Οι The Haunted είναι μια από τις πιο εμβληματικές μπάντες του σύγχρονου Σουηδικού metal, γνωστοί για τον συνδυασμό του thrash και του death metal ήχου τους, καθώς και για τις εκρηκτικές ζωντανές εμφανίσεις τους. Η ιστορία τους ξεκινά όταν ο κιθαρίσταςPatrik Jensen και ο μπασίστας Jonas Björler αποφασίζουν να δημιουργήσουν μία μπάντα που θα ενσωματώνει την ωμότητα του thrash με τις ατμόσφαιρες του death metal και μέσα σε λίγα χρόνια καταφέρνουν να κερδίσει την αναγνώριση της metal κοινότητας, κυρίως με την κυκλοφορία του ομώνυμου ντεμπούτου τους το 1998, το οποίο καθόρισε την κατεύθυνση του ήχου τους και ανανέωσε ένα ηχόχρωμα που για την εποχή μπορούσε να θεωρηθεί νεκρό. Έχουν καθιερωθεί ως μία από τις πιο καταιγιστικές live μπάντες της Ευρώπης και πέρα από αυτήν, με εμφανίσεις που αποπνέουν μια ακατέργαστη μορφή θυμού.
Με μια δισκογραφία ποτισμένη με riffs γεμάτα μίσος, οι The Haunted έχουν καταφέρει να παραμείνουν ακατέργαστοι ως προς την ωμή βία της μουσικής τους. Δίσκοι όπως τα Revolver (2004), The Dead Eye (2006) και Exit Wounds (2014) αποδεικνύουν περίτρανα την ικανότητα τους να συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο έργο που μπορεί να θεωρηθεί κλασικό. Μέσα στο 2025 αναμένεται και το νέο τους πόνημα.
Οι The Haunted επιστρέφουν στην Ελλάδα για μία μοναδική συναυλία στις 4 Οκτωβρίου στο Gagarin, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με ενέργεια και οργή, σε μια εμφάνιση που υπόσχεται πολλά και δεν πρέπει να λείψει κανένας οπαδός του ακραίου ήχου. The Preachers Of Death are back in town!
*** Τα εισιτήρια στην πρώτη φάση της προπώλησης κοστίζουν 30€ (περιορισμένος αριθμός εισιτηρίων). Στην συνέχεια θα κοστίζουν 35€ ***
*** Στο ταμείο τα εισιτήρια κοστίζουν 38€ ***
*** Εισιτήρια προπωλούνται μέσω του more.com και του δικτύου καταστημάτων του (Media Markt, Public, βενζινάδικα Eko, Shell, BP κ.α.). ***
*** Οι μεταπωλητές χρεώνουν προμήθεια βάσει των τιμοκαταλόγων τους. ***
ROCKWAVE FESTIVAL 30 YEARS ANNIVERSARY EDITION
PRIMORDIAL
27 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025
TERRA REPUBLIC
Οι Ιρλανδοί Primordial δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα. Έχοντας συμπληρώσει 34 χρόνια παρουσίας και μετά την τεράστια επιτυχία του τελευταίου full-length album τους, How it ends, η μπάντα έχει καταστήσει σαφές ότι αποτελεί μια αρχετυπική δύναμη και ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία του Black Metal. Βουτηγμένοι στην ιστορία, οι στίχοι τους ιχνηλατούν τα δεινά της ανθρωπότητας ενώ η μουσική τους παντρεύει τις Κέλτικες ρίζες τους με το παραδοσιακό Black Metal δημιουργώντας έναν εντελώς δικό τους ήχο.
«Ακούγεται ηλίθιο να το λέμε, αλλά δεν είναι φαντασία, δεν είναι απόδραση. Δεν είναι συμβιβασμένο, ούτε έχει μπει σε ‘κουτάκια’ είναι γνήσιο, σε έναν κόσμο όπου αυτό φαίνεται να μετράει όλο και λιγότερο».
Στις 27 Ιουνίου έρχονται να πλαισιώσουν την εμφάνιση των Rotting Christ στη Θεσσαλονίκη σε ένα τριήμερο Rockwave Festival στοTerra Republic που θα γράψει ιστορία. Μην το χάσεις.
Η συνέχεια του Exile Amongst The Ruins (2018), το How It Ends, κοιτάζει κατάματα την αποκάλυψη. ¨«Ο τίτλος είναι ένα ερώτημα: Έτσι τελειώνει; Έτσι θα καταστραφούν όλα; Ο πολιτισμός, η γλώσσα, η ιστορία, η κοινωνία, η ανθρωπότητα – ποιος ξέρει;» λέει ο τραγουδιστής A.A. Nemtheanga. «Ανεξάρτητα από το ποιος είσαι ή ήσουν, έχεις μονάχα μια ευκαιρία για όλο αυτό, και [σ.σ. ο δίσκος] σε ρωτάει, είναι αυτό το τέλος της πόλης σου, της πολιτείας, του έθνους σου; Μύθοι, παραδόσεις, σχέσεις, και υποθέτω ότι τίθεται το ερώτημα ποιος αντιδρά, ποιος επαναστατεί – πώς θα τελειώσει τώρα για αυτούς;»
Δουλεύοντας με τα ιδρυτικά μέλη, Pól MacAmlaigh (μπάσο) και Ciáran MacUilliam (κιθάρα) μαζί με τον επί χρόνια ντράμερ του σχήματος, Simon O’Laoghaire, το συγκρότημα άρχισε να γράφει εντατικά το φθινόπωρο του 2022. Αν και οι Primordial δεν σχεδιάζουν ποτέ εκ των προτέρων έναν δίσκο, αφήνοντας τον να έρθει φυσικά, ο Nemtheanga ήξερε εξαρχής ότι ήθελε κάτι με μεγαλύτερο, πιο ανοιχτό ήχο και κάπως πιο επιθετικό. «To How It Ends είναι ένα θυμωμένο, προκλητικό, ενστικτώδες και επαναστατικό άλμπουμ, που όσο δουλεύαμε σε αυτό, σταδιακά όλα άρχισαν να παίρνουν σχήμα και μορφή. Ίσως να είναι το τελευταίο μας βήμα, αλλά είναι βήμα αντίστασης. Νομίζω ότι είναι επίσης πιο metal! Και πιο επικό!» λέει και πραγματικά αρκεί μόνο μια ακρόαση για να επαληθευτεί. Είτε πρόκειται για το ορμητικό, τραχύ, σκοτεινό “Ploughs To Rust, Swords To Dust”, είτε για το κυκλοθυμικό, απελπισμένο “Pilgrimage To The World’s End”, είτε για το εκτενές και δυσοίωνο “All Against All” ο δίσκος «σίγουρα έχει τον ήχο των Primordial. Έχουμε το δικό μας στυλ και αυτό είναι απλά το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου.»
Αντλώντας λυρικές επιρροές τόσο από το σύγχρονο κόσμο όσο και από την ιστορία, ο Nemtheanga δίνει πάντα στον ακροατή τροφή για σκέψη. «Αν για παράδειγμα το “To The Nameless Dead” (2007) αφορούσε την κινητικότητα στα σύνορα, την οικοδόμηση των εθνών και όσους στάλθηκαν στον πόλεμο και έδωσαν τη ζωή τους για να τα διαμορφώσουν, τότε αυτό είναι το άλμπουμ που αφορά περισσότερο την αντίσταση σε αυτές τις αυτοκρατορίες, τους μαχητές της ελευθερίας, τους παράνομους, τους ανθρώπους που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία του λόγου ή την ανεξαρτησία – ή για την πιο σημαντική λέξη της αγγλικής γλώσσας: Liberty (ελευθερία).
Αν σκεφτεί κανείς πως είναι ο κόσμος αυτή τη στιγμή, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει τη σημασία αυτού του άλμπουμ.
Στο ομώνυμο κομμάτι, εξακολουθούν να τίθενται θέματα που ήταν πάντα κομμάτι των Primordial, εξετάζοντας «τον κύκλο ζωής των ανθρώπων, των εθνών, των γλωσσών, των τραγουδιών, των μύθων και της παράδοσης. Θέτει καίρια ερωτήματα: αντέχεις τον αγώνα; Έχεις τα κότσια να σταθείς απέναντι στο πλήθος; Να επαναστατήσεις, να διαφωνήσεις, να αντισταθείς στον αυταρχισμό;»
Το “Pilgrimage To The World’s End”, εμπνεύστηκε από τις ιστορίες φτωχών Ιρλανδών κατάδικων που στάλθηκαν στην άκρη του κόσμου, και προσωπικότητες όπως ο Ned Kelly, που αρνήθηκαν να αποδεχθούν καταπιεστικούς νόμους, «που στη συνέχεια επαναστάτησαν και μέσα από τον μύθο και τις ιστορίες, πλέον ταυτίζονται με την έννοια της αντίστασης. Αυτό είναιένα album για την αντίσταση.» «Πού είναι αυτοί που αντιστέκονται στην καταπίεση; Διότι, δυστυχώς, νιώθω ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να επιθυμούν περισσότερη εξουσία, περισσότερη λογοκρισία, περισσότερη καταπίεση, θέλουν το κράτος να επεμβαίνει όλο και περισσότερο στις ζωές τους.»
Ο τίτλος του “We Shall Not Serve” προετοιμάζει τον ακροατή για τη θεματολογία του τραγουδιού: «ποιος είναι σήμερα διατεθειμένος να θυσιάσει τον εαυτό του για το ηθικό καλό; Εμπνεύστηκα από τον Ιρλανδό ποιητή Joseph Mary Plunkett, έναν συγγραφέα αλλά και επαναστάτη που, σε ηλικία κάτω των 30 ετών, έδωσε τη ζωή του -εκτελέστηκε για τον ρόλο του στην εξέγερση. Ήταν ένας καλλιτέχνης που όμως είχε τα κότσια να αντιταχθεί σε ολόκληρη αυτοκρατορία. Έτσι, θέτω το ερώτημα: Πού είναι τώρα οι καλλιτέχνες που υπερασπίζονται κάποιο σκοπό που δεν τους έχει επιβληθεί από το κράτος ή την τεχνοκρατία; Πού είναι οι επαναστάτες; Οι γνήσιοι outsiders, οι παράνομοι στη σκέψη;»
Το αποτέλεσμα είναι ο τέλειος τρόπος για να γιορτάσουν 30+ χρόνια ύπαρξης των Primordial, ένα ορόσημο που αγγίζει τον Nemtheanga: «Με γεμίζει περηφάνια που αντέξαμε τόσο. Μοιάζει σαν να πέρασε ένας αιώνας, αλλά θυμάμαι στιγμές σαν να ήταν χθες… Η νιότη είναι για τους νέους, ε; Τη χάνεις απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Αλλά στο τέλος, το να δημιουργείς μουσική, να την αγαπάει κόσμος, να ταξιδεύεις και να τη ζεις… Αυτό ακριβώς ονειρευόμασταν στα 16 μας, και να ’μαστε εδώ τώρα». Αναγνωρίζοντας πως «το μεγαλύτερο μέρος της “καριέρας” μας έχει περάσει, κι είμαστε στα τελευταία κεφάλαια», το συγκρότημα δεν βιάζεται να κλείσει το βιβλίο ακόμα – ελπίζουν να ταξιδέψουν σε νέες χώρες, «να κάνουν δυνατές εμφανίσεις χωρίς συμβιβασμούς, και να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι κάνουν, πλήρως αφοσιωμένοι σε αυτό».
Η ουσία είναι πως, σε έναν κόσμο γεμάτο συγκροτήματα που μιμούνται το ένα το άλλο, σε κάθε είδος του metal, οι Primordial προσφέρουν κάτι αληθινό που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς.
Μεστοί, ουσιαστικοί και άκρως αφυπνισμένοι, στις 27 Ιουνίου οι Primordial δεν έρχονται για να θρηνήσουμε μαζί το τέλος του κόσμου. Έρχονται για να ουρλιάξουμε ό,τι μας φθείρει και να τον αλλάξουμε!
Music is our business, but we do it for the fun
XLALALA PRESENTS
ROCKWAVE FESTIVAL 30 YEARS ANNIVERSARY EDITION ROTTING CHRIST SACRED REICH PRIMORDIAL
XLALALA PROUDLY PRESENTS ROCKWAVE FESTIVAL 30 YEARS ANNIVERSARY EDITION
SACRED REICH
27 JUNE 2025
[Surfin’] TERRA REPUBLIC
Οι Αμερικανοί θρύλοι του thrash metal, Sacred Reich, επιστρέφουν επιτέλους στην Ελλάδα μετά από 8 ολόκληρα χρόνια σε ένα stage αντάξιο του moshing που θα προκαλέσουν!
Η μπάντα, που σχηματίστηκε το 1985, αποτέλεσε βασικό πυλώνα του thrash κινήματος της δεκαετίας του ’80 και του ’90, με τέσσερα μνημειώδη άλμπουμ στο ενεργητικό της – ιδίως η τριπλέτα: “Ignorance” (1987), Surf Nicaragua (EP 1988) και το πιο επικαιρο από ποτέ, “The American Way” (1990).
Η επιστροφή του ντράμερ Dave McClain (πρώην Machine Head) και η προσθήκη του κιθαρίστα Joey Radziwill έδωσαν νέα πνοή στο συγκρότημα, με τον Phil Rind να τονίζει τη σημασία τους στη δημιουργία του εντυπωσιακού 5ου στούντιο άλμπουμ τους, “Awakening” μετά από 23 χρόνια δισκογραφικής απουσίας! Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ήδη δουλεύουν πάνω στο νέο τους στούντιο άλμπουμ!
Το “Awakening”, που κυκλοφόρησε στις 23 Αυγούστου 2019, συνδυάζει αριστοτεχνικά καταιγιστικό thrash, συντριπτικά grooves, δυναμικά solos και κοινωνικά συνειδητοποιημένους στίχους, αποδεικνύοντας ότι οι Sacred Reich παραμένουν μια αξεπέραστη δύναμη στη metal σκηνή.
Ο τραγουδιστής και μπασίστας της μπάντας, Phil Rind, σχολίασε χαρακτηριστικά:
“Θέλαμε τα πάντα να γίνουν φυσικά. Δεν θέλαμε να πιέσουμε τίποτα και είμαστε ενθουσιασμένοι με κάθε τραγούδι. Είναι αναμφισβήτητα το καλύτερο πράγμα που έχουμε κάνει ποτέ.”
Το “Awakening” ξεχωρίζει για τη θετικότητα και την ελπίδα που αποπνέει. Τραγούδια όπως το “Manifest Reality” και το “Revolution” υπογραμμίζουν τη σημασία της θετικής στάσης και της επιμονής, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Το άλμπουμ κλείνει με το εμψυχωτικό “Something To Believe”, αποτυπώνοντας τη φιλοσοφία της μπάντας: “Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος να ζούμε τη ζωή μας κάθε μέρα…”
Rotting Christ, Sacred Reich και Primordial ζωντανά στο Rockwave Festival: όποιος ξέρει την προσταγή του Σάκη, καταλαβαίνει ακριβώς τι θα γίνει στις 27 Ιουνίου στο Terra Republic…
Music is our business, but we do it for the fun
XLALALA PROUDLY PRESENTS ROCKWAVE FESTIVAL 30 YEARS ANNIVERSARY EDITION
ROTTING CHRIST SACRED REICH PRIMORDIAL 27 JUNE 2025 TERRA REPUBLIC
Οι The Halo Effect έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πρώτο Rockwave Festival του Βορρά!
Οι The Halo Effect, το σουηδικό melodic death metal supergroup, που σχηματίστηκε το 2019. Τα μέλη των The Halo Effect δεν είναι μόνο κορυφαίοι στον τομέα τους, αλλά και μερικοί από τους πρωτοπόρους της μελωδικής death metal σκηνής του Γκέτεμποργκ. Οι The Halo Effect σχηματίζουν μια μπάντα με κιθαρίστες και δεξιοτέχνες του μελωδικού death metal, τον Niclas Engelin και τον Jesper Strömblad, τον τραγουδιστή, growler και στιχουργό Mikael Stanne, μαζί με τον σταθερό «κορμό» και τη θεμελιώδη δύναμη του μπασίστα Peter Iwers, καθώς και τον συνεργάτη του εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, τον δυναμικό ντράμερ Daniel Svensson.
Γνωστοί (ως πρώην αλλά κάποιοι και ως νυν μέλη των In Flames, Dark Tranquillity και Gardenian, των συγκροτημάτων μέσω των οποίων αναδείχθηκαν και εξελίχθηκαν οι ίδιοι ως μουσικοί, αλλά και ταυτόχρονα συντέλεσαν σημαντικά στην επιτυχία των εν λόγω συγκροτημάτων) για την πρωτοποριακή τους συμβολή στον ήχο του Γκέτεμποργκ τη δεκαετία του 1990, επιστρέφουν στις ρίζες τους με σύγχρονη δημιουργική ενέργεια, προσφέροντας ένα μελωδικό, δυναμικό death metal που τιμά το παρελθόν, ενώ προχωρά στο μέλλον.
Το όνομα του συγκροτήματος είναι εμπνευσμένο από το τραγούδι Halo Effect των Rush, τιμώντας τις μουσικές τους επιρροές.
Φορέστε τις ζώνες σας και βγάλτε τις ωτοασπίδες. The Halo Effect υπόσχονται να ανεβάσουν τη θερμοκρασία στο Rockwave Festival, με ένα εκρηκτικό setlist γεμάτο ενέργεια. Ετοιμαστείτε να ταρακουνιθείτε από ένα μουσικό «κύμα»!
Music is our business, but we do it for the fun
XLALALA PROUDLY PRESENTS ROCKWAVE FESTIVAL 30 YEARS ANNIVERSARY EDITION
Μια σύμπραξη μεγατόνων, για πρώτη φορά στην Ελλάδα!
Οι Born of Osiris, εδραιωμένοι πλέον στον χώρο του progressive metalcore, αλλά και του djent, έρχονται στην Αθήνα για μια ανεπανάληπτη βραδιά γεμάτη ενέργεια και μουσική ικανή να ξεπεράσει τα όρια του σύγχρονου ήχου! Με τη μοναδική τους μίξη τεχνικής αρτιότητας, ατμοσφαιρικών ήχων και εκρηκτικών ρυθμών, οι Αμερικανοί ήρωες θα παρουσιάσουν νέο υλικό αλλά και τα αγαπημένα hits που τους καθιέρωσαν ως πρωτοπόρους του είδους.
Σχηματίστηκαν το 2003 στο Σικάγο και γρήγορα κέρδισαν την αναγνώριση για την ικανότητά τους να συνδυάζουν αριστοτεχνικά την σφοδρότητα με την αρμονία, δημιουργώντας έναν πρωτοποριακό για την εποχή ήχο που καταφέρνει να ξεχωρίσει για τη μοναδικότητά του.
Με επηρεασμούς από το death metal, το progressive rock, το djent και το metalcore, οι Born of Osiris κατάφεραν να εξελίξουν συνεχώς τον ήχο τους, πειραματιζόμενοι με περίπλοκες δομές, ατμοσφαιρικούς ήχους και εκπληκτικές κιθαριστικές συνθέσεις. Η μπάντα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο της άλμπουμ, “The New Reign”, το 2007 και οι δίσκοι που ακολούθησαν εδραίωσαν τη φήμη τους ως πρωτοπόροι στον χώρο του σύγχρονου metal. Άλμπουμ όπως το “A Higher Place” (2009), “Tomorrow We Die Alive” (2013), “The Simulation” (2019) και το “Angel Or Alien” (2021) καθιέρωσαν τους Born of Osiris ως μπάντα που εξελίσσεται και πρωτοπορεί με κάθε κυκλοφορία τους και τραβάει ολόκληρο τον extreme ήχο ένα βήμα παραπέρα.
Μαζί τους θα βρίσκονται οι Ingested, μία από τις πιο αναγνωρισμένες μπάντες στον κόσμο του σύγχρονου brutal death metal, με έναν ήχο που συνδυάζει ακραία βαρύτητα και τεχνική. Σχηματίστηκαν το 2006 στο Μάντσεστερ της Αγγλίας και από τότε έχουν καταφέρει να εδραιώσουν τη φήμη τους κυκλοφορώντας δίσκους που έχουν καθορίσει την κατεύθυνση του σύγχρονου death metal και περιοδεύοντας διαρκώς. Οι Ingested έχουν μοιραστεί τη σκηνή με μερικές από τις πιο μεγάλες μπάντες του extreme metal όπως Lorna Shore, Dying Fetus, Cannibal Corpse, Fit For An Autopsy κλπ. κερδίζοντας τον σεβασμό των οπαδών αλλά και συμβόλαιο στην Metal Blade Records.
Την βραδιά θα ανοίξουν δύο από τις πιο ελπιδοφόρες μπάντες του σύγχρονου ακραίου ήχου, οι Entheos και οι The Voynich Code.
Οι Entheos μπορεί να δημιουργήθηκαν μόλις το 2015 αλλά έκαναν πολλά βλέμματα να πέσουν πάνω τους με τις κυκλοφορίες των “The Infinite Nothing” (2016) και “Dark Future” (2017). Θεωρούνται ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του σύγχρονου τεχνικού extreme ήχου, μέχρι που οι συνεχόμενες περιοδείες τους δίπλα σε ονόματα όπως Oceano, Archspire, Beyond Creation, Rivers Of Nihil κλπ. τους βοήθησαν να κερδίσουν ένα συμβόλαιο στην Metal Blade Records και να ταράξουν συθέμελα το underground με το “Time Will Take Us All” (2023) το οποίο απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Οι Πορτογάλοι The Voynich Code κινούνται στο φάσμα του τεχνικού deathcore και με μόλις 2 full length κυκλοφορίες “Aqua Vitae” (2017) και “Insomnia” (2023) έχουν καταφέρει να κερδίσουν αμέτρητους ακροατές παγκοσμίως, κυρίως λόγω της ισορροπίας που διακατέχουν οι συνθέσεις τους ανάμεσα σε μελωδία και τεχνικότητα, χωρίς να γίνονται εκπτώσεις στην ατμόσφαιρα που τους διακατέχει.
Τέσσερα από τα πιο αναγνωρισμένα συγκροτήματα του σύγχρονου extreme metal ενώνουν τις δυνάμεις τους σε ένα πακέτο δίχως προηγούμενο. Μια βραδιά ανελέητου τεχνικού εξτρεμισμού που δεν πρέπει να χάσει κανείς.
ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ:“Aeronautics” – MASTERPLAN
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Andy Sneap & MASTERPLAN
ΕΤΑΙΡΙΑ: AFM Records ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: Jorn Lande – φωνητικά Roland Grapow – κιθάρες Jan-S. Eckert – μπάσο Axel Mackenrott – πλήκτρα Uli Kusch – τύμπανα
Όταν οι Roland Grapow (κιθάρες) και Uli Kusch (τύμπανα) αποχώρησαν κακήν κακώς από τους HELLOWEEN μετά το φοβερό “The Dark Ride” (2000) η είδηση της ίδρυσης της νέας τους μπάντας και μάλιστα έχοντας στα φωνητικά τον «πολύ» Jorn Lande έφερε ενθουσιασμό σε όσους λάτρεψαν την πιο μοντέρνα και ατμοσφαιρική κατεύθυνση που απέπνεε το “The Dark Ride”. Εν πολλοίς μάλιστα εκείνη η ανανέωση του ήχου των HELLOWEEN πιστώθηκε μόνο σε αυτούς τους δύο, κακώς κατά τη γνώμη μου, καθώς ήταν δεδομένο ότι μεγάλο μερίδιο της έμπνευσης του «νέου» ήχου των pumpkins ανήκε εξίσου, αν όχι κυρίως, στον Andi Deris που παρέμεινε στο συγκρότημα.
Μετά το επιτυχημένο ομώνυμο ντεμπούτο τους (“Masterplan”-2003) είχε έρθει η ώρα να αποδειχτεί αν το συγκρότημα ήταν απλώς ένα πυροτέχνημα ή αν οι MASTERPLAN θα εδραιώνονταν στις συνειδήσεις των οπαδών της ευρωπαϊκής power metal σκηνής ως το next big thing. Το “Aeronautics” λοιπόν ήρθε και οριστικοποίησε την θέση της τους ως μια από τις σημαντικότερες νέες δυνάμεις στο χώρο του ευρωπαϊκού power και γενικά μελωδικού heavy ήχου αφού με τις εξαιρετικές συνθέσεις, την άψογη παραγωγή (λέγε με Andy Sneap) και τις φοβερές ερμηνείες του Lande αποτέλεσε έναν από τους πιο υπέροχους, διαχρονικούς, αριστουργηματικούς metal δίσκους εκείνης της δεκαετίας.
Και πως να εδραιώσει το “Aeronautics” τους MASTERPLAN βέβαια όταν ο δίσκος ξεκινά με την τριπλέτα “Crimson Rider”, “Back for My Life” και “Wounds” που το καθένα ξεχωριστά αποτελεί μια συνθετική πανδαισία που εμπεριέχει ώριμο και σοβαρό europower, prog περάσματα, μεγάλες μελωδίες και μοντέρνο -για την εποχή- ήχο: το εναρκτήριο “Crimson Rider” με τις SYMPHONY X meets HELLOWEEN επιρροές σε κερδίζει με το ευθύ και παραδοσιακό του ρεφραίν, το ‘Back for my Life” με τον πιο αμερικάνικο ήχο λειτουργεί άψογα ως singlάκι και το προσωπικό μου αγαπημένο “Wounds” επαναπροσδιορίζει το πως πρέπει να ακούγεται το σωστό europower, αφού τέτοιες συνθέσεις, γλυκόπικρες και μελοδραματικές, αποτελούν διαφήμιση για το μελωδικό power metal ως είδος μουσικής.
Συνέχεια με το “I’m not Afraid”, τραγούδι που κινείται σε πιο prog/power μονοπάτια και συναρπάζει με το ταξιδιάρικο ρεφραίν του. Το mid-tempo “Headbanger’s Ballroom” σε hard rock φόρμες αποτελεί την ιδανική γέφυρα για το δεύτερο μισό του δίσκου που περιέχει εξίσου σπουδαίες συνθέσεις. Οι ρυθμοί χαμηλώνουν με μια prog και σχεδόν Theater-ική επανεκτέλεση του “After this War” (τραγούδι των IRON SAVIOR) το οποίο απογειώνουν τόσο οι κιθάρες του Grapow όσο και η φανταστική ερμηνεία του Lande (σε σημεία νομίζεις πως ακούς τον M.Shadows των A7X!). Το ρεφραίν του “Into the Arena” που ακολουθεί με τις PAIN OF SALVATION επιρροές ξεδιπλώνει μια άλλη πλευρά της μπάντας που δένει καταπληκτικά με το στυλ του δίσκου ενώ περιέχει μερικές από τις καλύτερες κιθαριστικές στιγμές της καριέρας του Grapow. Συνέχεια με “Dark from the Dying” που προέρχεται από το “The Dark Ride” universe και “Falling Sparrow”, ένα ακόμη τραγούδι με φανταστικό ρεφραίν, μεγάλα riffs και ωραίες εναλλαγές στα drums, χαρακτηριστικές του παιξίματος του Uli Kusch που τόσο έλειψαν μετά την αποχώρησή του από το συγκρότημα.
Ο δίσκος κλείνει με το “Black in the Burn” το οποίο κατά τη γνώμη μου αποτελεί μουσικά ένα μεγαλειώδες sequel του ομώνυμου (του δίσκου) τραγουδιού του “The Dark Ride” καθώς περιέχει τα πάντα: φοβερές κιθάρες, τεράστιες μελωδίες, καθηλωτική ερμηνεία στα φωνητικά, υπέροχα solos και instrumental σημεία, ένα αριστουργηματικό power metal έπος που κλείνει έναν πραγματικά καταπληκτικό δίσκο. Είναι κρίμα που η μετέπειτα φυγή των Kusch και Lande διέκοψε την ανοδική πορεία της μπάντας αλλά χαιρόμαστε που μέχρι και σήμερα το συγκρότημα συνεχίζει την πορεία του έστω και με διαφοροποιημένο line-up που κατά κανόνα μας προσφέρει αξιοπρεπείς κυκλοφορίες και εξαιρετικά live shows. Κλείνουμε με τους τίτλους τέλους που τραγουδά ο Lande στο φινάλε του “Black In the Burn”: “When the news are heard – of the fallen bird – sing his song so you will remember – he just wanted to be – here forever you see – and create his soaring melody”.
Didyouknowthat:
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη τους στην χώρα μας τον περασμένο Δεκέμβριο (μαζί με τους FIREWIND) oι MASTERPLAN είχαν στη σύνθεσή τους τον μπασίστα τoυ κλασικού line-up των STRATOVARIUS, τον θρυλικό Jari Kainulainen.
ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Beyond The Red Mirror” – BLIND GUARDIAN ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2015 ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Charlie Bauerfeind ΕΤΑΙΡΙΑ: Nuclear Blast ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Hansi Kürsch – Φωνητικά
André Olbrich – Κιθάρες
Marcus Siepen – Κιθάρες
Frederik Ehmke – Τύμπανα
Όταν ένα συγκρότημα αφήνει το απότυπωμα του στην ψυχή σου και την νεαρή σου ηλικία μοιραία δημιουργούνται απαιτήσεις.
Αυτό οδηγεί και σε ακραίες διαθέσεις. Είτε γίνεσαι πολύ φανατικός και αγκαλιάζεις οποιαδήποτε δισκογραφική προσπάθειά του άκριτα, είτε φανατικός εχθρός απέναντι σε οτιδήποτε δε θυμίζει τους δίσκους που σε στιγμάτισαν.
Οι BLIND GUARDIAN με μια μεγάλη πορεία στο σκληρό ήχο ανήκουν σε εκείνα τα συγκροτήματα που το κοινό τους έχει απαιτήσεις. Μου φαίνεται σχεδόν απίστευτο το ότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από το “Beyond the red mirror”. Ένα δίσκο που σίγουρα δίχασε το κοινό των Γερμανών βάρδων.
Σε αυτό το άλμπουμ ισορρόπησαν ανάμεσα στο Fantasy και το Sci Fi όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Hansi Kursch και αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο στη θεματολογία του άλμπουμ αλλά και στο ηχόχρωμα. Ο δίσκος θυμίζει soundtrack με έντονα συμφωνικά μέρη συνεχίζοντας αυτό που είχε ξεκινήσει στον αμέσως προηγούμενο δίσκο “At the edge of time”. Τα οποία μέρη όμως δεν είναι “βαριά” και δεν θυμίζουν παρωχημένο συμφωνικό europower. Είναι άλλωστε η εποχή που τελειοποιούν το συμφωνικό άλμπουμ και βρίσκονται σε αυτή την ατμόσφαιρα.
Έχω ακούσει θετικές κριτικές για το συγκεκριμένο δίσκο αλλά και πολλές αρνητικές από οπαδούς των BLIND GUARDIAN.
Οι Γερμανοί όμως κάνουν πάντα αυτό που νιώθουν. Και σε κάθε δίσκο θέλουν να εξελίσσονται ενσωματώνοντας όλα όσα τους εμπνέουν. Γι’ αυτό το λόγο κάθε δίσκος τους είναι διαφορετικός και κοιτάει κάπου αλλού. Για αυτόν ακριβώς το λόγο δεν επαναλάμβαναν το “Batallions of fear” και έφτασαν να μας δίνουν απανωτά διαμάντια που το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο. Στο “Beyond the red mirror” πειραματίστηκαν με τις ματζόρε μελωδίες με τα ορχηστρικά σινεματικά περάσματα και δοκίμασαν να δώσουν μια άλλη χροιά στον ήχο τους; Δούλεψε αυτό; Κατά τη γνώμη μου σε κάποια σημεία δούλεψε αλλά σε κάποια άλλα η παραγωγή με την έλλειψη μπάσων συχνοτήτων και τη διστακτική παρουσία της κιθάρας αδίκησε κάποιες πολύ όμορφες συνθέσεις.
Δέκα χρόνια μετά, το “Beyond the red mirror” που βρίσκεται στη δισκοθήκη των μεταλλάδων; Σίγουρα δεν είναι ένα άλμπουμ 10/10 και δεν βρίσκεται στο ίδιο βάθρο που έχουν τα “Somewhere Far Beyond”, “Imaginations from the other side”, “Nightfall in middle earth”. Ωστόσο το δέκατο άλμπουμ των BLIND GUARDIAN είναι πιστό στην καλή μουσική. Μέσα σε αυτό το δίσκο υπάρχουν εκπληκτικά κομμάτια όπως τα “Prophecies”, “At the edge of time”, “Holy Grail”, “The throne” που είναι απαραίτητα σε μία καλή λίστα με τα καλύτερα κομμάτια των BLIND GUARDIAN. Υπάρχουν τολμηρές συνθέσεις όπως το “Ninth Wave” και το “Twilight of the Gods” και παραμυθιάρικα νοσταλγικά τραγούδια όπως το “Distant Memories” και “Miracle Machine”.
Δέκα χρόνια μετά το “Beyond the red mirror” είναι ένα ηχητικό πείραμα που λειτούργησε εν μέρει. Είναι βέβαιο ότι η προοδευτική προσέγγιση του ήχου που υιοθετούν οι βάρδοι φέρνει διαρκώς νέο κόσμο στο metal. Η καλή μουσική είναι εκεί και στο τέλος αυτό είναι που μετράει. Για αυτό τους αγαπάμε για αυτό γεμίζουν και θα γεμίζουν τα venues ακόμα και αν έρχονται στην Ελλάδα κάθε μήνα.
Υπάρχει κάποιος άλλος γνωστός και μη εξαιρετέος συντάκτης στην ομάδα του Rock Hard που πίνει νερό στο όνομα του “Slide it in”, το αγαπημένο του άλμπουμ από τους WHITESNAKE (λόγω και παραγωγής, όπως διατείνεται ο ίδιος), o οποίος θα είχε πραγματικά ιδρώσει για να βγάλει αυτό το “Worst to Best”. Περίμενα, μεταξύ μας, να του πάει συστημένο. Έλα όμως που η κληρωτίδα έβγαλε εμένα, όχι ότι θα μου είναι ευκολότερο διότι πάλι έχω να αντιμετωπίσω μία πρόκληση για ένα άλμπουμ που βρίσκεται στην κορυφαία μου τριάδα από το συγκρότημα.
Οι WHITESNAKE του 1983 είχαν κατακτήσει την Ευρώπη και την Ιαπωνία, αλλά η Αμερική εξακολουθούσε να σφυρίζει αδιάφορα. Ο David Coverdale αποφασίζει πως ήρθε καιρός να αλλάξει πορεία, προκειμένου να πετύχει στις ΗΠΑ και το αποτέλεσμα θα ήταν το “Slide it in”, που κυκλοφόρησε την 30η Ιανουαρίου του 1984.
The “Slide it in” countdown:
“Hungry for love” (3.57)
Το “Hungry for love” πατάει στις hard rock blues ρίζες των WHITESNAKE, προσφέροντας μας έναν τραγούδι, που αν και εξ’ ορισμού διαθέτει ενέργεια, ακούγεται κάπως απλοϊκό. Η εμφατική κιθάρα του Mel Galley και τα σίγουρα φωνητικά του David Coverdale ταιριάζουν απόλυτα σε αυτό το είδος κομματιών, χωρίς περαιτέρω διακοσμητικά (πέρα από τα περιστασιακά πλήκτρα του Jon Lord), προκαλώντας συγκρίσεις με τους BAD COMPANY, αλλά δεν το λες και hit που μπορεί να κρατήσει μία δική του ξεχωριστή θέση στο άλμπουμ. Δεν ξεχωρίζει ως πρωτοποριακό ή ευφάνταστο αλλά η απλότητα και ο ρυθμός του το καθιστούν ένα αξιοπρεπές συμπλήρωμα.
“Spit it out” (4.11)
Άτακτε Coverdale, σατανά! Το “Spit it out” δικαιολογεί την φήμη των WHITESNAKE να συνδυάζουν την μουσική τους με παιχνιδιάρικους, αναιδείς αλλά χιουμοριστικούς στίχους. Ο μετρονόμος Cozy Powell στερεώνει το τραγούδι, ενώ τα riff του Galley προσθέτουν κάτι έξτρα. Το ρεφρέν είναι πιασάρικο και διασκεδαστικό, συνοψίζοντας το αυθόρμητο πνεύμα των 80s. Αν και το στιχουργικό περιεχόμενο και η απλή δομή του τραγουδιού μπορεί να μην είναι για όλους, η γενικότερη απόδοση του τραγουδιού διασφαλίζει ότι παραμένει ένα διασκεδαστικό και ζωντανό κομμάτι. Το “Spit it out” είναι ένα στιγμιότυπο της ικανότητας των WHITESNAKE να εξισορροπούν την διακριτική χυδαιότητα με το hard rock, δίνοντάς του μια … γοητεία. Στο φινάλε, “spit it out, if you don’t like it”!
“All or nothing” (3.34)
Το “All or Nothing” προχωράει με σταθερό riff και ενέργεια, συνδυάζοντας κλασικό rock με ένα πιο μοντέρνα και πιο heavy στυλ. Τα επιβλητικά φωνητικά του Coverdale συνδυάζονται με τα πανίσχυρα ντραμς του Cozy Powell, δημιουργώντας ένα δυναμικό κομμάτι με αξιομνημόνευτο ρεφραίν. Τα πλήκτρα του Lord παρέχουν μια απροσδόκητη αντίθεση που λειτουργεί μέσα στην σύνθεση, προσθέτοντας βάθος στο τραγούδι. Αν και δεν είναι από τις πιο σύνθετες προσφορές του άλμπουμ, η απόδοση και ο ρυθμός του το κάνουν να ξεχωρίζει. Η ισορροπία μεταξύ βάρους και μελωδίας στο “All or nothing” είναι μία ακόμη απόδειξη της ικανότητας των WHITESNAKE να αναμειγνύουν το hard rocking blues τους με την ένταση της δεκαετίας του 1980.
“Give me more time” (3.41)
Εδώ έχουμε ένα πολύ πιασάρικο mid-tempo τραγούδι που ενσωματώνει μπόλικη μελωδία στο κλασικό στυλ των WHITESNAKE. Οι ικεσίες του David δεν μπορούν να αφήσουν την (όποια) αποδέκτρια ασυγκίνητη, με την παρακλητική ατμόσφαιρα που δημιουργούν τόσο η μπάντα όσο και ο παραγωγός της, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Martin Birch. Η παραγωγή (σ.σ.: γεια σου Δημήτρη!) είναι αρκετά περιποιημένη (αναμενόμενο) και δίνει άπλετο χώρο στις κιθαριστικές πινελιές του Galley. Το “Give me more time” αποτέλεσε το δεύτερο single του άλμπουμ και προσέφερε ποιότητα χωρίς να ξεπερνάει τα όρια, επιδεικνύοντας διακριτικά την αποχώρηση των WHITESNAKE από τα blues προς τον λαμπερό ήχο των 80s.
“Gambler” (3.57)
Δύο είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του “Gambler”, του πρώτου τραγουδιού του “Slide it in”. Πρώτο (και κύριο), η σύντομη ονειρική εισαγωγή του Jon Lord με το συνθεσάιζερ, που χαϊδεύει με τρυφερότητα τα αυτιά του ακροατή. Δεύτερον είναι το γεγονός ότι παραγωγή στο συγκεκριμένο τραγούδι έκανε ο γνωστός παραγωγός Eddie Kramer. Το τραγούδι κρατάει έναν σταθερό, υπνωτιστικό ρυθμό στην διάρκεια του, με ένα ασυνήθιστο ρεφραίν, από την άποψη ότι δεν κορυφώνεται αλλά σε κρατάει δέσμιο με κάποιο τρόπο. Πρόκειται για ένα ενδοσκοπικό τραγούδι με ατμόσφαιρα που συνδυάζει το συναισθηματικό βάθος με την rock αισθητική. Είναι, δε, πολύ ενδιαφέρον να ακούσετε και το “Kiss of fire” του project των PHENOMENA, όπου ο Galley (που πρωτοστατεί με τον αδελφό του στο εν λόγω εγχείρημα) χρησιμοποιεί ξανά το riff του “Gambler”, παραδίδοντας το στην αγγελική φωνή του παλιού φίλου και συνεργάτη του Coverdale, Glenn Hughes.
“Standing in the shadow” (3.32)
Επίκαιρο όσο ποτέ στις μέρες μας, το “Standing in the Shadow” επιδεικνύει περήφανα το ενεργητικό hard rock των WHITESNAKE, με τα φωνητικά του Coverdale να τραβούν την προσοχή, περιβαλλόμενα από την κιθάρα του Galley και το δυναμικό rhythm section των Colin Hodgkinson (μπάσο) και Cozy Powell. Το άκρως μεταδοτικό ρεφραίν και η ζωηρή ενορχήστρωση αναδεικνύουν την ικανότητα των Whitesnake να συνδυάζουν τις κλασικές ροκ ρίζες τους με έναν πιο κομψό, μοντέρνο ήχο. Το “Standing in the shadow”, τρίτο single από το “Slide it in”, αποπνέει αυτοπεποίθηση και ακρίβεια, και αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της ευελιξίας του συγκροτήματος ότι μπορούσαν να συγχωνεύσουν απρόσκοπτα το πνεύμα των blues με τη ενέργεια του rock της δεκαετίας του 1980. Παραμένει ένα δημοφιλές και συναρπαστικό κομμάτι, αγαπημένο πολλών από το συγκεκριμένο άλμπουμ.
“Guilty of love” (3.18)
Γεμάτο ενέργεια και ηλεκτρισμό, στο πνεύμα των παλιότερων επιτυχιών τους “Lie down”, “Take me with you” και “Sweet talker”, το “Guilty of love”, μία προσωπική σύνθεση του Coverdale, ήταν το πρώτο single που βγήκε από το “Slide it in”, και αυτό σε παραγωγή του Kramer. Με την διπλή κιθαριστική του επίθεση από τους Micky Moody (τον τελευταίο της παλιάς φρουράς μαζί με τον Jon Lord) και Mel Galley, θα μπορούσε άνετα να είναι ένα single των THIN LIZZY. Τα φωνητικά του Coverdale, ταιριάζουν με τον γρήγορο ρυθμό του τραγουδιού και τις άκρως «μεταδοτικές» κιθάρες και κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Πάντως, στην έκδοση που ηχογραφήθηκε για την αμερικάνικη αγορά λίγο αργότερα, οι δύο κιθάρες των Moody και Galley αντικαθίστανται από την μοναδική κιθάρα του θεού John Sykes, νέας, τότε, προσθήκης στους WHITESNAKE. Ένα λαμπρό highlight του δίσκου.
“Slide it in” (3.20)
Το ομώνυμο τραγούδι αποπνέει δυναμικότητα και μαγκιά, τέτοια που μόνο ο Coverdale με το χάρισμα του θα μπορούσε να προσφέρει, ένα εξαιρετικό δείγμα σαγήνης μέσω hard rock κελευσμάτων. Ο τραγουδιστής υποστηρίζεται στο έργο του από τους Galley και Powell, που δημιουργούν ένα δυναμικό, groove μουσικό χαλί προκειμένου να προσφέρουν οι WHITESNAKE στους φίλους τους αυτό που κάνουν καλύτερα από τον καθένα: αστείρευτη rock ενέργεια, χωρίς να απολογούνται (προφανώς) για αυτό που τραγουδούν, απλά και με πειραχτική διάθεση, κάπως σαν τους AC/DC, με τους οποίους συνυπήρξαν αρκετά χρόνια στην hard rock σκηνή. Το “Slide it in” είναι από τους πλέουν βασικούς ύπνους των WHITESNAKE, ενσαρκώνοντας με ιδανικό τρόπο όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν το συγκρότημα δημοφιλές παγκοσμίως.
“Slow an’ easy” (6.09)
Για πολλούς, το “Slow an’ easy” αποτελεί το κορυφαίο τραγούδι του “Slide it in”, ένα αριστούργημα έξι λεπτών έντασης, δύναμης και βασανιστικού δράματος. Χτισμένο γύρω από ένα χαρακτηριστικό riff με slide από τον Moody και το βροντερά τύμπανα του Cozy Powell, το τραγούδι σκόπιμα ξεδιπλώνεται σταδιακά, ανεβάζοντας την ένταση. Τα φωνητικά του Coverdale είναι στα καλύτερα τους, επιδεικνύοντας χάρισμα και μια μαγκιά που αιχμαλωτίζει τη σαγηνευτική διάθεση του τραγουδιού. Το κομμάτι που έγραψε από κοινού ο τραγουδιστής με τον Micky Moody, παραμένει πιστό στις μπλουζ ρίζες του συγκροτήματος, φτιάχνοντας, ωστόσο, μια μεγαλειώδη ατμόσφαιρα τύπου arena rock. Αυτή θα ήταν και η τελευταία μεγάλη συνεισφορά του Moody στους WHITESNAKE, αφού μετά από έντονη διαφωνία με τον Coverdale αποχώρησε από το σχήμα. Η βαθμιαία συσσώρευση ενέργειας και τα εκρηκτικά τελειώματα του, καθιστούν το “Slow an’ easy” ένα σημαντικότατο τραγούδι των WHITESNAKE, που προβάλλει την ικανότητα τους να συνδυάζουν αριστοτεχνικά την σαγηνευτική διάθεση και τη δύναμη του παιξίματος τους. Το ατμοσφαιρικό βιντεοκλίπ, βοήθησε το “Slow an’ easy” να ανέβει στο νο. 17 των αμερικάνικων singles charts, συνεισφέροντας σημαντικά στην γενικότερη επιτυχία του άλμπουμ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
“Love ain’t no stranger” (4.13)
Με τα πολλά φτάσαμε στην κορυφή. Θεωρώ πως το “Love ain’t no stranger” είναι το τραγούδι που αξίζει να κλείσει αυτή την αριστουργηματική δεκάδα των τραγουδιών που απαρτίζουν το “Slide it in”. Πρόκειται για την τύπου “power ballad” του άλμπουμ, αν και αυτό ισχύει περισσότερο για την εισαγωγή. Ένας συναισθηματικός ύμνος που αναδεικνύει την πιο ευγενή πλευρά των WHITESNAKE, χωρίς όμως να υπολείπεται δυναμικής. Το “Love ain’t no stranger”, τέταρτο τη σειρά single του άλμπουμ, ξεκινάει με την μελαγχολική φωνή του David (του Coverdale των 80s πλέον εδώ), υπό την συνοδεία των ευαίσθητων πλήκτρων του Lord και την ακουστική κιθάρα του Galley. Παρόλαυτα, δεν αργεί να εκτοξευθεί σε μία εμψυχωτική rock ψαλμωδία, απευθυνόμενη σε όλους αυτούς που έχουν «καεί» ερωτικά στο ταξίδι της ζωής τους. Η ενορχήστρωση, οι ρυθμοί, το πανέμορφο κιθαριστικό σόλο, όλα εναρμονίζονται προκειμένου να διαμορφωθεί το τέλειο παρασκήνιο για τα θέματα που πραγματεύεται το τραγούδι, την ερωτική απογοήτευση αλλά κυρίως την ανθεκτικότητα των ανθρώπων απέναντι της. Τόσο τρυφερό όσο και μεγαλειώδες, το κομμάτι αποτυπώνει το συναισθηματικό βάθος των WHITESNAKE. Ένα όραμα που μοιράστηκε επιτέλους και το αμερικάνικο ακροατήριο, υποβοηθούμενο και από το σχετικό video clip, ανεβάζοντας το “Slide it in” στο νο. 40 των charts, από το νο. 151 του “Come an’ get it” τρία χρόνια πριν. Ως ένα από τα εμβληματικότερα τραγούδια του συγκροτήματος, το “Love ain’t no stranger” αφήνει ανεξίτηλο το στίγμα του και πιστεύω πως επάξια κερδίζει τη θέση του ως το κορυφαίο τραγούδι του “Slide it in”.
Το “Slide it in” παραμένει το σημαντικότερο σημείο καμπής από την δημιουργία του συγκροτήματος, μετά την οποία άλλαξε το πεπρωμένο των WHITESNAKE. Μία ενδιάμεση γέφυρα μεταξύ του hard rock blues ήχου των πρώτων πέντε άλμπουμ και του υπερθεαματικού, λαμπερού heavy/glam metal που συγκλόνισε την Αμερική, μέσα από το κραταιό, τότε, MTV και τις τεράστιες αρένες. Αν και έχει δύο διαφορετικές εκδοχές, δραματικές αλλαγές lineup και διχάζει τους fans του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα, η αναμφισβήτητη δύναμή του βρίσκεται στην ίδια τη μουσική: τολμηρή, παθιασμένη και αμετανόητα ζωντανή. Ήταν η σπίθα που πυροδότησε την άνοδό τους στις ΗΠΑ, μια στιγμή μεταμόρφωσης όπου το παρελθόν και το μέλλον συγκρούστηκαν, το άλμπουμ αποτελεί απόδειξη της επανεφεύρεσης, της ανθεκτικότητας και της αδυσώπητης φωτιάς του rock ‘n’ roll των WHITESNAKE. Στο τέλος, η μουσική είναι αυτή που αντέχει.
ΥΓ: Ξεκάθαρα αυτό το άρθρο είναι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένο στον ένα, μοναδικό και αξέχαστο για πάντα John Sykes, έναν από τους αγαπημένους μου μουσικούς όλων των εποχών, που έφυγε αθόρυβα και πρόωρα πριν λίγες μέρες. Αιωνία η μνήμη αγαπητέ John, θα μου λείψεις. Σε ευχαριστώ και πάλι που μου άφησες αυτή την φοβερή μουσική παρακαταθήκη και κληρονομιά σου, η οποία με συντρόφευσε στα πιο όμορφα μου χρόνια.
ΟΝΟΜΑΑΛΜΠΟΥΜ – “The sky moves sideways” – PORCUPINE TREE ΕΤΟΣΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ – 1995 ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ – Steven Wilson ΕΤΑΙΡΙΑ – Delerium ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ
Steven Wilson – κιθάρες, φωνητικά, πλήκτρα, programming
Richard Barbieri – πλήκτρα
Colin Edwin – μπάσο
Chris Maitland – τύμπανα
Για πολλούς από μας οπαδούς των PORCUPINE TREE, μπάντα που επαναπροσδιόρισε το prog rock και δημιούργησε δική του σχολή, η ιστορία ξεκινάει πραγματικά στο 1996 με το εξαιρετικό “Signify”. Το λέω αυτό διότι εκεί ακούει κανείς για πρώτη φορά το trademark ύφος και τον ήχο που όλοι μας θα συσχετίσουμε στο μυαλό μας με τους PORCUPINE TREE και το μουσικό σύμπαν του Steven Wilson, ιθύνοντα νου του συγκροτήματος. Ωστόσο, πριν από το “Signify” έχουμε τρεις σημαντικούς δίσκους που άνοιξαν το δρόμο για τα αριστουργήματα του συγκροτήματος και στα οποία συναντούμε τα πρώτα ψήγματα της μουσικής ιδιοφυίας του Wilson όπως και τις πιο προσωπικές του εμμονές, ή ίσως την εμμονή του με ένα μόνο συγκρότημα, τους PINK FLOYD. Επανερχόμαστε λοιπόν στο 1995 και το τρίτο άλμπουμ των PORCUPINE TREE, “The sky moves sideways”.
Η πρώτη περίοδος του γκρουπ ήταν λίγο πολύ ένα solo project του Wilson, συγκεκριμένα στα δύο πρώτα άλμπουμ “On the Sunday of life…” (1992) και “Up the downstair” (1993), όπου ο Άγγλος τα έκανε όλα μόνος του με κάποιες φιλικές συμμετοχές. Τα δύο αυτά ιδιαιτέρως πειραματικά, avant-garde space rock άλμπουμ κυκλοφόρησαν μόνο στην Αγγλική αγορά και όχι τόσο ευρέως. Επιπλέον, πρέπει να ειπωθεί πως το project του Wilson ήταν δευτερευούσης σημασίας αρχικά μιας και το κύριο συγκρότημα του ήταν οι NO-MAN με τον φίλο του Tim Bowness. Απ’ ότι φαίνεται όμως, ο Wilson είχε άλλα σχέδια και σκόπευε να προσηλωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο καινούργιο του project που είχε αρχίσει να απογειώνεται. Το 1995 λοιπόν έχουμε για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο line-up και ένα άνοιγμα προς την Αμερικάνικη αγορά με το “The sky moves sideways”. Εδώ συναντάμε δύο σημαντικούς μουσικούς που θα βρίσκονται πλησίον του Wilson και μαζί θα χτίσουν το μύθο των PORCUPINE TREE: τον Colin Edwin στο μπάσο και τον Richard Barbieri στα πλήκτρα. Οι δυο τους φυσικά δεν ήταν ξένοι στον Wilson μιας και είχαν κάνει guest εμφανίσεις στο “Up the downstair” άλμπουμ. Μαζί τους ο επίσης σπουδαίος ντράμερ Chris Maitland ο οποίος έφυγε, ή μάλλον απολύθηκε το 2002 όταν και είδαμε την είσοδο του Gavin Harrison στο συγκρότημα.
Όσο για το περιεχόμενο του δίσκου, μιλάμε σαφώς για μια πιο καλοδουλεμένη και ώριμη εκδοχή του prog/space rock που ακούμε στις απαρχές του γκρουπ. Οι επιρροές από PINK FLOYD είναι σαφώς περισσότερο και από εμφανείς, κάτι που ο ίδιος ο Wilson ουδέποτε προσπάθησε να αποκρύψει όντας δηλωμένος οπαδός (βασικά θα πει πολλές φορές σε συνεντεύξεις και σε podcast πως είναι το καλύτερο συγκρότημα στην ιστορία της μουσικής). Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε και πολλές αναφορές σε psychedelic jam μπάντες όπως τους NEKTAR, GONG και τους OZRIC TENTACLES μιας και στο “The sky moves sideways” ο αυτοσχεδιασμός και τα μακροσκελή ambient μέρη έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Έχει πιστεύω μεγάλη αξία το να επιστρέφουμε ξανά στα πρώτα πιο άγνωστα και μουσικά αόριστα άλμπουμ ενός συγκροτήματος σαν τους PORCUPINE TREE ώστε να ανιχνεύσουμε την αρχή του νήματος. Το άλμπουμ πιστεύω παραμένει ενδιαφέρον στο παρόν όχι μόνο ως ιστορικό τεκμήριο αλλά και για τη μουσική του, που ναι μεν είναι εκλεκτική αλλά πραγματικά πολύπλοκη και προσεγμένη.
Did you know that:
Καθώς το άλμπουμ ανοίγει με τα επικά “The sky moves sideways phase 1” και “Phase 2”, έχει συγκριθεί από πολλούς με το “Wish you were here” των PINK FLOYD που ανοίγει και κλείνει με τα “Shine on you crazy diamond”.
Το 2004, επανακυκλοφόρησε σε διπλό άλμπουμ με νέες ηχογραφήσεις στα τύμπανα από τον Gavin Harrison. Εδώ συναντάμε επίσης μια εναλλακτική εκδοχή του “The sky moves sideways” που διαρκεί 34 λεπτά.
Και στις τρεις εκδοχές του δίσκου, την αυθεντική βρετανική, την αμερικάνικη και το διπλό CD του 2004, βρίσκουμε διαφορετικές εκδοχές του “Moonloop”.
Οι θρύλοι του Τευτονικού thrash DESTRUCTION, επισκέπτονται τη χώρα μας Παρασκευή στις 31 Ιανουαρίου στην Θεσσαλονίκη, στη 1 Φεβρουαρίου στην Αθήνα. Μετά την ακύρωση στο Βόλο το ‘24, οι μακελάρηδες της καρδιάς μας, επιστρέφουν ορεξάτοι για σφαγή και με νέο άλμπουμ υπ’ αριθμόν 16 προ των πυλών (“Birth of malice”, 7 Μαρτίου). To Rock Hard, φυσικά θα δώσει το παρόν! Βρήκε λοιπόν ευκαιρία να σας πάρει μαζί του σε ένα ταξίδι στις 4 δεκαετίες της ιστορίας των DESTRUCTION, προθερμαίνοντας σας καταλλήλως για τις νύχτες αυτές. Ο χασάπης μας περιμένει στη πόρτα, κοπιάστε….
‘83 – ‘89: Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ
Οι KNIGHT OF DEMON, φτιάχτηκαν στις αρχές του ‘83. Μετά από μερικές εβδομάδες, βαθιά επηρεασμένοι από τους VENOM, θα εγκατέλειπαν το πιο IRON MAIDEN-ικο ύφος τους, όπως και το όνομα τους. Θα επέλεγαν μια λέξη που θα συνόψιζε πιο έντονα τη φρενήρη επίθεση που ήταν ο ήχος τους. DESTRUCTION. Στη σύνθεση της μπάντας, ένας κιθαρίστας κάποια επίπεδα τεχνικής πάνω από τους συνοδοιπόρους της σκηνής (Mike Sifringer), ένας τραγουδιστής / μπασίστας με μια τόσο χαρακτηριστική, εκτροχιασμένη τσιρίδα (Marcel “Schmier” Schirmer), ένας drummer ούγκανος όσο και τεχνικός συνάμα (Tommy Sandmann).
Αυτή η τριάδα, μετά την προειδοποίηση του “Bestial invasion of hell” demo τον Αύγουστο του ‘84, θα έβγαζε, 3 μήνες μετά, πριν από όλους τους υπόλοιπους, τη πρώτη Γερμανική thrash κυκλοφορία, το EP “Sentence of death”. Ένα μνημειώδες EP, όχι μόνο για το ιδίωμα, αλλά και για τον ακραίο ήχο εν γένει. Ρωτήστε όποια black metal μπάντα ξέρετε. Από το punk-ικό demo, στο ακόμα ούγκανο, αλλά πιο τεχνικό και άρτιο EP και από εκεί στο απόλυτο Γερμανικό thrash ντεμπούτο “Infernal overkill” (1985), που έδειξε ποιος κάνει κουμάντο από πλευράς τεχνικής αρτιότητας στη σκηνή.
Σε σχέση με τους πιο λατρεμένους μου συνολικά SODOM και KREATOR, οι DESTRUCTION, έπαιζαν σε παρόμοιες ταχύτητες, πιο περίτεχνα θέματα. Που άμα αυτό σας φαίνεται από μόνο του μαγκιά ολκής, σκεφτείτε ότι ήταν στα 17-19 όταν το πρωτοέκαναν αυτό. Είπατε κάτι; Το φαντάστηκα. Την επόμενη χρονιά, είχαμε την φυσική συνέχεια (προς το τεχνικότερο και πιο περιπετειώδες), “Eternal devastation” το οποίο περιείχε και το δεύτερο instrumental της καριέρας τους, συνεχίζοντας να ξερνάει αιώνιους ύμνους και riffs – πριονοκορδέλα που πετσοκόβουν σβέρκους όπου σταθούν και όπου βρεθούν.
Παράλληλα, τους βλέπεις σε διάφορες εμφανίσεις με λοιπούς συνοδοιπόρους τους: το ‘85 τη μικρή Καναδική περιοδεία με τους CELTIC FROST, την μικρή Γερμανική περιοδεία ως support στους SLAYER του “Hell awaits”, την πρώτη Ευρωπαική “Hell comes to your town” περιοδεία, το 1986, με εκείνους headliners, τους KREATOR του “Pleasure to kill” και φυσικά τους επίσης θρυλικούς RAGE του “Reign of fear”. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στην απόλυτη στιγμή τους. Ο νεοκλασσικής ανατροφής Harry Wilkens, μπαίνει στο πλευρό του Sifringer ως κιθαριστικός παρτενέρ, με τους DESTRUCTION για πρώτη φορά τετράδα, ενώ στα τύμπανα βρίσκεται ο Olly Kaiser.
Το “Mad butcher” EP μας τους συστήνει για πρώτη φορά μέσω των “Reject emotions”, “The last judgement”, της διασκευής στους PLASMATICS (“The damned”) και της επανηχογράφησης του ομώνυμου ύμνου, δείχνοντας άμεσα την αλλαγή επιπέδου. Και τότε, σκάει…”Release from agony”. Η κορύφωση της πρώτης περιόδου. Από το εξαίρετο εξώφυλλο, στα εκτυφλωτικά solos, λυσσασμένα μα και περιπετειώδη riffs που δεν είχαν αντίπαλο, οι καλεσμένοι από KREATOR (Mille και Ventor) και POLTERGEIST (Grieder και P.O. Vulver – να ακούσετε το “Behind my mask”!) στα gang vocals να προσθέτουν στην όλη ατμόσφαιρα, ε και πάνω από όλα, ΟΙ κομματάρες. Το ομώνυμο, “Unconscious ruins”, “Sign of fear”….τα λέγαμε!
Και εκεί, αρχίζουν τα προβλήματα. Η μπάντα ήταν διχασμένη ως προς τη κατεύθυνση που ήθελαν να πάρουν υφολογικά, το management και η δισκογραφική ομοίως. O κόσμος ήταν διχασμένος αναφορικά με το “Release from agony” κιόλας σύμφωνα με τον ίδιο τον Schmier, ενώ ειρωνικά, περιόδευσαν πολύ γι’ αυτό το δίσκο (ενδεικτική η περιοδεία με KING DIAMOND και MOTORHEAD) με την τελευταία περιοδεία, να περνάει και από τη χώρα μας, σε μια θρυλική συναυλία στο Ρόδον, αλλά και άλλη μια στη Θεσσαλονίκη, που θα ήταν οι τελευταίες του αγέρωχου frontman με τους DESTRUCTION.
Τελευταίο ηχογράφημα του, θα ήταν το εκπληκτικό “Live without sense” live άλμπουμ που κυκλοφόρησε στην δύση της δεκαετίας.
‘90 – ‘99: ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ SCHMIER
Αυτό που ακολούθησε τη φυγή Schmier, ήταν η πρόσληψη του Andre Grieder από τους POLTERGEIST (ένας από τους καλεσμένους στο “Release from agony” – τυχαίο, δεν νομίζω!), για τη κυκλοφορία του άλμπουμ – φυσική συνέχεια του “Release from agony” 3 χρόνια μετά, στην αυγή της νέας δεκαετίας πλέον. Το όνομα αυτού “Cracked brain”. Ολίγη από DARK ANGEL στα φωνητικά, σπουδαίες κομματάρες όπως το ομώνυμο, σε έναν δίσκο που κοιτάζει στα μάτια τη πρώτη τριάδα με τον Schmier, δημιουργώντας προσδοκίες για μια δεύτερη περίοδο ευημερίας της μπάντας. Αμ δε!
Ο Harry Wilkens είναι παρελθόν λόγω έλλειψης χρόνου, προσλαμβάνεται αυτός ο ανεκδιήγητος frontman που λέγεται Rosenmerkel, ενώ οι τρεις συνολικά κυκλοφορίες (τα EP “Destruction”/”Them not me” και το μοναδικό full-length “The least successful human cannonball”), ήταν τόσο απαράδεκτες, που η μπάντα δεν θέλει καν να τα θεωρήσει μέρος της δισκογραφίας της. Έτσι, μπήκαν κάτω από τη ταμπέλα “neo-DESTRUCTION”. Γιατί τόσο χάλι; Ωραία, φανταστείτε, τους DESTRUCTION να παίζουν σαν κακοί PANTERA. Με τον Rosenmerkel που είναι η χειρότερη εκδοχή Anselmo-ικού τραγουδιστή.
Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι υπερβάλλω; Το μόνο “καλό” ήταν ότι τα EP ήταν απλά αδιάφορα, συν κανένα riff εδώ κι εκεί από τον Sifringer που πάλευε μόνος του με τα θηρία. Παράλληλα, ο Schmier, βρίσκεται στους HEADHUNTER, οι οποίοι βγάζουν πραγματικά πολύ καλούς δίσκους (“Parody of life” – 1990, “A bizzare gardening accident” – 1992, “Rebirth” – 1994). Και προς το τέλος της δεκαετίας, σκάει η είδηση…..επιστροφή Schmier. “ΠΩΣ ΤΟ ΠΕΣ ΑΥΤΟ, ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΕ;” λένε όσοι το διαβάζουν. Και βλέπουν και το demo. 11 Ιουλίου 1999, “The butcher strikes back”. Το δε εξώφυλλο, υπέροχο κολάζ από “Live without sense” και “Infernal overkill”.
Στα τύμπανα, ο κύριος Sven Vorman, που θα συνδεθεί με τη πρώτη δυάδα της επανασύνδεσης. Στο δια ταύτα: μια επανηχογράφηση του “Bestial invasion”, αλλά και δύο ολοκαίνουργια κομμάτια. Το “World domination of pain” και τον μοντέρνο ύμνο “The butcher strikes back” που ήταν η απόλυτη δήλωση. Ερχόμαστε.
Curse the day ten painful years ago,
Since our legacy suffered in death row!
But the eternal ban and the spirit survived,
Over the years like a thorn in the flesh!
The importance of our new mission now is clear
We will break banging necks all over we appear.
Infernal overkill to all the envied souls,
Death to all religions and their sick goals!
The butcher strikes back
Devastating thrash attack
An invincible force – released from agony
Hail to those who obey
And believe in DESTRUCTION!
Σημειώνεται, ότι πέρασαν από την Ελλάδα στα 1999, για δύο συναυλίες που όσοι παλαιοί ήταν, ακόμα τις θυμούνται!
‘00 – ‘09: ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ
Το νερό, ήδη είχε μπει στο αυλάκι, ενώ η ομάδα, υπερπλήρης, με τον κύριο Peter Tägtgren (HYPOCRISY) στη παραγωγή, κυκλοφορεί, δύο σερί ΔΙΣΚΑΡΕΣ. “All hell breaks loose” (2000) και “The Antichrist” (2001) μέσω της Nuclear Blast. Ένας ήχος πριόνι και στις δύο κυκλοφορίες, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα για τον υπέροχα οπαδικό Tägtgren, κλασσικές κομματάρες πλέον, συν μια ΕΚΤΕΛΕΣΑΡΑ με τον ίδιο καλεσμένο του “Total desaster” με τον τίτλο “Total desaster”. Κεκτημένη ταχύτητα έρχονται το πιο ωμό ηχητικά “Metal discharge” (2003) (εκεί ανέλαβαν οι ίδιοι τη παραγωγή) και το πιο ογκώδες “Inventor of evil” (2005).
Το τελευταίο και το “D.E.V.O.L.U.T.I.O.N.” (2008) θα αποτελέσουν τη θητεία τους στην AFM (συν το πρώτο μέρος των εορταστικών επανηχογραφήσεων “Thrash anthems”), ενώ μαζί με το “Metal discharge”, συνοψίζουν τη θητεία του καταστροφικού Marc Reign πίσω από τα δέρματα (όπου σε σημεία, ακούγαμε μέχρι και blastbeats). Τρεις δίσκοι που ενώ δεν άγγιξαν επίπεδα της πρώτης δυάδας, ήταν κατ’ ελάχιστον πολύ καλοί, με τον μεσαίο να ξεχωρίζει συνθετικά περισσότερο από όλους. Στα πλαίσια των εορτασμών των 25 ετών, είχαμε και το “A savage symphony – the history of annihilation” DVD με όλα τα παλιά μέλη επί σκηνής στο Wacken 2007.
Εκεί, το υμνικό/οπαδικό “The alliance of hellhounds” έχει τόσους-όσους καλεσμένους (σε αντίθεση με τη studio εκδοχή που κούραζε με τα 15 άτομα που παρελαύνουν σε αυτή). Σε αυτή τη δεκαετία, οι Καταστροφείς θα μας τιμούσαν, πότε μόνοι τους (2009), πότε με τους άλλους 2 της τριάδας (2002), πότε με τους CANDLEMASS (2005), πότε με τους OVERKILL (2003), πότε σε festival στη Δράμα το 2007…δεν τους χάναμε. Βέβαια, το 2009, ήταν απογοητευτικά τα πράγματα από πλευράς προσέλευσης, γιατί είχαν πέσει πάνω στον τελικό κυπέλλου ΑΕΚ – Ολυμπιακός. Και έτσι, κάναμε μπόλικο καιρό να τους ξαναδούμε στην Αθήνα.
‘10 – ‘19: VAAVER ΣΤΑ ΤΥΜΠΑΝΑ – ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΕΤΡΑΔΑ
Πολύ δυνατά μπήκε αυτή η δεκαετία για τους DESTRUCTION. Αλλαγή drummer (πάλι), με τον Wawrzyniec “Vaaver” Dramowicz των INDUKTI, να κάθεται πίσω από το kit, αλλαγή αέρα στο σχήμα, που ξαναμπήκε στο δυναμικό της Nuclear Blast. Η δυάδα “Day of reckoning” (2011)/”Spiritual genocide” (2012) αποτελούσε το καλύτερο σερί των Γερμανών από την επανένωση. Γκαζωμένα άλμπουμ, κυρίως όμως εμπνευσμένα, με καλύτερα κομμάτια και η μπάντα να βγάζει όρεξη και υγεία. Κεκτημένη ταχύτητα έρχεται και το επίσης πολύ καλό “Under attack” (2016), που συνεχίζει τη πορεία των Γερμανών.
Επίσης, είχαμε το δεύτερο μέρος του “Thrash anthems”, την τελευταία ηχογράφηση του Vaaver με το σχήμα. Και προς το τέλος, έχουμε την κίνηση – ματ. Δεύτερη κιθάρα μετά από 30 χρόνια και βάλε, στο πρόσωπο του Damir Eskic. Επιπλέον, λόγω του ότι ο Vaaver ήθελε να περάσει χρόνο με την οικογένεια του, έπρεπε να ξανααλλάξουν drummer. Αντικαταστάτης ευρέθη, στο πρόσωπο του Randy Black (με θητεία στους ANNIHILATOR και τους PRIMAL FEAR). Το “Born to perish”, κλείνει με το καλύτερο δυνατό τρόπο τη δεκαετία, δείχνοντας μια μπάντα που δεν μασάει από αλλαγές. Ίσα – ίσα, αυτές θα την έκαναν πάντα δυνατότερη.
Toν Φεβρουάριο του 2019, οι DESTRUCTION, θα επισκέπτονταν τη χώρα μας για δύο συναυλίες που έδειξαν για ποιους λόγους θεωρούνται θρύλοι και γιατί τους λατρεύουμε για τη ξεροκεφαλιά τους. Συν τοις άλλοις, απεδείχθη περίτρανα, ότι ο κόσμος όχι μόνο δεν τους ξέχασε, αλλά θέλει κι άλλο!
‘20 – ΣΗΜΕΡΑ: ΦΥΓΗ SIFRINGER ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΞΕΚΙΝΑ
Και πάνω που η μηχανή έχει πάρει μπρος (υπογράφουν συμβόλαιο στην κραταιά Napalm Records – που τους στηρίζει με πάθος ως και σήμερα), με μια αύρα “Release from agony” πάνω από το “Born to perish”, δίνοντας τη δυνατότητα στη μπάντα να συνθέσει πράγματα που μπορούν να παίξουν δύο κιθάρες….ο Sifringer αποτελεί παρελθόν το ‘21. Σοκ στις τάξεις των οπαδών, που είχαν ταυτίσει τον σγουρομάλλη κιθαρίστα με τον ήχο – ταυτότητα των Καταστροφέων. Και αυτό, εν μέσω καραντίνας, πανδημίας, κορωνοϊού και τα συναφή. Η μπάντα βρίσκει αντικαταστάτη, στο πρόσωπο του παραγωγού και φίλου Martin Furia. Πρώτο δείγμα, “State of apathy”.
Η μπάντα σε μια από τις καλύτερες της φάσεις, ανανεωμένη πλήρως, δείχνοντας ότι ένα λειτουργικό line-up μπορεί κάλλιστα να είναι ευεργετικού χαρακτήρα για μια μπάντα εν αντιθέσει με ένα “κλασσικό” line-up που παραπαίει στο εσωτερικό του. Οι προβλέψεις ευοίωνες για το πρώτο άλμπουμ χωρίς τον Mike, με το “Diabolical” το πρώτο άλμπουμ της δεκαετίας, να τις δικαιώνει και με το παραπάνω. Ένας δίσκος – κάθαρση μετά τη περίοδο της πανδημίας, που αγαπήθηκε από πολύ κόσμο εκεί έξω. Ο Schmier, οδηγεί το σχήμα, όπως εκείνος κρίνει σωστό, με τις επιλογές του να τον βγάζουν κατά πλειοψηφία δικαιωμένο.
Έτσι, φτάνουμε στο σήμερα, την αναμονή για το “Birth of malice”, με τα τρία ως τώρα δείγματα, να επιβεβαιώνουν το πολύ καλό φεγγάρι στο οποίο είναι ο αγέρωχος Τεύτονας και η συμμορία του, μπαίνοντας στην πέμπτη δεκαετία ύπαρξης. Και υπό αυτές τις συνθήκες, μας ξανάρχονται, ένα μήνα πριν τη κυκλοφορία του. Στο πλευρό τους, οι YOTH IRIA του Δημήτρη Πατσούρη (πάλαι ποτέ ROTTING CHRIST), ενώ τις συναυλίες, θα ανοίξουν στην συμπρωτεύουσα οι WHITE TOWER, στην Αθήνα οι LEATHERHEAD. Όσοι πειστήκατε από τις αράδες μου, ξέρετε που πρέπει να βρίσκεστε αυτά τα βράδια! Τα λέμε στο pit!