Οι AVANTASIA σήμερα αποτελούν τον κύριο τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης του Tobias Sammet, ο οποίος πλέον έχει γιγαντώσει το status του συγκροτήματος. Ούτε ο ίδιος θα μπορούσε να προβλέψει αυτήν την κατάληξη όταν του μπήκε η ιδέα να ξεκινήσει να δουλεύει μία Metal opera σαν side project πριν αρκετά χρόνια, όπου τότε ήταν αφοσιωμένος στους EDGUY.
Όλα ξεκίνησαν το 1999 σε περιοδεία του σχήματος για το “Theater of salvation”, όταν ο Tobias βαρέθηκε να κάθεται και να περιμένει πότε θα έρθει η ώρα μέχρι την επόμενη συναυλία. Έβαλε το κεφάλι κάτω λοιπόν και έγραψε το concept της ιστορίας, μετά ήρθαν τα τραγούδια και 20 μήνες αργότερα κατόπιν σκληρής δουλειάς η ολοκλήρωση του “The metal opera” ήταν γεγονός. Η ιδέα για πολλούς τραγουδιστές προέκυψε καθώς ο ίδιος ήταν πολύ ευχαριστημένος από την εμπειρία που είχε με guest καλλιτέχνες στους EDGUY. Υπήρξε η σκέψη τα τραγούδια που γράφτηκαν να χρησιμοποιηθούν από το ίδιο το συγκρότημα, δεν ήταν δηλαδή ο αυτοσκοπός να βγάλει solo δουλειά ο Sammet, αλλά εν τέλει δεν θα ήταν πολύ ταιριαστό με αποτέλεσμα να φτάσουμε στους AVANTASIA.
Το άλμπουμ αυτό θεωρείται ως ένα από κλασικότερα του Power Metal και μάλιστα μπορούμε να το δούμε ως από τις τελευταίες κυκλοφορίες της χρυσής εποχής του είδους. Ας μην ξεχνάμε πως το “The metal opera” βγήκε το 2001, δηλαδή αφού είχαν κυκλοφορήσει όλοι οι εμβληματικοί δίσκοι από μπάντες όπως STRATOVARIUS, GAMMA RAY, HELLOWEEN, BLIND GUARDIAN. Η κληρονομιά που άφησε είναι μεγάλη αφού εκτός από συνθέσεις που λάμπουν αυτόφωτα μέχρι και σήμερα, η επιτυχία του ώθησε πολλούς καλλιτέχνες στο να ακολουθήσουν το δρόμο των Metal operas, ασχέτως αν πολλές φορές τα αποτελέσματα είναι έως και αστεία.
Βέβαια ας είμαστε ειλικρινείς. Οι συντελεστές του “The metal opera” είναι ο ορισμός της Dream Team και μάλιστα σε μια εποχή που ήταν όλοι στα πάνω τους, οπότε σε συνδυασμό με την ανέμελη και γεμάτη έμπνευση περίοδο που βρισκόταν ο Sammet, δεν είναι να απορεί κανείς για το αποτέλεσμα. Kai Hansen, Michael Kiske, Timo Tolkki, Andre Matos, David Defeis, Markus Grosskopf, Henjo Richter, είναι μόλις μερικά από τα ονόματα.
Είναι αιχμηρό όπλο στη φαρέτρα του πρωτοδισκάκια, αφού μπορεί να σταθεί ως η καλύτερη κυκλοφορία των AVANTASIA χωρίς μεγάλη αντίσταση. Ο ίδιος ο δημιουργός του θεωρεί κάποια στοιχεία του άλμπουμ Κιτς ή υπερβολικά, μην ξεχνάμε πως όταν το έγραψε ήταν 22 χρονών, οπότε η όλη φάση ήταν μία τέλεια ευθυγράμμιση αστεριών που δεν πρόκειται να επαναληφθεί.
“The metal opera” countdown:
“In nomine Patris” (1.04)
Σύντομο ορχηστρικό διάλειμμα, ένα από τα τέσσερα instrumentals του δίσκου. Έχει ένα μελαγχολικό και επικό μανδύα αλλά δεν είναι κάτι που σου μένει.
“Prelude” (1.11)
Παίζει με την μελωδία του “Reach out for the light” που ακολουθεί, μας εισάγει με ωραίο τρόπο στον κόσμο των AVANTASIA αλλά μέχρι εκεί.
“A new dimension” (1.39)
Εδώ έχουμε κάτι πιο χαρμόσυνο με περισσότερες κορυφώσεις οπότε κερδίζει έναντι των δύο παραπάνω.
“Malleus maleficarum” (1.43)
Από τα ιντερλούδια είναι το καλύτερο. Κάνει αναπαράσταση σκηνής ανάκρισης/ βασανιστηρίου, οπότε τα πλήκτρα, οι καμπάνες και οι ερμηνείες το κάνουν να ξεχωρίζει.
“Farewell” (6.33)
Οι ταχύτητες πέφτουν και η ώρα έφτασε για την απαραίτητη μπαλαντοειδή στιγμή του δίσκου, στην οποία συμμετέχει και η τότε όχι τόσο γνωστή Sharon den Adel (η δισκογραφία των WITHIN TEMPTATION έφτανε μέχρι το “Mother earth”). Tο “Farewell” είναι ωραιότατο, ενώ σίγουρα δεν το λες βαρετό, μία μοίρα που έχει μεγάλη μερίδα από μπαλάντες. Έχει όμως την τύχη (ή ατυχία) να βρίσκεται σε ένα τόσο καλό δίσκο, οπότε του πέφτει ο κλήρος της θέσης αυτής. Δεν παύει να είναι στιγμή που άνετα στέκεται μόνη της σε κάποια αντίστοιχη συλλογή, οπότε ίσως και να το αδικώ λίγο.
“The glory of Rome” (5.29)
Πολύ καλό κομμάτι, αν έβγαινε σήμερα θα λέγαμε τι φοβερό τραγούδι έγραψαν! Στα πλαίσια του “The metal opera” όμως υστερεί στα κουπλέ και στις λεπτομέρειες έναντι των υπολοίπων, επομένως καταλήγει να βρίσκεται ένα με δύο σκαλοπάτια κάτω. Δεν αλλάζει το γεγονός πως το ρεφρέν του το λατρεύω.
“Sign of the cross” (6.26)
Εδώ έχουμε μία τέρμα ανθεμική mid tempo σύνθεση στην οποία συμμετέχουν αρκετοί καλεσμένοι. Μέχρι τη μέση το τραγούδι είναι πολύ ωραίο χωρίς να συγκρίνεται με τις κορυφές του “The metal opera”. Εκεί έρχεται η αύξηση της ταχύτητας στη γέφυρα με τον αγαπημένο μας Kai, ο οποίος δίνει τη σκυτάλη σε μία σολάρα και το κομμάτι παίρνει πολλούς πόντους. Αυτοί είναι δίσκοι, να μπαίνουν τέτοια τραγούδια σε αυτή τη θέση γιατί ακολουθούν ακόμα καλύτερα!
“Serpents in paradise” (6.16)
Παρόμοια στοιχεία με το “Reach out for the light” με την διαφορά ότι εδώ υπάρχει ένας Defeis ο οποίος εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε τα “House of Atreus” και σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό με τις ερμηνείες του. Η γέφυρα που ενώνει το δεύτερο ρεφραίν με το κλείσιμο είναι τραγούδι μέσα στο τραγούδι και το αποτέλεσμα είναι μία εξάλεπτη σύνθεση που αξιοποιεί μέχρι και το τελευταίο της δευτερόλεπτο. Είναι το δεύτερο κυρίως κομμάτι του άλμπουμ και κάνει ξεκάθαρο πως έχουμε να κάνουμε με μία σπουδαία, άκρως πορωτική κυκλοφορία.
“Inside” (2.24)
Τριπλό φωνητικό χτύπημα από Sammet, Matos, Hansen με μοναδική συνοδεία το πιάνο. Για δίλεπτο τραγούδι το “Inside” δεν είχε δικαίωμα να είναι τόσο καλό αλλά το έκανε, ενώ ο χρωματισμός της φωνής του εκλιπόντος Βραζιλιάνου στο κλείσιμο είναι ικανός να αφήσει ένα μεγάλο κενό μέσα σου.
“Avantasia” (5.32)
Αυτό και αν είναι κλασικό! Ως μία πιο mid tempo σύνθεση δεν είναι ξεκάθαρος από την αρχή ο χαμός που θα κάνει, αλλά δεν υπάρχει αμφισβήτηση της αξίας που κουβαλάει. Εκτός από την κολλητική είσοδο των πλήκτρων έχει και πολύ ωραίο χτίσιμο από το κουπλέ έως το όσο δεν πάει ανεβαστικό ρεφρέν, το οποίο αποτελεί μία από τις πιο sing along στιγμές των AVANTASIA. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το δανείστηκαν για το setlist τους οι EDGUY. Θεωρώ το τραγούδι ως τον κοντινό συγγενή των “Vain glory opera” και “King of fools”, ενώ είναι ο ορισμός της απλής σύνθεσης που διαπρέπει στο κομμάτι των μελωδιών, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Εννοείται πως το σόλο κλείνει το μάτι στο “Final countdown” των EUROPE.
“Reach out for the light” (6.33)
Χαρακτηριστική lead κιθάρα, φοβερές πολυφωνίες, Michael Kiske στο ρεφραίν ο οποίος επανέρχεται κατόπιν απουσίας ετών και ένας Tobias που τραγουδάει παθιασμένα. Προφανώς και φέρνει αρκετά σε HELLOWEEN της Keepers περιόδου, το μπάσο του Markus Grosskopf σε σημεία το κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρο, αλλά είναι φόρος τιμής ενός καλλιτέχνη που παίζει παρέα με τους μουσικούς του ήρωές παρά κάτι άλλο. Είναι ένας κλασικός Power ύμνος και τελείως αντιπροσωπευτικός του είδους.
“The tower” (9.43)
Επειδή μου αρέσουν οι λεπτομέρειες, το “The tower” που κλείνει το Part 1 των “The Metal opera” είναι η σύνθεση με την μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ το Part 2 ξεκινάει με το “The Seven Angels” που επίσης έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια αντίστοιχα. Είναι επίσης ένα καραέπος με φοβερές ερμηνείες, τοποθετημένα με προσοχή ορχηστρικά μέρη και τρομερές εναλλαγές. Ο τέλειος επίλογος του ντεμπούτου των AVANTASIA.
“Breaking away” (4.35)
Αν τα άλλα τραγούδια είναι ύμνοι, τότε δεν ξέρω τι είναι το “Breaking away”. Αρχικά τα πλήκτρα του είναι αρκετά για να σε ξεσηκώσουν, με το που μπαίνει το κομμάτι η τρέλα χτυπάει κόκκινο. Ο Kiske δικαιώνει τον Tobias που τον ήθελε διακαώς σαν guest, αλλά ο λόγος που το έβαλα στην πρώτη θέση είναι η κορύφωση που έρχεται με αυτό το ρεφραίν. Συνδυάζει τον επικό χαρακτήρα της πολυφωνίας με την παθιασμένη και γεμάτη ορμή, ερμηνεία του Sammet. Στα αυτιά μου οι εξαίρετοι καλεσμένοι έχουν καλύτερη τεχνική κατάρτιση στον τομέα των φωνητικών από αυτόν, αλλά η ένταση και η ψυχή που βγάζει καθώς ζει το όνειρό του, είναι κάτι το ανεπανάληπτο.
Συμφωνικές Ροκ Μεταμορφώσεις Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής 19.2.2025, 20:30
Η λόγια μουσική δημιουργία των καιρών μας, σε αντίθεση με την αίσθηση που πλανάται ορισμένες φορές στην ατμόσφαιρα, δεν είναι περίκλειστη στον εαυτό της. Αντιθέτως, κρατάει ανοιχτά τα κανάλια της επικοινωνίας με άλλα ρεύματα, αφουγκράζεται τον παλμό της εποχής, αφομοιώνει στοιχεία ακόμα και από στιλ που φαινομενικά έχουν εντελώς διαφορετικές αισθητικές αξίες. Η Καμεράτα και ο Γιώργος Πέτρου έρχονται να μας το αποδείξουν με τον πιο ηχηρό τρόπο. Ο Αμερικανός Φίλιπ Γκλας, ζωντανός θρύλος της σύγχρονης μουσικής και εξέχων εκπρόσωπος του μινιμαλισμού, συνομιλεί με τις progressive rock ιδέες του Ντέιβιντ Μπόουι και του Μπράιαν Ήνο που σημάδεψαν τη σκηνή της ροκ μουσικής του 20ού αιώνα. Εμπνευσμένος από τις σουίτες του Μπαχ, o Τζον Λορντ, θρυλικός οργανίστας του συγκροτήματος των Deep Purple, έγραψε ένα από τα ωραιότερα crossover έργα στην ιστορία της μουσικής: την εντυπωσιακή Sarabande, που ακροβατεί ανάμεσα στην ομώνυμη, αργή και λυρική φόρμα της μπαρόκ σουίτας και στο δυναμισμό του rock groove της δεκαετίας του ’70.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
PHILIP GLASS
Συμφωνία αρ. 4, «Ήρωες» (1996)
βασισμένη στο άλμπουμ Heroes των David Bowie και Brian Eno
JON LORD
Sarabande για συμφωνική ορχήστρα και ροκ μπάντα (1974)ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ένα από τα πιο ιδιαίτερα σχήματα που έβγαλε ποτέ το νησί της Ιρλανδίας, οι Primordial, επιστρέφουν στην Ελλάδα και το Rethymno Rocks. Από τα πρώτα σχήματα που κατάφεραν να παντρέψουν την πλούσια μουσική παράδοση του τόπου τους και τον ακραίο ήχο κρατώντας τα και τα δύο σε απόλυτη ισορροπία για πάνω από 30 χρόνια. Οι ίδιοι έχουν φροντίσει να χτίσουν μια δυνατή σχέση με το Ελληνικό κοινό και θα την επεκτείνουν με την εμφάνισή τους στο κάστρο της Φορτέτζας, το Σάββατο 30 Αυγούστου.
Οι Triumpher έρχονται για πρώτη φορά στη Πάτρα. Αυτόν τον Φεβρουάριο και συγκεκριμένα, το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου στη Frida , στη καρδιά της πόλης! Θα παρουσιάσουν ΟΛΟ το νέο τους album “Spirit Invictus” όπως και κομμάτια από το 1ο τους album “Storming The Walls”!
Οι Triumpher δημιουργήθηκαν το 2019 και έχουν κυκλοφορήσει 2 albums : το “Storming The Walls” (2023) και το πρόσφατα σαρωτικό “Spirit Invictus” το οποίο έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές από τον παγκόσμιο Τύπο.
Οι Triumpher έπαιξαν σε festival όπως τα Up The Hammers και Keep It True Rising, ενώ εντυπωσίασαν και ως special guests στους Triumph Of Death του Tom Gabriel Warrior και τους Primordial. Το “Spirit Invictus” αποτελείται από 8 τραγούδια αδέσμευτου, οργισμένου και δραματικού epic metal και κυκλοφορεί σε CD και βινύλιο από τη No Remorse Records.
Μαζί με τους Triumpher θα εμφανιστούν οι Achelous, οι οποίοι απέσπασαν πολύ καλές κριτικές για το τελευταίο τους album “Tower Οf High Sorcery” και σε κάθε τους εμφάνιση σπέρνουν πανικό και κερδίζουν περισσότερο νέους οπαδούς!
Ένα εκρηκτικό δίδυμο του νέου αίματος , της ελληνικής metal σκηνής, που κάνεις δε πρέπει να χάσει!
Opening Act οι πολλά υποσχόμενοι Infertale, από την Πάτρα.
Προπώληση εισιτηρίων: €12
Τιμή εισιτηρίου στην είσοδο : €14
Ηλεκτρονική προπώληση μέσω Joe Records, Kaissa Πάτρας, www.more.com
ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Thunder in the east” – LOUDNESS ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1985 ΕΤΑΙΡΙΑ: ATCO ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Max Norman ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Minoru Niihara
Κιθάρες – Akira Takasaki
Mπάσο – Masayoshi Yamashita
Τύμπανα – Munetaka Higuchi
Για όλους εμάς τους Δυτικούς, η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου γνωστή και ως Ιαπωνία φαίνεται ως ένα συναρπαστικό μέρος. Μία χώρα με βαθιά παράδοση, απόλυτο κώδικα τιμής και αμόλυντο πολιτισμό, που θάμπωσε όλους τους ξένους επισκέπτες των περασμένων αιώνων, συμπεριλαμβανομένων και δύο δικών μας: τον Νίκο Καζαντζάκη, που έγραψε τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του εκεί το 1935, καθώς και τον ιρλανδοελληνικής καταγωγής συγγραφέα, Λευκάδιο Χερν. Ωστόσο, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ιάπωνες είχαν αρχίσει αργά μία αδυσώπητη διεργασία εκδυτικισμού και εκμοντερνισμού, προσπαθώντας να προσεγγίσουν την Δύση και να σμίξουν το ακατάλυτο πνεύμα τους με την βιομηχανική ευμάρεια των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, τόσο της Ευρώπης, όσο και της Αμερικής. Το αποτέλεσμα ήταν να εξελιχθούν σε μία βιομηχανοποιημένη παγκόσμια δύναμη, με μία αξιοζήλευτη σύγχρονη pop κουλτούρα, εκφρασμένη μέσα από πλήθος συνισταμένων όπως οι πολεμικές τέχνες, τα κινούμενα σχέδια, η γαστρονομία και η τεχνολογία, μεταξύ άλλων.
Μεταπολεμικά, η μουσική στην Ιαπωνία άρχισε να απομακρύνεται από τα παραδοσιακά της μονοπάτια και να δέχεται ολοένα αυξανόμενη επιρροή από την Ευρώπη και την Αμερική, τόσο στο κλασικό κομμάτι όσο και στο πιο μοντέρνο, με τα αμερικάνικα και τα αγγλικά συγκροτήματα να αποκτούν μεγάλη δημοφιλία. Χαρακτηριστικό είναι το καραόκε, ιαπωνική εφεύρεση και μία από τις κορυφαίες επιλογές των Ιαπώνων για διασκέδαση. Όσον αφορά τον σκληρό ήχο, η Ιαπωνική αγορά, μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, ακολούθησε το διεθνές ρεύμα, όπου το πρώτο «άγιο» συγκρότημα που κατέγραψε την live εμπειρία του εκεί ήταν οι DEEP PURPLE με το (για πολλούς) καλύτερο live άλμπουμ όλων των εποχών, το “Made in Japan” (1972). Αυτή η κυκλοφορία ήταν και ο καταλύτης για να γίνει εντατικότερα η διάχυση του hard rock και του heavy metal στην Ιαπωνία, με πολλούς άλλους να ακολουθούν στο κατόπι των Βρετανών τιτάνων. Είχε προηγηθεί η κυκλοφορία ενός live των UFO το 1971, στην προ-Schenker εποχή, όμως αυτό άγγιζε περισσότερο το space rock και τον ψυχεδελικό χώρο και σίγουρα δεν είχε την επίδραση του “Made in Japan”.
Το 1973, μία παρέα συμμαθητών, οι Hironobu Kageyama (φωνητικά), Hiroyuki Tanaka (μπάσο), Akira Takasaki (κιθάρα), Munetaka (μην γελάτε, σας βλέπω) Higuchi (ντραμς) και Shunji Inoue (πλήκτρα) σχημάτισαν τους LAZY, ένα σχήμα προσανατολισμένο στο hard rock, που όπως (ίσως σωστά) έχετε υποθέσει, πήρε το όνομα του από το ομώνυμο τραγούδι των DEEP PURPLE. Όμως, μετά την εμπλοκή manager και στελεχών της δισκογραφικής τους εταιρείας, ξεκίνησαν το 1977 να κυκλοφορούν pop μουσική ως μία “boy band” της εποχής. Παρά μία σχετική επιτυχία που γνώρισαν, δεν άντεξαν πολύ, καθώς δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελαν να παίξουν. Έτσι διαλύθηκαν ήρεμα και πολιτισμένα το 1981.
Οι Takasaki, Tanaka και Higuchi δεν έχασαν χρόνο και το ίδιο έτος δημιούργησαν μία μπάντα με το εμφατικότατο όνομα LOUDNESS, προσπαθώντας μάλλον να ξορκίσουν το pop ολίσθημα της προηγούμενης καριέρας τους. Ίσως να ήταν και καλύτερα που η φάση τους βγήκε στην αρχή των 80s, μιας και μέχρι τότε συγκροτήματα όπως οι RAINBOW, οι SCORPIONS και οι JUDAS PRIEST είχαν πολλαπλασιάσει το metal ακροατήριο εκεί. Aξίζει να σημειωθούν τα μνημειώδη live albums ηχογραφημένα επί ιαπωνικού εδάφους, το “On Stage” (1977 – το μισό ηχογραφημένο σε Τόκιο και Οσάκα), το “Tokyo tapes” (1978) και το “Unleashed in the East” (1979), αντίστοιχα.
Σύντομα ο Tanaka αποχώρησε και την θέση του πήρε ο Masayoshi Yamashita, ενώ τα φωνητικά ανέλαβε ο γενναίος Minoru Niihara. Και λέω γενναίος, διότι καταλαβαίνετε πόσο μεγάλη πρόκληση αποτελεί για έναν Ιάπωνα τραγουδιστή της εποχής να συναγωνιστεί τους Αγγλοσάξονες ομολόγους του. Μπορεί αυτός να ήταν και ο λόγος που τα πρώτα τρία τους άλμπουμ ήταν στα ιαπωνικά (με κάποιες αγγλικές λέξεις). Μπορεί να ακούγονται περίεργα στο δικό μας αυτί, όμως η μουσική και συνθετική τους δεινότητα καθώς και η παθιασμένη ερμηνεία των στίχων μας αποκαλύπτει ένα θηρίο, σαν αυτά που βλέπαμε αντιμετωπίζουν τα ρομπότ-ήρωες στα anime των 80s. Παρά τον ξένο προς εμάς στίχο, τα “The Birthday Eve” (1981), “Devil Soldier” (1982) και “The Law of Devil’s Land” (1983) περιέχουν ιδέες, στιγμές και ψήγματα μεταλλικού μεγαλείου, που θα τις ζήλευαν καθιερωμένα ονόματα του χώρου σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία. Θα πρόσθετα, δε, ότι πολλοί θα έπρεπε να ζηλεύουν και την κιθαριστική θεότητα Akira Takasaki, ένας παίχτης που έχασε μόνο από το γεγονός ότι ήταν Ιάπωνας. Αν ήταν από τις προαναφερθείσες χώρες, τώρα θα μιλούσαμε για μία τελείως διαφορετική καριέρα και κληρονομιά. Φανταστείτε ένα υβρίδιο Randy Rhoads, Jake E. Lee, George Lynch μπολιασμένο με Wolf Hoffmann και Yngwie Malmsteen. Μάλιστα ήταν και ο πρώτος metal καλλιτέχνης για τον οποίο η διάσημη (πλέον) ιαπωνική εταιρία κατασκευής μουσικών οργάνων ESP δημιούργησε μία custom κιθάρα, την εντυπωσιακή ESP Random Star.
Η καίρια στροφή για τους LOUDNESS ήρθε με το “Disillusion” (1984), το οποίο ήταν και το πρώτο άλμπουμ τους που ηχογραφήθηκε και με αγγλικό στίχο. Πρόκειται για μεγάλη δισκάρα και μπορείτε να το διαπιστώσετε βλέποντας και το μεταγενέστερο μαγνητοσκοπημένο live “Eurobounds” (υπάρχει στο YouTube με τον τίτλο “European Tour 1984”). Ήδη είχαν βγει σε περιοδεία σε Δυτικές ΗΠΑ και Ευρώπη από το 1983 και είχαν μεταβεί στο Λονδίνο για την ηχογράφηση του “Disillusion”, επιδεικνύοντας διαρκώς αυξανόμενη εξωστρέφεια. Και τώρα ήταν η στιγμή να προχωρήσουν παραπέρα.
Οι πολύ δυνατές ζωντανές τους εμφανίσεις προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του δισκογραφικού κολοσσού Atlantic Records. Με την βοήθεια του τότε manager τους, Joe Gerber, που είχε και την συνδιαχείριση των TWISTED SISTER, κατόρθωσαν να υπογράψουν συμβόλαιο με την θυγατρική της Atlantic, την Atco Records, με αποτέλεσμα να γίνουν το πρώτο ιαπωνικό συγκρότημα που υπέγραφε σε αμερικάνικη εταιρεία. Άμεσα, προχώρησαν και σε ανάθεση της παραγωγής στον Max Norman, γνωστό, μέχρι τότε από τις δουλειές του με τον Ozzy Osbourne (“Diary of a madman”, “Speak of the devil” και “Bark at the moon) καθώς και το “Black tiger” των Y &T. Τους είχαν προταθεί και κάποιοι ακόμα παραγωγοί, μεταξύ των οποίων οι Eddie Kramer και George Martin (!). Παρόλα αυτά, η αγάπη του Akira για τον μακαρίτη Randy Rhoads, τον έστειλε κατευθείαν στην αγκαλιά του Norman, μιας και αυτός ήταν είχε συνεργαστεί με τον τεράστιο κιθαρίστα του Ozzy.
Όντας πλέον πανέτοιμοι και ετοιμοπόλεμοι, οι τέσσερεις μεταλλικοί σαμουράι βρέθηκαν στα ιστορικά Sound City Studios του Los Angeles, όπου λίγους μήνες πριν οι DIO είχαν ηχογραφήσει το ντεμπούτο τους, “Holy Diver”, οι RATT το πρώτο τους κανονικό άλμπουμ “Out of the cellar” και οι SAXON το ιστορικό “Crusader”. Οι LOUDNESS είχαν ήδη στην διάθεση τους demo με περίπου 20 κομμάτια. Ο Norman απέρριψε αρκετά, κράτησε μερικά και τους πίεσε να γράψουν κι άλλα 5 με 10 κομμάτια, εκ των οποίων συνολικά ηχογράφησαν 12, με κάποιες αλλαγές που πρότεινε ο παραγωγός. Το χειρότερο του Niihara ήταν η συγγραφή των στίχων, που δέχτηκε την βοήθεια ουκ ολίγων για να μεταφράσει και να αποδώσει τους στίχους που είχε γράψει από τα ιαπωνικά στα αγγλικά.
Οι LOUDNESS είχαν αλλάξει πίστα και πλέον δεν κοιτούσαν πίσω. Αποφάσισαν να ηχογραφήσουν το πέμπτο τους άλμπουμ αποκλειστικά κι εξ ολοκλήρου στα αγγλικά. Και ο τίτλος αυτού δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμβληματικός: “Thunder in the East”. H μεταλλική βροντή που θα έπεφτε στην Άπω Ανατολή και θα ακουγόταν σε όλη την οικουμένη. Τα δέκα τραγούδια του αποτελούν δείγμα υψηλής ποιότητας heavy metal που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από οποιοδήποτε άλλο μεγάλο συγκρότημα της εποχής.
Ξεκίνημα με το single “Crazy Nights”, δημιούργημα των Takasaki και Niihara, όπως άλλωστε και όλο το άλμπουμ, πλην του άλλου μεγάλου hit του άλμπουμ, του ασήκωτου “Heavy Chains”, σε στίχους και μουσική του μπασίστα Masayoshi Yamashita. To “Crazy Nights” μάλλον αποτελεί το πιο γνωστό τραγούδι των LOUDNESS, με το ισοπεδωτικό του riff και tempo, που παίχτηκε στο αμερικανικό ραδιόφωνο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι τους και γυρίστηκε και σχετικό βιντεοκλίπ. Μετά από το πρώτο και το τρίτο ρεφραίν ακούγεται η κραυγή “M-Z-A”, η οποία δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο, απλά το είχαν από τις ηχογραφήσεις και το κράτησαν! Όσο για το “Heavy chains” ξέρω ότι οι περισσότεροι έχουμε αναγνωρίσει μία ομοιότητα στο κύριο riff με το “Blood of my enemies” των MANOWAR (που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν), ωστόσο οι LOUDNESS το προχωρούν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, χρωματίζοντας το με εισαγωγή μπαλάντας.
Κατά μέτωπο επίθεση είναι όλο το “Thunder in the East”, όχι ιδιαίτερο πολύπλοκο αλλά πλούσιο σε δύναμη και ταχύτητα. Προχωρώντας στον δρόμο που άνοιξε το “Disillusion”, οι Ιάπωνες δεν χαρίζονται αλλά χαρίζουν απλόχερα non-stop heavy metal με τραγούδια όπως τα “Like hell” και “Get away”, παίζοντας και λίγο διαφορετικά στο “Run for your life”, άλλοτε πιο παιχνιδιάρικα στο “We could be together”, εφορμούν ξανά με τα “Νο way out” και “The lines are down” και κλείνουν γλυκά με την μπαλάντα “Never change your mind”. Τι δίσκος!
Η βαριά ιαπωνική εκφορά των αγγλικών από τον Niihara μάλλον προσθέτει παρά αφαιρεί από τα τραγούδια του άλμπουμ, τα οποία ο τραγουδιστής παραδίδει με ιδιαίτερο πάθος, που ενισχύεται από το ασύλληπτο παίξιμο του Takasaki και το μονολιθικό rhythm section των Yamashita/ Higuchi. Κάτι σαν Ιάπωνες ACCEPT, με στοιχεία JUDAS PRIEST, SCORPIONS και Ozzy, φέρνοντας λίγο στο μυαλό shred τύπου Yngwie Malmsteen, καθώς και τις πιο «εμπορικές» στιγμές των DIO.
Για το εξώφυλλο του άλμπουμ ήταν η πρώτη φορά που οι LOUDNESS χρησιμοποίησαν την εικόνα του Ιαπωνικού Ανατέλλοντος Ήλιου, η οποία στη συνέχεια έγινε σήμα κατατεθέν τους, λίγο πολύ σαν την σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου για τους DEF LEPPARD και τους IRON MAIDEN εκείνη την εποχή. Ο Niihara θυμάται πως όταν εμφανίστηκαν πρώτη φορά στην Καλιφόρνια, περπατούσε στο Los Angeles και σε ένα κατάστημα με είδη δώρων πουλούσαν μπλουζάκια με διεθνείς σημαίες, μεταξύ αυτών κι ένα με τον Ανατέλλοντα Ήλιο, σύμβολο της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Το αγόρασε και την επόμενη μέρα το φόρεσε στη σκηνή. Αφού εμφανίστηκε σε φωτογραφίες στον μουσικό τύπο των επόμενων ημερών έτσι, αποφάσισε ότι ταίριαζε να το χρησιμοποιήσουν και εικαστικά τόσο στο εξώφυλλο του επερχόμενου άλμπουμ, όσο και στο σετ τους επί σκηνής.
Μετά την επιτυχημένη πρώτη τους κυκλοφορία στις ΗΠΑ, όπου το “Thunder in the east” έγινε και το πρώτο άλμπουμ ιαπωνικού συγκροτήματος που μπήκε στα αμερικανικά charts (συγκεκριμένα έφτασε μέχρι το νο. 74 και παρέμεινε στα πρώτα 100 για 23 εβδομάδες), ακολούθησε περιοδεία στις ΗΠΑ όπου άνοιγαν για τα ταχέως ανερχόμενα αλητόπαιδα από το Los Angeles, τους Mötley Crüe, έχοντας έτσι και μία ακόμα πρωτιά μεταξύ των ασιατικών συγκροτημάτων, να παίξουν σε αρένες όπως το Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Η αλήθεια, επίσης, είναι πως οι Mötley Crüe δυσκολεύτηκαν αρκετά να ακολουθήσουν τους LOUDNESS επί σκηνής, που έκλεβαν την παράσταση σχεδόν κάθε βράδυ, κάτι που δεν βοήθησε ιδιαίτερα και στις μεταξύ τους σχέσεις!
Μπορούμε πλέον με ασφάλεια να πούμε πως οι LOUDNESS δεν ήταν μόνο πρωτοπόροι για τα ιαπωνικά δεδομένα αλλά και για όλη την ασιατική ήπειρο. Εξαιτίας τους, η σύνδεση της Ιαπωνίας και των συγκροτημάτων της με το heavy metal του έξω κόσμου έγινε στέρεη και πλέον οι δισκογραφικές κοιτούσαν διακριτικά και προς τα εκεί για συγκροτήματα εκτός από αγοραστική δύναμη (που ήταν ήδη σημαντική). Η πετυχημένη ιστορία των Ιαπώνων καμικάζι του heavy metal θα συνεχιζόταν και για το υπόλοιπο των 80s, όμως αυτό που τους σημάδεψε για πάντα ήταν το “Thunder in the East”. Και αξίζει να το τιμήσετε και να το ξανακούσετε στα 40α του γενέθλια σήμερα!
ΥΓ: Αυτή είναι μία αφιέρωση που δεν ήθελα με κανένα τρόπο να κάνω, αλλά έτσι είναι τα δυσάρεστα νέα, έρχονται ξαφνικά και απρόσμενα. Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το άρθρο – όπως και το επόμενο που τον αφορά άμεσα – σε έναν προσωπικό κιθαριστικό μου ήρωα που έφυγε μόλις χτες από την ζωή, νικημένος από την επάρατη νόσο. Τον πολυαγαπημένο μου θεό της κιθάρας John Sykes. Θα παραμείνει για πάντα ο κιθαρίστας που έβαζα από το γυμνάσιο κιόλας στην προσωπική μου τριάδα και στο ιδανικό μου συγκρότημα της δεκαετίας του ’80. Οι μελωδίες σου και οι στιγμές που μας συντρόφευσες μεσώ αυτών δεν θα πεθάνουν ποτέ. Αιωνία η μνήμη.
Κάθε δίσκος των DREAM THEATER, αναμένεται με τεράστιο ενδιαφέρον από τους οπαδούς τους και όχι μόνο, πόσο μάλλον το “Parasomnia”, το άλμπουμ επιστροφής του Mike Portnoy ύστερα από το “Black clouds & silver linings” του 2009. Επειδή 16 χρόνια αναμονής είναι πάρα πολλά, η συντακτική ομάδα του Rock Hard άκουσε τον δίσκο και μας γράφει την άποψή της για μία πιο σφαιρική άποψη.
Θα ήμουν πολύ μεγάλος ψεύτης αν έλεγα ότι το “Parasomnia” το περίμενα όπως περιμένω κάθε δίσκο των DREAM THEATER. Η επιστροφή του Mike Portnoy σήμανε συναγερμό στον σεσημασμένο σκληρό πυρήνα των οπαδών τους και δεν θα μπορούσα κι εγώ παρά να νιώθω μία ανυπομονησία εφάμιλλη του να περιμένεις να βγεις πρώτο ραντεβού με τη γυναίκα των ονείρων σου… Έχω απολαύσει αρκούντως το άλμπουμ, εδώ και μήνες, ώστε να έχω αποκρυσταλλώσει μία άποψη που μπορεί να ξεφεύγει από τον αρχικό ενθουσιασμό που με πιάνει κάθε φορά που ακούω έναν νέο δίσκο των DREAM THEATER.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειώσω ότι αν δεν σε έπιασε μία γλυκιά ανατριχίλα όταν είδες τον Portnoy στο video clip του “Night terror” να κάνει το πρώτο σκάσιμο στα τύμπανα, μάλλον ανήκεις στους επιφανειακούς ακροατές, που λογικό είναι να υπάρχουν, αλλά εδώ μιλάμε για DREAM THEATER, ΔΙΑΟΛΕ!!! Και για να μην κρατάμε τον κόσμο σε αγωνία, πολύ απλά να πω ότι αν σας άρεσε το “Night terror” και το “A broken man”, δεν έχετε κανέναν απολύτως λόγο να ανησυχείτε για το υπόλοιπο του “Parasomnia”.
Οι οπαδοί των DREAM THEATER, είναι οι καλύτεροι, αλλά και οι χειρότεροι ταυτόχρονα, αφού με τις υπεραναλύσεις τους, χάνουν την ουσία της μουσικής. Χάνουν τη μαγεία. Θέλετε να σας πω κάποια βασικά πράγματα; Επέστρεψε ο κλασικός ήχος στα τύμπανα (σε καμία περίπτωση δεν ψέγω τον Mangini, αλλά η προσωπικότητα του Portnoy είναι αδιαμφισβήτητη) με το αποτέλεσμα να είναι πιο συμπαγές. Φαίνεται ότι οι συζητήσεις και τα νέα δεδομένα που δημιουργήθηκαν μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, οδήγησαν σε συμβιβασμούς από πλευράς του ντράμερ, αφού ο Petrucci είναι αποκλειστικά υπεύθυνος της παραγωγής, όπως συνέβαινε από το 2009 και μετά, δεν υπάρχει αυτή η ομοιομορφία του track listing κτλ. Από την άλλη, υπάρχουν, για παράδειγμα, κάποια “nuggets” στους στίχους του “Midnight Messiah”, δηλαδή στίχοι από παλαιότερα τραγούδια των THEATER, για να ιντριγκάρουν τους οπαδούς να ψάχνουν να βρουν τι και πώς!!!
Σκληρός ήχος, βαρύς, μεταλλικός, σχεδόν καθ’ όλα τα 71 λεπτά της ακρόασης, μοντέρνα στοιχεία (μέχρι και GOJIRA και OPETH ακούει κανείς), εννοείται ότι τα ακραία τεχνικά σημεία δίνουν και παίρνουν, ο Petrucci παίζει πάρα πολλά μελωδικά σόλο, ο LaBrie, όπως συνηθίζεται στους τελευταίους δίσκους του γκρουπ, «προφυλάσσεται» και τραγουδάει τόσο όσο. Το “Midnight Messiah”, είναι το νέο “As I am”, αυτό το τραγούδι METALLICA-meets-MEGADETH που αναμένεται να προκαλέσει πάταγο στις συναυλίες (και με το ρεφρέν να με κάνει να τραγουδάω, βέβαια, το “He’s a woman, she’s a man” των SCORPIONS, να τα λέμε κι αυτά), το “The shadow man incident”, το 19λεπτο που κλείνει το “Parasomnia”, είναι το κλείσιμο που περιμένουμε από έναν τέτοιο δίσκο, το “Dead asleep” βαρύ, ασήκωτο, τεχνικό, το ακούς και το ξανακούς μέχρι να το χωνέψεις. Και για να γκρινιάξω λίγο (δεν γίνεται οπαδός των DREAM THEATER δίχως γκρίνια), fade out στο “Bend the clock” και ξεκάθαρο AI cheat στο εξώφυλλο;
Οι DREAM THEATER, επέλεξαν τον λογικό δρόμο. Πήγαν σε ασφαλή μονοπάτια, ως όφειλαν ύστερα από τόσα χρόνια δίχως τον άνθρωπο που κινούσε πολλά νήματα. Δεν ανακαλύπτουν τον τροχό, δεν κάνουν κάτι ρηξικέλευθο, αλλά αυτό που μετράει στο τέλος είναι η ποιότητα και τα τραγούδια. Το “Parasomnia”, είναι κάτι ανάμεσα στο “Black clouds…”, το “Train of thought”, με ολίγη από το πρώτο CD του “Six degrees…”. Ηχητικά και ποιοτικά, είναι πάρα πολύ κοντά με αυτά που σας περιέγραψα. Κι εμένα το τελικό αποτέλεσμα με κάλυψε με το παραπάνω. Κάθε επανένωση μετά από τόσα χρόνια, χρειάζεται λίγο παραπάνω καιρό για να επανέλθει η χημεία, οπότε τα μονοπάτια πρέπει να είναι πιο safe. Αυτό έκαναν οι DREAM THEATER, ολόσωστα κατά τη γνώμη μου και γιορτάζουν τα 40 τους χρόνια μ’ ένα άλμπουμ που θα ικανοποιήσει ΑΠΟΛΥΤΑ κάθε λογικό οπαδό τους (αν υπάρχουν τέτοιοι). Η μουσική είναι συναισθήματα κι εγώ πλημμύρισα στην κυριολεξία!!!
9 / 10
Σάκης Φράγκος
Τα αστέρια ευθυγραμμίστηκαν και το “Parasomnia”, το 16ο άλμπουμ των ασύγκριτων DREAM THEATER είναι πλέον γεγονός. Όταν οι ίδιο ξεκινούσαν, περίπου 40 χρόνια πριν, δεν μπορούσαν καν να φανταστούν μια καριέρα πιο μεγάλης διάρκειας από τα μεγαλύτερά τους μουσικά είδωλα. Μια πορεία που έχει περάσει τρικυμίες, αλλά τελικά, σαν τον Οδυσσέα μετά τον Τρωικό πόλεμο, πλέει προς την Ιθάκη. Η επιστροφή του Mike Portnoy είχε δρομολογηθεί εδώ και καιρό, αλλά δεν μπορεί κανείς να υποβαθμίσει την σημασία της. Όσο κι αν το περιμέναμε, για το συγκρότημα, είναι ένα κοσμογονικό γεγονός, αφού ο Portnoy είναι πολύ περισσότερο από το ένα πέμπτο της παρέας. Είναι ιδρυτικό μέλος και ο βασικότερος κινητήριος μοχλός της, μέχρι την αποχώρησή του. Μπορεί το οικοδόμημα να τραντάχτηκε όταν αποχώρησε το 2009, αλλά με το νέο άλμπουμ, ακούγονται όπως και τότε. Άρτιοι, δεμένοι, προβλέψιμοι αλλά και απρόβλεπτοι συνάμα.
Δεν θα υπεραναλύσω την κάθε σύνθεση και θα προσπαθήσω περισσότερο να μιλήσω για το συναίσθημα που σου δίνει το άλμπουμ αυτό, διότι θα υπάρξουν αρκετοί άλλοι που θα πιάσουν τον κάθε στίχο, το κάθε χτύπημα του ταμπούρου, την κάθε νότα του Petrucci, ή την κάθε μπασο-σολιά του Myung. Για μένα, μουσικά, δεν υπάρχουν εκπλήξεις στο “Parasomnia” και ο χαρακτηρισμός του progressive περισσότερο αναφέρεται στο μουσικό ιδίωμα που πρεσβεύουν οι DREAM THEATER, παρά στην πραγματική πρόοδο που μπορεί να φανερώνουν στο άλμπουμ. Άλλωστε, όπως έχουμε ξαναπεί, οι Αμερικάνοι τα έχουν παίξει…. ΟΛΑ. Δεν έχει μείνει κάτι, οπότε το πραγματικό ερώτημα, είναι κατά πόσο μας αρέσουν τα νέα τους τραγούδια και σε τι ύφος παίζουν.
Από τους οκτώ τίτλους, τα ολοκληρωμένα τραγούδια είναι μόνο έξι, αφού το πρώτο, μπορεί να έχει τον πιο ευφάνταστο τίτλο (“In the hands of Morpheus”), αλλά είναι μια ουσιαστικά μια πεντάλεπτη εισαγωγή με μέρη που επαναλαμβάνονται αργότερα, ενώ το “Are we dreaming…” είναι μια ατμοσφαιρική γέφυρα 88 δευτερολέπτων. Επειδή όλοι σας θα έχετε αφιερώσει χρόνο στα δυο τραγούδια που μας έχουν δώσει από καιρό, θα έχετε καταλάβει πως το “Parasomnia” είναι ένας δίσκος με βαρύ ήχο και αρκετή όρεξη για βιρτουόζικο παίξιμο.
Όπως το “Night terror” και το “Broken man”, έτσι και τα υπόλοιπα, είναι σκληρές και μακροσκελείς συνθέσεις, με κιθάρες που ακροβατούν ανάμεσα στο “Train of thought”, στο “Six degrees…” και στο “Distance over time”. To “Bend the clock” είναι πιο αργό, σχεδόν μπαλαντοειδές, με τα “Midnight Messiah” και “Dead asleep” να είναι ο ορισμός των DREAM THEATER. Το σχεδόν 20άλεπτο έπος “The shadow man incident” εν μέρη ξεφεύγει, διότι κλείνει έντονα το μάτι στο “Scenes from a memory”. Βέβαια, μέσα σε είκοσι λεπτά οι DREAM THEATER οργώνουν κάθε ιδίωμα, πατάνε σε κάθε τους γνωστό τέχνασμα και γράφουν άλλο ένα κλασικό, δαιδαλώδες ύμνο. Χορωδίες, ενορχηστρώσεις, κινηματογραφικά μέρη, samples και πολύ prog metal.
Οι φανφάρες του MP είναι διαφορετικές από τις φανφάρες του ΜΜ και ακούγοντας το “Parasomnia” έχω ένα αίσθημα νοσταλγίας, αφού μας είχαν λείψει τα τελευταία 15 χρόνια. Πετυχημένα τα πατήματα του LaBrie που τραγουδά με άνεση, ενώ η τριάδα Myung, Rudess, Petrucci βγάζει φωτιές και μας ταξιδεύει σε όλη σχεδόν την δισκογραφία τους.
Το “Parasomnia” (=παραϋπνία: Κάθε είδους διαταραχή ύπνου, η ανεπιθύμητη συμπεριφορά που συμβαίνει κατά την διάρκεια του ύπνου, ή κατά την έναρξη του ύπνου, ή κατά την διάρκεια ατελούς αφύπνισης) είναι ένα concept άλμπουμ, που δένει τόσο με το όνομα του συγκροτήματος, όσο και με τις επανειλημμένες τους στιχουργικές αναφορές σε όνειρα και εφιάλτες. Τώρα εγώ θα κάνω ένα παράτολμο βήμα, για να πω ότι θα μπορούσε να είναι και ένα “Metropolis pt. 3”, σε ένα παράλληλο σύμπαν. Οι σινεματικές στιγμές είναι πολλές και το γενικότερο συναίσθημα είναι αυτό μιας ταινίας. Συχνά έπιασα τον εαυτό μου να βρίσκει κοινά σημεία με το “pt. 2” (που αν θυμάστε είχε να κάνει με υπνωτισμό), αλλά μάλλον… ονειρεύομαι.
Υ.Γ. 1 Ναι, είναι άθλιο το εξώφυλλο, αν και θα μου άρεσε η ιδέα να επιστρέψει το κορίτσι με το νυχτικό του “Images…”, αλλά τελικό το μόνο που πέτυχε ο Hugh Syme, είναι να ενσωματώσει έξυπνα το λογότυπο στο παράθυρο. Τίποτ’ άλλο.
Υ.Γ. 2 Ε, καλά, αφού ακούσαμε και τσιφτετέλι στους DT, το τερματίσαμε!
Υ.Γ. 3 Φοβόμουν ότι θα παραήταν μπροστά στην μίξη τα τύμπανα, αλλά ευτυχώς ο Andy Sneap έκανε καλή δουλειά. Αν κάποιος έμεινε λιγότερο εμφανής, αυτός είναι ο JM.
8,5 / 10
Γιώργος ¨Kay¨ Κουκουλάκης
Από τότε που ανακοινώθηκε η επιστροφή του κανονικού drummer των DREAM THEATER, ο χρόνος για τους απανταχού prog fans έμοιαζε σα να είχε σταματήσει. Πόσω μάλλον όταν όχι μόνο δεν ανακοινώθηκε η reunion tour για τα σαράντα χρόνια DT ιστορίας, αλλά και η κυκλοφορία του “Parasomnia” που μας αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πέρασαν ήδη δεκαέξι χρόνια από το εξαιρετικό “Black clouds & silver linings” και τα ερωτήματα που αμέσως τέθηκαν επί τάπητος ήταν πολλά: Θα ακολουθηθεί η ίδια συνταγή της ύστερης Portnoy era (epic εισαγωγή, hit single, μπαλάντα και πάει λέγοντας); Θα είναι μια ηχητική συνέχεια του (αντικειμενικά) πολύ καλού “A view from the top of the world”; Θα έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη concept άλπμουμ, σύμφωνα και με τα όσα διέρρευσαν και τα ίδια μέλη;
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση και περιλαμβάνει λίγο από όλα. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, οι DREAM THEATER προσπαθούν να αφήσουν τους πάντες ευχαριστημένους. Και τους freaks που υπεραναλύουν την κάθε νότα και τον κάθε στίχο (κάποιον μου θυμίζει όλο αυτό…) και αυτούς που ξέχασαν τι σημαίνει ο όρος “συναρπαστικός DT δίσκος” και τους γραφικούς που έχουν κορώνα στο κεφάλι τους το motto “Ναι, αλλά ο Mangini…” και που είχαν ως θέσφατο ότι τα πάντα θα πρέπει να περνούν από τον ταλαίπωρο τον Petrucci.
Το πρώτο πράγμα που κάνει η διαφορά είναι η ατμόσφαιρα. Αυτό το καλώς εννοούμενο σκοτάδι, συνοδευμένο από τον heavy riffing ήχο ήταν κάτι που προσωπικά μου έλειψε. Το δεύτερο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η ποιοτική ομοιογένεια στις συνθέσεις και δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό, μιας και μιλάμε ουσιαστικά για έξι τραγούδια συν δύο ιντερλούδια. Και για το τέλος άφησα το συναίσθημα που εδώ δεν χαλιναγωγείται, ούτε μυρίζει αποστείρωση.
Όπως προανέφερα, το “Parasomnia” έχει κάτι να δώσει στους DT οπαδούς διαφορετικών εποχών. Και αν θα ήθελα να το κάνω λίγο πιο συγκεκριμένο το χρονικό ηχητικό διάστημα, θα τολμούσα να πω ότι είναι μια ανασκόπηση των πεπραγμένων από το “Falling into infinity” (πες μου τι σου θυμίζουν οι καμπάνες στο ιντερλούδιο “Are we dreaming?”) μέχρι και σήμερα. Ακούς το “Midnight messiah” και δεν γίνεται να μη σου έρθει συνειρμικά με την εισαγωγή του το “Stream of consciousness” που εξελίσσεται στη συνέχεια σε ένα πιο clean cut “As I am”. Μπαίνει το “A broken man” και κοιτάς τη limited έκδοση του “Distance over time”, μήπως είχε και κάποιο άλλο επιπλέον τραγούδι. Έχεις τον λυρισμό του “Bend the clock” και απορείς πως διάολο ένωσαν τη μαγεία των “Hollow years”, “Wither” και τον mid-tempo αυτοσχεδιασμό των LTE. Και μετά έχεις να διαχειριστείς και τα τρία epics…
Έχεις ένα “The shadow man incident” με το οποία τέμνουν σαν ηχητικούς, ομόκεντρους κύκλους τα “In the presence of enemies”, “Finally free” και τα ομώνυμα των “Six degrees of inner turbulence” και “Octavarium”. Συνεχίζοντας αντίστροφα, έχεις το “Dead asleep” που θα μπορούσε να είναι το ξαδερφάκι των “Glass prison” και του ομώνυμου από του AVFTTOTW. Και φυσικά έχεις και το “Night terror” που το έχεις λιώσει όλους αυτούς τους μήνες και σου δημιουργεί τις ψευδαισθήσεις ότι είναι η φυσική συνέχεια του “A nightmare to remember”.
Το χαλαρό concept σχετικά με την παραϋπνία μπορεί να αποπροσανατολίσει κάποιους, η αρτιότητα είναι δεδομένα συνυφασμένη με τον όνομα DREAM THEATER, η δραστική ουσία όμως παραμένει μία: Η εμβληματική prog πεντάδα που άπαντες αγάπησαν είναι και πάλι εδώ και προσφέρουν ένα album το οποίο απαιτεί αμέτρητες ακροάσεις για να το ξεκλειδώσεις πλήρως. Και αυτό είναι κάτι που προσωπικά στερήθηκα τα τελευταία δεκαέξι χρόνια.
Και φτάνουμε στην ώρα της κρίσης: Είναι το “Parasomnia” αριστούργημα; Μετά από μια δεκάδα ακροάσεων, μάλλον όχι. Είναι καλύτερο από τις κυκλοφορίες της Mangini era; Άνετα και πανεύκολα. Και μη σου πω ότι, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ούτε υποψία filler εδώ, ξεπερνάει και ένα-δυο άλμπουμ της 00s era. Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα και συνυπολογίζοντας ότι πίσω από το kit κάθεται ένας κανονικός drummer, o βαθμός δε μπορεί να πάει πιο κάτω από…
8,5/10
Γιώργος Κόης
Το πρώτο μεγάλο άλμπουμ της χρονιάς είναι αυτό εδώ, ο πολυαναμενόμενος δίσκος των DREAM ΤΗΕΑΤΕR που σηματοδοτεί της επιστροφή του Mike Portnoy στην μπάντα μετά από απουσία δεκάξι δισκογραφικών ετών από το σχήμα. Όλοι οι οπαδοί περιμένουν να ακούσουν με αγωνία το αποτέλεσμα της επιστροφής Portnoy και είναι γεγονός ότι οι ιδέες και η συνεισφορά του στην καλλιτεχνική κατεύθυνση της μουσικής της μπάντας είχαν λείψει σε πολλούς από εμάς. Αυτές τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις που πάντα έκανε ο μεγάλος ντράμερ τις πραγματοποιεί και εδώ μέσα και ακούγοντας τον δίσκο πιο εξονυχιστικά και πιο προσεκτικά δεν είναι δύσκολο να τις καταλάβεις. Για παράδειγμα στο εναρκτήριο “In the arms of Μorpheus” που αποτελεί ένα instrumental κομμάτι που παρουσιάζονται μουσικά θέματα που θα συναντήσουμε στα παρακάτω κομμάτια, δεν μπορείς παρά να αντιληφθείς την “σκηνοθετική” οπτική του τελευταίου σε αυτό.
Ο δίσκος δεν είναι concept, δεν αφορά μια ιστορία που ξετυλίγεται δηλαδή, αναφέρεται όμως στην θεματολογία της παραϋπνίας, των σοβαρών δηλαδή διαταραχών ύπνου και τις αντιδράσεις που προκύπτουν σε όσους υποφέρουν από την διαταραχή αυτή.
Τα δύο πρώτα κομμάτια που δόθηκαν στην δημοσιότητά τους τελευταίους μήνες ήταν τα “Night terror” και “A broken man”. Το πρώτο θέλησε να βροντοφωνάξει την επιστροφή Portnoy και αυτός απαντά μέσα από τα γνώριμα fills του, επίσης το χαρακτηριστικό και καρά-heavy riff του και τα φωνητικά του LaBrie μας μεταφέρουν σε μια “οικία” μουσική ατμόσφαιρα. Ωραίο κομμάτι που όσο το ακούω τόσο πιο πολύ μου αρέσει. Ακόμα καλύτερη η συνέχεια με το “A broken man” που ξεχωρίζει για το φοβερό του intro, την ωραία ορχηστρική ατμόσφαιρα, τις ογκώδεις κιθάρες και το μελωδικό refrain. Ιδιαίτερα στην μέση του υπάρχει και ένα swing πέρασμα για να μας θυμίζει τους LTE. Εξαιρετικό κομμάτι, από τα καλύτερα του δίσκου σίγουρα.
Με το που άκουσα για πρώτη φορά το “Dead asleep” αναφώνησα «εδώ είμαστε»! Tα προηγούμενα κομμάτια με είχαν βάλει στο κλίμα του δίσκου και εδώ πλέον απολαμβάνω τους THEATER να σαρώνουν τα πάντα όλα. Μετά από μια μικρή εισαγωγή, ακούμε ένα τραγούδι που ακροβατεί πάνω στo heavy riffing και στον κιθαριστικό λυρισμό του Petrucci. Στα 11 λεπτά του περνούν σε πέντε λεπτά. Κομματάρα!
Το ΜΕΤΑLLICA riffing του “Midnight messiah” διατηρεί το πολύ βαρύ ηχητικό κλίμα του δίσκου, μάλιστα το refrain του μου θυμίζει έντονα Ozzy Osbourne δεκαετίας του ’80, μάλιστα εντοπίζεται και ένα κιθαριστικό solo που παραπέμπει σε Randy Rhoades. Χμ… Εξαιρετικό track και αυτό.
Το “Are we dreaming” είναι ουσιαστικά ένα ιντερλούδιο που μας οδηγεί στο “Bend the clock”. Mετά από τέσσερα καρά-heavy κομμάτια ήρθε η ώρα να ηρεμήσουν τα πνεύματα με μια μπαλάντα που απολαμβάνουμε τον μοναδικό λυρισμό τους. Εξαιρετικά φωνητικά του LaΒrie και φυσικά ο Petrucci λάμπει με το παίξιμό του εδώ μέσα. Πιθανόν να σας μεταφέρει ακούγοντάς το στην ατμόσφαιρα του “Live at the Marquee”.
Για το τέλος το σχεδόν εικοσάλεπτο “The shadow man incident” που εναλλάσσει riff το ένα μετά το άλλο και όσο προχωράει τόσο πιο περιπετειώδες γίνεται. Καλά, δε νομίζω ότι περίμενε κάποιος το αντίθετο. Το κάθε πεντάλεπτο σου μεταδίδει διαφορετικά συναισθήματα με αποκορύφωμα το “τρίτο” πεντάλεπτο που ξεσαλώνουν με tango ρυθμούς και καταλήγουν να κλείσουν με ένα θεατρικό τρόπο την αυλαία. Απίθανοι πραγματικά!
Δεν ξέρω τι προσδοκίες μπορεί να έχει ο καθένας από τον νέο δίσκο των DREAM THEATER, το μόνο σίγουρο ότι τόσο heavy δίσκο δεν τον περίμενα. Επίσης διακρίνω έναν ενθουσιασμό και μια φρεσκάδα στην μπάντα που οφείλεται σίγουρα στην επιστροφή Portnoy στο σχήμα. O ίδιος ακούγεται λες και δεν είχε φύγει ποτέ από το σχήμα. Το πως θα καταταχθεί το “Parasomnia” στην συνείδηση και στην δισκογραφική κατάταξη του καθενός μένει να το δούμε μελλοντικά. Κρατάμε προς το παρόν ότι μια μπάντα με δισκογραφία 35+ ετών έχει την έμπνευση και την ικανότητα να κυκλοφορεί έναν τέτοιο σπουδαίο δίσκο, για ακόμα μια φορά είναι η αλήθεια! Μένει πλέον να πάρουμε τον δίσκο στα χεριά μας και να τους συναντήσουμε τον Ιούλιο στο Release. Τους βγάζω το καπέλο, τι άλλο!
8,5 / 10
Γιάννης Παπαευθυμίου
H σχέση μου με τους DREAM THEATER πλέον είναι περισσότερο ψυχαναγκαστική παρά η τυπική συγκροτήματος-οπαδού. Δεν τους απολαμβάνω το ίδιο όπως στο μακρινό παρελθόν αλλά παρακολουθώ τη δισκογραφία τους κι αγοράζω τις κυκλοφορίες τους γιατί το αίμα νερό δε γίνεται. Οι δύο προηγούμενες τους δουλειές δεν πέρασαν απαρατήρητες, υπήρχε η μουσικότητα και ευκολομνημόνευτα τραγούδια που προσωπικά με κέντρισαν αλλά δυστυχώς πάντα καταλήγω στην παγίδα της σύγκρισης με το ένδοξο παρελθόν τους. Παγίδα που ευτυχώς βλέπω πως αρκετά νεότερος κόσμος την προσπερνά με άνεση και τους απολαμβάνει ακόμα περισσότερο.
Το γεγονός πως ο Mike Portnoy δεν αποτελούσε μέλος τους τα τελευταία δεκατρία χρόνια ήταν μία ανωμαλία που ευτυχώς έχει διορθωθεί κι επειδή οι περισσότεροι μεταλλάδες ακούμε μουσική και με τα μάτια, η προσμονή για το νέο τους άλμπουμ ήταν αρκετά μεγάλη. Το πρώτο single, “Night terror” περιείχε όλα τα συστατικά που επιθυμούσε ο μέσος οπαδός, heavy riffing, instrumental όργιο, ρυθμικές εναλλαγές, ευκολομνημόνευτο ρεφρέν και φυσικά τον Mike Portnoy πλέον στα τύμπανα. Στο γενικότερο άκουσμα, το “Parasomnia” δεν έχει δραματικές διαφορές με ότι ακούγαμε από τους DREAM THEATER εποχής Mike Mangini, απλά έχουμε απελευθερωθεί από τα όποια “What if…”.
Οι κιθάρες είναι heavy και ογκώδεις με τον John Petrucci να κεντάει στα solo, ειδικά στις πιο μελωδικές του στιγμές και θεωρώ πως είναι αυτός που ανάλογα με τη ψυχοσύνθεσή του προσανατολίζει μουσικά το συγκρότημα και δεν είναι τυχαίο πως στη θέση του παραγωγού υπάρχει μονάχα το δικό του όνομα. Υπάρχει η διάθεση εξωστρέφειας και παιχνιδίσματος που σε ταρακουνάει από το τεχνοκρατικής υφής παίξιμο, ο Mike Portnoy είχε αυτό τον ρόλο αρκετές φορές στο παρελθόν και φαίνεται να τον διατηρεί εκτός από το οικείο -παρότι εξωπραγματικό- παίξιμο.
Προσωπικά έχω μία αποστροφή στην κινηματογραφική πλευρά των DREAM THEATER όπως και στις πιο ατσούμπαλες στιγμές τους όταν προσπαθούσαν να ακουστούν relevant heavy εκθέτοντας τον James LaBrie στο παρελθόν αλλά στο “Parasomnia” υπάρχει εκτός των άλλων μία διάθεση αυτοσυγκράτησης και συνθετικής προσήλωσης που τους κάνει να ακούγονται πιο συμπαγείς και στοχευμένοι. Το δεύτερο άκουσμα ήταν εντελώς διαφορετικό από το πρώτο κι αυτό με παρασύρει στο να έχω θετικό πρόσημο για το άλμπουμ όσο γράφονται αυτές οι γραμμές. Για τις υπόλοιπες ακροάσεις, it’s just a matter of time…
7,5 / 10
Κώστας Αλατάς
Από τη μέρα που άκουσα το καινούργιο, 16ο άλμπουμ των DREAM THEATER, “Parasomnia”, δεν έχει σταματήσει να παίζει και πλέον έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Οι προσδοκίες μου και χιλιάδων οπαδών σίγουρα πολύ υψηλές, ειδικά μετά από την πολυπόθητη επιστροφή του Mike Portnoy. Και πώς να μη είναι έτσι όταν μιλάμε για ένα line up που με κάθε της κυκλοφορία εκτίνασσε τον πήχη, διατηρώντας τον τίτλο του #1 prog metal γκρουπ. Αν μη τι άλλο, η επιστροφή του Portnoy γέννησε την ελπίδα πως θα ακούσουμε ξανά τη μουσική έκφραση του ονειρικού και θεατρικού και πως το γκρουπ, με ανανεωμένο το ηθικό, θα αλλάξει το ρου της ιστορίας (ας μην ξεχνάμε πόσο απαιτητικοί είναι οι οπαδοί των DREAM THEATER)
Όπως μας προετοίμασε ο ίδιος ο Portnoy, το “Parasomnia” ξεκινά από κει που το γκρουπ σταμάτησε το 2009, δηλαδή με τον ήχο και τη συνθετική μανιέρα του “Black clouds & silver linings”. Μη σας ξενίζει ωστόσο ο όρος. Ναι, ο αυτοσχεδιασμός και η ξεσαλωμένη μουσικότητα έχουν δώσει εδώ και χρόνια, και σε μεγάλο βαθμό, τη θέση τους σε μια πιο συγκεκριμένη ακόμα και safe προσέγγιση στη σύνθεση ήδη από το “Systematic chaos” (η δομή του “In the presence of enemies” είναι ένα καλό παράδειγμα). Πολλά κομμάτια άρχισαν να γράφονται με γνώμονα τη κιθάρα και τα ολοένα και πιο ογκώδη riff του John Petrucci, ειδικά μετά το 2010 αφού σε κείνον έπεσε ο κλήρος να ηγηθεί σε σχεδόν κάθε τομέα. Η επιστροφή του Portnoy επομένως δεν θα μπορούσε να σημάνει αυτομάτως και μια ολική επαναφορά του παλιότερου modus operandi με το τζαμάρισμα ως κύριο μοχλό ή το setlist-ρουλέτα στις περιοδείες. Εδώ όμως μιλάμε για τους DREAM THEATER με το line up των 2000s, ένα σχήμα που ακόμα και σε ασφαλή μονοπάτια, ξέρει να εκπλήσσει και παρασύρει τον ακροατή.
Έτσι, έχουμε στα χέρια μας το “Parasomnia” το οποίο, ξεκινώντας όντως από το 2009 σαν να είχε παγώσει ο χρόνος, αποτελεί ένα όχι μόνο τυπικό αλλά και πάρα πολύ δυνατό δείγμα των 2000s DREAM THEATER. Μιλάμε επίσης και για τον πρώτο concept δίσκο του συγκεκριμένου line up μετά από το “Scenes from a memory”, αν και όχι μια συγκεκριμένη ιστορία αλλά μια γενικότερη θεματική που διατρέχει το άλμπουμ με τις οχτώ σκοτεινές, ακόμα και νοσηρές αλλά και μελαγχολικές συνθέσεις να αντικατοπτρίζουν τις πολλαπλές ιστορίες καταπονημένων ανθρώπων που παλεύουν με τέρατα στον ύπνο τους και στοιχειά στον ξύπνιο τους. Προς μεγάλη μου χαρά, το άλμπουμ ξεκινά με το overture “In the arms of Morpheus”, και το λέω αυτό διότι, έστω και για λίγο, με πήγε πίσω στο “Scenes…” και το “Overture 1928”. Ίσως γι’ αυτό ο Portnoy ισχυρίστηκε πρόσφατα πως στο στούντιο βγήκε μια δόση από τη μαγεία εκείνου του δίσκου. Εδώ, συνοψίζονται μελωδικά θέματα που επαναλαμβάνονται στα 71 λεπτά του δίσκου όπως εκείνου του “Broken man” που ακούγεται σε σχεδόν κάθε κομμάτι με κάποιες παραλλαγές. Τι μαγική εισαγωγή πραγματικά, κομμάτι που σαρώνει, ακόμα και αν υπάρχει μια πλέον οικεία μανιέρα. Μα είναι δυνατόν αυτό το line up, ακόμα και ακολουθώντας μια πεπατημένη, που εκείνοι στη τελική δημιούργησαν, να μην γράφει καθηλωτική μουσική; Ακούγοντας το εναρκτήριο riff, μια παραλλαγή εκείνου του “Bridges in the sky”, σκέφτηκα πως κάπου το έχω ξανακούσει και, αφού ένιωσα ανατριχίλα και η χούφτα μου έγινε γροθιά, άφησα το κομμάτι να με παρασύρει με την τέλεια σύζευξη κιθάρας και πλήκτρων που δημιουργούν ένα κινηματογραφικό και μεγαλεπήβολο σκηνικό. Χρειάζεται όμως να πω εδώ το προφανές; Mike is back. Η προσωπικότητα αυτού του μοναδικού μαέστρου και ντράμερ πρωταγωνιστεί και κάθε κομμάτι στη συνέχεια του δίσκου ακούγεται σαν να επέστρεψε ένας επιστήθιος φίλος από τα παλιά που ωστόσο δεν έπαψε ποτέ να σου λείπει. Για την προσωπικότητα του Portnoy δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, όχι τουλάχιστον εδώ. Δεν είναι θέμα τεχνικής, στην οποία ο διάδοχος του υπερτερεί σαφώς. Είναι θέμα προσωπικότητας.
Τα δύο single του άλμπουμ με πάνε πίσω σε μερικά από τα highlights των THEATER στα 2000s αλλά και στα 2010s, ειδικά στο “A nightmare to remember” και το υπέροχο “Invisible monster” αντίστοιχα. Αυτό συνεπάγεται μια άψογη ένωση τραχύτητας, λυρισμού και μια εντυπωσιακή prog αισθητική που, όλα μαζί, με επαναφέρουν στο θέατρο του ονείρου ειδικά με το απροσδόκητο LIQUID TENSION EXPERIMENT πέρασμα στο “Broken man”. Μπορεί να μην είναι οι πιονιέροι των “Images…” και “Scenes…” αλλά ακόμα και σε ένα πλαίσιο οικείο, το συγκρότημα με αυτό το line up, μου φέρνει ένα αίσθημα αγαλλίασης που λίγα γκρουπ των νεανικών μου χρόνων προσφέρουν στα 2020s. Το “Midnight messiah” είναι το κλασσικό πλέον “DREAM THEATER does METALLICA” πηγαίνοντας τον ακροατή σαν ένα κλείσιμο του ματιού στα “Root of all evil” και “As I am”, αλλά όχι σαν μια στείρα επανάληψη, αλλά ανανεωτική προσέγγιση στην παράδοση. Το μοναδικό, για τα δεδομένα των THEATER, ρεφραίν, με έκανε να αναφωνήσω με έκπληξη.
Για όσους επιπλέον νομίζουν πως ο LaBrie αποτελεί αχίλλειος πτέρνα θα πω πως ναι μεν δεν πρωταγωνιστεί ιδιαίτερα, αφού οι THEATER εδώ και χρόνια δεν γράφουν με γνώμονα τη φωνή. Αν και θα ήθελα όντως να ακούσω πιο πλούσιες φωνητικές γραμμές, ομολογώ πως ο LaBrie με αφήνει απολύτως ικανοποιημένο, μέχρι που μπαίνει η αλά “Wither” μπαλάντα, “Bend the clock”, όπου η σπαρακτική του ερμηνεία επαληθεύει την άποψη πως είναι στα καλύτερα του όχι στις κορώνες, αλλά στα απαλά μέρη. Και το κομμάτι ηχεί σαν μια πιο πολύπλοκη και δουλεμένη εκδοχή του ομολογουμένως αδιάφορου “Wither”. Το ρεφραίν του δεν ξεκολλάει από το μυαλό όπως πολλά catchy ρεφραίν σε όλο το δίσκο. Και ύστερα έρχεται το καθιερωμένο εικοσάλεπτο έπος, “The shadow man incident”, που αναμειγνύει τάσεις από τα “In the name of God”, “Octavarium” και “A view from the top of the world”. Με κάθε ακρόαση, αποκαλύπτει διαφορετικές πτυχές και με αφήνει με την τρίχα κάγκελο, ειδικά στο πολυαναμενόμενο instrumental σκέλος όπου οι τέσσερις μουσικοί ζωγραφίζουν όπως μόνο εκείνοι μπορούν, επιτέλους μαζί. Άνετα το καλύτερο μακροσκελές έπος της μπάντας αν όχι από το “Count of Tuscany”, τότε σίγουρα από το “Octavarium”.
Είμαι σίγουρος πως πολλοί οπαδοί θα έχουν την προσδοκία η μπάντα να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ που θα επαναπροσδιορίσει το progressive metal. Δεν θα μπορούσα όμως να είμαι πιο ευτυχής με την πρώτη δισκογραφική δουλειά με τον επαναπατρισθέντα Portnoy καθώς επανέφερε μια αναγκαία όρεξη και ορμή στα υπόλοιπα μέλη και, προσωπικά, με επέστρεψε στις καλύτερες στιγμές του γκρουπ στα 2000s, σαν να συνοψίζει σε μουσική μορφή το τελευταίο του συμβολικό τατουάζ: You are home.
9/10
Φίλιππος Φίλης
Η ώρα για την ομαδική παρουσίαση των αγαπημένων μας DREAM THEATER ήρθε επιτέλους, όπως και η στιγμή που θα πούμε εμείς οι παλαβοί με την πάρτη τους την γνώμη μας. Πάμε λοιπόν όσο πιο σύντομα μπορούμε να πούμε τι ακούσαμε και τι αποκομίσαμε μέχρι τώρα από τις σχετικά λίγες ακροάσεις που είχαμε την δυνατότητα να του δώσουμε μέχρι να γράψουμε αυτές τις γραμμές.
Θα αρχίσω από το συμπέρασμα της μεγάλης επιστροφής για τους THEATER, δηλαδή αυτής του Mike Portnoy πίσω από τα τύμπανα. Προφανώς και η χαρά μου είναι μεγάλη γιατί επιστρέφει ένα βασικό κομμάτι της ιστορίας του γκρουπ στην θέση. Στο αν το ήθελα και αν το θεωρούσα απαραίτητο να γίνει θα απαντήσω προφανώς και ναι. Γιατί είναι ο ντράμερ που αγαπήσαμε στους δικούς μας DREAM THEATER, γιατί ήταν ένα βασικό γρανάζι στην μηχανή του γκρουπ και γιατί όλοι θέλουμε τα βασικά κομμάτια ή όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτά να βρίσκονται στην σύνθεση των αγαπημένων μας σχημάτων. Μέχρι εδώ λοιπόν η ξεκάθαρη άποψη και τοποθέτησή μου για τον Μιχαλάκη μας. Πάμε όμως τώρα και στο πρακτικό του πράγματος δηλαδή στο μουσικό, πιστεύω λοιπόν πως η επιστροφή του δίνει το κάτι παραπάνω στο εξαίρετο και άρτιο μουσικά ”Parasomnia” (?).
Στην ουσία θα απαντήσω λίγα πράγματα και εξηγούμαι. Εκεί που πραγματικά νιώθεις την επιστροφή του θα πω πως είναι το σχεδόν 20λεπτο τζαμάρισμα του ”The Shadow Man Incident”. Δηλαδή σε ένα μεγάλο και υπέροχο jamming που έκανε μια κλασική παλιοπαρέα και την αποτύπωσε στο καινούργιο της δισκογραφικό πόνημα γιατί βγήκε πολύ όμορφα και αβίαστα. Οι fan του γκρουπ το θέλαμε ίσως ενδόμυχα όμως ο πολύ κόσμος δύσκολα θα κάτσει να ασχοληθεί με την δική τους και την δική μας τρέλα για κάτι τόσο αντιτουριστικό και αντιεμπορικό φυσικά. Κατ’ εμέ, θα τονίσω πως αυτό εδώ το 20λεπτο είναι από τα πιο όμορφα μουσικά δρώμενα του άλμπουμ, όμως όπως προανέφερα για μένα που έχω φάει την πέτρα, ο υπόλοιπος κόσμος που δεν την έχει φάει δεν θα ασχοληθεί και πολύ.
Πέραν λοιπόν τούτου, η επιστροφή Portnoy δεν προσφέρει και κάτι που έλειπε τρομακτικά κατά την περίοδο Mangini στο γκρουπ. Άποψή μου είναι βέβαια πως ο ιστορικός του μέλλοντος, όταν θα έρθει η ώρα να κάνει την αποτίμηση της δισκογραφίας των THEATER θα βρει δύο από τους καλύτερους δίσκους που έχουν κάνει στην καριέρα τους να βρίσκονται σε αυτήν την περίοδο. Το ”A dramatic turn of events” και το ”A view from the top of the world”. Στο τελευταίο λοιπόν θα σταθώ για να περιγράψω και το υπόλοιπο ”Parasomnia” μιας και στην ουσία στα αυτιά μου το υπόλοιπο άλμπουμ συνεχίζει από εκεί που το άφησαν στο ”A view…”. Οι πιο εύπεπτες αλλά και δύο από τις καλύτερες για τον γράφοντα στιγμές είναι τα ”Midnight Messiah” και ”Bend the Clock”, και τα δυο σφύζουν από μελωδία και συναίσθημα με το ”Are We Dreaming?” να παρεμβάλλεται για ενάμιση λεπτό στο ενδιάμεσο σαν γέφυρα που ενώνει τα δύο αυτά τραγούδια. Οι διάρκειες δε αυτών, περί τα 7μιση πάνω κάτω λεπτά νομίζω πως τους δίνουν και την δυνατότητα στα μέτρα πάντα των DREAM THEATER να χαρακτηριστούν και ας πούμε εμπορικές στιγμές.
Από εκεί και πέρα με κέρδισε πολύ εξ ου και το βάζω πολύ ψηλά στην προτίμησή μου το 11 λεπτό ”Dead asleep” που το διακρίνει το εξαιρετικό groove, το φανταστικό βασικό riff, το υπέροχο refrain, τα solos και τα παιχνίδια σε κιθάρα και πλήκτρα. Το εισαγωγικό ”In the arms of Morpheus” κάνει μια πολύ ωραία εισαγωγή στο άλμπουμ και από εκεί και έπειτα έχουμε τα 2 single ας το πούμε του άλμπουμ ή μάλλον καλύτερα αυτά που βγήκαν ως πρώτο δείγμα ”Night terror” και ”A broken man”. Θα είμαι ειλικρινής και θα πω πως αυτό που με τράβηξε περισσότερο και το ανάγω και σαν ένα από τα top τραγούδια του άλμπουμ είναι το ”A broken man” πιο ενδιαφέρον στα δικά μου αυτιά και μια πιο δεμένη και ενδιαφέρουσα σύνθεση στην οποία έχουμε και μια από τις πιο ξεκάθαρες jazz στιγμές στο άλμπουμ. Το ”Night terror” από την άλλη χωρίς να το θεωρώ κακή σύνθεση, άλλωστε τέτοια λίγο απίθανο να υπάρξει σε δίσκο των THEATER, δεν μπόρεσε να με κερδίσει σε συνέχεια, το ακούω μεν ευχάριστα χωρίς να προσπερνώ να αλλά δεν με κρατάει στο σύνολο της προσηλωμένο.
Εν κατακλείδι λοιπόν θα πω ότι το ”Parasomnia” με το υπέροχο εξώφυλλο του Hugh Syme, που καλό είναι να του γίνεται μια ειδική μνεία πάντοτε για τα τόσα υπέροχα εξώφυλλα που μας έχει δώσει στην καριέρα του μέχρι και σήμερα. Είναι ένα άλμπουμ που συνεχίζει άψογα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ιστορία των αγαπημένων DREAM THEATER, θα βρίσκεται πιστεύω και όχι άδικα στις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς πολλών συντακτών και μη. Για την ιστορία και για να μην τον ξεχάσουμε να πούμε πως η εξαιρετική παραγωγή που έχει το άλμπουμ έρχεται από τον John Petrucci μόνο του μεν χωρίς τον Portnoy κάτι που ίσως δεν ήταν αναμενόμενο για κάποιους μετά την επιστροφή του, όμως έχει αρωγό στην μίξη και το mastering τον κύριο Andy Sneap. Ακολουθεί ο βαθμός πάντα με την ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα που πρέπει να υπάρχει από μέρους μου για αυτήν την λατρεμένη μπάντα.
“Pyromania”… O πρώτος δίσκος σκληρής μουσικής που άκουσα στη ζωή μου, λίγο μετά την κυκλοφορία του κι ένας από τους πέντε αγαπημένους μου όλων των εποχών. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι το έργο που ανέλαβα είναι ευχάριστα δύσκολο και δεν θα σπαταλήσω άλλο χρόνο με φιοριτούρες, παρά θα μπω απευθείας στο ψητό.
Το “Pyromania” είναι ένας δίσκος από τους DEF LEPPARD που διαδέχθηκε το μάλλον καθαρά NWOBHM “High n’ dry”, το οποίο πήγαινε ψιλομέτρια και δεν είχε ιδιαίτερα ικανοποιητικές πωλήσεις (αρχικά) και τελικά, το τρίτο άλμπουμ των LEPS έφτασε στο #2 του Billboard 200, με περισσότερες από 10 εκατομμύρια πωλήσεις μόνο στην Αμερική. Δεν το λες και άσχημα…
Είχαμε πει, λοιπόν, ότι το “High n’ dry” δεν είχε τίποτα τρελές πωλήσεις. Στο ξεκίνημα. Είχε πάρει καλές κριτικές, το συγκρότημα είχε παίξει πολλές συναυλίες, αλλά οι πωλήσεις ήταν κολλημένες στις 250.000 αντίτυπα. Αδιανόητο νούμερο για σήμερα, για εκείνα τα χρόνια όμως, το έλεγες και εμπορική αποτυχία. Το turning point ήταν το video clip του “Bringin’ on the heartbreak” που συνέπεσε με το ξεκίνημα του MTV. Όπως ήταν λογικό, με ελάχιστα video clip να υπάρχουν, ο κόσμος ζητούσε συνεχώς το “Bringin’…” και μετά την τηλεόραση ακολούθησε το ραδιόφωνο, με το airplay να αυξάνεται συνεχώς. Έτσι ενώ οι DEF LEPPARD είχαν ξεκινήσει να δουλεύουν πάνω στο “Pyromania”, το “High n’ dry” είχε φτάσει το μισό εκατομμύριο πωλήσεις κι εξαιτίας του MTV, πουλούσε 60.000 αντίτυπα την εβδομάδα. Στις 25/9/82, ο προκάτοχός του είχε ξαναμπεί στο Billboard 200 και στις 17/12 είχε γίνει ήδη χρυσός, φτάνοντας σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το ένα εκατομμύριο στις πωλήσεις, κάνοντας το απόλυτο lead-in στο νέο τους πόνημα, αλλά και βάζοντας τα λεφτά που απαιτούνταν, στα ταμεία.
Μέχρι όμως να αρχίσουν να ανεβαίνουν οι πωλήσεις και να εισρέουν χρήματα στα ταμεία του συγκροτήματος, υπήρχε ένα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Οι manager τους, οι διάσημοι πλέον Cliff Burnstein και Peter Mensch, τους είχαν αναλάβει από το ξεκίνημα της καριέρας του. Όμως ύστερα από μία πάρα πολύ σοβαρή νομική διαμάχη με την εταιρία τους Leber-Krebs, ο Burnstein απολύθηκε κι ο Mensch παραιτήθηκε. Χωρίς τον κολοσσό να τους υποστηρίζει, οι δύο κορυφαίοι manager, απευθύνθηκαν στα μεγαλύτερα ονόματα τα οποία «έτρεχαν». Τους DEF LEPPARD, τους SCORPIONS και τον Michael Schenker και τους έβαλαν το δίλημμα Leber-Krebs ή Burnstein-Mensch; Μόνο οι LEPPARD τους απάντησαν θετικά, καθώς οι άλλοι δύο καλλιτέχνες προτίμησαν τη σιγουριά.
Βέβαια, καλή η στήριξη, αλλά υπήρχαν πάρα πολύ υψηλά εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδήξουν και οι δύο πλευρές. Και όταν μιλάμε για εμπόδια, καταλαβαίνει κανείς ότι είναι οικονομικής φύσης. Οι Burnstein-Mensch είχαν να αντιμετωπίσουν μία μήνυση της πρώην εταιρίας τους και με το “High n’ dry” να μην πουλάει –αρχικά- όσο ήθελαν, η μαύρη τρύπα στα ταμεία του γκρουπ, ανερχόταν στα 700.000 δολάρια, ο Mensch αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα από τον πατέρα του ώστε να συντηρηθούν οι Βρετανοί μουσικοί. Χρήματα έδωσε προκαταβολικά (100.000 δολάρια) και η εταιρία που διαχειριζόταν το merchandise, η Brockum, ώστε να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι ηχογραφήσεις, οι οποίες είχαν ξεκινήσει δειλά-δειλά, με τον γνωστό DEF LEPPARD ρυθμό, από τις αρχές του 1982, ξανά με τον “Mutt” Lange πίσω από την κονσόλα, αλλά και ουσιαστικά ως έκτος μέλος του σχήματος. Ο στόχος όμως, πιά, δεν ήταν απλά ένας ποιοτικός δίσκος, αλλά ένας δίσκος που θα έβγαινε όσο πιο σύντομα γινόταν και θα έβγαζε τουλάχιστον τρεις μεγάλες επιτυχίες και αυτές δίχως μεγάλη καθυστέρηση, αλλιώς η μπάντα και το management θα βρίσκονταν στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Εκ του αποτελέσματος, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές δικαιώθηκαν πανηγυρικά, αφού το “Pyromania” έφτασε τα 6 εκατομμύρια πωλήσεων τον πρώτο ήδη χρόνο!
Με τα πολλά, το συγκρότημα μαζεύεται στο στούντιο και ξεκινά να δουλεύει με ότι είχε ήδη στα χέρια του από τραγούδια. Αυτά τα δύο παλιά τραγούδια, ήταν το βασικό riff και η εισαγωγή του “Rock! Rock! (Till you drop)”, που τα πήραν αυτούσια από το τραγούδι “Medicine man” του 1980 που μπορείτε να το ακούσετε από κάτω, ένα τραγούδι που το έπαιζαν αρκετά τακτικά στις συναυλίες της περιοδείας για το “On through the night”. Το δεύτερο τραγούδι που χρησιμοποίησαν κατά κάποιο τρόπο από τα παλιά, ήταν το “This ship sails tonight”, που το είχαν παίξει στην περιοδεία τους σε club της Αγγλίας του 1980 (αλλά δεν υπάρχει κάπου καταγεγραμμένο απ’ όσο γνωρίζω) και μεταλλάχτηκε στο “Too late for love”. Παλιό riff, φαίνεται να ήταν και το “Die hard the hunter” που κι αυτό είχε γραφτεί το 1980.
DEF LEPPARD κι ευκολία στις ηχογραφήσεις, είναι δύο έννοιες που δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε μία πρόταση… Έτσι και στην περίπτωσή μας, ένα πολύ βασικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε, ήταν αυτό με τη φωνή του Joe Elliott. Ηχογράφησε τα φωνητικά του σε έξι διαφορετικά στούντιο, δουλεύοντας πάνω σε διαφορετικά τραγούδια, διαφορετικούς στίχους, σε διαφορετικές μέρες. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από την ολοκλήρωση δύο μόλις τραγουδιών, η φωνή του να έχει γίνει χάλια, με τον ίδιο τον Elliott να λέει χαρακτηριστικά, πως όταν τελείωνε τις ηχογραφήσεις, η φωνή του ακουγόταν σαν αυτή του Tom Waits! Προφανώς, όμως, αυτό οφειλόταν στον λάθος τρόπο που τραγουδούσε, έτσι ο Mutt Lange, τον προέτρεψε να κάνει μαθήματα με την πρώην σύζυγό του, Stevie Lange, η οποία του έμαθε διαφορετικούς τρόπους για να αποκτήσει αυτοπεποίθηση στη φωνή του και φυσικά να μην γδέρνει τις φωνητικές του χορδές. Μετά τα μαθήματα, ηχογράφησε τα φωνητικά του εναρκτήριου “Rock! Rock! (Till you drop)” μέσα σε δύο μόλις ώρες.
Το “Pyromania” ήταν και το κύκνειο άσμα του κιθαρίστα τους Pete Willis με το συγκρότημα. Ο Willis είχε εθισμό στο αλκοόλ και ο κόμπος έφτασε στο χτένι, όπως έλεγε ο παραγωγός του συγκρότηματος, όταν μπήκε στο στούντιο τρικλίζοντας, για να ηχογραφήσει το solo του “Stagefright”. Έζεχνε ποτό και προσπαθούσε να δείξει ότι είναι νηφάλιος. Εννοείται πως όταν προσπάθησε να παίξει το σόλο, δεν μπορούσε καλά καλά να χτυπήσει τη χορδή με την πένα. Ο Lange, τον έδιωξε με τις κλωτσιές από το στούντιο και του είπε να μην ξαναγυρίσει αν δεν μάθει αυτά που έχει να παίξει. Και δεν ξαναπάτησε. Αυτό ήταν και το τέλος της καριέρας του με τους DEF LEPPARD.
Την επόμενη κιόλας μέρα, φώναξαν τον κιθαρίστα μίας βρετανικής glam rock μπάντας, των GIRL, με το όνομα Phil Collen. Του έδωσαν κασέτες με κάποια τραγούδια του δίσκου και του ζήτησαν να βρει μερικές ιδέες για σόλο, αφού τις ρυθμικές κιθάρες τις είχε ήδη ηχογραφήσει ο Willis. Η πρώτη ιδέα που παρουσίασε στο συγκρότημα, ήταν αυτή του σόλο του… “Stagefright”!!! Ναι, του τραγουδιού που ήταν η αφορμή να εκδιωχθεί ο Pete Willis. Όταν το άκουσαν, πήρε κατευθείαν τη δουλειά και συνολικά έπαιξε τέσσερα ακόμα σόλο στα “Rock of ages”, “Photograph”, “Foolin’” και “Rock! Rock! (Till you drop)”, λίγες ρυθμικές κιθάρες και δεύτερα φωνητικά στο “Too late for love”. Το πιο σημαντικό, όμως, σύμφωνα με τον Lange, ήταν ότι «έβγαλε από το καβούκι του» τον Steve Clark, τον έτερο κιθαρίστα του γκρουπ, που ένιωσε πιο απελευθερωμένος.
Η πλάκα με την περίπτωση του Phil Collen, είναι ότι ποτέ κάποιος δεν του είπε ότι μπήκε στο συγκρότημα. Ο Joe Elliott, κάποια στιγμή του είχε εκμυστηρευτεί ότι είχαν προβλήματα με τον Pete Willis και του είχε ζητήσει να μάθει μερικά τραγούδια τους καλού κακού και όταν του ζητήθηκε να πάει στο στούντιο, πίστεψε ότι απλά είχε πάει για να βοηθήσει, όχι για να μπει στο συγκρότημα. Μόνο όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις και του είπαν ότι θα βγει μαζί τους περιοδεία, κατάλαβε ότι ήταν κι επίσημα μέλος των DEF LEPPARD…
Κάτι που αποκαλύφθηκε πάρα πολλά χρόνια αργότερα, σε μία συνέντευξη του μηχανικού ήχου του δίσκου, Mike Shipley, είναι ότι δεν υπάρχουν πραγματικά τύμπανα στο δίσκο!!! Ο Lange ακολουθούσε μία τακτική να ηχογραφούνται τα τύμπανα στο τέλος (σε αντίθεση με τη νόρμα, όπου τα τύμπανα ηχογραφούνται πρώτα) κι εξαιτίας της μανίας του για την τελειότητα, αποφάσισε να χρησιμοποιηθεί drum machine (το Fairlight CMI sampler) για τις κάσες, το ταμπούρο και τα τομ. Μόνο τα πιατίνια παίχτηκαν ζωντανά και ακούγεται ο φυσικός τους ήχος. Μην ξεχνάμε ότι εκείνα τα χρόνια είχε ξεκινήσει αυτή η τεχνολογία και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως στην pop μουσική, αλλά και σε πιο rock φόρμες.
Ο Lange ήταν πάρα πολύ λεπτολόγος (για να το πούμε ευγενικά), αυτή η τεράστια καθυστέρηση στις ηχογραφήσεις, όμως, κόστιζε χρόνο και χρήμα. Και το χρήμα ήταν ένα πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα, αφού αναφέραμε τις οικονομικές δυσκολίες που υπήρχαν, στην αρχή του κειμένου. Η πρόσληψη του Collen, διευκόλυνε τα πράγματα, διότι ομαλοποιήθηκε η πορεία του άλμπουμ και δρομολογήθηκαν πιο γρήγορα αρκετές καταστάσεις, αλλά τα έξοδα, ήταν έξοδα. Σύμφωνα με τους αρχικούς υπολογισμούς, θα έπρεπε το “Pyromania” να πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα, μόνο και μόνο για να καλύψει τα έξοδά του! Το συγκρότημα, πολλές φορές έτρωγε στο σπίτι του Mensch τοστ με τυρί ή σάντουιτς με φυστικοβούτυρο για να κάνει οικονομία. Λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία, ευτυχώς, το management των LEPPARD, ήρθε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τη Leber-Krebs, που έδωσε στον Mensch 300.000 λίρες για τη δουλειά που είχε κάνει με τους AC/DC και μπόρεσε να τα ρίξει στο “Pyromania”. Επιπλέον, έκαναν ένα ξεκαθάρισμα με την περίπτωση των SCORPIONS, αφού αντάλλαξαν το μερίδιό τους, με την πλήρη διαχείριση των υποθέσεων των DEF LEPPARD. Όπως συνήθιζε να λέει ο Peter Mensch, «ανταλλάξαμε το παρόν με το μέλλον».
Όπως συνηθίζουν οι DEF LEPPARD, ήταν συνεχώς εντελώς οριακά με τα deadline και η μίξη είχε καθυστερήσει χαρακτηριστικά. Αρχικά, το άλμπουμ ήταν να βγει πριν τα Χριστούγεννα του 1983 και είχε μείνει μία μέρα, αλλά και δύο τραγούδια να μιξαριστούν. To “Stagefright” και το “Rock! Rock! (Till you drop)”. Με την κούραση να έχει καταβάλλει όλο το team της παραγωγής, έκαναν ολονυχτία, μέχρι που διαπίστωσαν ότι κάποια χειροκροτήματα στο “Rock! Rock!…” δεν ήταν συγχρονισμένα!!! Μέχρι να διορθώσουν το λάθος, έφυγε σχεδόν όλη η νύχτα και είχε περισσέψει μία μόλις ώρα για το τελευταίο τραγούδι. Τότε, συνέβη κυριολεκτικά αυτό που λένε “saved by the bell”. Για την ακρίβεια από το τηλέφωνο, αφού ο Cliff Burnstein τους τηλεφώνησε και τους είπε ότι το άλμπουμ τελικά αποφασίστηκε να κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο!!! Φαντάζομαι ότι και τότε, οριακά θα το παρέδωσαν!
Τα πλήκτρα στο δίσκο φαίνεται ότι τα έχει παίξει κάποιος Booker T. Boffin. Μην ψάξετε να βρείτε ποιος είναι. Πρόκειται για τον Thomas Dolby, που το 1982 είχε κάνει αρκετά μεγάλη επιτυχία με το hit του “She blinded me with science” και ήταν περιζήτητος session μουσικός που έπαιζε όμως σε εντελώς διαφορετικού ύφους συγκροτήματα, όπως για παράδειγμα οι THOMPSON TWINS. Ο Mutt Lange, τον είχε φέρει για να κάνει τον ήχο λίγο πιο δυναμικό, «ντουμπλάροντας» τις κιθάρες. Εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά γνωστός σόλο καλλιτέχνης και ίσως να μπερδευόταν ο κόσμος αν έβλεπαν το όνομά του σ’ έναν rock δίσκο και του δόθηκε το ψευδώνυμο Booker T. Boffin. Πως βγήκε αυτό; Κάνοντας μία υπόθεση, αρχικά, επειδή η λέξη “boffin” σημαίνει στην αργκό «επιστήμονας», συνδυάζεται με την επιτυχία που είχε κάνει με το “She blinded me with science”. Ο Lange τον αποκαλούσε “Book-A-Boffin” από μία έκφραση που υπήρχε, την “rent-a-boffin”. O Peter Mensch, το πήγε σε άλλο επίπεδο, συνδυάζοντας αυτό με το αμερικάνικο R&B/Funk συγκρότημα BOOKER T. AND THE MGs και το έκανε Booker T. Boffin. Με παράπονο, ο Dolby, λέει ότι έχει κρεμασμένο στον τοίχο του σπιτιού του έναν πολυπλατινένιο δίσκο, που έχει credit στα πλήκτρα και γράφει Booker T. Boffin!!!
To “Rock of ages”, περιέχει κάποια κρυμμένα μέρη στο μεσαίο μέρος του. Υπάρχουν κάποια φωνητικά ηχογραφημένα ανάποδα, ανάμεσα στα οποία ακούγεται ο Joe Elliott να λέει “Suck it” αλλά και δύο ακόμη ατάκες που είχαν να κάνουν με τον τότε πρόεδρο της Σοβιετικής Ένωσης, Λεονίντ Μπρέζνιεφ και τη γενικότερη ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα, πριν το κιθαριστικό σόλο. Συγκεκριμένα έλεγαν “F**k the Russians” και “Brezhnev’s got herpes”. Λεπτομέρεια; Τόσα χρόνια που τους πήρε να γράψουν στο δίσκο, ο Μπρέζνιεφ είχε ήδη πεθάνει, αλλά τελικά αποφάσισαν να κρατήσουν τα μέρη.
Όταν ο manager των LEPS, Peter Mensch, ζήτησε από τον διάσημο σχεδιαστή εξωφύλλων, Andie Airfix, να κάνει το εξώφυλλο του “Pyromania”, ήταν πάρα πολύ σαφής. Ήθελε να είναι κάτι πολύ special για μία heavy rock μπάντα που δεν είναι σαν τις άλλες και δεν ήθελε τέρατα ή γυναίκες να καβαλούν μηχανές. Έτσι ο Airfix, έχοντας τον τίτλο “Pyromania”, σκέφτηκε να βάλει ένα κτίριο που καίγεται, αλλά σε μία πιο φουτουριστική μορφή. Αυτό το εξώφυλλο, βέβαια, τους έβαλε σε μπελάδες (ή δημοσιότητα, θα έλεγα, στο τέλος της ημέρας), αφού όταν έγινε η δίκη της PMRC, το 1985, οι πρώτες ατάκες που ειπώθηκαν από τις επονομαζόμενες “Washington wives” είχαν να κάνουν με τις εικόνες και τις λέξεις που μπορεί να αντιτίθενται με τις αξίες και τις πεποιθήσεις των οικογενειών. Αμέσως μετά, η γερουσιαστής Paula Hawkins, σήκωσε το εξώφυλλο του “Pyromania” και του “Animal (F**k like a beast)” των W.A.S.P. και είπε: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Κάψε ένα κτίριο. Κάψε, κάψε, κάψε». Και αυτή δεν ήταν η μόνη αναφορά των DEF LEPPARD από την PMRC, αφού και το “High n’ dry” από τον ομώνυμο δίσκο τους, ήταν στη λίστα με το όνομα “Filthy fifteen”, που διέφθειραν, δηλαδή κατά τη γνώμη τους, τη νεολαία, με αναφορές σε χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.
Το τραγούδι “Photograph” βασίζεται σε μία ιδέα του παραγωγού τους, Mutt Lange, που είχε τον στίχο “All I’ve got is a photograph” και προέτρεψε το συγκρότημα να γράψει για μια ιστορία ενός άντρα που αγαπά τρελά μία κοπέλα, αλλά έχει μόνο μία φωτογραφία της. Τα υπόλοιπα μέλη, ανησυχούσαν μήπως τους κατηγορούσαν ότι πήραν την ιδέα από το “Photograph” του Ringo Starr από το 1973 που είχε πάει στη θέση #1 στα charts, αλλά όχι μόνο τους καθησύχασε ο Lange, τελικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Άλλωστε, το 2005 οι NICKELBACK, έκαναν πολύ μεγάλη επιτυχία, με το δικό τους “Photograph”. Ο κόσμος λανθασμένα νομίζει ότι οι στίχοι αφορούν τη Marilyn Monroe, επειδή στο video clip υπήρχε ένα μοντέλο που έμοιαζε με τη διάσημη ηθοποιό, αλλά χρησιμοποιήθηκε μόνο για να φτιαχτεί μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Δεν υπήρχε ποτέ κάποια συγκεκριμένη έμπνευση για τους στίχους.
Είτε το πιστεύετε είτε όχι, η βασική επιρροή του “Die hard the hunter” στους στίχους, ήταν η πρώτη ταινία του “Rambo” με τον Sylvester Stalone, αφού αφηγείται την ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει από τον πόλεμο και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στην πραγματική ζωή.
To “Foolin’”, με τη σειρά του, είναι ένα τραγούδι που είχε την επιρροή των THE WHO από το “My generation”, με το «τραύλισμα» στο “F-f-f-foolin’” στο ρεφρέν, αλλά οι περίεργες ιστορίες, έχουν να κάνουν με το video clip. Σ’ αυτό, μπορεί κανείς να δει μία μυστηριώδη γυναίκα να παίζει άρπα. Μην ψάχνετε να ακούσετε άρπα στο τραγούδι όμως, διότι πολύ απλά, δεν υπάρχει!!! Απλά μπήκε στο video. Ο Joe Elliott, έχει να θυμάται το video και για άλλον λόγο. Τα γυρίσματα κράτησαν τρεις μέρες. Την τρίτη, την ξόδεψαν ολόκληρη στο να γυρίσουν πλάνα με τον τραγουδιστή να κάνει ιππασία. Όσο ακούσατε άρπα στο τραγούδι, άλλο τόσο είδατε και τον Elliott να κάνει ιππασία. Τα πλάνα δεν μπήκαν ποτέ και ο τραγουδιστής έμεινε με το παράπονο ότι είχε πιαστεί ο κώλος του για αρκετές μέρες!!!
Όταν πρωτοάκουσα το δίσκο, όπως και πολλοί άλλοι, πίστεψα ότι το intro του “Rock of ages”, είναι στα γερμανικά. Αυτό το “Gunter Glieben Glauten Globen”. Ή αν μη τι άλλο κάποιο φοβερό και τρομερό μυστηριώδες πράγμα. Σίγουρα όχι μία ιδέα του Mutt Lange επειδή είχαν βαρεθεί όλοι στο στούντιο να μετράνε “one two three four” και μέσα στη βαρεμάρα τους, έβγαλαν αυτές τις λέξεις!
Για το “Coming under fire” αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι πως πρόκειται για το μοναδικό κομμάτι μέσα από το “Pyromania” που δεν έχει παιχτεί ζωντανά. Παραλίγο να συνέβαινε το ίδιο και με το “Action! Not words”, που παίχτηκε μία φορά μόνο, το 1983! Για να κλείσουμε την αναφορά μας στα τραγούδια του άλμπουμ, στο κλείσιμο του “Pyromania” με το “Billy’s got a gun”, ακούγονται ήχοι από ντραμς ή κάτι τέτοιο. Αυτό, οι DEF LEPPARD το ονομάζουν “March of the dreaded ziltrons” και δεν είναι τίποτε άλλο από τον Rick Allen να πατάει τυχαία κουμπιά στο drum machine!!!
Παρότι το “Pyromania” πούλησε πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα στην Αμερική, ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει στο #1 στο Billboard, πολύ απλά διότι έπεσε πάνω στο “Thriller” του Michael Jackson, την πλάτη του οποίου έβλεπε συνεχώς…
Για το τέλος, η απαραίτητη ενδυματολογική νότα!!! Στο video clip του “Pyromania”, φαινόταν ο Joe Elliott να φορά ένα αμάνικο μπλουζάκι με τη σημαία της Μεγάλης Βρετανίας που άφησε, πραγματικά εποχή. Ο ίδιος, στο βιβλίο “I want my MTV: The uncensored story of the Music Video revolution” είπε: «Την προηγούμενη μέρα από τα γυρίσματα, είχα 25 λίρες στην τσέπη μου και πήγα στην Kings Road στο Λονδίνο για να αγοράσω ρούχα. Βρήκα ένα ζευγάρι μαύρα παντελόνια από ψεύτικο δέρμα που ήταν κοντύτερα κατά περίπου δέκα εκατοστά, οπότε τα αγόρασα, μαζί με μερικά leg warmers, που είχα δει στη σειρά Fame. Όταν τελείωσα με την αγορά των παντελονιών και των θηλυκών κολάν, μου είχαν μείνει 8 λίρες. Περνώντας μπροστά από ένα punk rock κατάστημα, είδα στη βιτρίνα ένα κόκκινο, λευκό και μπλε μπλουζάκι με τη σημαία της Μεγάλης Βρετανίας για 7,99 λίρες. Ήταν το μόνο που μπορούσα να αντέξω οικονομικά, και ήταν εκκωφαντικό. Μετά από εκείνο το βίντεο, το μπλουζάκι έγινε τόσο εμβληματικό που πουλήσαμε σχεδόν 100.000 από αυτά στην περιοδεία εκείνο το καλοκαίρι.»
Σύμφωνα με post που έγινε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Βρετανός κιθαρίστας John Sykes, σε ηλικία 65 ετών, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο…
“Με μεγάλη θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο John Sykes έφυγε από τη ζωή μετά από μια σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Θα τον θυμούνται πολλοί ως έναν άνθρωπο με εξαιρετικό μουσικό ταλέντο, αλλά για όσους δεν τον γνώριζαν προσωπικά, ήταν ένας στοχαστικός, ευγενικός και χαρισματικός άνθρωπος, του οποίου η παρουσία φώτιζε κάθε χώρο.
Αναμφίβολα, πορεύτηκε στη ζωή με τον δικό του μοναδικό ρυθμό και πάντα στήριζε τους αδύναμους. Στις τελευταίες του ημέρες, μίλησε με ειλικρινή αγάπη και ευγνωμοσύνη για τους θαυμαστές του, που στάθηκαν δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια.
Αν και η απώλειά του είναι βαθιά και η ατμόσφαιρα βαριά, ελπίζουμε ότι το φως της μνήμης του θα σβήσει τη σκιά της απουσίας του.”
Ο Sykes έπαιξε κιθάρα στα θρυλικά “Spellbound” και “Crazy nights” των TYGERS OF PAN TANG και μετά πήγε στους THIN LIZZY, έχοντας γράψει το “Please don’t leave me”. Με τους LIZZY, έπαιξε στο “Thunder and lightning”. Στους WHITESNAKE του David Coverdale, πήγε αρχικά για να γράψει τις κιθάρες για την αμερικάνικη έκδοση του “Slide it in” και στη συνέχεια βοήθησε στη σύνθεση του “1987” ή “Whitesnake”, του πιο εμπορικά επιτυχημένου άλμπουμ του σχήματος. Ενώ ηχογράφησε το δίσκο, απολύθηκε μαζί με όλα τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ πριν την κυκλοφορία του κι έφτιαξε τους BLUE MURDER με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο ακόμα πολύ αξιόλογους δίσκους και στη συνέχεια ακολούθησε σόλο καριέρα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους μουσικούς.
Φέτος το καλοκαίρι, μετά την απόλυτη κορύφωση με το ιστορικό reunion των Savatage, το Rockwave Festival 2025 υποδέχεται στο Terra Republic τον θρυλικό κιθαρίστα Michael Schenker για να μας χαρίσει μια αξέχαστη συναυλία!! Ο βραβευμένος καλλιτέχνης και ένας από τους πιο επιδραστικούς κιθαρίστες όλων των εποχών, με ονόματα όπως ο James Hetfield, ο Slash, o Dave Mustaine, ο Dimebag και ο Kerry King να τον αναφέρουν ως βασική επιρροή τους.
Γεννημένος στις 10 Ιανουαρίου 1955 στο Sarstedt της Γερμανίας, ο Michael Schenker έθεσε τις βάσεις για μια από τις πιο ένδοξες σόλο καριέρες στην ιστορία του hard rock. Ως πρώην κιθαρίστας των Scorpions και των UFO, κανείς δεν θα περίμενε κάτι λιγότερο, αλλά αυτό που έχει πετύχει τα τελευταία 50 χρόνια, εξηγεί απόλυτα γιατί θεωρείται ένας hard rock θρύλος.
Όταν ο Michael Schenker μπήκε στους UFO σε ηλικία μόλις 17 ετών, δεν φανταζόταν κανείς πόσο θα άλλαζε την πορεία του συγκροτήματος – και της hard rock μουσικής γενικότερα. Η μουσική ιδιοφυΐα του φάνηκε από την πρώτη του ηχογράφηση με τους UFO, το Phenomenon(1974), όπου δημιούργησε κλασικά κομμάτια όπως τα “Doctor Doctor”, “Belladona”, και “Rock Bottom”, τραγούδια που παραμένουν αναπόσπαστα μέρη του ρεπερτορίου του συγκροτήματος.
Από την αρχή, ο Schenker έδειξε την ικανότητά του να συνδυάζει εκρηκτικά riffs και ανεπανάληπτα σόλο, καθορίζοντας τον ήχο του συγκροτήματος και βάζοντας τους UFO στον παγκόσμιο χάρτη της ροκ μουσικής. Δεν ήταν απλώς ο κιθαρίστας του συγκροτήματος – ήταν η κινητήριος δύναμη που τους έβαλε στον παγκόσμιο χάρτη της ροκ μουσικής.
Κατά την παραμονή του στους UFO, ο Michael Schenker βοήθησε το συγκρότημα να περάσει από το underground επίπεδο στην παγκόσμια αναγνώριση, ενώ τα άλμπουμ όπως τα Lights Out και Obsession απέδειξαν τη δυναμική της συνεργασίας τους. Ταυτόχρονα, η μουσική του Schenker επηρέασε τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών, κάνοντάς τον έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους κιθαρίστες της εποχής του.
Στα 65 του χρόνια, έχοντας μόλις κυκλοφορήσει έναν από τους καλύτερους hard rock δίσκους της χρονιάς, με το ανανεωμένο lineup του Michael Schenker Group, παραμένει ένας καλλιτέχνης που δεν ζει για να παίζει, αλλά παίζει για να ζει.Ο Schenker συνεχίζει να δημιουργεί με την ίδια ενέργεια και έμπνευση όπως πάντα, παραμένοντας «16 χρονών στο μυαλό», όπως δηλώνει χαριτολογώντας. «Δεν ήθελα ποτέ φήμη ή επιτυχία. Ήμουν πάντα πιο χαρούμενος όταν με άφηναν μόνο μου με αυτό που άρεσε περισσότερο. Χωρίς αντιπαλότητα, χωρίς ανταγωνισμό, με έμφαση μόνο στην αγνή, αυθόρμητη δημιουργικότητα. Και σε αυτό, τίποτα δεν ξεπερνάει την κιθάρα. Είναι το καλύτερο όργανο για να εκφράσει πραγματικά κάτι. Δεν υπάρχει κανένας ήχος εκεί έξω που είναι πιο ολοκληρωμένος.»
Φέτος στο Terra Republic θα ξαναζήσουμε τα θρυλικά χρόνια του Michael Schenker με τους UFO και σας περιμένουμε όλους να γίνετε μέρος της ιστορίας.
Έχω αναφέρει αρκετές φορές ότι θεωρώ το τρίτο άλμπουμ των MEGADETH ένα εξαιρετικό και ταυτόχρονα αρκετά αδικημένο άλμπουμ καθώς είχε την “ατυχία” να κυκλοφορήσει ανάμεσα στα μνημειώδη “Peace sells…” και “Rust in peace”. Παρόλα αυτά, το “So far, so good…so what!” παραμένει μέχρι και σήμερα ένα ιδιαίτερα αγαπητό άλμπουμ στις τάξεις των οπαδών, κάτι που αποδείχθηκε περίτρανα και στην πρόσφατη συναυλία των KINGS OF THRASH (το σχήμα των Dave Ellefson και Jeff Young) όπου ακούσαμε τα κομμάτια του ζωντανά. Οι ιστορίες γύρω από το άλμπουμ αυτό θα μπορούσαν να γράψουν ολόκληρο βιβλίο και αν θέλετε να μάθετε περισσότερα, δεν έχετε παρά να ακούσετε τα σχετικά podcasts από τον Σάκη Φράγκο. Πάμε όμως να ξεκινήσουμε την αξιολόγηση των τραγουδιών αυτού του δίσκου που κυκλοφόρησε σαν σήμερα το 1988.
The “So far, so good… so what!” countdown
“Anarchy in the U.K.” (SEXPISTOLScover) (3:00)
Πιστοί στην παράδοση των δύο προηγούμενων δίσκων, οι MEGADETH διασκευάζουν εδώ άλλο ένα κομμάτι, αυτή τη φορά το πασίγνωστο “Anarchy in the U.K.” των SEX PISTOLS, με τη συμμετοχή μάλιστα του κιθαρίστα τους Steve Jones. Αρχικά ο Mustaine ήθελε να διασκευάσουν το “Problems” (κάτι που έγινε αρκετά χρόνια αργότερα) αλλά τελικά κατέληξε στο “Anarchy…”. Οι στίχοι είναι ελαφρώς παραλλαγμένοι από την αυθεντική εκτέλεση, κάτι που δεν έγινε εσκεμμένα, καθώς, σύμφωνα με τον Mustaine, δεν ήξερε ακριβώς τους στίχους. Πολύ δυναμική εκτέλεση, έγινε αμέσως fan favorite και αποτελούσε για πολλά χρόνια αναπόσπαστο μέρος του set list των MEGADETH στις συναυλίες, μέχρι που ο Mustaine ανακάλυψε ξανά τη θρησκεία και το απέρριψε ως αντιχριστιανικό.
“Liar” (3:20)
Τραγούδι εξαιρετικά “αφιερωμένο” στον πρώην κιθαρίστα των MEGADETH Chris Poland, με τον οποίο ο Mustaine ήταν στα μαχαίρια εκείνη την εποχή (μεταξύ μας, και με ποιον δεν ήταν!) Up tempo κομμάτι με επιθετικό riff αλλά και κάπως άνευρο ρεφραίν, το “Liar” είναι πάντα μέσα στο playlist με τα τραγούδια που θέλει να αφιερώσει κάποιος σε όποιον του έχει φερθεί άσχημα. Δυνατό κομμάτι, έχω την εντύπωση όμως ότι θα μπορούσε να γίνει λίγο καλύτερο.
“502” (3:28)
Ο ορισμός της έκφρασης “Don’t drink and drive” παίρνει σάρκα και οστά εδώ καθώς το “502” είναι ο κωδικός που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες για όσους οδηγούν υπό την επήρεια αλκοόλ ή άλλων ουσιών. Προφανώς και μιλάμε για μια φοβερή speed metal κομματάρα από αυτές που αγαπάμε να ακούμε από τους MEGADETH και με εξαιρετικό solo. Από τα καλύτερα τραγούδια που μπορεί να ακούσει κανείς ενώ οδηγεί, προσοχή όμως! Ελλοχεύει κίνδυνος ατυχήματος!
“Into the lungs of hell” (instrumental) (3:29)
Το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου εισάγει για τα καλά τον ακροατή στους MEGADETH του τρίτου άλμπουμ καθώς είναι ένα φοβερό instrumental κομμάτι όπου οι Mustaine και Young ξεδιπλώνουν απλόχερα τις αναμφισβήτητες κιθαριστικές τους αρετές. Άρτια τεχνικό, σχεδόν στα όρια του progressive, το “Into the lungs of hell” βουλώνει για τα καλά τα στόματα όλων εκείνων που τολμούσαν να ψελλίσουν ότι οι thrash μουσικοί δεν μπορούσαν να παίξουν τεχνικά. State of the art, κυριολεκτικά!
“Set the world afire” (5:48)
…. Ή αλλιώς το πρώτο κομμάτι που έγραψε ο Mustaine αφού έφυγε κακήν κακώς από τους METALLICA. Αρχικά ο τίτλος του ήταν… “Megadeth” αλλά γρήγορα άλλαξε σε “Set the world afire” αφού ο Mustaine αποφάσισε να ονομάσει έτσι την νέα του μπάντα. Μουσικά το “Set the world afire” είναι ένας φανταστικός, τσαμπουκαλεμένος speed/ thrash όλεθρος που σκάει σαν ατομική βόμβα, ενώ και οι στίχοι, βασισμένοι σε ενδεχόμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα ενισχύουν την αίσθηση αυτή. Η μπάντα ακούγεται σε δαιμονισμένη φόρμα, ο Mustaine είναι απολαυστικός ενώ φτύνει κυριολεκτικά τους στίχους, τι άλλο να ζητήσει κανείς; Κομματάρα!
“Hook in mouth”(4:40)
Το “Hook in mouth” που κλείνει τον δίσκο είναι για μένα το κρυφό διαμαντάκι του δίσκου και ένα από τα πιο υποτιμημένα τραγούδια των MEGADETH. Φοβεροί, πανέξυπνοι στίχοι από τον Mustaine που καταπιάνεται με καυστικό τρόπο ενάντια στη λογοκρισία ενώ μουσικά το κομμάτι παίρνει κεφάλια με τις εναλλαγές στο ρυθμό του. Και βέβαια, ο προσεκτικός ακροατής θα ακούσει στο κύριο riff του τραγουδιού το riff του “Ride the lightning” των METALLICA, ένα από τα κομμάτια που είχε συνθέσει ο Mustaine μαζί τους.
“In my darkest hour” (6:16)
Απίστευτα συναισθηματικά φορτισμένο κομμάτι, και πώς να μην είναι αφού ο Mustaine το έγραψε αμέσως μόλις έμαθε για τον θάνατο του Cliff Burton. Στο πρώτο μισό του είναι εμφανής η μελαγχολία και η θλίψη με τον σχεδόν πένθιμο ρυθμό του, που μεταλλάσσεται αργότερα σε πίκρα και οργή με το thrash ξέσπασμα του. Τα solos των Mustaine και Young στο τέλος είναι για σεμινάριο. Από τα πολύ αγαπημένα μου κομμάτια των MEGADETH γενικότερα, θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται και στην πρώτη θέση αυτής της λίστας.
“MaryJane” (4:08)
Ο λόγος που το “In my darkest hour” χάνει έστω και οριακά την πρώτη θέση, είναι ετούτο εδώ το ΕΠΟΣ. Το “Mary Jane” είναι ένα επικό κομμάτι, τεχνικό με riffs ξυράφια που καρφώνονται στο μυαλό του ακροατή. Και εκεί που θεωρείς ότι τα έχεις ακούσει όλα, σκάει στο μέσον του ένα κολασμένο riff με τις ταχύτητες να ανεβαίνουν και να μένεις με το στόμα ανοιχτό. Απλά τέλειο, από τα καλύτερα κομμάτια των MEGADETH.
Όπως πάντα, λίγα λόγια για επίλογο. Το “So far, so good… so what!” είναι ένα άλμπουμ που, αν σκεφτεί κανείς το παρασκήνιο γύρω από την ηχογράφηση του (και εδώ σας παραπέμπω ξανά στα αφιερώματα του Σάκη) είναι να σε πιάνει δέος για τα κομμάτια του και να σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο ακόμη πιο καλό θα ήταν αν δεν υπήρχαν αυτά τα προβλήματα. Αν και νομίζω ότι αυτό απαντήθηκε με το “Rust in peace”. Είναι υποτιμημένο άλμπουμ; Ίσως. Είναι δισκάρα; Ξεκάθαρα!
THE ARSENAL OF MEGADETH CAN’T BE RID THEY SAID
AND IF IT COMES, THE LIVING WILL ENVY THE DEAD