Tuesday, April 1, 2025
Home Blog Page 32

SEPULTURA: Ο Andreas Kisser χαρακτηρίζει τις επανηχογραφήσεις των πρώτων άλμπουμ των SEPULTURA από τους CAVALERA ως «ασεβείς» και με «μηδενική καλλιτεχνική αξία»

0
Kisser

Kisser

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο IMPACT Metal Channel, ο κιθαρίστας των SEPULTURA, Andreas Kisser, ρωτήθηκε για τη γνώμη του σχετικά με την απόφαση των Max και Igor “Iggor” Cavalera να ανατρέξουν στις πρώτες κυκλοφορίες των SEPULTURA, “Morbid Visions” και “Bestial Devastation”, να τις ηχογραφήσουν ξανά, καθώς και να επανηχογραφήσουν το πρώτο άλμπουμ του Andreas με τους SEPULTURA, “Schizophrenia”.

Η απάντησή του, ήταν η εξής:

«Δεν έχω κάποια γνώμη. Εννοώ, είναι μια περίεργη επιλογή που έκαναν. Νομίζω ότι η καλλιτεχνική αξία είναι μηδενική. Ίσως το κάνουν για τα χρήματα ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Προτιμώ πολύ περισσότερο τους THE TROOPS OF DOOM, τη νέα μπάντα του Jairo (Jairo ‘Tormentor’ Guedz – πρώην κιθαρίστας των SEPULTURA], οι οποίοι αποτίνουν έναν πραγματικά εκπληκτικό φόρο τιμής σε εκείνη την εποχή, πολύ ειλικρινά, γράφοντας νέα κομμάτια, δημιουργώντας νέα μουσική… Αλλά αν περνάνε καλά, ας είναι. Δεν με νοιάζει, φίλε. Απλά πιστεύω ότι είναι εντελώς περιττό. Είναι πραγματικά πολύ ασέβεια προς τους ίδιους, απέναντι στον παλιό τους εαυτό.»

Ο μουσικός επίσης πρόσθεσε:

«Είναι περίεργο να βλέπεις έναν τύπο [τον Max] που πάντα λέει, ‘Α, εγώ το έκανα αυτό,’ ‘Εγώ έκανα τα πάντα,’ ‘Είμαι τόσο δημιουργικός,’ και μετά να κάνει τέτοια πράγματα, όπως να ηχογραφεί ξανά riff που γράψαμε πριν από 30, 40 χρόνια. Δεν συνάδει η ρητορική με το παράδειγμα. Αλλά ό,τι να ‘ναι. Απλά πιστεύω πως η καλλιτεχνική αξία είναι μηδενική»

Όταν ρωτήθηκε αν θα εξέταζε την κυκλοφορία νέας μουσικής από τους SEPULTURA ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της αποχαιρετιστήριας περιοδείας τους, ο Kisser απάντησε:

«Ναι, δουλεύουμε ήδη πάνω σε νέα τραγούδια με τον -νέο ντράμερ των SEPULTURA- Greyson [Nekrutman]. Έχουμε εκπληκτική χημεία. Είναι φανταστικός μουσικός και εξαιρετικός τύπος. Θα φτιάξουμε ένα πακέτο μαζί με το live άλμπουμ που ηχογραφούμε από κάθε συναυλία. Η ιδέα είναι να έχουμε 40 τραγούδια από 40 διαφορετικές πόλεις σε όλο τον κόσμο. Μαζί με αυτά, θα περιλαμβάνονται και τέσσερα νέα τραγούδια με τον Greyson. Έτσι, ναι, δουλεύουμε πάνω σε αυτό. Αλλά δεν έχουμε τίποτα παλιό ή κρυμμένο. Η Roadrunner (πρώην δισκογραφική εταιρία τους) τα έχει κυκλοφορήσει ήδη όλα [γέλια], ό,τι έχουμε στο αρχείο.»

Όσον αφορά στο τι μπορούν να περιμένουν οι θαυμαστές από τα νέα τραγούδια των SEPULTURA, ο Andreas είπε:

«Το απρόβλεπτο. Περιμένετε και θα δείτε. [Γέλια] Ποιος ξέρει;»

Τελικά που θα παίξουν οι SAVATAGE;

0
Savatage

Savatage

Πολύς ντόρος έγινε χθες με αφορμή την ανακοίνωση του Rockwave Festival που ουσιαστικά φωτογραφίζει τους SAVATAGE. Στο trailer που βγήκε, όπου αναφέρεται ο εορτασμός των 30 ετών του Rockwave Festival, φαίνεται η ημερομηνία 28 Ιουνίου (Σάββατο πέφτει, μην ψάχνετε) και ακούγεται για λίγο η εισαγωγή του “When the crowds are gone”.

Η απορία μας λύθηκε σχετικά με το συγκρότημα, είναι οι SAVATAGE δίχως άλλο. Το θέμα είναι ο χώρος. Έχει αναπτυχθεί μία παραφιλολογία ότι το γκρουπ θα έρθει στην Αθήνα ή μάλλον ΚΑΙ στην Αθήνα, κάτι που δεν ισχύει όμως. Το trailer είναι ξεκάθαρο. Το venue είναι το Terra Republic. Και όσοι θυμούνται, είναι ο χώρος που έγινε το Long Beach Festival το 2020. Συγκεκριμένα βρίσκεται στο 55ο χλμ. Ε.Ο. Θεσσαλονίκης – Κατερίνης, Δ.Κ. Πύδνας, στην Πιερία.

Για περισσότερα, θα περιμένουμε τις επίσημες δηλώσεις του διοργανωτή, που κάτι μας λέει ότι θα γίνουν στις 6 του μηνός. Μέχρι τότε ψυχραιμία και μην ακούτε φήμες και insiders παρά μόνο τις οριστικές ανακοινώσεις…

A day to remember… 1/12 [DIMMU BORGIR]

0
Dimmu

 

Dimmu

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “For all tid” – DIMMU BORGIR
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΙΑ: No Colours Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: DIMMU BORGIR
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Drums, φωνητικά, κιθάρες – Shagrath
Φωνητικά, κιθάρα – Erkekjetter Silenoz
Κιθάρες – Tjodalv
Μπάσο – Brynjard Tristan

Πολλοί είναι αυτοί που αγάπησαν και αγαπούν τους DIMMU BORGIR. Στον αντίποδα όμως, πολλοί ήταν και αυτοί που τους “μίσησαν” και τους λοιδόρησαν, γιατί “πρόδωσαν” τον black metal ήχο για να γίνουν «εμπορικοί» στο “Enthroned Darkness Triumphant”, τον καλύτερό τους δίσκο κατά γενική ομολογία. Άντε βγάλε άκρη… Βέβαια για να φτάσουμε μέχρι εκεί έχουν προηγηθεί δύο όμορφοι δίσκοι, με το ντεμπούτο τους το “For all tid” να συμπληρώνει 30 χρόνια ζωής.

Έχοντας κυκλοφορήσει rehearsal tapes και το “Inn i evighetens mørke” EP, οι Νορβηγοί ήταν έτοιμοι για το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα. Και τα πρώτα τους βήματα δεν έμοιαζαν σε τίποτα με το στυλ που μας συνήθισαν αρκετά αργότερα και με το οποίο καθιερώθηκαν ως μια από τις μεγαλύτερες συμφωνικές black metal μπάντες παγκοσμίως. Ακόμα και το line-up τότε ήταν εντελώς διαφορετικό σε σχέση με το πως καταστάλλαξε από τον διάδοχο κιόλας του “For all tid”, τουλάχιστον στην κατανομή του το τι έπαιζε καθείς στη μπάντα. Στο ντεμπούτο των DIMMU BORGIR ακούμε έναν τυπικό black δίσκο για τα δεδομένα της εποχής, σκοτεινό, μελαγχολικό, με πανέμορφες ατμόσφαιρες και μελωδίες.

Το εισαγωγικό “Det Nye Riket”, αποκλειστικά με τα πλήκτρα του, δίνει μια ξεκάθαρη γεύση από το τι θα ακολουθήσει στο άλμπουμ. Συμφωνικό και με έντονη μελαγχολική ατμόσφαιρα, περνά τη σκυτάλη σε κομμάτια όπως τα “Under Korpens Vinger” και “Over bleknede blåner til dommedag”, όπου ξεκινάμε να ακούμε το “the real thing”. Συμφωνικό black metal, με τα πλήκτρα να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά και τις κιθάρες να μην μένουν πίσω με “γλυκά” black και τεταμένα riffs. Στα κομμάτια αυτά μάλιστα έχουμε αντίστοιχα και τις συμμετοχές των τεράστιων Vicotnik (DØDHEIMSGARD, VED BUENS ENDE, κ.α.) και Aldrahn (THORNS, URARV, ex- DØDHEIMSGARD) στα φωνητικά, με τον πρώτο να τον συναντάμε ξανά και στο “Glittertind”.

Όλα τα κομμάτια που ακολουθούν είναι ντυμένα με μελωδίες σχεδόν υπνωτικές και μυσταγωγικές, με έντονο νοσταλγικό ύφος. Οι γρήγορες ταχύτητες δεν λείπουν, αλλά τη μερίδα του λέοντος τη έχουν τα πιο αργά περάσματα, τα οποία όμως ταιριάζουν γάντι στον ατμοσφαιρικό χαρακτήρα των συνθέσεων. Ακόμα και η τυπική μέτρια παραγωγή (που ακούμε άλλωστε και σε αρκετούς ακόμα black δίσκους της εποχής) δεν στέκεται εμπόδιο στο να ευχαριστηθεί ο ακροατής τα όμορφα κομμάτια του δίσκου.

Παρά το γεγονός πως επρόκειτο για το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα, οι DIMMU BORGIR έδωσαν το στίγμα τους με το “For All Tid” σε κάτι παραπάνω από μια αξιόλογη προσπάθεια. Το ντεμπούτο των Νορβηγών προσέφερε ένα ατμοσφαιρικό ταξίδι με έντονο συναισθηματικό φορτίο και το οποίο παραμένει γοητευτικό ακόμα και σήμερα.

Θανάσης Μπόγρης

A day to remember… 30/11 [FORBIDDEN]

0
Forbidden

Forbidden

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Distortion” – FORBIDDEN
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: GUN Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Patrick Coughlin
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Russ Anderson
Κιθάρες – Craig Locicero
Κιθάρες – Tim Calvert
Μπάσο – Matt Camacho
Drums – Steve Jacobs

Το έτος είναι 1994. Πολλές thrash metal μπάντες που μεσουράνησαν στην δεκαετία του ‘80, βρέθηκαν να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στο κάτι διαφορετικό υφολογικά, προσαρμοζόμενες στις εξελίξεις της εποχής.

Οι άρχοντες SLAYER βγάζουν το υπέροχα γκρουβάτο “Divine intervention”. Οι MEGADETH βγάζουν το εκπληκτικό “Youthanasia” ως φυσική συνέχεια του “Countdown to extinction”. Οι TESTAMENT βγάζουν το πιο ογκώδες “Low” δοκιμάζοντας μέχρι και death metal φωνητικά σε σημεία. Oι SODOM βγάζουν το πιο punk-ικο “Get what you deserve”, που αγαπήθηκε για την ειλικρίνειά του. Οι VOIVOD και οι KREATOR βρίσκονται στις αμιγώς πειραματικές και τρομερά ποιοτικές μέρες τους (οι μεν με ψυχεδέλειες και ενίοτε με όγκο, οι δε με hardcore/industrial/gothic μονοπάτια), ακόμα κι αν ενίοτε δεν παίζανε ακριβώς thrash.

Φυσικά, δεν βγήκαν σε όλους οι αλλαγές ή/και οι πειραματισμοί, μια και οι DESTRUCTION φερ’ ειπείν, βγάλανε μετά το εξαιρετικό “Cracked brain”, ένα ομώνυμο EP, που μαζί με τις δύο επόμενες κυκλοφορίες προσπαθούν να ξεχάσουν ότι τα κυκλοφόρησαν (εν αντιθέσει με το “αντίπαλο δέος” των HEADHUNTER, που με το “Rebirth” διατηρούσε ποιότητα και σοβαρότητα – κλείνοντας και τον κύκλο τους, εν αγνοία τους)! Και κάπου εκεί, στέκεται και η περίπτωση των Bay Area thrashers FORBIDDEN. Μετά από δύο ΜΝΗΜΕΙΑ του τεχνικού thrash, οι εν λόγω κύριοι καλούνταν να προσαρμοστούν σε μια πραγματικά δύσκολη περίοδο.

Δύσκολη όχι μόνο λόγω των συνθηκών εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά λόγω αλλαγών. Ο Paul Bostaph, είχε φύγει για να πάει πρώτα στους TESTAMENT (τον ακούτε στο “Return to the apocalyptic city” EP (1993) να παίρνει κεφάλια!) και έπειτα, στους SLAYER για το “Divine intervention”. Έτσι καταλήγει ο άσημος Steve Jacobs να τον αντικαθιστά, έχοντας πραγματικά μεγάλα παπούτσια να γεμίσει. Τα πρώτα demo προς αναζήτηση εταιρείας επίσης, είχαν αρχίσει να φεύγουν, μια και τα πράγματα έδειχναν ζόρικα στη μουσική βιομηχανία για μπάντες της σειράς τους, κακά τα ψέματα.

Με πρώτο το demo “Fall ‘92”, το “Distortion” (1993) με πρώιμες εκδοχές κομματιών που κατέληξαν στο δίσκο εν τέλει (όπως το “Hypnotized by the rhythm” και το “All that is” για παράδειγμα), δείχνοντας την αλλαγή στο ύφος. Το συμβόλαιο τελικά βρέθηκε, με την GUN Records (που θα έπαιρνε κάτω από τη σκέπη της και τους KREATOR για τη διετία ‘95 – ‘97) η οποία, θα έβγαζε το single “No reason” προς προώθηση του δίσκου. Έριξε και λεφτά για το video clip του, όπου βλέπουμε τους FORBIDDEN να χτυπιούνται με τσαμπουκά (και τον Anderson με γυαλί ηλίου λες και παίζει στους MACHINE HEAD ή κάτι τέτοιο!).

Ο Jacobs λάμπει παικτικά, στο ντεμπούτο του στο συγκρότημα, παίζοντας πωρωτικά και δυνατά, ανεβάζοντας το αποτέλεσμα πολλά σκαλιά. Ένα αποτέλεσμα αντικειμενικά πολύ καλό, που σε επίπεδο δίσκου, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, θα μπορούσε να είναι ένας φυσικός διάδοχος του “Twisted into form”. Πιο ογκώδης, ΟΚ σαφώς , αλλά με το ξεχωριστό χαρακτήρα της μπάντας ανέπαφο. Εδώ, νιώθω πως το συγκρότημα θυσίασε μέρος του σπουδαίου αυτού χαρακτήρα, προκειμένου να ακολουθήσει τυφλά σχεδόν την ηχητική τάση της εποχής (είναι κάτι σημεία στις κιθάρες, που κάνει μπαμ αυτό!).

Άθελα του βέβαια, αυτό το άλμπουμ, γεννάει μια πρώιμη εκδοχή του ογκώδους, γκρουβάτου ήχου των NEVERMORE, προτού οι NEVERMORE βγάλουν το ντεμπούτο τους (Νοέμβρη ‘94 το ένα, Γενάρη ‘95 το άλλο – πήγε και εκεί μετά από δύο δίσκους ο Calvert, τίποτα δεν είναι τυχαίο θα πω εγώ!), ωστόσο, λόγω του ατσούμπαλου τρόπου με το οποίο το κάνει (δεν πάει στον Anderson να κάνει τον Anselmo σε σημεία ή κάποιον alternative τραγουδιστή), δεν εισέπραξε τα εύσημα που ενδεχομένως να του αναλογούσε, άλλο που το εκτιμούμε πέντε – δέκα άνθρωποι αλλιώς μέσα μας (τους δύο τρεις παίζει να τους ξέρω και προσωπικά!).

Και αυτό το “ατσούμπαλο”/”με το στανιό” ο κόσμος το ένιωσε, το οποίο και οδήγησε σε πάτωμα εμπορικό για τους FORBIDDEN, οι οποίοι μετά από 3 χρόνια θα διαλύονταν και επίσημα μετά το “Green” (1997). 30 χρόνια μετά, με μια τάση αναθεώρησης και μια διαφορετική οπτική στα πράγματα, είναι εύκολο να γράψουμε υπερβολές. Είτε θετικές, είτε αρνητικές. Το “Distortion” είναι ένας πολύ καλός δίσκος με την καλύτερη πρόθεση, που θα μπορούσε με το τρόπο του να είχε ανανεώσει τους FORBIDDEN (και να ηγηθεί ενός ήχου πριν αυτός φτιαχτεί!), αλλά λόγω του τρόπου με τον οποίο το έκανε, αυτό δεν πέτυχε.

Did you know that?

– Όχι ένα, όχι δύο, ΤΕΣΣΕΡΑ διαφορετικά εξώφυλλα υπάρχουν για το δίσκο αυτό. Δείγμα και της προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε ακόμα και στις επανεκδόσεις του.

– Πέραν της διασκευής στο “21st century schizoid man” των KING CRIMSON, στην Ιαπωνική και Ευρωπαική digipak edition του δίσκου, υπάρχει και άλλη μια διασκευή, στο “Rip ride” των VENOM.

– Εις εκ των δύο δίσκων στην GUN Records, αλλά και ο ένας από τους δύο δίσκους με παραγωγό τον άξιο Patrick Coughlin.

Γιάννης Σαββίδης

RIOT V, DIVINER (Κύτταρο, 27/11/2024)

0
Riot

Riot

Έχω γράψει και έχω σβήσει τον πρόλογο σ’ αυτό το κείμενο αρκετές φορές. Εδώ δεν ξέρω πώς να αρχίσω, φαντάσου ποια θα είναι η μετέπειτα δυσκολία, όταν μπούμε για τα καλά στο «ψητό»… Βαριέμαι να γράφω και τα τυπικά κάθε φορά ρε γαμώτο, αυτά που γράφονται συνήθως, τύπου «με καλή διάθεση ξεκίνησα για το πάντοτε φιλόξενο Κύτταρο, στην οδό Ηπείρου»… Άσε που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα! Η διάθεση όλων μας ήταν πολύ παραπάνω από «καλή», το δε Κύτταρο είναι πολλά περισσότερα από απλά «φιλόξενο» και περί αυτού, θα επιχειρηματολογήσω στην συνέχεια.

Είχαν δεν είχαν δέκα λεπτά που είχαν ανοίξει οι πόρτες και φτάνοντας στο club, βλέπω ΠΟΛΥ κόσμο. Ποια «κατάρα των ελληνικών support groups» που για πολύ καιρό ταλάνιζε την σκηνή και τρίχες κατσαρές… Οι DIVINER έχουν τον δικό τους λαό (όλων των ειδών τα μπλουζάκια εθεάθησαν, από όλες τις περιόδους τους) και δικαίως! Θέλουμε δε θέλουμε να το πιστέψουμε, το support έχει το δικό του μερτικό στην έκβαση κάθε συναυλιακής βραδιάς και οι Αθηναίοι είναι μια από τις πλέον ταιριαστές περιπτώσεις συγκροτήματος, για να υποστηρίξουν αυτόν τον ρόλο. Με ήχο που λατρεύει ισόποσα Ευρώπη και Η.Π.Α και τρεις ωραιότατους δίσκους στο ενεργητικό τους (“Fallen empires”, “Realms of Time” και “Avaton”), δεν προσπάθησαν και τόσο ώστε να κερδίσουν και τους υπολοίπους θαμώνες. Το κατάφεραν με τις «μηχανές σβηστές».

Γεγονός είναι πως δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω δει τη μπάντα, από τα «γεννοφάσκια» της. Θυμάμαι όμως, πως καμία εξ αυτών, δεν απογοητεύτηκα. Οι DIVINER ήταν και είναι εξίσου καλοί με οποιοδήποτε line up, αποτελώντας εγγύηση στον χώρο του παραδοσιακού (γιατί, υπάρχει και «μη παραδοσιακό»;) heavy/power ιδιώματος. Τούτη τη φορά, αυτό που παρατήρησα ήταν πως τους είδα τόσο χαλαρούς, όσο ποτέ άλλοτε. Ήταν λες και σηκώθηκαν από τον καναπέ καθώς έβλεπαν τηλεόραση, ντύθηκαν, πήραν τα όργανά τους και απλά ανέβηκαν στην σκηνή για να παίξουν, πάρα μα πάρα πολύ καλά!

Με το live της παρουσίασης του “Avaton” να έχει δοθεί όχι πολύ καιρό πριν και με μία ώρα στη διάθεσή τους, οι DIVINER έκαναν σωστή διαχείριση χρόνου και υλικού και δεν άφησαν κανέναν παραπονεμένο. Δεν έπαιξαν το “Evilizer” (κλαψ), έπαιξαν όμως το “Riders from the East”, οπότε, άντε, χαλάλι. Το επικό “The battle of Marathon” αποδόθηκε εξαιρετικά, hits τύπου “Mountains high”, “Heaven falls” και “Waste no time” οι οπαδοί τα περίμεναν πως και πως, αλλά η μεγάλη μάχη για την πρωτιά δόθηκε μεταξύ των θεϊκών παπουτσιών (κάτι μεταξύ running και ντισκομπάλας) του frontman Γιάννη Παπανικολάου (ξανά εξαιρετικός, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά εξάλλου) και του ραφτού “A matter of life and death” στην πλάτη του drummer Λευτέρη Μόρου. Έκβαση του αγώνα, ισοπαλία. Μπράβο στο συγκρότημα, για μια φορά ακόμη, όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο!

Επτά λεπτά μετά τις 22:00, μια σύντομη εισαγωγή κάνει παρέα στους παλμούς μας, που ανεβαίνουν επικίνδυνα. Λίγες στιγμές απομένουν για τους RIOT V (από δω και στο εξής, χωρίς “V”)! Το πανό στο πίσω μέρος της σκηνής, όπως και αυτά στα πλάγια, παραπέμπουν στην τωρινή εποχή του γκρουπ, η «ταπετσαρία» στην μπότα των τυμπάνων στις μέρες πριν από το 1985. Όμορφη αντίθεση, όπου «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Η τεκίλα είναι ήδη στα χέρια του Donnie Van Stavern, του ενός από τα δύο μέλη της δυαρχίας (Mike Flyntz το έτερο), οι πρώτες σταγόνες πέφτουν στην σκηνή στη μνήμη του θρύλου Mark Reale, “Hail to the warriors” από το πρόσφατο, απίστευτο “Mean streets” και… whos ready to rock with RIOT tonight?”

Στο Κύτταρο «δεν πέφτει καρφίτσα», με το sold out να είναι η φυσική απόρροια της υπέρμετρης αγάπης του ελληνικού κοινού για αυτήν τη ΜΕΓΑΜΠΑΝΤΑ. Δίχως χρονοτριβή, το καλύτερο εναρκτήριο τραγούδι που δεν είναι εναρκτήριο και λέγεται “Fight or fall”, μας δίνει τους πρώτους σβέρκους και τα πρώτα λαρύγγια στο χέρι. Το ξέρουμε, το περιμένουμε, αλλά να προφυλαχθούμε ΚΑΙ δε μπορούμε ΚΑΙ δε θέλουμε. Ο ήχος ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ και από το sing along, το club πάει πέρα δώθε! Αθάνατο “Thundersteel”, ποιος να σταθεί δίπλα σου; Και στην πορεία, θα είχες κι άλλες φορές την τιμητική σου!

«Κανονικά, θα έπρεπε να μιλήσω μετά από άλλα δύο τραγούδια, αλλά ειλικρινά, αυτό που συμβαίνει αυτήν την στιγμή, δεν το περίμενε κανείς μας… Φίλοι μου, είστε απίστευτοι! Είστε οι καλύτεροι, να ξέρετε ότι το λέω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ!» Όχι, αγαπητέ Todd Michael Hall, εσείς είστε και εμείς απλά συνοδεύουμε! Ξανά στο πρόσφατο παρελθόν με το “Victory” και ναι, τα παιδιά του “Thundersteel”, είναι επί σκηνής εξίσου “badass” με τον πατέρα τους. FACT. Το “ping pong” μεταξύ παρελθόντος και παρόντος θα συνεχιζόταν με τη δυάδα “On your knees” (καταρρέω) και “Feel the fire” (κομμάτι που έχει μέσα του τόσο μεγάλη δόση JUDAS PRIEST, εκ των πραγμάτων είναι super, μη λέμε τα αυτονόητα), για να φτάσουμε στο “Road racin’” και στο “Warrior”.

Τι φάση; Τραγούδια που θα «έπρεπε» να είναι στο encore, παίζονται από τώρα; Και στο encore… τι θα παιχτεί; Ποιος νοιάζεται, έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην RIOT-άρα! Τα μάτια βουρκώσανε στο δεύτερο, όσα χρόνια και να περάσουν, όσες φορές και να ακουστεί «ζωντανά», πάντοτε θα κλείνω τα μάτια, θα φέρνω στο νου τον χαμογελαστό αρχηγό και η κατάληξη θα είναι η ίδια… Δέκα χρόνια RIOT με το “V” στο τέλος, ας παιχτεί λοιπόν το “Bring the hammer down” από το “Unleash the fire” και «στα καπάκια», να οι πρώτες νότες από το μπάσο του Donnie, για τον Johnny που επέστρεψε (“Johnny’s back”)… χωρίς να έλειψε ποτέ!

«Πάμε τώρα πίσω στον χρόνο, όταν τραγουδιστής μας ήταν ο Rhett Forrester… κι αυτό, είναι το ‘Restless breed’». Ρίγος! Ρίγος για τον Rhett, ρίγος για τον Mark, ρίγος για τη μουσική, την στάση, για το τι ήταν, είναι και θα είναι αυτή η μπάντα! Και τι εκτέλεση… λες και αποφάσισαν οι BAD COMPANY να παίξουν heavy f#cking metal! Θα έχεις παρατηρήσει πως σου εξιστορώ μια μεγαλειώδη εμφάνιση, βήμα-βήμα, σωστά; Και να ήθελα να κάνω διαφορετικά, μου είναι αδύνατον! Όπως μου είναι αδύνατον, πρακτικά, να μεταφέρω την ατμόσφαιρα και τον παλμό της, όσο και να το θέλω!

Αν έχεις βρεθεί σε ένα live των RIOT, ξέρεις πως αυτό που γίνεται στο “Bloodstreets”, δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Κι όμως, ΑΥΤΗ η εκτέλεση που βιώσαμε, ήταν σχεδόν μεταφυσική! Έφτασαν οι φωνές μας ως τα Ουράνια, χαμογέλασε ο αρχηγός, χάρηκε η ψυχούλα του… Ένα ακόμη καινούργιο κομμάτι για την συνέχεια (“Love beyond the grave”) και αυτό ήταν, από δω και στο εξής, στο menu θα υπήρχαν μόνο… “oldies but goldies”, κατευθείαν από το “RIOT music factory”. Και μα την αλήθεια, πιο ταιριαστή ατάκα από αυτήν του Todd, δεν υπάρχει για να τα περιγράψει!

Βαθιά ανάσα: “Thundersteel” (οι μισοί όρθιοι, οι άλλοι μισοί ανάποδα), “Flight of the warrior” (ανατριχίλα), “Swords and tequila” («Υπάρχουν άραγε σπαθιά εδώ; Νομίζω όλοι οι άνδρες έχουν από ένα» – να και οι πονηράδες!), “Magic maker” (οι άνθρωποι είναι όντως μάγοι!), “Outlaw” (ΧΑΜΟΣ), Take me back” (ήδη κλασσικό!), “Sign of the crimson storm” (πάει η φωνή, όση μας είχε μείνει, έστω), “Fire down under” (40+ ετών τραγούδια σαν αυτό και θαρρείς πως βγήκαν σήμερα!)… Μακάρι οι Αμερικανοί να είχαν άλλες δύο ώρες στη διάθεσή τους, να έπαιζαν άλλα τόσα!

Πάμε και σε κάποια εξίσου σημαντικά, πέραν των καθαρά μουσικών…

Οι RIOT είναι μια μοναδική περίπτωση μπάντας. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Προσωπικά, δεν έχω πρόχειρο στο νου άλλο συγκρότημα ή άλλον καλλιτέχνη, που να σου δίνει κάθε φορά την εντύπωση ότι «έπιασε ταβάνι» με την απόδοσή του και την επομένη να ξεπερνά με άνεση τον εαυτό του! Πως θα γίνει να ξεχάσουμε την συντριπτική εμφάνιση στο περυσινό Up the Hammers αναρωτιόμασταν, την ξεχάσαμε όμως ήδη (εντάξει, τρόπος του λέγειν), από τα μεσάνυχτα της Τετάρτης!

Είναι επίσης παγκόσμιο φαινόμενο, γιατί δεν έχει καμία σημασία ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στην σύνθεσή τους. Όποιος και να βρίσκεται επάνω στην σκηνή, πλαισιώνοντας την τριάδα Mike Flyntz/Donnie Van Stavern/Todd Michael Hall, παίζει σαν να βρίσκεται στη μπάντα για χρόνια! Έτσι έπαιξαν και οι Jonathan Reinheimer (κιθάρα) και Jesse Tudda, με τον δεύτερο να είναι ο αντικαταστάτης του drummer Frank Gilchriest, που δε μπορούσε να αφήσει ξανά τόσο σύντομα τις σχολικές αίθουσες (δάσκαλος γαρ) για να ξαναβγεί στον δρόμο. Αν αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ενός «υγιούς οργανισμού», τότε τι ακριβώς είναι;

Σχετικά με το Κύτταρο τώρα, γιατί υποσχέθηκα στην αρχή να πω δύο λόγια και για αυτό. Το Κύτταρο είναι ό,τι πιο κοντά έχουμε, όλοι εμείς που βιώσαμε τα μεταλλικά 90s, στο θρυλικό ΡΟΔΟΝ. Είναι το club που ξέρεις πως πάντα θα έχει άψογο ήχο, που θα νιώθεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη κοντά, που θα πας μόνος αλλά θα βρεις παρέα, που σαν μπεις μέσα, θα νομίσεις πως μπαίνεις στο σπίτι σου. Μπορεί σε ένα νεαρό παιδί αυτά να ακούγονται «κάπως», είμαι όμως σίγουρος πως οι metalheads της γενιάς μου και όσοι ανήκουν στις προηγούμενες γενιές αυτής, καταλαβαίνουν απόλυτα τι λέω. Σε όλα τα venues έχουμε ζήσει μεγάλες στιγμές, βεβαίως, μα το Κύτταρο έχει άλλη μαγεία…

Ναι, θα είχα κάθε δικαίωμα να ισχυριστώ, πως το live αυτό, ήταν βγαλμένο από περασμένες εποχές. Με ελάχιστα κινητά να υψώνονται, μιας και η καλύτερη κάμερα πάντα είναι τα μάτια μας και οι καλύτερες memory cards είναι το μυαλό και η ψυχή μας. Με περίσσιο πάθος, με κόσμο διαφορετικών ηλικιών (ήταν η πρώτη φορά που παρατήρησα τόσους νεαρούς ανθρώπους σε RIOT συναυλία) να αντιδρά με τον ίδιο ενθουσιασμό, με ατελείωτο τραγούδι, crowd surfing, stage diving, τεκίλα να ρέει, λουλούδια να πέφτουν από τον εξώστη (!) και εν τέλει, μουσικούς με πείρα ετών, να μη βρίσκουν λόγια να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους…

Και στο κάτω-κάτω της γραφής, ήταν μια αλλοτινή βραδιά γιατί, όπως κάποτε την επομένη μέρα ήμασταν «κομμάτια» και εξακολουθούσαμε να τραγουδάμε, έτσι και τώρα, ο γράφων, με το ζόρι προσπαθούσε να κρατηθεί, καθώς δούλευε, για να μην ουρλιάξει…

“bow to the crowd of a thousand oppressors, slave to your lovers and slave to your lesser!”

Αυτά τα ολίγα (;)

Μακράν η καλύτερη συναυλία της χρονιάς.

Ευτυχές το 1998.

Πάνο φέρε κασσέτα να σου γράψω το “Inishmore”.

Λήξις εκπομπής σήματος.

Ανταπόκριση: Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

ATHENA XIX – “Everflow Part 1: Frames of humanity” (Reigning Phoenix Music)

0
Athena XIX

Athena XIX

Για την οικονομία της συζητήσεως, θα ταχθώ αναφανδόν υπέρ του δικαιώματος των μουσικών στην λεγόμενη “δεύτερη ευκαιρία”. Την αναζήτηση στις αιτίες που δεν έδωσαν στον εκάστοτε καλλιτέχνη την δυνατότητα να γευθεί το νέκταρ της επιτυχίας, δεν πρόκειται να την αναλύσουμε σε αυτές τις γραμμές.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο τραγουδιστής Fabio Leone (ANGRA, RHAPSODY OF FIRE, LABYRINTH, VISION DIVINE μεταξύ άλλων) επαναδραστηριοποιεί τους ATHENA, προσθέτει το XIX ως κατάληξη και υπό την αιγίδα της Reigning Phoenix Music, κυκλοφορεί με τους υπόλοιπους τέσσερις μουσικούς που τον πλαισιώνουν, το concept “Everflow Part 1: Frames of humanity”.

Δεν είμαι σε θέσω να γνωρίζω τι μύγα τον τσίμπησε και 26 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το θαυμαστό δείγμα prog/power “A new religion?”, πήρε την απόφαση της επανένταξης των Ιταλών στα δισκογραφικά δρώμενα. Η ουσία, πάντως, είναι μία και αδιαπραγμάτευτη. Πρόκειται για το πιο απογοητευτικό comeback άλμπουμ που έτυχε να πέσει στα χέρια μου τα τελευταία πολλά χρόνια. Άχρωμο, ασύνδετο, κουραστικό μέχρι εκνευρισμού progressive metal, με τίποτα κοινό συγκριτικά με το ένδοξο παρελθόν, ένα αμάλγαμα ήχων ατάκτως δομημένων, σοβαρότατο έλλειμμα ροής (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων).

Έχει κι άλλα το πανέρι. Υπερτονισμένο μπάσο, άοσμα πλήκτρα, κιθαριστικά που δεν συνεισφέρουν κάτι το ουσιαστικό και το κερασάκι στην τούρτα έρχεται με έναν Fabio Lione που η ερμηνεία του έχει απωλέσει σημαντικότατο μέρος της αίγλης της και της ποιότητας που τον χαρακτήριζε. Ορισμένες industrial πινελιές αλλά και κατατονικά μέρη που βυθίζουν αισθητά κάτω της μετριότητας το υλικό, το παρόν status των ATHENA XIX δεν πιστεύω πως χρίζει περαιτέρω ανάλυσης. Κι όσο για τις βαρύγδουπες περιγραφές του δελτίου τύπου πως ο δίσκος συνδυάζει τους SYMPHONY X, EVERGREY και KAMELOT, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και φυσικά το guest του Roy Khan στο “Wish” περνά εύκολα απαρατήρητο…

3 / 10

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

SUBFIRE – “Blood omen” (Symmetric Records)

0
Subfire

Subfire

Οι συμπατριώτες μας SUBFIRE μπορεί να δημιουργήθηκαν το 2004, αλλά χρειάστηκαν 15 χρόνια να μέχρι να μας δώσουν την πρώτη τους Full-length δουλειά. Τώρα βέβαια φαίνεται να έχουν πάρει φόρα αφού η αναμονή για τον δεύτερο δίσκο τους “Blood omens” έπεσε στα 3 χρόνια, με τον διάδοχό του ήδη να ετοιμάζεται. Κινούνται στα πλαίσια του Heavy/Power ήχου και δεδομένου ότι το “Define the sinner” είχε εξαιρετικά δείγματα γραφής, η συνέχειά του μόνο αδιάφορους δεν θα μας άφηνε.

Όπως μαρτυράει το πολύ καλό εξώφυλλο, στιχουργικά θα πάμε στην Ιαπωνία και συγκεκριμένα στην γνωστή περίοδο Έντο του 16ου αιώνα. Πρόκειται για concept οπότε η θεματολογία είναι κοινή στις συνθέσεις. Στο “Black edged meitu” ειδικά ακούμε και μία ωραία Ιαπωνική μελωδία στη γέφυρα, ενώ μέχρι να φτάσουμε εκεί θα συναντήσουμε Samurai, Daimyos, Shoguns και όλα τα ωραία.  

Το θέμα μπορεί να είναι κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά τα τραγούδια έχουν χορταστική ποικιλία. Θέλετε το εναρκτήριο “Tides of alibis” που είναι επικό, το “Unbreakable” στο οποίο συμμετέχει ο Ralf Scheepers και γίνεται της τσιρίδας, το “Rage of emotions” με το σκοτεινό του ρεφραίν, υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Η απόδοση των μελών είναι και αυτή αξιέπαινη. Το ρυθμικό δίδυμο χτίζει ένα συμπαγές υπόβαθρο ενώ οι κιθάρες είναι κοφτές (δεν θα πω ότι κόβουν σαν κατάνα και με πείτε προβλέψιμο) με δυνατά ρυθμικά αλλά και δουλεμμένα lead μέρη, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα αποτέλεσμα με τον όγκο που χρειάζεται. Τα φωνητικά του Γιάννη δεν υστερούν αφού είναι και αυτός σε καλό επίπεδο, τον οποίον συχνά συναντάμε σε ψηλές οκτάβες.

Αν είχα να ξεχωρίσω κάτι είναι ότι τα τραγούδια δημιουργούν συνειρμούς με αρκετά συγκροτήματα, χωρίς όμως να φτάνουν στο σημείο της αντιγραφής. Δεν μιλάω για τα κλασικά και σιγουράκια PRIEST, HELLOWEEN κλπ., το ρεφραίν του “Unbreakable” μου έφερε στο μυαλό ας πούμε τους Γάλλους HEAVENLY, ενώ η γέφυρα του “Rise” έχει μία από τις λίγες εμφανίσεις πλήκτρων στο άλμπουμ και μου θύμισε κάτι από KAMELOT. 

Από το σύνολο των εννέα κομματιών έχω τις αδυναμίες μου σίγουρα, δεν γίνεται να ξεπεράσει κάτι το “Rage of emotions”, αλλά δεν είναι ότι υπάρχει κάποια αχρείαστη στιγμή. Ίσως μόνο να ήθελα ένα πιο δυναμικό κλείσιμο από ότι το “Hunter of dreams” αλλά αυτά είναι καθαρά προτιμήσεις. Να πούμε ότι η παραγωγή είναι όπως πρέπει και χαίρομαι να βλέπω Ελληνικά συγκροτήματα να ξεπερνούν αυτό το εμπόδιο όλο και πιο συχνά πλέον. Ότι και να λέμε αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα της εγχώριας σκηνής το οποίο υπάρχει για συγκεκριμένους λόγους, αλλά επειδή ο ακροατής βιώνει και κρίνει το αποτέλεσμα στην τελική, αυτό είναι που μετράει και το “Blood omens” ανήκει στις καλές περιπτώσεις. 

Αν κάτσει κανείς και σκεφτεί τι έχει βγάλει η χώρα μας φέτος θα τον πιάσει πονοκέφαλος, έχουμε SUNBURST, INNERWISH, SUICIDAL ANGELS μεταξύ άλλων, οπότε ο πήχης είναι πραγματικά πολύ ψηλά. Δεν θα πω ότι ο νέος δίσκος των SUBFIRE είναι ακριβώς στην ίδια ευθεία με αυτά, αλλά ακολουθεί από κοντά. Αν δηλαδή σε μία ή δύο κυκλοφορίες ακόμα τους δω σε αυτό το επίπεδο δεν θα βρεθώ προ εκπλήξεως.

8 / 10

Παύλος Παυλάκης

A day to remember… 28/11 [BOLT THROWER]

0
Bolt Thrower

Bolt Thrower

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “…For victory” – BOLT THROWER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Earache
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Colin Richardson
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Karl Willets
Κιθάρες – Gavin Ward
Κιθάρες – Baz Thomson
Μπάσο – Jo Bench
Drums – Andrew Whale

Μετά το καταστροφικό “Warmaster” (1991) που τους απομάκρυνε έτι περαιτέρω από το grindcore παρελθόν τους, αλλά και το πιο ογκώδες και απλωμένο σε διάρκεια “The IVth crusade” (1992) (συνέπεια του ότι άκουγαν πολύ TROUBLE και CANDLEMASS κατά δήλωση τους – και πολύ καλά έκαναν!), οι Βρετανοί ταγματάρχες του death metal BOLT THROWER βρίσκονται σε τρομακτικό φεγγάρι συνθετικά. Το θέμα είναι ποιο θα είναι το τρίτο και φαρμακερό χτύπημα τους με αυτό το νέο πρόσωπο. Η απάντηση, δίνεται με έναν από τους τρεις αγαπημένους μου δίσκους στην ιστορία του σχήματος. Το κολασμένο “…For victory” που κυκλοφόρησε μια μέρα σαν τη σημερινή, πριν 30 ολόκληρα χρόνια. Στο τιμόνι εκ νέου ο Colin Richardson, εγγυώμενος έναν καταστροφικό ήχο σε ένα άλμπουμ που συνδύαζε την ορμή του “Warmaster” αλλά και την doom-ίλα του “The IVth crusade” σε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα ούτε 40 λεπτών.

Ιαχές πολέμου στο εισαγωγικό “War”, προκειμένου να μπει η πυροβολαρχία του “Remembrance” και να σε πετάξει κατευθείαν στα χαρακώματα (ή αλλιώς τη συναυλία του Gagarin το 2010), όπου άμα βγεις ζωντανός, θα έχεις να το διηγείσαι! Το “When glory beckons” όπως και το “Lest we forget” (THE BITTERNESS REMAINS – δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε!) διαλύουν περαιτέρω τη σπονδυλική σου στήλη, ενώ το δε ομώνυμο κομμάτι είναι υπερλατρεμένο για όλη του την αρχοντική γκρούβα (FACE THE CONSEQUENCE ALONE WITH HONOUR VALOUR PRIIIIDE) με άκρως συγκινητικούς στίχους για όσους στρατιώτες πορεύθηκαν εις νίκην (και συχνά, εις μάτην). Κρυφό χαρτί στη γκρούβα του δίσκου το ΑΣΗΚΩΤΟ “Silent demise” που σε κάνει να γρυλλίζεις το τίτλο παρεούλα με τον Willets. Κάπου στο “Graven image” είναι το αγαπημένο μου solo του δίσκου, με αυτό το tapping στην αρχή να κάνει όλη τη δουλειά.

Τι να πεις για το καταστροφικό “Forever fallen”, όπου ακούς τον Karl Willets να φωνάζει “ONWAAAAAAAAAAAAAAAAARDS” και τον ακολουθείς στα άρματα ωσάν πιστός στρατιώτης, σαν αυτούς που τόσο ύμνησε; Σαρωτικό άσμα ασμάτων, από αυτά που όταν παίζεται σε συναυλίες όλοι παίρνουν θέσεις μάχης και….ο σώζων εαυτόν σωθήτω! Το αυτό και με τα τελευταία κομμάτια του δίσκου “Tank (MK I)” (σαν τον ήχο που μας καταπλάκωσε ένα πράγμα!) και “Armageddon bound” που κλείνει κιόλας όμορφα το κύκλο που ξεκίνησε το “War”, με ηχητικά παρμένα από το πεδίο της μάχης, σαν να σου λέει “δεν τελειώνει εδώ ο πόλεμος, απλά σου έδωσα μια ιδέα του τι συμβαίνει εκεί”. Άλλος ένας ισχυρός συμβολισμός αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα, από αυτούς που είχαν σε περίσσευμα οι Βρετανοί άρχοντες.

30 χρόνια μετά, το τι έχει αλλάξει, είναι λίγο πολύ γνωστό. Οι BOLT THROWER έβγαλαν άλλους 3 δίσκους (“Mercenary” – 1998, “Honour – valour – pride” – 2001, “Those once loyal” – 2005), διέλυσαν ένα χρόνο μετά το θάνατο του drummer τους Martin Kearns το 2015, αφήνοντας πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο συγκεκριμένο ύφος, ωστόσο πολλούς ορκισμένους οπαδούς, αλλά και σπουδαίες μπάντες του σήμερα, οι οποίες λάτρεψαν το ύφος τους και προσπάθησαν να τους πλησιάσουν (ηχητικά πρώτα, έπειτα ποιοτικά). Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι το πόσο ψηλά έχουμε στα μάτια μας τους BOLT THROWER σαν νοοτροπία και διαμάντια του Βρετανικού ακραίου ήχου σαν το “…For victory”. Το οποίο, περιγράφεται από το κάτωθι χωρίο από το ομώνυμο άσμα, με το οποίο και σας αφήνω.

THEY SHALL GROW NOT OLD, AS WE THAT ARE LEFT GROW OLD
AGE SHALL NOT WEARY THEM, NOR THE YEARS CONDEMN
AT THE GOING DOWN OF THE SUN, AND IN THE MORNING
WE WILL REMEMBER THEM!

Did you know that?

– Μια limited edition του δίσκου, περιέχει και το bonus live CD “Live war” από το Manchester το ‘92. Επίσης, το promo του δίσκου είχε ένα λάθος στο νούμερο καταλόγου (MOSH124), μια και σύμφωνα με τον επίσημο κατάλογο της Earache, αυτό το νούμερο αντιστοιχούσε σε κυκλοφορία των FUDGE TUNNEL.

– Τελευταίος δίσκος με τον Andrew Whale πίσω από τα τύμπανα, μετά από 8 χρόνια στο συγκρότημα. Οι δρόμοι του με τον Karl Willets θα ξανασυναντηθούν εσχάτως στους MEMORIAM (που φτιάχτηκαν εις μνήμην του διαδόχου του Whale, Martin Kearns – πως τα φέρνει η ζωή καμιά φορά…).

– Η φωτογραφία, είναι παρμένη κατά τον πόλεμο μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Αργεντινής στα νησιά Falkland το 1982, δείχνοντας Βρετανούς στρατιώτες να περπατούν. Επί προσωπικού, από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα BOLT THROWER για τον ισχυρό του συμβολισμό και μόνο.

– Οι τελευταίοι στίχοι του ομώνυμου κομματιού, προέρχονται από ποίημα. Πιο συγκεκριμένα, το “For the fallen” του Laurence Binyon. Ένα ποίημα που γράφτηκε για τους πεσόντες της μάχης που έχασε η Μεγάλη Βρετανία στο Mons της Γαλλίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1914, αλλά συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο του Binyon “The winnowing fan : poems on the great war” την ίδια χρονιά. Το ίδιο χωρίο που χρησιμοποίησαν οι BOLT THROWER, χρησιμοποιήθηκε σε πλάκα στο Stirling War Memorial στη Σκωτία (οι δύο τελευταίες στροφές), αλλά και σε άλλες περιοχές στο κόσμο, εις μνήμην των πεσόντων στο πεδίο της μάχης, ανά τα έτη.

Γιάννης Σαββίδης

A day to remember… 28/11 [PANZER]

0
Panzer

Panzer

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Send them all to hell” – PANZER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2014
ΕΤΑΙΡΙΑ: Nuclear Blast
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: P.O. Pulver
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Schmier – φωνητικά, μπάσο
Herman Frank – κιθάρες
Stefan Schwarzmann – τύμπανα

Παλικάρι από τα λίγα ο Schmier. Ο ηγέτης των DESTRUCTION ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για το κλασικό heavy metal, ας μην ξεχνάμε ότι στην πρώιμη μορφή τους οι DESTRUCTION ήταν έντονα επηρεασμένοι από τους IRON MAIDEN, μέχρι να μπουν οι VENOM στη ζωή τους. Όταν λοιπόν του δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστεί με τους Herman Frank (ex- ACCEPT, νυν VICTORY) και Stefan Schwarzmann (ex-ACCEPT, ex- RUNNING WILD, ex- U.D.O. μεταξύ άλλων) σε ένα νέο project, δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. Σαν σήμερα λοιπόν το 2014, οι τρεις αυτοί λεβέντες κυκλοφόρησαν κάτω από το όνομα PANZER το ντεμπούτο τους “Send them all to hell”.

Από τη σύνθεση των PANZER καταλαβαίνει κανείς ότι μιλάμε για ένα, τρόπον τινά, supergroup, κάτι που αυτόματα δημιουργεί από τη μία, απαιτήσεις, από την άλλη όμως υπάρχουν και οι επιφυλάξεις καθώς δεν είναι και λίγες οι ανάλογες περιπτώσεις που έχουν καταλήξει σε φιάσκο. Ευτυχώς όμως, στην περίπτωση των PANZER, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Μουσικά το “Send them all to hell” δεν θα έλεγα ότι θυμίζει DESTRUCTION, εξάλλου θα ήταν άτοπο κάτι τέτοιο. Περισσότερο παραπέμπει στις πιο γρήγορες φόρμες metal σχημάτων όπως οι ACCEPT και οι JUDAS PRIEST. Προφανώς και υπάρχουν στιγμές όπου το άλμπουμ thrashίζει επικίνδυνα (πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι!) πάντα όμως σε πιο μελωδικές βάσεις, προσπαθώντας να δώσει το κάτι ξεχωριστό. Ακόμα και ο Schmier τραγουδά διαφορετικά από ό,τι μας έχει συνηθίσει στους DESTRUCTION, πάντα όμως σε οργισμένο και τσαμπουκαλεμένο ύφος.

Η αλήθεια είναι ότι όλα τα κομμάτια δεν στέκουν στο ίδιο επίπεδο, υπάρχουν ξεκάθαρα και κάποια fillers, στον αντίποδα όμως έχει και πολλές πωρωτικές κομματάρες. Σε αυτήν την κατηγορία σίγουρα θα βάλω τα καταιγιστικά “Death knell” και “Panzer”, το, σχεδόν thrash “Virtual collision” και τις προσωπικές μου αδυναμίες, το εξαιρετικό “Temple of doom” και το “Why?” το οποίο έχει μια έντονη JUDAS PRIEST αύρα, και αυτό μόνο καλό είναι! Ακόμη και τα υπόλοιπα κομμάτια που, κατά την δική μου εκτίμηση, δεν αγγίζουν το επίπεδο των προαναφερθέντων κρύβουν πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες όπως το πιασάρικο riff του “Mr. Nobrain” ή ο πομπώδης ρυθμός του “Hail and kill”.

Η απόδοση της τριάδας δεν είναι ανάγκη να σχολιαστεί. Πολύ όμορφα solos από τον Frank που ακούγεται απελευθερωμένος ενώ ο Schwarzmann είναι, όπως πάντα,  πραγματικός ογκόλιθος πίσω από τα τύμπανα. Όσο για τον Schmier… είναι ο Schmier. Λίγο διαφορετικός όπως προανέφερα, αλλά σκυλί του πολέμου. Το σημαντικό είναι ότι και οι τρεις μπαρουτοκαπνισμένοι μουσικοί φαίνεται να το διασκεδάζουν και αυτό ακούγεται στο τελικό αποτέλεσμα.

Σε γενικές γραμμές το “Send them all to hell” κρίνεται ως ένα πολύ ενδιαφέρον ντεμπούτο που ενδεχομένως να έχει παραγνωριστεί από αρκετούς και εκτιμώ ότι αξίζει περισσότερο την προσοχή του κόσμου, τόσο αυτό, όσο και το ανώτερο δεύτερο τους άλμπουμ “Fatal command” του 2017.

Did you know that:

  • Έχει γίνει παράδοση για τον Schmier να διασκευάζει στα άλμπουμ του κάποιο κλασικό κομμάτι. Εδώ, στην limited edition του δίσκου, οι PANZER διασκευάζουν το “Murder in the skies” του Gary Moore σε μια πολύ δυναμική εκτέλεση.
  • Δύο video clip γυρίστηκαν για τα κομμάτια “Panzer” και “Mr. Nobrain”.

Θοδωρής Κλώνης

CRIPPLED BLACK PHOENIX – THEIR METHLAB (Fuzz, 23/11/2024)

0
Crippled

Crippled

Αν και οι Έλληνες έχουμε την φήμη ενός πρόσχαρου λάου, όσον αφορά το rock και metal, η σκοτεινή πλευρά τους πάντα είχε μια προνομιακή θέση στις προτιμήσεις μας. Οι DOOL δεν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν πολλούς πιστούς την προηγούμενη μέρα, οι CRIPPLED BLACK PHOENIX όμως προσέλκυσαν έναν ικανοποιητικό αριθμό οπαδών, κι από ότι διαπίστωσα, αρκετά νεαρών στην ηλικία. Ίσως η ζοφερότητα των τελευταίων δεκαετιών σε όλα τα επίπεδα να έχει διαπλάσει και τα μουσικά γούστα μιας ολόκληρης γενιάς, δεν ξέρω.

Ας αφήσουμε τις αμπελοφιλοσοφίες όμως για να μιλήσουνε πρώτα για τους support, τους οποίους ομολογώ δεν τους ήξερα. Πρόκειται για τους Γιαννιώτες (αν και μένουν στην Αθήνα) THEIR METHLAB οι οποίοι αποτελούνται από τους Μιχάλη και Δημήτρη Σπανό, κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, και Νίκο Βαταλάχο στα τύμπανα. Υπάρχουν εδώ και πάνω από μια δεκαετία αν και έχουν μόνο έναν δίσκο στο ενεργητικό τους, το “The Last Second” (2019). Η μουσική τους πρόταση βρίσκεται σε αυτό που λέμε instrumental post rock, και μου θύμισαν μπάντες όπως οι TOUNDRA, RUSSIAN CIRCLES, EXPLOSIONS IN THE SKY, GOD IS AN ASTRONAUT, κτλ. Αυτό που παρατήρησα είναι ότι σχεδόν όλα τα κομμάτια τους, τουλάχιστον αυτά που έπαιξαν εκείνη την βραδιά, έχουν ως κοινό στοιχείο το ότι ξεκινούν απαλά, επαναλαμβάνοντας την κεντρική μελωδία, χτίζοντας σιγά σιγά πάνω σε αυτήν παραλλαγές μέχρι να φτάσουν σε ένα εκρηκτικό κρεσέντο, κάτι που συνηθίζουν να κάνουν μπάντες όπως οι TOOL. Μπορεί ακόμα να μην τα πηγαίνουν και πολύ καλά με τα λόγια, έτσι όπως μας είπε ο Μιχάλης τουλάχιστον, αλλά στην περίπτωσή τους τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, γιατί για περίπου 50 λεπτά κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού χάρη στην ποιότητα των συνθέσεών τους, αλλά και στον πολύ καλό ήχο. Εάν σας ενδιαφέρει αυτό το είδος του rock, πρέπει να τους ακούσετε οπωσδήποτε.

THEIR METHLAB setlist:
“A Call to Arms”
“Muktuk”
“Predictions?Pain”
“Decompression”
“Golden Bond of Ambition”
“Venice”

Οι CBP έχουν παίξει κάπου στις 7 φορές στην Ελλάδα· καθόλου άσχημα για μια μπάντα που φέτος συμπληρώνει 20 χρόνια ύπαρξης και που το γιορτάζει με μια διπλή κυκλοφορία: το LP “The Wolf Changes Its Fur But Not Its Nature”, όπου διασκευάζουν δικά τους κομμάτια, και το EP “Horrific Honorifics Number Two”, δεύτερο ΕΡ στην σειρά διασκευών άλλων καλλιτεχνών. Όσον αφορά τον τίτλο του LP, αρχικά νόμιζα ότι έκανε αναφορά στην φράση “Homo homini lupus est” (Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος), αλλά ως εισαγωγή χρησιμοποίησαν ένα απόσπασμα από την Βρετανική ταινία “The Young Poisoner’s Handbook” (1995) που περιέχει αυτήν την φράση, βασισμένη στην αληθινή ιστορία ενός ψυχοπαθούς που δηλητηρίασε πολλά άτομα… απλά επειδή μπορούσε!

Με το που βγήκε στην σκηνή ο Justin Grieves έκανε ότι μετρούσε έναν-έναν το προσερχόμενο κοινό κι αφού διαπίστωσε ότι ο αριθμός ήταν ικανοποιητικός, έκανε μια μικρή υπόκλιση. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι σε κάποια στιγμή θεωρεί την Ελλάδα ως ένα από τα λίγα πνευματικά σπίτια τους. Η πνευματικότητα σε αυτήν την μπάντα πάει χέρι-χέρι με την υποστήριξη πολιτικών και κοινωνικών ιδεών και σκοπών, και για αυτό μπορούσαμε όλοι μας να δούμε στην δεξιά πλευρά της σκηνής μια κρεμασμένη σημαία που ήταν μισή Σκωτσέζικη και μισή Παλαιστινιακή, ενώ ένα ηχείο ήταν καλυμμένο με το πανό μιας οργάνωσης που ειδικεύεται στο να σαμποτάρει τους κυνηγούς (αργότερα ο Justin θα μας έλεγε ότι χαίρεται που εδώ υπάρχει ακόμα ελευθερία λόγου, γιατί με αυτές τις αναρτήσεις θα μπορούσε να πάει ακόμα και φυλακή σε χώρες όπως η δικιά του ή στην Γερμανία… που να ήξερες, καημένε Justin).

Με τρεις κιθαρίστες, μπάσο, πλήκτρα και τύμπανα και με τις εναλλαγές στα φωνητικά μεταξύ του Justin Storms (ο οποίος, εάν κατάλαβα καλά τον Justin, ήρθε από την Αμερική ειδικά γι’ αυτήν την συναυλία) και της Belinda Kordic, η ποικιλία και ο πλούτος του ήχου ήταν εγγυημένα πράγματα. Όμως, εδώ θα καταθέσω και την προσωπική μου άποψη σχετικά με την φωνή της Belinda, την οποία βλέπω ως τον αδύναμο κρίκο του συνόλου. Ευτυχώς αυτό το είδος του rock δεν επιβάλλει να έχει κάποιος φωνή σοπράνο, αλλά νομίζω ότι δεν είναι και η καλύτερη τραγουδίστρια που έχω δει ζωντανά.

Κατά τα άλλα, μου άρεσε να βλέπω από το δεξί πλάι της πρώτης σειράς όπου βρισκόμουνα να λικνίζεται το πλήθος, και με πάθος μάλιστα, υπό τον ήχο του dark progressive ήχου της μπάντας. Ένα πλήθος το οποίο ήταν τόσο βυθισμένο στην μουσική που εξέπληξε ακόμα και τον ίδιο τον Justin, ο οποίος σε μια στιγμή, ακούγοντας την άκρα σιωπή που επικρατούσε στην αίθουσα μεταξύ των κομματιών, μας είπε χαριτολογώντας ότι δεν χρειάζονταν να είμαστε και τόσο σεβαστικοί απέναντί τους (αργότερα όμως, το ίδιο κοινό ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του να κάνει ένα “mosh pit για συνταξιούχους”).

Σε μια άλλη στιγμή της συναυλίας μας ρώτησε πόσοι από τους εκεί παρευρισκόμενους είχαμε πάει στην πρώτη τους εμφάνιση το 2007. Κάποιοι λίγοι σήκωσαν τα χέρια (εγώ τότε έμενα εξωτερικό και δεν τους είχα ανακαλύψει καν) και ο Justin είπε τότε πως υπάρχουν τραγούδια που μετά από ένα γεγονός παίρνουν μια καινούργια διάσταση, αναφερόμενος στην δολοφονία του Γρηγορόπουλου (όχι ονομαστικά) την επόμενη χρονιά, προτού πέσουν οι πρώτες νότες του “Rise Up And Fight”. Μια άλλη, λίγο άβολη στιγμή, ήταν όταν ο Justin νόμιζε ότι είχε έρθει η σειρά για το τραγούδι-επιτυχία τους, “Burnt Reynolds” και το παρουσίασε με φωνή hillbilly DJ της δεκαετίας του ’50, μέχρι που του σφύριξαν ότι πρώτα έπρεπε να παίξουν άλλο κομμάτι, κι εκεί τα έχασε (“I am losing my shit”, είπε).

Όπως και να έχει, όταν πράγματι ήρθε η ώρα του μοναδικού τους hit, ξέσπασε σε ενθουσιασμό όλη η αίθουσα και ο Justin κατέβηκε από την σκηνή για να παίξει ανάμεσα στο κοινό, ενώ όλοι μας σιγοντάραμε με το χαρακτηριστικό “οε οεεεεε” του τραγουδιού. Σε μια στιγμή μάλιστα κρέμασε την κιθάρα του σε μια κοπελιά της πρώτης σειράς που δεν είχε σταματήσει να λικνίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του show, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Justin. Τα “οε οεεεεε” συνεχίστηκαν και μετά το τέλος της συναυλίας, οπότε σαν μπιζάρισμα, ξαναβγήκε η μπάντα, και ο Justin με μια μάσκα που ήταν κάτι μεταξύ Mike Myers Donald Trump χωρίς μαλλιά, για να παίξουν μια speed/punk μορφή του “Burnt Reynolds”.

Μια χορταστική βραδιά, τουλάχιστον για εμένα, αν και άκουσα ότι συνηθίζουν να παίζουν πάνω από δύο ώρες, τουλάχιστον στην Ελλάδα. ‘Όπως και να έχει, αφού με άφησαν με την επιθυμία να τους ξαναδώ, αποστολή εξετελέσθη.

CRIPPLED BLACK PHOENIX setlist:
“Troublemaker”
“Wyches and Basterdz”
“Bonefire”
“The Reckoning”
“Goodnight, Europe (Pt. II)”
“You Put The Devil In Me”
“Everything I Say” (Vic Chesnutt διασκευή)
“444”
“My Pal” (God διασκευή)
“Rise Up and Fight”
“To You I Give”
“Lost”
“We Forgotten Who We Are”
“Burnt Reynolds”

Γιώργος Γκούμας
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece
Efilnekufesin (N.F.L)
Anthrax
Rock Hard Radio