Η επιστροφή των θρυλικών Destruction στην χώρα μας είναι γεγονός! Οι Γερμανοί θρύλοι του thrash metal, σε δύο exclusive ζωντανές εμφανίσεις το 2025 στην Ελλάδα, μαζί με τους Yoth Iria (θα παρουσιάσουν το νέο τους άλμπουμ και άλλα συγκροτήματα που θα ανακοινωθούν.
40 ολόκληρα χρόνια από την κυκλοφορία του ιστορικού “Infernal Overkill” ντεμπούτου άλμπουμ τους, οι πρωτοπόροι της γερμανικής thrash metal σχολής Destruction, που συνεχίζουν ακούραστα να περιοδεύουν σε ολόκληρο τον πλανήτη, θα εμφανιστούν ζωντανά στις 31 Ιανουαρίου στην Θεσσαλονίκη και στο Principal Club Theater και την 1η Φεβρουαρίου στην Αθήνα και στο Gagarin 205.
Δύο μοναδικές βραδιές σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, μαζί με τους Yoth Iria, οι οποίοι έρχονται με τεράστια φόρα από τις καλοκαιρινές τους εμφανίσεις σε κάποια από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του πλανήτη και με το ολοκαίνουργιο Blazing Inferno άλμπουμ στην φαρέτρα τους, το οποίο απολαμβάνει διθυραμβικών κριτικών από τον παγκόσμιο μουσικό Τύπο.
Εν αναμονή της ανακοίνωσης και των opening συγκροτημάτων.
Σε λίγες ημέρες όλες οι πληροφορίες για τα εισιτήρια και η έναρξη της προπώλησης. Στην είσοδο θα ισχύσουν τα εισιτήρια τριημέρου και τα εισιτήρια της δεύτερης ημέρας του Golden R. Festival 2024 (ΠΡΟΣΟΧΗ: Oι κάτοχοι αυτών των εισιτηρίων μείνετε συντονισμένοι τις επόμενες ημέρες, για να δηλώσετε ηλεκτρονικά την πόλη της προτίμησής σας). Είστε έτοιμοι για το χειμερινό συναυλιακό γεγονός της χρονιάς που έρχεται;
Οι Great VoyageR θα εμφανιστούν για πρώτη φορά στην σκηνή του Death Disco, προερχόμενοι από την Ευρωπαϊκή τους περιοδεία πιο δυναμικοί, στιβαροί και με ανανεωμένο line up, υποσχόμενοι για μια μοναδική εμφάνιση για τους λάτρεις του NWOTHM που θα βάλει στην νύχτα φωτιά…
Μαζί τους οι Secular Upheaval, με επιρροές από μια μεγάλη γκάμα μουσικών ειδών που πειραματίζονται διαρκώς και δημιουργούν μοναδικούς ήχους, σκοτεινούς στίχους και ενδιαφέρουσες δομές τραγουδιών που αποτυπώνουν τον πολυποίκιλο ψυχικό τους κόσμο.
21 Δεκεμβρίου 2024
ώρα έναρξης: 21:00
Είσοδος: 7 Ευρώ
Death Disco
Ωγύγου 16 και Λεπενιώτου 24, Ψυρρή
ΗΣΑΠ: ΣΤΑΘΜΟΣ ΘΗΣΕΙΟ / ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
ΜΕΤΡΟ: ΣΤΑΘΜΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Καιρό έχουμε να φτιάξουμε στο Rock Hard μια “best of” συλλογή! Και να μια πολύ ωραία συγκυρία για τον γράφοντα να επιμεληθεί μιας τέτοιας, με αφορμή την επερχόμενη συναυλία των ζώντων θρύλων του US metal, RIOTV, την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου στο πάντα ιδανικό για τέτοιου είδους καταστάσεις, Κύτταρο, παρέα με τους Έλληνες DIVINER. Την προηγούμενη παίζουν στη Λευκωσία (Downtown), την επόμενη, στο Αγρίνιο (Metal Union) και ακολουθεί η Θεσσαλονίκη (Eightball) και τα Τρίκαλα (Ανδρομέδα). Το σκεπτικό πίσω από αυτό το “best of”, απλούστατο, δεν έκρυβε κάποια ιδιαιτερότητα:
Έφερα τον εαυτό μου πίσω στον χρόνο και φαντάστηκα πως με βρήκε κάποιος φίλος με μια 90άρα κασσέτα (ή ένα cd-rom, ας μη φανούμε ΤΟΣΟ boomers) ανά χείρας, λέγοντάς μου «Δημήτρη, βάλε χαρακτηριστικά RIOT τραγούδια, να πάρω μια ιδέα, είμαι εντελώς άσχετος όσον αφορά τη μπάντα». Συνεπώς, η επιλογή των 18 κομματιών που ακολουθούν έγινε από κάθε περίοδο του group, με το κατά προσωπική άποψη καλύτερο του κάθε δίσκου (πλην μιας εξαίρεσης όπου επιλέχθηκαν δύο), με αποτέλεσμα οι RIOT να ακούγονται με κάθε τους σύνθεση, με όλους τους τραγουδιστές τους και με κάθε ηχόχρωμα που είχαν, ανά τα χρόνια.
Πάμε λοιπόν, σχεδόν 90 λεπτά γεμάτα ύμνους, «για να θυμούνται οι παλαιοί, να μαθαίνουν οι νέοι» και όλα αυτά τα γνωστά που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Shine on!
SIDE A:
“Warrior” (“Rock City”, 1977) Into the darkness that all men must face
Within the brief hours, of your life here on earth
Pain thrashed into his life, the great prince stood firm
Behind his high and mighty shield, awaiting his turn
Shield at his side, cloak across his breast
His love and his life, they put him through the test
Shine on, shine on, in all of your glory
Shield all your fears, release all your fury!
Shine, shine on, through the darkness and the pain
Shine, shine on, Warrior!
Shine, shine on, through the wind and the rain
Shine, shine on, Warrior!
Δεν ξέρω αν το έχουμε καταλάβει, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, αλλά το “Warrior” είναι τo πρώτο heavy metal τραγούδι που δημιουργήθηκε στις Η.Π.Α! Ο απόλυτος ύμνος της μπάντας. Το heavy metal της Μεγάλης Βρετανίας στα καλύτερά του, κι ας βγήκε από τη Νέα Υόρκη. Το NWOBHM, πριν το NWOBHM. Οι στίχοι του ατσαλώνουν ψυχή και καρδιά, οι μελωδίες του λιώνουν και το σκληρότερο μέταλλο. Το ακούς, κλείνεις τα μάτια και βλέπεις μπροστά σου τον Mark Reale να «κεντάει» στην εξάχορδη. Αν έπρεπε να σωθεί μόνο ένα τραγούδι από την RIOT δισκογραφία, ας ήταν αυτό!
“Road racin’” (“Narita”, 1979) “Baby, all the tattoin’ of the machine, radio’s blastin’, rockin’ all night, rollin’ down the highway through the dead of night, road racin’!”
“A top – 10 RIOT riff”, πανεύκολα! Ιδανικό για να το ακούς «στο τέρμα», όταν οδηγείς στην εθνική οδό, από Toyota Corolla μέχρι Dodge Viper. Μόνο που ακριβώς επειδή μπορεί πολύ άνετα να σε φτάσει «στα κόκκινα», γίνεται συνάμα άκρως επικίνδυνο! Κλασσικό και αναντικατάστατο στα live, ως και σήμερα. Η μπάντα θαρρείς πως έχει πιεί βενζίνη πολλών οκτανίων, ο Guy Speranza είναι σε μεγάλα κέφια… Τι να λέμε τώρα… ύμνος!
Photo by Elena Vasilaki
“Swordsandtequila” (“Firedownunder”, 1981) Τί να διαλέξεις από το αριστούργημα που λέγεται “Fire down under”; Το ομώνυμο; Το “Outlaw”; Το “Altar of the king”, ή το “Swords and tequila”; Για να βγω από το αδιέξοδο της επιλογής μεταξύ τεσσάρων απολύτως ισάξιων κομματιών, έριξα τελικά κλήρο και η κληρωτίδα έδειξε… «Σπαθιά και τεκίλα»! “Dirty city, dirty games, dirty women, dirty shames!” Άλλη μια αειθαλής σύνθεση, απόλυτο “live pleasure”, θα χάσει την αίγλη της μόνον όταν την ίδια χρονιά ο ήλιος ανατείλει από τα δυτικά, πάρει την Ευρωλίγκα ο Ερμής Αργυρούπολης (σ. Σάκη Φράγκου: Ένα βήμα πριν απ’ αυτό, είμαστε!!!) και το Champions League ο Αστέρας Εξαρχείων.
“Restlessbreed” (“Restlessbreed”, 1982) Αλλαγή τραγουδιστή και ταυτόχρονα πρώτη, σχετική αλλαγή και στη μουσική. Ο Rhett Forester έχει πάρει τη θέση του Guy Speranza, η αλήτικη βραχνάδα έχει πια τον πρώτο λόγο και ορίζει τα πράγματα. Τούτο το τραγούδι είναι η απόλυτη επιλογή, το απόλυτο φετίχ, όλων των μερακλήδων οπαδών του group. H ύψιστη hard ‘n’ heavy ονείρωξη, οι THIN LIZZY με τους MONTROSE να παίζουν «βρώμικο» heavy metal σε κάποιο κακόφημο bar της Νέας Υόρκης, την ώρα που από κάτω, οι μισοί θαμώνες πλακώνονται στο ξύλο με τους άλλους μισούς. Η live εκτέλεση από το New Peppermint Lounge, όπως βλέπεται και ακούγεται στο “Riot Live EP”, είναι αυτό που χρειάζεσαι και δεν το ξέρεις ακόμη.
“You burn in me” (“Born in America”, 1983) “And you burn, in me, just like fire on the ragging sea, like a storm, from inside, like thunder from a friendly sky…” Απίστευτο καψουροτράγουδο, διαθέτει την μάλλον ωραιότερη κιθαριστική μελωδία που ακούστηκε ποτέ σε δίσκο των Νεοϋορκέζων και κερδίζει στο νήμα το αλήτικο “Gunfighter”. Ο Rhett είναι απόλυτος κυρίαρχος και εδώ, το κομμάτι του ταιριάζει «γάντι» και μέλι στάζει από το μικρόφωνο. Μέχρι πρόσφατα, παρακαλούσαμε να παιχτεί «ζωντανά» για να «κλαίνε μέχρι και τα σίδερα». Τελικά, ο εγκληματικός παραγκωνισμός του έληξε, παίχτηκε, κλάψανε τα σίδερα, κλάψαμε κι εμείς.
“Thundersteel” (“Thundersteel”, 1988) Τα γράψαμε και στο “worsttobest” για το “Thundersteel“, να τα ξαναγράψουμε; Ωραία. Το “Thundersteel” είναι το καλύτερο εναρκτήριο κομμάτι στην ιστορία του αμερικανικού power και του US metal. Τελεία και παύλα. Κι αν θες παραπάνω αποδείξεις περί της βαρύτητάς του, δες τις αντιδράσεις του κοινού ανά τον κόσμο, στο άκουσμά του. Ατσαλοκέραυνο, όνομα και πράγμα!
Photo by Elena Vasilaki
“Bloodstreets” (“Thundersteel”, 1988) Η εξαίρεση που λέγαμε. Αν το ομώνυμο είναι το πιο εμβληματικό τραγούδι του “Thundersteel”, αυτό εδώ είναι το καλύτερο. Πως να αφήσεις έξω το καλύτερο επειδή πρέπει, θεωρητικά, να διαλέξεις ένα; Σπας λοιπόν τον κανόνα και ιδού ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια της RIOT δισκογραφίας. Κι ενώ όλα σε τούτο το αριστούργημα όχι απλά αγγίζουν αλλά ορίζουν το τέλειο, έρχεται ο στίχος “what’sbecomeofusfriend, wewereonetilltheend, nowI’maloneinthestreetlightgleam…” να πιάσει την καρδούλα μας και να την στύψει. Κι εγώ τώρα προσπαθώ να περιγράψω… τι ακριβώς;
“Black leather and glittering steel” (“The privilege of power”, 1990) Ή αλλιώς… “Feelthekissoftwistedmetal!” Ό,τι πιο METAL έχει γραφτεί/παιχτεί ποτέ από τους RIOT, μουσική, στίχοι, τίτλος. Οι υπογραφές των συνθετικών credits ανήκουν στους Donnie Van Stavern και Tony Moore, οι οποίοι αναμενόμενα είναι εκθαμβωτικοί με την απόδοσή τους. Βραβείο «υπομονής» στις μπότες των τυμπάνων του Bobby Jarzombek, που υπομένουν τα πάνδεινα από το ξέφρενο παίξιμο του ξανθομάλλη drummer-μηχανή.
“Magicmaker” (“Nightbreaker”, 1994) Καλοκαίρι του 2019, έχω μάθει πως έρχονται το φθινόπωρο οι RIOT στην Αθήνα, στέλνω μήνυμα στον Donnie και πιάνουμε συζήτηση. Κάποια στιγμή, του εκφράζω το αιώνιο απωθημένο μου, να ακούσω live το πιο υποτιμημένο τραγούδι στην ιστορία της μπάντας. Αρνούμαι να δεχτώ πως ΑΥΤΟΣ ο ύμνος, δεν είχε παιχτεί ποτέ «ζωντανά»! «Θα το παίξουμε», μου λέει «αλλά μην το πεις πουθενά!». Ήθελα να δημοσιεύσω την είδηση σε όλες τις εφημερίδες, αλλά σεβόμενος την επιθυμία του, συγκρατήθηκα. Στην συναυλία, στο άκουσμά του, επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες μου πως δεν ήταν μόνο δικό μου απωθημένο, μα όλων σχεδόν των Ελλήνων οπαδών του group! Έκτοτε, δεν λείπει από την setlist και ελπίζω να μην λείψει και τώρα. Θες και περαιτέρω ανάλυση…;
SIDEB:
“ThelastoftheMohicans/Glorycalling” (“ThebrethrenoftheLongHouse”, 1995) Η εισαγωγή και το εναρκτήριο έπος του “The brethren…”, με ευθείες αναφορές τόσο στο μνημειώδες μυθιστόρημα του James Fenimore Cooper, όσο και στην μαγευτική ταινία του Michael Mann. H εισαγωγή είναι διασκευή στο βασικό θέμα της ταινίας (μεγάλε Trevor Jones, τι έγραψες…), το ταχύτατο “Glory calling” «μυρίζει» RAINBOW και “Spotlight kid” από χιλιόμετρα, μόνο που τα χωρίζουν κοντά 15 χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Να σημειωθεί μόνο πως στον Μοϊκανό παίζει τύμπανα ο Jarzombek, στη Δόξα ο επίσης «πολύς» John Macaluso.
Photo by Elena Vasilaki
“Angeleyes” (“Inishmore”, 1997) Δεν ξέρω αν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματα που με συνεπήραν, όταν το 1998 είδα για πρώτη φορά (και χωρίς να γνωρίζω το group παρά μόνο σαν όνομα) επί σκηνής τους RIOT στο πάλαι ποτέ ΡΟΔΟΝ. Μπορώ όμως να περιγράψω με μια φράση, πως έμεινα όταν εκείνη η καταπληκτική εμφάνιση ξεκίνησε με το άσμα αυτό: «Στήλη άλατος»! Η εισαγωγή, το πώς ανεβαίνουν οι ταχύτητες, οι θεϊκές ερμηνείες του Mike DiMeo και της Ligaya Perkins που μιξάρονται τέλεια, το διπλό κιθαριστικό crescendo, το rhythm section που είναι «ένα τραγούδι μέσα στο τραγούδι»… μιλάμε για τελειότητα! Και μια ερώτηση: Είναι το “Inishmore” ανάμεσα στα τρία top RIOT άλμπουμ; Εγώ λέω πως ναι, είναι!
“Twistoffate” (“Sonsofsociety”, 1999) Καταρχάς, ξεκινάμε από το εξής αδιαμφησβήτητο: Το “Sons of society” είναι δισκάρα και ίσως δεν έχει λάβει της προβολής που του πρέπει, επειδή διαδέχτηκε το “Inishmore”. Πάμε τώρα στο καλύτερο κομμάτι του, που θυμίζει τον Gary Moore στα heavy του και τον Ozzy της Jake Lee εποχής. Κιθάρες και φωνητικά κερδίζουν με διαφορά την κούρσα του ποιος θα λάβει τις περισσότερες φιλοφρονήσεις. Ειδικότερα pre – chorus και chorus θα πρέπει να διδάσκονται στα ωδεία ως λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση! Κοίτα φίλε μου, τι τραγούδια έχουν μείνει εκτός συναυλιών, λόγω πληθώρας ύμνων!
“Turnthetables” (“Throughthestorm”, 2002) To “Through the storm” είναι ο κατά γενική ομολογία μεταξύ των οπαδών, πιο αδύναμος δίσκος του γκρουπ, τις έχει όμως τις «μπομπάτες» του στιγμές. Μεταξύ αυτών στέκει, ως το ανώτερο όλων, τo “Turn the tables”. Χαρακτηριστικό δείγμα των 90s RIOT, με τον Bobby Rondinelli (BLACK SABBATH, RAINBOW, BLUE OYSTER CULT κλπ) στα τύμπανα να κοντράρεται στα ίσα με τους Reale/Flyntz για το χρυσό μετάλλιο της απόδοσης και τον Tony Harnell (TNT) να κάνει εξαίρετες «πλάτες» στα β’ φωνητικά στον DiMeo. Απολαυστικό!
“Armyofone” (“Armyofone”, 2006) Κάποτε είχα γράψει πως τούτο δω κινείται κάπου μεταξύ του “Thundersteel” και του “Angel eyes”. Ας βάλουμε και το “Glory calling” μέσα. Καταλαβαίνεις λοιπόν για τι είδους power metal έπος μιλάμε, ναι; Στα μισά έχει και ένα blues rock break, σκέτη μούρλια! Κι επειδή οι RIOT ανακατεύουν καλά την τράπουλα των setlists τους, κάποια στιγμή, τι στο καλό, θα το ακούσουμε κι αυτό live. Άλλωστε, ο Todd Michael Hall που μπορεί να πει ΤΑ ΠΑΝΤΑ, θα το τραγουδούσε εξίσου καταπληκτικά με τον DiMeo!
“Stillyourman” (“Immortalsoul”, 2011) Από την στιγμή που το line up της “Thundersteel”/”The privilege of power” περιόδου ξανάσμιξε, υπάρχει σε κάθε μα κάθε κυκλοφορία του group, ένα «παιδί» του θρυλικού “Johnny’s back”. Στο “Immortal soul” έχουμε το “Still your man”, το οποίο τυγχάνει και το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, με τις αναμφισβήτητα πιο ευθείες αναφορές, μουσικά και στιχουργικά, στον «μπαμπά». “Hey Johnny, brother take my hand, I remember I am still your man!”… Για μας που λατρεύουμε τη μπάντα, στίχοι σαν αυτόν, κρύβουν πολλά περισσότερα από όσα βλέπει το μάτι, σε μια απλή ανάγνωση.
“Takemeback” (“Unleashthefire”, 2014)
Ίσως ο μεγαλύτερος, σύγχρονος ύμνος τους, μέχρι τον επόμενο, που θα έλεγε και ο Γκάλης! Αυτοπεριγραφικός κι αυτός. Οι RIOT αφήνουν κατά μέρος το power metal, στρέφονται προς το hard rock, θυμούνται το 90s παρελθόν τους, αντλούν επιρροή απευθείας από τους THIN LIZZY και συνθέτουν ένα αριστούργημα, με θεσπέσιες κιθάρες και refrain που σου κολλάει στο μυαλό με την πρώτη ακρόαση σαν κόλλα UHU! Ξέρεις, εκείνη που στην συσκευασία έδειχνε πως μπορούσε να σηκώσει αυτοκίνητο, την αυθεντική, την 80s.
“Angel’sthunder, devil’sreign” (“Armoroflight”, 2018)
Όταν είχε γίνει η επίσημη ευρωπαϊκή προακρόαση του “Armor of light” στην Αθήνα, παρουσία συντακτών από όλα τα μεγάλα, «μεταλλικά» μουσικά Μέσα της ηπείρου, το “Angel’s thunder…” δεν συγκαταλεγόταν μέσα στα έξι τραγούδια που μπάντα και εταιρεία (Nuclear Blast) είχαν επιλέξει. Ήξερα όμως πως σίγουρα θα υπήρχε «παιδάκι» του “Johnny’s back” στην τελική tracklist και κάτι μέσα μου μου έλεγε πως θα ήταν σπουδαίο. Σπουδαίο τόσο, που τελικά καθίσταται η ανώτερη στιγμή, ενός εξαίσιου δίσκου. Και ναι, η «δήλωση» στο promo sticker πάνω δεξιά στη φωτό, είναι της αφεντιάς μου. Rock Hard είμαστε, δεν… «κολλάμε μπρίκια»!
“Openroad” (“Meanstreets”, 2024)
Από το φετινό, καταπληκτικό “Mean streets”, ένα αριστούργημα μελωδικού heavy metal. Μη ψάχνεις αδίκως για καλύτερο refrain για το 2024, εδώ θα το βρεις. Σε ένα album με πληθώρα ισάξιων κορυφαίων τραγουδιών, κάποιος θα προτιμήσει κάποια σαρωτική power metal στιγμή ως την αγαπημένη του, κάποιος άλλος μια στακάτη heavy metal-άδικη μα ο γράφων, από την πρώτη ακρόαση, διάλεξε την γλυκύτητα του “Open road”. Και με αυτήν, δίνει ραντεβού για την συνέχεια, στο Κύτταρο. Τα λέμε εκεί!
Δεύτερο άλμπουμ ετοιμάζονται να κυκλοφορήσει, η μπάντα του κιθαρίστα των IRON MAIDEN, Adrian Smith και του frontman των THE WINERY DOGS, και καταξιωμένου σόλο καλλιτέχνη, Richie Kotzen, από τη BMG. Το άλμπουμ τιτλοφορείται “Black light / white noise” και η κυκλοφορία του έχει προγραμματιστεί για τις 27 Μαρτίου του 2025. Οι ηχογραφήσεις του πραγματοποιηθήκαν στο The House, στο Los Angeles σε παραγωγή των δύο καλλιτεχνών και μίξη του Jay Ruston. Ο δίσκος θα περιλαμβάνει δέκα τραγούδια σε μοντέρνο ροκ στυλ, με τα τεράστια ταλέντα των Adrian και Richie ως συνθετών, μουσικών και τραγουδιστών να αναδεικνύονται πλήρως.
“Black Light / White Noise” track-listing:
01. Muddy Water
02. White Noise
03. Black Light
04. Darkside
05. Life Unchained
06. Blindsided
07. Wraith
08. Heavy Weather
09. Outlaw
10. Beyond The Pale
Μια πρώτη γεύση από την επερχόμενη δουλειά τους, μπορείτε να πάρε μέσα από το πρώτο single που δόθηκε στη δημοσιότητα μόλις, με τίτλο “White noise”.
Διαθέσιμο είναι πλέον το επίσημο visualizer για τη νέα έκδοση του Michael Schenker στο κλασικό τραγούδι των UFO “Love to love”, με συμμετοχή έκπληξη του τραγουδιστή των GUNS N’ ROSES, Axl Rose. Το κομμάτι περιλαμβάνεται στο άλμπουμ “My years with UFO”, το οποίο ο θρυλικός κιθαρίστας κυκλοφόρησε πρόσφατα προκειμένου να γιορτάσει την 50η επέτειο από τα χρόνια του στο συγκρότημα, καλύπτοντας την περίοδο 1972 – 1978.
Παρά το γεγονός ότι η θητεία του στους UFO διήρκησε μόλις έξι χρόνια, η επιρροή του ως νεαρός συνθέτης και λαμπρός κιθαρίστας άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη ροκ μουσική, αφού με αυτόν στη σύνθεσή της, η μπάντα κυκλοφόρησε τους δίσκους, “Phenomenon”, “Force it”, “No heavy petting”, “Lights out”, “Obsession” καθώς και το εμβληματικό live άλμπουμ “Strangers In The Night”, το οποίο ξεχωρίζει ως ένα από τα πιο επιδραστικά live rock άλμπουμ όλων των εποχών και εξακολουθεί να θεωρείται θεμέλιος λίθος για κάθε λάτρη της rock μουσικής.
Έτσι ο Scehnker στο επετειακό αυτό άλμπουμ, παρουσιάζει 11 από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των UFO αυτής της μαγικής περιόδου, έχοντας ως guest εντυπωσιακά ονόματα μαζί του, τα οποία περιλαμβάνουν τους: Αxl Rose, Slash (GUNS N’ ROSES), Kai Hansen (HELLOWEEN), Roger Glover (DEEP PURPLE), Joey Tempest (EUROPE), Biff Byford (SAXON), Jeff Scott Soto (YNGWIE MALMSTEEN, JOURNEY), John Norum (EUROPE), Dee Snider (TWISTED SISTER), Joel Hoekstra (WHITESNAKE), Joe Lynn Turner (RAINBOW), Carmine Appice (VANILLA FUDGE, CACTUS), Adrian Vandenberg (WHITESNAKE), Michael Voss, Stephen Pearcy (RATT) και Erik Grönwall (SKID ROW).
“My years with UFO” track listing:
01. Natural Thing (feat. Dee Snider, Joel Hoekstra)
02. Only You Can Rock Me (feat. Joey Tempest, Roger Glover)
03. Doctor, Doctor (feat. Joe Lynn Turner, Carmine Appice)
04. Mother Mary (feat. Slash, Erik Grönwall)
05. This Kids (feat. Biff Byford)
06. Love To Love (feat. Axl Rose)
07. Lights Out (feat. Jeff Scott Soto, John Norum)
08. Rock Bottom (feat. Kai Hansen)
09. Too Hot To Handle (feat. Joe Lynn Turner, Adrian Vandenberg, Carmine Appice)
10. Let It Roll (feat. Michael Voss)
11. Shoot, Shoot (feat. Stephen Pearcy)
Μπορείτε να δείτε το “Love to love” με τη συμμετοχή του Rose εδώ:
Ένα ολοκαίνουριο single κυκλοφόρησαν οι KILLSWITCH ENGAGE, με τίτλο “Forever Aligned”. Πρόκειται για το τέταρτο κομμάτι της νέας δουλειάς τους που αναμένεται να ανέβει στα ράφια των δισκοπωλείων στις 21 Φεβρουαρίου του 2025.
Ο ένατος δίσκος του Αμερικανικού συγκροτήματος, έκτος με τον Jesse Leach στα φωνητικά, τιτλοφορείται “This consequence” και κυκλοφορεί μέσω της Metal Blade.
Όσο αφορά το single, το βίντεο του οποίου μπορείτε να παρακολουθήσετε από κάτω, ο τραγουδιστής δήλωσε ότι:
«Το “Forever Aligned” είναι από εκείνα τα τραγούδια που δεν αφορούν μόνο εμάς ως ανθρώπους, την αγάπη και τη σύνδεσή μας, αλλά και τη σύνδεση με το άγνωστο, την ανώτερη δύναμη, το σύμπαν ή τον Θεό. Νιώθω ότι είναι μια πολύ καλή επιλογή για πρώτο τραγούδι, όχι μόνο από ηχητική άποψη, αλλά και στιχουργικά, καθώς αφορά εξ ολοκλήρου τη σύνδεση. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολύ περισσότερη συνδεσιμότητα».
“This Consequence” track listing:
01. Abandon Us
02. Discordant Nation
03. Aftermath
04. Forever Aligned
05. I Believe
06. Where It Dies
07. Collusion
08. The Fall Of Us
09. Broken Glass
10. Requiem
Η Otep Shamaya, η δημιουργική δύναμη πίσω από το nü-metal συγκρότημα με τα περίπου 25 χρόνια πορείας, OTEP, ανακοίνωσε την απόσυρσή της από τη μουσική καθώς και την απόφασή της να πουλήσει τον εξοπλισμό της. Σε ανάρτηση στα social media, η Shamaya ανέφερε ότι ρευστοποιεί την εκτενή συλλογή μουσικού εξοπλισμού της, καλώντας όσους ενδιαφέρονται να επικοινωνήσουν μαζί της.
«Γεια σας. Ρευστοποιώ την εκτενή μουσική μου συλλογή: κιθάρες με αυτόγραφα που χρησιμοποιήθηκαν σε περιοδείες/στούντιο, ένα σπάνιο σετ ντραμς Yamaha που χρησιμοποιήθηκε από τον Moke σε περιοδείες/στούντιο, μια κονσόλα FOH Berringer, X32 για έλεγχο IEM από τη σκηνή, φωτισμό σκηνής, μηχανές καπνού με LED φωτισμό, stage monitors και πολλά άλλα. Θα παρέχω περαιτέρω ενημέρωση μόλις όλα θα είναι έτοιμα. Μόνο σοβαρές προτάσεις με σοβαρές οικονομικές προσφορές θα εξεταστούν. Σας ευχαριστώ για την αγάπη και τη στήριξή σας όλα αυτά τα χρόνια. #OTEP».
Όταν ρωτήθηκε τι συμβαίνει, η Shamaya απάντησε απλά ότι αποσύρεται οριστικά. Υποσχέθηκε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις αργότερα. «Πολλοί ρωτούν γιατί αποσύρομαι και μετά πρέπει να κάθομαι και να μπλοκάρω άτομα που μιλάνε άσχημα», έγραψε. «Ναι, αποσύρομαι. Για τα καλά. Οι λόγοι μου θα εξηγηθούν πριν το τέλος της χρονιάς. Ευχαριστώ τους πραγματικούς μου υποστηρικτές».
ΟΝΟΜΑΑΛΜΠΟΥΜ: “Thunder seven” – TRIUMPH ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1984 ΕΤΑΙΡΙΑ: MCA ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Eddie Kramer, TRIUMPH ΣΥΝΘΕΣΗ: Rik Emmett – φωνητικά, κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα
Gil Moore – ντραμς, φωνητικά
Michael Levine – μπάσο, πλήκτρα
Σήμερα ελάχιστοι μιλούν για αυτό το καταπληκτικό σχήμα και ακόμα λιγότεροι είναι αυτοί που έχουν ακούσει κάποια κομμάτια τους. Όμως πίσω στις αρχές των 80s αυτή εδώ η καναδέζικη μπάντα ήταν από τα πιο δημοφιλή ονόματα στον χώρο του hard rock και τους συναντούσες παντού. Διαβάζοντας τότε εγώ το όνομά τους στα περιοδικά της εποχής, πήγα λίγο αργότερα και αγόρασα μεταχειρισμένο από το happening τον πρώτο μου δίσκο από αυτούς που δεν ήταν άλλο από το “Thunder Seven” που παρουσιάζουμε εδώ.
Η αλήθεια είναι ότι είχα αρκετές δεκαετίες να ακούσω τον δίσκο και πραγματικά ενθουσιαστικά γράφοντας το κείμενο αυτό με το πόσο φρέσκος ακούγεται ακόμα και σήμερα 40 χρόνια μετά ο ήχος του δίσκου και οι συνθέσεις του. Να είναι η παραγωγή του ΤΕΡΑΣΤΙΟΥ Εddie Kramer (Hendrix, ΖEPPELIN, STONES, KISS) που εδώ μέσα κάνει το κάθε όργανο να ακούγεται πεντακάθαρα; Nα είναι το ταλέντο της μπάντας που μπορεί να παίζει εδώ από σκληροπυρηνικό hard rock μέχρι μελωδικό hard rock και arena rock και να το κάνει να φαντάζει το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου; Nα είναι μήπως το ότι οι TRIUMPH δεν ήταν καμιά τυχαία μπάντα της σειράς μιας και έχουν στο ενεργητικό τους δεκάδες χρυσούς και πλατινένιους δίσκους; Να φταίει μήπως το ότι η δημοτικότητα και η επιτυχία τους χτίσθηκε μέσω των ζωντανών εμφανίσεων τους όπως έκανα τα σχήματα εκείνες τις εποχές; Όλα αυτά και πολλά παραπάνω ήταν οι TRIUMPH και η πλούσια σε ποσότητα και ποιότητα δισκογραφία τους έχει αποτυπώσει την αξία τους.
Το “Spellbound” που ανοίγει τον δίσκο είναι ένα εξαιρετικό hard rock κομμάτι, ένας δυναμίτης καλύτερα με εξαιρετικά φωνητικά από τον ντράμερ Gil Moore που θυμίζουν τα αντίστοιχα του Geddy Lee των θεώθεων RUSH. Επιλέχθηκε για single του δίσκου επίσης.
To “Rock out, Roll on” είναι ένα mid-tempo μελωδικό hard rock κομμάτι με ωραία Emmett φωνητικά και ανάλογα “φανταχτερά” τύμπανα ενώ το “Cool down” που ακολουθεί είναι ένα ξεκάθαρο tribute στους ΖΕPPELIN, μάλιστα έχει φροντίσει ο Eddie Kramer το rhythm section να ακούγεται ακριβώς όπως αυτό των Βρετανών Θεών και επίσης τα φωνητικά του Emmett φέρνουν προς Plant πλευρά, ηθελημένα απ΄ ότι καταλαβαίνουμε.
Το single του δίσκου συμβαδίζει με το ΑΟR κλίμα της εποχής και δεν είναι άλλο από το πολύ όμορφο “Follow your heart” που κλείνει την πρώτη πλευρά και διαθέτει ένα πολύ ωραίο και πιασάρικο refrain και τα φωνητικά να μοιράζονται ανάμεσα στις δύο φωνές της μπάντας.
To “Τime goes by” ανοίγει την δεύτερη πλευρά του δίσκου και είναι ένα κομμάτι που θυμίζει τα εξαιρετικά κομμάτια των θεών JOURNEY, μάλιστα τα φωνητικά και τα γυρίσματα της φωνής του Rick Emmett εδώ φέρνουν πολύ στον Steve Perry. Μάλιστα στο solo του κομματιού ο Emmett επηρεάζεται από τον Eddie van Halen.
Το ακουστικό instrumental “Midsummer’s daydream” φανερώνει τις δεινές εκτελεστικές ικανότατες του Emmett και φέρνει μια μεσαιωνική αύρα για να ακολουθήσει το “Time canon” ένα μικρό σε διάρκεια κομμάτι με πολυφωνίες που μας οδηγεί το μαγευτικό “Killing time”, ένα progressive hard rock κομμάτι που ξεχειλίζει από λυρισμό και έμπνευση και διανθίζεται από ποικιλία που προσδίδουν οι δύο φωνές της μπάντας που εναλλάσσονται εξαιρετικά αρμονικά σε αυτό.
“Stranger in a strange land” για την συνέχεια, ένα πολύ ωραίο κομμάτι που βρίσκεται ανάμεσα στους VAN ΗΑLEN και στους JOURNEY και μπορούμε να θαυμάσουμε για άλλη μια φορά τις ικανότητες τους κιθαρίστα και mastermind της μπάντας.
Με το εξαιρετικό instrumental “Little boy blues” θα κλείσει ο δίσκος και εδώ ο Emmett φροντίζει να μας φανερώσει την αγάπη του για το jazz / fusion ήχο και τις RETURN TO FOREVER/WEATHER REPORT επιρροές του πέρα από τις hard rock καταβολές του που είναι οι Hendrix/ Clapton/ Page/ Blackmore.
Το “Thunder Seven” έρχεται να σφραγίσει μια εξαιρετική περίοδο της μπάντας που ξεκίνησε από το 1976 και όπως συνήθιζαν τότε, αυτός ο κύκλος “έκλεινε” με ένα live δίσκο, στην περίπτωση των TRIUMPH αυτό θα γίνει με το διπλό άλμπουμ βυνιλίου “Stages”.
Mην ξεχνάμε ότι η δημοφιλία τους στις αρχές των 80s ήταν τεράστια γι’ αυτό και τους προσκάλεσαν να εμφανισθούν και στην metal ημέρα του US Festival τον Μάιο του 1983 μαζί με τεράστια ονόματα της εποχής όπως οι QUIET RIOT, OZZY PSBOURNE, MOTLEY CRUE, JUDAS PRIEST, SCORPIONS και VAN HALEN. Μια ημέρα που μπήκε στο ρεκόρ Guinness αφού τα εισιτήρια της metal ημέρας ήταν 375.000 από τα συνολικά 670.000 των τεσσάρων συνολικών ημέρων του festival. Ήταν η εποχή που η αυτοκρατορία του heavy metal είχε ξεκινήσει να γιγαντώνεται στην Αμερική και σε κατ’ επέκταση σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Επειδή γιορτάζουν είκοσι χρόνια σκοτεινής παρουσίας, οι CRIPPLED BLACK PHOENIX έρχονται με ένα καινούργιο δίσκο, “The Wolf Changes Its Fur But Not Its Nature”, όπου διασκευάζουν δικά τους τραγούδια, και ένα ΕΡ, “Horrific Honorifics Number Two”, το δεύτερο ΕΡ αυτής της σειράς όπου διασκευάζουν κομμάτια άλλων (SWANS, NEW MODEL ARMY, κτλ.). Η σκοτεινή λειτουργία θα αρχίσει σε λίγο. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Ο Γιώργος Γκούμας μας εξηγεί γιατί αυτή η συνάντηση με την Βρετανική μπάντα το Σάββατο 23 Νοεμβρίου στο Fuzz, θα είναι κάτι μοναδικό.
Η αλήθεια είναι ότι πριν ακούσω το “Burnt Reynolds”, στο μακρινό πια 2009, νόμιζα ότι θα άκουγα καμιά μπάντα pop punk που θα έκανε καλαμπούρι, αλλά πόσο έξω έπεσα. Μόλις είχα ανακαλύψει ένα σύνολο μουσικών (με τον βασικό κορμό να αποτελείται από τον συνθέτη/κιθαρίστα/frontman Justin Greaves που προέρχεται από άλλες μπάντες όπως IRON MONKEY και ELECTRIC WIZARD, μεταξύ άλλων, και την τραγουδίστρια Belinda Kordic, μαζί με ένα ατελείωτο καρουζέλ μουσικών – «φύγε εσύ, έλα εσύ», που έλεγε και ο μακαρίτης ο Μπονάτσος) που κινείται μεταξύ του post rock, post progressive, alternative, doom, και λίγο gothic.
Από τότε που ξεκίνησαν, το 2004, δύο είναι τα στοιχεία που τους έχουν χαρακτηρίσει: το να αποφεύγουν σαν ο διάολος το λιβάνι οποιαδήποτε μουσική ετικέτα και, πράγματι, πιο εύκολο θα μου ήταν να εξηγήσω την θεωρία των χορδών στην Φυσική (λέμε τώρα) από το τι μέρους του λόγου είναι αυτή η Βρετανική μπάντα. Αν και η ζοφερότητα είναι ο κοινός παρονομαστής της ηχητικής τους ταυτότητας, το στυλ τους είναι αυτό που λένε στο χωριό μου, «απ’ όλα έχει ο μπαξές». Θέλετε τον πειραματισμό και την ψυχεδέλεια των PINK FLOYD (έχουν παίξει ζωντανά ολόκληρο το “Echoes”) αλλά και το μεταγενέστερο κινηματογραφικό, επικό στυλ τους; Ναι. Θέλετε την μελαγχολία των ANATHEMA και KATATONIA; Βάλτε το κι αυτό! Θέλετε λίγο post rock α λα EXPLOSIONS IN THE SKY ή MOGWAI; Μέσα. Θέλετε την ωμότητα των 90’s α λα SONIC YOUTH ή SMASHING PUMPKINS; Γιατί όχι; Θέλετε gothic; Έχουν διασκευάσει και BAUHAUS, αμέ! Post metal α λα BARONESS ή RUSSIAN CIRCLES; Φυσικά! Θέλετε μουσική crooner α λα Nick Cave ή Mark Lanegan (αυτός συνεργάστηκε κιόλας μαζί τους) με λίγο dark folk (HEILUNG, ME) και dark blues (ME AND THAT MAN, Vic Chesnutt); Βεβαίως! Λίγο Kate Bush και PORTISHEAD; Οπωσδήποτε! Post-punk; Ναι, γιατί έχουν διασκευάσει και τους SWANS! Και σταματάω εδώ για να μην γίνω ακόμα πιο κουραστικός.
Το άλλο χαρακτηριστικό τους είναι η ζοφερότητα και απαισιοδοξία που τρέφουν για το ανθρώπινο γένος αλλά και η εγγύτητα που έχουν προς τους παρίες, τους διαφορετικούς, αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, τα μαύρα πρόβατα. Νομίζω ότι οι στίχοι αλλά και το video clip του κομματιού “Lost” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η εγκράτεια δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους, όσον αφορά την διάρκεια των κομματιών τους και γι’ αυτό οι δίσκοι τους μπορεί να κρατάνε από μια έως και μιάμιση ώρα. Μιλάμε για μουσική που δεν είναι ακριβώς για να την βάζεις ως φόντο ενώ κάνεις δουλειές στο σπίτι, αλλά που πρέπει να ακούγεται υπό τις κατάλληλες συνθήκες και πολλές φορές, για να μπορέσει έτσι να πιάσει κάποιος όλες τις λεπτομέρειες που κρύβονται κάτω από πολλά στρώματα ενορχηστρώσεων αλλά και νοημάτων.
Επειδή ακριβώς γιορτάζουν είκοσι χρόνια σκοτεινής παρουσίας, έρχονται με καινούργιο δίσκο, όπου διασκευάζουν δικά τους τραγούδια κι ένα ΕΡ, όπου διασκευάζουν κομμάτια άλλων (SWANS, NEW MODEL ARMY, κτλ.). Εμείς θα είμαστε εκεί, πάντως.
Μετά από αρκετά μεγάλη καθυστέρηση στην τελική ημερομηνία κυκλοφορίας του, λόγω προβλημάτων στην παραγωγή του φυσικού προϊόντος, την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου, θα βρει τον δρόμο του στα ράφια των δισκοπωλείων το “The last will and testament” των ΟΡΕΤΗ, ένας από τους πιο πολυαναμενόμενους δίσκους της χρονιάς, δίχως άλλο. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, μαζευτήκαμε με τη συντακτική μας ομάδα και είπαμε να κάνουμε μία ομαδική παρουσίαση του άλμπουμ.
photo by Terhi Ylimainen
Με τους OPETH, έχω ένα φοβερό θέμα. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι δίσκοι τους από το “Still life” μέχρι και το “Watershed”, και ιδιαίτερα οι πιο prog rock στιγμές τους, σε σημείο που ήθελα να το γυρίσουν πιο πολύ σ’ αυτόν τον ήχο. Και όταν το γύρισαν, δεν μου άρεσαν!!! Ή για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσαν αποσπασματικά, λίγα κομμάτια.
Το “The last will and testament”, ο 14ος δίσκος τους σε 30 χρόνια καριέρας, είναι αυτό που τώρα επιθυμούσα να ακούσω. O(ld)PETH δηλαδή, επιστροφή στον παλιό τους ήχο, με τον οποίο τους λάτρεψα. Δεν πίστευα ότι θα το έκαναν, διότι η δημοτικότητά τους είχε εκτοξευθεί (παρότι εμείς εδώ ζούμε στη φούσκα μας και νομίζουμε ότι είχαν ξεπέσει) κι όμως ο Mikael Akerfeldt, αποφάσισε μετά από πάρα πολλά χρόνια να επαναφέρει τα growls και να μας προσφέρει κι έναν concept δίσκο, ύστερα από το “Still life”.
Επειδή όμως, δεν δίνω καμία σημασία στις ταμπέλες και στις μουσικές κατευθύνσεις αν το περιεχόμενο δεν με ικανοποιεί, το “The last will and testament”, είναι απλά ένας δίσκος που έχει εξέχουσα θέση στο ranking της δισκογραφίας τους (αφού μας είχε σταλεί πάνω από 2-3 μήνες πριν λόγω της καθυστέρησης αυτής) και πλέον, μετά από αρκετές δεκάδες ακροάσεων, συνεχίζω να μένω με ανοιχτό το στόμα με την έμπνευση των Σουηδών.
Περιπετειώδης μουσική από ένα συγκρότημα που όρισε ουσιαστικά το progressive metal με τις death metal επιρροές και τα 70s πλήκτρα, Έχει αυτό που με κρατάει σε εγρήγορση όταν ακούω τέτοιους είδους δίσκους, δηλαδή εκτός από εμπνευσμένος είναι και απρόβλεπτος, δημιουργεί μία μοναδική ατμόσφαιρα και δεν έχεις ιδέα τι θα ακολουθήσει τα επόμενα δευτερόλεπτα της ακρόασης. Όλα αυτά, αριστουργηματικά δεμένα μεταξύ τους, έχοντας ως αποτέλεσμα έναν από τους επικρατέστερους δίσκους για τα καλύτερα της χρονιάς, ιδιαίτερα για τους old school οπαδούς τους.
Δεν είμαι παρελθοντολάγνος, θέλω να πιστεύω το αντίθετο. Αλλά μετά από μία σειρά άλμπουμ που άρχισαν να «βαλτώνουν» στο 70s prog metal, οι OPETH έριξαν μία ματιά στο παρελθόν τους και αποφάσισαν να μας εκπλήξουν με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Μ’ ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να είναι μία μίξη του “Deliverance” και του “Ghost reveries”. Αλλά το γεγονός ότι μας προσφέρουν το “The last will and testament”, τελείως out of the blue, το κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακό. Όπως και οι τρομερές απαγγελίες του Ian Anderson των JETHRO TULL σε αρκετά τραγούδια, που δίνουν ΑΚΡΙΒΩΣ τον τόνο που χρειάζονται. Από την άλλη, ακόμα ψάχνω να βρω που κάνει δεύτερα φωνητικά ο Joey Tempest (EUROPE), αλλά για να τον έχουν στα credits, δεν μπορεί, θα συμμετείχε.
Το οξύμωρο, στην όλη υπόθεση, είναι πως ενώ το ατού του άλμπουμ, είναι οι περίπλοκες, prog συνθέσεις, με τις ξαφνικές και συνεχείς εναλλαγές μουσικού ύφους και συναισθημάτων, νομίζω πως το highlight είναι το “A story never told”, που κλείνει το άλμπουμ, μία μπαλάντα (εντός ή εκτός εισαγωγικών), που βασίζεται κυρίως στα πλήκτρα με μία γλυκιά και κολλητική μελωδία. Ακριβώς το αντίθετο απ’ όλον τον υπόλοιπο δίσκο… Αλλά ποιος είπε ότι οι OPETH είναι ένα συνηθισμένο συγκρότημα;
9 / 10
Σάκης Φράγκος
Επιστροφή για τους μεγάλους Σουηδούς με το πολαυαναμενόμενο νέο τους δίσκο που τους φέρνει πίσω στον γνώριμο prog/death metal ήχο που τους αγαπήσαμε. Γιατί η αλήθεια είναι ότι παρόλο που αγαπάω υπερβολικά το prog rock των 70s και κάθε τους άλμπουμ το αγόραζα πάντα τις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας του, κανένα από τα πολύ καλά άλμπουμ από το “Heritage” και έπειτα δεν με συνεπήρε όπως προηγουμένως, παρότι πάντα υποστήριζα και υποστηρίζω φανατικά τον κάθε καλλιτέχνη να κάνει αυτό που θέλει ο ίδιος, αφήνοντας τον καθένα μας να κρίνει ανάλογα τα ακούσματα που έχει το τελικό αποτέλεσμα.
Δεν μου έλειπαν τα growls του Akerfeldt, όσο το heaviness που είχε αποχωρήσει από τη μουσική της μπάντας τελικά. Γιατί με την εισαγωγή του περιπετειώδους πρώτου κομματιού (που εδώ για τις ανάγκες του concept το κάθε κομμάτι αναφέρεται σαν παράγραφος, §1 κτλ) καταλαβαίνεις ότι αυτή η prog ατμόσφαιρα με τις heavy κιθάρες, τα death/μελωδικά φωνητικά που εναλλάσσονται, τα πλήκτρα που διανθίζουν την σύνθεση και τα εξαιρετικά τύμπανα του νεοφερμένου Waltteri Vayrynen (PARADISE LOST/ VALLENFYRE/BLOODBATH) είναι αυτό που σου είχε λείψει κατά βάθος.
Σε γενικές γραμμές κάθε κομμάτι από τα οκτώ του concept είναι ένα κομψοτέχνημα που σε κάθε ένα από αυτά θα βρεις όλα τα στοιχεία που ξέρεις και γνωρίζεις από τα φοβερά άλμπουμ της περιόδου 1998-2008, όχι ως απλό αναμάσημα ή ξαναζέσταμα, αλλά ως φρέσκια καλλιτεχνική πρόταση που θα σε συνεπάρει αν έστω και λίγο είχες στο παρελθόν ευθυγραμμιστεί με την μουσική του Akerfeldt και της παρέας του.
H συμμετοχή των Joey Τempest και Ian Anderson καλλιτεχνικά προσθέτει στο status του δίσκου στην ουσία όμως είναι το αποτέλεσμα από μόνο του τόσο άρτιο και αριστοκρατικά δομημένο που ουσιαστικά ελάχιστη ανάγκη τους έχει στο να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που απαιτείται. O Τempest πιο συγκεκριμένα συμμετέχει στα backing vocals του δεύτερου κομματιού, ένα κομμάτι που ακροβατεί ανάμεσα στην τεχνικό death metal και στο καθαρό prog rock των 70s με τις εναλλαγές του στους ρυθμούς και στην ατμόσφαιρα.
Το §3 είναι και αυτό που είχε δοθεί στην δημοσιότητα, στο οποίο μπορούμε να θαυμάσουμε τις ανατολίτικες κλίμακες και την prog metal αισθητική που εδώ απογειώνεται. Χαρακτηριστικό OPETH κομμάτι, πανέμορφο αν μι τι άλλο που θα δώσει την σκυτάλη στην παράγραφο τέσσερα που βρίσκουμε άλλο ένα prog metal λεπτούργημα με επιρροές από το folk rock και το art rock των 70s και φυσικά με φλάουτο και απαγγελία από τον Ian Anderson αλλά και μαγικές λυρικές κιθάρες από τον παιχταρά Fredrik Akesson που ανασταίνουν και νεκρούς.
Ο Ian Anderson συμμετέχει με το φλάουτό του σε άλλο ένα κομμάτι, στο §7 πιο συγκεκριμένα, και απαγγέλει σε αυτό και σε τρία από τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου. Το §7 είναι και αυτό ένα κομμάτι με ανατολίτικους αλλά και jazz rock ρυθμούς που παντρεύονται υπέροχα κάτω από τον λυρικό progressive metal πυρήνα του κομματιού. Το §6 δε, είναι ότι πιο τυπικό στο παραδοσιακό progressive metal όπως το γνωρίζουμε που τελειώνει στο τελευταίο του λεπτό με ένα κιθαριστικό solo αλά David Gilmour που αμβλύνει τις αισθήσεις μας.
Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου είναι το μόνο που έχει τίτλο και ονομάζεται “A story never told” , μια μπαλάντα που στιχουργικά συνοψίζει το concept του δίσκου (το οποίο αξίζει να τα διαβάσετε, αφορά την ιστορία ενός πλούσιου πατριάρχη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο που η διαθήκη του θα αποκαλύψει σοκαριστικά μυστικά) και μουσικά κλείνει τα παραπάνω κεφάλαια με μια αίσθηση λυρικότητας και γλυκιάς μελαγχολίας, βάζοντας τέλος στο πενηντάλεπτο αυτό ταξίδι, προσφέροντας σου το ίδιο συναίσθημα που αποκτάς όταν τελειώνεις ένα ωραίο μυθιστόρημα και το μυαλό σου ταξιδεύει σε όλες αυτές τις ιστορίες που σου ξεδιπλώθηκαν κατά την ανάγνωση του. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, μόνο που σε αυτό το μουσικό έργο σου δίνεται η δυνατότητα της πιο γρήγορης επανάληψης απλά πατώντας το play στο format που εσύ θα επιλέξεις να ακούσεις αυτό το concept.
Ομολογώ ότι δεν περίμενα τέτοιο μεγάλο αριστούργημα από τους OPETH και σοκαρίστηκα από την ποιότητα του την πρώτη φορά που το άκουσα. Αν και μάλλον είναι από τα τελευταία άλμπουμ της χρονιάς που κυκλοφορούν, για μένα αλλά φαντάζομαι και για πολλούς ακόμα θα είναι σίγουρα στο top 10 της. Απλά ακούστε το!
9 / 10
Γιάννης Παπαευθυμίου
photo by Terhi Ylimainen
Σύμφωνοι, τα πάντα στην μουσική είναι υποκειμενικά και τα πάντα στην μουσική είναι θέμα γούστου. Υπάρχει όμως ή θα πρέπει να υπάρχει έστω, μία αντικειμενική άποψη, η οποία να αναγνωρίζει το καλό και το ποιοτικό, ασχέτως αν είναι ή όχι του γούστου μας.
Οι OPETH λοιπόν, είναι ένα χαρισματικό, ιδιαίτερα τεχνικό και προοδευτικό σχήμα, που τουλάχιστον από άποψης ποιότητας, κανείς δεν μπορεί να του χρεώσει ουδέν, σε αυτόν κυρίως τον τομέα.
Τα πρώτα μεγαλειώδη άλμπουμ του συγκροτήματος, τα τελευταία χρόνια, τα έχουν διαδεχθεί λοιπόν, πολύ ενδιαφέρουσες prog rock κυκλοφορίες, οι οποίες φυσικά και δεν στερούνται ταλέντου ή δημιουργικότητας, είναι όμως τόσο μακριά από τις ρίζες του συγκροτήματος, που καταλήγουν να απαξιώνονται, απλά και μόνο γιατί «αν θέλω αν ακούσω PORCUPINE TREE, θα ακούσω τους PORCUPINE TREE». Από τους OPETH περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό. Δεν το δίνουν γιατί ο κάθε καλλιτέχνης, δίνει αυτό που τον εκφράζει την στιγμή που το δημιουργεί.
Με τα πολλά τελευταία χρόνια, ο Mikael Åkerfeldt, να δηλώνει ότι δεν εκφράζεται πλέον από τις καταβολές των OPETH, η ελπίδα για να κυκλοφορήσει κάτι αντίστοιχο ή έστω κοντινό στα άλμπουμ – γίγαντες του παρελθόντος, δίσκο τον δίσκο εξανεμιζόταν. Και τότε συνέβη το “§1”. Και ξαφνικά ο ακροατής βρίσκεται σε μία χρονομηχανή που τον στροβιλίζει και τον πετά πάνω σε μία θεόρατη κατασκότεινη ριφάρα, την οποία διαδέχεται το χαρακτηριστικό (και ίσως καλύτερο growl από καταβολής growl, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Fredrik Nordström) του Åkerfeldt, για να σε αφήσει να αναρωτιέσαι «από πότε είναι αυτή η εφημερίδα».
Το νέο άλμπουμ των OPETH, ονομάζεται “The last will and testament” και έχει πολλά πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να το συνοδεύουν.
Αρχικά, είναι το πρώτο πλήρως concept άλμπουμ μετά το μνημειώδες “Still life” του 1999. Διηγείται μια ιστορία, η οποία εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, και πρόκειται για την ιστορία ενός πλούσιου, συντηρητικού πατριάρχη του οποίου η τελευταία διαθήκη αποκαλύπτει συγκλονιστικά οικογενειακά μυστικά. Ο δίσκος ξεκινά με την ανάγνωση της διαθήκης του πατέρα στο αρχοντικό του. Μεταξύ των παρευρισκομένων είναι τρία αδέρφια, δίδυμα αγόρια και ένα νεαρό κορίτσι, το οποίο, παρά το γεγονός ότι είναι ορφανό και έχει πολιομυελίτιδα, έχει μεγαλώσει από την οικογένεια. Η παρουσία της στην ανάγνωση της διαθήκης εγείρει υποψίες και ερωτηματικά στα δίδυμα. Κατά την ανάγνωση της διαθήκης τα δίδυμα διαπιστώνουν ότι δεν έχουν συγγένεια με τον πατριάρχη και κατά συνέπεια μένουν εκτός διαθήκης. Το κορίτσι είναι το μοναχοπαίδι του πατριάρχη εξ αίματος και έτσι είναι η αληθινή κληρονόμος του, αν και είναι κόρη της υπηρέτριάς του.
Όλα τα τραγούδια του δίσκου, πλην του τελευταίου, δεν έχουν όνομα, παρά μόνο το σύμβολο της παραγράφου και έναν αριθμό. §1, §2 και ούτω καθ’ εξής, παραπέμποντας με αυτόν τον τρόπο στις παραγράφους της διαθήκης του πρωταγωνιστή πατριάρχη και παράλληλα, κάθε ένα κεφάλαιο αποκαλύπτει όλο και περισσότερα πράγματα για την οικογένεια και το ποιόν της. Το μόνο «επωνυμο» τραγούδι, είναι το τελευταίο, το οποίο ονομάζεται “A story never told” και αφήνει ανοιχτά ενδεχόμενα και υπονοούμενα για τις ίδιες τα αποκαλύψεις όλων των παραπάνω κεφαλαίων της εξαιρετικής αυτής ιστορίας, η οποία τόσο κινηματογραφικά, εξελίσσεται σε αυτό το άλμπουμ – επιστροφή στην παράδοση, των μεγάλων Σουηδών.
ΔΕΝ είναι όλο το άλμπουμ γεμάτο growl και ΔΕΝ είναι ένα άλμπουμ πλημμυρισμένο με death metal στοιχεία. Είναι ένας progressive κατά βάση δίσκος, μέσα στον οποίο όμως υπάρχουν τόσα όσα στοιχεία, από την μαγιά εκείνη, την κλασική, την γοτθική, την σκοτεινή, που έκαναν τους OPETH μεγάλους και σίγουρα είναι ένας δίσκος που θα ξυπνήσει υπέροχες αναμνήσεις. Ο Åkerfeldt βέβαια δήλωσε ενοχλημένος που το σημείο στο οποίο όλοι στέκονται είναι η βαρύτητα της μουσικής και τα growl. Μα τι περίμενε;
8,5 / 10
Φανούρης Εξηνταβελόνης
Δεν περίμενα να γράψω παρουσιάση για τους ΟΡΕΤΗ, όχι επειδή δεν τους ακούω, αλλά επειδή πίστευα πως είχαν λοξοδρομήσει και δεν είχα ευχαριστηθεί τις τελευταίες δουλειές τους. Οπότε και η προακρόαση αυτή έγινε με αρκετά χαμηλές προσδοκίες. Ευτυχώς, όμως, διότι έτσι έδωσα το δικαίωμα στους Σουηδούς ώστε να με εκπλήξουν ευχάριστα.
Το “The last will and testament” είναι ένα σκοτεινό, ολίγον παρανοϊκό και αρκετά prog metal για να με ευχαριστήσει. Εύκολα θα χαρακτηριστεί ως μια επιστροφή στις ρίζες τους, αν και όχι τις βαθύτερες. Πάντως, είναι αρκετά σκληρό, αρκετά περιπετειώδες και σίγουρα εμπνευσμένο. Ο Mikael Åkerfeldt αντλεί από τις πιο πρόσφατες μακροσκελείς και ταξιδιάρικες jazz prog στιγμές του, αλλά παράλληλα επαναφέρει στο προσκήνιο, τόσο τις κιθάρες του Fredrik Åkesson, όσο και τα ακραία του, death φωνητικά μετά από πολλά χρόνια. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει και σίγουρα θα χαροποιήσει όλους τους παλιόφιλους των ΟΡΕΤΗ. Το “The last will and testament” γεφυρώνει όλες τις επιρροές και όλα τα μουσικά στιλ του συγκροτήματος, με ένα concept (μετά από 25 χρόνια) που θυμίζει σκοτεινή νουβέλα μυστηρίου. Ήχοι και breakdowns που σε ανατριχιάζουν, ανακατεμένα growls και καθαρά φωνητικά, κιθάρες με όγκο την μια και τελείως απαραμόρφωτες την άλλη. Όλα ντυμένα με πολλά πλήκτρα, αλλά και πολλές μουσικές εκπλήξεις.
Το “§1” – δηλαδή το πρώτο από τα 7 μέρη – κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις τους (ωραία κίνηση να βάλει και την κόρη του να κάνει μια αφήγηση εδώ) και τα υπόλοιπα 6 ακολουθούν. Τα αγαπημένα μου θα έλεγα πως βρίσκονται ακριβώς στην μέση του δίσκου. Τα “§4” και “§5” είναι περισσότερο του γούστου μου, κυρίως για τα μουσικά τους μέρη και
λιγότερο λόγω φωνητικών. Οι βάσεις στο πειραματικό prog rock των 70s είναι στιβαρές ενώ η χρήση φλάουτου, κάνει ακόμα και τον Ian Anderson περήφανο (αφού αυτός παίζει). Πάνω εκεί χτίζουν με τα δικά τους χαρακτηριστικά και μια σύγχρονη παραγωγή, και αρκετά μέρη ηχογραφημένα με ορχήστρα. Ηχητικά το 14ο άλμπουμ των ΟΡΕΤΗ είναι άρτιο, παρά τα πολλά του πρόσωπα. To τελευταίο τραγούδι, “A story never told” είναι το πιο απαλό και στα 7 λεπτά του, αναβλύζει όλο το συναίσθημα και η πολύχρωμη φαντασία τους.
Σίγουρα οι μουσική τους δεν είναι εύκολη και απαιτεί ακούσματα, για να αναγνωρίσεις τα πολλά κρυμμένα της μυστικά, αλλά δύσκολα θα σας αφήσει ασυγκίνητους, αν ασχοληθείτε. Μετά από τόσα άλμπουμ και τον Åkerfeldt να έχει πατήσει τα 50 πλέον, δεν περίμενα μια τέτοια ανάκαμψη, οπότε πρέπει να τους το αναγνωρίσω.
Δοκιμάστε το με ακουστικά.
7,5 / 10
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
photo by Terhi Ylimainen
Η δισκογραφική διαδρομή των OPETH έχει ενδιαφέρον εάν την εξετάσεις και την κατατμήσεις ανά δεκαετία. Η δεκαετία των 90s ήταν αυτή της αναζήτησης της μουσικής ταυτότητας της μπάντας και της ανόδου. Η δεκαετία των 00s ήταν αυτή της καλλιτεχνικής καταξίωσης και της εδραίωσης της μπάντας, ως μια από τις μεγάλες δυνάμεις του prog metal ήχου. Η δεκαετία των 10s, αν και έκλεισε με έναν εξαιρετικό δίσκο, το “In cauda venenum”, δίχασε πολλούς από τους οπαδούς της μπάντας με τους πειραματισμούς του Mikael Åkerfeldt, ιθύνοντα νου του group. Βέβαια ακόμα και οι πιο αμφιλεγόμενες στιγμές της μπάντας, στα μέσα της εν λόγω δεκαετίας, απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ως κακές, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Από την τελευταία κυκλοφορία των Σουηδών έχουν περάσει ήδη 5 χρόνια και έχουμε αλλάξει και δεκαετία. Έχοντας διανύσει το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ διαδοχικών studio δουλειών τους, η πεντάδα από τη Στοκχόλμη επιστρέφει στη δισκογραφία με τη 14η studio δουλειά της και ο τίτλος αυτής είναι “The last will and testament”.
Στο σημείο αυτό να επισημάνω πως ο κος Åkerfeldt μας επιφυλάσσει κάποιες εκπλήξεις στο καινούργιο άλμπουμ. Πρώτη και καλύτερη είναι η επιστροφή των death metal growls, που στην ουσία θα αποτελέσει και το talk of the day μόλις κυκλοφορήσει ο δίσκος. Είναι η πρώτη φορά μετά το 2008 και το “Watershed” που ο Åkerfeldt χρησιμοποιεί τα growls, μιας και όλες οι δουλειές που το ακολούθησαν ήταν όλες με καθαρά φωνητικά. Δεύτερη έκπληξη που μας επιφυλάσσει η μπάντα είναι πως το “The last will and testament” είναι ένας concept δίσκος, ο πρώτος μάλιστα μετά το αγαπημένο “Still life” (1999). Το concept του δίσκου εκτυλίσσεται στην αρχική περίοδο του Μεσοπολέμου και πραγματεύεται τα ένοχα οικογενειακά μυστικά που άφησε πίσω ο πατέρας δύο αδερφιών, αφού πέθανε και έρχονται στην επιφάνεια με το άνοιγμα της διαθήκης του.
Από μουσικής άποψης το “The last will and testament” είναι ένα πολυεπίπεδο έργο με μεγάλη ποικιλία ήχων, αλλά σταθερά σκοτεινό και με έντονη αφηγηματική διάθεση. Αναμφίβολα το επίσης σκοτεινό concept έπαιξε το ρόλο του σε αυτό, και ακούγοντας τη μουσική, ο ακροατής αντιλαμβάνεται εύκολα πόσο όμορφα αυτή ντύνει την ιστορία που έγραψε ο Åkerfeldt. Τα κομμάτια στερούνται τίτλων και φέρουν τον αύξοντα αριθμό παραγράφων, παραπέμποντας στις αντίστοιχες παραγράφους της διαθήκης του concept. Μόνο το κομμάτι που κλείνει το δίσκο έχει κανονικό τίτλο (“A Story Never Told”). Οι συνθέσεις παρόλο που δεν είναι μακροσκελείς, είναι φορτωμένες αρκετά με πολλές αλλαγές, με τα riffs ή τους ρυθμούς να εναλλάσσονται με γρήγορη συχνότητα κάποιες φορές. Το μεγάλο ατού τους είναι η συνοχή, μιας και ακούγοντας το δίσκο νιώθεις ότι δεν περισσεύει τίποτα.
Τα growls δένουν όμορφα με τα πιο βαριά riffs του άλμπουμ και τα καθαρά φωνητικά του Åkerfeldt είναι για ακόμα μια φορά μοναδικά. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει και στο εκτελεστικό κομμάτι από τα μέλη. Απέριττη είναι η κιθαριστική δουλειά από τους κυρίους Åkerfeldt και Åkesson. To rhythm section πραγματικά κλέβει την παράσταση, με τον Méndez να εμπλουτίζει τα κομμάτια με εξαιρετικές γραμμές στις χαμηλές συχνότητες, ενώ εντυπωσιακός είναι και ο νεοφερμένος Waltteri Väyrynen στα drums. Ο Joakim Svalberg έχει κάνει παρομοίως εξαιρετική δουλειά στα πλήκτρα, ενώ στο δίσκο συναντάμε και μια όμορφη guest συμμετοχή από τον τεράστιο Ian Anderson, ο οποίος συμμετέχει σε δύο κομμάτια με το φλάουτό του, αλλά αναλαμβάνει να ενσαρκώσει και το ρόλο του πατέρα μέσα από τις αφηγήσεις του. Ο δίσκος κλείνει με τον καλύτερο τρόπο, με το εξαιρετικό “A Story Never Told”, όπου μέσα από τη γαλήνη του και τις χαραμάδες φωτός του, επέρχεται η κάθαρση.
Το “The last will and testament” δεν εγκαινιάζει μόνο την είσοδο των Σουηδών στην καινούργια δεκαετία, αλλά κατά πως φαίνεται αποτελεί και το εναρκτήριο σημείο μιας νέας εποχής για τη μπάντα. Ισορροπημένη, συνεκτική, ουσιαστική, σκοτεινή, μελαγχολική και υπέρ το δέον προοδευτική, η καινούργια δουλειά των OPETH ανταποκρίνεται σε αυτό που μπορεί να προσδοκά ένας λάτρης της μουσικής από αυτή τη μπάντα.
8 / 10
Θανάσης Μπόγρης
Αν με ρωτήσεις μέσα σε όλη αυτή τη μουσική που έχω ακούσει, ποιους καλλιτέχνες θα ξεχώριζα, το όνομα του Mikael Åkerfeldt θα ήταν οπωσδήποτε στη λίστα μου. Και επειδή προσπαθώ πάντα στη ζωή μου να είμαι δίκαιος, οφείλω να ομολογήσω ότι του χρωστάω μια συγνώμη του τύπου. Τα τελευταία 15 χρόνια του έχω σούρει ένα σωρό μπινελίκια, τα οποία δεν ανακαλώ αλλά σίγουρα σταματάω να σέρνω!
Είχα τη τύχη λοιπόν να ακούσω και εγώ όπως και οι αγαπημένοι συνάδελφοι εδώ στο περιοδικό το καινούριο άλμπουμ των OPETH, και αισθάνθηκα πως έπρεπε να συνεισφέρω την γνώμη μου για να τα βγάλω από μέσα μου.
Για την ιστορία, πρωτοάκουσα OPETH τέλη 90s, ήμουν ορκισμένος οπαδός και υποκλινόμουν στο ταλέντο, στο μυαλό, στην τεχνική, στις ικανότητες και γενικότερα στα πάντα του Mikael Åkerfeldt. Σταμάτησα να (παρα)ακολουθώ την μπάντα κάπου εκεί με εκείνα τα Χεριτέιτζ, τα Σόρσορες και τα Χλωμά Κομιούνιον. Δεν ήταν κακοί δίσκοι, απλώς δεν ικανοποίησαν το προσωπικό μου γούστο φέροντας το λογότυπο των OPETH πάνω. Αν βάλεις και το γεγονός ότι από εκείνο το σημείο και έπειτα, στις συναυλίες τους όταν έπαιζαν τα παλιά τους κομμάτια, δεν ακούγονταν το ίδιο, σαν να άλλαζαν το ύφος τους, μου έδιναν την εντύπωση ότι δεν τα ευχαριστιόταν πλέον ο Mikael, σαν να έκανε αγγαρεία που τα έπαιζε και με ξενέρωσε κανονικά. Μύριζαν διαφορετικά ρε παιδί μου, πως να στο εξηγήσω.
Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα. Μόλις έχουν τελειώσει 2 απανωτές ακροάσεις του καινούργιου άλμπουμ, με τίτλο “The Last Will and Testament”. Θεωρώ πως έχετε ήδη διαβάσει/μάθει την ιστορία και τις λεπτομέρειες, οπότε προχωράω στο ψητό.
Mikael, σε ευχαριστώ. Είσαι μεγάλος τυπάρας ρε φίλε. Σε ευχαριστώ όχι γιατί επέστρεψαν τα αγαπημένα μας growl στη μουσική σου, σίγουρα βοήθησε και αυτό, αλλά κυρίως σε ευχαριστώ γιατί επέστρεψε “η μουσική σου” στη μουσική σου. Αυτός είναι ο δίσκος που έπρεπε να είχε βγει 15 χρόνια πριν.
Concept άλμπουμ, είχαμε να το δούμε από το “Still Life” αυτό, δυνατή ιστορία και πλοκή, ένα απίθανο μουσικό ταξίδι γεμάτο ιδέες, συναισθήματα, την ατμόσφαιρα να αλλάζει διαρκώς από σκοτεινή, αποπνικτική και αγχωτική (ειδικά αυτό το αισθάνεται ο ακροατής από τα πρώτα δευτερόλεπτα του δίσκου) σε μελαγχολική, συναισθηματικά φορτισμένη και με μια 70s αισθητική. Ο αρχηγός έχει κάνει εξαιρετική δουλειά σε όλους τους τομείς, η προσθήκη του Waltteri Väyrynen στα πάντα απαιτητικά τύμπανα των OPETH δίνει την απαραίτητη φρεσκάδα που χρειαζόταν, τα υπόλοιπα μέλη δεν υστερούν πουθενά, ειδικά ο Joakim Svalberg έχει ντύσει όλο το έργο με τρομερές ιδέες, ενώ τα κερασάκια στην τούρτα είναι φυσικά οι guest συμμετοχές, με τον μεγάλο Joey Tempest να δανείζει τη φωνή του και τον υπέρτατο Ian Anderson να κάνει την αφήγηση και να παίζει το φλάουτό του.
Αν θέλω να το πάω και ένα βήμα παραπέρα και να εισχωρήσω περισσότερο σε αυτό που άκουσα, παρόλο που τα κομμάτια δεν είναι τεράστια σε διάρκεια, είναι αρκετά φορτωμένα δίχως όμως να κουράζουν, έχουν συνοχή αλλά ίσως να μου έχουν λείψει τα βαριά μελωδικά riff των παλιών OPETH, εκείνα που μας ανάγκασαν να παραδεχτούμε το πόσο εξαιρετικός μουσικός είναι ο Mikael. Έχει και κάποια σημεία που θυμίζουν τις τελευταίες δουλειές της μπάντας τα οποία παρεκκλίνουν από τους OPETH που εγώ προσωπικά θαύμαζα και αγάπησα, ωστόσο βοηθάνε και αυτά με τον τρόπο τους να αποδοθεί σωστά και όμορφα η ιστορία και αυτό που ήθελε να κάνει ο Åkerfeldt. Tip για έξτρα ευχαρίστηση : τα 2-3 πρώτα ακούσματα του δίσκου καλό θα ήταν να γίνουν με ακουστικά, έχει πολλά κρυμμένα κόλπα μέσα που ίσως δεν τα πιάσεις σε ηχεία.
Πάτησα play γεμάτος δυσπιστία και χωρίς μεγάλες προσδοκίες, πραγματικά όμως δεν βρίσκω τίποτα αρνητικό να πω για το “The Last Will and Testament”. Δεν θα ήταν δίκαιο να συγκριθεί με τα παλιότερα διαμάντια της μπάντας, χωρίς να είναι ουσιαστικά κατώτερο ποιοτικά, είναι σίγουρα κλάσεις ανώτερο από ό,τι έχουν κυκλοφορήσει από το 2011 μέχρι και σήμερα, και τέλος, παρόλο που η λίστα μου για τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένη, μπορώ με πάσα βεβαιότητα να δηλώσω πως αυτό που άκουσα εδώ θα είναι ΣΙΓΟΥΡΑ σε περίοπτη θέση στα πρώτα 5.