Μέσα σε λίγες μέρες, είχαν την επέτειο κυκλοφορίας τους, δύο από τους πιο σημαντικούς δίσκους στο death metal, το “Altars of madness” και το “Blessed are the sick”, με κοινή συνισταμένη, ότι και τους δύο τους έχουν βγάλει οι Φλοριδιανοί death metallers, MORBID ANGEL. Τη συνέχεια την ξέρετε… Οι συντάκτες του Rock Hard γράφουν για το σχήμα και όλοι, ψηφίζουμε στο poll που υπάρχει από κάτω, τον αγαπημένο μας δίσκο από το συγκρότημα.
Quiz Maker by Opinion Stage
Την περίοδο 1989-1992, σε τρυφερή ηλικία, τελειώνοντας το σχολείο, υπήρξα φανατικός του κινήματος του death metal από την Florida των ΗΠΑ, αγοράζοντας ή ακούγοντας, έστω, οτιδήποτε κι αν έβγαινε από εκείνη την περιοχή και τα Morrisound Studios. Εννοείται, ένα από τα σχήματα που μου άρεσαν πολύ, ήταν και οι MORBID ANGEL. Ίσως πιο στριφνοί απ’ όλους τους συνοδοιπόρους τους, με πολύ ιδιαίτερο ήχο, τεχνικά σούπερ καταρτισμένοι, με το πρώτο άκουσμα του “Immortal rites”, με κέρδισαν. Ιδιαίτερα, μέχρι τους τρεις-τέσσερις πρώτους δίσκους, τους άκουγα σχεδόν φανατικά. Δεν με χάλασαν οι δίσκοι με τον Tucker, όσο ο δίσκος επιστροφής του Vincent, το “Illud divinum insanus” που ήταν απ’ όπου και να τον πιάσεις, φριχτός. Γενικότερα είμαι της φάσης ότι δεν με ενδιαφέρουν οι φανταχτερές επιστροφές προσώπων ή ήχων, όταν δεν συνοδεύονται από κομμάτια αντάξια. Με το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, έδειξαν ότι μπαίνουν σε σωστό δρόμο, όπως και να έχει όμως, η ιστορία έχει γραφτεί και το “Covenant” είναι από τα 2-3 death metal άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις κι όχι άδικα, θα συμπλήρωνα. Αγαπημένο τραγούδι; Μακράν και άνετα το “Thy kingdom come”.
Σάκης Φράγκος
Επιδραστικοί όσο λίγοι, οι MORBID ANGEL θεωρούνται από τους πρωτοπόρους της death metal σκηνής. Πάντα τους παρακολουθούσα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για πολλούς λόγους. Είτε για τον αγαπημένο μου Mike Browning, έναν εκ των ιδρυτών της μπάντας που μετά έφτιαξε τους επίσης λατρεμένους NOCTURNUS, είτε για την εμμονή τους στους Μεγάλους Παλιούς και τον H.P. Lovecraft, κυρίως όμως για το απίστευτα δαιμονισμένο death metal τους, ιδίως στις πρώτες τους δουλειές. Τα τελευταία χρόνια μάλλον βρίσκονται σε σημείο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας καθώς δείχνουν να έχουν χάσει την έμπνευση του παρελθόντος. Παρόλα αυτά, τα πρώτα τους άλμπουμ ακούγονται ακόμα και τώρα το ίδιο ορμητικά, βλάσφημα και πωρωτικά όπως και τότε. Προσωπική μου αδυναμία όμως παραμένει το “Covenant” που θεωρώ ότι είναι ο πιο άρτια δομημένος δίσκος τους. Α, και βέβαια να σταθούμε και στο έξυπνο κόλπο να τιτλοφορούν κάθε άλμπουμ τους με την σειρά της αλφάβητου, αν και δεν τους βλέπω να φτάνουν στο Z…
Θοδωρής Κλώνης
Μία από τις πιο παλιές όσο και επιδραστικές μπάντες σε όλο το death metal, οι MORBID ANGEL και ιδιαίτερα τα δύο πρώτα τους άλμπουμ βρίσκονται στην κορυφή του είδους και της προσωπικής μου εκτίμησης αλλά και του μεγαλύτερου μέρους των ακροατών. Από τα πρώτα τους βήματα, με τον Mike Browning (που μετέπειτα σχημάτισε τους NOCTURNUS) σε drums και φωνητικά ήταν εμφανές το ταλέντο και η ιδιαιτερότητά τους και το “Abominations of Desolation” αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ηχογραφήσεις στον χώρο. Η εκτόξευση ωστόσο έγινε τα επόμενα χρόνια με το κλασικό lineup Azagthoth-Vincent-Brunelle-Sandoval. Να αναλύσω το κολοσσιαίο ντεμπούτο “Altars of Madness” νομίζω ότι θα ήταν περιττό, ωστόσο για το “Blessed are the Sick” που ακολούθησε αξίζει να αναφερθεί πως ακόμα και σήμερα ακούγεται ως ένα από τα πιο περίεργα death metal άλμπουμ όλων των εποχών, διατηρώντας τόσο την straight forward πώρωση όσο και το mindfuck από τις πιο αντισυμβατικές ιδέες και με τη σύνθεση αυτών των δύο. Ας μην ξεχνάμε επίσης και την ποιοτική τους συνέπεια (με εξαίρεση το απογοητευτικό “Illud Divinum Insanus”, ακόμα και το τελευταίο τους άλμπουμ είναι αξιοπρεπέστατο) αλλά και το ότι συνέχιζαν να αποτελούν επιρροή και έμπνευση για τον metal κόσμο ακόμα και 15 χρόνια μετά την ίδρυσή τους, στα άλμπουμ τους με τον Steve Tucker.
Νίκος Χασούρας
Είναι μερικοί άνθρωποι που ακούν για μία πόλη Tampa στην Florida και σκέφτονται, πιθανόν, τίποτα παραλιάρες, καλοκαιρινή φάση, κοκτέιλς, καυτά κορίτσια και τα σχετικά. Είμαστε όμως και κάποιοι προβληματικοί που όταν ακούμε την πόλη αυτή, αμέσως λέμε MORBID ANGEL. Ε, τι να κάνουμε, δεν έχω πάει στην Αμερική και δεν ξέρω πως είναι η Tampa, γνωρίζω όμως τους MORBID ANGEL και άνετα μπορώ να μιλήσω για την μεγάλη σημασία του συγκροτήματος αυτού. Δεν ήμουν ποτέ οπαδός τους, αν και τους παρακολουθώ και υπάρχουν άλμπουμ που μου αρέσουν πολύ. Θαυμάζω όμως το έργο τους, καθώς έχουμε να κάνουμε για ένα από τα συγκροτήματα που σήκωσαν στην πλάτη τους ένα τεράστιο ιδίωμα και το αναβάθμισαν με την ποιότητα των δίσκων τους. Για εμένα πάντα οι DEATH θα είναι οι αγαπημένοι μου και το αρτιότερο συγκρότημα του είδους. Πλάι τους όμως, ένα από τα συγκροτήματα που ξεχώρισαν και ηγήθηκαν στην πορεία της εξέλιξης του death metal και φυσικά στην ανάδειξη του, είναι οι MORBID ANGEL. Από αγαπημένο άλμπουμ, νομίζω πάντα θα ξεχωρίζω το “Altars of madness”, γι’ αυτό και το τραγούδι που επιλέγω είναι από εκεί.
Δημήτρης Μπούκης
Ομολογώ ότι το death metal, δεν ήταν ποτέ στα τόσο αγαπημένα μου μουσικά ιδιώματα αφού με κέρδισαν περισσότερο αυτά που είχαν πιο «καθαρά» φωνητικά. Παρόλα αυτά οι MORBID ANGEL θα είναι ένα από τα λίγα σχήματα που μου «έκαναν το κλικ» λίγο παραπάνω από την αρχή, και ασχολήθηκα μαζί τους. Θέλετε γιατί η πρώτη τους δουλειά με «βρήκε» στην εφηβεία τότε που δεν υπήρχαν τόσα πολλά groups όπως τα τωρινά χρόνια, οπότε θα την άκουγες έτσι και αλλιώς «διψώντας» για να μάθεις ιδιώματα πριν κατασταλάξεις, γιατί στην εφηβεία τα λίγο πιο ακραία ακούσματα με εξίταραν περισσότερο λόγω «οργής», γιατί σε όποιο metal club πήγαινες όπου οι dj’s είχαν ποικιλία στο πρόγραμμα τους θα τους άκουγες κάθε φορά με τον κόσμο να είναι αρκετά πωρωμένος με αυτούς, γιατί μου έκανε εντύπωση που το πρώτο γράμμα της κάθε λέξης του κάθε album τους τηρεί την αλφαβήτα; Ειλικρινά δεν ξέρω τι από όλα αυτά συνετέλεσε στο να τους παρακολουθώ τότε δισκογραφικά, κάτι που δεν κάνω τα τελευταία χρόνια. Σαφώς θα ακούσω τις δουλειές τους 1-2 φορές αλλά μέχρι εκεί. Ίσως γιατί πια το εν λόγω ιδίωμα εξαιτίας άλλων μουσικών γούστων, παραμένει στα λιγότερο προσφιλή μου. Όπως και να είναι όμως, αυτό το ηχητικά απόκοσμο death metal που είχαν ειδικά οι πρώτες τέσσερεις δουλειές τους, και ακούγονταν από τα ηχεία λες και περνούσε οδοστρωτήρας, νομίζω ότι επηρέασε όλα τα μετέπειτα συγκροτήματα που θέλησαν να ασχοληθούν με το είδος, αφού οι MORBID ANGEL είναι από τους πρωτεργάτες στον σκληρό ήχο. Αυτό και μόνο, είτε σου αρέσει η μουσική τους είτε όχι, τους κάνει ένα group που όλοι πρέπει να σέβονται και να εκτιμούν.
Θοδωρής Μηνιάτης
Ω! Το Νεκρομέταλλο κυριεύει το band of the week! MORBID ANGEL λοιπόν, επί τη ευκαιρία των επετείων των “Blessed are the sick” και “Altars of madness” και να μια καλή ευκαιρία να δηλώσω τον θαυμασμό μου ειδικά για το δεύτερο. To “Altars of madness” είναι για μένα ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα όλων των εποχών, και δεν αναφέρομαι ειδικότερα μόνο στον death metal χώρο. Μου αρέσουν γενικά οι MORBID ANGEL. Όχι σε όλες τους τις περιόδους, αλλά τους βάζω άνετα θετικότατο πρόσημο στο δισκογραφικό τους σύνολο και επίσης θα ήθελα πολύ να τους δω ζωντανά κάποια στιγμή. Θα μπορούσα επίσης να πω, πως μπορούν να ακουστούν, υπό προϋποθέσεις, και από άτομα που δεν έχουν το death metal ως μουσική τους προτεραιότητα. Υπάρχει και αυτή η υποβόσκουσα thrash-ίλα (πόσο ΤΕΡΑΣΤΙΟ άλμπουμ είναι αυτό το “Hell awaits”) στην μουσική τους, που κάνει τον ήχο τους ακόμη πιο φιλικό και ελκυστικό στα αυτιά μου. O David Vincent είχε χροιά που μου «καθόταν» καλά, ήταν από τους καλύτερους «βόθρους». Ο Γεώργιος Μιχαήλ Εμμανουήλ ο Τρίτος ή αλλιώς Trey Azagthoth, το πατριωτάκι μας, ευφάνταστος και τεχνίτης, μάστορας των riffs και των leads, ωραίο δίδυμο μαζί με τον Richard Gene Brunelle. Και πάνω απ΄όλους, η μηχανή (χωρίς εισαγωγικά) Pete “Commando” Sandoval, ο πατέρας (ούτε εδώ εισαγωγικά) του blast beat. Ο τύπος έκανε προπόνηση με το drum kit μέσα σε πισίνα, για να αυξήσει τις αντιστάσεις, τι να λέμε τώρα… Γενικά, θεωρώ πως όλοι μας πρέπει να έχουμε 1-2 δίσκους τους στην κατοχή μας. Έστω, για εγκυκλοπαιδικούς λόγους. Δεν χρειάζεται να διαλέξω αγαπημένο άλμπουμ, αυτό είναι όντως το “Altars…”, οπότε θα ζοριστώ, σχετικά, με την εύρεση αγαπημένου κομματιού. Μπα, ούτε εδώ ζορίστηκα τελικά.
Δημήτρης Τσέλλος
Εδώ μιλάει η καρδιά. Ένας από τους πρώτους λόγους που αγάπησα το death metal. MORBID ANGEL. Ακόμα και το όνομα στα 15 μου, μου ενέπνεε δέος. Νοσηρός Άγγελος σου λέει… Όταν το βαρύτερο που είχα ακούσει τότε ήταν SLAYER με το ζόρι. Όταν είχα βάλει το κομμάτι “Rapture” κατά τύχη διαβάζοντας τίτλους κομματιών τους σε μια ανταπόκριση συναυλίας στη χώρα μας, έπαθα σοκ. “Υπάρχει αυτή η παραγωγή; Αυτά τα φωνητικά; Αυτή η θεματολογία; Αυτά τα τύμπανα;”. Υπάρχουν, και οι MORBID ANGEL ήταν είναι και θα είναι από τους απόλυτους εκφραστές αυτών. Οι άρχοντες του ανίερου death metal, και μετά τους DEATH, η αγαπημένη μου death metal μπάντα. Με παρακαταθήκη τα αθάνατα “Altars of madness” (1989) (με το θρυλικό “Live madness ‘89” να συνοδεύει την επανέκδοση), “Blessed are the sick” (1991) (29 ετών αισίως. Επ’ αφορμή αυτού, γράφονται τούτες οι γραμμές), “Covenant” (1993) (ο απόλυτα αγαπημένος μου δίσκος τους, με συνοδευτικό τα περίφημα “Laibach remixes” – τολμηρότατη κίνηση τότε, και το πρώτο industrial πείραμα των MORBID ANGEL), “Domination” (1995) (εμπορικό αποκορύφωμα, με δεύτερο industrial πείραμα το “Hatework”) και το καταπληκτικό live “Entangled in chaos” (αποθέωση επί σκηνής, μιλάμε για σφαγή!), η πρώτη περίοδος των Φλοριδιανών θεών, τους βρίσκει στη κορυφή του ιδιώματος. Μετά, ο Dave Vincent αποχωρεί, και η μπάντα 3 χρόνια μετά, έρχεται με Steve Tucker, Pete Sandoval και τον Trey Azagthoth να θριαμβεύει γράφοντας επί της ουσίας το υλικό και στέλνοντας πολύ κόσμο που δε σεβάστηκε, σπίτι του. Αυτό συνεχίστηκε στην αυγή της νέας χιλιετίας με το αθάνατο “Gateways to annihilation” (2000), όπου ο Rutan επιστρέφει μετά από 5 χρόνια στο τόπο του εγκλήματος με τους MORBID ANGEL, για να παραδώσει μαθήματα με τη μεγάλη dream team του ιδιώματος. 3 χρόνια μετά, ο Tucker θα τραγουδήσει το κύκνειο του άσμα, και το πρώτο που βρήκα αυθεντικό, το υπέροχο “Heretic”. Η τελευταία φορά που οι MORBID ANGEL ήταν άφθαρτοι. Γιατί όλοι ξέρουμε πόσο στραβά πήγε η ιστορία….reunion με Vincent, επιστροφή με “Illud divinum insanus” (ας ξεχάσουμε ότι βγήκε καλύτερα), τσακωμοί, φυγή ΌΛΩΝ πλην Azagthoth, επιστροφή Tucker, κυκλοφορία του “Kingdoms disdained”. Θα έλεγα ότι είναι ένας αξιοπρεπής δίσκος, αλλά όχι και για να τρελαίνεσαι (παρόλο που στην αρχή ενθουσιάστηκα, ξεφούσκωσε). Στη σύγκριση με τα άλλα, χάνει από τα αποδυτήρια, ξεκάθαρα, αλλά επαναφέρει στη σωστή ρότα μια μπάντα που την έφαγαν οι εσωτερικές διαμάχες, και που σίγουρα είναι ικανή για πολλά περισσότερα. Σαν το κομμάτι που επιλέγω και που με έβαλε στο μαγικό τους σύμπαν. “Confront me, unholy one, bastard saint, scorn of the earth”
Γιάννης Σαββίδης
MORBID ANGEL και death metal είναι έννοιες ταυτόσημες. Κι αυτό γιατί οι ΜΑ ήταν η πρώτη μπάντα που έπαιξε death metal ως κάτι δικό τους αποκλειστικά. Βλέπετε, όλες οι άλλες μεγάλες μπάντες της εποχής (στην Αμερική πάντα, γιατί στην Ευρώπη το είδος ήταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο), είχαν την thrash-ίλα μέσα τους και τους SLAYER (άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο) ως βασικό σημείο αναφοράς στη μουσική τους. Οι MORBID ANGEL βασισμένοι στη νοσηρή συνθετική αρτιότητα του Trey Azagthoth (ή όπως αρεσκόμαστε οι Έλληνες να αποκαλούμε με το πραγματικό του όνομα, Γιώργος Εμμανουήλ), ήταν λοιπόν διαφορετικότεροι όλων και φυσικά γι’ αυτό ακούγονταν και πιο ακραίοι από πολλούς και δύσκολοι στη σύλληψη. Σε συνδυασμό και με την εικόνα των κακών παιδιών που έβγαινε προς τα έξω, η τετράδα των Trey Azagthoth/David Vincent/Pete “Commando” Sandoval/Richard Brunelle λατρεύτηκαν άμεσα και απέκτησαν πολύ λογικά ένα πολύ φανατικό κοινό που τους έφερνε σε ανάλογη θέση όπως τους SLAYER για τους thrashers. Οι MORBID ANGEL ήταν οραματιστές και από το ότι κάθε δίσκος τους ξεκινάει με το αντίστοιχο γράμμα του αλφάβητου μέχρι και το ότι έχουν εντρυφήσει σε μελέτη αποκρυφισμού και σατανισμού διαφορετικού από ότι έχουν χρησιμοποιήσει άλλες μπάντες, τους κάνει μέχρι σήμερα σεβαστούς ακόμα και από μη κάφρους.
Μπορώ κάλλιστα να παραθέσω άποψη φίλων κολλημένων που δεν αντέχουν η μπάντα να βγάζει δεύτερο και τρίτο άλμπουμ ότι πρόκειται για τη μόνη μπάντα παγκοσμίως με τέσσερα άλμπουμ (φυσικά τα 4 πρώτα μέχρι το “Domination”). Από το σοκ της κυκλοφορίας του “Altars of madness”, στην ατμόσφαιρα του “Blessed are the sick”, την παγκόσμια καταξίωση και υπέρτατη έμπνευση του “Covenant” (αιώνιο βάθρο ως τοπ 3 του είδους) και το αποπνικτικά υπέροχο “Domination” (από το οποίο προέκυψε ο όρος «πρασινίλα» ως αποτέλεσμα του βαλτώδους ήχου του, συν ότι είχαν πράσινο λογότυπο τότε), μπορούσαν κάθε φορά να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες οπαδών και μη και να κυκλοφορούν διαμάντια τα οποία δε θα ακουστούν ποτέ ξανά, όχι στον ακραίο ήχο αλλά και γενικότερα. Η πρώτη τους εποχή τελειώνει με την φυγή του Vincent το ’95 και ούτε η τότε προσθήκη του τίμιου Erik Rutan (ο Jason Newsted των MORBID ANGEL, ο οπαδός που κατάφερε να παίξει στην αγαπημένη του μπάντα) μπόρεσε να σώσει την κατάσταση. Ελθέτω ο Steve Tucker των CEREMONY στη συνέχεια, το καντήλι της έμπνευσης τους είχε λάδι μέχρι το σωτήριο έτος 2003 με τα “Formulas fatal to the flesh”, “Gateways to annihilation” και “Heretic” να αποτελούν μια τίμια τριάδα αν μη τι άλλο.
Φυσικά ούτε λόγος σαν αξία σε σχέση με τα πρώτα 4 αριστουργήματα, αλλά υπήρχε μια τσίπα και μια έμπνευση (ως ένα σημείο). Το κενό στη συνέχεια μεγάλο, έφυγε ο Tucker, επέστρεψε ο Vincent και μαζί του η μπάντα κατάφερε (διότι περί πραγματικού κατορθώματος πρόκειται) να κυκλοφορήσει δύο ανέκδοτα, το κατάπτυστο “Illud divinum insanus” (ακόμα προσπαθούμε να πιστέψουμε ότι βγήκε τέτοιο σίχαμα) και το όχι τόσο χάλι αλλά πάλι αχρείαστο “Kingdoms disdain” (το οποίο βέβαια παρότι καλύτερο σε σύνολο από το σίχαμα, δεν έχει ΟΥΤΕ ΕΝΑ πραγματικά καλό τραγούδι, το σίχαμα έχει έστω 3). Οι MORBID ANGEL δυστυχώς έχουν απογοητεύσει τόσο πολύ που κανείς δε μπορεί να το χωνέψει, θέλετε η μεγαλοσύνη που βγάζανε κάποτε, θέλετε η αστείρευτη πρωτοτυπία τους, δε γινόταν να το σκεφτεί καν ούτε ο πιο απαισιόδοξος. Η φυγή του Commando λόγω ενός ατυχήματος έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα, έλειψαν και πάντα θα λείπουν οι απίστευτες πατέντες του, ο άνθρωπος κάποτε έφαγε bullying από την ίδια του τη μπάντα όταν του βάλανε drum machine και του είπανε «άκου εδώ, υπάρχει κάποιος που παίζει καλύτερα και πιο γρήγορα από σένα», με τον Pete να κλείνεται για εβδομάδες στο προβάδικο λιώνοντας στις πρόβες για να παίξει γρηγορότερα. Είπατε κάτι;
Το καράβι βρήκε ύφαλο και συνεχίζει να παίρνει νερά παρότι δεν βυθίζεται, πλέει ακυβέρνητο όμως και έρμαιο των διαθέσεων των ανέμων της αλλαγής όλου του μεταλλικού ήχου. Οι MORBID ANGEL όριζαν ζωές και καριέρες μουσικών, αλλά οι συνεχείς λάθος επιλογές τους έχουν κάνει να εμφανίζονται και ως κατώτεροι των περιστάσεων, και να τους έχουν ξεπεράσει οι εξελίξεις. Ο Trey που θεωρούταν μαζί με τον Chuck Schuldiner το απόλυτο κιθαριστικό είδώλο του ακραίου ήχου, πλέον γράφει υλικό που μόνο αν είσαι playmobile μπορεί να γουστάρεις και να μην σου έρθει να κλάψεις από λύπη. Ο Tucker το παλεύει όσο τίμια γίνεται αλλά για πάντα θα υποφέρει στη σκιά του Vincent, ενώ η θέση του δεύτερου κιθαρίστα χωρίς τον Rutan στη μπάντα (απόκαμε κι αυτός και πήγε κι έφτιαξε τους HATE ETERNAL για να βρει την υγεία του) και με ντράμερ που είναι παιχαταράδες αλλά ΟΧΙ Sandoval, όλα μοιάζουν σαν καρικατούρα του τι συνέβη κάποτε. Οι MORBID ANGEL πάντα θα είναι κορυφαίοι για όσα προσέφεραν κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Ο ακραίος ήχος αιώνια θα τους χρωστάει, ενώ ο σεβασμός που είχαν από κάθε μερίδα οπαδών μαρτυράει το μεγάλο τους επίπεδο. Ωστόσο η καρδιά δε μπορεί να μην πονάει με όσα έχουν γίνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια…
Άγγελος Κατσούρας
Όσοι με ξέρουν και όσοι με παρακολουθούν από το Rock Hard, ξέρουν σίγουρα πως δεν είμαι οπαδός του ακραίου ήχου. Όντας οπαδός του μελωδικού death metal πάντως και συγκροτημάτων που προσκυνούν τους MORBID ANGEL (βλέπε OPETH), τους νονούς του death metal (μιας και προπάτορες θεωρούνται οι DEATH και POSSESSED), ας πω τα εξής για τα παιδιά από τη Φλόριδα της Αμερικής με αφορμή τα γενέθλια του “Blessed are the sick”. Πρώτον, η ιστορία, έτσι όπως γράφτηκε, έχει τρομερό ενδιαφέρον, το τι συνθήκες δηλαδή υπήρχαν για να δημιουργηθεί, από τα κάτω, τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας και μιας κοινότητας, ο trademark ήχος του Florida-based death metal. Ύστερα, ενώ πολλοί σήμερα μπορεί να μαθαίνουν το death metal από τους CANNIBAL CORPSE, NILE, DYING FETUS και άλλα συγκροτήματα που συχνά τερματίζουν το ποτενσιόμετρο ακρότητας, οι MORBID ANGEL είχαν μια άλλη άποψη, μουσικά και ιδεολογικά, πάνω στο τι είναι ακραίο. Πιο μοχθηρό (morbid) και όχι μόνο σοκαριστικό και αποκρουστικό. Τρίτον, εννοείται πως οι μπάντες που προανέφερα είναι σημαντικές αν όχι πιο δημοφιλείς (και εμπορικές) από τους MORBID ANGEL. Εννοείται επίσης πως αποτελούνται από τρομερούς μουσικούς (αυτός ο Κόλιας ρε παιδί μου κατεβάζει και ισοπεδώνει σαγόνια με το παίξιμο και τη τεχνική του). Ωστόσο, ο συνδυασμός ρυθμικότητας, ατμόσφαιρας και τραχύτητας που βρίσκω στους MORBID ANGEL (όχι μόνο ακατάπαυστα blast beats) δείχνει μια πιο προσωπική άποψη πιστεύω. Επιπλέον, και ένας λόγος που προτιμώ τους MORBID ANGEL, POSSESSED, DEATH από τους μεταγενέστερους, είναι το πόσο αρχέγονοι ηχούν, χωρίς overmastering, πολλά καρυκεύματα και πολύ γαρνιτούρα. Είναι και που, ειδικά στα πρώτα τους άλμπουμ, έχουμε αυτό το ανεπανάληπτο line-up που όμοιο του σπάνια συναντάς. Ο Dave Vincent τραγουδά με τρόπο ακατέργαστο και ωστόσο ο βρυχηθμός του ακούγεται λες και έρχεται από τα έγκατα της κόλασης (μ’ αρέσει επιπλέον που συχνά καταλαβαίνω και τι λέει). Ο Pete Sandoval στα τύμπανα είναι ένας ιστορικός οδοστρωτήρας και ο Trey Azagthoth είναι μοναδικός riff master, με riff και leads που ορίζουν αυτό που λέμε «κοφτερό» και «τραχύ». Όλα αυτά, θα τα βρείτε στο “Blessed are the sick”.
Φίλιππος Φίλης
Οι MORBID ANGEL είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ακραία μουσική. Οριοθέτησαν με τη συνολική τους παρουσία από τα late 80s το τι θεωρείται ακραίο στη σκληρή μουσική και το κατάφεραν εισάγοντας ετερόκλητα στοιχεία στους δίσκους τους. Κι αν είχε κυκλοφορήσει κανονικά το 1986 το “Abominations of desolation” και όχι ως παλιές ηχογραφήσεις το 1991, ίσως να μιλούσαν όλοι για το πρώτο death metal album και όχι για το “Scream bloody gore” των DEATH ένα χρόνο μετά. Αλλά και με το “Thy kingdom come” το 1987 έδωσαν το δικό τους στίγμα για το πώς οριοθετείται το death metal. Οι πρώτοι 4 δίσκοι τους με τον David Vincent στα φωνητικά άφησαν εποχή γιατί μεταξύ τους είναι εντελώς διαφορετικοί τόσο ηχητικά όσο και στιχουργικά. Προσωπικά δύο κυκλοφορίες τους με έκαναν να παραδεχτώ ότι η λογική τους είναι έξω από τα standards του death metal. Η μία είναι το “Blessed are the sick” που έβαλαν μέσα σε 40 λεπτά κομμάτια που δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο, δημιουργώντας ένα ηχητικό παζλ μοναδικό στην ιστορία. Η δεύτερη ήταν το “Laibach remixes” EP, στο οποίο οι LAIBACH παρουσίασαν τη δική τους προσέγγιση σε δικά τους κομμάτια, κάτι που δεν έχει γίνει για κανένα άλλο group μέχρι και σήμερα. Δυστυχώς για εμένα μετά τη φυγή του David Vincent – ο πληρέστερος τραγουδιστής του ακραίου ήχου για εμένα – οι MORBID ANGEL μετατράπηκαν σε ένα straight forward death metal group, κάτι που με απογοήτευσε. Το οξύμωρο είναι ότι συνέχιζα παρόλα αυτά να παίρνω τους δίσκους τους, γιατί το δίδυμο Trey Azagthoth/Pete Sandoval συνέχιζε να παράγει καλά τραγούδια, αλλά όχι στο επίπεδο των προηγουμένων. Και οι δυο τους είναι ασύλληπτοι σε κιθάρα και τύμπανα αντίστοιχα, δημιουργώντας σχολή. Η επιστροφή του David Vincent το 2005 έδειξε ότι είχαν βρεθεί σε αδιέξοδο με τον Tucker ως frontman. Αλλά δυστυχώς ο δίσκος που βγήκε 6 χρόνια μετά έδειξε ότι απλά «δεν το έχουν πλέον». Σήμερα διανύουν το απόλυτο τέλμα τους και είναι σκιά του εαυτού τους σε σημείο θλιβερό. Θα διαλέξω το πιο ξεχωριστό κομμάτι της δισκογραφίας τους, το οποίο οπτικοποιήθηκε με μοναδικό τρόπο. Υπ’ όψιν ότι αυτό είναι σύνθεση του David Vincent, επιβεβαιώνοντας γιατί η φυγή του στοίχισε πολύ.
Λευτέρης Τσουρέας