson, καθώς θεωρούσα ανέκαθεν πως η μπάντα γιγαντώθηκε με αυτόν, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως δεν αναγνωρίζω την προσφορά του συγχωρημένου Bon Scott . Φυσικά στα συν αυτού του δίσκου πέραν της αρτιότητας του, βάζω και το γεγονός πως μιλάμε για έναν εκπληκτικό δίσκο που έρχεται αμέσως μετά τον θάνατο του βασικού ως τότε τραγουδιστή του σχήματος Bon Scott, δηλαδή ακριβώς σε μια περίοδο που κανείς δεν ήξερε αν τελικά η μπάντα μπορεί να συνεχίσει ή όχι. Τώρα για κομμάτι από την δεξαμενή με τα πολλά αγαπημένα κομμάτια τους θα διαλέξω για σήμερα το ”Touch too much”, για αύριο βλέπουμε.

Παναγιώτης Γιώτας

Καλά τώρα… Μιλάμε για μια από τις μεγαλύτερες μου αγάπες στο χώρο του rock ιδιώματος γενικότερα. Δηλώνω ερωτευμένος από την εφηβική μου ηλικία με τους AC/DC. Εκείνους που ξεκίνησαν από μια επιγραφή σε μια σκούπα για συνεχές – εναλλασσόμενο ρεύμα, και είχαν τη μουρλή ιδέα να ονομάσουν έτσι το εφηβικό τους όνειρο. Εκείνους που πρώτοι έβαλαν τη χώρα τους στο χάρτη του σκληρού ήχου φαρδιά – πλατιά, επηρεάζοντας συγκροτήματα που ούτε οι ίδιοι δε φαντάζονταν ότι θα επηρέαζαν ποτέ, πέραν των άμεσων hard rock επιγόνων τους. Το να βλέπω τον Tom “Angelripper” Such με μπλούζα “Highway to hell” ή τον Jeff Waters (ANNIHILATOR) (αυτός μέχρι και riffs ala AC/DC γράφει, βλέπε “Shallow grave”), λέει πολλά για το πόσο επιδραστικοί ήταν για μπάντες που εκτός του ότι είναι δύο φουρνιές μετά, απέχουν παρασάγγας σε ύφος από αυτό που παίζουν οι σκανταλιάρηδες Αυστραλοί. Αυτοί και οι MOTORHEAD, πρέπει να αντιληφθούμε το εξής απλό: δεν επηρέασαν απλά ηχητικά. Είχαν επίδραση στη νοοτροπία των συγκροτημάτων που βγήκαν. Έθεσαν τη βάση για την νοοτροπία ενός αρχετυπικού rock συγκροτήματος. Παίζουν μεν φαινομενικά απλά θέματα, αλλά η διάθεση και ο ΤΡΟΠΟΣ που αυτά παίζονται, για να βγουν ακριβώς έτσι προς τα έξω, είναι αμίμητος και αναπαράγεται μόνο αν έχεις νιώσει AC/DC, όχι αν απλά ακούς για να το παίξεις “ροκάς” στη παρέα σου. Τόσο αβίαστα, τόσο απλά, οι κύριοι κοντεύουν το μισό αιώνα όπου η συνταγή δεν έχει αλλάξει, παρά μόνο παραλλάσσεται.
Και τι μισός αιώνας ήταν αυτός ε; Από το δειλό ξεκίνημα του θεϊκού “High voltage” (ROCK N ROLL!), στην απόλυτη καταξίωση του “Highway to hell” και στην επιστροφή από τη κόλαση μετά το θάνατο του εμβληματικού frontman Bon Scott, με το απίστευτο “Back in black”, και από εκεί να πηγαίνουν τρένο, χωρίς να λογαριάζουν/χαμπαριάζουν από μόδες/τάσεις και λοιπά που έρχονται και παρέρχονται. Απλά φοράνε jean, πουκάμισα και ο Angus Young τη σχολική στολή του (ιδέα της αδερφής του) και ταρακουνάνε το κόσμο με το υψηλών οκτανίων rock ‘n’ roll που τόσο χρειαζόμαστε. Φέτος, επέστρεψαν με το “Power up”. Η σκιά ενός ακόμα θανάτου πέφτει πάνω από τους AC/DC. Αυτή του αφανούς ήρωα της ρυθμικής κιθάρας Malcolm Young, εκείνου που επέλεξε να μείνει στη σκιά του αδερφού του που έκλεβε τη παράσταση, με εκείνον να κρατάει τα μπόσικα, συνεργαζόμενος υποδειγματικά μαζί του στο συνθετικό κομμάτι. Πολλά ”φύγε εσύ, έλα εσύ” την εξαετία που μεσολάβησε από το “Rock or bust”. Phil Rudd, Cliff Williams, Brian Johnson….και όμως, όλοι τους επέστρεψαν. Μετά από περιοδείες που οι AC/DC είχαν τον Axl Rose πίσω από το μικρόφωνο και με το κόσμο να περιμένει καρτερικά στη γωνία να κράξει, μπήκαν στο στούντιο και παρέδωσαν μαθήματα rock ’n’ roll έτι μια φορά, βουλώνοντας στόματα. Στον δίσκο υπ’ αριθμόν ΔΕΚΑΕΠΤΑ (17). Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε.
Ο δε ακομπλεξάριστος εκτός σκηνής χαρακτήρας τους, συνοψίζεται σε πολλές ατάκες τους. Όταν τους κρεμούσαν τη ταμπέλα των Σατανιστών (αν είναι δυνατόν!), ο Angus απαντούσε “Δεν είμαστε σατανιστές. Δεν κάνουμε μαύρη μαγεία, το πολύ-πολύ να φοράω μαύρα εσώρουχα, τίποτα άλλο”. Όταν είχε αγχωθεί μια μπάντα που άνοιγε για AC/DC, o Angus γύρισε και τους είπε “Είστε αγχωμένοι; Ελάτε να δείτε εμάς που τα έχουμε κάνει πάνω μας από το φόβο!” Προσωπικά, νιώθω ο τυχερότερος άνθρωπος επί Γης που τους είδα live το 2009 σε μια από τις ομορφότερες βραδιές της ζωής μου, και ένας από τους πιο χαρούμενους, που μπήκαν στη ζωή μου από τόσο τρυφερή ηλικία. Κομμάτι τώρα, πως να επιλέξω μου λέτε; Ποιο να πιάσεις, ποιο να αφήσεις τώρα… Θα πάω με το απόλυτο κομμάτι αποτυχημένου πεσίματος: “Shot down in flames”!

Γιάννης Σαββίδης

 

Δεν υπάρχει φίλος της σκληρής μουσικής που να μην ακούει AC/DC και να μη νιώθει μέσα του την ενέργεια και το πάθος τους. Είναι το συγκρότημα που αποτελεί μετά από τόσα χρόνια τη σύνδεση με το αγνό rock n’ roll και τις ζωντανές εμφανίσεις που μετατρέπονται σε ένα γιγαντιαίο πάρτι όπως το βιώσαμε κι εμείς στο ΟΑΚΑ στα τέλη των 00s. Και πώς να μη νιώθεις νέος όταν βλέπεις το σώμα του Angus Young να δονείται χωρίς σταματημό ενώ παίζει στην κιθάρα του τραγούδια ορόσημα για τη μουσική ιστορία και όχι μόνο για την μπάντα του; Θεωρώ ότι η απώλεια του Malcolm Young είναι τεράστια, αλλά κακά τα ψέματα όλοι μας τα περιμέναμε όλα από τον αδερφό του! Αξίζει, όμως, να επισημανθεί ότι είναι η μόνη μπάντα που κατάφερε να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο με τον αντικαταστάτη του frontman της! Αυτό και μόνο λέει πολλά για την αξία του Brian Johnson που αντικατέστησε με τον καλύτερο τρόπο το αρχέτυπο του frontman υπό το όνομα Bon Scott πριν 40 χρόνια! Και μόνο που κυκλοφορεί νέο τους υλικό εν έτει 2020 είναι γεγονός που μόνο απαρατήρητο δεν θα περάσει!

Λευτέρης Τσουρέας

 

Δεν έχει σημασία αν σου αρέσει περισσότερο ο Bon ή ο Brian. Αν θες στο σκαμνάκι τον Phil, τον Chris ή τον Simon, ή ποιος από την οικογένεια Young θα έχει την ρυθμική κιθάρα. Οι AC/DC είναι ένας «οργανισμός» στον οποίον άπαξ και μπεις, ποτίζεσαι με τις αξίες του. Αρκεί να είναι καλά ο Angus, το αφεντικό του. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να αραδιάσουμε χιλιοειπωμένες και χιλιογραμμένες πληροφορίες για το ποιοι είναι δισκογραφικά οι AC/DC. Ούτε να θυμηθούμε το όνειδος του ΜΗ sold out live τους στο ΟΑΚΑ (ντροπή μας), το μοναδικό στην περιοδεία για το “Black ice”. Ούτε το ποιοι είναι επάνω στην σκηνή. Πόσοι άλλωστε στον κόσμο τούτο να μπορούν να βγουν ΠΡΙΝ τους ROLLING STONES, και να τους κατατροπώνουν; Οι Αυστραλοί το έκαναν, και με την ευκαιρία, δες όποτε μπορείς το επί σκηνής jamming των Angus και Malcolm με την παρέα των Jagger/Richards στο “Rock me”. Εγώ λοιπόν θα σου πω κάτι άλλο τώρα: οι AC/DC είναι ένα απόκτημα για τον καθένα μας. Μια attraction την οποία μας αφήνει το rock ‘n’ roll να την χαρούμε, όσο μπορούμε ακόμη, γιατί όταν αυτή φτάσει στο τέλος της και μείνει μόνο η κληρονομιά της, θα καταλάβουμε τι είχαμε, και τι θα μας λείπει από δω και στο εξής. Δεν έχει σημασία τι δίσκο κυκλοφορούν. Αν είναι καλός, αν είναι μέτριος, ή κακός. Σημασία έχει να ακούμε τα ακόρντα του Angus, τα γρυλίσματα του Brian και αυτό το μετρονομικό rhythm section, ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών στην rock μουσική. Για μένα πλέον η δισκογραφία του συγκροτήματος έχει ξεφύγει από οποιαδήποτε κλίμακα βαθμολόγησης. Αν έπεφτε σε μένα ο κλήρος να βαθμολογήσω το νέο τους άλμπουμ, θα του έβαζα ένα ωραιότατο…AC/DC/10! Ούτε αγαπημένο δίσκο έχω, όλοι τους είναι στην ίδια ευθεία για την δική μου κριτική άποψη και ας μην ισχύει αυτό αν το δούμε «ψυχρά». Το μόνο που θα πω είναι πως θέλω να τους βλέπω ενεργούς και υγιείς για όσο το δυνατό περισσότερο καιρό ακόμη. Τραγούδι; Μα φυσικά το πρώτο τους που άκουσα, μαζί με το “Highway to Hell”. “I’m a heatseeker, chargin’ out the sky!”

Δημήτρης Τσέλλος

Κάθε φορά που ακούω να μνημονεύεται το όνομα των AC/DC, μου δημιουργείται ενδόμυχα η εξής και μόνο απορία. Πόσες φορές ακόμα θα χρειαστούν να σώσουν το rock ‘n’ roll; Μάλλον αρκετές είναι η αλήθεια. Και αυτό γιατί όσο κι αν οι νεότερες γενιές συγκροτημάτων δίνουν πραγματικά τον καλύτερο εαυτό τους σε ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό και απαιτητικό μουσικό και μη περιβάλλον από εκείνο των προηγούμενων δεκαετιών, κανείς τους δεν πρόκειται να γίνει ποτέ AC/DC. Δε βρίσκω κανένα απολύτως νόημα να αναφερθώ στις υπέρλαμπρες δισκογραφικές τους στιγμές, ούτε να υποκύψω στον πειρασμό του «διαχωρισμού» ανάμεσα στην περίοδο του Bon Scott και εκείνης του Brian Johnson. Εξάλλου για κάθε “Highway to Hell” υπάρχει ένα “Back in black” και για κάθε “High voltage” και “Let there be rock” θα υπάρχει αντιστοίχως ένα “For those about to rock” και επίσης ένα “Stiff upper lip”. Όπως ακριβώς πιστεύω ότι συμβαίνει και με τους MOTORHEAD, κάθε (νέος ή παλιός) δίσκος των AC/DC μπορεί να μοιάζει στο πρώτο του άκουσμα «ίδιος και απαράλλαχτος» αλλά στην πραγματικότητα δεν παύει να είναι ιδιαίτερος, διαφορετικός και εν τέλει ξεχωριστός.
Για μένα AC/DC είναι ο ηλεκτρισμός και η ανατριχίλα που εξακολουθούν να εκπέμπουν όταν παίρνουν τις θέσεις τους στο φυσικό του βασίλειο, την σκηνή. Δε γίνεται να μην σε διαπεράσει κάθε φορά που τα δάκτυλα του αγέραστου Angus Young χορεύουν πάνω από τα φασαριόζικα ακόρντα της Gibson SG του, φυσικά και ζει και βασιλεύει μέσα από τα riffs του συγχωρεμένου Malcolm Young (ίσως ο καλύτερος ρυθμικός κιθαρίστας στην ιστορία του rock ‘n’ roll) και τον νιώθεις όταν ακόμα και ο παραμικρός χτύπος του rhythm section των Williams και Rudd σε κάνει να μουλιάζεις στον ιδρώτα.
Πολύ περισσότερο για μένα AC/DC είναι εκείνο το χρυσοπληρωμένο εισιτήριο που γλίστρησε από τις τσέπες μου σε μια νυχτερινή βόλτα στους δρόμους των Εξαρχείων πριν από έντεκα χρόνια (μεγάλη ιστορία), στερώντας μου την ευκαιρία να τους δω ζωντανά στην επίσκεψη τους στην Αθήνα αλλά όχι όμως και τη δεδομένη μου λατρεία προς τον μουσικό τους θρύλο.
“Well the Devil may care…”. Έτσι πάει.

Πάνος Δρόλιας

 

Δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου ότι υπάρχει κόσμος εκεί έξω, ανεξάρτητα από τι μουσική ακούει, που θα ακούσει AC/DC και θα πει ότι δεν του αρέσουν! Δεν γίνεται, είναι μη διαπραγματεύσιμο αυτό. Πως αλλιώς να το πω. Αδύνατον! Μιλάμε για την απόλυτη αμεσότητα, το απόλυτο rock ‘n’ roll σχήμα, το απόλυτο πάρτι, το συγκρότημα που έχει τον δεύτερο πιο μοσχοπουλημένο άλμπουμ όλων των εποχών στην Αμερική, τη μπάντα του “Back in black”. Το να κάτσω και να αραδιάσω και άλλα επιχειρήματα ή το ποιοι είναι οι AC/DC το θεωρώ αστείο. Δε νοείται να μην ξέρει κάποιος τι είναι οι AC/DC. Αλλά επειδή ποτέ δεν ξέρεις θα σου πω τρεις λέξεις. ΜΥΘΟΙ, ΘΕΟΙ, ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΙ!
My daddy was workin’ nine to five
When my momma was havin’ me
By the time I was half alive
I knew what I was gonna be
But I left school and grew my hair
They didn’t understand
They wanted me to be respected as A doctor or a lawyer man

Ντίνος Γανίτης

 

Υπόκλιση και μόνο για το τεράστιο αυτό συγκρότημα που ακούει στο όνομα AC/DC. Αυθεντικοί όσο λίγοι, με μοναδική ηχητική ταυτότητα, έχουν προσφέρει εδώ και τόσες δεκαετίες αμέτρητες συγκινήσεις στην ροκ σκηνή, γενιές και γενιές έχουν μεγαλώσει με τα τραγούδια τους, ενώ δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει έστω και στοιχειώδη επαφή με την ροκ μουσική και να μην γνωρίζει τραγούδι τους. Και δεν είναι μόνο τα προαναφερθέντα άξια θαυμασμού. Είναι και πολλά άλλα. Κάτι που βρίσκω ιδιαίτερα εντυπωσιακό με την περίπτωση των Αυστραλών είναι πως το πιο αρνητικό που τους διακρίνει ως μπάντα, το ότι δηλαδή τα κομμάτια τους πάρα πολύ συχνά επαναλαμβάνονται, είναι ταυτόχρονα το μεγαλύτερο τους πλεονέκτημα. Διότι πολύ απλά, οι AC/DC είναι ο ορισμός του αλήτικου rock n’ roll, διαθέτουν αυτόν τον ένα και μοναδικό ήχο και κάθε φορά που ακούς κομμάτι τους, ξέρεις ότι πρόκειται για τον Angus και την παρέα του. Ποτέ δεν απαρνήθηκαν τον ήχο τους και πολύ καλά έκαναν φυσικά, αφού από την συγκεκριμένη μπάντα περιμένεις να ακούσεις την συγκεκριμένη μουσική, αυτό το ιδιαίτερο μείγμα rock n’ roll, hard rock  και blues και τίποτα άλλο. Για να το θέσω καλύτερα. Περιμένεις να ακούσεις AC/DC. Μερικοί ακόμα λόγοι για να υποκλιθεί κανείς σε αυτούς, είναι τα εκατομμύρια άλμπουμ που έχουν πουλήσει μέχρι σήμερα, το ότι εκατομμύρια κόσμου τους έχουν παρακολουθήσει live στον μισό αιώνα καριέρας τους, το ότι έχουν κυκλοφορήσει έναν από τους θρυλικότερους δίσκους στην ιστορία της ροκ μουσικής, το “Back in black”, που μάλιστα ήταν και ο πρώτος που άκουσα ποτέ από εκείνους και φυσικά τον λάτρεψα.  Τελειώνοντας, νομίζω πως άπαντες οφείλουμε να τους βγάλουμε το καπέλο, για το γεγονός ότι εν έτει 2020 και έχοντας περάσει από έναν πραγματικό κυκεώνα προβλημάτων,  εξακολουθούν όχι απλά να δισκογραφούν, αλλά να κυκλοφορούν και ένα ιδιαίτερα αξιόλογο άλμπουμ που αποδεικνύει πως παρά τα χρόνια τους η όρεξη και η δίψα τους να παίξουν την μουσική που γουστάρουν, παραμένει άσβεστη! Προσωπικά, μπορεί από κάποιο σημείο κι έπειτα να μειώθηκε το ενδιαφέρον μου γι’ αυτούς, είναι όμως από τις μπάντες που έχω μέσα στην καρδιά μου αφού ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα που με μύησαν στην hard rock μουσική και αγάπησα πολλούς από τους δίσκους τους. Ως αγαπημένο δίσκο θα επέλεγα αναμφίβολα το “Back in black”, ενώ από κομμάτι το πιο λατρεμένο μου μαζί με το “You shook me all night long”, είναι το “Let me put my love into you”.

Χαρά Νέτη

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here