Είναι πραγματικά απορίας άξιο πως ανάμεσα στο κάψιμο των περιοδειών και των αμέτρητων projects που σχεδόν πάντα έχουν ως πρώτο συνθετικό το όνομα του, ο Brant Bjork εξακολουθεί να βρίσκει τον χρόνο για να κυκλοφορήσει έναν ακόμη solo δίσκο. Το συγκεκριμένο άλμπουμ, ωστόσο, ήταν καταχωνιασμένο στα συρτάρια του εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Ηχογραφήθηκε στα τέλη του 2010 όταν ο Bjork ένιωσε την ανάγκη να αφήσει για λίγο στην άκρη την ψυχολογική κούραση των συναυλιών και να χωθεί στο προσωπικό του καταφύγιο στο Joshua Tree για να ξαναβρεί την γαλήνη του γράφοντας απλά μουσική. Ο μετέπειτα σχηματισμός των KYUSS LIVES! μετά το κάλεσμα του John Garcia μπορεί να ανέκοψε προσωρινά αλλά δεν κατάφερε να βάλει οριστικά φρένο στην κυκλοφορία του εν λόγω δίσκου.
Το αδιάλειπτο jamming είναι το άλφα και το ωμέγα του “Jacoozzi”. Μολονότι δεν είναι τόσο ανελέητο ή τόσο πυρετώδες όσο θα περίμενε κανείς από μια φυσιογνωμία σαν τον Brant Bjork, τουλάχιστον όμως καταφέρνει να εμπεδώσει ένα χαλαρωτικό μοτίβο που αφήνει στην άκρη τον fuzz-αριστό ήχο και τις rock ‘n’ roll εξάρσεις που κυριάρχησαν στο “Tao of the Devil” και αντιστοίχως στο περσινό “Mankind Woman”, ενώ συγχρόνως κινητοποιεί τα road trip ένστικτα του ακροατή χαράσσοντας μια ενδιάμεση γραμμή ανάμεσα τους blues καλπασμούς του “Jalamanta” και τους funky πειραματισμούς των πρώιμων FATSO JETSON. Φρονώ βέβαια πως κομμάτια σαν τα “Lost in Race” και “Mexico city blues” θα μπορούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερο ποιοτικό βάρος μέσα από την ενσωμάτωση στίχων όπως συμβαίνει ομολογουμένως με το αιθέριο “Do you love the World?”. Ακόμα κι έτσι πάντως το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ υπακούει σε μια σταθερά υπνωτική ροή μέσα από την οποία χτίζονται μεθοδικά και υπομονετικά διαφορετικές επιστρώσεις τριπαρίσματος και μέθεξης αποδίδοντας η καθεμία τον δικό της ξεχωριστό φόρο τιμής στην παράδοση του desert rock όπως άλλωστε καταδεικνύουν και τα “Guerilla funk”, “Black & White Wonderland” μαζί με το “Polarized”.
Το “Jacoozzi” λειτουργεί εν τέλει ως μια άτυπη χρονοκάψουλα που μεταφέρει το mindset του ακροατή πίσω στις ρίζες του αγνού και πατροπαράδοτου desert rock. Αμφιβάλλω αν η συγκεκριμένη προσέγγιση θα καταφέρει να αγγίξει ολοκληρωτικά τους εσαεί καλομαθημένους οπαδούς του είδους, σίγουρα θα φτάσει και θα περισσεύσει όμως σε εκείνους που εκτιμούν την χαρακτηριστική αύρα ενός μουσικού που ωριμάζει πλέον σαν το παλιό καλό κρασί διατηρώντας συνεχώς άθικτη την μουσική του ακεραιότητα.
7/10
Πάνος Δρόλιας