Friday, March 28, 2025
Home Blog Page 31

ATHENA XIX – “Everflow Part 1: Frames of humanity” (Reigning Phoenix Music)

0
Athena XIX

Athena XIX

Για την οικονομία της συζητήσεως, θα ταχθώ αναφανδόν υπέρ του δικαιώματος των μουσικών στην λεγόμενη “δεύτερη ευκαιρία”. Την αναζήτηση στις αιτίες που δεν έδωσαν στον εκάστοτε καλλιτέχνη την δυνατότητα να γευθεί το νέκταρ της επιτυχίας, δεν πρόκειται να την αναλύσουμε σε αυτές τις γραμμές.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο τραγουδιστής Fabio Leone (ANGRA, RHAPSODY OF FIRE, LABYRINTH, VISION DIVINE μεταξύ άλλων) επαναδραστηριοποιεί τους ATHENA, προσθέτει το XIX ως κατάληξη και υπό την αιγίδα της Reigning Phoenix Music, κυκλοφορεί με τους υπόλοιπους τέσσερις μουσικούς που τον πλαισιώνουν, το concept “Everflow Part 1: Frames of humanity”.

Δεν είμαι σε θέσω να γνωρίζω τι μύγα τον τσίμπησε και 26 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το θαυμαστό δείγμα prog/power “A new religion?”, πήρε την απόφαση της επανένταξης των Ιταλών στα δισκογραφικά δρώμενα. Η ουσία, πάντως, είναι μία και αδιαπραγμάτευτη. Πρόκειται για το πιο απογοητευτικό comeback άλμπουμ που έτυχε να πέσει στα χέρια μου τα τελευταία πολλά χρόνια. Άχρωμο, ασύνδετο, κουραστικό μέχρι εκνευρισμού progressive metal, με τίποτα κοινό συγκριτικά με το ένδοξο παρελθόν, ένα αμάλγαμα ήχων ατάκτως δομημένων, σοβαρότατο έλλειμμα ροής (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων).

Έχει κι άλλα το πανέρι. Υπερτονισμένο μπάσο, άοσμα πλήκτρα, κιθαριστικά που δεν συνεισφέρουν κάτι το ουσιαστικό και το κερασάκι στην τούρτα έρχεται με έναν Fabio Lione που η ερμηνεία του έχει απωλέσει σημαντικότατο μέρος της αίγλης της και της ποιότητας που τον χαρακτήριζε. Ορισμένες industrial πινελιές αλλά και κατατονικά μέρη που βυθίζουν αισθητά κάτω της μετριότητας το υλικό, το παρόν status των ATHENA XIX δεν πιστεύω πως χρίζει περαιτέρω ανάλυσης. Κι όσο για τις βαρύγδουπες περιγραφές του δελτίου τύπου πως ο δίσκος συνδυάζει τους SYMPHONY X, EVERGREY και KAMELOT, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και φυσικά το guest του Roy Khan στο “Wish” περνά εύκολα απαρατήρητο…

3 / 10

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

SUBFIRE – “Blood omen” (Symmetric Records)

0
Subfire

Subfire

Οι συμπατριώτες μας SUBFIRE μπορεί να δημιουργήθηκαν το 2004, αλλά χρειάστηκαν 15 χρόνια να μέχρι να μας δώσουν την πρώτη τους Full-length δουλειά. Τώρα βέβαια φαίνεται να έχουν πάρει φόρα αφού η αναμονή για τον δεύτερο δίσκο τους “Blood omens” έπεσε στα 3 χρόνια, με τον διάδοχό του ήδη να ετοιμάζεται. Κινούνται στα πλαίσια του Heavy/Power ήχου και δεδομένου ότι το “Define the sinner” είχε εξαιρετικά δείγματα γραφής, η συνέχειά του μόνο αδιάφορους δεν θα μας άφηνε.

Όπως μαρτυράει το πολύ καλό εξώφυλλο, στιχουργικά θα πάμε στην Ιαπωνία και συγκεκριμένα στην γνωστή περίοδο Έντο του 16ου αιώνα. Πρόκειται για concept οπότε η θεματολογία είναι κοινή στις συνθέσεις. Στο “Black edged meitu” ειδικά ακούμε και μία ωραία Ιαπωνική μελωδία στη γέφυρα, ενώ μέχρι να φτάσουμε εκεί θα συναντήσουμε Samurai, Daimyos, Shoguns και όλα τα ωραία.  

Το θέμα μπορεί να είναι κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά τα τραγούδια έχουν χορταστική ποικιλία. Θέλετε το εναρκτήριο “Tides of alibis” που είναι επικό, το “Unbreakable” στο οποίο συμμετέχει ο Ralf Scheepers και γίνεται της τσιρίδας, το “Rage of emotions” με το σκοτεινό του ρεφραίν, υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Η απόδοση των μελών είναι και αυτή αξιέπαινη. Το ρυθμικό δίδυμο χτίζει ένα συμπαγές υπόβαθρο ενώ οι κιθάρες είναι κοφτές (δεν θα πω ότι κόβουν σαν κατάνα και με πείτε προβλέψιμο) με δυνατά ρυθμικά αλλά και δουλεμμένα lead μέρη, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα αποτέλεσμα με τον όγκο που χρειάζεται. Τα φωνητικά του Γιάννη δεν υστερούν αφού είναι και αυτός σε καλό επίπεδο, τον οποίον συχνά συναντάμε σε ψηλές οκτάβες.

Αν είχα να ξεχωρίσω κάτι είναι ότι τα τραγούδια δημιουργούν συνειρμούς με αρκετά συγκροτήματα, χωρίς όμως να φτάνουν στο σημείο της αντιγραφής. Δεν μιλάω για τα κλασικά και σιγουράκια PRIEST, HELLOWEEN κλπ., το ρεφραίν του “Unbreakable” μου έφερε στο μυαλό ας πούμε τους Γάλλους HEAVENLY, ενώ η γέφυρα του “Rise” έχει μία από τις λίγες εμφανίσεις πλήκτρων στο άλμπουμ και μου θύμισε κάτι από KAMELOT. 

Από το σύνολο των εννέα κομματιών έχω τις αδυναμίες μου σίγουρα, δεν γίνεται να ξεπεράσει κάτι το “Rage of emotions”, αλλά δεν είναι ότι υπάρχει κάποια αχρείαστη στιγμή. Ίσως μόνο να ήθελα ένα πιο δυναμικό κλείσιμο από ότι το “Hunter of dreams” αλλά αυτά είναι καθαρά προτιμήσεις. Να πούμε ότι η παραγωγή είναι όπως πρέπει και χαίρομαι να βλέπω Ελληνικά συγκροτήματα να ξεπερνούν αυτό το εμπόδιο όλο και πιο συχνά πλέον. Ότι και να λέμε αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα της εγχώριας σκηνής το οποίο υπάρχει για συγκεκριμένους λόγους, αλλά επειδή ο ακροατής βιώνει και κρίνει το αποτέλεσμα στην τελική, αυτό είναι που μετράει και το “Blood omens” ανήκει στις καλές περιπτώσεις. 

Αν κάτσει κανείς και σκεφτεί τι έχει βγάλει η χώρα μας φέτος θα τον πιάσει πονοκέφαλος, έχουμε SUNBURST, INNERWISH, SUICIDAL ANGELS μεταξύ άλλων, οπότε ο πήχης είναι πραγματικά πολύ ψηλά. Δεν θα πω ότι ο νέος δίσκος των SUBFIRE είναι ακριβώς στην ίδια ευθεία με αυτά, αλλά ακολουθεί από κοντά. Αν δηλαδή σε μία ή δύο κυκλοφορίες ακόμα τους δω σε αυτό το επίπεδο δεν θα βρεθώ προ εκπλήξεως.

8 / 10

Παύλος Παυλάκης

A day to remember… 28/11 [BOLT THROWER]

0
Bolt Thrower

Bolt Thrower

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “…For victory” – BOLT THROWER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Earache
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Colin Richardson
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Karl Willets
Κιθάρες – Gavin Ward
Κιθάρες – Baz Thomson
Μπάσο – Jo Bench
Drums – Andrew Whale

Μετά το καταστροφικό “Warmaster” (1991) που τους απομάκρυνε έτι περαιτέρω από το grindcore παρελθόν τους, αλλά και το πιο ογκώδες και απλωμένο σε διάρκεια “The IVth crusade” (1992) (συνέπεια του ότι άκουγαν πολύ TROUBLE και CANDLEMASS κατά δήλωση τους – και πολύ καλά έκαναν!), οι Βρετανοί ταγματάρχες του death metal BOLT THROWER βρίσκονται σε τρομακτικό φεγγάρι συνθετικά. Το θέμα είναι ποιο θα είναι το τρίτο και φαρμακερό χτύπημα τους με αυτό το νέο πρόσωπο. Η απάντηση, δίνεται με έναν από τους τρεις αγαπημένους μου δίσκους στην ιστορία του σχήματος. Το κολασμένο “…For victory” που κυκλοφόρησε μια μέρα σαν τη σημερινή, πριν 30 ολόκληρα χρόνια. Στο τιμόνι εκ νέου ο Colin Richardson, εγγυώμενος έναν καταστροφικό ήχο σε ένα άλμπουμ που συνδύαζε την ορμή του “Warmaster” αλλά και την doom-ίλα του “The IVth crusade” σε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα ούτε 40 λεπτών.

Ιαχές πολέμου στο εισαγωγικό “War”, προκειμένου να μπει η πυροβολαρχία του “Remembrance” και να σε πετάξει κατευθείαν στα χαρακώματα (ή αλλιώς τη συναυλία του Gagarin το 2010), όπου άμα βγεις ζωντανός, θα έχεις να το διηγείσαι! Το “When glory beckons” όπως και το “Lest we forget” (THE BITTERNESS REMAINS – δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε!) διαλύουν περαιτέρω τη σπονδυλική σου στήλη, ενώ το δε ομώνυμο κομμάτι είναι υπερλατρεμένο για όλη του την αρχοντική γκρούβα (FACE THE CONSEQUENCE ALONE WITH HONOUR VALOUR PRIIIIDE) με άκρως συγκινητικούς στίχους για όσους στρατιώτες πορεύθηκαν εις νίκην (και συχνά, εις μάτην). Κρυφό χαρτί στη γκρούβα του δίσκου το ΑΣΗΚΩΤΟ “Silent demise” που σε κάνει να γρυλλίζεις το τίτλο παρεούλα με τον Willets. Κάπου στο “Graven image” είναι το αγαπημένο μου solo του δίσκου, με αυτό το tapping στην αρχή να κάνει όλη τη δουλειά.

Τι να πεις για το καταστροφικό “Forever fallen”, όπου ακούς τον Karl Willets να φωνάζει “ONWAAAAAAAAAAAAAAAAARDS” και τον ακολουθείς στα άρματα ωσάν πιστός στρατιώτης, σαν αυτούς που τόσο ύμνησε; Σαρωτικό άσμα ασμάτων, από αυτά που όταν παίζεται σε συναυλίες όλοι παίρνουν θέσεις μάχης και….ο σώζων εαυτόν σωθήτω! Το αυτό και με τα τελευταία κομμάτια του δίσκου “Tank (MK I)” (σαν τον ήχο που μας καταπλάκωσε ένα πράγμα!) και “Armageddon bound” που κλείνει κιόλας όμορφα το κύκλο που ξεκίνησε το “War”, με ηχητικά παρμένα από το πεδίο της μάχης, σαν να σου λέει “δεν τελειώνει εδώ ο πόλεμος, απλά σου έδωσα μια ιδέα του τι συμβαίνει εκεί”. Άλλος ένας ισχυρός συμβολισμός αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα, από αυτούς που είχαν σε περίσσευμα οι Βρετανοί άρχοντες.

30 χρόνια μετά, το τι έχει αλλάξει, είναι λίγο πολύ γνωστό. Οι BOLT THROWER έβγαλαν άλλους 3 δίσκους (“Mercenary” – 1998, “Honour – valour – pride” – 2001, “Those once loyal” – 2005), διέλυσαν ένα χρόνο μετά το θάνατο του drummer τους Martin Kearns το 2015, αφήνοντας πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο συγκεκριμένο ύφος, ωστόσο πολλούς ορκισμένους οπαδούς, αλλά και σπουδαίες μπάντες του σήμερα, οι οποίες λάτρεψαν το ύφος τους και προσπάθησαν να τους πλησιάσουν (ηχητικά πρώτα, έπειτα ποιοτικά). Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι το πόσο ψηλά έχουμε στα μάτια μας τους BOLT THROWER σαν νοοτροπία και διαμάντια του Βρετανικού ακραίου ήχου σαν το “…For victory”. Το οποίο, περιγράφεται από το κάτωθι χωρίο από το ομώνυμο άσμα, με το οποίο και σας αφήνω.

THEY SHALL GROW NOT OLD, AS WE THAT ARE LEFT GROW OLD
AGE SHALL NOT WEARY THEM, NOR THE YEARS CONDEMN
AT THE GOING DOWN OF THE SUN, AND IN THE MORNING
WE WILL REMEMBER THEM!

Did you know that?

– Μια limited edition του δίσκου, περιέχει και το bonus live CD “Live war” από το Manchester το ‘92. Επίσης, το promo του δίσκου είχε ένα λάθος στο νούμερο καταλόγου (MOSH124), μια και σύμφωνα με τον επίσημο κατάλογο της Earache, αυτό το νούμερο αντιστοιχούσε σε κυκλοφορία των FUDGE TUNNEL.

– Τελευταίος δίσκος με τον Andrew Whale πίσω από τα τύμπανα, μετά από 8 χρόνια στο συγκρότημα. Οι δρόμοι του με τον Karl Willets θα ξανασυναντηθούν εσχάτως στους MEMORIAM (που φτιάχτηκαν εις μνήμην του διαδόχου του Whale, Martin Kearns – πως τα φέρνει η ζωή καμιά φορά…).

– Η φωτογραφία, είναι παρμένη κατά τον πόλεμο μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Αργεντινής στα νησιά Falkland το 1982, δείχνοντας Βρετανούς στρατιώτες να περπατούν. Επί προσωπικού, από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα BOLT THROWER για τον ισχυρό του συμβολισμό και μόνο.

– Οι τελευταίοι στίχοι του ομώνυμου κομματιού, προέρχονται από ποίημα. Πιο συγκεκριμένα, το “For the fallen” του Laurence Binyon. Ένα ποίημα που γράφτηκε για τους πεσόντες της μάχης που έχασε η Μεγάλη Βρετανία στο Mons της Γαλλίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1914, αλλά συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο του Binyon “The winnowing fan : poems on the great war” την ίδια χρονιά. Το ίδιο χωρίο που χρησιμοποίησαν οι BOLT THROWER, χρησιμοποιήθηκε σε πλάκα στο Stirling War Memorial στη Σκωτία (οι δύο τελευταίες στροφές), αλλά και σε άλλες περιοχές στο κόσμο, εις μνήμην των πεσόντων στο πεδίο της μάχης, ανά τα έτη.

Γιάννης Σαββίδης

A day to remember… 28/11 [PANZER]

0
Panzer

Panzer

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Send them all to hell” – PANZER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2014
ΕΤΑΙΡΙΑ: Nuclear Blast
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: P.O. Pulver
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Schmier – φωνητικά, μπάσο
Herman Frank – κιθάρες
Stefan Schwarzmann – τύμπανα

Παλικάρι από τα λίγα ο Schmier. Ο ηγέτης των DESTRUCTION ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για το κλασικό heavy metal, ας μην ξεχνάμε ότι στην πρώιμη μορφή τους οι DESTRUCTION ήταν έντονα επηρεασμένοι από τους IRON MAIDEN, μέχρι να μπουν οι VENOM στη ζωή τους. Όταν λοιπόν του δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστεί με τους Herman Frank (ex- ACCEPT, νυν VICTORY) και Stefan Schwarzmann (ex-ACCEPT, ex- RUNNING WILD, ex- U.D.O. μεταξύ άλλων) σε ένα νέο project, δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. Σαν σήμερα λοιπόν το 2014, οι τρεις αυτοί λεβέντες κυκλοφόρησαν κάτω από το όνομα PANZER το ντεμπούτο τους “Send them all to hell”.

Από τη σύνθεση των PANZER καταλαβαίνει κανείς ότι μιλάμε για ένα, τρόπον τινά, supergroup, κάτι που αυτόματα δημιουργεί από τη μία, απαιτήσεις, από την άλλη όμως υπάρχουν και οι επιφυλάξεις καθώς δεν είναι και λίγες οι ανάλογες περιπτώσεις που έχουν καταλήξει σε φιάσκο. Ευτυχώς όμως, στην περίπτωση των PANZER, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Μουσικά το “Send them all to hell” δεν θα έλεγα ότι θυμίζει DESTRUCTION, εξάλλου θα ήταν άτοπο κάτι τέτοιο. Περισσότερο παραπέμπει στις πιο γρήγορες φόρμες metal σχημάτων όπως οι ACCEPT και οι JUDAS PRIEST. Προφανώς και υπάρχουν στιγμές όπου το άλμπουμ thrashίζει επικίνδυνα (πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι!) πάντα όμως σε πιο μελωδικές βάσεις, προσπαθώντας να δώσει το κάτι ξεχωριστό. Ακόμα και ο Schmier τραγουδά διαφορετικά από ό,τι μας έχει συνηθίσει στους DESTRUCTION, πάντα όμως σε οργισμένο και τσαμπουκαλεμένο ύφος.

Η αλήθεια είναι ότι όλα τα κομμάτια δεν στέκουν στο ίδιο επίπεδο, υπάρχουν ξεκάθαρα και κάποια fillers, στον αντίποδα όμως έχει και πολλές πωρωτικές κομματάρες. Σε αυτήν την κατηγορία σίγουρα θα βάλω τα καταιγιστικά “Death knell” και “Panzer”, το, σχεδόν thrash “Virtual collision” και τις προσωπικές μου αδυναμίες, το εξαιρετικό “Temple of doom” και το “Why?” το οποίο έχει μια έντονη JUDAS PRIEST αύρα, και αυτό μόνο καλό είναι! Ακόμη και τα υπόλοιπα κομμάτια που, κατά την δική μου εκτίμηση, δεν αγγίζουν το επίπεδο των προαναφερθέντων κρύβουν πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες όπως το πιασάρικο riff του “Mr. Nobrain” ή ο πομπώδης ρυθμός του “Hail and kill”.

Η απόδοση της τριάδας δεν είναι ανάγκη να σχολιαστεί. Πολύ όμορφα solos από τον Frank που ακούγεται απελευθερωμένος ενώ ο Schwarzmann είναι, όπως πάντα,  πραγματικός ογκόλιθος πίσω από τα τύμπανα. Όσο για τον Schmier… είναι ο Schmier. Λίγο διαφορετικός όπως προανέφερα, αλλά σκυλί του πολέμου. Το σημαντικό είναι ότι και οι τρεις μπαρουτοκαπνισμένοι μουσικοί φαίνεται να το διασκεδάζουν και αυτό ακούγεται στο τελικό αποτέλεσμα.

Σε γενικές γραμμές το “Send them all to hell” κρίνεται ως ένα πολύ ενδιαφέρον ντεμπούτο που ενδεχομένως να έχει παραγνωριστεί από αρκετούς και εκτιμώ ότι αξίζει περισσότερο την προσοχή του κόσμου, τόσο αυτό, όσο και το ανώτερο δεύτερο τους άλμπουμ “Fatal command” του 2017.

Did you know that:

  • Έχει γίνει παράδοση για τον Schmier να διασκευάζει στα άλμπουμ του κάποιο κλασικό κομμάτι. Εδώ, στην limited edition του δίσκου, οι PANZER διασκευάζουν το “Murder in the skies” του Gary Moore σε μια πολύ δυναμική εκτέλεση.
  • Δύο video clip γυρίστηκαν για τα κομμάτια “Panzer” και “Mr. Nobrain”.

Θοδωρής Κλώνης

CRIPPLED BLACK PHOENIX – THEIR METHLAB (Fuzz, 23/11/2024)

0
Crippled

Crippled

Αν και οι Έλληνες έχουμε την φήμη ενός πρόσχαρου λάου, όσον αφορά το rock και metal, η σκοτεινή πλευρά τους πάντα είχε μια προνομιακή θέση στις προτιμήσεις μας. Οι DOOL δεν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν πολλούς πιστούς την προηγούμενη μέρα, οι CRIPPLED BLACK PHOENIX όμως προσέλκυσαν έναν ικανοποιητικό αριθμό οπαδών, κι από ότι διαπίστωσα, αρκετά νεαρών στην ηλικία. Ίσως η ζοφερότητα των τελευταίων δεκαετιών σε όλα τα επίπεδα να έχει διαπλάσει και τα μουσικά γούστα μιας ολόκληρης γενιάς, δεν ξέρω.

Ας αφήσουμε τις αμπελοφιλοσοφίες όμως για να μιλήσουνε πρώτα για τους support, τους οποίους ομολογώ δεν τους ήξερα. Πρόκειται για τους Γιαννιώτες (αν και μένουν στην Αθήνα) THEIR METHLAB οι οποίοι αποτελούνται από τους Μιχάλη και Δημήτρη Σπανό, κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, και Νίκο Βαταλάχο στα τύμπανα. Υπάρχουν εδώ και πάνω από μια δεκαετία αν και έχουν μόνο έναν δίσκο στο ενεργητικό τους, το “The Last Second” (2019). Η μουσική τους πρόταση βρίσκεται σε αυτό που λέμε instrumental post rock, και μου θύμισαν μπάντες όπως οι TOUNDRA, RUSSIAN CIRCLES, EXPLOSIONS IN THE SKY, GOD IS AN ASTRONAUT, κτλ. Αυτό που παρατήρησα είναι ότι σχεδόν όλα τα κομμάτια τους, τουλάχιστον αυτά που έπαιξαν εκείνη την βραδιά, έχουν ως κοινό στοιχείο το ότι ξεκινούν απαλά, επαναλαμβάνοντας την κεντρική μελωδία, χτίζοντας σιγά σιγά πάνω σε αυτήν παραλλαγές μέχρι να φτάσουν σε ένα εκρηκτικό κρεσέντο, κάτι που συνηθίζουν να κάνουν μπάντες όπως οι TOOL. Μπορεί ακόμα να μην τα πηγαίνουν και πολύ καλά με τα λόγια, έτσι όπως μας είπε ο Μιχάλης τουλάχιστον, αλλά στην περίπτωσή τους τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, γιατί για περίπου 50 λεπτά κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού χάρη στην ποιότητα των συνθέσεών τους, αλλά και στον πολύ καλό ήχο. Εάν σας ενδιαφέρει αυτό το είδος του rock, πρέπει να τους ακούσετε οπωσδήποτε.

THEIR METHLAB setlist:
“A Call to Arms”
“Muktuk”
“Predictions?Pain”
“Decompression”
“Golden Bond of Ambition”
“Venice”

Οι CBP έχουν παίξει κάπου στις 7 φορές στην Ελλάδα· καθόλου άσχημα για μια μπάντα που φέτος συμπληρώνει 20 χρόνια ύπαρξης και που το γιορτάζει με μια διπλή κυκλοφορία: το LP “The Wolf Changes Its Fur But Not Its Nature”, όπου διασκευάζουν δικά τους κομμάτια, και το EP “Horrific Honorifics Number Two”, δεύτερο ΕΡ στην σειρά διασκευών άλλων καλλιτεχνών. Όσον αφορά τον τίτλο του LP, αρχικά νόμιζα ότι έκανε αναφορά στην φράση “Homo homini lupus est” (Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος), αλλά ως εισαγωγή χρησιμοποίησαν ένα απόσπασμα από την Βρετανική ταινία “The Young Poisoner’s Handbook” (1995) που περιέχει αυτήν την φράση, βασισμένη στην αληθινή ιστορία ενός ψυχοπαθούς που δηλητηρίασε πολλά άτομα… απλά επειδή μπορούσε!

Με το που βγήκε στην σκηνή ο Justin Grieves έκανε ότι μετρούσε έναν-έναν το προσερχόμενο κοινό κι αφού διαπίστωσε ότι ο αριθμός ήταν ικανοποιητικός, έκανε μια μικρή υπόκλιση. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι σε κάποια στιγμή θεωρεί την Ελλάδα ως ένα από τα λίγα πνευματικά σπίτια τους. Η πνευματικότητα σε αυτήν την μπάντα πάει χέρι-χέρι με την υποστήριξη πολιτικών και κοινωνικών ιδεών και σκοπών, και για αυτό μπορούσαμε όλοι μας να δούμε στην δεξιά πλευρά της σκηνής μια κρεμασμένη σημαία που ήταν μισή Σκωτσέζικη και μισή Παλαιστινιακή, ενώ ένα ηχείο ήταν καλυμμένο με το πανό μιας οργάνωσης που ειδικεύεται στο να σαμποτάρει τους κυνηγούς (αργότερα ο Justin θα μας έλεγε ότι χαίρεται που εδώ υπάρχει ακόμα ελευθερία λόγου, γιατί με αυτές τις αναρτήσεις θα μπορούσε να πάει ακόμα και φυλακή σε χώρες όπως η δικιά του ή στην Γερμανία… που να ήξερες, καημένε Justin).

Με τρεις κιθαρίστες, μπάσο, πλήκτρα και τύμπανα και με τις εναλλαγές στα φωνητικά μεταξύ του Justin Storms (ο οποίος, εάν κατάλαβα καλά τον Justin, ήρθε από την Αμερική ειδικά γι’ αυτήν την συναυλία) και της Belinda Kordic, η ποικιλία και ο πλούτος του ήχου ήταν εγγυημένα πράγματα. Όμως, εδώ θα καταθέσω και την προσωπική μου άποψη σχετικά με την φωνή της Belinda, την οποία βλέπω ως τον αδύναμο κρίκο του συνόλου. Ευτυχώς αυτό το είδος του rock δεν επιβάλλει να έχει κάποιος φωνή σοπράνο, αλλά νομίζω ότι δεν είναι και η καλύτερη τραγουδίστρια που έχω δει ζωντανά.

Κατά τα άλλα, μου άρεσε να βλέπω από το δεξί πλάι της πρώτης σειράς όπου βρισκόμουνα να λικνίζεται το πλήθος, και με πάθος μάλιστα, υπό τον ήχο του dark progressive ήχου της μπάντας. Ένα πλήθος το οποίο ήταν τόσο βυθισμένο στην μουσική που εξέπληξε ακόμα και τον ίδιο τον Justin, ο οποίος σε μια στιγμή, ακούγοντας την άκρα σιωπή που επικρατούσε στην αίθουσα μεταξύ των κομματιών, μας είπε χαριτολογώντας ότι δεν χρειάζονταν να είμαστε και τόσο σεβαστικοί απέναντί τους (αργότερα όμως, το ίδιο κοινό ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του να κάνει ένα “mosh pit για συνταξιούχους”).

Σε μια άλλη στιγμή της συναυλίας μας ρώτησε πόσοι από τους εκεί παρευρισκόμενους είχαμε πάει στην πρώτη τους εμφάνιση το 2007. Κάποιοι λίγοι σήκωσαν τα χέρια (εγώ τότε έμενα εξωτερικό και δεν τους είχα ανακαλύψει καν) και ο Justin είπε τότε πως υπάρχουν τραγούδια που μετά από ένα γεγονός παίρνουν μια καινούργια διάσταση, αναφερόμενος στην δολοφονία του Γρηγορόπουλου (όχι ονομαστικά) την επόμενη χρονιά, προτού πέσουν οι πρώτες νότες του “Rise Up And Fight”. Μια άλλη, λίγο άβολη στιγμή, ήταν όταν ο Justin νόμιζε ότι είχε έρθει η σειρά για το τραγούδι-επιτυχία τους, “Burnt Reynolds” και το παρουσίασε με φωνή hillbilly DJ της δεκαετίας του ’50, μέχρι που του σφύριξαν ότι πρώτα έπρεπε να παίξουν άλλο κομμάτι, κι εκεί τα έχασε (“I am losing my shit”, είπε).

Όπως και να έχει, όταν πράγματι ήρθε η ώρα του μοναδικού τους hit, ξέσπασε σε ενθουσιασμό όλη η αίθουσα και ο Justin κατέβηκε από την σκηνή για να παίξει ανάμεσα στο κοινό, ενώ όλοι μας σιγοντάραμε με το χαρακτηριστικό “οε οεεεεε” του τραγουδιού. Σε μια στιγμή μάλιστα κρέμασε την κιθάρα του σε μια κοπελιά της πρώτης σειράς που δεν είχε σταματήσει να λικνίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του show, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Justin. Τα “οε οεεεεε” συνεχίστηκαν και μετά το τέλος της συναυλίας, οπότε σαν μπιζάρισμα, ξαναβγήκε η μπάντα, και ο Justin με μια μάσκα που ήταν κάτι μεταξύ Mike Myers Donald Trump χωρίς μαλλιά, για να παίξουν μια speed/punk μορφή του “Burnt Reynolds”.

Μια χορταστική βραδιά, τουλάχιστον για εμένα, αν και άκουσα ότι συνηθίζουν να παίζουν πάνω από δύο ώρες, τουλάχιστον στην Ελλάδα. ‘Όπως και να έχει, αφού με άφησαν με την επιθυμία να τους ξαναδώ, αποστολή εξετελέσθη.

CRIPPLED BLACK PHOENIX setlist:
“Troublemaker”
“Wyches and Basterdz”
“Bonefire”
“The Reckoning”
“Goodnight, Europe (Pt. II)”
“You Put The Devil In Me”
“Everything I Say” (Vic Chesnutt διασκευή)
“444”
“My Pal” (God διασκευή)
“Rise Up and Fight”
“To You I Give”
“Lost”
“We Forgotten Who We Are”
“Burnt Reynolds”

Γιώργος Γκούμας
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας

Top-10 Swedish Prog Metal Bands – Rock Hard -The Pod S03E07

0
Pod

Pod

Λίστες!!! Εσείς το ζητήσατε, οπότε ο Σάκης Φράγκος, στο 7ο επεισόδιο της 3ης σεζόν του Rock Hard – The Pod, με αφορμή τις επερχόμενες συναυλίες των Evergrey στην Ελλάδα, αλλά και το καινούργιο άλμπουμ των Opeth, με τίτλο “The last will and testament”, έφτιαξε το Top-10 των αγαπημένων του progressive metal σχημάτων από τη Σουηδία (παραθέτοντας -βέβαια- και δέκα επιπλέον σχήματα) σ’ ένα χορταστικό -αν μη τι άλλο- podcast.
Ελάτε μαζί μας στον τρίτο χρόνο του Rock Hard – The Pod, γραφτείτε στο κανάλι μας και θα έρθουν πολλές ακόμα μεταλλικές ιστορίες.


Κι επίσης στα iTunes, PocketCasts και Amazon Music.

TRIBULATION – “Sub rosa in Æternum” (Century Media)

0
Tribulation

Tribulation

Κάθε χρονιά υπάρχει αυτό το ένα άλμπουμ. Αυτό που θα διεγείρει όλες τις αισθήσεις σου, που θα σου δείξει ότι ο καλλιτέχνης έχει προοδεύσει και δεν έχει βαλτώσει στη στασιμότητα. Αυτό που θα σε εθίσει και να μη χορταίνεις τις επαναλήψεις. Αυτό που θα είναι συναρπαστικό στην κάθε του ακρόαση, γιατί θα ανακαλύπτεις όλο και κάτι καινούργιο. Αυτό που η παραμικρή του νότα έχει νόημα και λόγο ύπαρξης.

Όλα τα παραπάνω τα περιέχει και με το παραπάνω το “Sub rosa in Æternum”, το έκτο δάγκωμα των TRIBULATION. Τα δολώματα είχαν ήδη μπει πριν από μια τριετία με το “Where the gloom becomes sound”, ενώ μόλις πέρυσι με το “Hamartia” EP είχαμε ήδη πειστεί ότι κάτι πολύ σπουδαίο θα έρθει. Και ευτυχώς η παρέα του Johannes Andersson μας δικαιώνει θριαμβευτικά.

Τα death metal growls έχουν πλέον ελαχιστοποιηθεί, αλλά όπου υπάρχουν σε λίγες συνθέσεις, αυτά δένουν αρμονικά με το υπόλοιπο σύνολο. Η έμφαση δόθηκε στην ορθόδοξη (sic) τραγουδοποιία και οι TRIBULATION, όντας απόλυτα απελευθερωμένοι, διηγούνται με στόμφο τις γοτθικές ιστορίες τρόμου που υπάρχουν στη νοσηρή φαντασία τους. Με τον ήχο να είναι πλέον οργανικός, χωρίς πολλές τσαχπινιές και με τα πλήκτρα ενίοτε να τους ταξιδεύουν σε σκοτεινές διαστάσεις (“Murder in red”).

Ο Tom Dalgety, ο άνθρωπος που γιγάντωσε τον Tobias Forge και τα Nameless Ghouls του, κάθεται στην καρέκλα του παραγωγού και για μια ακόμη φορά κάνει πράγματα και θαύματα. Όπως για παράδειγμα το κιθαρίστικο δίδυμο των Zaars/Tholl να βάλει στο χρονοντούλαπο των αναμνήσεων την προϋπηρεσία στους ENFORCER, όμως πάνω από όλα, ότι κάθισε και έμαθε στον Andersson να τραγουδά σωστά και με την ψυχή του. Όπως και να επιτρέψει σε όλους να ξεδιπλώσουν τις (σύγχρονες) επιρροές τους, χωρίς να τις αντιγράφουν, αλλά να τις χρησιμοποιούν ως σημείο εκκίνησης.

Εδώ θα ακούσεις τους TRIBULATION του πρόσφατου παρελθόντος (“Tainted skies”, “Time & the vivid ore”) να συναντούν την gothic rock version των MOONSPELL (“Hungry waters”), το neo post-punk των BEASTMILK (“Drink the love of God”), τη μετεξέλιξή τους σε GRAVE PLEASURES (“Poison pages”) και να βάζουν τον Nick Cave πίσω από το μικρόφωνο των GHOST (“Reaping song” – το έπιασες το καλαμπούρι;) ή ενίοτε και τον ίδιο τον Johannes (“Saturn coming down”). Και όλα αυτά βουτηγμένα στο λασπώδες σκότος των ύστερων IN SOLITUDE, με το όλο αποτέλεσμα να διακατέχεται με μια αρτιότητα από την αρχή ως το τέλος.

Τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά: Το “Sub rosa in Æternum” είναι το πραγματικό breakthrough άλμπουμ αυτών των ταλαντούχων Σουηδών, αυτό με το οποίο θα αναγκαστεί να τους μάθει και ο τελευταίος δύσπιστος. Αυτό το άλμπουμ με το οποίο κάνουν αμέτρητα βήματα προόδου και με το οποίο o κατά τα άλλα κολλητός τους Papa Emeritus να νιώθει την καυτή ανάσα τους. Αυτόν τον δίσκο που εγώ δίχως δεύτερη σκέψη το χαρακτηρίζω “αψεγάδιαστο” και “δίσκο της χρονιάς” και ταυτόχρονα προσπαθώ να κάνω μια βαθμολογική ντρίπλα, ώστε να μην ακούσω τη γκρίνια του αρχισυντάκτη μου.

9,5 / 10

Γιώργος Κόης

BLOOD INCANTATION – “Absolute elsewhere” (Century Media)

0
Blood Incantation

Blood Incantation

Είναι εντυπωσιακή η εξέλιξη των BLOOD INCANTATION και το πως έχουν καταφέρει να απασχολούν σε μεγάλο βαθμό την ευρύτερη metal κοινότητα. Ένα συγκρότημα που ξεκίνησε παίζοντας κλασικό death metal με όλο και περισσότερες progressive metal καταβολές σε κάθε τους κυκλοφορία με αποκορύφωμα το “Hidden history of the human race” όπου ακούμε ένα αρκετά φιλόδοξο και ολοκληρωμένο progressive death metal άλμπουμ. Τα μέλη τους αποτελούν γνώστες του metal ήχου σε όλες του τις εκφάνσεις κι ενώ είναι ολοφάνερο πως απολαμβάνουν τη δημοτικότητά τους και όλο το σούσουρο που έχει δημιουργηθεί, αυτοί δεν επαναπαύονται και φέρνουν τον εαυτό τους μπροστά σε προκλήσεις που κάποιοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν πως τις παίρνουν αρκετά γρήγορα στην καριέρα τους με τρανταχτό παράδειγμα το ψυχεδελικό/ambient άλμπουμ του 2019, “Timewave zero”.

Παρά τις αρχικές αντιδράσεις, εκεί οι BLOOD INCANTATION εκτονώθηκαν εκφράζοντας προς τα έξω τις αντίστοιχες εξωγενείς επιρροές τους δηλώνοντας ευθαρσώς πως αυτός ο κόσμος δεν είναι ξένος για τους ίδιους και με κάποιον τρόπο προλείαιναν το έδαφος για το “Absolute elsewhere”. Διατηρώντας τις krautrock αναφορές, οι BLOOD INCANTATION κυκλοφορούν ένα συγκλονιστικό progressive death metal άλμπουμ που δεν κάνει εκπτώσεις σε κανένα από τα δύο υποείδη. Οι MORBID ANGEL και DEATH αναφορές εναρμονίζονται με αυτές των TANGERINE DREAM και Brian Eno και οι BLOOD INCANTATION με περίσσεια άνεση δημιουργούν ένα άλμπουμ που θα μνημονεύεται στο μέλλον, με τη μοναδική διαφορά πως το συγκρότημα από το Colorado απολαμβάνει τους καρπούς του σε παρόντα χρόνο κι όχι ετεροχρονισμένα όπως είχε συμβεί επανειλημμένα σε συγκροτήματα που είχαν πάρει αντίστοιχα καλλιτεχνικά ρίσκα.

Το “Absolute elsewhere” σου προκαλεί κινηματογραφικές διεγέρσεις και πάλλεται με έναν Floyd-ικό τρόπο που σπανίζει στο metal χώρο. Ίσως φταίει η αναλογική του ηχογράφηση και τα vibes του Hansa Tonstudios στο Βερολίνο, ένα θρυλικό στούντιο που έχουν ηχογραφήσει μερικές από τις σημαντικότερες τους δουλειές, καλλιτέχνες όπως οι David Bowie, Brian Eno, DEPECHE MODE, MARILLION, U2, KILLING JOKE κ.α. Για τον ήχο τους οι BLOOD INCANTATION έχουν εμπιστευθεί μία από τις σύγχρονες μορφές του metal ήχου, τον Arthur Rizk, κιθαρίστας των ETERNAL CHAMPION/SUMERLANDS, ο οποίος εδώ πραγματικά ξεφεύγει και αποδεικνύει ότι είναι πραγματικά ικανός να ανταπεξέλθει στην οποιαδήποτε πρόκληση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο death metal ήχος βγαίνει από τον ίδιο αποστακτήρα με αυτόν του progressive rock. Οι OPETH αποτελούν ένα τρανταχτό παράδειγμα ακόμα και για τους πιο αδαείς. Το συγκρότημα χωρίς να αποτάσσεται τον death metal προσδιορισμό του αφήνεται την ίδια στιγμή με περίσσιο πάθος και χωρίς κανέναν δισταγμό, σχεδόν έρμαιο της τύχης του να παρασυρθεί στην πειραματική του φύση, με έναν ενθουσιασμό ικανό να παρασύρει κι εσένα στο δύσβατό με την πρώτη ακρόαση μονοπάτι που έχουν επιλέξει να εξερευνήσουν.

Στο “The message tablet II” πχ νιώθεις σαν να ακούν κάποιο ξεχασμένο τραγούδι των ELOY. Η συμμετοχή του Thorsten Quaeschning, που έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια τα ηνία των θρύλων TANGERINE DREAM, ενισχύει αυτή τους την πλευρά με τα χαρακτηριστικά synthesizers όπως και του Nicklas Malmqvist των Σουηδών HÄLLAS και Malte Gericke των SIJJIN/NECROS CHRISTOS. Ως πρώτη απόπειρα συγχώνευσης αυτών των δύο κόσμων, του βορβορώδους death metal και του κοσμικού art/progressive rock, το αποτέλεσμα κρίνεται απολύτως πετυχημένο και προκαλεί την ίδια στιγμή ανυπομονησία για το επόμενο πόνημά τους.

9 / 10

Κώστας Αλατάς

IMPELLITTERI – “War machine” (Frontiers)

0
Impellitteri

Impellitteri

Ο Chris Impellitteri είναι ένας καλλιτέχνης που μας γυρίζει σε άλλες εποχές. Βασικά, είναι ένας κιθαρίστας απόλυτα προσηλωμένος στο στυλ που τον έχει καθιερώσει (shredding guitars) αλλά κυρίως ένας συνθέτης που δεν δείχνει καμία διάθεση για πειραματισμούς και συναφείς καλλιτεχνικές ανησυχίες. Βάζεις ένα δίσκο του και ξέρεις ακριβώς τι θα ακούσεις…δηλαδή, μελωδικό metal με νεοκλασικές σφήνες και τις κιθάρες φυσικά στο προσκήνιο. Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά του Impellitteri με όλους τους υπόλοιπους wannabe shredders εκεί έξω είναι ότι η αδιαμφισβήτητη τεχνική του κατάρτιση συνοδεύεται από μία υψηλή ποιότητα συνθέσεων. Με άλλα λόγια, ο Impellitteri συνδυάζει και τους δύο κόσμους γεγονός που τον κάνει αρεστό και σε ένα ευρύτερο ακροατήριο και όχι μόνο σε…αποφοίτους ωδείων!

Το “War machine” όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά ταυτόχρονα μπορεί άνετα να συμπεριληφθεί στις καλύτερα δισκογραφικά κεφάλαια της πλούσιας καριέρας των IMPELLITTERI. Σε αυτό συντελεί το επιβλητικό line-up με τον μόνιμο συνοδοιπόρο του Rob Rock πίσω από το μικρόφωνο, τον τεράστιο Paul Bostaph (!) στα τύμπανα και τον James Pulli στο μπάσο. Τα κομμάτια είναι εξαιρετικά, φέρουν την ανεξίτηλη στάμπα του Chris ενώ προσωπικά μου θύμισαν αρκετά την ατμόσφαιρα δίσκων όπως “Screaming symphony” και “Eye of the hurricane”. Η δουλειά που έχουν κάνει οι βετεράνοι μηχανικοί ήχου Mike Plotnikoff και Jacob Hansen πίσω από την κονσόλα είναι σεμιναριακή και το αποτέλεσμα είναι κυριολεκτικά αψεγάδιαστο.

Ο νέος δίσκος των IMPELLITTERI τοποθετεί σε περίοπτη θέση τη μελωδία και φυσικά τις καταιγιστικές κιθάρες οι οποίες επαναλαμβάνουμε έχουν ουσία και δεν βρίσκονται εκεί μόνο και μόνο για επιδεικτικούς λόγους τους οποίους άλλωστε δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη ο Chris. Πολλά μπράβο για έναν εξαιρετικό δίσκο που αξίζει να τσεκάρουν όλοι…για διαφορετικούς λόγους ο καθένας!

8 / 10

Σάκης Νίκας

OBNOXIOUS YOUTH – “Burning Savage” (Svart Records)

0
Obnoxious Youth

Obnoxious Youth

Μην έχοντας ιδέα για τα τεκταινόμενα όσο αφορά τους OBNOXIOUS YOUTH, η είδηση του νέου τους άλμπουμ μου ήταν πολύ ευχάριστη, τέσσερα χρόνια μετά το “Mouth Sewn Shut” EP και επτά συνολικά από το προηγούμενο, τρομερό full-length τους, “Disturbing the Graves”. Κι ενώ το “Mouth Sewn Shut” με είχε ξενίσει τότε, το φετινό “Burning Savage” σηματοδοτεί στ’ αυτιά μου την επιστροφή τους σε πολύ καλές δουλειές. 

Ηχητικά, το άλμπουμ βρίσκεται κάπου ανάμεσα στους δύο προαναφερθέντες δίσκους. Συγκεκριμένα βασίζεται στην αχαλίνωτη ενέργεια του “Disturbing the Graves” εισάγοντας σε μεγάλο βαθμό και τα πιο περίεργα στοιχεία του προηγούμενου EP. Για όσους δεν έχουν έρθει σε επαφή με τη μπάντα στο παρελθόν, στην ουσία εδώ έχουμε ένα άλμπουμ με crossover ψυχή, ανάμεσα στο speed metal και το hardcore punk, με πιο ακραίες ας πούμε διαθέσεις. Η παλέτα των επιρροών σίγουρα έχει ανοίξει σε σχέση με το παρελθόν, με πινελιές από NWOBHM μέχρι ηλεκτρονικούς ήχους, ενώ από τις βασικές γοητείες του άλμπουμ και γενικά της μπάντας είναι η αίσθηση του ξαφνικού και απροσδόκητου.

Τα κομμάτια εξελίσσονται με μη αναμενόμενους/προβλέψιμους τρόπους, με νευρόσπαστες αλλαγές, εμβόλιμα cowbells και γενικότερα τα πράγματα  εδώ είναι τεταμένα και ψυχωμένα. Αυτή τη φορά μάλιστα υπάρχει και η πρόθεση για μια αίσθηση grandeur (να τολμήσω να  πω α-λα “To Mega Therion”), όπως εκδηλώνεται για παράδειγμα στα intro/outro του άλμπουμ ή στο εξάλεπτο “Torrents of Black Blood” και γενικά στις πιο αργές στιγμές του δίσκου. 

Η παραγωγή και η απόδοση της μπάντας, αλλά και τα πιο συμπληρωματικά, αλλά πάντα πολύ σημαντικά για την συνολική εικόνα ενός άλμπουμ στοιχεία, όπως το λογότυπο και το εξώφυλλο, είναι άψογα και προσθέτουν στη συνολική εμπειρία. Ίσως υπολείπεται ελαφρώς σε τσίτα και πώρωση σε σχέση με το “Disturbing the Graves” αλλά σίγουρα έχουμε να κάνουμε με το πιο κιθαριστικό και ποικίλο άλμπουμ του γκρουπ. Όπως και να ’χει τέτοιες προσπάθειες, ενώ δε θα σας αλλάξουν τη ζωή, αποπνέουν αυθεντικότητα, ειλικρίνεια και αμεσότητα και αυτή η αίσθηση είναι πάντα καλοδεχούμενη. 

7,5 / 10 

Νίκος Χασούρας 

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece
Fall Into the Light
Dream Theater
Rock Hard Radio