Πριν λίγες μέρες ήταν η επέτειος κυκλοφορίας του “Somewhere far beyond”, ενός πάρα πολύ σημαντικού δίσκου για τους λατρεμένους του ελληνικού κοινού –και όχι μόνο- BLIND GUARDIAN. Ο Hansi Kursch, γνωστός φιλέλληνας, με το που του κάναμε την πρόταση να μιλήσουμε για τις ιστορίες πίσω από το δίσκο αυτό, αμέσως δέχτηκε, λέγοντας χαρακτηριστικά «είμαι βέβαιος ότι συζητώντας μαζί, θα θυμηθώ πολλά περισσότερα από εκείνη την περίοδο». Αν ενώσει κανείς αυτή την συνέντευξη/αφήγηση και το “Worst to best” που έκανε στο δίσκο, βγάζει πάνω από 100 λεπτά συνομιλίας και ότι θα ήθελε ο κάθε οπαδός των BLIND GUARDIAN να μάθει για το δίσκο που έβγαλε εκτός των άλλων, το “The bard’s song”. Στο τέλος της συνέντευξης, μπορείτε να δείτε και το σχετικό video, όπως συμβαίνει τακτικά σε τέτοιες περιπτώσεις! Καλή ανάγνωση.
Hansi ας μιλήσουμε για το “Somewhere far beyond”. Το άλμπουμ περιέχει δύο σύντομα κομμάτια, το ιντερλούδιο “Black chamber” και το ορχηστρικό “The piper’s calling”. Αναφορικά με το “Black chamber”, υποτίθεται πως θα εξελισσόταν σε ένα κανονικής διάρκειας τραγούδι που τελικά δεν ολοκληρώθηκε;
Αυτό το τραγούδι αναπτύχθηκε λίγο διαφορετικά. Το έγραψα την εποχή που ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις, στο σπίτι. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος ήχος πιάνο στο συνθεσάιζερ KORG M1 που χρησιμοποιούσαμε και μου άρεσε πολύ. Έπαιξα αρκετά με αυτό τον ήχο και ξέρεις, δεν ήμουν –ούτε είμαι ακόμα- σε θέση να παίξω ικανοποιητικά πιάνο. Οπότε δοκίμασα κάποιες μελωδίες και συγχορδίες, οι οποίες εξελίχθηκαν σε κάτι αρκετά ενδιαφέρον και το “Black chamber” είναι πρακτικά η εισαγωγή σε ένα μεγαλύτερο τραγούδι διάρκειας 2-3 λεπτών. Ωστόσο, το υπόλοιπο μέρος δεν ακουγόταν και τόσο ωραίο όταν ακούσαμε το τελικό αποτέλεσμα στο στούντιο. Θεωρώ εκείνη την περίσταση ως την «στιγμή της ηρωίνης» μου, διότι αυτό το υπόλοιπο κομμάτι μοιάζει να γράφτηκε από κάποιον που έχει πάρει ναρκωτικά! Έτσι το αφήσαμε εκτός και επίσης αλλάξαμε και την διάθεση, το συναίσθημα του κομματιού.
Το εισαγωγικό “Black chamber” ακούγεται λυπητερό αλλά το υπόλοιπο ακουγόταν πιο pop! Έτσι λοιπόν αφαιρέσαμε αυτό το υπόλοιπο, αλλά δεν μπορούσαμε να βρούμε κάτι ανάλογο σε συνέχεια της εισαγωγής. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι τόσο σύντομο. Μας άρεσε όπως ήταν. Βασικά είναι ένα αρκετά αυτόνομο μουσικό κομμάτι και επιπλέον είχα την ιδέα να το συνδυάσω με κάποια στιγμή από το “Twin peaks” (στμ: θρυλική τηλεοπτική σειρά μυστηρίου και τρόμου των David Lynch και Mark Frost, που έτρεξε για δύο σεζόν μεταξύ 1990-1991), πάντα αισθανόμασταν ότι αυτή η στοιχειωτική, μυστηριώδης αύρα της μουσικής σε συνδυασμό με τους στίχους ήταν αρκετή για να χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο ως ολοκληρωμένο τραγούδι. Δεν το είδαμε καν ως ιντερλούδιο αλλά ως ανεξάρτητο τραγούδι.
Θυμάμαι πως όταν ήρθε ο πιανίστας στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις (στμ: ο Stefan Will) μου είπε ότι προφανώς δεν είμαι πιανίστας, κανένας πιανίστας δεν θα το έπαιζε έτσι, επειδή ακούγεται αρκετά δημιουργικό. Αυτή την ερμηνεία έδωσε. Παρεμπιπτόντως έκανε εξαιρετική δουλειά!
Το “The piper’s calling” περιέχει γκάϊντα αλλά δεν έχει να κάνει με θέματα από την Ιρλανδία ή την Σκωτία. Σχετίζεται με την γκάιντα που ακούγεται στο τραγούδι “Somewhere far beyond” και αποφασίσατε να την χρησιμοποιήσετε για την εισαγωγή;
Είχαμε την ιδέα για την γκάιντα και το “Somewhere far beyond” για αρκετό καιρό και με αυτή την ιδέα μπήκαμε στο στούντιο. Το πρόβλημα τότε ήταν ότι δουλεύαμε με μικρότερα δείγματα και δεν μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε. Έτσι λοιπόν χρειαζόμασταν κάποιον μουσικό που έπαιζε γκάιντα, προκειμένου να ενσωματώσουμε αυτή την ιδέα κάπου μέσα στο τραγούδι.
Επίσης δεν είχαμε ιδέα για την ιδιαιτερότητα που έχουν οι γκάιντες, γενικότερα, ότι είναι προσαρμοσμένες σε συγκεκριμένα μουσικά κλειδιά. Για την ιρλανδική γκάϊντα είναι το “D” και για την σκωτσέζικη γκάϊντα είναι το “F”. Το “Somewhere far beyond” δεν ήταν γραμμένο από εμάς σε “D” και συνεχίσαμε στο στάδιο της παραγωγής έχοντας πάντα στο μυαλό να συμπεριλάβουμε κάπου την γκάϊντα.
Όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή, αναζητήσαμε αυτό τον μουσικό που να ξέρει να παίζει γκάϊντα. Στην πορεία ανακαλύψαμε ένα φίλο του πατέρα του André (στμ: Olbrich, ενός εκ των δύο κιθαριστών των BLIND GUARDIAN) που έπαιζαν μαζί στην jazz μπάντα του διάσημου κωμικού και jazz μουσικού Helge Schneider. Αυτοί έπαιζαν στο Αμβούργο, όχι πολύ μακριά από εμάς, εμείς βρισκόμασταν στα Karo Studios, στο Brackel. Η μπάντα τους έδινε κάποια συναυλία στο Αμβούργο εκείνη την εποχή και προσκαλέσαμε στο στούντιο τον πατέρα του André και τον Peter Rübsam (στμ: τον μουσικό που έπαιξε τις γκάϊντες), ζητώντας τους να μας παίξουν κάτι για το “Somewhere far beyond” και μάλιστα κάτι με ιρλανδική γκάιντα κοντά περίπου στο κλειδί που είχαμε γράψει εμείς το τραγούδι. Ο Peter Rübsam έκανε ακριβώς αυτό και του άρεσε πάρα πολύ. Η γενικότερη ιδέα ήταν να δημιουργήσουμε μία αρκετά εντυπωσιακή, δραματική εισαγωγή με γκάιντα για το “Somewhere far beyond”. Αυτή κατέληξε να είναι το “The piper’s calling”!
Ο Rübsam έπαιζε και την παραδοσιακή σκωτσέζικη γκάιντα και επικοινωνήσαμε μαζί του για τις ενορχηστρώσεις. Βέβαια η γκάιντα είναι ένα αρκετά ντελικάτο όργανο και γενικά ακούγεται όπως ακούγεται, οπότε δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να κάνει κάποιος με αυτή. Είναι αρκετά δυνατή αλλά και μελωδική, μπορείς να ελέγξεις κάπως αυτή την παράμετρο. Παρόλα αυτά, με το που ξεκινήσει η σκωτσέζικη γκάϊντα, απλά αφήνεις να εξελιχθεί ελεύθερα όλη η μελωδία της. Ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι και έπαιξε δύο φορές με ελάχιστες παραλλαγές. Συνολικά, κρατήσαμε τις δύο πρώτες ηχογραφήσεις και τις χρησιμοποιήσαμε όπως ήταν.
Το “Somewhere far beyond” ήταν το πρώτο σας άλμπουμ σε πολυεθνική δισκογραφική εταιρεία, την Virgin, ενώ αφήσατε την γερμανική No Remorse που ήταν μία μικρή εταιρεία. Τι ήταν διαφορετικό για εσάς, σαν συγκρότημα, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που υπογράψατε στην Virgin και παίζατε heavy metal που δεν ήταν και τόσο δημοφιλές είδος μουσικής εκείνη την εποχή;
Πρώτα απ’ όλα γνωρίσαμε τον μεγάλο κόσμο των μουσικών media. Πριν το “Somewehre far beyond” ήμασταν ένα συγκρότημα τοπικής, περιορισμένης εμβέλειας. Είχαμε, βέβαια, κάνει αίσθηση με τα τρία πρώτα μας άλμπουμ και η No Remorse έκανε εξαιρετική δουλειά ως μικρή, ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία. Έτσι, για τα περισσότερα παιδιά στην Ευρώπη που άκουγαν συγκροτήματα του underground χώρου, ήμασταν ήδη μία ανερχόμενη μπάντα.
Νομίζω ότι η Virgin το διέκρινε αυτό. Η No Remorse χρεωκόπησε και απλά η Virgin είδε σε εμάς την προοπτική μίας underground μπάντας να κάνει έχει ευρύτερη, μεγαλύτερη επιτυχία και έτσι άρπαξε την ευκαιρία. Είχε τον πιο «ανεξάρτητο» χαρακτήρα από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Μας φέρθηκαν πολύ καλά, σχεδόν μέχρι το σημείο που έληξε η συνεργασία μας και είχαμε μία πολύ δεμένη σχέση. Η έδρα τους ήταν στο Μόναχο, που είναι μεγαλούπολη κατά βάση αλλά έχει και παραδοσιακό χαρακτήρα. Η Virgin λειτουργούσε με γνώμονα αυτή την συνθήκη, όσον αφορά την μεταξύ μας σχέση.
Από την άλλη ήταν αρκετά προοδευτικοί και καινοτόμοι, όταν μιλάμε για μουσική. Είχαν εξαιρετικά συγκροτήματα, όπως τους DIE TOTEN HOSEN, ένα γερμανικό punk συγκρότημα που μάλλον πολύς κόσμος ακόμα θυμάται και ήταν πολύ επιτυχημένοι. Με την γνώση που κατείχε η Virgin, έχοντας στο ρεπερτόριο της ένα τέτοιο συγκρότημα, που πουλούσε περισσότερα από κάθε άλλο γερμανικό συγκρότημα εκείνη την εποχή, σε ένα μουσικό είδος όπως η punk που δεν ήταν στην κορυφή των προτιμήσεων, θεώρησαν και εμάς ως κάτι αντίστοιχο στον δικό μας χώρο. Αυτός ήταν και ο λόγος που μας υπέγραψαν.
Τελικά κατέληξε να είναι μία επιτυχημένη συνεργασία, σχεδόν για όλη την περίοδο που ανήκαμε εκεί. ήμασταν μία από τις πιο επιτυχημένες γερμανικές μπάντες που είχαν στον κατάλογό τους κι έχουμε υπάρξει μία από τις πιο επιτυχημένες ευρωπαϊκές heavy metal μπάντες. Είχαμε την αίσθηση πως είχαν την δύναμη να μας βάλουν σε πολλές αγορές όπου θα ήταν αδύνατο για την No Remorse να μας βάλει. Είχαμε έτσι κι αλλιώς την ορμή από το “Tales from the Twilight World”, όμως μαζί και με το “Somewhere far beyond” βγάλαμε δύο άλμπουμ που πραγματικά είχαν μεγάλη δυναμική. Η εταιρεία «έχτισε» τη διαχείρισή μας πάνω σε αυτά και έχω να πω ότι επιτέλους αισθανθήκαμε ασφάλεια, διότι μέχρι εκείνο το σημείο, με την No Remorse υπήρχε πάντα κάποια αβεβαιότητα. Ο Charlie Rinne (στμ: αφεντικό στη γερμανική No Remorse Records) ήταν καινοτόμος, αλλά δεν ήταν επιχειρηματίας. Προφανώς υπήρχε έλλειψη οργάνωσης και πάντα υπήρχε ο κίνδυνος της αποτυχίας. Ήταν ωραίος τύπος, έκανε πάντα πράγματα με καλή πρόθεση, όταν, όμως, δεν υπάρχει οργάνωση δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος. Είχαμε και κάποιες χαμένες ευκαιρίες ήδη από το “Tales from the Twilight World”.
Συνεπώς εμείς είχαμε την πεποίθηση ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Η Virgin ήταν πρόθυμη να μας δώσει όση ελευθερία ήταν δυνατόν να έχουμε, καθώς εκείνη την εποχή η εταιρείες συνήθιζαν να ασκούν όσο περισσότερο έλεγχο μπορούσαν, όπως και τώρα, άλλωστε. Τότε, όμως, για ένα ανερχόμενο συγκρότημα σαν κι εμάς, ήταν πολύ επικίνδυνο να είμαστε περιορισμένοι από μία μεγάλη δισκογραφική εταιρεία. Αν οι ιθύνοντες δεν έδιναν την συγκατάθεση τους να κυκλοφορήσει το άλμπουμ, τότε κυριολεκτικά δεν θα είχαμε καμία απολύτως δυνατότητα να κάνουμε κάτι παραπάνω.
Αυτή ήταν η κατάσταση στις ΗΠΑ για όλη την δεκαετία του ’90, όπου θα μπορούσαμε να έχουμε μία καλή, ανταγωνιστική τοποθέτηση στην αμερικανική αγορά. Καθώς, όμως, η Virgin και γενικά όλες οι εταιρείες του ομίλου της ΕΜΙ δεν ήταν πρόθυμες να κυκλοφορήσουν το άλμπουμ εκεί, δεν είχαμε την δυνατότητα να κυκλοφορήσουμε κάτι στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, η Virgin συμφώνησε να συνεργαστεί με την παλιά μας εταιρεία, καθώς και την ιαπωνική JVC, που μας βοήθησε να κάνουμε επιτυχία εκεί.
…και να κυκλοφορήσετε το ζωντανό άλμπουμ “Tokyo Tales” μετά το “Somewhere far beyond”. Φαίνεται ότι η λέξη-κλειδί στο “Somewhere far beyond” είναι “bards”, σε αυτό το άλμπουμ ακούστηκε πρώτη φορά. Γράψατε πρώτα τα δύο τραγούδια “The Bard’s song” (“In the Forest” και “The Hobbit”) και μετά ο Andreas Marschall δημιούργησε το artwork στο εξώφυλλο; Ή έγινε το ανάποδο;
Όχι, πρώτα γράψαμε τα τραγούδια. Παράλληλα είχαμε και την ιδέα των «περιπλανώμενων στον χώρο και τον χρόνο βάρδων, που περπατούν στα δάση κάπου μακριά» (“Somewhere far beyond”). Αυτή η ιδέα υπήρχε ήδη από τα πρώιμα στάδια της σύνθεσης των τραγουδιών.
Τα “The Bard’s song” σαφώς και έχουν κάποια σχέση με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», αλλά στην ουσία αγγίζουν την κεντρική ιδέα του άλμπουμ. Μιλάει για τις συνευρέσεις των βάρδων που περιπλανώνται στον χρόνο και αφηγούνται τις ιστορίες τους, στην εποχή που έπεται του «Χόμπιτ».
Αναφορικά με την λέξη “bard” θέλω να πω ότι την εμπνευστήκαμε από το βιντεοπαιχνίδι “Bard’s Tale”. Ο André το επισήμανε αρχικά και επειδή μου άρεσαν οι λέξεις άρχισα να τις επεξεργάζομαι με την ιδέα του βάρδου που ταξιδεύει στον χρόνο. Εκείνη την εποχή, κάποιοι, ίσως και λόγω του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», ξεκίνησαν να μας αποκαλούν “minstrels” (στμ: «αοιδούς») και να μας συνδέουν με θέματα λαϊκής παράδοσης και φαντασίας. Ως εκ τούτου θεωρήσαμε ότι θα ήταν πολύ ταιριαστό να παρουσιάσουμε κάτι ανάλογο.
Βέβαια δε θα μπορούσατε να φανταστείτε τι θα γινόταν όταν θα παίζατε το “The bard’s song: In the forest” στις συναυλίες σας. Πότε ξεκίνησε όλο αυτό; Μου σηκώνεται ακόμα η τρίχα, μόνο στη σκέψη του κοινού να τραγουδάει αυτό το κομμάτι. Το κοινό το τραγουδάει και όχι εσύ. Πότε ξεκίνησε το κοινό να τραγουδάει το “The bard’s song” πρώτη φορά και πως πιστεύεις ότι διαδόθηκε τόσο πολύ ώστε σε όλα τα shows το κοινό να τραγουδάει αυτό το τραγούδι;
Καταλάβαμε ότι είμαστε η αγαπημένη μπάντα των οπαδών των Role Playing Games. Όχι μόνο των computer games, αλλά και των board games, των παιχνιδιών με κάρτες και life role games. Κι όλοι αυτοί έχουν αδυναμία στη μεσαιωνική μουσική. Όμως είμαι σίγουρος ότι κατά την περιοδεία του 1992, το κοινό δεν τραγουδούσε πολύ τα τραγούδια μαζί μας και αυτό οφειλόταν στον απλό λόγο ότι δεν ήξεραν τους στίχους, όπως επίσης και στο γεγονός ότι δεν είχαμε σκεφτεί πως θα τους συμπεριλάβουμε ώστε να τραγουδούν μαζί μας. Αυτό άρχισε βασικά να συμβαίνει το 1995-96, κυρίως όταν επισκεφτήκαμε για πρώτη φορά την Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιταλία. Το ποσοστό αυτών που τραγουδάνε τους στίχους στις συναυλίες είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι στις Κεντρο-Ευρωπαϊκές χώρες, όποτε φαντάζομαι ότι κάτι θα μας έδωσε την ώθηση εκεί να καταλάβουμε ότι στην πραγματικότητα δε χρειαζόταν να τραγουδάω το τραγούδι. Βέβαια εμείς μπορούμε να τραγουδήσουμε καλύτερα το τραγούδι, όποτε ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για μας να ανταποκριθούμε ή να αντιδράσουμε σε αυτό που έκανε το κοινό και πιστεύω ότι τότε δοκιμάσαμε διάφορα πράγματα αφού συνειδητοποιήσαμε ότι τραγουδούσαν όλο το τραγούδι. Π.χ. θα πρέπει να τραγουδήσω μόνο το ρεφρέν ή να σταματήσω εκεί; Και τότε το επεκτείναμε και έγινε περισσότερο από εμφανές ότι εκτός από κάποια πολύ μικρά σημεία, όπως το δεύτερο ρεφρέν, δε θα πρέπει να τραγουδάω πια. Σίγουρα συνέβη πιο πολύ στη Νότιο Ευρώπη από οποιαδήποτε άλλο σημείο, γιατί παίξαμε το τραγούδι στην Ιαπωνία και πήρε κάποιο χρόνο μέχρι να αποκτήσει τον ίδιο ενθουσιασμό εκεί όπως κυρίως στην Ευρώπη. Μετά ήταν σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μόλις οι οπαδοί άκουσαν κάτι τέτοιο για πρώτη φορά, που πιστεύω ότι έγινε με την κυκλοφορία του “Forgotten tales”, τότε κάτι τέτοιο γίνεται εντελώς φυσικό και ο κόσμος περνάει πολύ καλά με αυτό. Είναι η ειλικρίνεια του τραγουδιού την οποία ο κόσμος συμμερίζεται, έχει μια πολύ καλή ατμόσφαιρα και βγάζει ένα πολύ καλό συναίσθημα. Είναι πολύ καλό που είναι αυτό το τραγούδι, αλλά δε θα μπορούσα να έχω μια πραγματική εξήγηση γιατί συμβαίνει αυτό.
Κανένας δε ξέρει γιατί. Αλλά όταν βρίσκεσαι στο κοινό, απλά ξεκινάς να τραγουδάς. Όταν βλέπεις ότι όλο και πιο πολλοί άνθρωποι τραγουδάνε τους στίχους, τότε δεν έχεις επιλογή από το να αρχίσεις και συ να τραγουδάς! Ακόμα και αν δε σου αρέσει να τραγουδάς. Αλλά κάποιος πρέπει να το ξεκινήσει. Και τώρα με το internet και το YouTube, τα οποία είναι πλέον πολύ διαδεδομένα, είναι πολύ εύκολο να ξεκινήσεις κάτι τέτοιο, αλλά τότε δεν υπήρχε ούτε YouTube ούτε internet. Κανείς δεν ήξερε τι γίνονταν στην Ισπανία. Αυτό είναι και το περίεργο και το σπουδαίο πράγμα αυτού του τραγουδιού. Αυτή η αύρα δημιουργήθηκε ξεχωριστά σε όλες αυτές τις χώρες. Δεν ήταν ένα μαζικό φαινόμενο. Συνέβη σε κάθε χώρα σαν ξεχωριστό γεγονός. Αυτό είναι ένα τεράστιο γεγονός και για αυτό πιστεύω ότι καμία μπάντα στο heavy metal, ούτε ακόμα και εσείς στους επόμενους δίσκους σας, δε κατάφερε να δημιουργήσει ένα ακουστικό τραγούδι που να είναι τόσο δημοφιλές όσο το “The bard’s song”. Και αν είχατε προσπαθήσει να κάνετε ξανά το ίδιο πράγμα, πιστεύω ότι θα ήταν απίθανο να ξαναγράψετε άλλο ένα “The bard’s song”.
Ναι, είναι απίθανο. Είχα τουλάχιστον άλλες δυο ιδέες για ακουστικά τραγούδια που ήταν αρκετά κοντά σε αυτό, τα τελευταία 20 χρόνια και ακόμα και όταν κάναμε το “Somewhere far beyond” είχα άλλη μια ιδέα για ένα ακουστικό τραγούδι πάνω στην οποία δε δουλέψαμε ποτέ και δεν την τελειώσαμε ποτέ, γιατί με κάποιο τρόπο νιώθεις ότι έχει σχεδόν το ίδιο συναίσθημα με το “The bard’s song” αλλά δε καταλήγει κάπου και εμείς σταματάμε να δουλεύουμε πάνω σε τέτοια πράγματα πολύ γρήγορα. Ήταν σύμπτωση και μεγάλο προνόμιο για μας που καταφέραμε και γράψαμε το κάπως παρόμοιο τραγούδι “A past and a future secret”, το οποίο ωστόσο είναι ένα τελείως διαφορετικό τραγούδι. Και βέβαια ακόμα και σήμερα αν έχουμε κάποια ιδέα για ακουστικό τραγούδι θα τη χρησιμοποιήσουμε. Αλλά όπως είπα ότι μερικές φορές αν πας με μια τέτοια ατμόσφαιρα τότε το πιο πιθανό είναι να αποτύχεις σχεδόν αμέσως. Και χωρίς να το σκέφτομαι αυτό συνέβη σε μένα ήδη 2 ή 3 φορές και θυμάμαι ότι υπήρχε ένα ακουστικό τραγούδι που έκανα για το “Beyond the red mirror” το οποίο δεν επιλέχθηκε για το δίσκο για το λόγο ότι είχε την ίδια ατμόσφαιρα με το “The bard song” και θα το καταλάβαινες, αλλά αμέσως θα έλεγες ότι δεν είναι το ίδιο. Για εμάς δεν ήταν ποτέ απαραίτητο να βάλουμε ένα τέτοιο τραγούδι σε ένα δίσκο κι έτσι καταλήγει σε κάποιο συρτάρι. Είμαι σίγουρος ότι κάποιο από αυτό το υλικό ήταν πολύ καλό, αλλά όχι αρκετά καλό.
Θεωρείς το “Somewhere far beyond” τον πιο σημαντικό δίσκο της καριέρας σας; Δεν εννοώ τον καλύτερο δίσκο, αλλά τον πιο σημαντικό. Ήταν η πρώτη φορά που περιοδεύσατε στην Ιαπωνία, ήταν η πρώτη φορά που υπογράψατε σε μια τεράστια δισκογραφική εταιρεία, η πρώτη φορά που κάνατε πολλά-πολλά πράγματα με αυτόν τον δίσκο. Γιατί ξέρω ότι είχες γράψει στα liner notes μιας κυκλοφορίας σας ότι δε τον θεωρούσες τόσο καλό όσο το “Tales from the twilight world” και ότι πλέον έχεις αλλάξει άποψη.
Αυτό είναι σίγουρο. Είναι καλύτερο από το “Tales…”. Αλλά είμαι ακόμα σε δίλλημα τι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση γιατί κάναμε το άλμα από το καθαρά underground στο mainstream, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα, με το “Tales from the twilight zone”. Όμως αν κοιτάξεις την επιτυχία, την επιτυχία στα chart κ.ά., τότε το “Somewhere far beyond” κατά πάσα πιθανότητα να είναι ο ποιο σημαντικός δίσκος στην καριέρα μας. Νομίζω ότι ξεπεράσαμε αυτή την επιτυχία με κάποια από τα επόμενα άλμπουμ μας, ιδιαίτερα με το “Imaginations…” και το “Nightfall…”, αλλά από τον αντίκτυπο που είχε και εξαιτίας του στάτους που έχει ακόμα ένα τραγούδι σαν το “The bard song”, και εσύ μόλις το ανέφερες, είναι ο πιο σημαντικός. Είναι δύσκολο για οποιαδήποτε άλλη μπάντα να γράψει ένα ακουστικό τραγούδι που θα δημιουργεί την ίδια αίσθηση. Όποτε θα πω ναι.
Για άλλη μια φορά δουλέψατε με τον Kai Hansen, αλλά αυτή τη φορά δεν έκανε δεύτερα φωνητικά. Έπαιξε ένα κιθαριστικό solo στο “The quest for Tanelorn”. Πως έγινε αυτό; Θέλατε απλά κάποια αλλαγή;
Συνέβη εντελώς τυχαία. Δε θυμάμαι αν δεν έκανε καθόλου δεύτερα φωνητικά. Ίσως δεν ήταν εκεί. Όμως ήταν ξεκάθαρο για μας, όταν μπήκαμε στο στούντιο, ότι το “The quest for Tanelorn” δεν ήταν ένα ολοκληρωμένο τραγούδι και ο Kai το άκουσε όταν μας επισκέφτηκε και του άρεσε τόσο πολύ που του προτείναμε να προσπαθήσουμε να το συνθέσουμε μαζί και να το τελειώσουμε σε ένα τζαμάρισμα, το οποίο και κάναμε τελικά. Δε μπορώ να θυμηθώ ποια κομμάτια συνείσφερε ο Kai. Σίγουρα κάποια από τα μελωδικά licks είναι δικά του. Οποιοδήποτε μέρος θα μπορούσε να είναι πρότασή του, αλλά πραγματικά δε μπορώ να θυμηθώ. Αυτό που μπορώ να θυμηθώ είναι ότι κυρίως εστίασε στις κιθάρες και βασικά εγώ έκανα τα φωνητικά, όπως πάντα κάνω. Δεν υπήρχε λόγος για τον οποίο δεν έκανε τα φωνητικά. Πιθανότατα γιατί δεν υπήρχε κάποιο μέρος στο “The quest for Tanelorn” το οποίο να το θεωρούσαμε κατάλληλο γι’ αυτόν. Απλά συνέβη εντελώς τυχαία. Για εμάς η αίσθηση ήταν να συνθέσουμε μαζί ένα τραγούδι και θυμάμαι ότι αργότερα προσπάθησε να αλλάξει τις ενορχηστρώσεις σε κάποια πράγματα, ίσως να ήταν το “Theater of pain” το οποίο επίσης θεωρούσε ότι ήταν ένα δυνατό κομμάτι, όπως και εμείς άλλωστε. Θεωρούσαμε ότι θα μπορούσε να γίνει το πρώτο μας ραδιοφωνικό χιτ εκείνη την εποχή, γιατί είχε μια κατά κάποιο τρόπο heavy metal αίσθηση αλλά και ένα σχεδόν εμπορικό ρεφρέν και διάφορα άλλα κομμάτια σε αυτό. Το θεωρούσαμε τότε την “FOREIGNER” στιγμή των BLIND GUARDIAN, ξέρεις με τα σημεία με το πιάνο και όλα αυτά τα πομπώδη μέρη κλασικής μουσικής που υπάρχουν εκεί. Όποτε ήμασταν πολύ αισιόδοξοι γι’ αυτό και το ίδιο και ο Kai, και μας είπε ότι με τον τρόπο που φτιάχναμε τις δομές των τραγουδιών δεν πρόκειται να κάναμε κάποιο hit και εκείνος ήξερε να γράφει τέτοιου είδους τραγούδια, έτσι πήρε το τραγούδι στο σπίτι του και μας είπε ότι θα το απλοποιήσει. Αλλά ήρθε μετά από 2 μέρες στο στούντιο και μας είπε ότι είναι αδύνατο να το απλοποιήσει κάποιος οποιοδήποτε από τα τραγούδια μας. Δεn μπορείς απλά να πάρει κάτι και να το βγάλεις από εκεί. Αυτό είναι μια ευλογία αλλά και ένα δίλλημα την ίδια στιγμή. Είπε ότι δεn μπορούσε να κάνει κάτι με αυτό το τραγούδι, γιατί αν βγάλεις αυτό το σημείο το τραγούδι θα καταστραφεί, αν προσθέσεις άλλη μια αλλαγή, θα καταστρέψεις το τραγούδι, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι εδώ πέρα. Και αυτό είναι και ο λόγος που η ορχηστρική έκδοση του “Theater of pain”, η οποία υπάρχει και στο CD, δε διαφέρει και πολύ από την άλλη έκδοση. Προσπαθήσαμε να την κάνουμε λίγο πιο mainstream προσθέτοντας διαφορετικά ντραμς και μερικά άλλα μικροπράγματα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξουμε τον χαρακτήρα της δομής του τραγουδιού και ο Kai το κατάλαβε αυτό εκείνη τη στιγμή. Όποτε κρατήσαμε μόνο το “The quest for Tanelorn”. Δε θυμάμαι να έκανε δεύτερα φωνητικά. Όχι, δεν έκανε. Ήταν μόνο ο Rolf Köhler και ο Billy King που έκαναν τα δεύτερα φωνητικά σε αυτόν τον δίσκο, όποτε έχεις δίκιο. Δεν έκανε δεύτερα φωνητικά ο Kai.
Αυτός δεν είναι ένας concept δίσκος. Κάθε ξεχωριστό τραγούδι έχει το δικό του concept. Βασίζεται σε ένα βιβλίο ή μια ταινία ή μια τηλεοπτική σειρά. Ισχύει αυτό;
Ναι. Εκτός από το εξώφυλλο του δίσκου, για το οποίο είχαμε στο μυαλό μας το “The bard’s song”, τα τραγούδια συνδέονται μεταξύ τους γιατί κάθε ξεχωριστό τραγούδι εξιστορείται από διαφορετικό βάρδο. Και αυτοί οι βάρδοι είναι ταξιδιώτες στο χρόνο και επεμβαίνουν σε διάφορες στιγμές στην πραγματικότητα, σε διαφορετικά σύμπαντα, στην φαντασία, οπουδήποτε. Γίνονται μάρτυρες διαφόρων γεγονότων που είναι σημαντικά, αλλά δε μπορούν να τα αλλάξουν. Αυτή είναι η βασική ιδέα για το “Somewhere far beyond”. Η σύνδεση δίνεται από το εξώφυλλο του δίσκου και ότι πάντα υπάρχει ένας βάρδος που ταξιδεύει στον χρόνο και παρουσιάζει την ιστορία. Εκτός από αυτό δεν υπάρχει άλλη σύνδεση.
Τα θέματα που πραγματεύονται οι στίχοι, έχουν να κάνουν με τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, όπως το “Lord of the rings”, το “Dark tower”, το “Twin peaks”. Δεν πιστεύεις ότι είναι ώρα να γίνει κάποιο σήριαλ για τον Elric, τον Eternal Champion ή το “The merman’s children” στο Netflix ή σε κάποια άλλη πλατφόρμα; Θα ενδιέφερε τους BLIND GUARDIAN να παίξουν σε κάποιο τέτοιο soundtrack;
Πριν είκοσι χρόνια ήταν να γίνει ο Elric, αν δεν κάνω λάθος από τα αδέρφια που είχαν κάνει το “Fargo” (σ.σ. τα αδέρφια Coen), τα οποία φημολογούνταν ότι είχαν τα δικαιώματα. Δεν ξέρω αν ήταν φήμη απλά, αλλά είναι ώρα να γίνει μία τέτοια ταινία ή σήριαλ. Γνωρίζουμε και όλες τις ιδέες του Tolkien για τις οποίες συζητά η Amazon, αλλά και όλα αυτά που έχουν να κάνουν με το “Game of thrones” και πιθανώς να γίνουν τηλεοπτικές σειρές. Αν ασχοληθεί κάποιος με τον Eternal Champion και τον Elric, νομίζω ότι θα κάνει μία πολύ έντονη ταινία. Σχετικά με το αν θέλουμε να κάνουμε τέτοια μουσική, ναι, φυσικά και θέλουμε, αλλά θα πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε. Η μουσική για soundtrack, έχει πολλές προκλήσεις. Κάνουμε μουσική με δυνατές εικόνες. Κάθε μας τραγούδι, σου φέρνει στο μυαλό εικόνες και κόσμους. Αν κλείσεις τα μάτια σου, θα δεις εικόνες που δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται από τους στίχους. Αυτό συμβαίνει επειδή η μουσική μας είναι πολύ πλούσια, τη στιγμή που στα soundtrack, χρειάζεται να παίζεις μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Η μουσική στα soundtrack, έχει την ανάγκη να εμπλουτιστεί όταν αλλάζεις σκηνή ή όταν φτάνεις σε μία κορύφωση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πρέπει να είναι διακριτική και σίγουρα όταν θέλεις να περιγράψεις τη μουσική μας, δεν χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη (γέλια). Τα soundtrack, λοιπόν, θα ήταν μία πάρα πολύ ισχυρή πρόκληση για εμάς.
Τα bonus tracks, οι διασκευές στο “Spread your wings” των QUEEN και στο “Trial by fire” των SATAN, ηχογραφήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια ή υπήρχαν από πριν;
Ηχογραφήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου και τα είχαμε στο μυαλό μας πολύ καιρό πριν. Μέχρι και προ-παραγωγή είχαμε κάνει. Αν δεν κάνω λάθος, η ιδέα για τη διασκευή στο “Spread your wings”, πρέπει να υπήρχε πριν πεθάνει ο Freddie Mercury. Θυμάμαι, θέλαμε να κάνουμε το “Don’t stop me now” στο “Tales…”, αλλά θα ήταν πολύ δύσκολο και το αφήσαμε στην άκρη. Δεν το είχαμε και ανάγκη, να σου πω την αλήθεια, επειδή στα χρόνια του βινυλίου, τα 40’ μουσικής που είχαμε ήταν ήδη πάρα πολλά. Με τη live εκδοχή του “Run for the night”, ήμασταν ήδη ΟΚ και με το CD. Είχαμε περιορισμένο χρόνο και για το άλμπουμ, οπότε αφήσαμε απ’ έξω οποιαδήποτε ιδέα για διασκευή. Τα πρώτα τραγούδια που γράφαμε, θεωρούσα ότι δεν είχαν μεγάλες διαφορές στη σύνθεση από το “Tales…”, αν εξαιρέσει κανείς το “The bard’s song” για παράδειγμα, αλλά στην πορεία αυτό άλλαξε. Και η Virgin και η JVC, η εταιρία μας στην Ιαπωνία, εντυπωσιάστηκαν από αυτά που άκουσαν όταν ήρθαν στο στούντιο να τσεκάρουν το υλικό. Συζητήσαμε μαζί τους για πιθανές διασκευές και στη Virgin άρεσε πολύ η ιδέα να διασκευάσουμε QUEEN. Αποφασίσαμε να κάνουμε το “Spread your wings”, επειδή άρεσε σε όλους μας και θεωρούσαμε ότι μπορούσαμε να το διασκευάσουμε καλά. Προσπαθήσαμε πάρα πολύ για να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα και θεωρώ ότι είναι από τις πιο δύσκολες διασκευές που έχουμε κάνει. Σε σημείο που μάλλον θα έπρεπε να είχαμε προσπαθήσει ακόμα περισσότερο και να τα είχαμε πάει ακόμα καλύτερα. Το αντίθετο θα έλεγα για το “Trial by fire”. Σε όλους μας αρέσουν οι SATAN και αυτό ήταν το αγαπημένο μας τραγούδι από το “Caught in the act”, δεν χρειάστηκε να προσπαθήσουμε πολύ για να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα όμως. Κάναμε προ-παραγωγή, αλλά φάνηκε ότι μας ταίριαζε πάρα πολύ και δεν μας πήρε σχεδόν καθόλου χρόνο για να το ηχογραφήσουμε. Αποδείχθηκε ότι ήταν μία πολύ καλή διασκευή.
Πάμε να πούμε λίγο και που βρισκόμαστε με το νέο άλμπουμ των BLIN GUARDIAN;
Τη μέρα που μιλάμε (σ.σ. 21 Ιουνίου), αποφασίσαμε ποιος θα κάνει το mastering, τελειώσαμε με τη μίξη και θα ήθελα να παραδώσω το υλικό στην εταιρία μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες. Είναι μακράν, ο πιο έντονος δίσκος που έχουμε κάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Θα το περιέγραφα σαν μία βόλτα με rollercoaster, υπάρχουν πολλά στοιχεία BLIND GUARDIAN που θα εκπλήξουν τον κόσμο και είμαι περίεργος να ακούσω τι θα πουν οι οπαδοί μας. Είναι πολύ πολύ δυνατός δίσκος και θα προκαλέσει έκπληξη σε πολύ κόσμο…
Από ποια άποψη θα εκπλήξει τον κόσμο; Θα είναι πιο ευθύ; Πιο συμφωνικό;
Είναι ευθύ, με την έννοια των BLIND GUARDIAN. Μην το συγκρίνεις με άλλους δίσκους. Για άλλα σχήματα μπορεί να μην είναι ευθύ, για τους BLIND GUARDIAN όμως, είναι. Είναι πολύ επιθετικό άλμπουμ, πολύ σκοτεινό και παρότι γράφτηκε πριν από την πανδημία, μπορείς να αισθανθείς ότι υπάρχει πολύς θυμός. Παρότι βγάζει κάποια catchy και θετικά vibes, υπάρχει πολλή ωμή ενέργεια.
Σάκης Φράγκος
(μετάφραση: Σάκης Φράγκος, Κώστας Τσιρανίδης, Γιώργος Βογιατζής)