Στις 6 Φεβρουαρίου του 2011, δέκα χρόνια πριν, δηλαδή, ένας από τους θρυλικότερους κιθαρίστες όλων των εποχών, ο Gary Moore, πέρασε στην αιωνιότητα με πολύ άδοξο τρόπο, ύστερα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, σε ηλικία μόλις 58 ετών. Χαρισματικός όσο λίγοι, έπαιξε rock, metal, blues, jazz και τραγουδούσε ταυτόχρονα, αφήνοντας πίσω του ύμνους στη μουσική. Στο Band of the week, τιμούμε τον μεγάλο αυτό Ιρλανδό κιθαρίστα και όλοι εσείς μπορείτε να ψηφίσετε την αγαπημένη σας δισκογραφική δουλειά του από τη σόλο καριέρα του
1987 και είχα αρχίσει να ψάχνομαι όσο γίνεται περισσότερο σε ότι αφορά το heavy metal, ώσπου είδα το video clip του “Over the hills and far away” στην κρατική τηλεόραση (όχι ότι υπήρχαν και άλλα κανάλια, λέμε τώρα!). Αμάν! Τι κεραμίδα ήταν αυτή; Μάζεψα χαρτζιλίκι και με την πρώτη ευκαιρία πήγα και πήρα το “Wild frontier” κι ένα live άλμπουμ του Gary Moore που το βρήκα σε καλή τιμή και είχε και single με το “Empty rooms”… Ακόμα γελάω με τις αντιδράσεις του κόσμου, όταν αποφάσισε να το γυρίσει στα blues και να βγάλει έναν από τους κλασικότερους blues/rock δίσκους, το “Still got the blues”, με συνθέσεις ανεξίτηλες στο χρόνο, ξαφνιάζοντας τους πάντες!!! Η blues καριέρα του από εκεί και πέρα, όσο πήγαινε, με άφηνε πιο πολύ αδιάφορο, αφού πάντα υπήρξα λάτρης του rock παιξίματός του, ενώ παράλληλα δεν είμαι και fan του συγκεκριμένου είδους μουσικής. Όπως και να έχει, ο Gary Moore έχει αφήσει μερικά υπεραγαπημένα τραγούδια και αρκετούς δίσκους που συχνά-πυκνά επισκέπτομαι ξανά και ξανά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία συνομιλία που είχα πρόσφατα με τον πληκτρά Don Airey, που έχει συνεργαστεί με τον «αφρό» των rock καλλιτεχνών, να μου λέει ότι δίχως κανέναν ενδοιασμό, ο καλύτερος καλλιτέχνης που έχει συνεργαστεί ήταν ο Moore. Κι ας έχει παίξει με DEEP PURPLE, RAINBOW, Ozzy Osbourne και τόσους άλλους… Πόσο κρίμα, αλήθεια, ένας τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης να πεθάνει τόσο μα τόσο άδοξα…
Σάκης Φράγκος
Δεν γίνεται να μεγαλώνεις στα 80s, να ακούς hard rock και να μη γουστάρεις την κιθάρα, το στυλ και τη γενικότερη αισθητική των δίσκων του Gary Moore. Ο πρόωρος θάνατος του όχι μόνο ήταν ένα ισχυρό σοκ για τους απανταχού fans του αλλά ύστερα από τόσα χρόνια γίνεται καθημερινά πιο φανερό ότι το κενό που άφησε πίσω του δεν μπορεί να αναπληρωθεί με τίποτα. Το πιστεύω ακράδαντα. Κιθαρίστες σαν τον Gary Moore είναι αναντικατάστατοι… Τόσο απλά. Θυμάμαι πολύ έντονα την ημέρα του θανάτου του Gary. Είχα διαβάσει το νέο στο επίσημο site της Gibson και αμέσως “έκανα ένα γύρο” στο διαδίκτυο για να επιβεβαιώσω την είδηση. Κανένας δεν έγραφε τίποτα. Δεν μπορεί όμως να έκανε λάθος η επίσημη σελίδα της Gibson…έτσι πήρα αμέσως τηλέφωνο έναν από τους φαντικότερους οπαδούς του Gary στη χώρα μας, τον Γιάννη Σίννη. Δεν ήξερε τίποτα. “Κλείσε, μου λέει και σε παίρνω πίσω…”. Δυστυχώς, ήταν αλήθεια.
Ο Gary Moore έχει ένα κοινό στοιχείο με τον αγαπημένο μου ever κιθαρίστα, τον Ritchie Blackmore: και οι δύο ξεκίνησαν και γιγάντωσαν την καριέρα τους στο rock και αργότερα ακολούθησαν την καρδιά τους παίζοντας αυτό που πραγματικά αγαπούσαν (ο μεν Ritchie τη μεσαιωνική/αναγεννησιακή μουσική και ο Gary τα blues). Προσωπικά, πάντα προτιμούσα τη hard rock δισκογραφία του Gary αλλά δεν γίνεται με τίποτα να αγνοήσω τη blues τελειότητα δίσκων όπως το “Still got the blues”, το “After hours” και την εκπληκτική, μοναδική κυκλοφορία με τους Jack Bruce και Ginger Baker (“Around the next dream”). H χαρά που πήραμε με τα κομμάτια που ακούσαμε στο “Live at Montreux 2010” και την επικείμενη επιστροφή του Gary σε rock μονοπάτια είναι κυριολεκτικά απερίγραπτη. Δυστυχώς, λίγους μήνες μετά ο Gary θα έφευγε από τη ζωή αφήνοντας τη μουσική φτωχότερη. Όμως η πλούσια δισκογραφία είναι η βαρύτερη κληρονομιά του…περιμένει εκεί να την ανακαλύψει ο κάθε πιτσιρικάς που ξεκινάει τώρα το ταξίδι του στη μουσική. Περιμένει όμως και όλους εκείνους που για διάφορους λόγους αγνόησαν κάποια πτυχή της καριέρας του Gary. Γι’ αυτό, θα τον ευχαριστούμε πάντα!
https://www.youtube.com/watch?v=lMD0DNeRjsA
Σάκης Νίκας
10 χρόνια χωρίς τον Gary Moore… το σκέφτομαι και με πιάνει κόμπος στην καρδιά είναι η αλήθεια… Σίγουρα εκπρόσωπος της Αγίας Τριάδας των αξιότερων τέκνων που έβγαλε ποτέ η Ιρλανδία μαζί με τον Rory Gallagher κα τον Phil Lynott. ΙΣΩΣ (τονίζω τα κεφαλαία γιατί οκ δεν είμαι και καμιά κιθαριστική εγκυκλοπαίδεια να ξέρω τους πάντες) ο πιο «γλυκός» σε ήχο και συναίσθημα κιθαρίστας που άκουσα ποτέ στη ζωή μου. Είχε ένα τρόπο να «μιλάει» στην εξάχορδη όπως κανείς. Θα πείτε τώρα «όλοι είχαν το στυλ τους» και είναι πολύ λογικό. Αλλά είχε ένα πολύ χαρακτηριστικό ήχο, ενώ και η υπόκωφη φωνή του έδενε τέλεια με το υλικό του. Μια και έτυχε να έρθει νωρίς στο δρόμο των μουσικών μου αναζητήσεων, η περίπτωςή του είναι μια από αυτές που εύκολα θα μπορούσαν να «καούν» όταν μετέπειτα τα ακούσματα έγιναν πιο γρήγορα/σκληρά/ακραία, αλλά όχι. Η καρδιά πάντα είχε χώρο για την αφεντιά του και τις «ορέξεις» του πάνω στο τάστο. Πέραν του ότι έφυγε αναπάντεχα, σίγουρα η απώλεια του είναι από τις μεγαλύτερες στεναχώριες όταν το έμαθα. Ίσως γιατί όταν θεωρείς κάτι ή κάποιον δεδομένο και όταν το(ν) χάνεις το(ν) εκτιμάς παραπάνω, αλλά μου έκατσε πολύ βαρύ, δε μπορώ να πω ψέματα. Δισκάρες η μια μετά την άλλη, με φωνητικά δικά του ή καλεσμένων όπως ο Phil Lynott ή ο Glenn Hughes, να περιμένουμε να γίνει πάρτι για να παίξει το “Still got the blues” και να ζητήσουμε από την Χ κοπέλα «χορό» (ωραίες εποχές, αξεπέραστες), γενικότερα δοξασμένα μεγαλεία όποτε τον φέρνω στο νου. Από τους μεγαλύτερους κι εμβληματικότερους ανθρώπους που ασχολήθηκαν ποτέ με τη μουσική το δίχως άλλο και που μέχρι τέλους, έκανε αυτό που αγαπούσε περισσότερο. Έφυγε πριν καν κλείσει τα 59, υποθετικά μπορούμε να πούμε πολλά, σημασία έχουν αυτά που έκανε όσο βρισκόταν εν ζωή και γι’ αυτά είναι που (ελπίζω ότι) δε θα ξεχαστεί ποτέ.
Κομμάτι επιλέγω καθαρά το πρώτο που άκουσα ποτέ και είδα το πρόσωπο του. Κάτι μου έκανε κι εκεί ξεκίνησε η μεγάλη μου αγάπη γι’ αυτόν που θα κρατήσει αιώνια.
Άγγελος Κατσούρας
Μεγάλη αγάπη ο Gary Moore για πολλούς λόγους. Τον γνώρισα πιτσιρικάς μέσα από το “Victims of the future” και μετά άρχισα σιγά σιγά να εξερευνώ τη δισκογραφία του. Και μόνο η παρουσία του στο εκπληκτικό “Black rose” των THIN LIZZY θα αρκούσε για να μνημονευτεί σε τούτη εδώ τη στήλη, η αλήθεια είναι όμως ότι ο Moore έχει να επιδείξει μια πάρα πολύ αξιόλογη solo καριέρα. Έχει γράψει κομμάτια που πλέον θεωρούνται κλασικά, αρκετά από αυτά με την συνεισφορά του φίλου του Phil Lynott. Το παίξιμο του, εκτυφλωτικό απλά, από τους λεγόμενους απόλυτους guitar heroes της γενιάς του. Η στροφή του στα blues προσωπικά δεν με ενθουσίασε, όμως ήταν αυτή που έδωσε στον Moore την καθολική αναγνώριση . Είναι κρίμα που έφυγε τόσο πρόωρα και μάλιστα την εποχή που ετοιμαζόταν να επιστρέψει στον heavy metal ήχο όπου μεγαλούργησε. Η δισκογραφία του είναι για μένα ανεκτίμητη και θα με συντροφεύει για πάντα. Κλείνοντας, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να αφιερώσω το κείμενο αυτό αλλά και το τραγούδι που ακολουθεί στον μεγαλύτερο αδερφό ενός αδερφικού μου φίλου που έφυγε από κοντά μας πριν από λίγες μέρες, τραγική ειρωνεία, λίγο πριν την επέτειο θανάτου του αγαπημένου του κιθαρίστα. Από αυτόν έμαθα τον Gary Moore που τον λάτρευε αλλά και πολλές άλλες μπάντες του χώρου. Του χρωστάω πολλά και τον ευχαριστώ .Για τον Γιάννη λοιπόν…
Θοδωρής Κλώνης
Η δισκογραφία του τεράστιου Gary Moore στην δεκαετία του ‘80, που ήταν και η hard rock δεκαετία του, έχει μέσα της σπουδαίους πραγματικά δίσκους.
Ο Gary Moore είναι αναμφίβολα ένας από τους 10 πιο αγαπημένους μου κιθαρίστες για όλα όσα μας προσέφερε στα 80s κυρίως με την προσωπική του μπάντα και για την συμμετοχή τους στους THIN LIZZY φυσικά. Ο πρώτος δίσκος που άκουσα και αγόρασα σε πολύ μικρή ηλικία ήταν όταν κυκλοφόρησε το “Victims of the future”, που λόγω της διανομής του από την εταιρία Virgin, ευτυχώς το εύρισκες παντού. Κάτι που δεν συνέβαινε με το “Back on the streets” και το album των G-FORCE όταν τα επόμενα χρόνια άρχισα να τα αναζητώ και αυτά.
Ο Gary Moore ήταν ένα από τα πιο διάσημα ονόματα από την αρχή της δεκαετίας του ‘80 κιόλας, ένας από τους guitar heroes της εποχής και η συμμετοχή του στους ΤΗΙΝ LIZZY είχε παίξει φυσικά τον ρόλο της. Ο ίδιος φρόντιζε σε κάθε δίσκο του να απαρτίζεται από μεγάλα και διάσημα ονόματα, ονόματα όπως αυτά των Ian Paice, Neil Murray, Neil Carter, Phil Lynott, Don Airey, Jack Bruce, Jimmy Bain, Tommy Aldridge, Glen Hughes, Bob Daisley, Cozy Powell είναι μερικά από αυτά που συμμετείχαν και πρόσθεσαν το τεράστιο ταλέντο τους στο πλάι του.
Δίσκοι μοναδικοί όπως τα “Victims of the future”, “Dirty fingers”, “Run for cover”, “Wild frontier” και “Αfter the war” (με την συμμετοχή του Οzzy εδώ) καθώς και τα καταιγιστικά “Live at the Marquee” και “We want Moore”είναι κάποια από αυτά τα φοβερά που έβγαλε ο Moore στην δεκαετία του ‘80.
Το “Still got the blues” για όσους έζησαν την εποχή που βγήκε (αρχές του 1990) ήταν ένα μαγευτικό album που μπήκε στις δισκοθήκες όλων μας και χαιρετίστηκε από οπαδούς και μη του Gary Μoore σαν μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς. Ο δίσκος είχε τρομερές συμμετοχές από φοβερά ονόματα του blues και όχι μόνο, συνθέσεις μοναδικές και ένα εξώφυλλο για poster δωματίου. Ήταν μια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία σε όλον τον κόσμο και στην χώρα μας χωρίς να ξέρω τα ακριβή νούμερα, έκανε τεράστιες πωλήσεις και εδώ. Ήταν η εποχή του βινυλίου και της δισκογραφίας στα καλύτερα της.
Ο ίδιος συνέχισε τον blues δρόμο του και στα επόμενα χρόνια. Eξαιρετικό επίσης το “Αround the next dream” του 1994 των ΒΒΜ, δηλαδή το τρίο που έκανε μαζί με τους πρώην CREAM “Jack Bruce” (RIP) και Ginger Baker (RIP), συνεχίζοντας την επιτυχία στην νέα του πορεία.
Προσωπικά είμαι λάτρης της hard rock δισκογραφίας του, χωρίς να σημαίνει ότι δεν εκτιμώ την μετέπειτα πορεία του. Πρέπει να τονίσω επίσης ότι ο Gary Moore μου αρέσει εκτός από κιθαρίστας και σαν τραγουδιστής εξίσου αλλά και το πιο σημαντικό που προσέχω και εκτιμώ πολύ είναι επιπλέον ένας φοβερός συνθέτης πάνω απ’ όλα. Και τι δεν έχει υπογράψει ο άνθρωπος στην πλούσια δισκογραφία του.
Δεν έχω καμία δικαιολογία που δεν τον παρακολούθησα το 2008 στην χώρα μας και πλέον μετά την απώλεια του (06/02/2011-δέκα χρόνια κιόλας) αυτό πονάει πλέον πιο πολύ. Μας χάρισε μεγάλες στιγμές τόσο με τις μπάντες που συμμετείχε όσο και στην προσωπική του καριέρα. Ένα από τα καμάρια της Ιρλανδίας που έκανε την χώρα του ευρύτερα γνωστή στο μουσικόφιλο κοινό σε όλον τον κόσμο ήταν ο Gary Moore. Δεν τον ξεχνάμε ποτέ. RIP master.
Γιάννης Παπαευθυμίου
Ο Gary Moore, θα αποτελεί για πάντα έναν από τους πιο ταλαντούχους κιθαρίστες που έχει «γεννήσει» η ροκ μουσική. Η πρώτη γνωριμία μου μαζί του ήταν το 1987 με τον δίσκο “Wild frontier”, ο οποίος μέχρι και σήμερα είναι αυτός που για ένα κλικ παραπάνω θα είναι περισσότερο στην καρδιά μου. Βλέπετε πάντα θυμάσαι την πρώτη φορά σε κάτι. Οι επόμενες δύο δουλειές του “After the war” το 1989 και “Still got the blues” το 1990, ήταν το τελικό έναυσμα για μένα έτσι ώστε να ασχοληθώ ενδελεχώς με την καριέρα του, η οποία από το 1978 σαν solo καλλιτέχνης αλλά και σαν μόνιμος κιθαρίστας στους THIN LIZZY, ήταν απλά μοναδική, με τραγούδια που έχουν αφήσει το δικό τους λιθαράκι στην ιστορία της μουσικής. Τραγούδια που ανέδειξαν έναν μουσικό σε όλα τα επίπεδα, κάνοντας τον μοναδικό και άκρως αναγνωρίσιμο ηχητικά.
Ομολογώ πως από το 1990 και μετά που ασχολήθηκε με τα blues, μια και δεν είμαι φαν του ιδιώματος, δεν έχω ακολουθήσει κατά πόδας όλες τις κυκλοφορίες του. Όσες όμως έχω ακούσει καλά, δεν γίνεται να μην παραδεχτώ ότι ο εν λόγω καλλιτέχνης απλά ερωτοτροπούσε με την εξάχορδη, έχοντας τρομερές μελωδίες που συναρπάζουν και αποτελούν μέχρι και σήμερα το ιδανικό «χαλί» για τις βραδινές ώρες, προσφέροντας σου πνευματική ηρεμία, την τάση να διαβάσεις ένα βιβλίο, να παίξεις ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με φίλους αλλά και μια άκρατη επιθυμία συνεύρεσης με το αντίθετο φύλο.
Ο Gary Moore στην πρώτη του περίοδο σαν solo καλλιτέχνης μας χάρισε τραγούδια με τα οποία ξέδινες, ενώ στην μετέπειτα blues εποχή, τραγούδια που σε έκαναν αυθόρμητα να δημιουργείς εικόνες ακούγοντας την κάθε νότα, κάτι που νομίζω ότι δεν αμφισβητείται και χρήζει μόνο θαυμασμού και σεβασμού από το κοινό. Για πάντα.
Θοδωρής Μηνιάτης
Να με συγχωρήσουν οι ροκάδες της παρέας, αλλά για μένα το όνομα Gary Moore θα είναι για πάντα ταυτόσημο με τα ηλεκτρικά μπλουζ όπου και στράφηκε ο Ιρλανδός από το 1990 και μετά. Δεν το συζητάμε φυσικά πως τα “Corridors of power”, “Victims of the future” και η τεράστια συνεισφορά του Moore στους THIN LIZZY είναι ιστορικής σημασίας και πως τα γουστάρω και αυτά. Αλλά, ίσως για συναισθηματικούς λόγους ή επειδή, ως κιθαρίστας, με εκφράζουν κατά κύριο λόγο τα μπλουζ των Peter Green, Rory Gallagher, Stevie Ray Vaughan, για μένα ο Gary Moore είναι πρωτίστως ο κιθαρίστας και συνθέτης που έφερε μια επανάσταση στην μπλουζ κιθάρα και υπεύθυνος για το απόλυτο καψουροτράγουδο της γενιάς μου, το “Still got the blues”. Δεν ξέρω ειλικρινά σε πόσα εφηβικά πάρτι γενεθλίων πήγα ως έφηβος και χόρεψα με συμμαθήτριες μου ένα slow dance στη μελωδία του ύμνου αυτού. Και μετά ως μαθητευόμενος κιθαρίστας πρέπει να ξόδεψα αμέτρητες ώρες για να βγάλω έστω και ένα τμήμα από το μνημειώδες σόλο του “Still got the blues” που μέχρι σήμερα μου προκαλεί οργασμικές εκφράσεις όπως εκείνες του Moore στη σκηνή. Α ναι, φταίει και που τον είδα δύο φορές ζωντανά και πάλι σε αυστηρά μπλουζ πλαίσιο, την πρώτη φορά μάλιστα ως support στον θρύλο, τιτάνα και και και, BB King. Η δεύτερη φορά ήταν το 2010 στο Εδιμβούργο, μόνος του και έναν χρόνο πριν από τον ξαφνικό και τραγικό του θάνατο. RIP Gary Moore, μου λείπεις κάθε μέρα.
Φίλιππος Φίλης
Οι καλλιτέχνες που έχουμε λατρέψει, δεν είναι πάντα και οι καλύτεροι χαρακτήρες. Μπορεί να έχουν ταλέντο και συνθετική οξυδέρκεια, όμως δεν σημαίνει πως είναι εύκολοι στην συνεργασία. Το αντίθετο θα έλεγα. Συχνά, έχουν όραμα και δεν είναι διατεθειμένοι να το θυσιάσουν και να συμβιβαστούν. Ο Gary Moore είναι από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα. Ο Ιρλανδός, έχτιζε μια καλή φήμη στις αρχές της πορείας του, ως ένας ταλαντούχος κιθαρίστας. Τελικά, τόσο η εμπειρία του με τους Ιρλανδούς SKID ROW όσο και με τους THIN LIZZY θα ήταν βραχυπρόθεσμες αφού είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει πως δεν ήθελε να συμβιβαστεί σε ένα συγκρότημα κάποιου άλλου. Τελικά μέσα από τα 40 χρόνια δισκογραφίας, δεν στέριωσε καμιά του συνεργασία, με όλους τους «μόνιμους» συνεργάτες του όλο και κάτι να έχουν να πουν για τον δύσκολο χαρακτήρα του κιθαρίστα. Αυτό όμως σε τίποτα δεν υποβαθμίζει την μουσική κληρονομιά που μας άφησε. Τόσο στο rock όσο και στα blues, ο Moore ήταν εντυπωσιακός και είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να γράφει ριφάρες. Βέβαια, δεν μπορώ να εκτιμήσω τα blues του, όσο τα σκληρότερα άλμπουμ του, σε προσωπικό επίπεδο, όμως με εντυπωσίαζε ανέκαθεν με τις συνθέσεις του. Ευτυχώς πρόλαβα να τον δω, να παίζει rock, το 2003, σε περιοδεία με τους THUNDER, Y&T και WHITESNAKE όταν είχε κυκλοφορήσει το “Scars” με τον μπασίστα των SKUNK ANANSIE και τον drummer των PRIMAL SCREAM. Είναι αξιοθαύμαστο πως μπορούσε να κινηθεί από το hard rock στα blues και να χαίρει αποδοχής τόσο από τους bluesmen, τους progsters αλλά και τους μεταλλάδες, ενώ έκανε και τεράστιες pop επιτυχίες (“The loner”, “Still got the blues”, κλπ).
Μια υπόκλιση λοιπόν στον τεράστιο κιθαρίστα, που άφησε το στίγμα του, όσο έντονα όσο ένα μπουκάλι του άφησε την ουλή στο πρόσωπό του, μετά από έναν καυγά. Έναν κιθαρίστα που εξωτερίκευε στην μουσική του το πάθος με το οποίο ζούσε την ζωή του.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
Νομοτελειακά βρίσκεται μέσα στους καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών. Ήταν, είναι και θα είναι guitar hero! Όχι γιατί έπαιζε τις «κάλτσες» του αλλά γιατί είχε ένα τόσο μοναδικό τρόπο παιξίματος που τον καταλάβαινες από τη πρώτη «φράση». Ο «Ιρλανδός» είχε την τύχη να συνεργαστεί με μεγαθήρια του χώρου. Lynott, Daisley, Paice, Murray, Sloman, Airey! Το λες και “Dream team”. Κάπου εδώ να αναφέρω πως προσωπικά δεν είμαι οπαδός ολόκληρης της δισκογραφίας του. Η δική μου προτίμηση αφορά τους δίσκους της δεκαετίας του ‘80 και τα άλμπουμ από το 1983 έως και το 1990. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου οπαδό του, μου αρέσει η μουσική του, την αναζητώ που και που αλλά δεν ήταν ποτέ από τις πρώτες μου επιλογές όσον αφορά την ακρόαση ενός δίσκου. Τώρα για τραγούδι; Αυτονόητα (aka Σάκης Νίκας) θα επιλέξω την σύμπραξη με τον Phil Lynott. Και για να πάμε και ποδοσφαιρικά, Δημήτρης Σαραβάκος (GARY MOORE) με Frank Rjikard (PHIL LYNOTT). To λες και Champions League!
Ντίνος Γανίτης
Αν μιλάμε για έναν από τους πιο σημαντικότερους κιθαρίστες στον χώρο, μιλάμε για τον Gary Moore. Ο αγαπημένος Ιρλανδός των Ελλήνων rockers μαζί με τον Rory Gallagher. Ένας κιθαρίστας-φαινόμενο, ένας μουσικός που μεταφράζει το συναίσθημα νότα προς νότα στις υπομονετικές κιθάρες που τους έλαχε να πέσουν στα χέρια του.
Δεν είμαι σίγουρος αν έχει εκτιμηθεί επαρκώς η συνολική του προσφορά στον χώρο των blues, του hard rock και του heavy metal. Διότι πέρα από την μεγάλη εμπορική επιτυχία που γνώρισε παντού πλην ΗΠΑ, δυσκολεύομαι να θυμηθώ έστω και μία δουλειά του που δεν ήταν τουλάχιστον αξιόλογη. Επίσης, αν ακούσετε τους Βρετανούς κιθαρίστες που διακρίθηκαν την δεκαετία του ’80 (π.χ. John Sykes, Vivian Campbell, Phil Collen κ.α), αλλά και πολλούς Αμερικάνους συναδέλφους τους, θα ακούσετε πολύ Gary Moore στο παίξιμο τους. Έπαιζε απίστευτα ακόμα στους progressive jazz rockers COLOSSEUM II. Και χωρίς εμπορική επιτυχία (όπως ήταν αναμενόμενο).
Ενώ ήταν διακαής πόθος πολλών και μάλιστα εξεχόντων καλλιτεχνών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ozzy Osbourne (που μάλλον θα εκτόξευε το status του και στην Αμερική), καθώς και του David Coverdale για τους WHITESNAKE, λίγοι κατάφεραν να τιθασεύσουν την επιθυμία του για πολλή δουλειά και πλήρη ελευθερία κινήσεων. Όπως ο επιστήθιος φίλος του Phil Lynott, ο μόνος που κατάφερε να τον φέρει δύο φορές στους THIN LIZZY (πρακτικά τους έσωσε σε δύο πολύ κρίσιμες καμπές στην πορεία τους), συνεργάστηκαν παράλληλα και πριν και μετά την διάλυση του συγκροτήματος.
Ο Gary Moore κατάφερε να αγοράσει από τον ίδιο τον Peter Green (που ήταν το ίνδαλμα του μαζί με τον Eric Clapton) την περίφημη 1959 Gibson Les Paul η οποία θα τον συντρόφευε πιστά μέχρι το τέλος. Ξεκίνησε από τους SKID ROW (όχι τους γνωστούς του New Jersey) και μετά από ένα εμπορικά αποτυχημένο σόλο ντεμπούτο έκανε το πρώτο πέρασμα του από τους THIN LIZZY χωρίς να ηχογραφήσει άλμπουμ. Η εμπορική καταξίωση, μετά την καλλιτεχνική μιας και ήδη θεωρούνταν ένα από τα δυνατότερα χέρια στο Νησί, ήρθε στο δεύτερο πέρασμα του από τους LIZZY, στο αριστουργηματικό “Black rose” (1978). Κάτι που συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά με το τεράστιο hit “Parisienne Walkways”.
Από εκεί και πέρα τα 15 χρόνια που ακολούθησαν το “Black rose” ήταν και αυτά που ο Gary έλαμψε με την τρομακτική δεξιοτεχνία του και τις ευφυέστατες συνθέσεις τους. Ήχος βαρύς και ασήκωτος, πειραματισμός με εφέ και ενισχυτές, μελωδία από άλλο γαλαξία και τα ιδιαίτερα φωνητικά του, που στο κάτω-κάτω δεν υπολείπονταν και τόσο πολύ των μεγάλων της εποχής. Αυτό άλλωστε ήταν και μέρος της μουσικής φύσης του. Ήταν συγκεντρωτικός, αφοσιωμένος και ταγμένος σε αυτό που έκανε, που παρεξηγήθηκε από πολλούς συνεργάτες του αλλά τελικά όλοι παραδεχόντουσαν ότι ο άνθρωπος ήταν από τους κορυφαίους (αν όχι ο κορυφαίος, όπως λέει ο Glenn Hughes) κιθαρίστες που έχουν συνεργαστεί.
Πέρα από το φοβερό “G-Force” (1980) που κυκλοφόρησε με το ομώνυμο σχήμα του, ήταν όλη ανεξαιρέτως η φοβερή δισκογραφία του την δεκαετία του ’80, που άφησε εποχή. Από που να το πρωτοπιάσω; Από “Corridors of power” (1982) μέχρι “After the war” (1989); Όλα αριστουργήματα, παιχτικά και συνθετικά. Οι συνοδοιπόροι του σε όλη αυτή την πορεία, ιερά τέρατα οι ίδιοι. Ian Paice, Neil Murray, Don Airey, Jimmy Bain, Tommy Aldridge, Bob Daisley, Glenn Hughes, Phil Lynott και Brian Downey, Cozy Powell και Ozzy Osbourne. Καλλιτέχνης που όλοι αυτοί (εντάξει όχι δωρεάν αλλά και πάλι) ήθελαν να συνεργαστούν, σημαίνει ότι μόνο δέος και σεβασμό ενέπνεε.
Το “Still Got the Blues” (1992) σηματοδότησε την επιστροφή του στην πρώτη μεγάλη του αγάπη, τα blues, ενώ παράλληλα έγινε και η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία στις ΗΠΑ. Λίγο αργά βέβαια, αλλά από το τίποτα…αν είχε καλύτερη προώθηση όλα τα προηγούμενα χρόνια εκεί, νομίζω πως μοναδικός του ανταγωνιστής θα ήταν ο Eddie Van Halen. Και όπως ο τελευταίος αποτέλεσε το πρότυπο του guitar hero στις ΗΠΑ στα 80s, ο Gary Moore με τον Michael Schenker ήταν αναμφίβολα το αντίστοιχο στην Βρετανία και στην Ευρώπη.
Έτσι έκλεισε ένας κύκλος για τον Moore, που τον ακολούθησαν λιγότερο αξιομνημόνευτες κυκλοφορίες, χωρίς μεγάλη εμπορική απήχηση. Μέχρι και dance στοιχεία ενσωμάτωσε, σε μία (αποτυχημένη ομολογουμένως) προσπάθεια να εναρμονιστεί με το πνεύμα της εποχής του. Όμως τα blues ήταν το προσωπικό του κάλεσμα, μέχρι την τελευταία του δουλειά “Bad for you baby” (2008). Έφυγε μετά από τρία χρόνια και τελείως αιφνιδιαστικά, την 6η Φεβρουαρίου 2011 και σε ηλικία 58 ετών, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον χώρο της αγαπημένης μας μουσικής και στις καρδιές των χιλιάδων fan του.
Δύο είναι οι χειρότερες αποφάσεις που έχω πάρει στη ζωή μου, αναφορικά με ζωντανές επαφές και εμφανίσεις με καλλιτέχνες. Η πρώτη ήταν με τους Rob Halford και David Coverdale, όπου βλακωδώς δεν ακολούθησα σε γνωστό ξενοδοχείο όπου θα μπορούσα να τους συναντήσω. Η δεύτερη ήταν όταν δεν πήγα να δω τον Gary Moore τον Σεπτέμβριο του 2008. Γιατί όντας μεταξύ διαφόρων δραστηριοτήτων εκείνες τις μέρες έλεγα «δεν πειράζει μωρέ θα ξανάρθει»… Έλα όμως που δεν ήρθε!
Πραγματικά θα μπορούσα εδώ και τώρα να σας παραθέσω ολόκληρη λίστα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα με επικά έπη του θεϊκού Gary Moore, αλλά για πρώτη φορά θα παίξω στο συναίσθημα, που υπήρχε αστείρευτο σε όλες τις δουλειές του μεγαλύτερου κιθαρίστα που έβγαλε το Belfast και ολόκληρη η Ιρλανδία.
Κώστας Τσιρανίδης
10 χρόνια από τότε που σίγησε το πιο γλυκό bend και vibrato της rock μουσικής. Gary Moore. Στα solo του, με THIN LIZZY, όπου συμμετείχε μας άφησε αθάνατη κληρονομιά. Μπορεί να μην είμαι ο μέγιστος γνώστης πλην σκόρπιων κομματιών της δισκογραφίας του, αλλά αποτελεί θρύλο, και ως τέτοιον πρέπει και μόνο να τον χαιρετίζουμε. Από κομμάτια; Όχι, δεν έχει “Still got the blues”. Έχει όμως, το “Empty rooms”. Μεγάλος ύμνος, και ακόμα μεγαλύτερη η ζωντανή του εκτέλεση. Όταν τα δωμάτια είναι άδεια κι ένας πονεμένος Ιρλανδός συνδέει η κιθάρα με τη καρδιά και την αφήνει να μιλήσει….
Γιάννης Σαββίδης
Το Band of the week του rockhard.gr για αυτή την εβδομάδα φιλοξενεί κατά την ταπεινή μου έναν από τους πέντε σημαντικότερους και μεγαλύτερους guitar hero όλων των εποχών, τον Ιρλανδό Gary Moore. Η αγάπη μου για τον Moore έχει εκφραστεί πάμπολλες φορές, σε κείμενα, ραδιοφωνικές εκπομπές, συζητήσεις με φίλους, δεν έχω κρύψει ποτέ πως μετά τον Eddie Van Halen ο Gary Moore για εμένα είναι ο δεύτερος αγαπημένος μου κιθαρίστας. Η γνωριμία μου μαζί του έγινε σε νεαρή ηλικία όταν και σκαλίζοντας δίσκους βρήκα το υπέροχο άλμπουμ των THIN LIZZY ”Black rose : A rock legend”. Έκτοτε φυσικά άκουσα όλες τις περιόδους της μεγάλης καριέρας του, έχοντας πάντα μια μεγαλύτερη αδυναμία στην hard n’ heavy εποχή του, τρέφοντας όμως τεράστιο σεβασμό και για τα υπόλοιπα πράγματα που δοκίμασε κατά καιρούς και η αλήθεια είναι πως δοκίμασε πάρα πολλά. Είναι μάλλον από τους ελάχιστους κιθαρίστες που καταπιάστηκε με τόσα μουσικά πεδία, καθώς έχει δοκιμάσει τις ικανότητες του, τόσο τις παικτικές όσο και τις συνθετικές σε , rock, blues rock, jazz fusion, progressive , hard rock, heavy metal, blues μέχρι και electro rock. Φυσικά και όλες αυτές οι αναζητήσεις του δεν έπεται πως ήταν επιτυχημένες όμως η αλήθεια είναι πως σε όλες έχει αφήσει κάτι καλό ή έστω κάτι ενδιαφέρον. Το πιο σημαντικό όμως όπως και στην περίπτωση του Van Halen είναι το πόσο πολύ έχει επηρεάσει και το πόσο πολύ θα συνεχίζει να επιδρά με τα παιξίματα και τις τεχνικές του, πάνω σε οποιονδήποτε ασχολείται επαγγελματικά ή μη με την ηλεκτρική κιθάρα.
Κλείνοντας σιγά σιγά μιας και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πλατιάσουμε περαιτέρω για τον Gary Moore να πω πως πάντα θα δυσκολεύομαι να διαλέξω την κορυφαία στιγμή της καριέρας του Ιρλανδού γητευτή της εξάχορδης, αμφιταλαντευόμενος προφανώς ανάμεσα στην περίοδο που ως βασική του επιλογή ήταν η Fiesta Red Fender Stratocaster και σε αυτή που βασική επιλογή του ήταν η κλασική Gibson Les Paul του 1959. Πριν λοιπόν αρχίσω να ψάχνομαι και να χάνομαι ανάμεσα στις κορυφαίες δουλειές του βάζοντας μου διλήμματα θα κάνω την επιλογή μου γρήγορα-γρήγορα και προτού αλλάξω γνώμη θα πω ”Victims of the future”. Η επιλογή όμως ενός τραγουδιού που κάνουμε κατά το σύνηθες στα κείμενα του Band of the week θα είναι πιο εύκολη, όχι γιατί αυτό που θα διαλέξω το θεωρώ ως το κορυφαίο ή το καλύτερο, αλλά γιατί για προσωπικούς καθαρά λόγους είναι και θα είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα τραγούδια της ζωής μου, ”Out in the fields” λοιπόν μέσα από έναν από τους κορυφαίους δίσκους της καριέρας του Ιρλανδού κιθαρίστα το ”Run for cover” παρέα με τον αδελφικό του φίλο Phil Lynott.
Παναγιώτης ”The Unknown Force” Γιώτας