
Η βραδιά της 28ης Ιουλίου στο TerraVibe Park εξελίχθηκε σε ένα κιθαριστικό ορόσημο, καθώς οι Joe Satriani και Steve Vai – δύο από τους επιδραστικότερους κιθαρίστες στην ιστορία του σύγχρονου instrumental rock – ένωσαν τις δυνάμεις τους ως SATCHVAI BAND, προσφέροντας μια ανεπανάληπτη μουσική εμπειρία στο κοινό του Rockwave Festival 2025.

Στο πλευρό των δύο κιθαριστών, μια all-star rhythm section πλαισίωσε ιδανικά τη βραδιά, προσδίδοντας βάθος και στιβαρότητα στη μουσική ροή. Ο Marco Mendoza, γνώριμος από τη θητεία του σε μπάντες όπως οι WHITESNAKE, THIN LIZZY και οι THE DEAD DAISIES, έδωσε τον παλμό με το χαρακτηριστικό του groove και την εκφραστική του παρουσία, ενώ συνεισέφερε με άνεση στα φωνητικά. Στα τύμπανα, ο βετεράνος Kenny Aronoff — με ιστορία δίπλα σε ονόματα όπως οι John Mellencamp και Iggy Pop — υπήρξε ακριβής κι εκρηκτικός, χτίζοντας μια σταθερή ρυθμική ραχοκοκαλιά σε κάθε κομμάτι. Την εικόνα συμπλήρωνε ο αξιόπιστος Pete Thorn στη ρυθμική κιθάρα, με παίξιμο διακριτικό αλλά κομβικό, επιτρέποντας στους δύο frontmen να ξεδιπλώσουν το πλήρες φάσμα της δεξιοτεχνίας τους χωρίς ποτέ να χάνεται η συνοχή του ήχου. Το σχήμα φάνταζε σαν all-star ομάδα σε πλήρη ισχύ χωρίς να είναι μια μονομαχία εγωισμών, αλλά μια συνάντηση δημιουργικής αλληλοεκτίμησης – δύο κορυφών που σέβονται και ενισχύουν ο ένας τον άλλο.

Η συναυλία ξεκίνησε με το “I Wanna Play My Guitar”, ένα καινούριο, ρυθμικό κομμάτι με φωνητικά από τον Mendoza, το οποίο έθεσε τον τόνο μιας ζωντανής, ανεπιτήδευτης έναρξης, πριν η συναυλία βυθιστεί σε πιο «σύνθετα» νερά. Ακολούθησε το ατμοσφαιρικό “The Sea of Emotion, Pt. 1”, ένα κομμάτι με έντονη εσωστρέφεια, που ανέδειξε την ικανότητα των Satriani και Vai να αφηγούνται συναισθήματα χωρίς λέξεις.

Ο Satriani, πάντα μεστός και ακριβής, παρέδωσε με άνεση ένα best-of σετ που περιλάμβανε κομμάτια όπως τα “Flying in a Blue Dream”, “Ice 9”, “Sahara”, “Satch Boogie” και το κλασικό πλέον “Surfing with the Alien”. Η ερμηνεία του κινήθηκε ανάμεσα στη μελωδικότητα και τη λογική ακρίβεια, δίνοντας έμφαση στην καθαρότητα των φράσεων και στην επικοινωνία με το κοινό – χωρίς υπερβολές, παραμένοντας πιστός στον δικό του ήχο, αφήνοντας τη μουσική να ρέει.

Από την άλλη πλευρά, ο Vai επένδυσε περισσότερο στο θεατρικό στοιχείο, διατηρώντας ακέραια τη χαρακτηριστική πολυδιάστατη αισθητική του. Το “Zeus in Chains” και το “Little Pretty” ανέδειξαν την avant-garde αισθητική του, ενώ στο “Tender Surrender” άγγιξε σχεδόν σιωπηλά το μεταφυσικό, χαρίζοντας μία από τις πιο αισθαντικές στιγμές της βραδιάς. Το αποκορύφωμα του προσωπικού του σετ ήρθε με το εντυπωσιακό “Teeth of the Hydra”, με την περίφημη τριπλή κιθάρα, και μέσα από ένα εντυπωσιακό performance, απέδειξε για άλλη μία φορά πως η σκηνική παρουσία είναι γι’ αυτόν αδιαχώριστη από τον ήχο.

Η ουσία της συναυλίας όμως βρισκόταν στην αρμονική σύμπραξή τους. Κομμάτια όπως το “If I Could Fly” και το “Always With Me, Always With You” έγιναν το πεδίο μιας μουσικής συνομιλίας, στην οποία οι δύο κιθαρίστες αντάλλασσαν φράσεις όχι ανταγωνιστικά, αλλά με καλλιτεχνική ευγένεια και διάθεση συμπλήρωσης. Το “For the Love of God”, αποτέλεσε μια ακόμα από τις στιγμές κορύφωσης – ένα κομμάτι που παραμένει συγκλονιστικό, όχι για τη δεξιοτεχνία του, αλλά για τη συναισθηματική του ένταση, με τον Vai να το ερμηνεύει σχεδόν σαν σε κατάσταση έκστασης.
Το encore, ιδιαίτερα θερμό, ξεκίνησε με το διαδραστικό “Crowd Chant”, που έδωσε την ευκαιρία στο κοινό να συμμετάσχει με φωνές και ρυθμικά χειροκροτήματα.

Κι ενώ η συναυλία φαινόταν να έχει ολοκληρωθεί, το encore επιφύλασσε μια έκπληξη: το “Born to Be Wild” των STEPPENWOLF – μια αναπάντεχη, αλλά ιδανική επιλογή για φινάλε, που μετέτρεψε τη σκηνή σε ροκ γιορτή. Σε αυτό το κομμάτι, εμφανίστηκε και ο Gus G. ως επίτιμος καλεσμένος, σκορπώντας ενθουσιασμό στους παρευρισκόμενους. Ο Έλληνας guitar hero με διεθνή πορεία (Ozzy Osbourne, FIREWIND), ο οποίος θα εμφανιστεί και στο Rock Hard Festival Greece τον Σεπτέμβριο με τη μπάντα του Gus G & Friends, ανέβηκε στη σκηνή και συνέπραξε με Satriani και Vai σ’ ένα φινάλε-γιορτή. Η σκηνή πλημμύρισε από χαμόγελα, πανηγυρικό riffing και ένωση τριών γενεών κιθαριστικής έκφρασης. Η συμμετοχή του, γεμάτη πάθος και ενέργεια (θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το G3 με ελληνικό άρωμα), πρόσθεσε μια νέα δυναμική στο ήδη φορτισμένο κλείσιμο. Η συγκεκριμένη εκτέλεση ήταν ένας φόρος τιμής στην ακατέργαστη ελευθερία του rock, γεφυρώνοντας το παλιό με το νέο, χωρίς αναχρονιστική διάθεση και χωρίς να εγκλωβίζεται στη νοσταλγία, με τον κόσμο να συρρέει μπροστά, μετατρέποντας το κλείσιμο σε μια αυθόρμητη αποθέωση για τους πρωταγωνιστές της βραδιάς.

Η εμφάνιση των SATCHVAI στο Rockwave Festival 2025 δεν ήταν απλώς ένα ακόμη event για “guitar geeks” με εντυπωσιασμούς από την ταχύτητα και τις πολύπλοκες φράσεις.. Ήταν μια πλήρης μουσική εμπειρία, βαθιά εκφραστική και αληθινά επικοινωνιακή. Ήταν εκείνη η αίσθηση ότι ο ήχος μπορεί να ενώνει, να ξεπερνά τους εγωισμούς και να μιλά στην καρδιά. Σε μια εποχή που το σόλο συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία, οι Satriani και Vai απέδειξαν ότι η κιθάρα, στα κατάλληλα χέρια, μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες χωρίς λέξεις – και να αγγίξει ακόμη και τους πιο δύσπιστους.
Κείμενο/Φωτογραφίες: Πέτρος Καραλής







DID YOU KNOW THAT:
Τρεις τριλογίες αποτελούν το “Gates of Fire”. Η πρώτη, ονομάζεται “The Frost Giant‘s daughter”, περιέχει τα κομμάτια “Riddle of Steel”, “Behind the Veil” και “When giants fall” και για όσους δεν είναι γνώστες του έργου του τεράστιου Robert E. Howard, αφορά το ομώνυμο έργο του, με πρωταγωνιστή τον θρυλικό ήρωα Conan, εμπνευσμένο από τον μύθο του Απόλλωνος και της Δάφνης, καθώς και από τον αντίστοιχο της Αταλάντης.
Did you know that:





Με το αντηλιακό να μπαίνει στα μάτια λόγω της αδυσώπητης ζέστης, μπήκα στον χώρο διεξαγωγής με το που βγήκαν στη σκηνή οι HAKEN. Το βρετανικό neo-prog τους το αγάπησα με το εκπληκτικό εκείνο “Virus” του 2020, ενώ και εκείνο το αλλόκοτο concept του “Fauna” είχε τη φάση του. Στα 40 λεπτά που είχαν στη διάθεσή τους, προσπάθησαν να δειγματίσουν σε όσους δεν ήξεραν κάποιες επιλεγμένες στιγμές από το παρελθόν τους.
Παρότι δεν συνηθίζεται στα opening acts που βγαίνουν μέσα στη ζέστη, οι HAKEN είχαν άψογο ήχο, έπαιξαν αλάνθαστα και ο frontman Ross Jennings ήταν σε μεγάλα κέφια. Προσωπικά ξεχώρισα το “1985” που είναι το GENESIS tribute του “Affinity” καθώς και το “Cockroach king” που στο τέλος κόλλησαν και ένα (απαραίτητο) πέρασμα από το “Iron man”. Πήραν δικαιολογημένα το ζεστό (sic) χειροκρότημα από τους γενναίους που έβραζαν κι εγώ μόλις πεθύμησα να ακούσω μετά από καιρό τους ENCHANT.
Κατά τα λοιπά, η ζωή μετά την αποχώρηση του Brent Hinds ξενίζει και ανέλαβε πιο ενεργό ρόλο ο Brann Dailor, όπως και τα φωνητικά μέρη του Hinds. Ο οποίος Dailor φορούσε Ozzy shirt, όπως και η κάσα είχε τον Randy Rhoads (!!!!), ενώ ο έτερος frontman Troy Sanders φορούσε κι αυτός ένα “Back to the beginning” shirt. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η εμφάνιση τους έκλεισε με το “Supernaut”, μέσα σε γενική αποθέωση και τη φιγούρα του Ozzman να καταλαμβάνει τα videowalls.
Πριν το αποχαιρετιστήριο tribute, οι MASTODON τίμησαν σχεδόν το σύνολο της δισκογραφίας τους. Από το “Hushed and grim” φτάνοντας μέχρι και το “Remission”. Το “The motherload” εξακολουθεί να είναι σπουδαίο τραγούδι, όπως και το “Blood and thunder” το mega hit τους. Απολαυστική εμφάνιση από τους MASTODON, που κάποτε πρέπει να πάρουν ένα σοβαρό ηχολήπτη για να ανέβουν επιτέλους επίπεδο.

Θα συμφωνήσω με το σχόλιο του αφεντικού (γκούχου γκούχου), πως με την πτώση του τραγουδιστή και την υπερ-αρτιότατη εμφάνιση των υπολοίπων, φαίνεται πως μεγαλώνει η ψαλίδα και ως εκ τούτου, εντείνεται η κριτική. Όμως, όντας πραγματιστής, οφείλω να αποδώσω τα εύσημα στον James LaBrie διότι αυτό το ζεστό βράδυ του Ιουλίου, αποστόμωσε πολλούς. Μπορεί να μην ήταν τέλειος, αλλά είχε πολύ κέφι, ανεβοκατέβαινε στην σκηνή και πατούσε αξιοπρεπέστατα στα πολύ απαιτητικά τραγούδια.
Σε μια ημέρα όπου το κύριο θέμα συζήτησης ήταν ο καύσωνας, οι DREAM THEATER μας έκαναν να μιλάμε μόνο για την επιλογή του setlist, την επιστροφή του Portnoy και τον βελτιωμένο LaBrie. Γιορτάζοντας τα 40 χρόνια ύπαρξης του συγκροτήματος, η δίωρη διάρκεια δεν επιτρέπει μια επιλογή τραγουδιών από κάθε τους ολοκληρωμένη κυκλοφορία, όμως αυτά που ακούσαμε, σίγουρα αντιπροσώπευαν τις περισσότερες πτυχές της πορείας τους. Μπορεί η εποχή Mangini να είχε μοναδικό αντιπρόσωπο το “The enemy inside” από το “Dream Theater”, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού η επιστροφή του ασώτου Mike, έριχνε το βάρος στα «δικά» του τραγούδια.
Στις πιο αξιοσημείωτες στιγμές της βραδιάς, ανήκει η εκτέλεση του “Hollow years” με το εκτεταμένο σόλο και τους στίχους, όπως είχε γραφτεί στην προπαραγωγή του “Falling into infinity”, αλλά και το έτερο τραγούδι του άλμπουμ που παίχτηκε, το “Peruvian skies” στο οποίο αναμίξανε το “Wish you were here” των PINK FLOYD σε μια απίστευτη εκτέλεση. Το έκλεισαν μάλιστα με το ριφ του “Wherever I may roam” αλλά και το αρχικό ριφ του “Black Sabbath” ως φόρο τιμής στον Ozzy. Γνωρίζοντας το παρελθόν τους, στοιχηματίζαμε πως θα προσέθεταν μια διασκευή για να αφιερώσουν στον Βρετανό τραγουδιστή, μετά την είδηση του θανάτου του, όμως προτίμησαν να του αφιερώσουν το “The spirit carries on”.
Με δεδομένο τον καύσωνα και την φήμη του εσωστρεφή, ο Myung ήταν αρκετά δραστήριος, ενώ ο Portnoy, έδειχνε σαν πραγματικός αρχηγός, στην πλατφόρμα των drums, σχεδόν χωρίς ιδρώτα, ακόμα και στα πιο απαιτητικά τραγούδια. Ο Petrucci (με το κόκκινο μπλουζάκι από λάθος γκαρνταρόμπα – δεν άντεξα), κάρφωσε τα μέρη του και ο Rudess ήταν σε απόλυτη αρμονία μαζί του, αν και σπάνια αντάλλαζαν ματιές. Οι τύποι, ακόμα κι αν κρατάς σημειωματάριο, μπορούν να σε αφήσουν με το στόμα ανοικτό.
Με αρχοντική εμφάνιση λοιπόν, οι Αμερικάνοι άφησαν το μεγάλο κοινό, ικανοποιημένο, σε μια ημέρα που χρειαστήκαμε πολύ ενυδάτωση και αρκετή αντοχή, κάτι που πιστεύω είχε αντίκτυπο στις σχετικά ήπιες αντιδράσεις κατά την διάρκεια των τραγουδιών. Μας άφησαν με την υπόσχεση πως θα επιστρέψουν την επόμενη άνοιξη, όμως μέχρι τότε, το χαμόγελο από την φετινή εμφάνιση θα παραμένει.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης



















Did you know that?
Did you know that?