Οι Black Sabbath Ανακοινώνουν το “Back To The Beginning”
Οι θρύλοι του Metal ενώνουν τις δυνάμεις τους για να γιορτάσουν την Τελική Εμφάνιση του Ozzy Osbourne
5 Ιουλίου στο Villa Park
Όλα τα κέρδη από τη συναυλία θα ΔΙΑΝΕΜΗΘΟΥΝ ΙΣΟΤΙΜΑ ανάμεσα σε: Cure Parkinson’s, Birmingham Children’s Hospital και Acorn Children’s Hospice.
Οι αυθεντικοί Black Sabbath – Ozzy Osbourne, Tony Iommi, Geezer Butler και Bill Ward – θα παίξουν μαζί για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Το συγκρότημα θα ανέβει στη σκηνή ως headliner στο BACK TO THE BEGINNING στις 5 Ιουλίου στο Villa Park.
Η εκδήλωση-υπερπαραγωγή θα γιορτάσει τους αληθινούς δημιουργούς του heavy metal και θα περιλαμβάνει ένα σύντομο σετ του Ozzy Osbourne πριν ενωθεί με τους Black Sabbath για την αποχαιρετιστήρια εμφάνισή του.
Ο Ozzy Osbourne δήλωσε: «Ήρθε η ώρα να επιστρέψω στην αρχή… να δώσω πίσω στον τόπο όπου γεννήθηκα. Πόσο ευλογημένος είμαι που το κάνω με τη βοήθεια ανθρώπων που αγαπώ. Το Birmingham είναι το αληθινό σπίτι του metal. Birmingham για πάντα.»
Οι Black Sabbath δημιουργήθηκαν στο Birmingham το 1968, κι έγιναν ένα από τα πιο επιτυχημένα metal συγκροτήματα όλων των εποχών, με πάνω από 75 εκατομμύρια πωλήσεις άλμπουμ παγκοσμίως. Καθορίζοντας το πρότυπο για την εξέλιξη του heavy metal, η επιρροή και η σημασία τους παραμένουν εξίσου ζωτικής σημασίας σήμερα όσο και στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Ο Μουσικός Διευθυντής Tom Morello δήλωσε: «Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη heavy metal συναυλία όλων των εποχών.»
Το BACK TO THE BEGINNING θα περιλαμβάνει εμφανίσεις από:
Metallica, Slayer, Pantera, Gojira, Halestorm, Alice in Chains, Lamb of God, Anthrax και Mastodon.
Η ολοήμερη εκδήλωση θα φιλοξενήσει επίσης ένα supergroup μουσικών. Μέχρι στιγμής έχουν ανακοινωθεί οι: Billy Corgan (The Smashing Pumpkins), David Draiman (Disturbed), Duff McKagan & Slash (Guns ‘n Roses), Frank Bello (Anthrax), Fred Durst (Limp Bizkit), Jake E Lee, Jonathan Davis (Korn), KK Downing, Lzzy Hale (Halestorm), Mike Bordin (Faith No More), Rudy Sarzo, Sammy Hagar, Scott Ian (Anthrax), Sleep Token ii (Sleep Token), Papa V Perpetua (Ghost), Tom Morello (Rage Against The Machine), Wolfgang Van Halen και Zakk Wylde.
Περισσότερα ονόματα θα ανακοινωθούν σύντομα.
Τα εισιτήρια θα διατεθούν προς πώληση την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025 στις 10 π.μ. (GMT) στο LiveNation.co.uk.
Όλα τα κέρδη θα διατεθούν στους εξής φιλανθρωπικούς οργανισμούς:
Cure Parkinson’s, Birmingham Children’s Hospital και Acorns Children’s Hospice, ένα παιδιατρικό ίδρυμα που υποστηρίζεται από την Aston Villa.
Οι AVATARIUM διατύπωσαν μία ερώτηση το 2022 με το δίσκο τους “Death, where is your sting.” Η απάντηση είναι μάλλον ο τίτλος της νέας τους δισκογραφικής δουλειάς “Between you, God, the Devil & the dead”.
Είναι εμφανές ότι το συγκρότημα από τη Σουηδία έχει σίγουρα ξεφύγει από side project του mainman των CANDLEMASS, Leif Edling (κάπου το 2013). Η σκοτεινή ατμόσφαιρα τα βαριά riff που θυμίζουν τους θρύλους του doom υπάρχουν αλλά έχουν εμποτιστεί με αυτή τη ρετρό προσέγγιση που εν τέλει ο συνδυασμός καταλήγει να βγάζει κάτι φρέσκο.
Βέβαια σαν οπαδός του Leif θα χαρακτήριζα τον τωρινό ήχο του σχήματος σαν το πάντρεμα των CANDLEMASS του “From the 13th sun” με τους δίσκους των KRUX.
Κι όμως είναι πολλά περισσότερα.
Από το κατακλυσμικό εναρκτήριο “Long black baves”, μέχρι το συναισθηματικό, ομώνυμο κομμάτι του δίσκου η μπάντα δείχνει ότι είναι γεμάτη έμπνευση και δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να επαναληφθεί.
To ακούς αυτό σε κομμάτια όπως “I see you better in the dark” που ροκάρει σα να γράφτηκε στον πυρετό των 70s. Συνυπάρχει όμως με doom πέλεκες όπως το “Being with the dead” και το “Until forever and again” αλλά και με πειραματικά ακουστικά συναισθηματικά κομμάτια όπως το “Lovers give a kingdom to each other”.
Ethinc περάσματα, dark folk ήχοι λειτουργούν σαν τους περισπασμούς στο μονοπάτι από το οποίο όμως δεν ξεστρατίζεις και σε οδηγεί στην απόλυτη καταδίκη.
Κάπου εδώ να πω ότι ακούω την ερμηνεία της Jennie-Ann στα περισσότερα κομμάτια να έχει τη ζεστασιά του Johan Langquist στις τελευταίες του δουλειές με CANDLEMASS. Δεν ξέρω αν είναι εσκεμμένο ή αν είναι ιδέα μου αλλά είναι υπέροχο.
Ο ήχος είναι κρυστάλλινος αλλά όχι γλειμμένος. Έχει μια ζωντάνια που αναδεικνύει τις ιδιαίτερες συνθέσεις. Στα μεγάλα ατού του συγκροτήματος είναι ότι δεν αφήνουν τον πειραματισμό να τους στερήσει το song writing. Αυτό σημαίνει ότι οι δομές έχουν ελευθερία αλλά όχι χάος. Δεν περιφρονούν τα ωραία, πιασάρικα ρεφρέν και τις ωραίες μελωδίες. Εντυπωσιακό ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου διαρκεί 7 λεπτά παρά δευτερόλεπτο και το μικρότερο 3.34. Μάλιστα τα μικρά και περιεκτικά κομμάτια δεν είναι λίγα. Δηλαδή σπάνε το καλούπι του “ατελείωτου” που χαρακτηρίζει αρκετές doom δουλειές.
Ο καμβάς της νέας δουλειάς των AVATARIUM είναι σαφώς φιλοτεχνημένος με πινελιές από σκούρα χρώματα. Παρουσιάζουν έντονο ενδιαφέρον οι επιλογές της ενορχήστρωσης που ενώ εμπνέονται από την κλασσική μουσική δεν μετασχηματίζονται σε μια συμφωνική σούπα.
Οι ΑVATARIUM κοιτούν κατάματα τους Doom Purists. Και θέτουν το ερώτημα. Οι μανιέρες κάνουν τον ήχο σε ένα doom δίσκο ή η πικρόγλυκη γεύση σαν δηλητήριο όταν μπει η ταφόπλακα της τελευταίας νότας;
Η απάντηση βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε σένα, το Θεό το διάβολο και τους νεκρούς.
Εδώ αφήνουμε λίγο στην άκρη το progressive και κάθε του λατρεμένη ή λιγότερη θελκτική του έκφανση και ανηφορίζουμε προς Βορρά. Στάση Σουηδία και ακρόαση του νέου, δέκατου άλμπουμ των EREB ALTOR. Οι πανάξιοι συνεχιστές της κληρονομιάς των BATHORY όπως τους αποκαλεί η πλειοψηφία του κόσμου, επανέρχονται δαμάζοντας τις φουρτουνιασμένες θάλασσες και ως γνήσιοι απόγονοι της viking κουλτούρας τους, τιθασεύουν τα στοιχειά της φύσης, χαρίζοντας σε όλους εμάς αστείρευτες δόσεις πνευματικής ανάτασης και ευδαιμονίας.
Το “Halsingemorker” όσο και αν ηχεί ως γλωσσοδέτης για τους πολλούς, άλλο τόσο -κι ακόμα περισσότερο- λειτουργεί ως λάβα έτοιμη να καταπιεί τα πάντα στο διάβα της. Και εδώ αξίζει να αναφερθεί πως όσο περνούν τα χρόνια και οι κυκλοφορίες τους αριθμούν πλέον τις δέκα, τόσο διατηρείται το ποιοτικό τους επίπεδο αλλά παράλληλα και η καλλιτεχνική τους εξέλιξη. Στοιχείο που έχει την δική του σημασία και αναμφισβήτητα τιμά τους κινητήριους μοχλούς Daniel Bryntse και Crister Olsson αλλά και όσους εμπλέκονται στον ευρύτερο οργανισμό.
Η πεμπτουσία της μουσικής των EB αν και πλειοψηφικά εναρμονίζεται με τον σκληρό πυρήνα του viking metal, όσο τα χρόνια αβίαστα κυλούν, “επιβάλλει” στον εαυτό της αλλά και στους ακροατές της, την συρροή συστατικών που της επιτρέπει να αναπνέει τον καθαρό και αναζωογονητικό αέρα της ανανέωσης. Όχι με τρόπο αθρόο, άτακτο και ασύμμετρο αλλά στοχευμένο και “χειρουργικά” τοποθετημένο και εκτελεσμένο. Οι black αναφορές υπήρχαν ούτως ή άλλως είτε σε φωνητικά μέρη είτε στο drumming και η αλήθεια είναι πως ασχέτως αν σίγουρα δεν πρόκειται για είδος που ακούω, παραδέχομαι εύκολα πως η μορφή που έχουν ενσωματωθεί υπερτονίζουν την ατμόσφαιρα που οι δημιουργοί τους επιδιώκουν να προσδώσουν.
Υπάρχει, όμως και μια πλειάδα κλασικότροπων ριφ και solos στην οποία δεν μας είχαν συνηθίσει σε τέτοιες ποσότητες οι Σκανδιναβοί. Κι εδώ έγκειται η στάση τους να μην μείνουν παθητικά προσηλωμένοι στο αρχέγονο όραμα τους αλλά να το “μπολιάσουν” με ήχους που φαινομενικά δεν συνάδουν καθ’ ολοκληρία με το στυλ που έχουν επιλέξει, στην πραγματικότητα, όμως, λειτουργούν ως λαχταριστό συνοδευτικό στο υφιστάμενο γευστικότατο κυρίως γεύμα.
Αν προτιμάτε το epic/viking metal σας προσαρμοσμένο στα σύγχρονα μουσικά δεδομένα, δίχως παράλληλα να έχει απωλέσει επ’ ουδενί τον δυναμισμό, την μελωδικότητα, τον αυθορμητισμό, την ένταση, την ατμοσφαιρικότητα και τον λυρισμό του, το “Halsingemorker” λειτουργεί ως μία ευκόλως προτεινόμενη κυκλοφορία. Υλικό που σέβεται τις γραφές των πρωτοδιδαξάντων αλλά επιχειρεί να το εκφράσει μέσα από ένα ολοδικό του πρίσμα και που στο τέλος της ημέρας, μας “υποχρεώνει” να το ακούμε ξανά και ξανά. Δύσκολα συμβαίνει στην μουσική βιομηχανία του σήμερα αλλά δεν παύει να υφίσταται έστω και αν οι οιωνοί της εμπορικής απήχησης δεν ήταν ποτέ με το μέρος του ιδιώματος.
«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το άλμπουμ; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα bestseller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: GIN LADY ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Before the dawn of Time” ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Ripple Music ΣΥΝΘΕΣΗ:
Anthon Johansson – Μπάσο, φωνητικά, πλήκτρα
Fredrik Normark – Τύμπανα, κρουστά
Johnny Stenberg – Κιθάρα, φωνητικά
Magnus Kärnebro – Φωνητικά, κιθάρα ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: Ripple Music Bandcamp Gin Lady Bandcamp Facebook Spotify Instagram
Από το 2011 μέχρι σήμερα, οι Σουηδοί GINLADY έχουν χαράξει τον δικό τους δρόμο στον «κόσμο» που, πολύ ταιριαστά, έχουμε ονομάσει “vintage rock”. Αν έπρεπε να τους χαρακτηρίσω με μια λέξη, αυτή θα ήταν η λέξη «παρέα». Αυτό σου βγάζει πρωτίστως η μουσική τους. Καταλαβαίνεις ακούγοντας τους δίσκους τους πως πρόκειται για φίλους που μαζεύτηκαν, έφτιαξαν συγκρότημα και έκτοτε δημιουργούν, κατά κύριο λόγο για να εκφράζονται καλλιτεχνικά και να περνούν καλά. Ο μέχρι τώρα κατάλογός τους, περιλαμβάνει τα “Gin Lady” (2011), “Mother’s ruin” (2013), “Call the nation” (2015), “Electric earth” (2017), “Tall sun crooked moon” (2019) και “Camping with Bohdi” (2021). Όλα τους υπέροχα άλμπουμ, ταγμένα στην rock νοοτροπία της δεκαετίας του ’70, αλλά με έναν υπέροχο, «φρέσκο αέρα» να τα συνοδεύει.
“BeforethedawnofTime” τιτλοφορείται το ολοκαίνουργιο άλμπουμ τους. Ηχογραφημένο «ζωντανά» (ναι, καλά διάβασες, «ζωντανά») στο Svenska Grammofonstudion της πατρίδας τους, το “Before the dawn of Time” είναι καθόλα αντάξιο της αξίας τους και του ονόματος που έχουν, με την αξία τους, δημιουργήσει στον χώρο τους. Καταρχάς, το ότι ηχογραφήθηκε “live” στο studio, δείχνει μπάντα με cojones πολύ μεγάλου μεγέθους. Μπαίνουμε, έχουμε εμπιστοσύνη στη «χημεία» μας, ηχογραφούμε, βγαίνουμε. Πόσοι μπορούν να το κάνουν αυτό, εκεί έξω; Ελάχιστοι. Η συντριπτική πλειοψηφία, λίγο έως πολύ, δουλεύει με τη γνωστή μέθοδο των ξεχωριστών – διαδοχικών ηχογραφήσεων. Και καλά κάνει, εφόσον αδυνατεί να ηχογραφήσει “live”.
Σε τούτο το άλμπουμ, οι GIN LADY, ενώ κρατούν τα χαρακτηριστικά τους rock στοιχεία, είναι περισσότερο ψυχεδελικοί, folk και pop, από κάθε άλλη φορά. Τα δυο πρώτα, ίσως να είναι αποτέλεσμα της στιχουργικής ενασχόλησης του group με τη φύση, το περιβάλλον και πως ο άνθρωπος τους συμπεριφέρεται. Mellotron και γενικά πλήκτρα, κάνουν πολύ δυνατό παιχνίδι από «πίσω». Οι κιθάρες, με λίγη, σχετικά, παραμόρφωση, πιο «δαντελένιες» από κάθε άλλη φορά, είναι υπέροχες, το rhythm section διακριτικό, τα φωνητικά γήινα, μελωδικά… Το χαρμάνι του “Before the dawn of Time” είναι εξαιρετικό και ως εκ τούτου, καλόπιοτο! Θα το καταλάβεις, σαν ακούσεις τα τραγούδια του και ειδικά το διαμαντάκι “Mullberry bend”.
Οι παίδες από το Skellefteå τα πήγαν και πάλι περίφημα. Χωρίς να βάζουν νερό στο κρασί τους και σταθεροί στην πορεία και στα γούστα τους, σκάρωσαν έναν πανέμορφο, radio friendly μα πλούσιο δίσκο, για κάθε στιγμή της ημέρας. Ούτε αυστηρή προσήλωση απαιτεί, ούτε δυσκολεύει τον ακροατή με το πώς ακούγεται, τίποτα από όλα αυτά που στο τέλος, κάνουν πολύ κόσμο να βαριέται μια ακρόαση δίσκου. “Itflowslikecharm”, που λένε… και σε περιμένει!
Οι HAVUKRUUNU είναι μια Φινλανδική μπάντα. Ολόκληρη. Των τεσσάρων μελών (είστε ικανοποιημένος με το πλήθος των μουσικών κ. Αρχισυντάκτα μας, κ. Φράγκο μας;) (Σ. Σάκη Φράγκου: ΝΑΙ. Βέβαια, για τα δικά σου δεδομένα, είναι 3 σε 1). Το σχήμα ιδρύθηκε υπό άλλο όνομα, κάπου πριν το 2005, χωρίς να έχει κάνει καμία δισκογραφική ενέργεια. Υπό την τρέχουσα ονομασία του δε, μετράει είκοσι χρόνια ζωής, με την πρώτη του επίσημη δουλειά, να είναι το ομώνυμο της μπάντας ΕΡ του 2015. Από το σημείο εκείνο και μετά, οι Φινλανδοί, των οποίων το όνομα σημαίνει στα Ελληνικά «Κωνοφόρο Στέμμα», κυκλοφόρησαν ακόμα δύο ΕΡ και τέσσερα ολοκληρωμένα άλμπουμ, με πιο πρόσφατο το φετινό “Tavastland”. Όσο για την στήλη, τους παρακολουθεί από τα γεννοφάσκια της (τσέκαρε την κριτική για το “Uinuos syömein sota” και το “Kuu Erkylän Yllä”).
Η μπάντα, μας προσφέρει απλόχερα κρύο, παγωμένο μαύρο μέταλλο, το οποίο μόλις αναδύθηκε από κάποια από τις περίφημες, πάμπολλες λίμνες της χώρας της, σπάζοντας τον πάγο που το κρατούσε κρυμμένο κάτω από την επιφάνεια της. Αν η περιγραφή σας φαίνεται υπερβολική, δεν είναι και δεν έχετε παρά να το δοκιμάσετε για να βεβαιωθείτε ότι και οι οκτώ συνθέσεις του άλμπουμ, ακόμα και οι λιγότερο γρήγορες, έχουν ένα κοινό. Την ορμητικότητα.
Πέραν όμως αυτού, το άλμπουμ είναι και ένα άλμπουμ πανέμορφων αντιθέσεων. Με το χαρακτηριστικό του επικού και του παγανιστικού να συνοδεύει το black metal τους στον προσδιορισμό του είδους τους, οι HAVUKRUUNU συνδυάζουν εξαιρετικά μελωδικά μέρη, με πολύ όμορφα, σχεδόν νυμφικά γυναικεία χορωδιακά κομμάτια, τα οποία όπως προβάλουν μέσα από την αγνή οργή του κυρίως θέματος, δημιουργούν ένα πάντρεμα συναισθημάτων που ξεσηκώνει.
Δεν είναι ένα ακόμα pagan black metal σχήμα, είναι οι HAVUKRUUNU και ναι, είναι ξεχωριστό αυτό που κάνουν, έχει την δίκη τους σφραγίδα, η οποία δείχνει αν μη τι άλλο ότι η «ταμπέλα» βοηθά σε έναν, ας πούμε διαχωρισμό, αλλά όταν η προσωπικότητα ξεχωρίζει, δεν προσδιορίζει η ταμπέλα το σχήμα, αλλά το σχήμα την ταμπέλα.
(8,5 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: LUNAR ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Tempora mutantur” ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Saibot Reigns ΣΥΝΘΕΣΗ:
Ryan Price – Μπάσο
Balmore Lemus – Κιθάρες
Alex Nasla – Πλήκτρα
Chandler Mogel – Φωνητικά
Alex Bosson – Τύμπανα ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: Bandcamp Facebook Instagram Spotify YouTube
Με τον «ταχυδακτυλουργό» τους να κάνει την τελευταία του υπόκλιση πριν δύο χρόνια, οι εκ του Σακραμέντο των Ηνωμένων Πολιτειών ερχόμενοι LUNAR (σ. Δ.Τ: δεύτερη μπάντα για σήμερα που αναλαμβάνει ο Φανούρης και έχει παραπάνω από δύο μέλη, Σάκη σημείωνε!) (σ. Σάκη Φράγκου: έχει ήδη σημειωθεί!), επιστρέφουν φέτος με έναν καινούργιο δίσκο, ο οποίος πρέπει να υπερασπιστεί τους τρεις προκατόχους του, οι οποίοι αν μη τι άλλο, είχαν πολλά να πουν.
Τέταρτο ολοκληρωμένο άλμπουμ λοιπόν για τους Αμερικανούς progsters και αυτήν την φορά το concept που παρουσιάζουν, εστιάζει γύρω από τον χειμώνα. Την άφιξη, την πορεία του, τα συναισθήματα μελαγχολίας, μοναξιάς αλλά και μεγαλείου που δημιουργεί, μέχρι την αποχώρηση του. Εσωτερική πάλη και νοητική διαμάχη, σκοτάδι εναλλασσόμενο με αχτίδες παγερού χειμωνιάτικου φωτός, είναι αυτό το οποίο αποκομίζει κανείς από το νέο επ’ ονόματι “Tempora mutantur” άλμπουμ των LUNAR.
Τι συναντά όμως κανείς σε αυτόν τον αποτελούμενο από οκτώ κομμάτια δίσκο; Φυσικά, πειραματισμό, στη βάση του άλλωστε το σχήμα είναι ένα progressive συγκρότημα. Βελούδινα και όμορφα φωνητικά, φοβερές εναλλαγές με βαθύτατα growls, εμπνευσμένες και πολύ όμορφες συνθέσεις που εκτείνονται σε διάρκεια από τρία μέχρι και εννέα λεπτά, με κορυφή φυσικά την εξαιρετική “Tempora mutantur” τριλογία που κλείνει το άλμπουμ και πραγματικά είναι απόλυτα κατεργασμένο και καλογυαλισμένο πετράδι, η οποία στέκεται και μόνη της εκτός concept. Καταφέρνει το νέο πόνημα των Αμερικανών να σταθεί στο ύψος των προκατόχων του λοιπόν; Ναι και ξεκάθαρα τους προσπερνάει.
Το άλμπουμ, όπως και τα προηγούμενα, φλερτάρει τόσο με το progressive death metal, όχι μόνο εξαιτίας των φωνητικών του αλλά και των OPETH-ικής αντίληψης και λογικής death περασμάτων του. Παράλληλα, είναι προφανές και το στραμμένο (ως έναν βαθμό) βλέμμα του δίσκου σε πιο prog rock ακούσματα, τα οποία αν και σχετικά συγκεκαλυμμένα κάτω από έναν extreme μανδύα, είναι εκεί για να κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρον και «ποικιλόχρωμο» το αποτέλεσμα.
(8,5 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
Photo by Miika Le
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ZANGOMA ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Faka mulilo” ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Zvart Records ΣΥΝΘΕΣΗ:
Ville Salonen – Κιθάρες, φωνητικά
Riku Pirttiniemi – Μπάσο, φωνητικά
Waina Kolomwe – Φωνητικά
Miikka Heikkinen – Τύμπανα ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ: Beimaan – Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: Svart Records Zangoma official site Bandcamp Facebook Spotify Instagram
Πάμε τώρα να δούμε κάτι που είναι «μια κατηγορία μόνο του». Πόσοι γνωρίζουν άραγε τον όρο “Zamrock”; Από την σημερινή γενιά ακροατών, ουδείς, πάω στοίχημα όσο θες για αυτό. Ίσως λέει κάτι στους rockers που έχουν για τα καλά μπει στην έκτη ή στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους αλλά και πάλι, μιλάμε για όσους ήταν για τα καλά «χωμένοι» στο rock και δεν έμεναν στις επιφανειακές γνώσεις που προσέφερε τότε το ραδιόφωνο ή ο Τύπος. “Zamrock” λοιπόν, ήταν/είναι ένα παρακλάδι του rock που παιζόταν στην Ζάμπια (!) στα 70s, ενώνοντας την παραδοσιακή αφρικανική μουσική, τη ψυχεδέλεια, το garage, το hard rock, τη funk και τα blues.
Αυτό το «κοιμώμενο» υποείδος της rock μουσικής, θέλει να «ξυπνήσει» ο Waina Kolomwe, καταγόμενος από το χωριό Kolomwe στην κεντρική Ζάμπια. «Άντε τώρα να σχηματίσει συγκρότημα», θα σκεφτείς, ως κάτοικος όμως Tampere (Φινλανδία), ο Waina δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να βρει τους συνοδοιπόρους του. Και τους βρήκε στα πρόσωπα των Ville Salonen, Riku Pirttiniemi (μέλος επίσης DEATH HAWKS, DUST MOUNTAIN) και Miikka Heikkinen (κι αυτός στους DEATH HAWKS). Κάτσε τώρα να σου πω με τι μοιάζει αυτό το “Zamrock”, αλλά όχι με γενικόλογα. Με συγκεκριμένα παραδείγματα.
Είναι πολλά, ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ αυτά που θα σου θυμίσει το “Faka mulilo”. BLACK SABBATH, CREAM, FUNKADELIC, BLUE CHEER, THE ROLLING STONES, ISLEY BROTHERS, THE DOORS, BEE GEES, RED HOT CHILI PEPPERS, Jimi Hendrix, Lenny Kravitz, Frank Stallone (!) … Μιλάμε για ένα πραγματικό crossover αποτέλεσμα όπου πάμπολλα πράγματα, σχετικά μεταξύ τους αλλά και ετερόκλητα, ενώνονται και φτιάχνουν κάτι το μοναδικό! Έχει κι αυτό το funky vibe των late seventies της Νέας Υόρκης, ξέρεις, το απίστευτα χορευτικό, έχει και grooves που θα κουνήσουν για τα καλά από τη θέση σου, έχει και σαξόφωνα… μέχρι και ο rapper Beimaan, συμμετέχων στο κομμάτι “Anticannibals”, έχει «δέσει» άψογα με όλο αυτό!
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα ή εικόνα του ποιος metalhead μπορεί να ακούσει κάτι τέτοιο. Αλλά από όσους δηλώνουν κατά βάση rockers και έχουν προοδευτικά ακούσματα στη δισκοθήκη τους, το “Faka mulilo” (που δεν ξέρω τι σημαίνει) πρέπει να εκτιμηθεί και πιστεύω θα εκτιμηθεί! Τελικά ο sangoma (μάγος, σαμάνος) του χωριού του Waina, όταν προφήτευσε πως ο τραγουδιστής θα είχε σημαντικό ρόλο στην ανανέωση της κληρονομιάς του “Zamrock”, συναντώντας τρεις μουσικούς από τη χώρα των χιλίων λιμνών και φτιάχνοντας τη δική του μπάντα, είχε δίκιο!
(8/10)
Δημήτρης Τσέλλος
EPs/LIVE & COMPILATION ΆΛΜΠΟΥΜS
Τους Αμερικανούς ICEHOWL, τους είχαμε συναντήσει τελευταία φορά όταν κυκλοφορούσαν ένα split, μαζί με τους MOURN THE LIGHT, HIGH PRIEST και ARCHDRUID. Τώρα, θα τους δούμε στο EP “Rebornandreforged”, που σηματοδοτεί την πρώτη καθ’ ολοκληρίαν δουλειά του καινούργιου τους line-up, καθώς ο πολυοργανίστας Travis Roach αποφάσισε να αφήσει μια και καλή στην άκρη τα πολλαπλά καθήκοντα, να αφοσιωθεί στην κιθάρα και να πάρει την Jayron Latifi στα φωνητικά, τον Seth Crichfield στην κιθάρα, τον Mark Jackson στο μπάσο και τον Kyle Wilcher στα τύμπανα. Στο EP αυτό, υπάρχουν τα “Snowfire”, “Crack the Earth”, “Kyteler” και “Sorcerer’s call” σε νέες εκτελέσεις, ενώ τα “Silent resistance” και “Final stand of the Third Age” τα είχαμε ήδη ακούσει στο προαναφερθέν split. Οι «καινούργιοι» ICE HOWL έχουν ελαττώσει κι άλλο τα στοιχεία του doom/stoner παρελθόντος τους και βαδίζουν προς ένα καθαρά heavy metal μέλλον. Αν θα τα πάνε καλά σε αυτό, θα δείξει ο χρόνος. Προς το παρόν, τα πρώτα δείγματα είναι πολύ αισιόδοξα. Και το σημαντικότερο, η Jayron Latifi έχει τη φωνή που χρειάζεται για αυτό. Τσεκάρεις εδώ
Δημήτρης Τσέλλος
Για το τέλος, έχουμε κάτι το εντελώς ξεχωριστό, ιδιαίτερο, obscure, cult, arcane, πες το όπως θες γιατί και πάλι, εύστοχος θα είναι ο χαρακτηρισμός σου. Το “Gate tower” EP είναι μια special κυκλοφορία των Φινλανδών IRONGRIFFIN (ίσως τους θυμάσαι από το “Storm of magic” του 2022), ή αλλιώς του διδύμου Oskari Räsänen (όλα τα όργανα) – Maija Tiljander (φωνητικά). Περιλαμβάνει τρία concept τραγούδια, τα “Blood moon”, “Gate tower” και “Towards the end”, τα οποία, προσοχή εδώ, ΔΕΝ ήταν/είναι τραγούδια των IRON GRIFFIN, αλλά άλλων projects που δεν προχώρησαν. Γι’αυτό και στα φωνητικά δεν ακούς την Maija αλλά τον ίδιον τον Oskari. Μουσικά, ο Oskari έχει φέρει τα κομμάτια στο ύφος των IRON GRIFFIN, οπότε αν είσαι οπαδός, προετοιμάσου για το γνωστό σου αρχέγονο, μυστικιστικό metal, μόνο που τώρα τα πράγματα είναι ΑΚΟΜΗ πιο… περίεργα, γιατί είναι ΑΚΟΜΗ πιο περίεργη η φωνή του φίλου μας του Oskari. Ο ορισμός του “love or hate”, που θα τεστάρει ακόμη κι αυτούς που είναι εκπαιδευμένοι σε τέτοια ακούσματα. Το τσεκάρεις στο bandcamp της μπάντας και αποφασίζεις. Θα τους δούμε και στο Up the Hammers, τον Μάρτιο, το νου σου!
Οι GOJIRA τιμήθηκαν με βραβείο Grammy στην κατηγορία “Best metal performance” κατά την τελετή πριν τη μετάδοση των 67ων ετήσιων βραβείων Grammy, που έγινε στην Crypto.com Arena (πρώην Staples Center) στο Los Angeles της California. Οι GOJIRA ήταν υποψήφιοι για το «Mea Culpa (Ah! Ça Ira!)» — μια εκδοχή του γαλλικού επαναστατικού ύμνου «Ah! Ça Ira!» — το οποίο ερμήνευσαν στην τελετή έναρξης των περσινών Ολυμπιακών Αγώνων.
Τον περασμένο Ιούλιο, οι GOJIRA παρουσίασαν μια απρόσμενη εκτέλεση του «Ah! Ça Ira» μαζί με τη σοπράνο Marina Viotti και αρκετές αποκεφαλισμένες φιγούρες που αντιπροσώπευαν τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα. Η εμφάνιση πραγματοποιήθηκε έξω από την Conciergerie, μια πρώην φυλακή και κατοικία Γάλλων βασιλιάδων κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όπου κρατούνταν η Αντουανέτα πριν αποκεφαλιστεί το 1793.
Οι υποψήφιοι στην κατηγορία “Best metal performance” ήταν οι εξής:
GOJIRA, MARINA VIOTTI, VICTOR LE MASNE – “Mea Culpa (Ah! Ça Ira!)”
ONOMA AΛΜΠΟΥΜ: “Running wild” – GIRLSCHOOL ETΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1985 ETAIΡΙΑ: Mercury ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Nick Tauber ΣΥΝΘΕΣΗ:
Jackie Bodimead – φωνητικά/πλήκτρα
Gil Weston-Jones – μπάσο
Kim McAuliffe – ρυθμικές κιθάρες/ φωνητικά
Cris Bonacci – lead κιθάρες
Denise Dufort – τύμπανα
Tα μέσα της δεκαετίας του ‘80 ήταν προβληματικά για την all female μπάντα των GIRLSCHOOL. Ενώ ξεκίνησαν τη πορεία τους με τρία εξαιρετικά άλμπουμ (“Demolition”, “Hit and run” και “Screaming blue murder”), αποφασίζουν με το “Play Dirty” (1983) να ακολουθήσουν πιο μελωδική στροφή απογοητεύοντας αρκετούς από τους πολυπληθείς φίλους τους ανά τον κόσμο. Η αποχώρηση της κιθαρίστριας Kelly Johnson καθώς και η χρεοκοπία της δισκογραφικής τους εταιρίας δεν τους βοήθησε καθόλου όσον αφορά το εμπορικό κομμάτι της προώθησης του δίσκου και παρόλες τις προσπάθειες της μπάντας να υποστηρίξει τον δίσκο τίποτα δεν ευδοκίμησε.
Πλέον αρχές του 1984 βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη περίοδο μιας και χρειάζονταν και νέα κιθαρίστρια αλλά και δισκογραφική στέγη. Στην θέση της κιθάρας θα έρθει η Cris Bonacci που αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο να αντικαταστήσει την παρουσία και τις ικανότητες της προκατόχου του. Επίσης για πρώτη φορά στην καριέρα τους θα προσλάβουν την Jackie Bodimead (CANIS MAJOR/SHE) για τα πλήκτρα και τα φωνητικά.
Η πενταμελής πλέον μπάντα των GIRLSCHOOL θα τραβήξει τα βλέμματα της Mercury records (παράρτημα της πολυεθνικής Polygram) η οποία είδε στις GIRLSCHOOL το αντίπαλο δέος της Lita ford και των ΗΕΑRT για την Αμερικάνικη αγορά. Για να πετύχει η συνταγή έπρεπε οι συνθέσεις να είναι radio friendly και πολύ πιο FM rock από ποτέ και επίσης έφεραν στο προσκήνιο τον Βρετανό παραγωγό των επίσης glam metallers GIRL, Nick Tauber.
O δίσκος ήταν σαφώς και προσανατολισμένος στο εμπορικό hard rock και ελάχιστα θύμιζε τον ήχο των πρώτων χρόνων, παρόλα αυτά περιέχει μερικές καλές συνθέσεις σε αυτό τον ήχο. Το μελωδικό ομότιτλο κομμάτι δεν είναι καθόλου άσχημο και κυκλοφόρησε και σαν single, επίσης τo “Are you ready” φέρνει κάτι από την “αλητεία” της πρώτης εποχής τους (το αίμα νερό δεν γίνεται). To ρυθμικό “Something for nothing” καθώς και η διασκευή στο “Do you love me” των ΚΙSS κλείνουν την πρώτη πλευρά. Το εμπορικό “I want you back” θα μπορούσε να γίνει hit με την ανάλογη προώθηση, το “Nasty nasty” είναι γκαζιάρικο και ωραίο ενώ πολύ πιασάρικο και ικανοποιητικά ωραίο είναι το “Love is a lie”.
Η δισκογραφική τους αποφάσισε να κυκλοφορήσει τον δίσκο μόνο στην Αμερική αλλά χωρίς να το στηρίξει στον τομέα του marketing. Η μπάντα ήλπιζε ότι σύντομα ο δίσκος θα κυκλοφορούσε και την πατρίδα τους την Βρετανία, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ μιας και η εταιρία δεν έδειξε παρά ελάχιστο ενδιαφέρον γι’ αυτό, από την αρχή κιόλας της κυκλοφορίας του. Οι λίγες κόπιες που έφτασαν στην πατρίδα τους ήταν σαν δίσκος εισαγωγής και το κοινό στο νησί δεν έδειξε να το εκτιμά ιδιαίτερα.
Η μπάντα προσπάθησε από την δική της πλευρά να προωθήσει τον δίσκο με τον τρόπο που γνώριζαν πολύ καλά, τις συναυλίες. Θα παίξουν με τους ΗΑΝOI ROCKS στην Βρετανία και μετά θα ακολουθήσουν τους DEEP PURPLE στην παγκόσμια περιοδεία τους. Επίσης θα παίξουν support με τους MAGNUM προς τα τέλη της χρονιάς και θα κυκλοφορήσουν και ένα live video από την περιοδεία αυτήν.
Ο δίσκος σαφώς και πάτωσε εμπορικά και σαν αποτέλεσμα αυτού η νεοφερμένη τραγουδίστρια Jackie Bodimead θα εγκαταλείψει το σχήμα μετά το πέρας της περιοδείας. Επίσης η δισκογραφική τους εταιρία αφού δεν πήρε τα εμπορικά αποτελέσματα που ήλπιζε να πάρει, αποφασίζει και αυτή να τους αποδεσμεύσει με το σχήμα πλέον να βρίσκεται στο απόλυτο κενό. Η αρχηγός του σχήματος Kim Mc Aullife χρόνια αργότερα θα αναφέρει “είχαμε χάσει εντελώς τα μυαλά μας, υπήρχαν κάποια καλά κομμάτια στον δίσκο αλλά δεν αντιπροσώπευαν τον ήχο τους σχήματος. Με όλες αυτές τις αλλαγές των μελών θα έπρεπε να είχαμε αλλάξει όνομα αλλά η δισκογραφική μας είχε δώσει πολλά χρήματα εξ αρχής. Είχαμε επίσης αποκοπεί από τον τύπο που μας είχε αρχικά υπογράψει στην εταιρία και όταν προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με τα γραφεία τους στην Να Υόρκη, κανείς εκεί δεν ήξερε ποιες ήμασταν εκείνη την περίοδο”.
Η μπάντα δεν θα το βάλει όμως κάτω και θα περιοδεύσει σε όλη την Βρετανία στα τέλη του 1985 με σκοπό να ξανακερδίσει τους οπαδούς της και στις αρχές του 1986 με προτροπή του Lemmy θα υπογράψουν στην GWR, δισκογραφική εταιρία και των ΜΟΤΟRHEAD εκείνη την περίοδο.
40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Running wild” μας θυμίζει την δύσκολη περίοδο της μπάντας εκείνα τα χρόνια και η ύπαρξή του προσφέρεται περισσότερο γι’ αυτόν τον σκοπό παρά για τον μουσικό του πλούτο, παρόλο που όπως ανέφερα παραπάνω έχει και τις καλές του στιγμές αλλά πέρα από τους φανατικούς που θέλουν να τα έχουν όλα δύσκολα προτείνεται σε οποιονδήποτε άλλον πέρα ίσως από τους οπαδούς του εμπορικού hard rock της εποχής. Οι υπόλοιποι καλό είναι να αρχίσουν με τα τρία πρώτα τους άλμπουμ, εκεί που κατέθεσαν και αυτές με την συμβολή τους το δικό τους λιθαράκι στην αναγέννηση του heavy metal της δεκαετίας του ‘80.
ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Blessed black wings” – HIGH ON FIRE ΕΤΟΣΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005 ΕΤΑΙΡΙΑ: Relapse ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Steve Albini ΣΥΝΘΕΣΗΜΠΑΝΤΑΣ:
Κιθάρες / Φωνητικά – Matt Pike
Μπάσο – Joe Preston
Τύμπανα – Des Kensel
Ήδη με το “Surrounded by thieves” οι HIGH ON FIRE είχαν δείξει τα φρικαλέα σάπια δόντια τους τα οποία έτριζαν ακόμη περισσότερο από το ντεμπούτο τους “The art of self defense”. Τρία χρόνια μετά ο ήχος τους μετουσιώνεται στον πλέον αναγνωρίσιμο για το συγκρότημα με το εκπληκτικό “Blessed black wings”. Έχουν προηγηθεί στο ενδιάμεσο περιοδείες και κοινές εμφανίσεις με συγκροτήματα όπως οι MOTORHEAD και THE DWARVES, ANDREW W.K., SUPERJOINT RITUAL, MUSHROOMHEAD και SHADOWS FALL, με τον μπασίστα George Rice να αποχωρεί λίγο πριν ταξιδέψουν μέχρι το Chicago για να ηχογραφήσουν το νέο τους άλμπουμ στα Electrical Audio του Steve Albini.
Μετά από δύο δίσκους με τον Billy Anderson, οι HIGH ON FIRE αποφασίζουν να συνεργαστούν με τον Albini, έναν παραγωγό με συγκεκριμένο τρόπο να δουλεύει και τεχνικές ηχογράφησης, έχοντας ένα πλούσιο βιογραφικό με συγκροτήματα όπως οι NIRVANA, NEUROSIS, THE JESUS LIZARD, PIXIES, PJ HARVEY καθώς με τους Jimmy Page/Robert Plant. Σε συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει στο έντυπο ο drummer, Des Kensel μας είχε πει τα εξής σχετικά: «Όταν γράφαμε τα τραγούδια με τον Matt, βλέπαμε ότι κινούμασταν σε διαφορετική κατεύθυνση απ’ ότι ίσως να είχαμε προσχεδιάσει ή συγκρίνοντας το νέο υλικό με παλαιότερες δουλειές μας. Έτσι αφού υπήρχε μια διαφορετική προσέγγιση σε ότι αφορούσε τον ήχο και τα τραγούδια σκεφτήκαμε ότι θα έπρεπε και η διαδικασία ηχογράφησης να είναι διαφορετική. Με τον Billy έχουμε ηχογραφήσει δύο άλμπουμ τα οποία λατρεύουμε και είμαστε πολύ καλοί φίλοι αλλά η μπάντα έπρεπε να προοδεύσει και να δοκιμάσουμε νέα πράγματα. Έτσι αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με τον Steve Albini όπου είμαστε οπαδοί του ιδιαίτερου τόνου του και το πως λαμβάνει τον ήχο της μπάντας στο studio και πιστεύω ότι δούλεψε πολύ καλά για μας».
Με το υλικό να είναι έτοιμο ήδη, οι HIGH ON FIRE ζητούν από τον Joe Preston των THRONES και πρώην μπασίστα των MELVINS να γίνει μέλος τους και μαζί μπαίνουν στο στούντιο. Αν και αρχικά είχαν σκοπό απλά να ηχογραφήσει το άλμπουμ και να έβρισκαν μετά κάποιον άλλον μπασίστα κατέληξε να παραμείνει μέλος τους για μεγαλύτερο διάστημα λόγω της επικείμενης περιοδείας με τους FU MANCHU και CLUTCH.
«Ο George παραιτήθηκε λίγο πριν τις μέρες που είχαμε προγραμματίσει για να πάμε στο Chicago ώστε να ηχογραφήσουμε το άλμπουμ. Τα τραγούδια υπήρχαν, χωρίς όμως να έχουμε βγάλει τα μέρη για το μπάσο και έχοντας το προαίσθημα ότι ο George θα αποχωρήσει έκατσα και μίλησα με τον Matt για το τι έπρεπε να κάνουμε και για το ποιος θα ηχογραφούσε το μπάσο. Αφού αναφέραμε διάφορους μπασίστες, κάποια στιγμή ακούστηκε το όνομα του Joe Preston και θεωρήσαμε ότι ήταν αρκετά καλή ιδέα. Εκείνη τη νύχτα όταν γύρισα σπίτι, πήρα τηλέφωνο τον Greg Anderson από τη Southern Lord και του είπα τι σκεφτόμασταν, αυτός του έστειλε ένα e-mail και αργότερα με πήρε ο ίδιος ο Joe μου είπε ότι γουστάρει να μπει στη μπάντα και να ηχογραφήσει μαζί μας. Έτσι έμεινε μαζί μας τρεις εβδομάδες για τις ηχογραφήσεις και όλα πήγαν μια χαρά αφήνοντας το στίγμα του με το χαρακτηριστικό παίξιμό του».
Όντως ο Preston είχε διαφορετικό παίξιμο από τον προκάτοχό του, αλλά ο συμπαγής του ήχος στο μπάσο ταίριαξε αρκετά με τους υπόλοιπους δύο, με τον Steve Albini να καταφέρνει να πιάσει και να αποτυπώσει την απόδοση των HIGH ON FIRE στις συναυλίες σε στουντιακό περιβάλλον.
Το “Blessed black wings” από το εξώφυλλο μέχρι και το κλείσιμο με το instrumental “Songs of thunder” ξεχειλίζει βαρβαρότητα, βρώμα και δυσωδία, σαν ασυγκράτητη προέλαση από Orcs. Ένα μπαστάρδεμα της αλητείας των MOTORHEAD και του riffing των CELTIC FROST και SLAYER βουτηγμένα στο βούρκο, ισοπεδωτικό drumming και τον Matt Pike να βρυχάται χωρίς τέλος, θυμίζοντας σε τραγούδια όπως το “Brother in the wind” τον Scott “Wino” Weinrich των THE OBSESSED. Αρκετά πιο ρυθμικοί και με εναλλαγές που προσδίδουν χαρακτήρα, το “Blessed black wings” αποτελεί μία από τις πιο απολαυστικές δουλειές των HIGH ON FIRE, ικανή να προσελκύσει ακόμη και αυτούς που παλαιότερα μπορεί να τους ακούγονταν μονοδιάστατοι και μονότονοι.
«Υπάρχουν περισσότερες δυναμικές στα καινούρια τραγούδια. Για παράδειγμα στο “The face of oblivion” υπάρχουν ακουστικές στιγμές, με καθαρές κιθάρες οι οποίες ηρεμούν τον ακροατή μέχρι να ξανασκάσουν όλα τα όργανα και να υπάρξει ένα crescendo. Όλα αυτά συντελούν στο να ακουστεί ένα τραγούδι πιο δυναμικό. Έχουμε πειραματιστεί και με το tempo, παίζοντας πιο γρήγορα, όχι βέβαια σε φάση speed metal, αλλά σίγουρα έχουμε γίνει πιο up-tempo, πιο επιθετικοί και ενεργητικοί» μας υποδεικνύει ο Kensel.
Θα λέγαμε πως εκείνη την περίοδο oi HIGH ON FIRE κινούνταν σε παράλληλους δρόμους με τους MASTODON, με τα ογκώδη sludgy riff, τo πομπώδες κι επικό στοιχείο που ανεδείκνυαν τα τραγούδια τους και τις εμβόλιμες southern ακουστικές κιθάρες, μόνο που οι δεύτεροι είχαν μεγαλύτερο πεδίο δράσης κι εύρος στη μουσική τους απ’ ότι αποδείχθηκε, με τους HIGH ON FIRE να παραμένουν σχετικά πιο ακατέργαστοι. Για έναν κιθαρίστα σαν τον Matt Pike, που με τους SLEEP στο παρελθόν είχε τερματίσει το πόσο εμμονικά heavy μπορεί να ακουστεί ένα συγκρότημα, το γεγονός πως ακούγεται πλέον τόσο ευέλικτός, ουσιώδης και πιασάρικος χωρίς να επαναπαύεται στις δάφνες του αποτελεί μεγάλο credit για τον ίδιο. Το “Blessed black wings” είναι από τα metal άλμπουμ που ξεχωρίζουν και χαρακτηρίζουν της δεκαετία των 00’s, όπως αρκετά από τα άλμπουμ που κυκλοφορήσαν τότε από την Relapse, με υπέροχα τραγούδια όπως “The face of oblivion”, “Cometh down Hessian” και “Anointing of seer” να σου παίρνουν το σκαλπ.
Για την προώθησή του γυρίστηκε ένα video για το “Devilution” και περιόδευσαν εκτενώς στις Η.Π.Α. με συγκροτήματα όπως KYLESA και PLANES MISTAKEN FOR STARS, EVER TIME I DIE, THE RED CHORD και THE ESOTERIC ενώ συμμετείχαν και στη Sounds Of The Underground περιοδεία ενώ στην Ευρώπη βγήκαν στο δρόμο με τους BURNING INSIDE, THE BRONX και BIG BUSINESS καθώς με τους MASTODON και WITHERED και στα φεστιβάλ Roadburn και All Tomorrow’s Parties.
Did you know that:
Τα τραγούδια “The face of oblivion” και “Cometh down Hessian” βασίζονται στις ιστορίες από τη νουβέλα του H.P. Lovecraft, “At the mountains of madness” και “The hound” αντίστοιχα.
Το “Blessed black wings” στη διπλή του βινυλιακή του έκδοση περιείχε τη διασκευή του “Rapid fire” των JUDAS PRIEST.
Ενώ περιόδευαν στις Η.Π.Α. το 2006 με τους GOATWHORE και WATCH THEM DIE, o μπασίστας Joe Preston αποχωρεί από το συγκρότημα και τη θέση του παίρνει ο Jeff Matz των ΖΕΚΕ, ο οποίος κι αποτελεί μόνιμο μέλος τους από τότε. «Αρχικά στο μυαλό μας ήταν ο Joe Preston απλά να ηχογραφήσει το μπάσο στο “Blessed black wings” κι εμείς θα βρίσκαμε μετά κάποιον άλλον μπασίστα. Είχαμε όμως κάποιες προσφορές για περιοδεία και ενώ αρχικά ο Joe ήταν να παίξει μαζί μας για κανά δυο περιοδείες τελικά κατέληξε να παίζει μαζί μας για πολύ περισσότερο αφήνοντας για χάρη μας την βασική του μπάντα τους THRONES στην άκρη. Έτσι μετά από ενάμιση χρόνο συνεργασίας τον αφήσαμε ελεύθερο να επιστρέψει στους THRONES. Γενικά είμαστε πολύ χαρούμενοι που έπαιξε τόσο καιρό μαζί μας κι αμέσως μετά την αποχώρησή του ο Jeff Matz (ZEKE), που αρχικά είχε έρθει για να αναπληρώσει το κενό του Joe, έγινε κανονικό μέλος της μπάντας», μας είχε πει ο drummer Des Kensel σε συνέντευξη του στην έντυπη μορφή του Rock Hard όταν είχε κυκλοφορήσει το “Death is this communion” το 2007.
Οι HIGH ON FIRE ήταν να εμφανιστούν στη χώρα μας στο Gagarin 205 στις 9 Δεκεμβρίου 2005 μαζί με τους MASTODON στα πλαίσια του πρώτου release party της έντυπης μορφής του ελληνικού Rock Hard αλλά ακύρωσαν την εμφάνισή τους κυριολεκτικά μία μέρα πριν τη συναυλία λόγω τραυματισμού του Matt Pike. “Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ στεναχωρηθήκαμε. Θέλαμε πάρα πολύ να έρθουμε στην χώρα σας. Φαντάζομαι θα θυμώσατε για την ακύρωση της εμφάνισης μας μιας και ο Matt Pike έσπασε τον καρπό του μία μέρα πριν αλλά κι εμείς το ίδιο αισθανθήκαμε” μας είχε πει σχετικά ο Des Kensel. Για την ιστορία να πούμε πως στη θέση του εμφανίστηκαν οι Έλληνες deathsters, INVERACITY.
Το ετήσιο Rock Hard Festival στο Αμφιθέατρο του Gelsenkirchen στη Γερμανία έχει καθιερωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα συναυλιακά γεγονότα από το 2003 και συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Τώρα, έφτασε η στιγμή να επεκταθεί το concept στην Ελλάδα.
Για να γιορτάσει τη 10η επέτειό του το 2015, η ελληνική έκδοση του Rock Hard, προσκάλεσε τους Blind Guardian για μια μυστική ακουστική εμφάνιση με ελεύθερη είσοδο για 20 τυχερούς αναγνώστες. Τώρα, για τα 20α γενέθλιά του, ανεβάζουμε τον πήχη με κάτι που κανένα άλλο μουσικό μέσο δεν έχει τολμήσει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα: τη διοργάνωση ενός διήμερου φεστιβάλ στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, στις 12 & 13 Σεπτεμβρίου 2025, με πολλές διεθνείς συμμετοχές, δημιουργώντας ένα νέο, μεγάλο πολιτιστικό γεγονός: το Rock Hard Festival Greece.
Για την πρώτη έκδοση του φεστιβάλ, είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι που ανακοινώνουμε μια παγκόσμια αποκλειστική εμφάνιση των Candlemass με τον πρώην τραγουδιστή τους, Messiah Marcolin! Αυτή θα είναι η πρώτη (και μοναδική) φορά μετά από περισσότερα από 20 χρόνια που ο Messiah θα εμφανιστεί ζωντανά με το συγκρότημα.
Οι Candlemass, πρωτοπόροι του Doom Metal, σχηματίστηκαν στη Στοκχόλμη της Σουηδίας το 1985 από τον μπασίστα και βασικό συνθέτη Leif Edling. Εμπνευσμένοι από τον αργό και βαρύ ήχο των Black Sabbath, οι Candlemass έγιναν γνωστοί ως οι δημιουργοί του «επικού doom metal». Ανάμεσα στις πολλές συνθέσεις της μπάντας, οι περίοδοι με τον εμβληματικό τραγουδιστή Messiah Marcolin (1987-1991 και το 2002-2006) θεωρούνται οι πιο σημαντικές από τους οπαδούς και τους κριτικούς, με μερικές από τις πιο επιδραστικές και αξέχαστες δουλειές τους.
Η πρώτη εποχή με τον MessiahMarcolin (1987–1991):
Μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους άλμπουμ ‘Epicus Doomicus Metallicus’ (1986) με τον session τραγουδιστή Johan Längqvist, οι Candlemass αναζήτησαν μόνιμο frontman. Βρήκαν τελικά τον ιδανικό συνεργάτη στο πρόσωπο του Messiah Marcolin, ενός κλασικά εκπαιδευμένου βαρύτονου με θεατρική σκηνική παρουσία, που έγινε αμέσως αναγνωρίσιμος για τα ρούχα καλόγερου που φορούσε και την επιβλητική οπερατική φωνή του.
Το πρώτο άλμπουμ αυτής της σύνθεσης, το ‘Nightfall’ (1987), θεωρείται ευρέως ως ακρογωνιαίος λίθος του Doom Metal. Συνδυάζοντας τις συνθέσεις του Leif Edling με τη δραματική φωνή του Marcolin, κομμάτια όπως τα “Bewitched” και “At the Gallows End” έθεσαν το πρότυπο για το είδος. Η μεγαλοπρεπής ατμόσφαιρα, τα βαριά riffs και οι μελαγχολικοί στίχοι γοήτευσαν το κοινό, καθιερώνοντας το συγκρότημα ως ηγετική δύναμη στο πιο σκοτεινό και συναισθηματικό υποείδος του heavy metal.
Το 1988, οι Candlemass κυκλοφόρησαν το ‘Ancient Dreams’, το οποίο εδραίωσε περαιτέρω τη φήμη τους. Με κλασικά κομμάτια όπως τα “Mirror Mirror” και “A Cry from the Crypt”, συνέχισαν με τους χαρακτηριστικούς αργούς ρυθμούς και τη μεγαλοπρέπεια της οπερατικής τους προσέγγισης. Παρόλο που το άλμπουμ είχε μεγάλη αποδοχή, οι εσωτερικές εντάσεις άρχισαν να εμφανίζονται, κυρίως λόγω δημιουργικών διαφορών.
Το ‘Tales of Creation’ (1989) ήταν το τρίτο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ αυτής της περιόδου. Αν και περιλάμβανε δυνατά κομμάτια όπως τα “Dark Reflections” και “Into the Unfathomed Tower”, οι εντάσεις στο συγκρότημα κορυφώθηκαν. Μετά από εκτεταμένες περιοδείες και την κυκλοφορία ενός ζωντανού άλμπουμ (‘Live’), ο Marcolin αποχώρησε το 1991, επικαλούμενος διαφωνίες για την κατεύθυνση και τη διαχείριση της μπάντας. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η περίοδος παραμένει η κορυφαία στη μουσική κληρονομιά των Candlemass για πολλούς οπαδούς.
Επανένωση με τον MessiahMarcolin (2002–2006):
Μετά από μια δεκαετία με διάφορους τραγουδιστές και στυλιστικά πειράματα, οι Candlemass επανενώθηκαν με τον Messiah Marcolin το 2002. Η επανένωση αυτή ήταν πολυαναμενόμενη, οδηγώντας στην κυκλοφορία του ζωντανού άλμπουμ ‘Doomed for Live’ (2003), το οποίο ηχογραφήθηκε στο Sweden Rock Festival. Η χημεία μεταξύ του Edling και του Marcolin αναζωπύρωσε την ελπίδα για μια πλήρη επιστροφή στις ρίζες και η μπάντα ξεκίνησε να δουλεύει πάνω σε νέο στούντιο υλικό. Ωστόσο, οι εσωτερικές διαφορές επανεμφανίστηκαν, με αποτέλεσμα οι Candlemass να διαλύσουν αυτή τη σύνθεση.
Τον Νοέμβριο του 2004, ανακοινώθηκε η δεύτερη επανένωση της μπάντας. Τον Μάιο του 2005, κυκλοφόρησαν το ομώνυμο άλμπουμ τους, ‘Candlemass’. Κομμάτια όπως τα “Black Dwarf” και “Spellbreaker” πρόσφεραν μια μοντέρνα πινελιά στον κλασικό τους ήχο, διατηρώντας παράλληλα την επική, σκοτεινή ποιότητα που οι θαυμαστές τους αγαπούσαν. Το άλμπουμ απέσπασε εξαιρετικές κριτικές και χάρισε στη μπάντα ένα βραβείο Grammy στη Σουηδία, επιβεβαιώνοντας τη σημασία τους στη σύγχρονη metal σκηνή.
Ωστόσο, οι παλιές εντάσεις δεν άργησαν να εμφανιστούν ξανά, και το 2006 ο Marcolin αποχώρησε από τους Candlemass. Η αποχώρησή του σηματοδότησε το τέλος της συνεργασίας τους μέχρι σήμερα, αν και η συνεισφορά του κατά τις δύο αυτές κρίσιμες περιόδους συνεχίζει να ορίζει τη διαχρονική επιρροή της μπάντας στο Doom Metal.
Κληρονομιά:
Η θεατρική παρουσία του Messiah Marcolin, η οπερατική του ερμηνεία και η συμβολή του στην κλασική εποχή των Candlemass τον έχουν καθιερώσει ως μια εμβληματική φιγούρα στην ιστορία του heavy metal. Τα έργα της μπάντας μαζί του παραμένουν από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ του doom metal, εμπνέοντας γενιές μουσικών και οπαδών που τιμούν τους Candlemass ως αληθινούς θρύλους του είδους.
Το Μέλλον:
Τώρα, για τρίτη φορά, οι Candlemass θα εμφανιστούν με τον Messiah Marcolin ως frontman, για μια και μοναδική εμφάνιση στην πρεμιέρα του Rock Hard Festival στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 2025.
GUSG & FRIENDS
Σε έναν κόσμο όπου μόνο οι καλύτεροι ξεχωρίζουν, ο Gus G. είναι ένας από τους πιο σεβαστούς και καταξιωμένους metal κιθαρίστες της εποχής μας.
Υπήρξε βασικός κιθαρίστας του Ozzy Osbourne από το 2009 έως το 2017, ενώ παράλληλα εδραιώθηκε ως διακεκριμένος solo καλλιτέχνης με άλμπουμ όπως τα “IAmTheFire” και “Fearless”.
Ο Gus G. έχει βρει χρόνο να περιοδεύσει σε όλο τον κόσμο, συνεργαζόμενος με συγκροτήματα όπως οι Arch Enemy, Nightrage, Dream Evil και, φυσικά, η δική του μπάντα, οι Firewind.
Το μουσικό του ταξίδι ξεκίνησε από μικρή ηλικία, εμπνευσμένος από θρυλικές μορφές της rock και heavy metal σκηνής. Τελειοποίησε τις δεξιότητές του μελετώντας διάφορα μουσικά είδη, τα οποία επηρέασαν αργότερα το ξεχωριστό του παίξιμο. Το 1998, ο Gus ίδρυσε τους Firewind, αρχικά ως solo project. Το σχήμα εξελίχθηκε γρήγορα σε πλήρες συγκρότημα, με το ντεμπούτο άλμπουμ τους, “BetweenHeavenandHell”, να αναδεικνύει τη δεξιοτεχνία του στην κιθάρα και τις ικανότητές του στη σύνθεση.
Οι Firewind απέκτησαν διεθνή αναγνώριση με επόμενες κυκλοφορίες, όπως τα “BurningEarth”, “ForgedbyFire” και “Allegiance”, συνδυάζοντας μελωδικό metal με περίτεχνα κιθαριστικά σόλο και δημιουργώντας ένα αφοσιωμένο κοινό παγκοσμίως.
Η συνεργασία του Gus με τους Firewind χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να συνδυάζει τεχνική δεξιοτεχνία με μελωδική ευαισθησία. Η συμβολή του στην επιτυχία της μπάντας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι τεράστια, με εμφανίσεις σε μεγάλα φεστιβάλ και περιοδείες.
Πέρα από τους Firewind, ο Gus G. έχει ακολουθήσει και solo projects, καθώς και σημαντικές συνεργασίες, εδραιώνοντας ακόμα περισσότερο τη φήμη του ως ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες της metal σκηνής. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από το απόλυτο πάντρεμα πάθους, τεχνικής και καινοτομίας, καθιστώντας τον μια εμβληματική μορφή του σύγχρονου heavy metal.
Για αυτή τη μοναδική εμφάνιση στο RockHardFestivalGreece, ο Gus θα προσκαλέσει στη σκηνή πολλούς φίλους του, υποσχόμενος μια βραδιά γεμάτη μουσικές εκπλήξεις!
Photo by Michel Mabonte
THECRYPT
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ντεμπούτα του 2024 ήταν το ομώνυμο άλμπουμ των The Crypt από τη Στοκχόλμη. Με τον συναρπαστικό συνδυασμό doom metal και κλασικού heavy metal, εμπλουτισμένο με δυνατά ρεφρέν, κατέκτησαν τόσο το κοινό όσο και την αποδοχή των κριτικών παγκοσμίως. Το άλμπουμ, γραμμένο από τον Leif Edling των Candlemass και σε παραγωγή του Marcus Jidell (Soen, Avatarium, Candlemass κ.ά.), έφτασε αμέσως στην κορυφή των charts κριτικών στο σουηδικό περιοδικό SwedenRock, καθώς και σε πολλά διεθνή μέσα, ενώ εμφανίστηκε σε πολυάριθμες λίστες με τα «άλμπουμ της χρονιάς» ανά τον κόσμο.
Στο επίκεντρο της μπάντας βρίσκεται η χαρισματική και αινιγματική Metal Priestess, την οποία ενσαρκώνει η τραγουδίστρια Pepper, της οποίας η σκηνική παρουσία έγινε γρήγορα σημείο αναφοράς, χάρη στο υπόβαθρό της τόσο στο heavy metal όσο και στον κόσμο του burlesque. Το κοινό των φεστιβάλ σε Σουηδία και Γερμανία έχει επιβεβαιώσει τη δυναμική παρουσία της, ενώ, με την υποστήριξη του κιθαρίστα Dave McKenzie, του ντράμερ Danne McKenzie, του πληκτρά Floke και του μπασίστα Rigor Mortimer, η μπάντα προσφέρει μια εκρηκτική σκηνική εμπειρία.
Μετά την κυκλοφορία του “TheCrypt”, η μπάντα ξεκίνησε να παίζει τόσο σε τοπικά live όσο και σε φεστιβάλ, πριν επιστρέψει στο στούντιο για να ηχογραφήσει νέο υλικό. Συνεργαζόμενοι ξανά με τον Leif Edling, κυκλοφόρησαν το κομμάτι που έγινε το επίσημο θέμα του online παιχνιδιού RockKommander, με guest φωνητικά από τον θρυλικό Dee Snider των Twisted Sister. Με σημαντική προβολή στο παιχνίδι, η προσωπικότητα της Pepper είναι μία από τις βασικές φιγούρες των χαρακτήρων του.
Το 2025 θα βρει τη μπάντα να παίζει σε ακόμα περισσότερα φεστιβάλ, ενώ παράλληλα θα κυκλοφορήσει μια σειρά νέων τραγουδιών γραμμένων από τα ίδια τα μέλη, μετά την επιστροφή τους στο στούντιο με τον Marcus Jidell. Το πρώτο από αυτά είναι το “WheretheDeadDon’tSleep”, ένα εξαιρετικά βαρύ κομμάτι με έντονα ρεφρέν, συνοδευόμενο ξανά από την εμβληματική εικονογράφηση του καλλιτέχνη Costin Chioreanu. Επίσης, μια ακουστική, ατμοσφαιρική εκδοχή του αγαπημένου των fans “ILovetheDarkness” αναμένεται να κυκλοφορήσει στα τέλη της άνοιξης.
Αν το 2024 ήταν η χρονιά που οι TheCrypt συστήθηκαν στο κοινό και άφησαν το στίγμα τους, τότε το 2025 είναι η χρονιά που θα μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο, ανεβάζοντας τη μουσική και το εντυπωσιακό τους live show σε άλλο επίπεδο. Μην τους χάσετε!
Ο RoyKhan και ο Tore Østby των Conception θα παίξουν στο RockHardFestival στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο
Οι δύο καλλιτέχνες επιστρέφουν στην Αθήνα τρία χρόνια μετά την επιτυχημένη πρώτη εμφάνιση των Conception στην Ελλάδα, αυτή τη φορά για να παρουσιάσουν ένα αποκλειστικό ακουστικό σετ για τους κατόχους VIP εισιτηρίων. Η εμφάνιση θα πραγματοποιηθεί στο αμφιθέατρο της Τεχνόπολης Δήμου Αθηναίων (Αεριοφυλάκιο 1 – Αμφιθέατρο «Μιλτιάδης Έβερτ») στις 13 Σεπτεμβρίου. Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Roy και ο Tore θα εμφανιστούν ως ντουέτο, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία σε ένα πιο οικείο, ατμοσφαιρικό περιβάλλον.
RoyKhan: «Λατρέψαμε όλοι να παίζουμε στην Αθήνα και όταν λάβαμε την πρόσκληση, είδαμε μια ευκαιρία να δοκιμάσουμε κάτι νέο. Είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι γι’ αυτό!»
Tore Østby: «Θα είναι υπέροχο να συναντήσουμε ξανά τους Έλληνες οπαδούς μας. Ανυπομονώ να νιώσω την ενέργεια του κοινού παίζοντας το ακουστικό μας σετ. Υπόσχομαι πως αυτή θα είναι μια ξεχωριστή εμπειρία!»
Εκτός από τους Candlemass με τον MessiahMarcolin, τους GusG & Friends, τους CRYPT και τους RoyKhan & ToreOstbyofConception, ακόμα 8 μπάντες θα συμμετάσχουν στο φεστιβάλ, οι οποίες θα ανακοινωθούν τις επόμενες εβδομάδες.
RockHard:
Το Rock Hard είναι ένας από τους παλαιότερους και πιο σημαντικούς heavy metal οργανισμούς παγκοσμίως και ένα από τα κορυφαία περιοδικά στην Ευρώπη από την ίδρυσή του στη Γερμανία το 1983. Η ελληνική του έκδοση έκανε την εμφάνισή της στα περίπτερα το 2005 και από το 2011 συνεχίζει αποκλειστικά διαδικτυακά στο www.rockhard.gr.
Εκτός από τη Γερμανία και την Ελλάδα, το Rock Hard εκδίδεται ως περιοδικό στη Γαλλία και την Ιταλία, προσελκύοντας εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες κάθε μήνα και ακόμα περισσότερους ακολούθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τα χρόνια, το Rock Hard έχει ταυτιστεί με την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την ανεξαρτησία, τιμώντας το παρελθόν ενώ ταυτόχρονα δίνει έμφαση στο παρόν και το μέλλον της heavy metal μουσικής. Οι συνεντεύξεις, οι δισκοκριτικές και το αποκλειστικό περιεχόμενό του αποτελούν σημείο αναφοράς και πυροδοτούν συζητήσεις μεταξύ των φίλων της σκληρής μουσικής. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά διεθνή μέσα αναδημοσιεύουν το περιεχόμενό του, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το Rock Hard έχει τις περισσότερες αναφορές μεταξύ των διεθνών μέσων στη Wikipedia.
Οι The Haunted είναι μια από τις πιο εμβληματικές μπάντες του σύγχρονου Σουηδικού metal, γνωστοί για τον συνδυασμό του thrash και του death metal ήχου τους, καθώς και για τις εκρηκτικές ζωντανές εμφανίσεις τους. Η ιστορία τους ξεκινά όταν ο κιθαρίσταςPatrik Jensen και ο μπασίστας Jonas Björler αποφασίζουν να δημιουργήσουν μία μπάντα που θα ενσωματώνει την ωμότητα του thrash με τις ατμόσφαιρες του death metal και μέσα σε λίγα χρόνια καταφέρνουν να κερδίσει την αναγνώριση της metal κοινότητας, κυρίως με την κυκλοφορία του ομώνυμου ντεμπούτου τους το 1998, το οποίο καθόρισε την κατεύθυνση του ήχου τους και ανανέωσε ένα ηχόχρωμα που για την εποχή μπορούσε να θεωρηθεί νεκρό. Έχουν καθιερωθεί ως μία από τις πιο καταιγιστικές live μπάντες της Ευρώπης και πέρα από αυτήν, με εμφανίσεις που αποπνέουν μια ακατέργαστη μορφή θυμού.
Με μια δισκογραφία ποτισμένη με riffs γεμάτα μίσος, οι The Haunted έχουν καταφέρει να παραμείνουν ακατέργαστοι ως προς την ωμή βία της μουσικής τους. Δίσκοι όπως τα Revolver (2004), The Dead Eye (2006) και Exit Wounds (2014) αποδεικνύουν περίτρανα την ικανότητα τους να συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο έργο που μπορεί να θεωρηθεί κλασικό. Μέσα στο 2025 αναμένεται και το νέο τους πόνημα.
Οι The Haunted επιστρέφουν στην Ελλάδα για μία μοναδική συναυλία στις 4 Οκτωβρίου στο Gagarin, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με ενέργεια και οργή, σε μια εμφάνιση που υπόσχεται πολλά και δεν πρέπει να λείψει κανένας οπαδός του ακραίου ήχου. The Preachers Of Death are back in town!
*** Τα εισιτήρια στην πρώτη φάση της προπώλησης κοστίζουν 30€ (περιορισμένος αριθμός εισιτηρίων). Στην συνέχεια θα κοστίζουν 35€ ***
*** Στο ταμείο τα εισιτήρια κοστίζουν 38€ ***
*** Εισιτήρια προπωλούνται μέσω του more.com και του δικτύου καταστημάτων του (Media Markt, Public, βενζινάδικα Eko, Shell, BP κ.α.). ***
*** Οι μεταπωλητές χρεώνουν προμήθεια βάσει των τιμοκαταλόγων τους. ***
ROCKWAVE FESTIVAL 30 YEARS ANNIVERSARY EDITION
PRIMORDIAL
27 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025
TERRA REPUBLIC
Οι Ιρλανδοί Primordial δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα. Έχοντας συμπληρώσει 34 χρόνια παρουσίας και μετά την τεράστια επιτυχία του τελευταίου full-length album τους, How it ends, η μπάντα έχει καταστήσει σαφές ότι αποτελεί μια αρχετυπική δύναμη και ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία του Black Metal. Βουτηγμένοι στην ιστορία, οι στίχοι τους ιχνηλατούν τα δεινά της ανθρωπότητας ενώ η μουσική τους παντρεύει τις Κέλτικες ρίζες τους με το παραδοσιακό Black Metal δημιουργώντας έναν εντελώς δικό τους ήχο.
«Ακούγεται ηλίθιο να το λέμε, αλλά δεν είναι φαντασία, δεν είναι απόδραση. Δεν είναι συμβιβασμένο, ούτε έχει μπει σε ‘κουτάκια’ είναι γνήσιο, σε έναν κόσμο όπου αυτό φαίνεται να μετράει όλο και λιγότερο».
Στις 27 Ιουνίου έρχονται να πλαισιώσουν την εμφάνιση των Rotting Christ στη Θεσσαλονίκη σε ένα τριήμερο Rockwave Festival στοTerra Republic που θα γράψει ιστορία. Μην το χάσεις.
Η συνέχεια του Exile Amongst The Ruins (2018), το How It Ends, κοιτάζει κατάματα την αποκάλυψη. ¨«Ο τίτλος είναι ένα ερώτημα: Έτσι τελειώνει; Έτσι θα καταστραφούν όλα; Ο πολιτισμός, η γλώσσα, η ιστορία, η κοινωνία, η ανθρωπότητα – ποιος ξέρει;» λέει ο τραγουδιστής A.A. Nemtheanga. «Ανεξάρτητα από το ποιος είσαι ή ήσουν, έχεις μονάχα μια ευκαιρία για όλο αυτό, και [σ.σ. ο δίσκος] σε ρωτάει, είναι αυτό το τέλος της πόλης σου, της πολιτείας, του έθνους σου; Μύθοι, παραδόσεις, σχέσεις, και υποθέτω ότι τίθεται το ερώτημα ποιος αντιδρά, ποιος επαναστατεί – πώς θα τελειώσει τώρα για αυτούς;»
Δουλεύοντας με τα ιδρυτικά μέλη, Pól MacAmlaigh (μπάσο) και Ciáran MacUilliam (κιθάρα) μαζί με τον επί χρόνια ντράμερ του σχήματος, Simon O’Laoghaire, το συγκρότημα άρχισε να γράφει εντατικά το φθινόπωρο του 2022. Αν και οι Primordial δεν σχεδιάζουν ποτέ εκ των προτέρων έναν δίσκο, αφήνοντας τον να έρθει φυσικά, ο Nemtheanga ήξερε εξαρχής ότι ήθελε κάτι με μεγαλύτερο, πιο ανοιχτό ήχο και κάπως πιο επιθετικό. «To How It Ends είναι ένα θυμωμένο, προκλητικό, ενστικτώδες και επαναστατικό άλμπουμ, που όσο δουλεύαμε σε αυτό, σταδιακά όλα άρχισαν να παίρνουν σχήμα και μορφή. Ίσως να είναι το τελευταίο μας βήμα, αλλά είναι βήμα αντίστασης. Νομίζω ότι είναι επίσης πιο metal! Και πιο επικό!» λέει και πραγματικά αρκεί μόνο μια ακρόαση για να επαληθευτεί. Είτε πρόκειται για το ορμητικό, τραχύ, σκοτεινό “Ploughs To Rust, Swords To Dust”, είτε για το κυκλοθυμικό, απελπισμένο “Pilgrimage To The World’s End”, είτε για το εκτενές και δυσοίωνο “All Against All” ο δίσκος «σίγουρα έχει τον ήχο των Primordial. Έχουμε το δικό μας στυλ και αυτό είναι απλά το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου.»
Αντλώντας λυρικές επιρροές τόσο από το σύγχρονο κόσμο όσο και από την ιστορία, ο Nemtheanga δίνει πάντα στον ακροατή τροφή για σκέψη. «Αν για παράδειγμα το “To The Nameless Dead” (2007) αφορούσε την κινητικότητα στα σύνορα, την οικοδόμηση των εθνών και όσους στάλθηκαν στον πόλεμο και έδωσαν τη ζωή τους για να τα διαμορφώσουν, τότε αυτό είναι το άλμπουμ που αφορά περισσότερο την αντίσταση σε αυτές τις αυτοκρατορίες, τους μαχητές της ελευθερίας, τους παράνομους, τους ανθρώπους που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία του λόγου ή την ανεξαρτησία – ή για την πιο σημαντική λέξη της αγγλικής γλώσσας: Liberty (ελευθερία).
Αν σκεφτεί κανείς πως είναι ο κόσμος αυτή τη στιγμή, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει τη σημασία αυτού του άλμπουμ.
Στο ομώνυμο κομμάτι, εξακολουθούν να τίθενται θέματα που ήταν πάντα κομμάτι των Primordial, εξετάζοντας «τον κύκλο ζωής των ανθρώπων, των εθνών, των γλωσσών, των τραγουδιών, των μύθων και της παράδοσης. Θέτει καίρια ερωτήματα: αντέχεις τον αγώνα; Έχεις τα κότσια να σταθείς απέναντι στο πλήθος; Να επαναστατήσεις, να διαφωνήσεις, να αντισταθείς στον αυταρχισμό;»
Το “Pilgrimage To The World’s End”, εμπνεύστηκε από τις ιστορίες φτωχών Ιρλανδών κατάδικων που στάλθηκαν στην άκρη του κόσμου, και προσωπικότητες όπως ο Ned Kelly, που αρνήθηκαν να αποδεχθούν καταπιεστικούς νόμους, «που στη συνέχεια επαναστάτησαν και μέσα από τον μύθο και τις ιστορίες, πλέον ταυτίζονται με την έννοια της αντίστασης. Αυτό είναιένα album για την αντίσταση.» «Πού είναι αυτοί που αντιστέκονται στην καταπίεση; Διότι, δυστυχώς, νιώθω ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να επιθυμούν περισσότερη εξουσία, περισσότερη λογοκρισία, περισσότερη καταπίεση, θέλουν το κράτος να επεμβαίνει όλο και περισσότερο στις ζωές τους.»
Ο τίτλος του “We Shall Not Serve” προετοιμάζει τον ακροατή για τη θεματολογία του τραγουδιού: «ποιος είναι σήμερα διατεθειμένος να θυσιάσει τον εαυτό του για το ηθικό καλό; Εμπνεύστηκα από τον Ιρλανδό ποιητή Joseph Mary Plunkett, έναν συγγραφέα αλλά και επαναστάτη που, σε ηλικία κάτω των 30 ετών, έδωσε τη ζωή του -εκτελέστηκε για τον ρόλο του στην εξέγερση. Ήταν ένας καλλιτέχνης που όμως είχε τα κότσια να αντιταχθεί σε ολόκληρη αυτοκρατορία. Έτσι, θέτω το ερώτημα: Πού είναι τώρα οι καλλιτέχνες που υπερασπίζονται κάποιο σκοπό που δεν τους έχει επιβληθεί από το κράτος ή την τεχνοκρατία; Πού είναι οι επαναστάτες; Οι γνήσιοι outsiders, οι παράνομοι στη σκέψη;»
Το αποτέλεσμα είναι ο τέλειος τρόπος για να γιορτάσουν 30+ χρόνια ύπαρξης των Primordial, ένα ορόσημο που αγγίζει τον Nemtheanga: «Με γεμίζει περηφάνια που αντέξαμε τόσο. Μοιάζει σαν να πέρασε ένας αιώνας, αλλά θυμάμαι στιγμές σαν να ήταν χθες… Η νιότη είναι για τους νέους, ε; Τη χάνεις απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Αλλά στο τέλος, το να δημιουργείς μουσική, να την αγαπάει κόσμος, να ταξιδεύεις και να τη ζεις… Αυτό ακριβώς ονειρευόμασταν στα 16 μας, και να ’μαστε εδώ τώρα». Αναγνωρίζοντας πως «το μεγαλύτερο μέρος της “καριέρας” μας έχει περάσει, κι είμαστε στα τελευταία κεφάλαια», το συγκρότημα δεν βιάζεται να κλείσει το βιβλίο ακόμα – ελπίζουν να ταξιδέψουν σε νέες χώρες, «να κάνουν δυνατές εμφανίσεις χωρίς συμβιβασμούς, και να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι κάνουν, πλήρως αφοσιωμένοι σε αυτό».
Η ουσία είναι πως, σε έναν κόσμο γεμάτο συγκροτήματα που μιμούνται το ένα το άλλο, σε κάθε είδος του metal, οι Primordial προσφέρουν κάτι αληθινό που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς.
Μεστοί, ουσιαστικοί και άκρως αφυπνισμένοι, στις 27 Ιουνίου οι Primordial δεν έρχονται για να θρηνήσουμε μαζί το τέλος του κόσμου. Έρχονται για να ουρλιάξουμε ό,τι μας φθείρει και να τον αλλάξουμε!
Music is our business, but we do it for the fun
XLALALA PRESENTS
ROCKWAVE FESTIVAL 30 YEARS ANNIVERSARY EDITION ROTTING CHRIST SACRED REICH PRIMORDIAL