Tuesday, March 11, 2025
Home Blog Page 4

MAJESTICA – “Power train” (Nuclear Blast)

0
Majestica

Majestica

Τον Tommy Johansson πιθανόν τον έχετε δει από κοντά σε κάποιο από τα πρόσφατα live των SABATON στη χώρα μας. Δεν ξέρω σε τι βαθμό συμμετείχε συνθετικά στους πασίγνωστους Σουηδούς, αλλά πιο πολύ χάρηκα με την αποχώρησή του καθώς θεωρώ πως παραείναι μελωδικός γι’ αυτούς. Από την άλλη μου άρεσε πάρα πολύ στο μοναδικό μέχρι τώρα δίσκο των MEMORIES OF OLD όπου περιοριζόταν στα φωνητικά καθήκοντα. Πόσο μάλλον όταν φτάνουμε στο δικό του σχήμα, τους MAJESTICA, όπου ξεδιπλώνει πλήρως τα ταλέντα του σε κιθάρα και φωνή.    

Τρίτο άλμπουμ, λοιπόν, κάτω από αυτό το όνομα, με την λεπτομέρεια αυτή να είναι σημαντική γιατί μην ξεχνάμε πως οι MAJESTICA είναι ουσιαστικά η συνέχεια των REINXEED που είχαν ήδη κυκλοφορήσει έξι δίσκους, με τον μπασίστα Chris David να παραμένει από τότε στη σύνθεση παρέα με τον Tommy. Στο “Power train” έχουμε να κάνουμε με europower, τέρμα ευχάριστο και εύθυμο, άκρως μελωδικό, αυτό ακριβώς που περιμέναμε δηλαδή. Το εξώφυλλο υπόσχεται πως όποιος ανέβει στο τραίνο των MAJESTICA τον περιμένει ένα μαγικό μουσικό ταξίδι, κάτι που μεταφράζεται στα τραγούδια με επιτυχία ως επί το πλείστον, ενώ δεν λείπουν κάποιοι μικροί εκτροχιασμοί. 

Ας το πάρουμε από τα φωνητικά που είναι και η μεγαλύτερη ειδοποιός διαφορά της μπάντας. Ο Tommy τραγουδάει σε πολύ ψηλές οκτάβες ενώ η φωνή του είναι κρύσταλλο χωρίς ίχνος γρεζιού, κάτι σαν τον Kotipelto στα νιάτα του αλλά πιο έξαλλο. Σε κάποια σημεία ίσως το παρακάνει, αλλά δεν με ενοχλεί. Αντικειμενικά έχει φωνάρα και προτιμώ να ακούω κάποιον να τραγουδάει έτσι και ας ξεφεύγει λίγο, παρά να ήταν συγκρατημένος και μέτριος σε όλα του. Στην τελική υπάρχει κάποιος που ακούει αυτό το είδος μουσικής χωρίς να γουστάρει κατά βάθος λίγο τυρίλα; 

Στα τραγούδια τώρα οι επιρροές είναι οι κλασικές, δεν χρειάζεται να λέμε τα ίδια συγκροτήματα σε κάθε κριτική που αφορά δίσκο Ευρωπαϊκού power. Ας αναφέρουμε απλά ότι εδώ δικαιολογείται να SABATON-ίζουν λίγο κάποια κομμάτια λόγω του πρόσφατου ιστορικού του Tommy, χωρίς όμως να φαίνεται πρόθεση να θέλει να μείνει κολλημένος στο  παρελθόν. Πέρα από το τίγκα HAMMERFALL “Megatrue” και το “Victorious” που μου φάνηκαν αδιάφορα, βρήκα τις υπόλοιπες συνθέσεις από καλές έως εξαιρετικές. Τραγούδια όπως το “A story in the night” είναι όχι απλά ο ορισμός, αλλά και ο λόγος που μου αρέσει αυτό το υποείδος του Metal. Αναφορά θα πάρει και το “My epic dragon” με το όσο δεν πάει Disney ηχόχρωμά του, σε μία συσχέτιση που πάντα μου αρέσει όταν γίνεται.

Παρά τα καλά λόγια που έχω να πω για το “Power train”, σαν σύνολο νομίζω καταλήγει ένα σκαλί κάτω από το προηγούμενο άλμπουμ “A Christmas carol” που ήταν concept και αφορούσε την γνωστή ιστορία του Εμπενίζερ Σκρουτζ. Είχε πιο καλή συνοχή, διατηρούσε τη μαγεία χωρίς παύσεις, ήταν ενδιαφέρον το θέμα, γενικά ήταν μια κυκλοφορία ξεχωριστή που θα την θυμάμαι μετά από αρκετά χρόνια. Μπορεί ο νέος δίσκος των MAJESTICA να μην έχει το ίδιο εκτόπισμα σαν σύνολο με τον προκάτοχό του, αλλά περιέχει όλα τα συστατικά ενός Power Metal δίσκου Α’ κατηγορίας που σέβεται τον εαυτό του, με τα καλά ή και τα όχι τόσο καλά. 

Θα βρεις εντυπωσιακά φωνητικά, ανεβαστική μουσική με μόνιμα θετική αύρα, ένα με δύο τραγούδια που ρίχνουν σαγόνια, θα ξεχάσεις στιγμιαία κάθε πρόβλημα και θα περάσεις τέλεια. Έχει και λίγο κιτς, μερικές στιγμές που οι επιρροές πνίγουν την ταυτότητα του ίδιου του συγκροτήματος, στίχους που δεν θέλουν και πολύ επεξεργασία. Πιστεύω όμως πως θα ικανοποιήσει αρκετά του φίλους της μπάντας και όχι μόνο. Οι MAJESTICA είναι ένα συγκρότημα με τα όλα του, θα πήγαινα κάλλιστα να δω συναυλία τους, ενώ η πρόσφατη μουσική τους συνεισφορά τους κλειδώνει στα ραντάρ μου ώστε να μην χάσω καμία μελλοντική μουσική τους κίνηση. Όχι γιατί είναι καμία αποκάλυψη. Αλλά γιατί κάθε φορά που τους ακούω περνάω τέλεια. Τόσο απλά. 

8 / 10

Παύλος Παυλάκης

MARKO HIETALA – “Roses from the deep” (Nuclear Blast)

0
Hietala

Hietala

Οφείλω να ομολογήσω πως ακόμα και όταν γνωρίζω την μουσική κατεύθυνση που ακολουθεί ένας αγαπημένος μου καλλιτέχνης, ακόμα και όταν αυτή η κατεύθυνση του δεν μου αρέσει, θα ακούσω και θα κρατήσω μία επαφή μαζί του, λόγω της μεγάλης αγάπης και εκτίμησης που του έχω. Μία τέτοια περίπτωση για εμένα είναι ο Marko Hietala. Ένας μουσικός που ναι μεν έχει σημαντικές αναφορές με διάφορες μπάντες κατά το παρελθόν αλλά, κακά τα ψέματα, η παρουσία του στους NIGHTWISH είναι το βασικό σημείο αναφοράς του, σε μία πολύχρονη και άκρως επιτυχημένη πορεία με την μπάντα του Thuomas Holopainen, παίζοντας έναν τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση της επιτυχίας αυτής.

Η αποχώρησή του από τους NIGHTWISH εξακολουθεί και με «ενοχλεί» και το κενό του δεν έχει αναπληρωθεί. Στην προσωπική του καριέρα όμως ο Hietala αποφάσισε να απομακρυνθεί από τους ήχους που τον είχαμε συνδέσει και στράφηκε σε μία πιο κλασική, ανάλαφρη και ψυχεδελική hard rock αισθητική. Αυτό του αρέσει, αυτό τον εκφράζει και πάνω σε αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει τα νέα του μουσικά γούστα. Γούστα που προσωπικά δεν με ενθουσίασαν και έκρινα λίγο πιο αυστηρά στην προηγούμενη του δουλειά “Pyre of the black heart”.

Το νέο του πόνημα, “Roses from the deep”, κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες και έρχεται πιο αναβαθμισμένο από τον προκάτοχό του, συνδυάζοντας πολλούς τρόπους για το πως μπορεί να ακούγεται το hard rock. Από την folk αισθητική των JETHRO TULL, στις πιο μεγαλόπνοες και κινηματογραφικές στιγμές των σύγχρονων AVANTASIA και στην πιο κλασική προσέγγιση των DEEP PURPLE, o Hietala ακουμπά όλη την προαναφερθείσα μουσική παλέτα, παρουσιάζοντας ένα σύνολο αρκετά πιο ενδιαφέρον.

Αρχής γενομένης με την νοσταλγία που δημιουργεί το ντουέτο του με την Tarja Turunen στο “Left on Mars”. Προηγείται όμως του “Left on Mars” το εναρκτήριο “Frankestein’s wife”, ένα πολύ δυναμικό τραγούδι με πολύ ενέργεια. To “Rebel of the north” προσφέρει την DEEP PURPLE κουλτούρα με έναν φρέσκο και σύγχρονο αέρα αλλά αν πρέπει να σταθώ κάπου περισσότερο, τότε με ευκολία θα αναφέρω τον πρωταγωνιστή του άλμπουμ, το οκτάλεπτο “Dragon must die”, μία πολύ καλή σύνθεση που θα μπορούσε να είναι μία σύμπραξη των AYREON με τους AVANTASIA.

Οι θετικές μου εντυπώσεις όμως δεν θέλω να θολώσουν τα νερά. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ για τους πιο πιστούς οπαδούς του ή πιο συγκεκριμένα, το “Roses from the deep” εξακολουθεί να είναι μία δουλειά που απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό, που ακόμα και όσοι αγαπούν τον ίδιο τον καλλιτέχνη, δεν θα το εκτιμήσουν εύκολα. Είναι όμως δεδομένο, πως ο Hietala ξεκάθαρα φανερώνει πως δημιουργεί την μουσική που αγαπάει και αυτό είναι απόλυτα σεβαστό.

7 / 10

Δημήτρης Μπούκης

KILLSWITCH ENGAGE – “This consequence” (Metal Blade)

0
Killswitch Engage

Killswitch Engage

Έχουν περάσει έξι χρόνια από τότε που οι KILLSWITCH ENGAGE κυκλοφόρησαν το “Atonement”, σηματοδοτώντας μακράν το μεγαλύτερο κενό μεταξύ των άλμπουμ τους. Έκτοτε, τόσο η πανδημία όσο και η κοινωνικοπολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας τους, αλλά και διεθνώς, φαίνεται ότι οδήγησαν την μπάντα να μας δώσουν τον πιο ωμό, επιθετικό, δίσκο της καριέρας τους. Έναν δίσκο που από την πρώτη νότα του αρχικού “Abandon Us” μέχρι την τελευταία του “Requiem”, και μέσα σε μόνο 35 ισοπεδωτικά λεπτά , αρπάζει τον ακροατή από τον λαιμό και τον ταρακουνάει χωρίς οίκτο ενώ την ίδια στιγμή βγάζει τους κυνόδοντες και πάει κατευθείαν στην σφαγίτιδα φλέβα στον λαιμό.

Όσοι γνωρίζουμε τη δισκογραφία τους, δεν θα βρούμε εκπλήξεις μιας που όλα τα ηχητικά στοιχεία που έχουν διαμορφώσει την ταυτότητά τους, είναι παρόντα: groovy κιθαριστικά riffs που σε κάνουν να θέλεις να κάνεις headbanging όπου κι αν βρίσκεσαι, φωνητικά που σε κάνουν να θέλεις να χτυπάς το στήθος σου σαν τον King Kong αλλά και που εναλλάσσονται με πιο μελωδικά δίνοντας έτσι στα κομμάτια ένα επικό ύφος, το μπάσο και τα ντραμς να είναι πιο heavy και από μια βροχή από αμόνια, όπως λένε στο χωριό μου, και με στίχους που κυμαίνονται από τις υπαρξιακές ανησυχίες μέχρι τον θυμό για την σημερινή κατάσταση, αλλά πάντα διατηρώντας μια αχτίδα ελπίδας.

Βασικά, έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα σε μεγάλα κέφια, με μια διάθεση να αφήσει την μουσική να ρεύσει ελεύθερα από μέσα τους (οι ίδιοι παραδέχθηκαν ότι τα κομμάτια είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα των sessions που έκαναν όλοι μαζί στο στούντιο, κάτι που δεν είχαν κάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια), αλλά χωρίς να ξεχάσει και την ηχητική ποιότητα: ο κιθαρίστας/παραγωγός Adam Dutkiewicz, συνεχίζει να προσφέρει αυτόν τον κρυστάλλινο, προσεγμένο ήχο, σήμα κατατεθέν της μπάντας.

Όπως είπα, η μπάντα συνεχίζει να κινείται στα γνώριμα metalcore μονοπάτια που τόσο καλά γνωρίζει και που τους έχει κάνει να είναι η ναυαρχίδα αυτού του είδους σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά ακόμα κι έτσι, τόσο η επιθετικότητα της μουσικής τους (σίγουρα είναι ο δίσκος τους με τα πιο πολλά blastbeats) αλλά και η φωνή του Jesse Leach (που φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα, αγγίζοντας όλο το φάσμα του death metal, αλλά και της μελωδίας), κάνουν αυτόν τον δίσκο να είναι ένα απαραίτητο άκουσμα, όχι μόνο για τους οπαδούς της μπάντας αλλά και για τους οπαδούς του μοντέρνου metal γενικώς.

9 / 10

Γιώργος Γκούμας

NAXATRAS – “V” (Self Released)

0
Naxatras

Naxatras

Έφτασε λοιπόν αυτή η στιγμή όπου οι NAXATRAS ανοίγουν το πέμπτο κεφάλαιο της δισκογραφίας τους, κι αν κρίνουμε από το εξώφυλλο αλλά και τα δύο πρώτα singles, πρόκειται μάλλον για κάποιο απόσπασμα από τις «Χίλιες και μία νύχτες».

Θεωρώ απίθανο μετά από 10 χρόνια συνεχούς παρουσίας, εντός και εκτός συνόρων, το όνομα των Θεσσαλονικιών να μην είναι γνωστό στο μεγαλύτερο μέρος της rock κοινότητας. Άλλωστε το εκτόπισμα του συγκροτήματος είναι τέτοιο πια που αναγνωρίζεται από όλα τα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Αυτό όμως που μπορεί να ξενίσει ακόμα και τον πιο πιστό οπαδό, είναι η μουσική τροπή του νέου δίσκου.

Ομολογώ, ότι όση χαρά μου έδωσε η κυκλοφορία του “Spacekeeper”, άλλη τόση απογοήτευση πήρα από το “Numenia”. Όχι ότι δεν μας έχουν συνηθίσει σε πιο ανατολίτικες μελωδίες όλα αυτά τα χρόνια, αλλά πως να το κάνουμε υπήρχε πάντα μια ξεκάθαρη ψυχεδελική heavy rock ατμόσφαιρα όπου τις καμουφλάριζε. Εδώ η μπάντα ξεσπαθώνει και σε δύο κομμάτια μπαίνουμε για τα καλά στο τριτοτέταρτο μπουζουξίδικο της Εθνικής Οδού στην δεκαετία του ’90. Και αν για κάποιον αυτό είναι ικανό να παρατήσει εντελώς την προσπάθεια της ακρόασης του δίσκου, όπως κάποιοι έκαναν πριν από 10 χρόνια με το κλαρίνο των VIC, θα έλεγα να αναθεωρήσει. Γιατί όπως υπάρχει το “Spacekeeper” για το “Numenia”, έτσι δρα σαν αντίβαρο το “Sand Halo” για το “Legion”.

Πέραν τούτου όμως, όλος ο δίσκος έχει μια σαφή ψυχεδελική προσέγγιση που το ανατολίτικο στοιχείο έρχεται περισσότερο να ιντριγκάρει και εν πολλοίς να σοκάρει το ακροατή, παρά τον απομακρύνει. Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε δύο κόσμους που συγκρούονται όπου και στους δύο πρωταγωνιστούν δύο γυναικείες ισχυρές προσωπικότητες. Από την μία έχουμε μια εξόχως σαγηνευτική αφήγηση όπως αυτή της Σεχραζάντ στον Σαχριάρ, κι από την άλλη μια εκστατική δυναμικότητα όπως αυτή της Stacia στο λίκνισμά της υπό τους ήχους των πατέρων της ψυχεδέλειας, HAWKWIND.

Η μπάντα έχει εκπαιδεύσει πολύ καλά το ακροατήριό της, καθώς του προσφέρει μεν αυτό που ζητάει να ακούσει στο υψηλότερο τεχνικό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα ωθεί τα όρια της μουσικής της κατά τι πιο πέρα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι κάθε νέα κυκλοφορία της μπάντα ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες, και αυτή η συνέπεια κάτι λέει για το επίπεδο των Θεσσαλονικιών.

7,5 / 10

Νίκος Ζέρης

Weekly Metal Meltdown (15-21/2)

0
Weekly

Weekly

Οι δισκογραφικές κυκλοφορίες που ανακοινώνονται όσο πάνε και πληθαίνουν καθώς ετοιμαζόμαστε να μπούμε στον τρίτο μήνα του έτους και στο νέο Weekly Metal Meltdown παρουσιάζονται clips εκτός των άλλων και από μεγάλα σχήματα, Ελληνικά και ξένα. Scroll-άρετε παρακάτω και πάρτε μια πρώτη γεύση από μερικές από τις κυκλοφορίες που θα μας απασχολήσουν έντονα το επόμενο δίμηνο.

Photo by Travis Shinn

Με νέο δίσκο επανέρχονται μετά από τρία χρόνια οι Αμερικάνοι MACHINE HEAD. O τίτλος του 11ου δίσκου τους θα είναι “Unatoned” και θα κυκλοφορήσει στις 25 Απριλίου από την Nuclear Blast. Oι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα από τον Ιούλιο του 2023 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2024, παραγωγός ανέλαβε ο Colin Richardson, mastering o Ted Jensen και artwork και πάλι από τον Seth Siro Anton. To πρώτο single μόλις δόθηκε στην δημοσιότητα και είναι το “Unbound” που ακούτε και βλέπετε παρακάτω:

Photo by AnabelDFlux

Tον είδαμε πέρσι και στην χώρα μας όταν άνοιξε για τους CRADLE OF FILTH. Ο Wednesday 13 ακολουθεί τα τελευταία πολλά χρόνια solo καριέρα με την sleaze/ horror punk αισθητική και την έντονη σκηνική του παρουσία να καταφέρνει να κερδίζει κάθε νέο ακροατή. Ο πρώην τραγουδιστής των MURDERDOLLS επιστρέφει με καινούργιο λοιπόν δίσκο μέσω της Napalm Records που θα λέγεται “Mid death crisis” και θα κυκλοφορήσει στις 25 Απριλίου. Με τον δίσκο αυτόν ο Wednesday 13 επιστρέφει στις hard rock ρίζες του, παραγωγός έχει αναλάβει ο Alex Kane (LIFE, SEX & DEATH, EΝUFF Z’NUFF, ANTIPRODUCT) και επίσης υπάρχει guest συμμετοχή από τον Taime Downe, τραγουδιστή των FASTER PUSSYCAT.

Το πρώτο single του δίσκου έχει τίτλο “When The Devil Commands” και το απολαμβάνεται παρακάτω:

Photo by Marios Theologis

Οι NIGHTFALL επιστρέφουν με τον νέο τους δίσκο “Children of Eve” που κυκλοφορεί στις 2 Μαΐου από την Season of Mist. Για τον νέο δίσκο, την μίξη και το mastering έκανε ο Jacob Hansen (VΟLΒΕΑΤ, AMARANTHE, THE BLACK DALIA MURDER). To πρώτο single του δίσκου είναι το “I Hate” που το βλέπετε παρακάτω και είναι το πρώτο εξαιρετικό δείγμα του δίσκου.

Ο Ευθύμης Καραδήμας, αναφέρει: “Λατρεύω το πως προέκυψε αυτός ο δίσκος. Είμαστε ενθουσιασμένοι που θα παίξουμε ζωντανά τα καινούργια κομμάτια. Ο ήχος είναι πελώριος, τα ρεφρέν είναι τεράστια. Και υπάρχει και ένα μήνυμα που προκύπτει. Είναι ένας δίσκος σχετικά με το πως αντέχουμε τον πόνο, πώς ζούμε με αυτόν και πώς πεθαίνουμε από αυτόν”.

Photo by Sonja Schuringa (Chantik Photography)

Επιστροφή και για τους ατμοσφαιρικούς black metallers LUCIFER’S CHILD επτά χρόνια από τον τελευταίο τους ολοκληρωμένο δίσκο. Η Αθηναϊκή μπάντα ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το τρίτο τους δίσκο με τίτλο “The illumimant” μέσω της Agonia Records στις 28 Μαρτίου. Η παραγωγή του δίσκου έγινε από τον George Emmanuel και το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Daniele Valeriani (DΑRK FUNARAL, MAYHEM).

“O δίσκος αντιπροσωπεύει τη εξέλιξη του ήχου μας. Είναι ένα έντονο ταξίδι που ανακατεύει το σκοτάδι, την μελωδία και τo συναίσθημα. Mε οκτώ βλάσφημα τραγούδια, είναι ένα ξεκαθάρισμα αλλά και μια αποκάλυψη, μια φωτιά που καταστρέφει αλλά επίσης ανανεώνει. Είναι η αποκάλυψη μας και ανυπομονούμε να την μοιραστούμε πάνω στην σκηνή” αναφέρει ο ιδρυτής/ κιθαρίστας της μπάντας George Emmanuel.

Το πρώτο επίσημο lyric video είναι για το κομμάτι που ακούτε παρακάτω και έχει τίτλο “As bestas”.

Οι Αθηναίοι death/doom prog metallers DAMON SYSTEMA πρόκειται να κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο “ATE” από την Theogonia Records στις 21 Μαρτίου. Μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο τους videoclip για το ομότιτλο κομμάτι και όπως αναφέρουν και οι ίδιοι “ το video φέρνει στην ζωή την ανελέητη δύναμη της θεάς Άτης που ήταν αγγελιοφόρος της καταστροφής και της θείας δίκης”. Το ακούτε παρακάτω και φυσικά δεν παραλείπετε να σημειώσετε το όνομά τους.

Photo by Stefaan Temmerman

Λίγο πριν βγουν για Ευρωπαϊκή περιοδεία οι Βέλγοι doom/sludge metallers ΑΜΕΝRA πρόκειται να κυκλοφορήσουν όχι ένα αλλά ΔΥΟ EP. Τα “De Toorn” και “ With Fang and Claw “ θα κυκλοφορήσουν από την Relapse στις 28 Μαρτίου.

“Με αυτά τα EP νιώθουμε τον αποχαιρετισμό που απελπισμένα αναζητούσαμε, καθώς προετοιμαζόμαστε για ένα καινούργιο ξεκίνημα στην σχεδόν τρεις δεκαετίες μακρά μας πορεία” αναφέρουν.

To παρακάτω κομμάτι είναι το “Forlorn”, το εναρκτήριο κομμάτι που θα υπάρχει στο “With Fang and Claw” EP και ουσιαστικά είναι μια ταινία μικρού μήκους που δημιουργήθηκε από την Amorphokyria που παίζει σε αυτό αλλά και το σκηνοθετεί επίσης. Δείτε το αλλά και ακούστε το παρακάτω.

Photo by Jimmy Fontaine

Οι Aμερικάνοι southern hard rockers ΒLACK STONE CHERRY θα κυκλοφορήσουν την ημέρα της φετινής Record Store Day τον δίσκο τους με τίτλο “This is Black Stone Cherry’s RSD album. The band really likes it.” O δίσκος θα αποτελείται από αποκλειστικά B-sides, διασκευές, live ηχογραφήσεις και ακυκλοφόρητα κομμάτια και θα κυκλοφορήσει φυσικά στις 12 Απριλίου από την Mascot records. Θα συμμετάσχουν αρκετοί καλεσμένοι σε αυτό όπως οι Ayron Jones, John Cooper (SKILLET), Jesse Leach (KILLSWITCH ENGAGE) και Lzzy Hale (HΑLESTORM). To “Have You Ever Been Lonely” είναι το πρώτο δείγμα από τον δίσκο αυτόν και το ακούτε παρακάτω.

Rotting Christ
Photo by Tasos Anestis

Οι ROTTING CHRIST επιστρέφουν, αυτήν την φορά με τον διπλό live δίσκο “35 Years of Evil Existence – Live in Lycabettus’ που όπως δηλώνει και ο τίτλος του είναι η συναυλία που έδωσαν πέρσι για να γιορτάσουν τα 35 τους χρόνια σαν μπάντα στο θέατρο του Λυκαβηττού. Η δύο ωρών συναυλία θα κυκλοφορήσει σαν διπλό CD και τριπλό βυνύλιο από την Season of Mist στις 14 Απριλίου. Το κομμάτι “Demonon vrosis” είναι το δείγμα που βλέπετε παρακάτω.

Photo by Runar Haugeland

Οι Νορβηγοί avant garde metallers ΙN THE WOODS πρόκειται να κυκλοφορήσουν τον νέο τους έβδομο δίσκο από την Prophecy Productions. Ο δίσκος είναι προγραμματισμένος για τις 11 Απριλίου και θα ονομάζεται “Otra”. Στιχουργικά ο δίσκος έχει να κάνει με ιστορίες που συνδέονται με τον ποταμό Otra που διασχίζει 245 χιλιόμετρα την Νότια Νορβηγία και πέφτει μέσα στον Skagerrak, τον πορθμό που χωρίζει την χώρα από την Δανία και την Σουηδία και την πόλη της μπάντας την Kristiansand. Ενδιαφέρον ιστορία με το “The Things You Shouldn’t Know” να αποτελεί το πρώτο δείγμα από τον επικείμενο δίσκο.

Photo by Jennifer Gruber

Mε την πρόσφατη εμφάνισή τους επι ελληνικού εδάφους να είναι ακόμα νωπή, οι Γερμανοί thrashers DESTRUCTION ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν τον 16ο δίσκο της καριέρας τους “Birth of malice” στις 7 Μαρτίου μέσω της Νapalm Records. To “Scumbag Human Race” αποτελεί το τρίτο δείγμα της επερχόμενης δουλειάς τους και το απολαμβάνεται πατώντας το start παρακάτω.

Photo by Jakub Alexandrowicz

Και οι CRADLE OF FILTH πρό των πυλών για την κυκλοφορία του νέου τους δίσκου που θα έχει τίτλο “The screaming of the Valkyries” που θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από την Νapalm Records. To “To Live Deliciously” είναι το δεύτερο τους single από τον δίσκο που διαδέχεται το “Malignant perfection” και παρακολουθείτε παρακάτω.

Photo by PIPER FERGUSON

Καινούργιο δίσκο έχουν και οι Αdrian Smith/ Richie Kotzen. O δεύτερος δίσκος της συνεργασίας τους θα λέγεται “Black Light/White Noise” και θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από την ΒΜG. Το “Black light” είναι το single από τον δίσκο και την παραγωγή του clip που γυρίσθηκε στο Los Angeles έχουν επιμεληθεί οι Kevin and Richard Ragsdale (The Ragsdale Brothers) (DΑUGHTRY, THEORY OF A DEADMAN, Dorothy feat. Slash). Συμμετέχουν η μπασίστρια Julia Lage, ο ντράμερ Bruno Valverde και επίσης η Ρωσίδα ακροβάτης από το περίφημο Cirque de Soleil Gyulnara Karaeva. Το παρακολουθείτε παρακάτω.

Photo by Travis Shinn

Kαινούργιο δίσκο ετοιμάζουν και οι DISTURBED στην δικιά τους πλέον εταιρία Mother Culture Records. O τίτλος του δίσκου δεν έχει δοθεί ακόμα στην δημοσιότητα παρά το πρώτο δείγμα από αυτόν που είναι το κομμάτι “I will not break” που παρατίθεται παρακάτω. Η μπάντα δηλώνει ότι το κομμάτι έχει να κάνει με το να γίνεσαι δυνατότερος από τις δυνάμεις που συνεχώς προσπαθούν να σε ρίξουν κάτω. Η παραγωγή έγινε από τον Drew Fulk (MOTIONLESS IN WHITE, LIL PEEP, HIGHLY SUSPECT) που είχε επίσης αναλάβει και την παραγωγή στον προηγούμενό τους δίσκο “Divisive”. Εν αναμονή λοιπόν για περισσότερα από τους Αμερικάνους.

Photo by Justin H. Reich

Άλλο ένα κομμάτι από τον επερχόμενο τους δίσκο έδωσαν στην δημοσιότητα οι BLACK LABEK SOCIETY του Zakk Wylde. To “Lord humungus” ακολουθεί το “The gallows” που το είχαν παρουσιάσει αρκετούς μήνες πριν και η σκηνοθεσία του έγινε από τον Justin H. Reich. Mένει επίσης να δούμε για πότε έχει προγραμματισθεί η κυκλοφορία του δίσκου καθώς ο Zakk είναι πλήρως απασχολημένος αυτή την περίοδο με τους PANTERA. Eν αναμονή και εδώ λοιπόν.

Ραντεβού την επόμενη εβδομάδα, με περισσότερες νέες κυκλοφορίες!

 

A day to remember… 23/2 [JUDAS PRIEST]

0
Judas Priest

Judas Priest

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Angel of retribution” – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Epic Records (Αμερική)/ Sony BMG (Υπόλοιπες χώρες)
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Roy Z.
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: 
Φωνητικά – Rob Halford
Κιθάρες – Glen Tipton/K.K. Downing
Μπάσο – Ian Hill
Drums – Scott Travis
Όσοι ασχολούνται ενδελεχώς με την μουσική, όποιο ιδίωμα ή στυλ αρέσκονται να ακούν, την έχουν σίγουρα συνδέσει με πολλές προσωπικές στιγμές τους, έχοντας τραγούδια και άλμπουμ που για τους δικούς τους λόγους, θα τους φέρνουν πάντα στο μυαλό κάποιες συγκεκριμένες αναμνήσεις. Για τον γραφών, ένα από αυτά τα άλμπουμs θα είναι για πάντα το “Angel of retribution” των JUDAS PRIEST. Θυμάμαι αρκετά έντονα, σαν να είναι σήμερα, εκείνο το πρωινό Κυριακής όπου με μια κούπα καφέ για συντροφιά, ξεκινούσα την ακρόαση του νέου τότε εν λόγω άλμπουμ τους, για κριτική.

Η αγωνιά για το τελικό αποτέλεσμα μεγάλη, αφού αφενός το να κριτικάρεις ένα άλμπουμ τους θέλει πάντα πολύ μελέτη, μιας σε όλα τα metal μεγαθήρια, οι απόψεις πάντα θα διίστανται. Αφετέρου, η συγκεκριμένη δουλειά, θα είχε και πάλι το line up που 15 χρόνια πριν και πίσω, δημιούργησε και το “Painkiller”, εκτός των προηγούμενων υπέροχων άλμπουμ, έναν από τους 3-4 δίσκους που προσωπικά θεωρώ ότι έχουν καθορίσει όλη την metal δισκογραφία από το 1990 και μετά. Ένα line up στου οποίου ο frontman θα ήταν και πάλι μια από τις πιο γνωστές προσωπικότητες στο heavy metal στερέωμα. Ένα σύνολο μουσικών, από τους οποίους, εξαιτίας του δισκογραφικού τους παρελθόντος, οι απαιτήσεις θα ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλες, πόσο μάλλον όταν ασυναίσθητα θα γινόντουσαν οι όποιες συγκρίσεις.

Δεν σας κρύβω ότι πριν την ακρόαση είχα κάποιες επιφυλάξεις για το τελικό αποτέλεσμα, κυρίως λόγω του ηχητικού μοτίβου που είχαν επιλέξει να εκφράζονται στις δυο προηγούμενες δουλειές τους “Jugulator” και “Demolition”. Έπειτα, κάποιες επανενώσεις δεν αντιμετωπίζονται πάντα ωραία, με την καχυποψία να κυριαρχεί σε πολλές περιπτώσεις. Θεωρώ πως οι σωστά σκεπτόμενοι οπαδοί δεν (πρέπει να) ξεχνούν, ούτε να επιτρέπουν το όποιο «ξεπούλημα» των αγαπημένων τους συγκροτημάτων, στο βωμό του σίγουρου και εύκολου χρήματος. Επίσης όντας οι κριτές και οι χειραγωγοί μιας μπάντας είναι αρκετές φορές αυτοί που αποφασίζουν, εν μέρη για τη μοίρα της, αν οι πωλήσεις δεν πάνε κατά το δοκούν.

Όταν χώρισαν οι δρόμοι του Halford με τους υπόλοιπους, ο ίδιος παρέμεινε αρκετά ενεργός και δραστήριος. Αν το “War of words” με τους FIGHT το 1993 άρεσε πολύ, τα “Resurrection” το 2000 και “Crucible” το 2002, με τους HALFORD ήταν ηχητικά (εξαίροντας την πιο «μοντέρνα» παραγωγή), ό,τι πιο κοντινό υπήρχε στο γκρουπ που ο ίδιος μεγαλούργησε. Από την άλλη, τα υπόλοιπα τότε μέλη των JUDAS PRIEST, με τον Tim “Ripper” Owens, άξιο μεν αντικαταστατή του Halford, έβγαλαν 4 άλμπουμ (τα 2 live) τα οποία όμως νομίζω ότι “πέρασαν και δεν ακούμπησαν”, όπως οι προκάτοχοι τους και σίγουρα δεν ήταν αντιπροσωπευτικά του κολοσσιαίου ονόματος που θα έχει για πάντα το γκρουπ. Έτσι το σμίξιμό τους το 2003, μάλλον έμελλε να είναι αναπόφευκτο, αφού σίγουρα ο κόσμος αδημονούσε για ένα νέο σημαντικό δισκογραφικό comeback, και το γκρουπ δεν χάλασε χατίρι σε κανέναν (αν είχε βεβαίως επιλογή).

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σοκ που έπαθα μετά τα πρώτα περίπου 50 δευτερόλεπτα της αρχής του “Judas rising”, τραγουδιού που «ανοίγει» τον δίσκο, προσωπικά θεωρώντας το, ένα από τα ωραιότερα της δισκογραφίας τους. Από το δεύτερο “Deal with the devil”, μέχρι και το τελευταίο, 13 λεπτό και κάτι “Lochness”, το μήνυμα που έβγαινε από τα ηχεία ήταν ένα και μόνο: Οι JUDAS PRIEST ήταν και πάλι παρόντες, όσο πολλά χρόνια πριν, όπως ακριβώς τους γνωρίσαμε και μας γαλούχησαν, με τραγούδια, τα οποία όπως λέμε «δεν υπάρχουν και ούτε θα ξανακυκλοφορήσουν ποτέ».

Μετά τις δυο προηγούμενες δουλειές τους οι οποίες ηχητικά είχαν ξεφύγει από το γνώριμο ύφος και ρυθμό του παρελθόντος, όντας ηχητικά και βάση παραγωγής πιο «βαριές», το νέο τότε άλμπουμ “Angel of retribution” είχε το γνώριμο ήχο και στυλ δόμησης που λάτρεψαν όλοι οι οπαδοί, αφού σε κάθε σημείο του «μύριζε» Priest-ίλα. Όλες οι συνθέσεις είχαν διάχυτη τη ηχητική ταυτότητα που τους καθιέρωσε, αφού για ακόμα ένα δίσκο, εμπεριέχονταν τραγούδια, πολύ προσιτά στο αυτί, με άμεσα ξεσηκωτικές μελωδίες και ριφ, «αέρινο» στακάτο φρενήρη ρυθμό σε κάθε ένα, που σου προκαλούσαν μια συνεχή τάση και επιθυμία για διαρκές headbanging, και refrain που θα τραγουδούσε συνεχώς από τότε ο καθένας, σε κάθε ακρόαση. Αν δεν ήξερες την ημερομηνία κυκλοφορίας, θα νόμιζες ότι ήταν η επόμενη δουλειά του “Painkiller”, αποτελώντας συνθετικά μια μίξη αυτού και των παλιότερων δουλειών τους, αφού η δυναμική κάθε σύνθεσης ήταν εμφανής και διαρκής σε όλη την διάρκεια.

Τα μέλη του συγκροτήματος, παρόλο που δεν είχαν συναντηθεί όλοι μαζί για πάρα πολλά χρόνια, ακούγονταν σαν ένα συμπαγές σύνολο με πλήρη χημεία, σαν να μην πέρασε ο χρόνος από πάνω του, και ας ήταν όλοι, πλην του Travis στα 50 τους. Βάσει τελικού αποτελέσματος απλά έκαναν ότι ήξεραν καλύτερα, να γράφουν και κυκλοφορούν αξιομνημόνευτα τραγούδια που θα κρατάνε συντροφιά σε κάθε metal οπαδό, μέχρι να σταματήσει να υπάρχει ο πιο «παραδοσιακός» heavy metal ήχος και στυλ. Τα “Judas rising”, “Deal with the devil”, “Revolution”, “Worth fighting for”, “Demonizer”, “Wheels of fire”, “Hellrider” και “Angel”, κυρίως, με την συνδρομή βεβαίως και των υπολοίπων, συνέθεσαν ένα μουσικό παζλ μιας πάρα πολύ καλής δουλειάς, αντάξιας του ονόματος που είχε το γκρουπ. Σημαντικό ρόλο στο πολύ καλό αποτέλεσμα ήταν σίγουρα η άρτια και καθαρή παραγωγή που έγινε στα τραγούδια από τον έμπειρο Roy Z., δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στο δίσκο.

Οι JUDAS PRIEST με το “Angel of retribution” κατάφεραν να κάνουν ένα πολύ δυναμικό come back, με μια δισκογραφική προσπάθεια που οι οπαδοί σαφώς επιζητούσαν και χρειάζονταν, από ένα συγκρότημα που από ότι φάνηκε τα επόμενα χρόνια, το τότε άλμπουμ, μόνο πυροτέχνημα δεν ήταν. Φυσικά όλοι ξέρουν τι έγινε μετά στις τάξεις του γκρουπ, αλλά από το 2005 και μετά και το άλμπουμ αυτό, φέρνει πάντα πλατιά χαμόγελα στους ακροατές, αφού τα μέλη του με τα τραγούδια τους κατάφεραν «να ταράξουν τα νερά» της δισκογραφίας για πολλοστή φορά. Με βάση και τη μέχρι και σήμερα πορεία τους, τα τραγούδια του τότε δίσκου προέκυψαν φυσικά και δεν αποτελούσαν αποτέλεσμα “αφουγκράσματος” του metal κοινού για να γεμίσουν για άλλη μια φορά τις τσέπες τους. Άλλωστε δεν νομίζω ότι το είχαν ποτέ ανάγκη.

Did you know that?

– Το άλμπουμ αποτελεί το δεύτερο μέρος της ιστορίας του άλμπουμ τους, “Sad wings of destiny”.

– Το άλμπουμ έφτασε στη θέση Νο 13 στο Αμερικάνικο Billboard 200, κάνοντας το, το τέταρτο πιο υψηλό σε charts της χώρας. Στην Αγγλία έφτασε στην δεύτερη θέση και στην Σουηδία στην τρίτη.

– Ο Roy Z. εκτός από παραγωγός του δίσκου έχει «γράψει» μαζί με τους υπόλοιπους το τραγούδι “Deal with the devil”.

– Το 2005 το Αγγλικό Metal Hammer στην ετήσια εκδήλωση του, Golden Gods Awards ψήφισε το “Angel of retribution” σαν το καλύτερο άλμπουμ.

– Το 2005 το περιοδικό Burn! ψήφισε το “Angel of retribution” σαν το καλύτερο άλμπουμ και αυτό που είχε το καλύτερο εξώφυλλο.

– Ένα από τα formats της κυκλοφορίας ήταν σε dual disc, με το άλμπουμ να είναι στην ολότητα του στην μια πλευρά και ένα DVD στην άλλη. Στο DVD υπήρχε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο “Reunited” αλλά και όλα τα τραγούδια του δίσκου σε καλύτερη ακουστική. Στην Ευρώπη, Ιαπωνία και Αμερική κυκλοφόρησε και σαν διπλό, με το άλμπουμ σε CD και το DVD ξεχωριστά σε άλλο ψηφιακό δίσκο.

– Οι πολύ παρατηρητικοί, γρήγορα ανακάλυψαν ότι το γκρουπ, είχε χρησιμοποιήσει στους στίχους τους, λέξεις που παρέπεμπαν σε παλιότερες κυκλοφορίες. Στο “Demonizer” υπάρχουν οι λέξεις “The hellion” (από το “Screaming for vengeance”) και “Painkiller” (από το ομώνυμο άλμπουμ). Στο “Hellrider” ακούγονται οι λέξεις “Ram it down” (από το ομώνυμο άλμπουμ) και “Tyrant” (από το “Sad wings of destiny”). Στο “Eulogy” εμπεριέχονται οι λέξεις “Stained class” (από το ομώνυμο άλμπουμ) και “The sentinel” (από το “Defenders of the faith”). Τέλος στο “Deal with the devil” ακούγονται οι λέξεις “Blood red skies” (από το “Ram it down“) και “Take on the world” (από το “Killing machine”)

– Το τραγούδι “Deal with the devil” μπορεί να θεωρηθεί ως μια αυτοβιογραφία του γκρουπ, “αφηγούμενο” την καταγωγή τους από τα West Midlands της «Μαύρης Χώρας» της Αγγλίας, αναφέροντας τις μεταβατικές ημέρες τους όταν έκαναν συναυλίες στην Αγγλία και ασκούσαν στην Εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ στο Walsall, όπου «γεννήθηκε» το συγκρότημα.

– Το τραγούδι “Worth fighting for” είναι το sequel/prequel του “Desert plains” (από το “Point of entry”)

–  Η ταινία Rock Star του 2001, με πρωταγωνιστή τον Mark Walberg ουσιαστικά «εξιστορεί» το πως ο Tim “Ripper” Owens, αντικατέστησε τον Rob Halford στους JUDAS PRIEST.

– Αν κάποιος θελήσει να αποκτήσει τώρα πια την έκδοση του βινυλίου του 2010, θα πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του, ειδικά για το κόκκινο χρωματιστό που πουλιέται επισήμως στο discogs μέχρι και 250 ευρώ.

– Το άλμπουμ είχε αρχικά προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στα τέλη του 2004, αλλά η εταιρεία άλλαξε την ημερομηνία κυκλοφορίας στις αρχές του 2005, ελπίζοντας σε καλύτερες πωλήσεις.

– Στο δίσκο συμμετέχει στα keyboards ο Don Airey (DEEP PURPLE)

Θοδωρής Μηνιάτης

A day to remember… 22/2 [GREEN CARNATION]

0
Green Carnation

Green Carnation

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The quiet offspring” – GREEN CARNATION
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2006
ΕΤΑΙΡΙΑ: Season Of Mist
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Terje Refsnes
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Tchort – κιθάρες
Anders Kobro – Τύμπανα
Stein Roger Sordal – μπάσο, κιθάρες
Kjetil Nordhus – φωνητικά
Michael S. Krumins – κιθάρες
Kenneth Silden – πλήκτρα

Μετά την φοβερή τριλογία των “Journey to the end of the night” (2000), “Light of day, day of darkness” (2001) και “A blessing in disguise” (2003), οι Νορβηγοί διαμόρφωσαν αυτό το άλμπουμ που διαφοροποιήθηκε σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα από την τριλογία τα στοιχεία της ατμόσφαιρας και του πιο μεστού τρόπου σύνθεσης έδειξαν έναν άλλο χαρακτήρα της μπάντας.

Ο ηγέτης τους, Tchort, υπογράφει το σύνολο των στίχων και ηγείται όπως πάντα την μουσική κατεύθυνση τους ακροβατώντας στο 70s prog rock και στην έντονη ατμόσφαιρα που ενισχύει με την ιδιότυπη φωνή του ο Kjetil Nordhus. Η παρουσία τριών κιθαριστών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα από πλευράς ενορχήστρωσης, συνδυάζοντας τον ήχο της ακουστικής κιθάρας με της ηλεκτρικής σε κομμάτια όπως το “Child’s play part1”.

Όσο πολυδιάστατος δίσκος κι αν είναι ηχητικά, παραμένει ο πιο αδύναμος της δεύτερης περιόδου τους, μιας και δεν έχει συνθέσεις άξιες αναφοράς με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως το “Purple door, pitch black”. Η φυγή του Anders Kobro μετά την ηχογράφηση του δίσκου, φαίνεται να έπαιξε ρόλο στην αδρανοποίηση της μπάντας δύο χρόνια μετά. Είναι το μόνο μέλος της πρώτης death metal περιόδου των GREEN CARNATION στα early 90s που επέστρεψε, αφού ήταν και παραμένει drummer των IN THE WOODS…

Καταληκτικά, θεωρώ ότι το άλμπουμ αυτό προοιώνισε την αδρανοποίηση των GREEN CARNATION, οι οποίοι ευτυχώς επανήλθαν με θριαμβευτικό τρόπο το 2020 με το “Leaves of yesteryear”. Δυστυχώς οι προγραμματισμένες τους εμφανίσεις στη χώρα μας ακυρώθηκαν και θεωρώ εαυτόν πολύ τυχερό που τους είδα στη Λισαβώνα το 2017 στο Under doom festival και ήταν πραγματικά καθηλωτικοί!

Λευτέρης Τσουρέας

OZZY OSBOURNE – “The ultimate sin” – Worst to best

0
Ozzy

Ozzy

Αυτή την εβδομάδα έπρεπε να ασχοληθώ με την υπέρτατη αμαρτία, αυτή που δεν βρίσκει συγχώρεση ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Στην εν λόγω περίπτωση, βέβαια, δεν θα ασχοληθούμε τόσο βαριά με το ζήτημα, αλλά θα αποπειραθούμε (διαπράττοντας ενδεχομένως ένα μικρό αμάρτημα οι ίδιοι) να βάλουμε σε μία σειρά “Worst To Best” τα τραγούδια του “The ultimate sin”, του τέταρτου προσωπικού άλμπουμ από τον Ozzy Osbourne. Ενός άλμπουμ που δεν πήρε την αγάπη που του άξιζε από τον ίδιο τον δημιουργό του, θεωρώ, μιας και παρά την μεγάλη επιτυχία του και όντας πλήρως εναρμονισμένο με τις τάσεις που τότε επικρατούσαν στον χώρο του heavy metal, o Ozzy το χαρακτήρισε ως το λιγότερο αγαπημένο του, προφασιζόμενος «κακή παραγωγή» και μη εκπλήρωση των στάνταρ που περίμενε από τον υπεύθυνο για αυτή, Ron Nevison.

Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Τόσο το πρώτο “Blizzard of Ozz” όσο και το προηγούμενο “Bark at the moon” έπασχαν από θέμα παραγωγής, όμως αυτό δεν τα καθιστά «κακά» με κανένα τρόπο. Ίσως η αλήθεια κρύβεται αλλού. Πιστεύω ότι τόσο η πίεση να ξεκινήσει δουλειά ο Ozzy αμέσως μετά την έξοδο του από την κλινική απεξάρτησης Betty Ford, το εμπορικό glam στοιχείο που χαρακτήριζε αυτή την κυκλοφορία, όσο και φημολογούμενες διαρκείς νομικές διαμάχες με τον μπασίστα που συμμετείχε στο άλμπουμ, τον Phil Soussan, για δικαιώματα πάνω στο μεγαλύτερο hit του άλμπουμ, “Shot in the dark”, είναι οι πραγματικοί λόγοι που ο Πρίγκηπας του Σκότους δεν θέλει να ασχοληθεί με το “Ultimate Sin”, σε βαθμό που ούτε τραγούδια παίζει από εκεί στα live του (πλην του προαναφερθέντος) ούτε φρόντισε να το επανακυκλοφορήσει μετά το 1995.

Όπως και να έχει, πρόκειται για αγαπημένο άλμπουμ πολλών fans και σε τούτη την στήλη θα πάμε με αυτό το αίσθημα, προσπαθώντας να βάλουμε σε αξιολογική σειρά τα εννιά τραγούδια του.

“The Ultimate Sin” Countdown

  1. “Thank God for the Bomb” (3.52)

Ενδιαφέρον στιχουργικά αλλά απλοϊκό συνθετικά, το “Thank God for the bomb” είναι το πιο «μονότονο» τραγούδι του άλμπουμ. Ο Ozzy επιστρέφει στο αντιπολεμικό θέμα που χαρακτήρισε και τους BLACK SABBATH στα 70s, όμως ανατρέπει λίγο τα δεδομένα, περιγράφοντας τα πυρηνικά όπλα ως «αποτρεπτικά» παρά να τα αναθεματίσει ως «καταστροφικά». Παρά το σκανδαλιστικό “Nuke ya, nuke ya” στο ρεφραίν και την κιθαριστική έμπνευση που ο Jake E. Lee δανείζεται από την φαρέτρα του Eddie Van Halen, το “Thank God for the bomb” μόλις ξεπερνάει τον μέτριο πήχη συγκριτικά με την συνολική δυναμική του “The ultimate sin”.

  1. Fool Like You” (5.19)

Αξιοπρεπής προσθήκη στο άλμπουμ αλλά λίγο ανέμπνευστο σε σημεία, ειδικά στο ρεφραίν. Στο “Fool like you” είναι προφανής η ξεχωριστή και ασταμάτητη ενέργεια του Ozzy, καθώς ξεκινάει τολμηρά με δυνατά riff και καταιγιστικά ντραμς. Λείπει όμως η πρωτοτυπία και εδώ. Υπάρχει απτό το glam metal στοιχείο, αλλά ως εκτέλεση περισσότερο μιμείται παρά ανοίγει δρόμους στο περιβάλλον του εν έτει 1986, με στόχο απλά να συμπληρώσει το άλμπουμ με ένα ακόμα τραγούδι. Εντάξει, δεν είναι όλα άσχημα: χτίζεται για να αναδείξει τις τεράστιες κιθαριστικές δυνατότητες του Lee και την δύναμη του ντράμερ Randy Castillo, που καθιστούν το “Fool like you” ευχάριστο κι ας μην γυρνάει κεφάλια με την μοναδικότητά του.

  1. Never Know Why” (4.26)

Το τραγούδι έχει μία εξαιρετική εισαγωγή, με το flanger εφέ στην κιθάρα από τον Jake E. Lee να προσδίδει μία αμαρτωλή χροιά, για να εξελιχθεί σε ένα αρκετά εύηχο και διασκεδαστικό τραγούδι. Τα riff κρατάνε το ενδιαφέρον του ακροατή αμείωτο και ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο εξόδιο σόλο, που είναι ένα από τα κιθαριστικά highlight του δίσκου. Αρκετά ενεργητικό και πιασάρικο, ίσως κουράζει κάπου με τον (επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό) γραφικό σλόγκαν “We rock, rock, rock” στο ρεφραίν. Λες και δεν ήξεραν τι να τραγουδήσουν σε εκείνο το σημείο, απλά σκέφτηκαν ένα πρόχειρο moto για να κρατούν τα πλήθη όρθια στις μεγάλες αρένες που η μπάντα έπαιζε εκείνη την εποχή. Αυτό που εγώ κρατάω είναι η φοβερή κιθάρα του Lee και τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Ozzy, συνταγή που δούλεψε εξαιρετικά για τα δύο άλμπουμ που ο κιθαρίστας ήταν στην μπάντα.

  1. Lightning Strikes” (5.13)

Εδώ αρχίζουμε να μπαίνουμε στα αγαπημένα χωράφια πολλών fans του “Ultimate sin”. Το πρώτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς του δίσκου ξεκινάει με ένα βροντερό riff, που ένα κομματάκι του ίσως και να είναι δανεισμένο από την αρχή του “Crazy train” από το “Blizzard of Ozz”. Με πονηρές διαθέσεις, ο Ozzy εξυμνεί το “rock-and-roll” lifestyle, την επαναστατικότητα, την αντίδραση και την απώλεια αναστολών που εμπεριέχονται σε αυτό και που τον έστειλαν στο χείλος του γκρεμού πολλές φορές, χωρίς όμως να τον τελειώσουν. Το “Lightning strikes” είναι ένα καλό παράδειγμα της φοβερής χημείας μεταξύ του κιθαρίστα και του τραγουδιστή, καθώς τα riff και τα σόλο του Lee είναι η πλατφόρμα του Ozzy για να τραγουδήσει ένα ακόμα glam metal διαμαντάκι, σε ένα στυλ που κάποιος θα μπορούσε να βρει και στους KISS των 80s. Το τραγούδι έχει attitude, έχει ισχύ, έχει κιθαριστική δεξιοτεχνία και παρόλο που δεν το λες ό,τι πιο πρωτότυπο, έχει μία προεξέχουσα θέση στο “The ultimate sin”, κάτι που αποδείχτηκε από την επιλογή της μπάντας να το στηρίξει και να γυρίσει και σχετικό video clip.

  1. Never” (4.18)

Εδώ επιτρέψτε μου να αφήσω λίγο την ενσυναίσθηση μου στην άκρη και να προκρίνω κάπου στο μέσο της κατάταξης το “Never” που βρίσκω πολύ γοητευτικό λόγω των στίχων του. Στίχων που επιμελήθηκε ο (πρώην) μπασίστας του Ozzy (και των RAINBOW), Bob Daisley, με τον οποίο όπως (ίσως έχετε διαβάσει στα αφιερώματα που κάναμε στα δύο πρώτα άλμπουμ του Ozzy), ο οργανισμός Ozzy διατηρεί μία μακρόχρονη κόντρα, παρά τις πολλές περιστάσεις κατά τις οποίες συνεργάστηκαν, από την εποχή του “Blizzard of Ozz”. Το εισαγωγικό riff είναι πολύ δυνατό, το δεύτερο, δε που ακολουθεί, είναι σαν ένα crossover των riffs των “I Don’t Know” και “Suicide Solution” από το παρθενικό άλμπουμ του Ozzy. Τα φωνητικά του Ozzy είναι υποβλητικά με τον τρόπο τους, ανεβάζοντας το τραγούδι λίγο παραπάνω από το party feeling των 80s, σε μία πιο εσωτερική κατάσταση όπου ο Πρίγκηπας του Σκότους μας μιλάει για τα βάρη και ειρωνείες της ζωής, αγγίζοντας τον ακροατή σε ευαίσθητες πτυχές του χαρακτήρα, την επιθυμία, την μετάνοια και το άγχος της καθημερινότητας. Το “Never” είναι ένα ικανοποιητικότατο τραγούδι στο άλμπουμ, ένα υποτιμημένο διαμαντάκι, που συνδυάζει τον ήχο της εποχής του με κάτι από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Ozzy, που φαίνεται να τραγουδάει και για τον εαυτό του.

  1. Secret Loser” (4.08)

Το “Secret loser” είναι ίσως ένα από τα πιο υποτιμημένα τραγούδια στην δισκογραφία του Ozzy. Ξεχωρίζει ως ένα από τα δυνατότερα κομμάτια του άλμπουμ. Γρήγορος ρυθμός, καλογραμμένο, ιδανικό για το ραδιόφωνο, πετυχαίνοντας μία ισορροπία στο glam metal του “The ultimate sin” με την ιδιαίτερη ατμοσφαιρικότητα που βγάζει η φωνή του Ozzy στα τραγούδια του. Εδώ λάμπει για μία ακόμη φορά ο Jake E. Lee με την φανταστική του δουλειά στην κιθάρα, που χαρακτηρίζεται από τεχνική δεξιοτεχνία και μουσικότητα. Το “Secret loser”, στιχουργικά, ασχολείται με την εσωτερική πάλη, την αμφισβήτηση του εαυτού και την καταστροφική περσόνα που ο ίδιος ο Ozzy αντιμάχεται μέσα του. O στίχος “Could it be that I’m obsessed with feeding my disease” λέει πολλά επ’ αυτού. Ένα αξιομνημόνευτο ρεφραίν, μία δυναμική ενορχήστρωση και η ενδοσκοπική αναζήτηση συντείνουν σε ένα ενιαίο κομμάτι, που σίγουρα κατατάσσει το “Secret loser” στα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή ως το δεύτερο τραγούδι του “The ultimate sin”.

  1. The ultimate sin” (3.43)

To ομότιτλο τραγούδι, από το οποίο βαπτίστηκε και το άλμπουμ, είναι ένα groovy, σκοτεινό κομμάτι που δίνει μία εξαιρετική πρόγευση για το τι θα επακολουθήσει στην συνέχεια. Μιλάει για την καταστροφική επιθυμία για εξουσία και την απληστία που την συνοδεύει. O Randy Castillo ανοίγει εμφατικά το “The ultimate sin” με τα ντραμς του, κάπως σαν το Clive Burr στο “Run to the hills” των IRON MAIDEN. Με το που μπαίνει η κιθάρα του Jake E. Lee γίνεται αντιληπτό ότι αυτό το άλμπουμ του Ozzy δεν μοιάζει ηχητικά με οτιδήποτε κυκλοφόρησε ο καλλιτέχνης τα προηγούμενα έξι χρόνια. Στην ουσία, έστω και με μικρή καθυστέρηση δύο-τριών χρόνων, εδώ είναι που μπαίνει στο πνεύμα των αμερικάνικων 80s, με την Charvel του Lee να βρυχάται, ξεχειλίζοντας από ηλεκτρισμό και ένταση. Ο κιθαρίστας κάνει μία επίδειξη δύναμης, έχοντας περισσότερη φωτιά στην διάθεση του χάρη στον Ron Nevison, σε σχέση με το “Bark at the moon”, όπου ο παραγωγός Max Norman τον «βούβανε» λίγο. Από την αρχή μέχρι το τέλος, όπου πάλι ο Castillo κλείνει με διπλομποτιές το τραγούδι, το “Ultimate sin” αποτελεί την ιδανική εισαγωγή στο ομώνυμο άλμπουμ και το video clip του έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του Ozzy Osbourne. Κλασικό!

  1. Killer of Giants” (5.41)

Ένα βήμα πριν την κορυφή, έχουμε το πιο ατμοσφαιρικό τραγούδι του “The ultimate sin”. Το “Killer of giants” είναι ένα από τα πιο μελαγχολικά και δυσοίωνα τραγούδια του Ozzy, ο οποίος βγάζει ένα ιδιαίτερο παράπονο με αυτή την τόσο εκφραστική φωνή. Η γλυκόπικρη ακουστική εισαγωγή του Lee ίσως να θυμίζει λίγο αυτή του “Diary of a madman” την οποία είχε εμπνευστεί ο αδικοχαμένος του προκάτοχος, ο τεράστιος Randy Rhoads. Και όσο ήρεμα ξεκινάει, η μπάντα αρχίζει να το χτίζει ομαλά για να το κορυφώσει προς ένα ακόμη εκπληκτικό σόλο στην κιθάρα. Το μήνυμα του “Killer of giants” είναι απλό και ευθύ. Με στίχους όπως “If none of us believe in war, then can you tell me what the weapon’s for?” ο Ozzy παίρνει μια αυστηρή αντιπολεμική στάση, σκεπτόμενος τις συνέπειες του πυρηνικού πολέμου και την καταστροφική δύναμη που κατέχουν οι παγκόσμιοι ηγέτες – οι «γίγαντες» που ελέγχουν τη μοίρα της ανθρωπότητας, κάτι που επίσης έρχεται σε αντίθεση με το στιχουργικό νόημα του “Thank God for the bomb” για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή του countdown.

Η ανατριχιαστική αλλά δυναμική φύση του τραγουδιού ενισχύεται από τα στοιχειωμένα συναισθηματικά φωνητικά του Ozzy, τα οποία μεταφέρουν μια αίσθηση βαθιάς θλίψης και επείγουσας ανάγκης. Το σόλο του Lee είναι μια άλλη ξεχωριστή στιγμή, ταιριάζοντας απόλυτα στο πλαίσιο του τραγουδιού. Αντί να βασίζεται στην επίδειξη, ο Lee αναδεικνύει το συναισθηματικό βάθος του κομματιού με ένα ψυχωμένο, bluesy σόλο που συμπληρώνει τέλεια το μήνυμα του τραγουδιού. Το outro, με τον εσωστρεφή τόνο του, φέρνει το τραγούδι σε ένα δραματικό κλείσιμο, αφήνοντας τον ακροατή να αναλογιστεί τα θέματα του πολέμου και της εξουσίας που έχουν εξερευνηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα από τα πιο στοχαστικά και ώριμα έργα του Ozzy, και αν και μπορεί να μην ήταν το πιο επιτυχημένο εμπορικά κομμάτι, παραμένει ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια στον κατάλογό του. Είναι μια αντανάκλαση του φόβου και της ελπίδας που χαρακτήριζε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, και το συναισθηματικό βάθος, το στιχουργικό περιεχόμενο και η μουσικότητά του το καθιστούν έναν διαχρονικό αντιπολεμικό ύμνο. Και θα ονοματoδοτούσε και το άλμπουμ αν ο Ozzy δεν αποφάσιζε τελευταία στιγμή να το αλλάξει.

  1. Shot in the Dark” (4.16)

Νομίζω λίγο-πολύ όλοι το περιμένατε. Δεν χρειαζόταν δεύτερη σκέψη για να ανακηρυχθεί το “Shot in the dark” το νο. 1 αυτού του άλμπουμ και φυσικά, υπάρχουν λόγοι. Μελωδικό, ρυθμικότατο, με pop γοητεία, με ερωτική διάθεση και ένα αξέχαστο ρεφραίν. Πρόκειται για  ένα από τα μεγαλύτερα hits του Ozzy, πρακτικά το μεγαλύτερο του hit μέχρι εκείνη την στιγμή που κυκλοφόρησε το άλμπουμ. Ως ένα από τα τρία singles του “The ultimate sin”, φτάνοντας στο νο. 10 του Mainstream Rock Charts του Billboard και εκτοξεύοντας το άλμπουμ στο νο. 6 των αμερικάνικων charts και στο top-10 του Ηνωμένου Βασιλείου, της Σουηδίας, της Νορβηγίας και της Φινλανδίας, χαρίζοντας του παράλληλα και το spot του headliner στο θρυλικό φεστιβάλ Monsters of Rock στο Donington της Αγγλίας, το 1986, πάνω από τους SCORPIONS, τους DEF LEPPARD και τους MOTORHEAD.

To “Shot in the dark” γράφτηκε από τον Ozzy και τον μπασίστα του, Phil Soussan, με τον δεύτερο να το φέρνει ως προσχέδιο από το προηγούμενο συγκρότημα του, τους WILDLIFE. To γεγονός ότι υπήρχε και ο μπασίστας στα credits του τραγουδιού ίσως συνετέλεσε και στην σχεδόν καθολική απόρριψη ολόκληρου του άλμπουμ από τον Ozzy τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με φήμες.

Στιχουργικά, το τραγούδι περιγράφει μία διακριτική καταδίωξη, στο πλαίσιο της οποίας εξελίσσεται ερωτική χημεία μεταξύ του κυνηγού και του θηράματος, εμποτισμένη με μία αίσθηση κρυφής απειλής, καθώς τα φωνητικά του Ozzy προσθέτουν μια νότα απόκοσμου μυστηρίου. Ο τίτλος προέρχεται από την πρώτη έκδοση του Soussan, ο οποίος, όντας Βρετανός και ο ίδιος, άντλησε έμπνευση από μία αγαπημένη του ταινία, αυτή του «Ροζ Πάνθηρα» (1964) με τον Peter Sellers στον ρόλο του ντετέκτιβ Κλουζώ, περιγράφοντας τις περιπέτειες του γκαφατζή Γάλλου αστυνομικού. H συνεισφορά του Ozzy άλλαξε τον πρωταγωνιστή του “Shot in the dark” σε κάτι πιο σκοτεινό. Σε αυτό συνετέλεσε η έναρξη του τραγουδιού όπου ο Castillo με τον Soussan  να δημιουργούν την βάση πάνω στην οποία ο Lee κεντάει το πιασαρικο, βασικό riff, για να φτάσουν στο σημείο να δημιουργούν ένα κομμάτι που φέρνει σε απόλυτη σύμπνοια των πιο «αμαρτωλών» στοιχείων του Ozzy, διατηρώντας μία σαγήνη χωρίς να χάνει την αιχμηρότητα του.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι το “Shot in the dark” είναι ένα τραγούδι που αντιπροσωπεύει τα καλύτερα του Ozzy εκείνης της περιόδου – ένα τέλειο μείγμα προσιτού hard rock με τη σκοτεινή ενέργεια που απέπνεε και που τον έκανε γνωστό. Παρά τις προσωπικές επιφυλάξεις του τραγουδιστή, το “Shot in the Dark” είναι, αναμφίβολα, η κορυφή του “The ultimate sin” και παραμένει highlight των ζωντανών εμφανίσεων του Ozzy, ενσωματώνοντας τόσο τα ψηλά όσο και τις αντιφάσεις της καριέρας του.

Κώστας Τσιρανίδης

SHELTER ME: The hard rock avenue! (Ιανουάριος 2025: SEVENTH CRYSTAL – ELECTRIC TEMPLE – VIOLET)

0
Shelter Me

Shelter Me

Υπάρχει μία κοινότητα οπαδών εκεί έξω που παραμένουν στις επάλξεις, διατηρούν την πίστη και παραμένουν νοσταλγικά προσηλωμένοι σε ένα μουσικό ιδίωμα που για δεκαετίες μας έχει χαρίσει μεγάλες χαρές και συγκινήσεις. Περί hard rock το ανάγνωσμα, λοιπόν, και με το Shelter Me, ευελπιστούμε να δείξουμε ότι αυτή η μουσική παραμένει alive and kicking με πολύ αξιόλογες κυκλοφορίες, μερικές εκ των οποίων θα αναφέρουμε εδώ…let’s get rocked!

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Entity” – SEVENTH CRYSTAL
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
 2024
ΕΤΑΙΡΕΙΑ:
 Frontiers
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ:
 Kristian Fyhr
ΣΥΝΘΕΣΗ
 ΜΠΑΝΤΑΣ:
Kristian Fyhr – Lead Vocals
Anton Roos – Drums/Percussion
Olof Gadd – Bass/Backing Vocals
Gustav Linde – Guitar/Backing Vocals
Emil Dornerus – Guitar/Backing Vocals

Τρίτο άλμπουμ για τους Σουηδούς SEVENTH CRYSTAL οι οποίοι σε κάθε τους δουλειά δείχνουν να βρίσκουν και λίγο περισσότερο τα πατήματα τους. Και μπορεί οι δύο πρώτοι δίσκοι να μην έκαναν κανένα πάταγο στη παγκόσμια μελωδική κοινότητα αλλά έδειξαν καλά στοιχεία. Το “Entity” είναι ουσιαστικά ένα concept άλμπουμ με τους στίχους να επικεντρώνονται στη νέα σύγχρονη πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί με την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) και τους κινδύνους που υποβόσκουν για την ανθρώπινη ύπαρξη (Entity).

Αμιγώς μουσικά, από τα πρώτα δευτερόλεπτα καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μία Σουηδική μπάντα αφού όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ήχου αυτής της σκηνής είναι παρόντα. Προφανώς και η μελωδία είναι στο προσκήνιο όπως άλλωστε και τα πλήκτρα που χτίζουν μία prog/symphonic ατμόσφαιρα που μπορεί μεν να διαφοροποιεί τους SEVENTH CRYSTAL από μπάντες όπως οι H.E.A.T. και οι ECLIPSE αλλά θεωρώ ότι συντελεί στο να χάνουν μία ευκαιρία από το να διευρύνουν το ακροατήριο τους. Με άλλα λόγια, υπάρχει μεν ένα ποιοτικό σύνολο συνθέσεων αλλά η μπάντα δε δείχνει ξεκάθαρα σημάδια του τι θέλει να παίξει αλλά συνάμα νιώθει άνετα με αυτό. Περίεργο αλλά αληθινό. Όπως και να έχει αξίζει να τσεκάρετε τους SEVENTH CRYSTAL αλλά δε νομίζω ότι αξίζει και να επενδύσετε τα 15-17 Ευρώ για την αγορά του CD…

6 / 10

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ“High voltage salvation” – ELECTRIC TEMPLE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ2024
ΕΤΑΙΡΕΙΑEonian Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣTony Childs
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Andrew Freeman – Lead Vocals
Matt Starr – Drums
Mike Duda – Bass/Backing Vocals
Tony Childs – Guitar/Backing Vocals

Μόλις είδα το δελτίο τύπου και το line-up των ELECTRIC TEMPLE, ήμουν σίγουρος ότι θα άκουγα κάτι, αν μη τι άλλο, ποιοτικό που θα άξιζε στο μέλλον να επενδύσω σε αυτό με την αγορά του CD. Και τα τέσσερα μέλη των ELECTRIC TEMPLE έχουν αφήσει και με το παραπάνω τα διαπιστευτήρια τους και άλλωστε, η Eonian Records μας έχει συνηθίσει σε πολύ καλές κυκλοφορίες οπότε οι οιωνοί ήταν με το μέρος μας. Δυστυχώς όμως το “High voltage salvation” δεν ήταν αυτό που περίμενα…τουλάχιστον δεν με ικανοποίησε σε απόλυτο βαθμό. Τι ήταν αυτό που με χάλασε; Ο τετριμμένος χαρακτήρας των συνθέσεων ή αν προτιμάτε αυτό που ονομάζουν με πολύ εύστοχο τρόπο οι φίλοι μας οι Αγγλοαμερικάνοι “generic”! Αυτό είναι το “High voltage salvation”: ένα “generic” σύνολο συνθέσεων που είναι καταδικασμένες να ξεχαστούν στο πέρασμα του χρόνου.

Ίσως ακούγονται κάπως σκληρά τα παραπάνω λόγια αλλά όταν συναντάς ένα τέτοιο line-up περιμένεις μονάχα τα καλύτερα. Φυσικά η απόδοση όλων είναι εξαιρετική στο studio και η παραγωγή δυνατή και ογκώδης. Μακάρι όμως οι συνθέσεις να είχαν να πουν περισσότερα πράγματα. US Hard rock με κάποιες metal εξάρσεις που έχουμε ακούσει κατά κόρον στο παρελθόν. Ένας δίσκος που σε άλλες εποχές δεν θα το κυκλοφορούσε καμία πολυεθνική εταιρεία. Συνεχίζουμε…

5 / 10

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Mysteria” – VIOLET
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
 2024
ΕΤΑΙΡΕΙΑ:
 Yellow Muffin Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ:
 Andreas Konstandaras
ΣΥΝΘΕΣΗ
 ΜΠΑΝΤΑΣ:
Jamie Beckham – Lead Vocals
Maurice Probst – Drums
Filip Kuzanski – Keyboards
Eric Hart – Bass/Backing Vocals
Manuel Heller – Guitar/Backing Vocals

Εξαιρετικό δεύτερο δείγμα γραφής από τους Γερμανούς VIOLET! Μιλάμε για την αποθέωση της 80s αισθητική και μία από τις πλέον αυθεντικές χρονοκάψουλες για την καλύτερη δεκαετία της μουσικής. Και αυτό από ένα συγκρότημα τα μέλη του οποίου ούτε καν είχαν γεννηθεί στα 80s! Οι μύστες είχαν ήδη πάρει γραμμή τι συνέβαινε με το ντεμπούτο (“Illusions”) πριν από δύο χρόνια. Πιστέψτε με όμως, το “Mysteria” είναι ένα σκαλοπάτι πιο πάνω ποιοτικά. Για όσους δεν ξέρουν φανταστείτε AOR/pop rock όπως αυτό διαμορφώθηκε από μεγαθήρια όπως οι STARSHIP και JOURNEY και εξελίχθηκε από πιο obscure groups όπως π.χ. οι AVIATOR. Προσθέστε στην εξίσωση και λίγο από KIM WILDE και ROXETTE και πιάσατε…μπίνγκο!

Διάολε, ακόμη και η όλη αισθητική των video-clips τους είναι απολύτως πετυχημένη μιας και θυμίζουν γραμμένη βιντεοκασέτα από το 1985 ενώ και η παραγωγή σου δίνει την εντύπωση ότι έχει γίνει με έναν αναλογικό τρόπο βγάζοντας έτσι ένα σαφέστατα πιο «ζεστό» τελικό αποτέλεσμα. Παρεμπιπτόντως, ο…δικός μας Andreas Konstandaras βρίσκεται πίσω από την κονσόλα και είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος για το άριστο τελικό αποτέλεσμα. Δείτε/ακούστε το “Bad dream” και θα με θυμηθείτε! Επενδύουμε χωρίς δεύτερη σκέψη…

8 / 10

Σάκης Νίκας

 

WILDFIRE – “Rise” (listening session)

0
Wildfire

Wildfire

Πριν λίγες μέρες, συγκεντρωθήκαμε άνθρωποι από διάφορα μουσικά Μέσα, καλεσμένοι των Αθηναίων metallers, WILDFIRE, για να ακούσουμε το full length ντεμπούτο τους, με τίτλο “Rise”, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Μαρτίου. Με σχεδόν όλο το συγκρότημα να δίνει το παρόν, ωραία παρέα και το ποτάκι να ρέει straight through, πήραμε μία πρώτη γεύση από το άλμπουμ, πάντα με τις απαραίτητες επεξηγήσεις από τους οικοδεσπότες της βραδιάς, που ήταν εκεί για να μας διαφωτίσουν σε οποιαδήποτε ερωτήματά μας.

Ουσιαστικά, όλος ο δίσκος (ή μάλλον σχεδόν όλος), είναι μέρος ενός χαλαρού, θα λέγαμε, concept, που μας μιλά για το πώς μπορούμε να φτάσουμε στο σημείο που θέλουμε στη ζωή μας, στην «εξύψωση», άρα περνά κι ένα θετικό μήνυμα.

Η εισαγωγή “Leap of faith”, έχει ουσιαστικά μία βασική μελωδία του δίσκου, που κυρίως επαναλαμβάνεται στο ομώνυμο τραγούδι του “Rise”, που μπαίνει αμέσως μετά. Ένα τραγούδι που φέρει την επιρροή των IRON MAIDEN περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, προσθέτοντας ολίγη από HAMMERFALL στο pre-chorus. Η μοναδική μου ένσταση είναι ότι τα πλήκτρα ακούγονται λίγο πιο ψηλά στη μίξη απ’ όσο θα ήθελα, αλλά σίγουρα μας βάζει για τα καλά στο κλίμα.

Το “Nights”, μας δείχνει την πιο hard rock πλευρά των WILDFIRE και μουσικά και από φωνητικής άποψης. Στα θετικά, η QUEENSRYCHE δισολία, αφού τονίσουμε ότι γενικότερα υπάρχουν πολλά κι ενδιαφέροντα κιθαριστικά σόλο. Και φτάνουμε στην –ίσως- κορυφαία στιγμή του δίσκου, το “Navigators”. Ένα εξάλεπτο, ρυθμικό, midtempo banger, που ζέχνει 80ίλα, φτιαγμένο να ακουστεί live. Κι εκεί που λες ότι άκουσες ένα πολύ ωραίο τραγούδι, έρχεται ένα μουσικό θέμα στο μπάσο που είναι σαν να βγήκε από το “Schism” των TOOL και οδηγεί σ’ ένα folk πέρασμα διανθισμένο με κλαρίνο (τόσο-όσο, δίχως υπερβολές), που δίνει έναν ξεχωριστό αέρα.

Το πρώτο πραγματικά uptempo τραγούδι, ακούει στον τίτλο “Inside the box”, που τιμά την παράδοση των IRON MAIDEN και ανεβάζει την αδρεναλίνη, οδηγώντας μας στο “Breaking point” που μας πάει σε πιο prog καταστάσεις και σίγουρα πρέπει να άκουγαν αρκετά το “Operation: Mindcrime” όταν το δημιουργούσαν. Αξιόλογο κι αυτό.

Το “Mirror’s edge” είναι μία power ballad, που μου έφερε στο μυαλό τη δομή του “Lonely” των CRIMSON GLORY, με το ξέσπασμα να οδηγεί σ’ ένα ακόμη πολύ ωραίο κιθαριστικό σόλο. Από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. MAIDENικό και το “Far and beyond (in hell)”, με αρκετά καλό groove κι ένα μεσαίο μέρος που θυμίζει το “Lost reflection” (πάλι CRIMSON GLORY), θα μπορούσε όμως να διαρκεί κατά τι λιγότερο από τα σχεδόν 6,5 λεπτά.

Το “Rise”, κλείνει με την επανηχογράφηση του “Night with a witch”, που υπήρχε στο EP τους από το 2021 και το βρίσκουμε σε μία πιο «βελτιωμένη» έκδοση, ίσως το πιο straightforward κομμάτι του δίσκου, κάτι που δείχνει και τη βελτίωση του σχήματος τόσο συνθετικά, όσο και παιχτικά.

Θετικές οι πρώτες εντυπώσεις, λοιπόν, επιφυλασσόμαστε για ακόμα περισσότερα με τους WILDFIRE και το “Rise” τις επόμενες ημέρες…

Σάκης Φράγκος

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece