Saturday, December 13, 2025




Home Blog Page 32

Rockwave Festival 2025 (SATCHVAI, Terra Vibe Park, 28/7/2025)

0
Satchvai

Satchvai

Η βραδιά της 28ης Ιουλίου στο TerraVibe Park εξελίχθηκε σε ένα κιθαριστικό ορόσημο, καθώς οι Joe Satriani και Steve Vai – δύο από τους επιδραστικότερους κιθαρίστες στην ιστορία του σύγχρονου instrumental rock – ένωσαν τις δυνάμεις τους ως SATCHVAI BAND, προσφέροντας μια ανεπανάληπτη μουσική εμπειρία στο κοινό του Rockwave Festival 2025.

Στο πλευρό των δύο κιθαριστών, μια all-star rhythm section πλαισίωσε ιδανικά τη βραδιά, προσδίδοντας βάθος και στιβαρότητα στη μουσική ροή. Ο Marco Mendoza, γνώριμος από τη θητεία του σε μπάντες όπως οι WHITESNAKE,  THIN LIZZY και οι THE DEAD DAISIES, έδωσε τον παλμό με το χαρακτηριστικό του groove και την εκφραστική του παρουσία, ενώ συνεισέφερε με άνεση στα φωνητικά. Στα τύμπανα, ο βετεράνος Kenny Aronoff — με ιστορία δίπλα σε ονόματα όπως οι John Mellencamp και Iggy Pop — υπήρξε ακριβής κι εκρηκτικός, χτίζοντας μια σταθερή ρυθμική ραχοκοκαλιά σε κάθε κομμάτι. Την εικόνα συμπλήρωνε ο αξιόπιστος Pete Thorn στη ρυθμική κιθάρα, με παίξιμο διακριτικό αλλά κομβικό, επιτρέποντας στους δύο frontmen να ξεδιπλώσουν το πλήρες φάσμα της δεξιοτεχνίας τους χωρίς ποτέ να χάνεται η συνοχή του ήχου. Το σχήμα φάνταζε σαν all-star ομάδα σε πλήρη ισχύ χωρίς να είναι μια μονομαχία εγωισμών, αλλά μια συνάντηση δημιουργικής αλληλοεκτίμησης – δύο κορυφών που σέβονται και ενισχύουν ο ένας τον άλλο.

Η συναυλία ξεκίνησε με το “I Wanna Play My Guitar”, ένα καινούριο, ρυθμικό κομμάτι με φωνητικά από τον Mendoza, το οποίο έθεσε τον τόνο μιας ζωντανής, ανεπιτήδευτης έναρξης, πριν η συναυλία βυθιστεί σε πιο «σύνθετα» νερά. Ακολούθησε το ατμοσφαιρικό “The Sea of Emotion, Pt. 1”, ένα κομμάτι με έντονη εσωστρέφεια, που ανέδειξε την ικανότητα των Satriani και Vai να αφηγούνται συναισθήματα χωρίς λέξεις.

Ο Satriani, πάντα μεστός και ακριβής, παρέδωσε με άνεση ένα best-of σετ που περιλάμβανε κομμάτια όπως τα “Flying in a Blue Dream”, “Ice 9”, “Sahara”, “Satch Boogie” και το κλασικό πλέον “Surfing with the Alien”. Η ερμηνεία του κινήθηκε ανάμεσα στη μελωδικότητα και τη λογική ακρίβεια, δίνοντας έμφαση στην καθαρότητα των φράσεων και στην επικοινωνία με το κοινό – χωρίς υπερβολές, παραμένοντας πιστός στον δικό του ήχο, αφήνοντας τη μουσική να ρέει.

Από την άλλη πλευρά, ο Vai επένδυσε περισσότερο στο θεατρικό στοιχείο, διατηρώντας ακέραια τη χαρακτηριστική πολυδιάστατη αισθητική του. Το “Zeus in Chains” και το “Little Pretty” ανέδειξαν την avant-garde αισθητική του, ενώ στο “Tender Surrender” άγγιξε σχεδόν σιωπηλά το μεταφυσικό, χαρίζοντας μία από τις πιο αισθαντικές στιγμές της βραδιάς. Το αποκορύφωμα του προσωπικού του σετ ήρθε με το εντυπωσιακό “Teeth of the Hydra”, με την περίφημη τριπλή κιθάρα, και μέσα από ένα εντυπωσιακό performance, απέδειξε για άλλη μία φορά πως η σκηνική παρουσία είναι γι’ αυτόν αδιαχώριστη από τον ήχο.

Η ουσία της συναυλίας όμως βρισκόταν στην αρμονική σύμπραξή τους. Κομμάτια όπως το “If I Could Fly” και το “Always With Me, Always With You” έγιναν το πεδίο μιας μουσικής συνομιλίας, στην οποία οι δύο κιθαρίστες αντάλλασσαν φράσεις όχι ανταγωνιστικά, αλλά με καλλιτεχνική ευγένεια και διάθεση συμπλήρωσης. Το “For the Love of God”, αποτέλεσε μια ακόμα από τις στιγμές κορύφωσης – ένα κομμάτι που παραμένει συγκλονιστικό, όχι για τη δεξιοτεχνία του, αλλά για τη συναισθηματική του ένταση, με τον Vai να το ερμηνεύει σχεδόν σαν σε κατάσταση έκστασης.

Το encore, ιδιαίτερα θερμό, ξεκίνησε με το διαδραστικό “Crowd Chant”, που έδωσε την ευκαιρία στο κοινό να συμμετάσχει με φωνές και ρυθμικά χειροκροτήματα.

Κι ενώ η συναυλία φαινόταν να έχει ολοκληρωθεί, το encore επιφύλασσε μια έκπληξη: το “Born to Be Wild” των STEPPENWOLF – μια αναπάντεχη, αλλά ιδανική επιλογή για φινάλε, που μετέτρεψε τη σκηνή σε ροκ γιορτή. Σε αυτό το κομμάτι, εμφανίστηκε και ο Gus G. ως επίτιμος καλεσμένος, σκορπώντας ενθουσιασμό στους παρευρισκόμενους. Ο Έλληνας guitar hero με διεθνή πορεία (Ozzy Osbourne, FIREWIND), ο οποίος θα εμφανιστεί και στο Rock Hard Festival Greece τον Σεπτέμβριο με τη μπάντα του Gus G & Friends, ανέβηκε στη σκηνή και συνέπραξε με Satriani και Vai σ’ ένα φινάλε-γιορτή. Η σκηνή πλημμύρισε από χαμόγελα, πανηγυρικό riffing και ένωση τριών γενεών κιθαριστικής έκφρασης. Η συμμετοχή του, γεμάτη πάθος και ενέργεια (θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το G3 με  ελληνικό άρωμα), πρόσθεσε μια νέα δυναμική στο ήδη φορτισμένο κλείσιμο. Η συγκεκριμένη εκτέλεση ήταν ένας φόρος τιμής στην ακατέργαστη ελευθερία του rock, γεφυρώνοντας το παλιό με το νέο, χωρίς αναχρονιστική διάθεση και χωρίς να εγκλωβίζεται στη νοσταλγία, με τον κόσμο να συρρέει μπροστά, μετατρέποντας το κλείσιμο σε μια αυθόρμητη αποθέωση για τους πρωταγωνιστές της βραδιάς.

Η εμφάνιση των SATCHVAI στο Rockwave Festival 2025 δεν ήταν απλώς ένα ακόμη event για “guitar geeks” με εντυπωσιασμούς από την ταχύτητα και τις πολύπλοκες φράσεις.. Ήταν μια πλήρης μουσική εμπειρία, βαθιά εκφραστική και αληθινά επικοινωνιακή. Ήταν εκείνη η αίσθηση ότι ο ήχος μπορεί να ενώνει, να ξεπερνά τους εγωισμούς και να μιλά στην καρδιά. Σε μια εποχή που το σόλο συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία, οι Satriani και Vai απέδειξαν ότι η κιθάρα, στα κατάλληλα χέρια, μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες χωρίς λέξεις – και να αγγίξει ακόμη και τους πιο δύσπιστους.

Κείμενο/Φωτογραφίες: Πέτρος Καραλής

A day to remember… 28/07 “Sabotage” BLACK SABBATH

0

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Sabotage”
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1975
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Vertigo
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Mike Butcher
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Ozzy Osbourne
Drums – Bill Ward
Κιθάρες– Tony Iommi
Μπάσο – Geezer Butler

Με την απώλεια του Ozzman να είναι ακόμη νωπή, πάμε να πούμε μερικά πράγματα για το έκτο από τα Big 6 των SABS. Ένα άλμπουμ που είχε μια άσχημη περιρρέουσα ατμόσφαιρα και παρ’ όλα αυτά, έγραψε τη δική του ιστορία. Βλέπεις, ακόμη και μέσα από το σκοτάδι, πάντα μπορεί να βγει κάτι που να λάμπει.

Μετά το συγκλονιστικό “Sabbath bloody Sabbath”, η τετράδα από το Μπέρμιγχαμ διαπίστωσε ότι τα χρήματα που είχαν ως λαμβάνειν από τις πωλήσεις και τις συναυλίες δεν είχαν καμία αντιστοιχία με αυτά που έπρεπε να βρίσκονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Πάρθηκε η απόφαση για την απόλυση του manager Patrick Meehan και εκεί ξεκίνησε μια μεγάλη δικαστική διαμάχη. Με τους δικηγόρους να μπαινοβγαίνουν στα Morgan Studios και τα εξώδικα και τις μηνύσεις να βρίσκονται στο mailbox του χώρου ηχογράφησης, το αποτέλεσμα ήταν να βγει το “Sabotage” με μια ιδιάζουσα, σκοτεινή ατμόσφαιρα.

Έχοντας ως δεδομένο ότι το instrumental “Supertzar” μπήκε τελευταία στιγμή ως ιδέα του Will Malone,  ενορχηστρωτή της English Chamber Choir, ώστε να γεμίσει η διάρκεια, το “Don’t start (too late)” είναι πρακτικά το outro του “Hole in the sky” και οι πειραματισμοί του Ward του “Blow on a jug” να επέχουν θέση hidden track στο τέλος του βινυλίου, οι έξι συνθέσεις του “Sabotage” είναι σε σταθερά υψηλότατο επίπεδο, λαμβάνοντας πάντα ως δεδομένη την ψυχολογική πίεση της εποχής για την τετράδα των BLACK SABBATH, αλλά και τα δεδομένα «πάθη» που είχαν καθ’ όλη τη διάρκεια των 70s. Πέρα από το ιδανικό opener, εδώ έχουμε το διαχρονικότατο “Symptom of the universe” με το riff-φωτιά, το “Thrill of it all” που ακούγεται ως αδικημένο outtake του “Volume 4”, την εμπορική απόπειρα του “Am I going insane? (radio)” και φυσικά τα δύο έπη που κλείνουν θεαματικά και τις δύο πλευρές.

Τα “Megalomaniac” και “The writ”, αμφότερα με διάρκεια άνω των οκτώ λεπτών, είναι «εξαιρετικά αφιερωμένα» στον πρώην μάνατζερ τους, με στίχους γεμάτους βιτριόλι και μπηχτές, καθώς και με εντονότατη prog διάθεση. Ειδικά στο “Megalomaniac”, αυτό που συμβαίνει είναι πέρα από κάθε προσδοκία, δίνοντας του δικαιωματικά τον τίτλο του πιο αδικημένου SABBATH epic track. Και για να είμαστε δίκαιοι, το “Sabotage” στην ολότητά του αδικήθηκε διαχρονικά από τους δημιουργούς του και έπρεπε να περιμένει καρτερικά τη δικαίωσή του για περίπου σαράντα χρόνια, όταν εν τέλει αποφάσισαν οι SABS να το τιμήσουν στη “The End” tour. 

Αν και καθολικά θεωρείται ως ο αδύναμος κρίκος του Big 6, πιστεύω ότι το “Sabotage” έχει υποτιμηθεί χωρίς να του αξίζει. Ίσως, γιατί όσα θαυμαστά είχαν προηγηθεί από τους BLACK SABBATH ήταν πρωτοποριακά και larger than life. Το (δυσάρεστο) timing όμως που ζούμε αυτές τις ημέρες είναι εν τέλει ιδανικό, ώστε αυτό το σπουδαίο album να λάβει την αναγνώριση που του πρέπει στη συνείδηση όλων μας. 

DID YOU KNOW THAT:

– Το “Am I going insane? (radio)” κυκλοφόρησε ως single μόνο στην Ιαπωνία, αν και οι βλέψεις της τετράδας ήταν διαφορετικές για το συγκεκριμένο τραγούδι. Με τη διαφορά βέβαια ότι ο ίδιος ο Ozzy θεωρούσε ότι δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες πέντε συνθέσεις. 

– Τα Morgan Studios του Λονδίνου, τα οποία συνδέονται άρρηκτα με την prog era των BLACK SABBATH, ειδικά στα 70s ήταν ένας πολύ δημοφιλής προορισμός για την ηχογράφηση πολλών διάσημων καλλιτεχνών από το Ηνωμένο Βασίλειο. Ενδεικτικά αναφέρονται τα “Billion dollar babies” (Alice Cooper), “Sad wings of destiny” (JUDAS PRIEST), “Phenomenon” (UFO), “Meddle” (PINKI FLOYD) και βεβαίως όλα τα κλασικά albums των JETHRO TULL.

Γιώργος Κόης

A day to remember… “Gates of Fire” – MANILLA ROAD

0

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ“Gates of Fire” – MANILLA ROAD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ2005
ΕΤΑΙΡΙΑBattle Cry Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣMANILLA ROAD
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Bryan Patrick – Φωνητικά
Mark Shelton – Κιθάρα, φωνητικά
Harvey Patrick – Μπάσο
Cory Christner – Τύμπανα

Τους MANILLA ROAD τους είχαμε αφήσει στην κυκλοφορία του “Spiral castle”, το δεύτερο άλμπουμ της τρίτης δισκογραφικής περιόδου (2001-2017) του group, μετά το “Atlantis rising”. Τους είχαμε αφήσει να πατούν πολύ δυνατά στα πόδια τους, να μας δείχνουν πως το μέλλον τους φάνταζε ευοίωνο και πως θα μπορούσε να υπάρξει μεγάλο ενδιαφέρον και για τους δίσκους πέραν των μεγάλων επών που ηχογραφήθηκαν μεταξύ 1983-1987 (θα πουν οι περισσότεροι, εγώ το φτάνω μέχρι ΚΑΙ το 1990). Δεν ήταν και μικρό κατόρθωμα αυτό, για τον μεγάλο Mark Shelton και την (εκάστοτε) παρέα του, να παράγει αξιόλογες δουλειές επί τόσα έτη… Κάτι σήμαινε!

Σε αντίθεση με το “Spiral castle” που συνετέθη και ηχογραφήθηκε μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, με συνεισφορά όλων των μελών του group, το “Gates of Fire”, έργο αποκλειστικό του αρχηγού Shelton, άργησε περισσότερο. Λογικό, καθώς μεσολάβησε μεταξύ άλλων και η αντικατάσταση του μισού line-up. Έτσι, τον μπασίστα Mark Anderson και τον drummer Scott Peters, διαδέχτηκαν ο αδερφός του Bryan, o Harvey και ο Cory Christner, αντίστοιχα. Αλλαγές που δεν είχαν τον παραμικρό αντίκτυπο στο «δέσιμο» και στον ήχο των MANILLA ROAD, αφού τόσο ο Anderson όσο και ο Christner, παίζουν άψογα. Απλά, θα δώσω ένα credit παραπάνω στον δεύτερο, γιατί ανέκαθεν τα τύμπανα των MANILLA ROAD ήταν το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό τους.

“Upon this field of honor, icy crimson death
Bodies hacked and dismembered, shields and armor cleft”

Τρεις τριλογίες αποτελούν το “Gates of Fire”. Η πρώτη, ονομάζεται The Frost Giants daughter, περιέχει τα κομμάτια “Riddle of Steel”, “Behind the Veil” και “When giants fall” και για όσους δεν είναι γνώστες του έργου του τεράστιου Robert E. Howard, αφορά το ομώνυμο έργο του, με πρωταγωνιστή τον θρυλικό ήρωα Conan, εμπνευσμένο από τον μύθο του Απόλλωνος και της Δάφνης, καθώς και από τον αντίστοιχο της Αταλάντης.

Οι Aesir του Wulfhere εναντίον των Vanir του Bragi, η πανέμορφη Atali με το μαγικό της πέπλο, που τρελαίνει με τα κάλλη της τον Conan και τον παρασύρει, μετά από κυνηγητό, σε ενέδρα, η μάχη με τους γιγαντιαίους αδερφούς της, ο θάνατος αυτών, η έλευση του θεού Ymir για να σώσει την κόρη του, όλα παρουσιάζονται και εξιστορούνται με πολύ ωραίο τρόπο από τους Αμερικανούς.

Εναλλαγές γρήγορων και αργών ρυθμών, ατμόσφαιρα ενδεικτική της μπάντας, χρήση και διατήρηση ποιητικών περιγραφών σε όλη τη διάρκεια της τριλογίας, κλασσικές MANILLA ROAD συνθέσεις. Ειδικά το “Riddle of Steel”, άνετα θα το έλεγες το «βλαστάρι» του έπους “Metalström”, από το “Open the gates”.

“Harken the tale of Aeneas – Last hero of Iliam”
“Mortal born son of Venus – Destined to Latium”

Έχουμε περάσει ήδη στη δεύτερη, την εμπνευσμένη από την «Αινειάδα» του Βιργίλιου, Out of the ashes. Ο Αινείας ανέκαθεν ήταν ένας από τους πιο αδικημένους αλλά και συμπαθείς ήρωες της Ιλιάδας. Πολέμαρχος των Δαρδάνων, γιός του πρίγκηπα Αγχίση, ξαδέρφου του Πριάμου και της θεάς Αφροδίτης. Ημίθεος, γαρ. Παίρνοντας τον γέρο πια πατέρα του στις πλάτες και έχοντας τον μικρό του γιό δίπλα του, πέρασε ανάμεσα από τους Αχαιούς την ώρα που η Τροία γινόταν στάχτη και σώθηκε. Άλλοι λένε πως οι Αχαιοί αναγνώρισαν την παλικαριά του και τον σεβάστηκαν, άλλοι πως ο Αινείας έβλεπε το διόλου αίσιο τέλος του πολέμου και είχε έρθει σε συμφωνία με τους Αχαιούς, δίνοντάς τους χρήματα. Εμείς, επειδή μας αρέσει το επικό metal και δεν είμαστε «πεζοί» πραγματιστές, κρατάμε την πρώτη εκδοχή.

Long story short, ξεκινά λοιπόν το ταξίδι του, μαζί με τους επιζώντες Δάρδανους και Τρώες, για το άγνωστο. Αυτό το «άγνωστο» θα είναι τελικά η ιταλική χερσόνησος, όπου θα ακολουθήσει πόλεμος μεταξύ Τρώων και Λατίνων, η επικράτηση των πρώτων και τελικά η ίδρυση μιας νέας πατρίδας, η οποία θα εξελιχθεί στην παντοκράτειρα Ρώμη. Λόγω της ποιότητάς του, θα συγχωρήσουμε το ορθογραφικό λάθος στον τίτλο του “The fall of Iliam”. “Iliam” δεν υπάρχει. Ή θα το πεις “Ilion” (Ίλιον) ή θα χρησιμοποιήσεις τη λατινική του ονομασία, “Ilium”. «Τραβηγμένη» διόρθωση, για κάποιους, αλλά καθείς έχει τις παραξενιές του. Τα άλλα δύο κομμάτια της τριλογίας, είναι τα “Imperious rise” και “Rome”. Oι διάρκειες αυξάνονται, το επικό metal του group γίνεται ακόμη πιο πομπώδες μα και βάρβαρο.

“The battle-roar is over, no Spartan left alive
The fallen king is silent, his spirit’s taken flight…”

Τρίτη και τελευταία τριλογία είναι η “Gates of Fire” (I. “Stand of the Spartans”/II. “Betrayal”/III. “Epitaph to the King”). Και μόνον ο τίτλος, αρκεί για να εξηγήσει πού αυτή αναφέρεται. Λεωνίδας, Θερμοπύλες, 480 π.Χ. O Shelton μεγαλουργεί ξανά. Ξέρει το θέμα με το οποίο καταπιάνεται, το προσεγγίζει όπως πρέπει μουσικά (το πένθιμο “Betrayal” είναι σπουδαίο), το σέβεται. Αναπαράγοντας μάλιστα, στο τέλος της τριλογίας, τη μελωδία του ΕΠΟΥΣ “The ninth wave”, από το “Open the gates”, είναι σαν να προσδίδει στον Λεωνίδα μια μυθική υπόσταση, ανάλογη του Αρθούρου.

Όπως γράφτηκε και στο σχετικό κείμενο, το “Spiral castle” αφιερώθηκε σε φίλους του συγκροτήματος, που είχαν φύγει από τη ζωή, όπως ο Allen Denny (επικεφαλής των επί σκηνής οπτικοακουστικών συστημάτων του group), ο Al Arnold (ξανά στη λίστα αφιερώσεων, μετά το “Open the gates”), ο Robert Park (αδερφός του Scott Park), o Ronnie True και ο Cliff Burton. Τη φορά αυτή, το “Gates of Fire” θα αφιερωνόταν σε όλους όσους έδωσαν τη ζωή τους, υπερασπιζόμενοι τα πιστεύω τους.

Μπορώ εννοείται να συνδέσω την αφιέρωση με την τριλογία του Λεωνίδα, μπορώ να επεκτείνω κάπως την σκέψη μου και να την συνδέσω και με τον Αινεία, υπό το πρίσμα πως ήταν ένας από τους πιο ανδρείους μαχητές του Ιλιαδικού Πολέμου, αλλά ομολογώ πως ο Conan δε μου «κολλάει» καθόλου εδώ… Άλλη μια λεπτομέρεια όμως που επίσης ομολογουμένως, δε θα έπρεπε να με απασχολεί στο τέλος της ημέρας.

Όπως και με τους δύο δίσκους που προηγήθηκαν, έτσι και με το “Gates of Fire”, ο Mark Shelton δεν άφησε τους MANILLA ROAD να «παλιώσουν» και να γίνουν «σκιά του εαυτού τους» και τους κράτησε ακμαίους μουσικά, στιχουργικά και εκτελεστικά. Αν και λόγω της φύσης της ιδίας της μουσικής του group, δεν του ήταν εύκολο να προσεταιριστεί νέους σε ηλικία οπαδούς, τουλάχιστον τα τραγούδια που έγραφε εξακολουθούσαν να φουσκώνουν από περηφάνια τα στήθη όλων όσων ακολουθούσαν τους MANILLA ROAD σταθερά και πιστά, όλα αυτά τα χρόνια.

Δεν το λες και λίγο…

Δημήτρης Τσέλλος

A day to remember… “Doomsday machine” – ARCH ENEMY

0

ARCH ENEMY – “Doomsday machine”
ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Doomsday machine”
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Century Media
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rickard Bengtsson
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Angela Gossow
Κιθάρες – Michael Amott
Κιθάρες – Christopher Amott
Μπάσο – Sharlee D’Angelo
Τύμπανα – Daniel Erlandsson
Σε αρκετά κείμενα μου έχω υπογραμμίσει ότι η εποχή των ARCH ENEMY με την Angela Gossow στα φωνητικά και συγκεκριμένα στα άλμπουμ “Wages of sin”, “Anthems of rebellion” και “Doomsday machine”, είναι και η αγαπημένη μου του συγκροτήματος. Βέβαια οι ARCH ENEMY τα τελευταία χρόνια με την Alisa όχι μόνο άσχημα δεν τα πάνε, αντιθέτως έχουν γίνει μία ηγέτιδα μπάντα στον χώρο, έχουν μεγαλώσει τρομερά τη βάση των οπαδών τους και βγάζουν τρομερά άλμπουμ. Εδώ όμως έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία και το “Doomsday machine” μπαίνει με χαρακτηριστική άνεση στις κορυφαίες μου προτιμήσεις από τη δισκογραφία τους.
Με το “Doomsday machine”, οι ARCH ENEMY βρέθηκαν σε πλήρης δημιουργική ωριμότητα. Ο Michael Amott με χαρακτηριστική άνεση συνδύασε τις κλασικές heavy metal επιρροές του με τα πιο επιθετικά thash ή groove riff, σε μία άρτια μίξη από τον Andy Sneap και παραγωγή από τον Rickard Bengtsson. Στο σύνολο του μιλάμε για ένα άλμπουμ που κουβαλάει τη μελωδία, το νεύρο και την τεχνική που χαρακτηρίζουν τον ήχο της μπάντας. Τα χαρακτηριστικά riffs των αδελφών Amott, η στιβαρή παραγωγή και η ερμηνεία της Gossow, επιθετική αλλά και απόλυτα ελεγχόμενη, συνθέτουν ένα αποτέλεσμα που δείχνει πως το συγκρότημα ήξερε ακριβώς πού ήθελε να πάει.
Το “Nemesis” αποτελεί δικαίως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και διαχρονικά τραγούδια τους, με το riff να σου καρφώνεται στο μυαλό και το ρεφρέν να γίνεται σύνθημα. Από την άλλη, κομμάτια όπως το εκπληκτικό “My apocalypse”, το “Carry the cross”, το “I am legend/Out for blood” και ένα από τα αγαπημένα μου του δίσκου, το “Skeleton dance”, καταδεικνύουν τη συνέπεια στη σύνθεση και την ισορροπία ανάμεσα σε τεχνική και groove. Ο δίσκος, αν και μοντέρνος, δεν χάνει στιγμή την επαφή του με τις κλασικές heavy metal ρίζες του.
Μπορεί κάποιοι να θεώρησαν το “Doomsday machine” πιο προσιτό ή λιγότερο ακραίο σε σχέση με προηγούμενες δουλειές των ARCH ENEMY, όμως για πολλούς αυτό ακριβώς ήταν το στοιχείο που τους έφερε πιο κοντά στο ευρύτερο metal κοινό. Το άλμπουμ παραμένει συμπαγές από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς αδύναμες στιγμές, με ποικιλία στον ρυθμό και μελωδική ωριμότητα. Από τις ηχογραφήσεις μέχρι το εξώφυλλο, το “Doomsday machin” είναι μια δουλειά που επιβεβαιώνει τη θέση των ARCH ENEMY ανάμεσα στις κορυφαίες μπάντες του μοντέρνου μελωδικού death metal. Δεκαεννιά χρόνια μετά, παραμένει δίσκος που αντέχει στον χρόνο και κυρίως, δίσκος που ξανακούς με ευχαρίστηση.

Did you know that:
• Μετά την κυκλοφορία του “Doomsday machine” ο Christopher Amott αποχώρησε προσωρινά από το συγκρότημα, περνώντας τα επόμενα δύο χρόνια διδάσκοντας κιθάρα, πριν επιστρέψει εκ νέου.

Δημήτρης Μπούκης

A day to remember… “Unleash the Fury” – YNGWIE MALMSTEEN

0

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Unleash the Fury” – YNGWIE MALMSTEEN
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΙΑ: Spitfire Records
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Yngwie Malmsteen
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Κιθάρα / Μπάσο / Πλήκτρα: Yngwie Malmsteen
Φωνητικά: Doogie White
Τύμπανα: Patrick Johansson
Πλήκτρα: Joakim Svalberg

Ο Σουηδός μάγος της εξάχορδης επιστρέφει δυναμικά με το “Unleash the Fury”, ένα άλμπουμ που φέρει τον χαρακτηριστικό νεοκλασικό ήχο του Yngwie Malmsteen, ανανεωμένο όμως με μια ελαφρώς πιο σύγχρονη αισθητική. Ο Yngwie J. Malmsteen αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα αλλά και επιδραστικά πρόσωπα στο χώρο της σκληρής μουσικής. Από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, έχει καταφέρει να σφυρηλατήσει ένα μοναδικό μουσικό ιδίωμα, όπου η βαριά metal αισθητική συναντά τις νεοκλασικές φόρμες με επιρροές από Paganini, Bach και Vivaldi, υπό την αδιάκοπη συνοδεία απίστευτης δεξιοτεχνίας. Το “Unleash the Fury”, που κυκλοφόρησε το 2005, αποτελεί μία ακόμα προσθήκη στην πλούσια δισκογραφία του, και λειτουργεί περισσότερο ως επαναβεβαίωση της ταυτότητάς του παρά ως μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού.

Ο τίτλος του δίσκου έχει τις ρίζες του σε μια διάσημη στιγμή από τα ’80s, όταν ο Malmsteen φέρεται να φώναξε “Unleash the fury!” κατά τη διάρκεια μιας επεισοδιακής πτήσης – μια ατάκα που μετατράπηκε σε cult για τους fans. Αν και το περιστατικό είχε έναν πιο… εκτός μουσικής χαρακτήρα, ο δίσκος φέρει πραγματικά «λυσσασμένη» ενέργεια.

Το “Unleash the Fury” περιλαμβάνει 18 κομμάτια, με διάρκεια που ξεπερνά τα 70 λεπτά. Ο δίσκος ισορροπεί μεταξύ τραγουδιών με φωνητικά και ορχηστρικών συνθέσεων, ακολουθώντας τη γνώριμη συνταγή Malmsteen: Εξωπραγματικά γρήγορα solo, πολυφωνικές μελωδικές γραμμές, arpeggios και sweep picking, όλα εκτελεσμένα με σχεδόν κλινική ακρίβεια.

Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του “Locked & Loaded”, ο ακροατής καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται για τίποτα λιγότερο από έναν Malmsteen που βρίσκεται σε φόρμα. Το “Winds of War (Invasion)” ξεχωρίζει για τον επικό του χαρακτήρα και την κινηματογραφική διάσταση που αποπνέει, ενώ το “Cherokee Warrior” φλερτάρει με πιο παραδοσιακά metal στοιχεία, δίνοντας βάρος στη μελωδία και την αφήγηση. Το “Cracking the Whip” και το “Guardian Angel” αναδεικνύουν την ικανότητα του Malmsteen να συνδυάζει φαινομενικά αντίθετα στοιχεία: τεχνική επίδειξη και συναισθηματικό βάθος.

Οι instrumental συνθέσεις (“Fuguetta”, “Paraphrase”, “Majestic Blue”) λειτουργούν ως «διαλλείματα» που αποδεικνύουν πόσο βαθιά έχει μελετήσει τη θεωρία της μουσικής και πόσο άνετα κινείται ανάμεσα στα baroque σχήματα και τις metal εκρήξεις.

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον Malmsteen, ο οποίος δεν περιορίζεται στις κιθάρες: παίζει επίσης μπάσο, πλήκτρα και φυσικά αναλαμβάνει και την παραγωγή, γεγονός που δείχνει την ανάγκη του να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Τα τύμπανα αναλαμβάνει ο Patrick Johansson, ενώ στα φωνητικά επιστρέφει ο πολύπειρος Doogie White (πρώην RAINBOW), του οποίου η θεατρικότητα και η βαρύτονη δυναμική φωνή του δένουν ιδανικά με τις συμφωνικές αποχρώσεις του άλμπουμ.

Η παραγωγή είναι καθαρή και στιβαρή, με έμφαση φυσικά στην κιθάρα – συχνά εις βάρος άλλων οργάνων, κάτι που αποτελεί συχνό φαινόμενο στους δίσκους του Malmsteen. Η μίξη έχει περισσότερο «σχολή ‘80s» αισθητική, με εμφανές το βάρος στην κιθαριστική γραμμή και τη σχετική υποχώρηση των drums και του μπάσου στο ηχητικό φόντο.

Όπως σχεδόν σε κάθε δίσκο του Malmsteen, έτσι κι εδώ έχουμε ένα δίπολο: από τη μία πλευρά, η τεχνική αρτιότητα και η συνθετική συνέπεια είναι εντυπωσιακές· από την άλλη, η επανάληψη και η απουσία εκπλήξεων καθιστούν το άκουσμα ενίοτε κουραστικό. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις στο ύφος σε σχέση με προηγούμενες δουλειές του, και η υπερπληθώρα κομματιών δημιουργεί ένα αίσθημα κορεσμού – ο δίσκος ίσως κέρδιζε αν περιόριζε τη διάρκειά του και γινόταν πιο περιεκτικός.

Ωστόσο, για τους φίλους του shred, του neoclassical metal και –φυσικά– του ίδιου του Yngwie, το “Unleash the Fury” είναι ένα άλμπουμ-δήλωση: ένας καλλιτέχνης που, παρά τις δεκαετίες καριέρας, συνεχίζει απτόητος και αμετακίνητος να δημιουργεί με βάση το προσωπικό του όραμα, χωρίς να υποκύπτει σε τάσεις ή προσδοκίες.

Το “Unleash the Fury” είναι ο ορισμός του «ό,τι βλέπεις, αυτό παίρνεις» – και στην περίπτωση του Malmsteen, αυτό σημαίνει κιθαριστικό παραλήρημα, νεοκλασικές εκρήξεις, αισθητική υπερβολή, αλλά και μια σταθερή, απαράμιλλη αφοσίωση στη μουσική του τέχνη. Μπορεί να μην κερδίσει νέους ακροατές, αλλά για τους παλιούς είναι μια ακόμα απολαυστική στάση στο ταξίδι του «σουηδού μάγου».

Did you know that:

– Ο τίτλος “Unleash the Fury” προέρχεται από ένα διάσημο πλέον περιστατικό το 1988, όταν ο Malmsteen, σε κατάσταση μέθης κατά τη διάρκεια πτήσης, ενοχλούσε τους επιβάτες και δέχτηκε ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπο από γυναίκα επιβάτη. Η απάντησή του ήταν η ατάκα “You’ve unleashed the f*ing fury!”**, η οποία ηχογραφήθηκε από τον drummer Anders Johansson, και αργότερα διέρρευσε στο κοινό, αποκτώντας cult status. Η ατάκα έγινε meme πριν την εποχή των memes

– Το ηχητικό απόσπασμα της θρυλικής φράσης κυκλοφορούσε ανάμεσα σε fans για χρόνια, πολύ πριν γίνει τίτλος δίσκου. Ήταν σχεδόν «urban legend» του metal κόσμου. Ο ίδιος ο Malmsteen παραδέχθηκε πως επέλεξε τον τίτλο “Unleash the Fury” ειρωνικά, για να διασκεδάσει με την κακή του φήμη ως «δύσκολος» και «υπερόπτης». Ήταν, όπως είπε, μια μορφή αυτοσαρκασμού, αφού η φράση είχε γίνει ανέκδοτο στον μουσικό κύκλο.

– Το εξώφυλλο του άλμπουμ σχεδιάστηκε από τον ίδιο, έχοντας την άμεση καλλιτεχνική επίβλεψη ακόμα και στο εικαστικό μέρος, επιμένοντας στο να αποδοθεί η εικόνα ενός «κλασικού ήρωα» του shred με… εξώκοσμη ενέργεια.

– Ηχογραφήθηκε στο προσωπικό του στούντιο “Studio 308” στη Φλόριντα. Το όνομα του στούντιο αναφέρεται στην αγαπημένη του Ferrari 308 GTS (όπως εκείνη της σειράς των 80’sMagnum”!)

– Σύμφωνα με τον ίδιο, σε πολλά κομμάτια του δίσκου χρησιμοποίησε πένες κατασκευασμένες ειδικά για sweeps και arpeggios.

– Ο Malmsteen έχει δηλώσει πως για τα ορχηστρικά κομμάτια άκουγε Albinoni και Vivaldi για να εμπνευστεί δομές

– Ο ίδιος ο Malmsteen έχει πει σε συνέντευξή του ότι το instrumental κομμάτι “Guardian Angel” είναι μια αφιέρωση στη μητέρα του, που απεβίωσε λίγα χρόνια πριν. Είναι ένα από τα πιο «λυρικά» και συναισθηματικά του shred κομμάτια

Πέτρος Καραλής

A day to remember… 26/7 [NEVERMORE]

0
Nevermore

Nevermore

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “This godless endeavour” – NEVERMORE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Century Media
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Andy Sneap
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Warrel Dane – φωνητικά
Jeff Loomis – κιθάρες
Steve Smyth – κιθάρες
Jim Sheppard – μπάσο
Van Williams – τύμπανα

Οφείλουμε κάποια στιγμή να παραδεχτούμε ότι είμαστε η πιο τυχερή γενιά στην ιστορία του πλανήτη Γη απ’ αρχής χρόνου, γιατί πολύ απλά στα καλύτερα έτη της ζωής μας, ζήσαμε σε ζωντανή μετάδοση την αρχή και την πορεία αυτής της τεράστιας μπάντας που λεγόταν NEVERMORE.

Εντάξει, είναι κι άλλες που τις ζήσαμε σε πραγματικό χρόνο, και όσο τυχεροί είμαστε άλλο τόσο και άτυχοι αντίστοιχα γιατί τους βλέπουμε να φεύγουν… Σαν οπαδός NEVERMORE όμως, και ένεκα των γενεθλίων σήμερα, θα μιλήσουμε γι’ αυτό το κεφάλαιο.

Λέω την αρχή και την πορεία αλλά όχι το τέλος, γιατί εκεί που νομίζαμε ότι είχε έρθει, έγινε ένα ΜΠΑΜ και τα δύο από τα τρία εναπομείναντα ιδρυτικά μέλη αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ένα ταξίδι που εγώ προσωπικά το βίωσα στα άκρα, και είναι εντυπωσιακό να βλέπεις ένα συγκρότημα να ξεκινάει, προχωράει, να μεγαλώνει, να ωριμάζει και να φτάνει σε ένα σημείο που δεν ξέρω καν αν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω “αποκορύφωμα”. Αυτό ήταν πάντα το ζήτημα με τους NEVERMORE, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συμφωνήσουμε που και ποιο ήταν το ταβάνι τους. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα όμως, είναι ότι η ωριμότητα και όλα τα στοιχεία που απέκτησαν όσο ήταν εν ενεργεία, συνοψίζονται σε απόλυτη αρμονία και τεχνική σε αυτό εδώ το έπος που σβήνει σήμερα 20 ολόκληρα κεράκια.

Μάλιστα φίλε μου.

Σαν σήμερα το 2005 κυκλοφορεί ο έκτος δίσκος των NEVERMORE με τίτλο “This Godless Endeavour”.

Και δεν ξέρω αν θα καταφέρω να σου δώσω να καταλάβεις το ωστικό κύμα που προκάλεσε η κυκλοφορία του. Γιατί ήταν αυτό ακριβώς. Ένα ΩΣΤΙΚΟ ΚΥΜΑ. Από το πρώτο χτύπημα στο ταμπούρο του Van με το ξεκίνημα του “Born”, Χριστέ και Παναγιά, άκου πως ξεκινάει ο δίσκος! Σοκ και δέος!

3-0 από τα αποδυτήρια. Μέχρι και το τελευταίο σκάσιμο στο φινάλε του ομώνυμου τραγουδιού, μιλάμε για έναν οργασμό Νεβερμορικής τελειότητας.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:

Θα ξεκινήσω από το εξώφυλλο. Ίσως το πιο ψαρωτικό από όλα τα εξώφυλλα της μπάντας. Το κοριτσάκι σε πρώτο πλάνο, με φόντο το δυστοπικό τοπίο που θαρρώ είναι αυτό που αναφέρεται στα τελευταία λόγια του Warrel στη τελευταία στροφή, στο φινάλε του δίσκου. Είχαν τυπωθεί και μπλουζάκια για την εμφάνισή τους στη χώρα μας τότε με αυτή την εικόνα μπροστά και τις 2 ημερομηνίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στην πλάτη. Εκείνη ήταν πραγματικά μεγαλειώδης εμφάνιση!

Ο ήχος και η παραγωγή είναι ένας κανονικός οδοστρωτήρας, με μια Century Media να προσπαθεί να διορθώσει το λάθος που είχε κάνει στον προηγούμενο δίσκο με την απαράδεκτη και άδικη μεταχείριση προς τους NEVERMORE και με τον Andy Sneap στη θέση του παραγωγού να αναλαμβάνει και να φέρνει την αποστολή εις πέρας, όπως και στο παρελθόν, με μεγάλη επιτυχία και με αξιοζήλευτο αποτέλεσμα.

Στη σύνθεση της μπάντας, που εδώ ήταν 5μελής, βρίσκουμε και την συμπαθέστατη φιγούρα του κιθαρίστα Steve Smyth, ο οποίος έδεσε υπέροχα με τον Jeff δημιουργώντας ένα τρομερό δίδυμο.

Οι στίχοι του Warrel είναι όπως πάντα ευφυέστατοι και κοφτεροί, μιλώντας για τα αγαπημένα του ζητήματα όπως τις κατεστραμμένες ανθρώπινες σχέσεις, την προπαγάνδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης που τόσο πολύ σιχαίνονταν, τις πάσης φύσεως πλύσεις εγκεφάλου και υποδούλωσης που προέρχονται από τις θρησκείες και τους θεούς του κόσμου και φυσικά, ίσως το αποκορύφωμα της στιχουργικής του έμπνευσης, την εξέλιξη της τεχνολογικής νοημοσύνης που μελλοντικά θα κατακτήσει το ανθρώπινο γένος, κάτι το οποίο ίσως και σιγά σιγά να γίνεται πραγματικότητα. Μιλάω φυσικά για το “Sentient 6”, που στην ουσία είναι το κλείσιμο της ιστορίας που ξεκίνησε με το “The learning” στο “Politics Of Ecstasy”, και αναφέρεται σε ένα ρομπότ το οποίο δημιουργήθηκε αρχικά για να υπηρετεί τον άνθρωπο, αποκτώντας σταδιακά συνείδηση και αισθήματα και φτάνοντας στο σημείο να θέλει να καταστρέψει την ανθρωπότητα. Προφητικό; Ας ελπίσουμε πως όχι…

Τεχνικά το συγκρότημα γαζώνει και πυροβολεί ασταμάτητα, με θανατηφόρα τύμπανα από τον ημίθεο Van Williams, ένα σκασμό τρομερών riffs αλλά και πολύπλοκα solos από τις δύο κιθάρες και φυσικά έναν Warrel να τον πιείς στο ποτήρι, οι τσιρίδες στο θεό έχουν σχεδόν εξαφανιστεί αλλά έχουν δώσει την θέση τους σε μια επιβλητική ερμηνεία, η φυσική κατάσταση και τα προβλήματα υγείας του Dane τον υποχρέωσαν να φέρει στα μέτρα του τον τρόπο που τραγουδάει, με το αποτέλεσμα να είναι αυτό ακριβώς που αρμόζει στον δίσκο.

Οι εντάσεις εντός της μπάντας είχαν αρχίσει να γίνονται γνωστές, με το συγκρότημα να έχει χωριστεί σε δύο “στρατόπεδα”, περιττό να αναφέρουμε ποιος ήταν με ποιον. Μια προσωρινή παύση για να κυκλοφορήσει ο Warrel και ο Jeff τους προσωπικούς τους δίσκους ήταν απλά η αρχή του τέλους, παρόλο που κανείς μας δεν ήθελε να το πιστέψει, ωστόσο το “This Godless Endeavour” ήταν αδιαμφισβήτητα ακόμα ένα υπέρλαμπρο διαμάντι στην κοσμηματοθήκη των NEVERMORE.

Πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι κάτι άλλο, όταν κοιτάζοντας το track list παθαίνεις ζαβλαμά. Αν αναρωτιέσαι τι ακριβώς είναι ο ζαβλαμάς, δεν έχεις παρά να βάλεις τον δίσκο να παίξει, δυνατά. Αυτό που θα αισθάνεσαι καθ’όλη τη διάρκεια της ακρόασης, είναι ο ζαβλαμάς. Έτσι απλά. Ενδεικτικά, μερικές από τις κορυφαίες στιγμές της μπάντας, τώρα κανονικά θα έπρεπε να αναφέρω συγκεκριμένα κομμάτια αλλά σιγά μην μπορώ να διαλέξω τι θα έβαζα και τι θα άφηνα απ’έξω! Ακόμα και αυτά που παίζουν τον ρόλο του filler, χαχαχαχαχα τι λέω δεν υπάρχει filler εδώ μέσα!

Ωστόσο αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιο με ένα φανταστικό πιστόλι στον κρόταφο, αυτό θα ήταν ξεκάθαρα το ομώνυμο τραγούδι. Έχω πει στο παρελθόν ότι είναι συμπυκνωμένη όλη η ουσία των NEVERMORE σε αυτό το κομμάτι.

Εισαγωγή; Ανατριχίλα.

Main riff; Ξεκάθαρα μέσα στα 3 καλύτερα που έχει σκαρώσει ο Jeff.

Τύμπανα; Σεμινάριο από την αρχή ως το τέλος.

Solo; Εντάξει, εκεί χάνεται πραγματικά το τόπι, απόλυτη δικαίωση σε όλους εμάς που λέμε ότι το heavy metal είναι κλασική μουσική με distortion.

Ερμηνεία Warrel; Αβίαστα παρελαύνουν όλες οι περσόνες του μακαρίτη δίνοντας ένα ανεπανάληπτο ρεσιτάλ.

Στίχοι; Το κατά Dane Ευαγγέλιο, υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να το δώσω αυτούσιο, αλλά ας σταθούμε στα εδάφια που λέει

“Our organic equation has shown its flaw,
Can we agree to disagree on the concept of God?”

και φυσικά ίσως την αγαπημένη μου στιγμή σε ολόκληρη την ιστορία των NEVERMORE,

“We contemplate oblivion
As we resonate our dissonance
In godless, random interpretation
The universe still expands
Mankind still can’t understand
How to define you
So hide your face
And watch us exterminate ourselves over you
Welcome to the end, my friend
The sky has opened…”

Ειλικρινά αν δεν νιώσεις δέος ακούγοντάς το, ψάξου, κάτι δεν πάει καλά με τα human parts σου…

Εν κατακλείδι, το “This Godless Endeavour” είναι ο τελευταίος μεγάλος δίσκος των NEVERMORE, μιας και το επόμενο ήταν αισθητά κατώτερο και βεβιασμένο. Ό,τι και να γίνει στο μέλλον με την επαναδραστηριοποίηση Jeff και Van, που είμαι απολύτως βέβαιος πως θα κάνουν το καλύτερο που μπορούν, αλλιώς δεν θα έμπαιναν στη διαδικασία να ξυπνήσουν κάτι πεθαμένο, δεν νομίζω να μπορέσουν ποτέ να ξεπεράσουν αυτό το μεγαλείο. Βέβαια ποτέ μην λες ποτέ, όμως εγώ προσωπικά θα κρατήσω αυτή την ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού, περιμένοντας εναγωνίως την κυκλοφορία του δίσκου, τόσο πολύ που με κάποιο μαγικό τρόπο είχε πέσει στα χέρια μου μια ανεπίσημη αντεγραμμένη κόπια ενός promo CD, με τους μισούς τίτλους τραγουδιών να μην είναι καν αποφασισμένοι ακόμα, και με την φωνή του Warrel μέσα στα κομμάτια να λέει σε σημεία ότι ακούμε τον καινούριο δίσκο των NEVERMORE που θα κυκλοφορήσει σύντομα από την Century Media, προφανώς για θέματα προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων. Φαντάσου, είχα μάθει όλα τα κομμάτια απ’ έξω και ανακατωτά, και όταν επιτέλους πήρα το digipack στα χέρια μου, ήταν σαν να τα άκουγα για πρώτη φορά. Διάβολε, και προχθές που το άκουγα, πάλι σαν να ήταν η πρώτη μου φορά αισθάνθηκα…

ΥΓ: Τελείωσα το άρθρο, το οποίο στον λόγο μου συνετάχθη ανάμεσα σε δουλειές και small breaks μεταξύ αυτών, και αλήθεια αν γινόταν είχα άλλα τόσα να γράψω… Ζητώ συγγνώμη για τον οπαδικό παροξυσμό, αλλά τώρα θα με μάθεις; Αυτός είμαι.

“I am the bringer of the end,
fear me,
I am the beast that is technology”

Μίμης Καναβιτσάδος

Release Athens Festival (DREAM THEATER – MASTODON – HAKEN, Πλατεία Νερού, 23/07/2025)

0

Με τον θάνατο του Ozzy να είναι φρέσκος και την Αθήνα να βράζει από τη ζέστη, σαν ένα τεράστιο wok, έπρεπε να πάρω θάρρος και να πάω από νωρίς στην Πλατεία Νερού. Η τελευταία ημέρα του Release Athens 2025 είχε τρία στα τρία αγαπημένα σχήματα και δεν ήθελα να χάσω ούτε στιγμή από αυτό το φοβερό line up.

Με το αντηλιακό να μπαίνει στα μάτια λόγω της αδυσώπητης ζέστης, μπήκα στον χώρο διεξαγωγής με το που βγήκαν στη σκηνή οι HAKEN. Το βρετανικό neo-prog τους το αγάπησα με το εκπληκτικό εκείνο “Virus” του 2020, ενώ και εκείνο το αλλόκοτο concept του “Fauna” είχε τη φάση του. Στα 40 λεπτά που είχαν στη διάθεσή τους, προσπάθησαν να δειγματίσουν σε όσους δεν ήξεραν κάποιες επιλεγμένες στιγμές από το παρελθόν τους.

Παρότι δεν συνηθίζεται στα opening acts που βγαίνουν μέσα στη ζέστη, οι HAKEN είχαν άψογο ήχο, έπαιξαν αλάνθαστα και ο frontman Ross Jennings ήταν σε μεγάλα κέφια. Προσωπικά ξεχώρισα το “1985” που είναι το GENESIS tribute του “Affinity” καθώς και το “Cockroach king” που στο τέλος κόλλησαν και ένα (απαραίτητο) πέρασμα από το “Iron man”. Πήραν δικαιολογημένα το ζεστό (sic) χειροκρότημα από τους γενναίους που έβραζαν κι εγώ μόλις πεθύμησα να ακούσω μετά από καιρό τους ENCHANT.

Με τους MASTODON συμβαίνει εδώ και μια εικοσαετία το εξής παράδοξο: Όσο άρτια είναι τα albums τους, άλλο τόσο “λασπωμένες” είναι οι συναυλίες τους. Η φετινή τους εμφάνιση δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Για μια ακόμη φορά, επί σκηνής η πεντάδα έπαιζε παπάδες, αλλά ο ήχος ήταν μεταξύ θολούρας και λάσπης. Πραγματικά, είναι να απορεί κανείς πως ένα τόσο καθιερωμένο όνομα δεν έχει καταφέρει να βρει έναν ηχολήπτη της προκοπής, μετά από τόσα χρόνια.

Κατά τα λοιπά, η ζωή μετά την αποχώρηση του Brent Hinds ξενίζει και ανέλαβε πιο ενεργό ρόλο ο Brann Dailor, όπως και τα φωνητικά μέρη του Hinds. Ο οποίος Dailor φορούσε Ozzy shirt, όπως και η κάσα είχε τον Randy Rhoads (!!!!), ενώ ο έτερος frontman Troy Sanders φορούσε κι αυτός ένα “Back to the beginning” shirt. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η εμφάνιση τους έκλεισε με το “Supernaut”, μέσα σε γενική αποθέωση και τη φιγούρα του Ozzman να καταλαμβάνει τα videowalls.

Πριν το αποχαιρετιστήριο tribute, οι MASTODON τίμησαν σχεδόν το σύνολο της δισκογραφίας τους. Από το “Hushed and grim” φτάνοντας μέχρι και το “Remission”. Το “The motherload” εξακολουθεί να είναι σπουδαίο τραγούδι, όπως και το “Blood and thunder” το mega hit τους. Απολαυστική εμφάνιση από τους MASTODON, που κάποτε πρέπει να πάρουν ένα σοβαρό ηχολήπτη για να ανέβουν επιτέλους επίπεδο.

Γιώργος Κοης

Η επιστροφή των DREAM THEATER στη χώρα μας, ως headliners αυτής της βραδιάς, είναι ένα από τα πολυσυζητημένα γεγονότα του καλοκαιριού. Στην περιοδεία της επανασύνδεσής τους με τον Mike Portnoy, δεν πέρασαν από εδώ και οι ανταποκρίσεις ήταν διθυραμβικές, οπότε οι προσδοκίες ήταν υψηλές, όπως άλλωστε επιβάλλεται για τους άρχοντες του progressive metal. Ναι, κανείς δεν αμφιβάλλει για την απόδοση των τεσσάρων μουσικών και όλοι έχουν κάτι να πουν για την φωνή του James LaBrie, οπότε ας ξεκινήσουμε από τον Καναδό. Δεν θα μπορούσαμε να απαιτούμε από έναν 62άχρονο να αποδίδει με το ίδιο κρύσταλλο και το ίδιο εύρος με το στούντιο και ιδιαίτερα όταν κάποια από τα τραγούδια που ερμηνεύει, ηχογραφήθηκαν πριν 30 χρόνια (και βάλε).

Θα συμφωνήσω με το σχόλιο του αφεντικού (γκούχου γκούχου), πως με την πτώση του τραγουδιστή και την υπερ-αρτιότατη εμφάνιση των υπολοίπων, φαίνεται πως μεγαλώνει η ψαλίδα και ως εκ τούτου, εντείνεται η κριτική. Όμως, όντας πραγματιστής, οφείλω να αποδώσω τα εύσημα στον James LaBrie διότι αυτό το ζεστό βράδυ του Ιουλίου, αποστόμωσε πολλούς. Μπορεί να μην ήταν τέλειος, αλλά είχε πολύ κέφι, ανεβοκατέβαινε στην σκηνή και πατούσε αξιοπρεπέστατα στα πολύ απαιτητικά τραγούδια.

Σε μια ημέρα όπου το κύριο θέμα συζήτησης ήταν ο καύσωνας, οι DREAM THEATER μας έκαναν να μιλάμε μόνο για την επιλογή του setlist, την επιστροφή του Portnoy και τον βελτιωμένο LaBrie. Γιορτάζοντας τα 40 χρόνια ύπαρξης του συγκροτήματος, η δίωρη διάρκεια δεν επιτρέπει μια επιλογή τραγουδιών από κάθε τους ολοκληρωμένη κυκλοφορία, όμως αυτά που ακούσαμε, σίγουρα αντιπροσώπευαν τις περισσότερες πτυχές της πορείας τους. Μπορεί η εποχή Mangini να είχε μοναδικό αντιπρόσωπο το “The enemy inside” από το “Dream Theater”, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού η επιστροφή του ασώτου Mike, έριχνε το βάρος στα «δικά» του τραγούδια.

Στις πιο αξιοσημείωτες στιγμές της βραδιάς, ανήκει η εκτέλεση του “Hollow years” με το εκτεταμένο σόλο και τους στίχους, όπως είχε γραφτεί στην προπαραγωγή του “Falling into infinity”, αλλά και το έτερο τραγούδι του άλμπουμ που παίχτηκε, το “Peruvian skies” στο οποίο αναμίξανε το “Wish you were here” των PINK FLOYD σε μια απίστευτη εκτέλεση. Το έκλεισαν μάλιστα με το ριφ του “Wherever I may roam” αλλά και το αρχικό ριφ του “Black Sabbath” ως φόρο τιμής στον Ozzy. Γνωρίζοντας το παρελθόν τους, στοιχηματίζαμε πως θα προσέθεταν μια διασκευή για να αφιερώσουν στον Βρετανό τραγουδιστή, μετά την είδηση του θανάτου του, όμως προτίμησαν να του αφιερώσουν το “The spirit carries on”.

Με δεδομένο τον καύσωνα και την φήμη του εσωστρεφή, ο Myung ήταν αρκετά δραστήριος, ενώ ο Portnoy, έδειχνε σαν πραγματικός αρχηγός, στην πλατφόρμα των drums, σχεδόν χωρίς ιδρώτα, ακόμα και στα πιο απαιτητικά τραγούδια. Ο Petrucci (με το κόκκινο μπλουζάκι από λάθος γκαρνταρόμπα – δεν άντεξα), κάρφωσε τα μέρη του και ο Rudess ήταν σε απόλυτη αρμονία μαζί του, αν και σπάνια αντάλλαζαν ματιές. Οι τύποι, ακόμα κι αν κρατάς σημειωματάριο, μπορούν να σε αφήσουν με το στόμα ανοικτό.

Με αρχοντική εμφάνιση λοιπόν, οι Αμερικάνοι άφησαν το μεγάλο κοινό, ικανοποιημένο, σε μια ημέρα που χρειαστήκαμε πολύ ενυδάτωση και αρκετή αντοχή, κάτι που πιστεύω είχε αντίκτυπο στις σχετικά ήπιες αντιδράσεις κατά την διάρκεια των τραγουδιών. Μας άφησαν με την υπόσχεση πως θα επιστρέψουν την επόμενη άνοιξη, όμως μέχρι τότε, το χαμόγελο από την φετινή εμφάνιση θα παραμένει.

Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

 

CHONTARAZ – “Phantom of reality” (SAOL)

0
Chontaraz

Chontaraz

Ομολογώ ότι πριν από το τρίτο τους άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, δεν είχα ακούσει το παραμικρό για τους CHONTARAZ από τη Νορβηγία. Η παρουσία όμως του Fotis Benardo στα ντραμς και την παραγωγή του “Phantom of reality”, το guest του Σάκη Τόλη (ROTTING CHRIST) και οι υπόλοιπες ελληνικές συμμετοχές (του Κώστα Μέξη στο μπάσο και του Γιώργου Νεράντζη στα πλήκτρα), εννοείται ότι μου κίνησαν το ενδιαφέρον.

Από το εναρκτήριο “Istanbul”, καταλαβαίνεις ότι αυτό που θα ακούσεις, είναι πολύ ανώτερο του μέσου όρου, με τις ανατολίτικες επιρροές και τον αμανέ να κλέβουν την παράσταση και τον Φώτη στα ντραμς να δείχνει πόσο κομβικής σημασίας μεταγραφή είναι.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε όμως τα ιδιαίτερα φωνητικά του Frode Kvarsnes (Chontaraz), ο οποίος έχει την ικανότητα να ελίσσεται από το ύφος του Till Lindemann (γενικότερα παίζουν πολύ οι RAMMSTEIN στον δίσκο) και του Marilyn Manson, μέχρι αυτό του Johannes Eckerström (AVATAR) αλλά και του Udo Dirkschneider, κάτι που τους δίνει μία αξιοζήλευτη ποικιλία.

Το άλμπουμ, έχει μία πολύ έξυπνη ροή, αφού τα τρία κομβικά του τραγούδια, είναι τοποθετημένα στην αρχή, τη μέση και το τέλος. Αρχίζει με το “Istanbul”, για το οποίο ήδη μιλήσαμε (ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι στο ντεμπούτο τους, υπήρχε το τραγούδι “Eyrusalem”) και κάπου στη μέση βρίσκουμε το “Scream”, που έχει ως guest τον Σάκη Τόλη, ο οποίος χαρίζει αυτά τα trademark φωνητικά του στο ρεφρέν, απογειώνοντάς το στην κυριολεξία. Το τραγούδι, όμως, που ακούω ξανά και ξανά, είναι το “Kingpin”, που κλείνει το “Phantom of reality”, με την ωμή του δύναμη και την ατελείωτη γκρούβα και είναι πραγματικά πάρα πολύ κολλητικό.

Σίγουρα οι λάτρεις του σκοτεινού, industrial ήχου, με κάποια nu και groove metal στοιχεία, είναι βέβαιο ότι θα βρουν αντικείμενο μελέτης. Ακούγοντας τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους κατόπιν εορτής, το “Phantom of reality” ακούγεται πολύ καλύτερο, από μία πιο συγκροτημένη μπάντα, με στιβαρό ήχο που δεν αστειεύεται και μπορεί να αναμιγνύει ετερόκλητα στοιχεία δημιουργώντας κάτι αρκετά ομοιόμορφο στο τέλος. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και μόνο, αξίζει να τους δώσετε μία ευκαιρία. Εγώ, προσωπικά, θα ήθελα πολύ να τους δω και live…

8 / 10

Σάκης Φράγκος

A day to remember…“Songs from the lion’s cage” – ARENA

0

ΟΝΟΜΑ ΑΛ

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Songs from the lion’s cage” – ARENA
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΙΑ: Verglas Music
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Mike Stobbie
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – John Carson
Κιθάρα – Keith Moore
Μπάσο – Cliff Orsi
Τύμπανα – Mick Pointer
Πλήκτρα – Clive Nolan

Δε νοείται έστω και στοιχειώδης μελετητής του neo prog και να μην έχει -τουλάχιστον- ακούσει τους ARENA. Ένα σχήμα που δημιουργήθηκε από τον Mick Pointer, πρώην ντράμερ των MARILLION, με τους οποίους και ηχογράφησε το EP “Market square heroes” αλλά και το αστραφτερό ντεμπούτο τους “Script for a jester’s tear” ή με άλλα λόγια, το αλφαβητάρι του ιδιώματος. Το άλμπουμ που έθεσε τις βάσεις και περιχαράκωσε ένα ολόκληρο κίνημα, που ναι μεν αντλούσε τις επιρροές του από την ανεξάντλητη μαρμίτα του 70s progressive rock αλλά φρόντισε να το μπολιάσει με πιο σύγχρονες πρακτικές που το έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό σε μία -περιορισμένη- είναι αλήθεια κάστα “τζαζεμένων” όπως δηλώνει δίχως αναστολές ο γράφων. 

Ο πολυπράγμων κημπορντίστας και δεινός συνθέτης, Clive Nolan ήταν εκείνος που ανέλαβε να μετουσιώσει το όραμα των ARENA και πολύ σύντομα ανέλαβε ηγετικό ρόλο, τον οποίο και διατηρεί αναλλοίωτο μέχρι τις ημέρες μας. Και στάθηκε πολύτιμος αρωγός ώστε ο Pointer να ξεπεράσει -έστω και με σημαντική χρονοκαθυστέρηση- το σοκ της απόλυσης από τους άλλοτε συνοδοιπόρους του. Και τα υπόλοιπα μέλη των ARENA, όμως, το καθένα από δικό του μετερίζι, προσέφερε ότι μπορούσε στο συνολικό αποτέλεσμα.

Κάθε αρχή και δύσκολη, μια ματιά όμως στο εξώφυλλο, μπορούσε να πείσει τον οποιονδήποτε για τις διαθέσεις της πεντάδας. Αποφασιστικότητα, δίψα για δημιουργία δυνατών στιγμών που θα χαραχτούν στην μνήμη των ακροατών αλλά και η γνώριμη μαξιμαλιστική προσέγγιση κάθε σοβαρού καλλιτέχνη που σέβεται το neo prog αναφορικά με τις μακροσκελείς, δαιδαλώδεις σε ορισμένες στιγμές, συνθέσεις. Στοιχεία που εύκολα εντοπίζονται στο ντεμπούτο τους σε στάδιο συγκέντρωσης και τάσης για σταδιακή αποφόρτιση από όλους εκείνους που  άσκησαν την δέουσα γοητεία στην μουσική των ARENA. O μαγευτικός νέος κόσμος του progressive καλωσορίζει στις αγκάλες του μια ακόμα σπουδαία περίπτωση σύναξης μουσικών που διαθέτουν φιλοδοξίες αλλά και όραμα στο πως θα εξελιχθούν μέσα στον κυκεώνα της σύγχρονης δισκογραφίας. 

To εναρκτήριο “Out of the wilderness” είναι εκείνο που δίνει μονομιάς το στίγμα του τι θα επακολουθήσει ενώ το δεκάλεπτο “Valley of the kings” φροντίζει να εξωτερικεύσει την επικολυρική διάσταση του ύφους τους. Η τετραλογία του “Crying for help”, όντας instrumental κατά τα ¾, προσφέρει τις απαιτούμενες ανάσες ανάμεσα στα κομμάτια, τα “Jericho” και “Midas vision” διαθέτουν κι αυτά όμορφες στιγμές, με το 14λεπτο μεγαλειώδες “Salomon” να μας δίνει το τελειωτικό χτύπημα, όπου οι ARENA μέσα από ένα πλήθος συναισθημάτων δεν λοξοδρομούν ούτε κατ’ ελάχιστο στην δημιουργία μουσικών εικόνων – κόσμημα για κάθε αφοσιωμένο οπαδό. Η απαρχή μιας λαμπρής πορείας βρίσκεται εδώ και περιμένει στωικά να αποκαλυφθεί σε όσους ενδιαφερθούν να ανακαλύψουν το σημείο εκκίνησης των Άγγλων. Τα καλύτερα έπονται…

Did you know that?

  • Ο Steve Rothery, ο κιθαρίστας των MARILLION, προσεκλήθη να παίξει ένα solo στο “Crying for help IV”. Συνεπώς δεν οφείλεται σε αυτόν η απόλυση του Pointer από τους Άγγλους neo prosters…
  • … Η απόλυση από τους οποίους δεν έγινε με τις καλύτερες καταστάσεις αφού ο Pointer είχε κατηγορηθεί ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα υπόλοιπα μέλη στις εξελικτική διαδικασία, μένοντας όντας στάσιμος στον τρόπο παιξίματος. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου… 
  • To “SFTLC” αποτέλεσε το πρώτο και τελευταίο άλμπουμ των ARENA στο οποίο συμμετείχαν οι Carson και Orsi, ο τραγουδιστής και μπασίστας αντίστοιχα.
  • Εκλεκτικές neo prog συγγένειες… Ο παραγωγός του άλμπουμ, Mike Stobbie εμφανίζεται ως πληκτράς στα credits του μοναδικού ομώνυμου άλμπουμ των CASINO που κυκλοφόρησε το 1992. Μαζί με τον Clive Nolan που έχει γράψει την όλη την μουσική και τον τραγουδιστή των TWELFTH NIGHT Geoff Mann. Με μπασίστα τον Jon Jeary και κιθαρίστα τον Karl Groom, ιδρυτικά μέλη των σπουδαίων THRESHOLD. Υπό την αιγίδα της SI Music που κυκλοφόρησε δουλειές των CLESPYDRA, LANDMARQ, SHADOWLAND, EVERON, TWELFTH NIGHT και COLLAGE. Χαμός…

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

 

A day to remember…“Lost” – ELEGY

0

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Lost” – ELEGY
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΙΑ: T & T/Noise
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Henk Van Der Laars/Wolfgang Stach
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Eduard Hovinga
Κιθάρα – Henk Van Der Laars
Κιθάρα –  Gilbert Pot
Μπάσο – Martin Helmantel
Τύμπανα – Dirk Bruinenberg
Πλήκτρα – Gerri Nager

Σε ένα παράλληλο metal σύμπαν όπου η δικαιοσύνη θα καθόριζε με βάση όλα τα δεδομένα που θα είχε στην διάθεση της το status του εκάστοτε καλλιτέχνη, οι ELEGY θα αναγορεύονταν σε ένα από τα πιο σημαντικά power/progressive metal σχήματα της Ευρώπης. Αντ’ αυτού, θα μνημονεύονται εσαεί από μία κλειστή κάστα αμετανόητων οπαδών που λάτρεψαν -και εξακολουθούν να λατρεύουν- τα δισκογραφικά πονήματα των Ολλανδών. Ελάχιστες είναι οι στιγμές κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που δραστηριοποιήθηκαν, για τις οποίες κάποιος μπορεί να κοντοσταθεί και να την χαρακτηρίσει ως μέτρια ή λιγότερη καλή συγκριτικά με τις υπόλοιπες. Δεν είναι και πολλές, άλλωστε. Επτά τον αριθμό. Μία από τις κυκλοφορίες εκείνες που σήκωσαν αρκετή σκόνη και σχετική αντιπαράθεση στους κύκλους των οπαδών, ήταν το δεύτερό τους άλμπουμ “Supremacy”. Το σχήμα δεν κατόρθωσε να χτίσει πάνω στην επιτυχία του ντεμπούτου της, εκείνου του εξαιρετικού “Labyrinth of dreams”, με αποτέλεσμα ο αρχικός ενθουσιασμός να δώσει την θέση του στον προβληματισμό για το μέλλον. Το “Lost”, γεννήθηκε μέσα από την συγκεκριμένη συνθήκη, η ουσία, όμως, είναι ότι κατόρθωσε να ξεπεράσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τους προηγούμενους σκοπέλους και να ικανοποιήσει με το υλικό του μία πολύ μεγάλη μερίδα των φίλων τους.

O Hovinga μετά τις επικίνδυνες φωνητικές ακροβασίες του “Supremacy” “έριξε” τους τόνους, ακολουθώντας πιο down to earth ερμηνείες, συνθετικά ο τρίτος δίσκος ηχεί πιο συγκροτημένος και σοφά μελετημένος, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται εύκολα στις κορυφαίες στιγμές της δισκογραφίας τους. Το “Everything” είναι το άνοιγμα της αυλαίας που όλοι ανυπομονούσαμε να ακούσουμε πίσω στο 1995, το μελωδικό “Always with you”, μαζί με το στακάτο “Crossed the line” και το καταιγιστικό “Spanish inquisition” είναι πιθανότατα η κορυφαία τριάδα κομματιών όπου όλα τα στοιχεία που μας έκαναν να αγαπήσουμε τους ELEGY υφίστανται σε αφθονία! Από την μία ένας ξεκάθαρα δομημένος τρόπος σκέψης ο οποίος βασίζεται στις επιταγές του ευρωπαϊκού power metal, από την άλλη η πλουραλιστική διάθεση για εμπλουτισμό σε πιο progressive φόρμες βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο. Και αν δεν αρκούν όλα αυτά, μας φιλοδωρούν με neoclassical τζούρες, κυρίως μέσω των solos του Van Der Laars για να ολοκληρωθεί με τον ιδανικότερο τρόπο η συνταγή. Εξακολουθώ να θεωρώ το “Lost” ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από το “Labyrinth of dreams”, παραμένει ωστόσο ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του ήχου τους μαζί με το επόμενο καταπληκτικό “State of mind”.

Did you know that?

  • Δύο οι επανακυκλοφορίες του άλμπουμ. Η πρώτη από την πολύ γνωστή μας Metal Mind (2009), στην έκδοση της οποίας συναντάμε δύο bonus, τις demo εκτελέσεις των “I’m no fool” και “Labyrinth of dreams” ενώ η δεύτερη είναι βινυλιακή από την No Dust (2021).
  • Με το ίδιο όνομα συναντάμε μία ψυχεδελική/progressive rock μπάντα από την Αγγλία που είχε όμως ως έδρα την Αυστρία. H μοναδική της επίσημη κυκλοφορία ήταν το 7ιντσο “No direction/Pain” to 1971.
  • Το “Lost” αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της συνεργασίας του Hovinga με τους ELEGY αφού αντικαταστάθηκε από τον Άγγλο Ian Parry με τον οποίο και κυκλοφόρησαν τα “State of mind”, “Manifestation of fear”, “Forbidden fruit”, “Principles of pain”.
  • Δεν μου επιτρέπω να ξεχάσω ΠΟΤΕ την εξαιρετική παρουσία των ELEGY ως support των STRATOVARIUS στο Ρόδον στις 14 Σεπτεμβρίου 1997. Μας επισκέφθηκαν εκ νέου το 2024 αυτή την φορά με τους ANGRA και τους δικούς μας THE SILENT RAGE στο Κύτταρο.

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece