BBM (“Bruce, Baker, Moore”) – “Three legends, around the next dream”

0
305

Super groups, all-star bands, συνάξεις αστέρων, μαζώξεις γιγάντων και διάφοροι άλλοι συναφείς χαρακτηρισμοί, ωχριούν μπροστά στην πραγματική υπόσταση των ΒΒΜ. Ή αλλιώς των Jack Bruce, Ginger Baker και Gary Moore. Και σε μετάφραση, κράτα την ανάσα σου και διάβασε: CREAM, HAWKWIND, Manfred Mann, Frank Zappa, John McLaughlin, Cozy Powell, Bernie Marsden, Allan Holdsworth, THIN LIZZY, COLOSSEUM II, Greg Lake… για να μην αναφέρω και τις solo καριέρες τους, και γίνει το ήδη δυσβάσταχτο βάρος, θεόρατο! Τρεις άνθρωποι που επηρέασαν μια ολόκληρη σκηνή όσο ελάχιστοι και που ακόμη την επηρεάζουν, αφού είναι εξαιρετικά σπάνιο, αλλά και δύσκολο, να έρθεις ως μουσικός πρόσωπο με πρόσωπο με την κληρονομιά τους και να μην την αγαπήσεις, να μην την ερωτευτείς, να μην τη…ζηλέψεις.

Η είδηση λοιπόν πως οι τρεις αυτοί ΤΙΤΑΝΕΣ αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις και ταλέντο σε ένα group, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στα αυτιά όλων όσων μεγάλωσαν με τις πατροπαράδοτες αξίες του rock και blues ήχου. Άλλωστε δισκογραφικά είχαν να συνεργαστούν μεταξύ τους χρόνια. Ο Baker με τον Bruce από το 1969 (!) και βρέθηκαν στην σκηνή ξανά το 1993 μαζί με τον Clapton, όταν και τιμήθηκαν με μια θέση στο Rock and Roll Hall of Fame, παίζοντας τα “Sunshine of your Love”, “Crossroads” και “Born under a bad sign”. Ο Bruce με τον Moore από το 1982, όταν ο πρώτος τραγούδησε το “End of the world” στο “Corridors of power” του τελευταίου. Φέρε λοιπόν τον εαυτό σου εκείνη την εποχή, και φαντάσου, αν γίνεται, έναν οπαδό του κλασσικού rock, πώς να αισθάνθηκε και ποιες οι προσδοκίες του, όταν έμαθε το νέο! Με το μαχαίρι στα δόντια θα περίμενε τον δίσκο να κυκλοφορήσει!

Οι δημοσιογράφοι, κριτικοί, παραγωγοί κλπ βιάστηκαν να τους ονομάσουν «τη νέα έκδοση» των θρυλικών CREAM. Ήταν άλλωστε μια μακρά περίοδος που το κλασσικό rock, το Αγγλοσαξωνικό, το ορθόδοξο, δεν υπήρχε στο προσκήνιο και όσοι το αγαπούσαν, έψαχναν εναγωνίως κάτι «φρέσκο» για να στηριχτούν και να νιώσουν…σύγχρονοι με την εποχή τους. Μα οι ίδιοι οι ΒΒΜ δεν ήθελαν αυτόν τον τίτλο. Δεν άφησαν ούτε μια στιγμή να εννοηθεί πως θα μπορούσε ποτέ να «σταθεί» μια τέτοια μπάντα, καίτοι τα 2/3 ήταν εδώ. Ήταν ένα one-off project, ίσως η απόφαση μιας στιγμής, που πάρθηκε σε μια χαλαρή κουβέντα και σε ένα υποθετικό σενάριο «Φίλε, τι λες να βγάζαμε αν κάναμε μια μπάντα οι τρεις μας; Σου λέω θα ήταν super!». Άλλωστε, αυτό το «νέα έκδοση των CREAM» δε θα έστεκε έτσι κι αλλιώς, αν δεν έμπαινε κάπου ενδιάμεσα το «βελτιωμένη».

Ο Clapton είναι θρύλος, ναι. Παράλληλα όμως, τεχνικά, παικτικά, δυνητικά, πες το όπως θες, είναι πολύ κατώτερος του Moore και μάλιστα, ακόμη και ο ίδιος αναρωτιόταν για ποιον ακριβώς λόγο τον ψήφιζαν ως καλύτερο κιθαρίστα για καμιά 20αριά χρόνια. Μοιραία λοιπόν, όταν το αρχετυπικό rock των CREAM δέχεται ένα συντριπτικό upgrade από τον «σεληνιασμένο» Gary ο οποίος εδώ «πατάει» για τελευταία φορά τόσο «γερά» σε δισκογραφικό επίπεδο στο rock, τότε το αποτέλεσμα είναι αυτό το μνημειώδες άλμπουμ. Στα «χωράφια» του ο Ιρλανδός, με το ένα πόδι στο rock και με το άλλο στα blues, ακούγεται σαν να κάνει πράξη ένα μεγάλο του όνειρο. Και κατά τον ίδιο, το έκανε. Το έκανε στέλνοντας στο Διάολο όποιον κακεντρεχή, γιατί υπήρχαν και τέτοιοι, υπέθεσε, υπονόησε ή είπε ανοικτά πως προσπαθούσε να «αναστήσει» τους CREAM και να γίνει Clapton στη θέση του Clapton. “Ο Gary παίζει σαν τον Gary, o Eric παίζει σαν τον Eric”, θα δήλωνε ο Baker, κόβοντας και αυτός με την σειρά του «τη φόρα» σε κάθε κουτοπόνηρο συντάκτη. Αντιθέτως, ο Bruce θα περνούσε στην αντεπίθεση με μια άλλη τοποθέτηση. «Θέλαμε επίτηδες να θυμίζουμε CREAM», έλεγε. «Εκείνον τον καιρό ήταν οι OASIS που αντέγραφαν τους THE BEATLES, οπότε σκέφτηκα να κάνω και εγώ μια αντιγραφή, του ιδίου μου του εαυτού! Ήταν λοιπόν σκόπιμο, και νομίζω ότι λειτούργησε πολύ καλά». Θα είχες εσύ αντίλογο σε αυτό;

Όχι. Η «χημεία» των Baker-Bruce ήταν παρούσα, δε χρειάστηκε παρά ένα μικρό jamming σε μερικά CREAM κομμάτια, για να βγει ξανά στην επιφάνεια και να ανάψει το «πράσινο φως», ώστε να προχωρήσει η συνεργασία. Οι δύο «παλαιοί συμπολεμιστές», μαζί στο rhythm section, ξανά… τι να πει κανείς, τι να γράψει, πώς να τους περιγράψει. Η πεμπτουσία του ευθύβολου παιξίματος, φίλε μου, χωρίς τα «πολλά-πολλά», κάπως έτσι ακούγεται. Και πρόσεξε, μιλάμε για ένα παίξιμο απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί «δεινοσαυρικό»! Για να φανταστείς, όταν ο ίδιος ο Moore ανακάλυψε το παλιό set τυμπάνων του Baker σε ένα κατάστημα με μεταχειρισμένα (!) κάπου στο Βόρειο Λονδίνο, θέλησε να του το κάνει δώρο και να παίξει με αυτό. Κι όμως, ο Ginger δεν το χρησιμοποίησε, γιατί δεν ακουγόταν τόσο καλά όσο το σύγχρονο kit του. Δες τον που ποζάρει εν είδει μοντέλου για το όλο νόημα εξώφυλλο, με το πούρο του. Έχει ένα ύφος, σαν να λέει «χαρείτε αλητάκια όσο σας αφήνω, όταν πιάνω τις μπαγκέτες όλοι κρύβεστε». Δες και την αντιπαράθεση μεταξύ μουσικού και concept: ένας «αλήτης», από τους γνήσιους, τους πραγματικούς της rock μουσικής, να παρουσιάζεται ως άγγελος, σε ένα από τα κλασσικότερα εξώφυλλα δίσκων, όλων των εποχών. Δεν είναι τέλειο;

Ο Bruce, ο οποίος παίζει επίσης cello (!), κρατά τις χαμηλές συχνότητες «μεθυστικές» όσο ποτέ. Τον βοηθά και η αψεγάδιαστη παραγωγή, έργο των τριών θρύλων με την πολύτιμη αρωγή του Ian Taylor. Και αυτόν και τον Ginger, γιατί όταν ξεκινούν τα leads του Gary, μένοντας «γυμνοί», μπορούν να ξεδιπλώσουν το απίστευτο ταλέντο τους σαν σε tabula rasa. Ακόμα και ο πάντα αυστηρός ως και καυστικός Charles Murray, του κραταιού Rolling Stone, απέβαλε την περιβολή του «κολλημένου παλαιοροκά», υποκλίθηκε στη χρήση των νέων τεχνολογιών και παραδέχτηκε πως ο ήχος του group ήταν «μεγαλύτερος και καθαρότερος» από τον αντίστοιχο των CREAM. Όσο για τον Moore, πέραν όλων των άλλων, άκου το τρίλεπτο (!) solo του “Why does love…” και αν δε μείνεις με το στόμα ανοικτό, δε θα ξαναγράψω λέξη! Και αν δεις κάποια videos από τις συναυλίες που το trio έδωσε για την πάρτη του και για να βγάλει επί σκηνής γούστα (γιατί τέτοιο άλμπουμ δεν είχε ανάγκη υποστήριξης), θα διαπιστώσεις πόσο χαίρονται και οι τρεις τους την όλη «φάση» και ειδικά ο Moore.

Η εναλλαγή μεταξύ Gary και Jack στα φωνητικά «δουλεύει» καλά, ένας ακόμη βετεράνος, ο Tommy Eyre στα πλήκτρα, κοσμεί με την παρουσία του το άλμπουμ, οι καλεσμένοι Kip Hanrahan και Sherwin Hamlett εκλεκτοί και τα τραγούδια…; ΧΑ! Δώσε βάση: Ο δίσκος ξεκινά με το “Waiting in the wings” και το “City of gold”, ένα από τα καλύτερα «μπασίματα» σε rock album όλων των εποχών. Περιέχει τα “Can’t fool the blues” και “Naked flame”, για να σου δώσουν λύση αν θες να «πάρει φωτιά» η ατμόσφαιρα στο τρυφερό σου tête-à-tête (ξέρεις ποια ατμόσφαιρα, πονηρούλη). Έχει μέσα το “High cost of living”, ικανό να σε κάνει Α/Α (Ανώνυμο/Αλκοολικό) σε χρόνο dt, συν τη θεϊκή διασκευή στο “I wonder why” του Albert King, συν, συν, συν…

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, γράφω για τα τραγούδια του καλύτερου, ίσως, (ΙΣΩΣ, λέω) rock δίσκου της δεκαετίας του ’90. Και το ότι αυτό το κείμενο καταχωρείται στην ενότητα “You don’t remember, I’ll never forget”, μου φέρνει μια χαρμολύπη. Χαρά γιατί το έμαθα σε τρυφερή (μουσικά) ηλικία, διαβάζοντας έναν άνθρωπο-δάσκαλο με τεράστιες γνώσεις στον χώρο του απέθαντου rock (ξέρεις ποιος και τι είσαι, Χρήστο, και σε ευχαριστώ ξανά), οπότε το αρχικό δέος μετατράπηκε με τα χρόνια σε συνεχώς αυξανόμενη λατρεία. Λύπη, γιατί και οι τρεις συντελεστές του, δε βρίσκονται πια εν ζωή. Και αν οι δυο είχαν κάνει τον δικό τους κύκλο και είχαν δώσει όσα ήταν να δώσουν, ο τρίτος είχε ακόμη χρόνο μπροστά του, ώστε να μας μαγέψει. R.I.P you glorious three, we thank you all.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here