BAND OF THE WEEK: BAY AREA THRASH DEBUT ALBUMS

0
233












Στις 25 Ιουλίου, το ντεμπούτο των METALLICA, το “Kill ‘em all”, συμπληρώνει 37 χρόνια από την ημέρα που κυκλοφόρησε και σκεφτήκαμε, εδώ στο Rock Hard, να κάνουμε ένα εντελώς διαφορετικό Band of the week, γράφοντας για μερικά από τα πιο σημαντικά ντεμπούτα από τον χώρο του Bay Area thrash metal και όλους εσάς, να ψηφίζετε το αγαπημένο σας. Τι λέτε, προχωράμε στο παρασύνθημα;


Band of the week για αυτή την εβδομάδα και γράφουμε για Bay Area Thrash Metal Debuts. Και ο κλήρος ήταν τόσο ευγενικός μαζί μου που έβγαλε για εμένα όχι ένα απλό ντεμπούτο, αλλά το “Kill ‘em all” των METALLICA, που στην ουσία θα άλλαζε ολόκληρο των μουσικό κόσμο, αφού δημιούργησε το thrash metal και έκανε γνωστή τη μπάντα που λίγα χρόνια μετά θα γινόταν η κορυφαία του metal και μία από τις μεγαλύτερες της μουσικής βιομηχανίας! Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, το μεγαθήριο METALLICA έκανε τα πρώτα του baby steps πίσω στις αρχές των 80s, όταν ο ιδιοκτήτης της Metal Blade, Brian Slagel, ζήτησε από τους METALLICA να γράψουν ένα τραγούδι για την συλλογή “Metal massacre”. Με το “Hit the lights” στις αποσκευές τους και με τις πρώτες τους συναυλίες σε ντόπια μικρά κλαμπ, δεν άργησε να έρθει το πρώτο demo της μπάντας, το “No life ‘til leather”, το οποίο έκανε πάταγο στην underground, μέχρι τότε, σκηνή του thrash, χτίζοντας ταυτόχρονα τη βάση του ντεμπούτου τους. Μία βάση που ναι μεν είχε γραφτεί σχεδόν εξ ολοκλήρου, αλλά που διαμορφώθηκε έστω και λίγο από την είσοδο του Cliff Burton στο συγκρότημα. Δεν ξέρω αν οι άγουροι τότε METALLICA, που αρχικά ήταν να κυκλοφορήσουν το “Kill em all” με την ονομασία “Metal up your ass” και με εξώφυλλο ένα χέρι που έβγαινε από μία τουαλέτα και κράδαινε ένα μαχαίρι, είχαν στο μυαλό τους τι θα επακολουθούσε, αλλά το “Kill ‘em all” έσκασε σαν δυναμίτης και έδωσε το έναυσμα για μία νέα ηχητική κατεύθυνση, με επιρροές από το NWOBHM, αλλά με μεγαλύτερη επιθετικότητα και αυξημένες ταχύτητες, αλλάζοντας την προοπτική και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στον ακραίο ήχο. Και ναι, μπορεί οι EXODUS να ήταν η πρώτη μπάντα που δημιουργήθηκε στο San Francisco Bay Area, αλλά το “Kill ’em all” ήταν το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το ‘83 και που έδωσε το έναυσμα σε ένα κάρο μπάντες να ακολουθήσουν τον ίδιο ηχητικό δρόμο, άλλες σε πιο σκληρά μονοπάτια βέβαια, αλλά και να εγκατασταθούν στην ίδια περιοχή και να ενσωματωθούν στο κίνημα αυτό που άρχισε να γιγαντώνεται από την πρώτη του μέρα.

Δημήτρης Μπούκης

 


Σπουδαία σκηνή που πρόσφερε τα μέγιστα και από την οποία ξεπήδησαν πάρα πολλά σχήματα που σημάδεψαν ένα ολόκληρο ιδίωμα και άλλα συγκροτήματα (πολλά είναι αυτά) που θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει περισσότερα αλλά για διάφορους λόγους δεν τα κατάφεραν. Όταν μιλάμε για Bay Area δεν γίνεται να μείνουμε αυστηρά προσηλωμένοι στο μουσικό σκέλος. Χρειάζεται να κάνουμε ειδική αναφορά στα clubs, στο tape trading, σε ηγετικές μορφές και οπαδούς, στην αδελφικότητα ανάμεσα στα συγκροτήματα της σκηνής, στο μίσος απέναντι σε κάθε δήθεν και ποζεράδικο σχήμα και γενικότερα στο πολύ έντονο και ιδιαίτερο lifestyle όπως αυτό εκφράστηκε με τον πιο εμφαντικό τρόπο από τον Paul Baloff. Αξίζει να δείτε το documentary και να διαβάσετε το βιβλίο “Murder in the front row” για μία εύστοχη προσέγγιση του φαινομένου.
Όσο και αν τον τίτλο του πιο πετυχημένου πρώτου δίσκου από τη σκηνή του Bay Area τον κατέχει αδιαμφισβήτητα το “Kill ’em all”, εντούτοις για μένα προσωπικά θα είναι πάντα το “Bonded by blood” εκείνος ο δίσκος που θα αποτυπώνει στην ολότητά του όλο αυτό το κίνημα. Είναι το απόλυτο thrash άλμπουμ της δεκαετίας του 80 και αν και τα έχουμε πει πολλές φορές, οι ατυχείς επαγγελματικές κινήσεις και οι προστριβές με την εταιρείας δεν επέτρεψαν ποτέ στους EXODUS να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω. Το αποτέλεσμα; Κάθε επόμενη δουλειά τους να είναι κατώτερη του “Bonded by blood” και να μη μπορεί να δει στα ίσα αντίστοιχες κυκλοφορίες συγγενικών σχημάτων. Παρόλα αυτά, η ιστορία έχει γραφτεί και το “A lesson in violence”….εεε…συγνώμη, το “Bonded by blood” θα έχει πάντα περίοπτη θέση στις καρδιές μας. There’s blood upon the stage!

Σάκης Νίκας

 


Στην πρώιμη περίοδο τους όλα τα thrash συγκροτήματα της Αμερικής είχαν έντονες αναφορές στις συνθέσεις τους. Εξαίρεση δεν ήταν και οι SLAYER, των οποίων το ντεμπούτο, “Show no mercy”, κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1983 – σχεδόν έξι μήνες μετά το “Kill em all” των METALLICA. Εδώ οι αναφορές – όχι απλώς επιρροές – από τους IRON MAIDEN (“Crionics”) και τους VENOM είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς, προσδίδοντας ένα ηχητικό υπόβαθρο που ουδεμία σχέση έχει με ό,τι θα έκαναν από το “Haunting the chapel” ένα χρόνο μετά και θα τους έδινε την ταυτότητα για την οποία είναι πασίγνωστοι. Οι, ως επί το πλείστον, σατανιστικοί στίχοι είναι σε σημεία παιδικοί, θεματολογία που για εκείνη την εποχή ήταν προκλητική και αιτία να ασχοληθούν όλοι μαζί τους. Σε αυτό το δίσκο έχει να λέει και ο Kerry King ότι έχει την καλύτερη σύνθεση του (“Black magic”), στην οποία ακούγεται στην αρχή και το μπάσο του Tom Araya, γεγονός σπάνιο στα studio albums τους. Εδώ ο frontman τους κάνει και τα πιο πολύπλευρα φωνητικά της καριέρας του με τα τσιρίγματα να λατρεύονται από τους κλασικομεταλλάδες που είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες ερμηνείες! Η φωτογράφηση με τα βαμμένα μάτια τους με eyeliner προκάλεσε χλευασμό στους thrash κύκλους του Bay Area και – ευτυχώς – αποφάσισαν να μην συνεχίσουν να εμφανίζονται έτσι. Για τους blacksters είναι ο πιο αγαπημένος τους δίσκος για πολλούς λόγους – κυρίως λόγω της ατμόσφαιρας και της γενικής θεματολογίας του. Στην πρώτη έκδοση του βινυλίου η πλευρές παρουσιάζονται ως 6 και 66 αντί για Α και Β. Όπως και να έχει το “Show no mercy” είναι ο δεύτερος δίσκος που κυκλοφόρησε από το Bay Area και είχε ήδη φανεί από τις, μέχρι τότε, εμφανίσεις τους, ότι θα είναι η πιο ακραία μπάντα της σκηνής αυτής σε όλα τα επίπεδα. Στην πορεία του χρόνου τίμησαν ουκ ολίγες φορές τον δίσκο αυτό, βάζοντας στο setlist τους ακόμα και το “Evil has no boundaries” – θυμάστε πως είχαμε σαστίσει στο Περιστέρι το 1998 που ξεκίνησαν με αυτό; Τόσα χρόνια μετά θαρρώ πως είναι το πιο υποτιμημένο τους album από τα 80s, αν και έχει τρομερά riffs σε κομμάτια όπως το “Tormentor”, στο οποίο ο Jeff Hanneman έδειξε για πρώτη φορά την έφεση του να γράφει κολλητικά riffs. Θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι σε 10 συνθέσεις, υπογράφει μαζί με τον έτερο κιθαρίστα και ηγέτη τους, Kerry King, μόλις δύο συνθέσεις! Οι υπόλοιπες 8 είναι μοιρασμένες, κάτι που δε συνέβη σε κανένα τους δίσκο στο άμεσο και απώτερο μέλλον. Διαφορές στον τρόπο σύνθεσης δεν θα βρείτε πολλές, μιας και οι δυο τους ακόμα έψαχναν το προσωπικό στυλ σύνθεσης τους. Καταληκτικά οι πρωτοδισκάκηδες το λατρεύουν, αλλά εμένα ακόμα μου φαντάζει πολύ πρώιμο και με οδηγεί κατευθείαν να ακούσω με λαχτάρα το “Hell awaits”, με το οποίο απέκτησαν ιδιότυπο ήχο και απώλεσαν κάθε αναφορά που είχαν στο “Show no mercy”. O Brian Slagel ήταν σίγουρος γι’ αυτό και τους υπέγραψε κατευθείαν στην εταιρία του, την Metal Blade!

Λευτέρης Τσουρέας

 


Άλλο ένα ενδιαφέρον θέμα για τη στήλη, καθώς αυτήν την εβδομάδα καταπιανόμαστε με τα thrash ντεμπούτα από την διαβόητη περιοχή του Bay Area. Μαζί θα μιλήσουμε για έναν δίσκο που κυκλοφόρησαν τέσσερα σχολιαρόπαιδα τον Οκτώβριο του 1985 και έθεσε τις βάσεις γι’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε death metal και φυσικά εννοούμε το “Seven churches” των POSSESSED.
Η ίδρυση των POSSESSED τοποθετείται το 1983 κι ένα χρόνο αργότερα, μετά από μερικές ανακατατάξεις, και ενώ έχουν προηγηθεί  η ηχογράφηση ενός demo με τον προφητικό τίτλο “Death metal” και η συμμετοχή τους στην συλλογή “Metal massacre 6”, το line up της μπάντας αποτελείται από τους Jeff Becerra στο μπάσο και τα φωνητικά, Mike Torrao και Larry LaLonde στις κιθάρες και Mike Sus στα τύμπανα. Με αυτή τη σύνθεση κυκλοφορούν το δεύτερο demo τους με 3 κομμάτια, τα “Swing Of The Axe”, “Death Metal” και το  “Fallen Angel”. Το demo, όπως και η συμμετοχή τους στη συλλογή Metal Massacre 6 προσελκύουν την Combat Records που τους προσφέρει το πολυπόθητο συμβόλαιο. Το πρόβλημα ήταν ότι χρειάζονταν έναν manager για να τους εκπροσωπεί. Και κάπου εκεί, εμφανίζεται σαν από μηχανής θεός η Debbie Abono. H Debbie Abono είχε μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία καθώς ήταν εγγονή του ιδρυτή της Mechanics Bank και μάλιστα για ένα διάστημα είχε διατελέσει και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Τώρα πώς μια κυρία με το κοινωνικό στάτους της Abono βρέθηκε μπλεγμένη με τους POSSESSED… Μια από της κόρες της έβγαινε με τον Larry LaLonde και κατά συνέπεια γνωρίστηκε και με τη μπάντα. Αφού την έπεισαν να τους μανατζάρει με το επιχείρημα ότι το μόνο που θα έπρεπε να κάνει αυτή είναι να τους κλείνει συναυλίες, έφτασαν στο σημείο να προβάρουν ακόμα και στο σπίτι της. Σύμφωνα με πολλούς η Abono δεν είχε ιδέα για την σατανιστική θεματολογία των στίχων τους και μόλις τους διάβασε ένιωσε βαθιά προσβεβλημένη, παρόλα αυτά, συνέχισε να μανατζάρει τη μπάντα. Ο μοναδικός όρος που έθεσε ήταν ότι ο LaLonde και ο Becerra θα έπρεπε οπωσδήποτε να τελειώσουν το Γυμνάσιο. Αφού τακτοποιήθηκαν τα διαδικαστικά, ήρθε η ώρα για την ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ και ενώ είχε προηγηθεί άλλη μια συμμετοχή σε συλλογή, αυτή τη φορά στην συλλογή “Speed kills” με το κομμάτι “Pentagram”. Το ντεμπούτο άλμπουμ κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1985 και φέρει τον τίτλο “Seven churches”. Με παραγωγό τον Randy Burns, το “Seven churches” ηχογραφήθηκε στις διακοπές του Πάσχα της ίδιας χρονιάς, καθώς ήταν η μοναδική περίοδος που είχαν αρκετό ελεύθερο χρόνο, λόγω σχολείου. Για τους αμύητους το “Seven churches” σκάει σαν βόμβα. Από το intro του “The exorcist” που ανοίγει το άλμπουμ, μέχρι τον τελευταίο βρυχηθμό του Becerra στο “Death metal” στον επίλογο, το “Seven churches” αποτελεί ένα ταξίδι στη φαντασία και στον τρόμο, ένα άλμπουμ που στέκει αγέρωχο στο πέρασμα του χρόνου. Οι επιρροές από EXODUS και VENOM (οι δυο μεγαλύτερες επιρροές της μπάντας, κατά τους ίδιους) είναι εμφανέστατες μόνο που εδώ έχουμε να προσθέσουμε τις υπερηχητικές ταχύτητες, το δαιμονισμένο παίξιμο του Mike Sus στα τύμπανα, τα riffs των Torrao / LaLonde που θερίζουν σαν πριονοκορδέλα και τον Becerra να ουρλιάζει σαν να ξεσκίζει το λαρύγγι του. Οι φωτογραφίες της μπάντας στο οπισθόφυλλο, με τα δερμάτινα, τις πεντάλφες, τα καρφιά και τους ανάποδους σταυρούς, ενισχύουν τη σχετική θεματολογία στους στίχους… οι πρώτοι σπόροι για το death metal έχουν ήδη σπαρθεί…. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά το εξώφυλλο του “Seven churches” είναι ότι το πρωτότυπο εξώφυλλο απεικόνιζε μια Σατανιστική Εκκλησία με πεντάλφες στα παράθυρα, μια καλόγρια κρεμασμένη σε ένα δέντρο και τα ονόματα των μελών της μπάντας σε ταφόπλακες μπροστά στην Εκκλησία. Τελικά προτιμήθηκε το απλό, λιτό εξώφυλλο που γνωρίζουμε όλοι.
Νομίζω ότι ούτε οι ίδιοι οι POSSESSED είχαν συνειδητοποιήσει εκείνη την εποχή την κοσμογονία που προκάλεσαν με το “Seven churches”. Κατάφεραν και ώθησαν το thrash metal στα όρια του και παράλληλα θεμελίωσαν το death metal. Ένας δίσκος πρωτοποριακός, με τεράστια επιρροή και αντίκτυπο που μνημονεύεται με δέος και σεβασμό από όλους τους μουσικούς του ακραίου ήχου. Φυσικά και η υπόλοιπη δισκογραφία των POSSESSED είναι φανταστική αλλά και μόνο το “Seven churches” να είχαν κυκλοφορήσει, θα κέρδιζαν επάξια μια θέση στην αθανασία. Και, όπως έχω ξαναπεί, για μένα το “Seven churches” είναι για το death metal ότι είναι το “Welcome to hell” των VENOM για το black. Αυτό και μόνο, λέει πολλά.

Θοδωρής Κλώνης

 


Κάποτε υπήρχαν δύο μπάντες, μια thrash metal και μια jazz, η οποίες είχαν την ονομασία LEGACY. Επικράτησε όμως η δεύτερη, οπότε η πρώτη ονομάστηκε TESTAMENT. Η αρχή της λαμπρής της πορείας, ήταν το “The legacy”. Η πρώτη μας συνάντηση με μουσικούς μεγάλους, που τάχιστα θα εξελίσσονταν σε αστέρες πρώτου μεγέθους αλλά θα παρέμεναν χαμηλών τόνων. Ένας δίσκος που ανασταίνει και νεκρούς. Την πρώτη φορά που ακούστηκε, σεισμός μέγας εγένετο και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν και ύδατα ανεώχθησαν. Το riff του “Over the wall” από μόνο του τα έκανε όλα αυτά, δεν χρειάστηκε καν να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα κομμάτια. Αυτά ήρθαν μετά για να γλεντήσουν επάνω στα συντρίμμια. Εδώ φίλε αναγνώστη μιλάμε για ένα από τα πλέον σαρωτικά thrash metal albums όλων των εποχών. Το ξέρω πως η συνέχεια ανέδειξε τους TESTAMENT ως μια πλήρη, πολυσχιδή μπάντα και πως οι μεγάλοι μουσικοί που είχαν στις τάξεις τους ήταν ικανοί για πολύ πιο “grande” πράγματα (το απέδειξαν εξάλλου), ωστόσο το συναίσθημα που έχει τούτο το «άγουρο», «ανώριμο», «πρωτόγονο» αριστούργημα, κανείς από τους εν συνεχεία δίσκους δεν το «ακούμπησε». Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και το δίδυμο Alex Perialas και Jon Zazula το οποίο ευθύνεται για τον ήχο. Δεν νομίζω πως έχει ιδιαίτερη σημασία να μιλήσω για τις χιλιοακουσμένες συνθέσεις αυτού του εκπληκτικού δίσκου. Άλλωστε πολλοί από τους οπαδούς του group θεωρούν το “The legacy” το καλύτερο άλμπουμ του, επομένως όλα τα τραγούδια θα πρέπει να είναι ένα και ένα. “Burnt Offerings”, (εμπνευσμένο από την ομότιτλη ταινία του 1976 – «Η βίλλα των καταραμένων» στα Ελληνικά), “Raging Waters”, “Do or die”, “Alone in the dark”… απανωτές οι μπούφλες! Απλά να πω πως αρχικά στον δίσκο είχε αποφασιστεί να υπάρχουν δέκα τραγούδια, αλλά τελικά το “Reign of terror” έμεινε εκτός και κυκλοφόρησε αργότερα ως bonus υλικό. Ποιο είναι όμως το απόλυτο highlight άραγε; Εγώ ψηφίζω δύο: το έπος των επτά γαλαξιών “C.O.T.L.O.D” (“Curse of the legions of death”) και το μαλλί του Louie Clemente, ένα πραγματικό cult 80s αριστούργημα. Κατά τα λοιπά… “Provoke the dead!” και όλα ίσωμα!

Δημήτρης Τσέλλος

 


Αυτή την εβδομάδα η στήλη δεν φιλοξενεί έναν καλλιτέχνη όπως συνηθίζουμε να κάνουμε, αλλά πολλούς αφού αποφασίσαμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα σε thrash metal ντεμπούτα της Bay Area σκηνής ελέω επετείου του Kill ‘em all των METALLICA σε λίγες μέρες.
Ένα από τα συγκροτήματα που αν μη τι άλλο, παρόλο που δεν κυκλοφόρησε την παρθενική του δουλειά τα πρώτα χρόνια άνθησης του thrash ιδιώματος, έχει αφήσει ισχυρό δείγμα γραφής στην σκηνή είναι οι DEATH ANGEL. Το “The ultra-violence” βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1987 και ήδη όποιος είχε ψάξει τότε το βιογραφικό του σχήματος, θα ανακάλυπτε ότι όλα τα μέλη πλην του τραγουδιστή ήταν ξαδέλφια, ενώ ο τραγουδιστής ήταν δεύτερος ξάδελφος των υπολοίπων. Το ίσως πιο απίστευτο όμως ήταν ότι και τα πέντε μέλη του group δεν ήταν πάνω από 20 χρονών, με τον drummer να είναι 14! Θα σκεφτείτε «ε, καλά σιγά και τι έγινε; Ούτε οι πρώτοι ήταν ούτε οι τελευταίοι» και ίσως να έχετε και δίκιο. Ακούγοντας όμως τον δίσκο αυτό που εισέπραττες σίγουρα δεν θα σου έφερνε στο μυαλό την τόσο νεαρή τους ηλικία, αφού το album ήταν άρτιο, φυσικά για τα standards της τότε εποχή, λες και είχε γραφτεί από πιο μεγάλους ηλικιακά μουσικούς με ελαφρώς περισσότερη εμπειρία. Θεωρώ από την άλλη πως το νεαρό της ηλικίας τους όμως, σαφώς επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα, αφού όλη η όποια «οργή» έχει ένας έφηβος, αποδόθηκε πιστά σε κάθε τραγούδι.
Οι DEATH ANGEL, ανήκοντας στο δεύτερο κύμα των thrash metal σχημάτων, είχαν ρουφήξει σαν σφουγγάρι τις κυκλοφορίες των METALLICA, SLAYER, VENOM, DESTRUCTION, MEGADETH, EXODUS, ANTHRAX κλπ, δημιουργώντας συνθέσεις που άμεσα σου έφερναν στο μυαλό τους προαναφερόμενους. Το πολύ σημαντικό όμως είναι ότι δεν τους κόπιαραν αλλά με «μπούσουλα» τις δουλειές τους, δημιούργησαν την δική τους ταυτότητα με τραγούδια που όποτε και αν τα ακούσεις καταλαβαίνεις αμέσως τον καλλιτέχνη. Το εφτάλεπτο τραγούδι που «ανοίγει» τον δίσκο, “Thrashers”, μόνο τυχαίο τίτλο δεν είχε, αφού το group ήθελε να σε βάλει στον κόσμο του από το πρώτο δευτερόλεπτο και να σου δείξει με την μουσική του τι ήθελε να πρεσβεύει στον κόσμο, κάτι που φυσικά κατάφερε στο έπακρο. Στο “The ultra-violence” ο οπαδός θα άκουγε «κολασμένο» thrash metal, που ακολουθούσε πιστά τους «νόμους» του ήχου, με λυσσασμένα κοφτά, επιθετικά κιθαριστικά ριφ που εναλλάσσονταν σε αριθμό, τον μετρονόμο να πιάνει υψηλές ταχύτητες σχεδόν πάντα, και όταν πάλι «έπεφταν» ο mid tempo ηχητικός τσαμπουκάς και «αλητεία» να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το συγκρότημα κατάφερε να «συλλέξει» με μοναδικό τρόπο τα καλύτερα μέρη όχι μόνο των thrash metal κυκλοφοριών που είχαν ήδη κυκλοφορήσει, αλλά και κάποια των πιο speed ή power metal σχημάτων της χώρας τους, αλλά και μερικών της Ευρωπαϊκής αντίστοιχης σκηνής. Ακούστε το “Kill as one”, και θα καταλάβετε πολύ εύκολα πόσο, λογικά, θα ήθελε ο Schmier των DESTRUCTION να ήταν εκείνος ο σύνθετης. Ποιος θα φανταζόταν ότι το ομώνυμο κομμάτι με διάρκεια κάτι παραπάνω από 10 λεπτά δεν θα ήταν βαρετό σε κανένα δευτερόλεπτο της ροής του; Ποιος θα μπορούσε να προκαταβάλει ότι 5 αμούστακα αγόρια θα δημιουργούσαν μια τόσο επαγγελματική δουλειά με 7 τραγούδια που ηχούν φρέσκα μέχρι και σήμερα, 33 χρόνια μετά; Τραγούδια που το καθένα μπορεί εύκολα να σταθεί σαν μοναδική μονάδα στο δίσκο και έτσι να μην είναι κανένα filler στην όλη δουλειά; Νομίζω κανείς δεν θα μπορούσε να προδιαγράψει τέτοιο ντεμπούτο, για αυτό και άλλωστε θα παραμείνει για πάντα ιστορικό, και σίγουρα είναι κρίμα που και αυτό αλλά και οι μετέπειτα δουλειές τους, δεν τους έδωσαν την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία που άξιζαν.

Θοδωρής Μηνιάτης

 


25/07/1983. Η επίσημη ημερομηνία έναρξης του thrash metal, μέσα από το “Kill ‘em all” των METALLICA. Ως συντακτική ομάς του ROCK HARD, μας ζητήθηκε να γράψουμε ο καθένας για ένα ντεμπούτο του λεγόμενου Bay Area thrash metal (δόξα και τιμή σε αυτά τα χώματα, το κέρατο μου το ανάποδο). Μου ανατέθηκε, και αναλαμβάνω με τιμή και χαρά να το γράψω, το ντεμπούτο των θεών DARK ANGEL με τίτλο “We have arrived”. Τώρα, ξέρω, οι περισσότεροι σκέφτεστε τα επόμενα τρ;iα όταν μιλάμε για τον Σκοτεινό Άγγελο, αλλά και το ντεμπούτο είναι επιεικώς φοβερό!
Το πιο πρωτόλειο speed/thrash τους, πατάει δειλά πάνω στους πρώιμους SLAYER, σε κομμάτια όπως το “We have arrived” και το “Falling from the sky”. Και αυτό, σε συνδυασμό με το υπέρτατο ακόμα και στη πρώτη του μορφή (WE’LL GIVE YOU) “Merciless death” και το “Welcome to the slaughterhouse”, δύο κομμάτια που δείχνουν το χαρακτήρα των DARK ANGEL. Με ψήγματα της τεχνικής τους, να διαφαίνονται στο “No tomorrow”, στο “Vendetta” και το απόλυτα λατρεμένο του γράφοντος “Hell’s on its knees” (τι υπέροχη εισαγωγή…), τα 34 σχεδόν λεπτά μουσικής του “We have arrived” συνθέτουν το άλμπουμ – δήλωση μιας πολύ σπουδαίας μπάντας του Αμερικάνικου ήχου. Όσο φαντάζομαι αυτό το υλικό με τον τιτάνα Gene Hoglan (που απογειώνει το “Merciless death” στο ΥΠΕΡΤΑΤΟ “Darkness descends”), κολάζομαι μιλάω ειλικρινά!
Ναι, σε χρονιά που οι SLAYER έβγαλαν “Hell awaits”, οι POSSESSED το “Seven churches”, οι EXODUS το “Bonded by blood” και πάει λέγοντας, προφανώς και το DARK ANGEL το συγκεκριμένο δεν πιάνει και κορυφή, μη τρελαθούμε! Αλλά είναι ένα πρώτο σπουδαίο και συχνά παραγνωρισμένο βήμα, μέσα από τις εμφανέστατες επιρροές των DARK ANGEL, για την επίτευξη της κορυφής, όποια κι αν ήταν αυτή. Κορυφή που θα ερχόταν με 3 άλμπουμ, το ένα αρτιότερο και πιο με προσωπικότητα από το άλλο. Η αρχή έγινε εδώ όμως….η κόλαση στα γόνατα, και οι υπόλοιποι στο κύκλο!

Γιάννης Σαββίδης

 


Οι HEATHEN είναι ίσως η πιο υποτιμημένη και παραμελημένη μπάντα του Bay Area thrash metal. Παρόλο που μια αρκετά μεγάλη μερίδα οπαδών τους τοποθετεί δίπλα στους Big 4, περισσότερο βρίσκονται κάτω από τη τεράστια σκιά τους, κάτι για το οποίο ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό οι συνεχείς μεταγραφές, δύο θανατικά και φυσικά το γεγονός πως από το 1987 μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τρεις δίσκους με τον τέταρτο προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Όχι και οι καλύτερες συγκυρίες. Μουσικά πάντως έχουν λίγα να ζηλέψουν από τη μεγάλη τετράδα ή τους αναπληρωτές EXODUS, DEATH ANGEL, TESTAMENT, FORBIDDEN. Δεν με πιστεύετε; Ακούστε το ντεμπούτο τους “Breaking the silence”, ένα εξαιρετικό δείγμα καλοπαιγμένου speed/thrash εν έτει 1987. Εδώ τα ριφ είναι ξυράφια, η ταχύτητα ανάλογη της επιτάχυνσης, τα φωνητικά του μακαρίτη Sam Kress ακραία και ψιλά (συνοδευόμενα από διάσπαρτα gang φωνητικά), όπως αρμόζει στο πρωτόγονο speed/thrash. Η παραγωγή είναι επίσης πρωτόγονη και τραχιά ακριβώς όπως πρέπει. Μιλάμε για ένα σωστό τραχύ πακέτο, αντιπροσωπευτικό της μουσικής αλχημείας που συνέβαινε στον όρμο του San Francisco στα 80s. Το εναρκτήριο “Death by hanging” σε μπάζει κατευθείαν στο  mood του δίσκου και στον κόσμο του Bay Area thrash metal καθώς ανοίγει με το ίδιο θορυβώδες intro όπως το “Hit the lights”, προτού αρχίσει το σφυροκόπημα και «σπάσουν τη σιωπή» τα πριμαριστά και τεχνικά άρτια σόλο του ιδρυτή Lee Altus (επίσης μόνιμο μέλος των EXODUS από το 2005 στη θέση του Rick Hunolt). Κάπου ανάμεσα στον speed/thrash ορυμαγδό, αρχίζουμε και διακρίνουμε, ειδικά στο ομώνυμο κομμάτι, ένα πιο απαιτητικό και ιδιότροπο στυλ που ανοίγεται προς τη μελωδία και το τεχνικό παίξιμο σαν να προμηνύεται το πιο άρτιο και τεχνικό thrash metal (άνευ speed εξάρσεων) του ακόλουθου, “Victims of deception.” Το ντεμπούτο των HEATHEN έλαβε θετικές κριτικές και οδήγησε σε μια εξίσου πετυχημένη περιοδεία. Ένας λόγος για την επιτυχία αυτή ήταν και η ΤΡΟΜΕΡΗ διασκευή στο “Set me free” των glam rockers SWEET (το οποίο έχει διασκευαστεί και από τους SAXON και STRYPER). Το κομμάτι έπαιξε πολύ στο ραδιόφωνο και το αντίστοιχο βίντεο έπαιζε σταθερά στο Headbanger’s ball στο MTV. Σίγουρα αυτό ήταν ένα ανάθεμα για αρκετούς οπαδούς και για τη σκηνή του Bay Area αφού, ως γνωστόν, οι μπάντες που βγήκαν από τον όρμο αντιτάσσονταν με μένος κατά της φανφάρας και επίδειξης του glam. Αυτό που κρατάω στο τέλος είναι πως οι HEATHEN, έστω και με τρεις μόνο δίσκους στη καριέρα τους, είναι μια εξαιρετική και αξιοζήλευτη μπάντα και 100% αντιπροσωπευτική του Bay Area thrash metal και ας πρέπει να ψάξουμε μ έναν πυρσό κάτω από τη σκιά των άλλων τιτάνων. Το ντεμπούτο τους μπορεί να μην είχε τον αντίκτυπο από εκείνα των συντρόφων τους ή την ανάλογη υστεροφημία αλλά ακούγοντας το σήμερα, ομολογώ πως προσφέρεται για ξύλο και headbanging στον υπέρτατο βαθμό χωρίς πολλά φρου φρου και αρώματα.

Φίλιππος Φίλης

 


Ελάχιστοι θυμούνται ότι οι FORBIDDEN ιδρύθηκαν το 1985 ως FORBIDDEN EVIL από τον μετέπειτα κιθαρίστα των VIO-LENCE και νυν κιθαρίστα/τραγουδιστή των MACHINE HEAD, Robb Flynn και τον ντράμερ Jum Pittman. Στη συνέχεια εισχώρησαν στο συγκρότημα ο τραγουδιστής Russ Anderson, o κιθαρίστας Craig Locicero και o μπασίστας John Teggio. Στη συνέχεια και μετά από την ηχογράφηση αρκετών demo, οι Flynn, Pittman και Teggio έφυγαν από το συγκρότημα και αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα από τους Glen Alvelais, Paul Bostaph και Matt Camacho. Τελικά το 1987 το όνομα άλλαξε στο γνωστό πλέον FORBIDDEN, έτσι ώστε να μην τους μπερδεύει κανείς με θεματολογία black metal όπως δήλωναν, ενώ το παλιό όνομα του συγκροτήματος, “Forbidden evil”, έμεινε ως τίτλος του ντεμπούτου τους που είδε το φως στις 30 Σεπτεμβρίου του 1988. Δε θα κρύψω τη χαρά που μου έτυχε να γράψω για το συγκεκριμένο ντεμπούτο, καθώς (μετά το “Kill ’em all” προφανώς) είναι για μένα το καλύτερο που προέκυψε από όλο το Bay Area (ναι, ακόμα ανώτερο κι από κοτζάμ “Show no mercy”). Οι FORBIDDEN είχαν έναν ήχο που δεν είχε κανείς, μια καθαρότητα στην απόδοση και μια δολοφονική ακρίβεια στην εκτέλεση που πολύ γρήγορα τους έκαναν  τη νέα αγαπημένη μπάντα των συνεχώς εκκολαπτόμενων thrashers εκεί έξω, ακόμα και στην Ευρώπη.
Στο δίσκο τρία κομμάτια έχει προσφέρει ο Robb Flynn πριν την αποχώρηση του. Ο λόγος για το ομότιτλο “Forbidden evil”, το “As good as dead” και το “Chalice of blood” που ανοίγει με πειθώ το δίσκο. Λέγοντας για άνοιγμα, έρχεσαι άμεσα αντιμέτωπος με μια φονική καταιγίδα συνδυασμού ριφφ και δίκασης και σκάει ΑΥΤΗ η φωνάρα του Russ Anderson να σε στείλει αδιάβαστο…”OOOOOOOOOOOOOOOOOOHHHHHHHHHHAAAAAAAAAAAAHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHHH”… Κάπου εκεί έχεις ήδη καταλάβει ότι δεν πρόκειται για ακόμα ένα thrash συγκρότημα και ένα ακόμα thrash άλμπουμ. Σημειωτέον ότι οι πολύ υψίφωνοι τραγουδιστές δεν ήταν ότι πιο συχνό μπορούσε να συναντήσει κανείς στις thrash μπάντες, ο Anderson όμως μπορούσε πέρα από το εύρος του να συνδυάζει κι ένα απίστευτο τσαμπουκά και στους καταπληκτικούς στίχους που είχαν γράψει να έχει τρομερή άρθρωση που εξυπηρετούσε ακόμα καλύτερα την άμεση αφομοίωση του υλικού. Η δε κιθαριστική επίθεση των Locicero/Alvelais θύμιζε έντονα σε τεχνικό επίπεδο το δίδυμο Mustaine/Poland στις χρυσές μέρες των MEGADETH. Ηχητικά οι FORBIDDEN  δεν είχαν καμία σχέση, αλλά μιλάμε για τέτοια άρτια παιξίματα από τους δύο και σε συνδυασμό και με σίγουρη επιρροή επιθετικότητας από την περίφημη “H-Team” (Holt/Hunolt) των EXODUS, προκρινόταν ένα αποτέλεσμα που είχε σε ισόποσες δόσεις τεχνική, μελωδία, ταχύτητα, επιθετικότητα, άψογη εκτέλεση και ουσία.
Αυτό όμως που είχαν ως ακόμα μεγαλύτερο ατού οι FORBIDDEN βρισκόταν στα χέρια (και ειδικά τα πόδια) του τιτάνιου Paul Bostaph. Ο άνθρωπος καθόταν στο σκαμνάκι και ένιωθες ότι πέταγε, εγκεφαλικός ντράμερ σε κάθε περίπτωση που με το παίξιμο του σήκωνε το αποτέλεσμα όπως και την απόδοση των υπολοίπων και στο τέλος είχαμε ένα άλμπουμ το οποίο ένιωθες ότι πρέσβευε άνετα αυτό που έβλεπες στο ηγεμονικό εξώφυλλο. Μια σύγκρουση γιγάντων,, κούτελο με κούτελο που στο διάβα της άφηνε μόνο συντρίμμια και πτώματα. Οι δε δομές πέρα από αρχετυπικό thrash της εποχής, είχαν δομές που θα ζήλευε ο καθένας, όπως ας πούμε στο “Through eyes of glass” ή το “Follow me” που κλείνει το δίσκο. Οι FORBIDDEN ήθελαν χώρο να εκφραστούν και οι 5 στις 8 συνθέσεις ξεπερνούν τα 5’ διάρκειας, πράγμα όχι τόσο συνηθισμένο στο thrash. Η ανταμοιβή του μέσου ακροατή όμως ήταν τέτοια που όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οδήγησε πολύ γρήγορα σε μια μεγάλη στρατιά πιστών (τρομερά φανατικών για την ακρίβεια) οπαδών που έφεραν γρήγορα τη μπάντα στον αφρό και πολλοί τους θεωρούσαν ότι καλύτερο νεόφερτο είχε έρθει στο μεταλλικό ήχο γενικότερα. Φυσικά η μεγάλη τους δύναμη πέρα από τις συνθέσεις, αποδείχθηκε το συναυλιακό μέτωπο, με καταστροφικά υπέροχες βραδιές στο ενεργητικό τους.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, για την προώθησε του “Forbidden evil” περιόδευσαν μεταξύ άλλων με τους TESTAMENT, EXODUS, HOLY MOSES, SEPULTURA, DEATH ANGEL, SACRED REICH, VOIVOD, SAVATAGE, VIO-LENCE και DARK ANGEL, με το κοινό να αδημονεί για την παρουσία τους, τη φήμη τους να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο (έτσι αποκτούσαν κατά μεγάλο ποσοστό ισχυρό fan base οι μπάντες και δη στο thrash, με «από στόμα σε στόμα» εξομολογήσεις των συναυλιών τους) και με τη μπάντα να γίνεται μια φονική μηχανή που τρεφόταν από την ενέργεια του κόσμου και την εξαπέλυε πίσω στο φανατισμένο κοινό σε ακόμα μεγαλύτερες δόσεις. Αυτός ο λεπιδάτος ήχος που είχαν σε συνδυασμό με την άμεση μεταδοτικότητα του παρά το τεχνικό τους παίξιμο, ήταν κάτι που καμία μπάντα δεν είχε πριν η μετά και δίκαια οι FORBIDDEN λογίζονται ακόμα ως θρύλοι στους χώρους του είδους (και όχι μόνο). Προϊόν της τρομερής τους ενέργειας ήταν το EP “Raw evil – live at the Dynamo”, κυκλοφορίες που συνήθιζαν οι thrash μπάντες τότε και που έδειχναν στους οπαδούς τι να περιμένουν όταν τους δουν. Μετά το τέλος της περιοδείας ο Alvelais έφυγε για τους TESTAMENT, αντικαταστάτης του όμως ήταν ο ακόμα ανώτερος Tim Calvert και έτσι προέκυψε το ακόμα ανώτερο “Twisted into form”.
Αν και ο δίσκος άξιζε κατά πολύ μεγαλύτερο κείμενο, με το αντίστοιχο για το “Twisted into form” κόντεψα να στείλω τον αγαπημένο μας αρχισυντάκτη σε κώμα, άρα απολογούμαι στους οπαδούς του είδους και του δίσκου αλλά για μια φορά το κράτησα λιτό όσο γινόταν (σ. αρχισυντάκτη: Κρίμα, κι εγώ περίμενα 23897532984729384 λέξεις!!! Απογοήτευσες τους οπαδούς του σχήματος…). Σε κάθε περίπτωση…
WELCOME TO THE CHURCH OF LIES!

Άγγελος Κατσούρας

 


Είσαι έφηβος στην Δυτική ακτή των ΗΠΑ και μεγαλώνεις την περίοδο που τo Heavy metal αποκτά μια δυναμική και βέβαια δεν μένεις άπραγος. Παρά τις αντιξοότητες της εποχής, ο Phil Demmel (κιθάρες) κι ο Perry Strickland (τύπανα) έμειναν προσηλωμένοι στον στόχο τους, χτίζοντας ένα line-up που θα τους οδηγούσε και στο πρώτο τους δισκογραφικό συμβόλαιο.  Από το 1985 που συστάθηκαν οι VIO-LENCE, έβγαλαν demos και έπαιζαν όπου έβρισκαν ζωντανά, μέχρι να μάθουν την τέχνη. Δύο βασικά συστατικά προστέθηκαν στην πορεία. Ο έτερος κιθαρίστας ονόματι Robb Flynn και ο Sean Killian στην φωνή. Οι Demmel, Flynn και Killian έδεσαν τόσο σε νοοτροπία, όσο και σε μουσική κατεύθυνση. Οι δυο κιθαρίστες είχαν βουτήξει στο thrash των γειτόνων τους (METALLICA, TESTAMENT, SLAYER, EXODUS) που είχαν ήδη χτίσει το όνομά τους στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με αποτέλεσμα η δική τους μουσική να είναι επιθετική, γρήγορη κι έντονα επηρεασμένη από αυτούς. Μπορεί η τεχνική που παρουσιάζουν στο ντεμπούτο τους να μην ήταν συγκρίσιμη με τους συναγωνιστές τους, όμως είχαν αυτή την ιδιόρρυθμη φωνή του Killian που τους ξεχώριζε εξ αρχής. Υψίφωνος, ακροβατώντας στην παραφωνία, έβγαζε χαρακτήρα. Λες και κονταροχτυπιέται ο Paul Baloff των EXODUS  με τον Belladonna των ΑΝΤΗRAX. Βέβαια η ωμή οργή των VIO-LENCE έσκασε σαν γροθιά το 1988. Μπορεί το κοινό να είχε ήδη γαλουχηθεί από τους πατεράδες του Thrash, αλλά το “Eternal nightmare” είχε αυτή την άγρια, ακατέργαστη ομορφιά που ήταν αρκετά επιδραστική στην γενικότερη Αμερικάνικη σκηνή. Η Μechanic (DREAM THEATER, VOIVOD, TAD) ήταν αρκετά κατάλληλη για να κυκλοφορήσει το άλμπουμ αυτό το οποίο μπήκε και στα Billboard charts. Ακούγοντας τον καταιγισμό του “Serial Killer” ή του “Kill on command” νοιώθει κανείς την προσπάθειά τους να σοκάρουν και να πρωτοτυπήσουν, ενώ παράλληλα διακρίνονται οι επιρροές τους. Το “Bodies on bodies” είναι φτιαγμένο για κουραστικό moshpit, ενώ το “T.D.S.” θα μπορούσε να ήταν μεγάλη επιτυχία με έναν πιο προσιτό τραγουδιστή. Τα 35 λεπτά του δίσκου, είναι η μέγιστη διάρκεια που αντέχει ο απροσάρμοστος ακροατής, διάρκεια συνηθισμένη για εκείνη την εποχή άλλωστε. Η επιθετική καταιγίδα των VIO-LENCE έκανε εντύπωση και προσάρτησε όλους τους ακραίους που έψαχναν τον αντιεμπορικό,  underground ήχο. Δίσκοι σαν το “Eternal nightmare” οριοθέτησαν το δεύτερο κύμα του Thrash, μαζί με τους SACRED REICH, τους DARK ANGEL ή τους FLOTSAM AND JETSAM και επέδρασαν καταλυτικά σε καλλιτέχνες που ήθελαν να σπρώξουν τα όρια του metal παραπέρα, λόγω της κιθαριστικής νοοτροπίας των Demmel-Flynn που έραβαν πολλά ριφ στο ίδιο τραγούδι, αλλά και της ιδιαίτερης φωνής του Killian που έφτανε στο σημείο της παράνοιας. Πληροφοριακά, το τραγούδι “Eternal nightmare” κυκλοφόρησε και σε 10-ιντσο single, με ψεύτικο (αλλά αληθοφανή) εμετό μέσα κάνοντας τους VIO-LENCE γνωστούς για την ακρότητά τους και το βινύλιο απίστευτα συλλεκτικό.
Υ.Γ. Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Ed Repka, ο οποίος φιλοτέχνησε και δουλειές των VENOM, MEGADETH, AGENT STEEL, POSSESSED, NUCLEAR ASSAULT, SANCTUARY, DEATH κ.ά.


Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 


Αυτή την εβδομάδα γιορτάζουμε το Bay Area Thrash Metal. Δώδεκα άλμπουμ, δώδεκα συντάκτες οι οποίο καταθέτουν την άποψή τους για μερικά από τα καλύτερα ντεμπούτα τα οποία κυκλοφόρησαν και έκαναν το thrash ένα κίνημα που είχε έρθει για να μείνει και να χαρίσει δίσκους απείρου κάλους! Προφανώς και σε αυτήν εδώ τη στήλη δεν θα γίνει εκτενής αναφορά όσον αφορά τον δίσκο, απλά θα γραφτούν μερικά λόγια ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να καταλάβει τι γίνεται με το εν λόγω άλμπουμ.
Κάποιος ο οποίος αγοράζει το “City’s gonna burn” των LAAZ ROCKIT, εκπλήσσεται με το που αρχίζει να παίζει ο δίσκος. Και αυτό συμβαίνει διότι τα δύο πρώτα τραγούδια ουδεμία σχέση έχουν με thrash. Πιο πολύ θυμίζουν κάτι μεταξύ W.A.S.P. και LIZZY BORDEN ή ακόμα και TWISTED SISTER παρά κάτι που φέρει την ταμπέλα του ιδιώματος. Η πρώτη στιγμή που ο ακροατής ακούει thrash είναι στο “Take no prisoners”. Τραγούδι που έχει πάνω του όλες τις αρετές που πρέπει να έχει ένα τέτοιο τραγούδι. Το αγαπημένο μου τραγούδι του δίσκου, όσα χρόνια και αν περάσουν θα είναι πάντα “Dead man’s eyes”. Μιλάμε για μία καταπληκτική σύνθεση, τρομερές μελωδίες, «στακάτο», «ντελικάτο» metal.
Κάπου εδώ θα πρέπει να ευχαριστήσω τον συμμαθητή μου, τον Κώστα Διαμάντη, τραγουδιστή των δικών μας MORTAL THREAT για όσους θυμούνται τη μπάντα την προηγούμενη δεκαετία. Και τον ευχαριστώ γιατί σαν thrasher που ήταν, είχε αγοράσει το συγκεκριμένο καλούδι, σε βινύλιο παρακαλώ, το 2004 και το ακούγαμε σπίτι του στο repeat.
Προφανώς και το συγκεκριμένο ντεμπούτο δεν κατάφερε να αγγίξει τα υπόλοιπα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν εκείνο το διάστημα. Δεν παύει όμως, να είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ που ακούγεται ακούραστα. 29 λεπτά μουσικής είναι υπέρ αρκετά ορισμένες φορές. Αυτή είναι μία από αυτές τις φορές. Επενδύστε άφοβα!

Ντίνος Γανίτης

 


Ένα Bay Area thrash metal ντεμπούτο, που δεν του έχει δοθεί η απαραίτητη σημασία, είναι σίγουρα το “Annihilation of civilization” των EVILDEAD. Φτιαγμένοι από τον κιθαρίστα των AGENT STEEL, Juan Garcia και τον μπασίστα των ABATTOIR, Mel Sanchez (κάποια στιγμή πρέπει να είχε βγει η φήμη ότι τον τσέκαραν οι METALLICA για αντικαταστάτη του Cliff Burton, μετά το τραγικό δυστύχημα που κόστισε τον θάνατό του), πήραν όλα τα «κλισέ» του Αμερικάνικου thrash κι έφτιαξαν το ντεμπούτο τους. Κατ’ αρχήν, πήραν τον Ed Repka που τους έκανε ένα τυπικό του εξώφυλλο (αλήθεια, αυτόν τον τύπο στο εξώφυλλο, τον φτιάχνει μέχρι τις μέρες μας!!!), ενώ και στην μουσική, έδειξαν να εκτιμούν ιδιαίτερα συγκροτήματα όπως οι SACRED REICH (κατά κύριο λόγο), βάζοντας ολίγη από την hardcore-ίλα των NUCLEAR ASSAULT, τις περιβαλλοντικές ανησυχίες και των δύο προαναφερθέντων, αλλά τιμώντας και το Bay Area με επιρροές από πρώιμους SLAYER, DARK ANGEL και VIO-LENCE. Ο δίσκος περιέχει αρκετά, πολύ αξιόλογα τραγούδια, όπως το ομώνυμο, το “Future shock” ή το “Holy trails”, αλλά και γιατί όχι το “B.O.H.I.C.A.” που είναι τα αρχικά του “Bend over here it comes again”, το οποίο θα μπορούσαν να το είχαν γράψει οι S.O.D. και είναι το bonus track που βρίσκεται στο CD. Συνολικά, ένα καλοδουλεμένο άλμπουμ, αλλά μάλλον απέχει λιγάκι από τα υπόλοιπα δισκάκια που παρουσιάζουμε στο αφιέρωμα.

Σάκης Φράγκος