Προσπερνώ αμέσως το εξώφυλλο που εξαρχής μου φάνηκε κάπως αναχρονιστικό (και υπέρcult) και πάμε απευθείας στη μουσική. Οι BLOODORN με το ντεμπούτο τους “Let the Fury Rise” μας παρουσιάζουν ένα power metal δίσκο που στηρίζεται στην παλιά καλή συνταγή του να έχεις τις ταχύτητες στο τέρμα και να παίζεις ωραίες μελωδίες στις κιθάρες, ένας συνδυασμός που ποτέ δεν έχασε. Ειδικά όταν τα κιθαριστικά μέρη τόσο από τεχνικής άποψης όσο και ως παραγωγή ακούγονται μοντέρνα και εμπνευσμένα δημιουργώντας μια πολύ θετική πρώτη εντύπωση.
Μέσα απο ωραίες και καλοπαιγμένες ιδέες και επιρροές κυρίως απο την ευρωπαϊκή σκηνή, η μπάντα ξεδιπλώνει τη δίκη της πρόταση για το πώς πρέπει να παίζεται το power metal εν ετει 2024 θυμίζοντας -κυρίως λόγω της ταχύτητας- τους DRAGONFORCE (ή τους λιγότερο γνωστούς στο ευρύ κοινό CELLADOR) ξεκινώντας ως βάση από τις νόρμες των HELLOWEEN και GAMMA RAY και ενσωματώνοντας έξυπνα στο υλικό τους στοιχεία μέχρι και απο BEAST IN BLACK ή SABATON ή ακόμη και απο τα πιο πρόσφατες κυκλοφορίες των IN FLAMES.
Αξίζει ιδιαίτερη μνεία στην φοβερή δουλειά που εχει γίνει στα φωνητικά από τον πολυπράγμονα Mike Livas ο οποίος προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη ποιότητα στο τελικό αποτέλεσμα, τραγουδώντας στο δίσκο με μεγάλη ποικιλία: άλλοτε θεατρικός και λυρικός, σε αλλά σημεία πιο αιχμηρός, σίγουρα ανεβάζει τις συνθέσεις και δίνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ηχητική ταυτότητα της μπάντας. Το line up περιλαμβάνει επίσης τα μέλη των SIRENIA, Nils Coubaron και Michael Brush και τον μπασίστα των FREEDOM CALL Saverio Ferraro.
Να σημειώσουμε εδώ την ιδιαίτερη σύμπτωση ότι στον δίσκο υπάρχει διασκευή στους GHOST και το “Square Hammer” την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο που κυκλοφορεί και η συλλογή για τα 30 χρόνια των MOB RULES που επίσης εχει διασκευή στο ίδιο τραγούδι, δείχνοντας ίσως και την μεγάλη επιρροή των τεράστιων GHOSΤ στην power σκηνή. Κλείνοντας, το “Let the Fury Rise” αποτελεί μια απο τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς στο power metal ξεχειλίζοντας απο ιδέες, μελωδίες και μια ιδιαίτερη καταιγιστική ορμή, συνδυάζοντας επιτυχημένα τα καλύτερα στοιχεία του είδους και προσφέροντας μια σχετική ποικιλία για τα δεδομένα της σκηνής που είναι καλοδεχούμενη (ακούστε πχ. το “Six Wounded Wolves”)
8 / 10
Δημήτρης Μελίδης