Εκτός από τους SCORPIONS που δικαιωματικά τίθενται εκτός συναγωνισμού, στο γερμανικό hard rock και μελωδικό heavy metal υπάρχει δυαρχία. PINK CREAM 69 και BONFIRE, BONFIRE και PINK CREAM 69. Συγκροτήματα που κράτησαν ένα υψηλότατο συνθετικό επίπεδο καθ’ όλη την διάρκεια της πολύχρονης καριέρας τους, που προσπαθούσαν να μην ακούγονται παρωχημένα, που σέβονταν τον εαυτό τους και τους οπαδούς τους. Τουλάχιστον αυτό ισχύει στην δική μου αντίληψη και κοσμοθεωρία, αυτό βλέπω εγώ, συνεπώς, με αυτό ως γνώμονα θα συνεχιστεί τούτη η παρουσίαση. Ας «πιάσουμε» εν προκειμένω τους BONFIRE, οι οποίοι, όποτε κυκλοφορούν μια καινούργια δουλειά, έχουν την προσοχή μου (και λογικά και η δική σου, αλλιώς δεν θα ήσουν τώρα εδώ) στραμμένη πάνω τους.
Τα τελευταία πέντε και κάτι χρόνια, οι Γερμανοί βρίσκονται σε δημιουργικό και καλλιτεχνικό οίστρο. Αρχής γενομένης από το “Glorious” του 2015, κυκλοφορούν πότε κανονικό, νέο δίσκο, πότε live ηχογραφήσεις και πότε δίσκους διασκευών ή επανεκτελέσεων δικών τους τραγουδιών, πάντα με εξαιρετικά αποτελέσματα. Το “Roots” ανήκει στην τελευταία περίπτωση, καθώς πρόκειται για ένα χορταστικότατο διπλό άλμπουμ όπου η μπάντα ξεκινά μια αναδρομή από τις πρώτες της μέρες και έρχεται στο σήμερα, διασκευάζοντας τον ίδιο της τον εαυτό. Η διαφορά όμως με το επίσης διπλό “Pearls” του 2016 είναι πως εδώ πρίζα δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Το συγκρότημα διαλέγει προσεκτικά συνθέσεις που θα μπορούν να υποστηρίξουν λόγω της δομής τους αυτό το εγχείρημα και τις προσαρμόζει σε ακουστικό πλαίσιο. Μεγάλη βοήθεια σε αυτό παρέχει η φωνή του Alexx Stahl, ενός τραγουδιστή που όλα αυτά τα χρόνια (από τις μέρες των ROXXCALIBUR και MASTERS OF DISGUISE) με έχει πείσει πως πρόκειται για πραγματικό “asset” και μπορεί να προσαρμόσει τις ερμηνείες του ποικιλοτρόπως. Το “Roots” δεν είναι όμως μόνο μια αναδρομή στα πεπραγμένα των BONFIRE, είναι και μια ωραία σπαζοκεφαλιά: σε κάθε τραγούδι υπάρχει εμβόλιμα, ή στην αρχή του, μια μελωδία κλασσικού, επίσης αγαπημένου τραγουδιού τόσο της μπάντας όσο και ημών των φίλων της, από άλλον καλλιτέχνη. Μια ιδέα που την βρίσκω όμορφη. Έτσι, εκεί που ακούς το “Starin’ eyes”, να το “Black dog” των LED ZEPPELIN, εκεί που ακούς το “Under blue skies” να το “Layla” των DEREK AND THE DOMINOS κ.ο.κ. Σίγουρα ο Hans Ziller θέλησε όχι μόνο να αποτίνει φόρο τιμής στους ήρωες της νιότης του, αλλά να τους κάνει και γνωστούς σε όσους από τις νεότερες γενιές τους αγνοούν.
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως οι ΒΟΝFIRE στο “Roots” ακολούθησαν μεν μια οδό που μόνο απάτητη δεν είναι, το έκαναν όμως με τον δικό τους τρόπο, πέτυχαν ένα πάσης αμφιβολίας αξιόλογο αποτέλεσμα και πιστοποίησαν για μιαν ακόμη φορά πως διάγουν μέρες ακμής. Γνωρίζω πολύ καλά πως υπάρχουν οπαδοί τους που δεν μπορούν να διανοηθούν την μπάντα χωρίς τον Claus Lessmann και τους έχουν γυρίσει την πλάτη. Μπορώ να τους καταλάβω, αλλά εννοείται δεν τους δίνω δίκιο. Οι δίσκοι τους «μετράνε», οι live εμφανίσεις τους είναι εξαιρετικές, ο ήχος τους έχει προσαρμοστεί στο σήμερα… η μπάντα με άλλα λόγια, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που σφύζει από υγεία. Όσο για μένα, πέραν αυτών, τους έχω συνδυάσει και με πολύ ωραίες στιγμές, προσωπικές. Όχι μόνο επειδή τους έμαθα σε «τρυφερή» ηλικία και τα ακούσματα αυτά μου «γεννούν» θύμησες γλυκές. Είναι λες και όποτε έρχονται στα μέρη μας, μου φέρνουν και ένα…δώρο. Βαθμός σε αυτόν τον δίσκο δεν μπαίνει, ωστόσο εσύ θεώρησέ τον «άριστο».
Δημήτρης Τσέλλος