BRUCE DICKINSON vs ROB HALFORD (solo career)

0
408

Σιγά μην σας αφήναμε χωρίς δίλημμα!!! Πέρασαν δύο εβδομάδες από το προηγούμενο, αλλά είμαστε και πάλι εδώ με κάτι που σηκώνει πολύ κουβέντα. Rob Halford ή Bruce Dickinson; Δύο από τους κορυφαίους metal τραγουδιστές όλων των εποχών, στις σόλο στιγμές τους, συγκρούονται στη διαδικτυακή αρένα του Rock Hard. Όπως πάντα, οι συντάκτες μας ψηφίζουν κι όλοι εσείς εκφράζετε τη δική σας γνώμη στο δίλημμα της εβδομάδας!

 

Bruce Dickinson ο Σάκης Φράγκος
Κάθε φορά που μπαίνω Instagram, ο πρώτος λογαριασμός που τσεκάρω είναι αυτός του Metal God. Λατρεύω τον αυτοσαρκασμό του, λατρεύω το γεγονός ότι έκανε opening στα 90s, όταν οι ομοφυλόφιλοι ήταν δακτυλοδεικτούμενοι (όχι ότι έχουν αλλάξει και πολλά τώρα, αλλά λέμε) κι εκείνος έδειξε ότι τα σέρνει πολύ περισσότερο από άλλους, «άντρακλες» και συνεχίζει να το αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία. Κάθε νότα που πιάνει, προκαλεί ανατριχίλα. Με οποιονδήποτε άλλον και να συγκρινόταν, στα μάτια μου θα ήταν νικητής. Με οποιονδήποτε άλλον, πλην του Bruce Dickinson…
Διότι μιλάμε για τον –ίσως- κορυφαίο frontman στο heavy metal, μία πολυσχιδή προσωπικότητα πολύ παραπάνω από την μουσική. Σε ότι αφορά το τραγούδι, έχει επηρεάσει κόσμο και κοσμάκη, απέδειξε ότι –πάντα με τη συνεισφορά των υπολοίπων και φυσικά με τα τρομερά τραγούδια του συγκροτήματος- ήταν ικανός να ανεβάσει στο Έβερεστ τους IRON MAIDEN από την στιγμή που μπήκε, στο “The number of the beast”, κάνοντάς τους από πολύ καλούς, κορυφαίους. Η σόλο καριέρα και των δύο, είχε κοινό παρονομαστή τον Roy Z και αποτυπώθηκε στο “The one you love to hate” με το ντουέτο τους. Ο Dickinson όμως, έχει βγάλει κι εκεί ένα κακό άλμπουμ, το “Skunkworks”, αλλά δεν ξεχνώ το “A small deadly piece” των FIGHT και το άλμπουμ των TWO, του Halford. Στα (πολύ) καλά τους άλμπουμ, άλλο ένα κοινό σημείο, βέβαια, είναι η «επιστροφή» στις ρίζες μετά από πειραματισμούς. Οριακά μεν, διυλίζοντας τον κώνωπα όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, λοιπόν, Bruce. Νικητής και απέναντι στον καρκίνο!

 

Bruce Dickinson ο Σάκης Νίκας
Φαινομενικά είναι ένα ακόμη δύσκολο δίλημμα. Δύο τεράστιοι καλλιτέχνες που δικαίως συγκαταλέγονται στην κορυφαία πεντάδα metal τραγουδιστών όλων των εποχών και που έχουν επηρεάσει πλήθος συναδέλφων τους εδώ και δεκαετίες. Όπως είπα όμως για μένα είναι μόνο φαινομενικά δύσκολο το παρόν δίλημμα. Ο Dickinson είναι ο τραγουδιστής της αγαπημένης μου metal μπάντας και ένας σύγχρονος αναγεννησιακός άνθρωπος ο οποίος έχει καταφέρει σπουδαία πράγματα με ό,τι καταπιάνεται εντός και εκτός μουσικής. Τα ξέρετε αυτά. Επίσης, ξέρετε ότι τόσο η παρουσία του στους MAIDEN όσο και η προσωπική του καριέρα είναι αξιοθαύμαστες ενώ συνολικά μιλάμε για έναν πολύ θετικό άνθρωπο που σου αφήνει πάντα μία νότα αισιοδοξίας κάθε φορά που τον βλέπεις πάνω στη σκηνή. Την τελευταία φορά που τον θαυμάσαμε στην ομιλία του στο Θέατρο Παλλάς διαπιστώσαμε ότι ο άνθρωπος όχι μόνο δεν μασάει από καρκίνους και λοιπές καταστάσεις αλλά μπορεί στο δευτερόλεπτο να αφήσει τους πάντες άφωνους… ακόμη προσπαθούμε να συνέλθουμε από την a capella εκτέλεση του “Revelations”!
Η ουσία είναι ότι και σε 200 χρόνια από τώρα όταν ο ιστορικός του μέλλοντος θα ανατρέχει στις πρώτες σελίδες των θεμέλιων λίθων του heavy metal πάντα θα “πέφτει” στα ονόματα του Dickinson και του Halford ή αν προτιμάτε στα ονόματα των MAIDEN και των PRIEST. Βλέπετε, χωρίς τον Dickinson και τον Halford τα δύο βρετανικά μεγαθήρια δεν κατάφεραν και πολλά πράγματα. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί που ζήσαμε την ίδια περίοδο με αυτούς τους μουσικούς. Έτσι είναι. Στο δια ταύτα λοιπόν… απόλυτος σεβασμός στον Metal God αλλά η ζυγαριά γέρνει στον μεγάλο Bruce (Bruce) Dickinson.
Σάκης Νίκας

 


Bruce Dickinson ο Ντίνος Γανίτης
Δεν υπάρχει κανένα δίλλημα ανάμεσα στις δύο solo καριέρες, ούτε για αστείο! Αν υποθέσουμε πως τα καλά άλμπουμ του Αυτοκράτορα είναι τα “Accident of birth” και “The chemical wedding”, αντίστοιχα του Metal God είναι τα “War of words” (FIGHT) και “Resurrection”. Ασυζητητί, τάσσομαι με τον Bruce Dickinson! Οι λόγοι είναι προφανείς, ευδιάκριτοι, κατανοητοί και απολύτως λογικοί το δίχως άλλο! Θα επαναλάβω πως δεν πρόκειται να κάνω μουσική ανάλυση των άλμπουμ του καθενός. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να μπω σε τέτοιες διαδικασίες, δεν χρειάζεται. Θεωρώ, πως η καριέρα του Αυτοκράτορα είναι πολύ καλύτερη από του Metal God και σε διάρκεια και σε άλμπουμ! Το δείχνει η ιστορία αυτό. Θέλω να πω, πως και στα «κακά» άλμπουμ του Dickinson θα βρεις τουλάχιστον δύο κομματάρες, από την άλλη όποιος ότι του αρέσει το άλμπουμ των TWO παίρνει βραβείο! Ε, ναι, ας μην τα ανάγουμε όλα σε δισκάρες επειδή μας πιάνει το οπαδικό μας. Κρίμα είναι!
Ο Αυτοκράτορας νικάει, όχι μόνο στα σημεία. Καθολική επικράτηση. Εύκολη, άνετη, δεν χρειάζεται καν η ρεβάνς!

 

Rob Halford ο Θοδωρής Κλώνης
Ειλικρινά σας μιλάω, όταν τίθεται ένα ιντριγκαδόρικο One way or another, φαντάζομαι τον Φράγκο να τρίβει τα χέρια του με ένα σατανικό χαμόγελο με ύφος που παραπέμπει στον Ανέστη Βλάχο όταν έβλεπε την Ζέτα Αποστόλου να κολυμπά γυμνή στο βάλτο. Ας αφήσουμε όμως για λίγο τις διεστραμμένες σκέψεις και πάμε στο one way αυτής της εβδομάδας που ασχολείται με τον Rob Halford και τον Bruce Dickinson. Η σημασία και η συμβολή τους, τόσο του πρώτου στους JUDAS PRIEST, όσο του δεύτερου στους IRON MAIDEN είναι κάτι παραπάνω από  τεράστια, γεγονός που έγινε πιο αισθητό το χρονικό διάστημα που είχαν αποχωρήσει από τις δυο μπάντες. Οπότε το κριτήριο μας γίνεται με γνώμονα την solo καριέρα τους. Σαφέστατα πιο πλούσια και ποικιλόμορφη η πορεία του Βρασίδα αλλά θα ταχθώ υπέρ του μέρους του καράφλα. Όσο και αν μου αρέσουν τα “Accident of birth” και “Chemical wedding” του Dickinson, η πορεία του Halford, είναι πιο metal. Ναι, έχει και αυτός τα στραβοπατήματα του, όπως για παράδειγμα το δεύτερο άλμπουμ των FIGHT ή εκείνο το…πράγμα που έβγαλε με τους TWO αλλά τα άλμπουμ που έβγαλε με τους HALFORD είναι η επιτομή του σωστού, του καυτού, του στιβαρού heavy metal. Ιδίως το “Resurrection” είναι ένας δίσκος που πολύ θα ήθελαν να έχουν κυκλοφορήσει οι PRIEST. Λατρεύω και τους δύο, η φωνή τους με συντροφεύει από τα παιδικά μου χρόνια και θα είναι δίπλα μου για πάντα. Η καρδιά μου όμως χτυπάει πιο έντονα για το καραφλό τεκνό, τον Metal God.

 

Bruce Dickinson ο Θοδωρής Μηνιάτης
Robert John Arthur Halford vs Paul Bruce Dickinson. Δυο από τις καλύτερες φωνές του heavy metal. Δυο καλλιτέχνες που το εν λόγω ιδίωμα και εμείς, τους χρωστάμε πολλά, και θα ήταν σίγουρα φτωχότερο χωρίς την μουσική κληρονομιά που θα αφήσουν και οι δυο αυτοί κύριοι όταν αποχωρήσουν από τον μάταιο τούτο κόσμο.  Το να συγκρίνεις αυτούς τους μουσικούς, νομίζω ότι είναι ανώφελο, αφού και οι δυο θεωρώ πως είναι άλλες σχολές, με τον καθένα από μας να έχει να πει μόνο καλά λόγια για αυτούς. Ευτυχώς ο υπεύθυνος ύλης μας ζήτησε να συγκρίνουμε μόνο τις καριέρες τους, και όχι κάτι περισσότερο. Αν  το κάναμε, ο Βρασίδας θα κέρδιζε εύκολα αφού δεν βάζει κ*λο κάτω και ασχολείται με πάρα πολλά χόμπι, κάτι σαφώς αξιοθαύμαστο.  Οι δυο τους έχουν δυο κοινά: την συνεργασία τους στο “The one you love to hate”, από τον δίσκο “Resurrection” του HALFORD το 2000  και τον Roy Z που έχει συνεργαστεί και με τους δυο.
Ο Bruce Dickinson μας συστήθηκε πιο νωρίς έχοντας προσωπικά albums από το 1990. Θυμάμαι σαν τώρα όταν κυκλοφόρησε το “Tattooed millionaire”, πόσο εντύπωση μου έκανε που για μένα είχε πολλές ομοιότητες με το “No prayer for the dying” των IRON MAIDEN, album της ίδιας χρονιάς, που μάλιστα κυκλοφόρησε και αργότερα από την solo δουλειά του Dickinson. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα κυκλοφορούσε το “Balls to picasso” και από εκεί το “Tears of the dragon” είναι ένα από από τα πιο πολυακουσμένα τραγούδια του εν λόγω καλλιτέχνη. Όπως όλοι γνωρίζουμε όμως το «μεγάλο μπάμ» θα το έκανε το 1997, με το “Accident of birth”, ένα album που μέχρι και τις μέρες μας αρέσει πάρα πολύ. Η άκρως επιτυχημένη συνταγή συνεχίστηκε για δυο δουλειές ακόμα που έχουν «κλείσει» μέχρι στιγμής με πολύ ωραίο τρόπο έναν κύκλο κυκλοφοριών ενός μουσικού που όσο καλά λόγια και να εκφράσεις, δεν φτάνουν.
Από την άλλη ο κος Halford σε όλη την δεκαετία του 1990, πειραματίστηκε αρκετά σχετικά με ότι τον είχαμε γνωρίσει, τραγουδώντας συνθέσεις που πολλούς τους ξίνισαν. Έκτος βέβαια της παρθενικής δουλειάς των FIGHT “War of words”, που είχε πολύ θετική απήχηση και  αντίκτυπο στον κόσμο. Θυμάμαι να αγοράζω τον δίσκο από κεντρικό δισκάδικο στο κέντρο της Αθήνας και μετά την ακρόαση να αποτελεί το talk of the town με όλη την παρέα για μεγάλο διάστημα παρόλο που είχε «ξένο» ήχο για τους ακροατές του κλασσικού metal. Το 2000 όμως το “Resurrection” τον ξαναέβαλε για τα καλά στον metal χάρτη, από τον οποίο δεν έχει φύγει/βγει μέχρι και σήμερα. Ευτυχώς κάθε ένα από τα 4 studio albums που έχει κυκλοφορήσει, με ένα να είναι με Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, είναι δείγματα πολύ ωραίου heavy metal με έναν HALFORD που τραγουδάει από τα σωθικά του και όχι με το λαρύγγι του, έχουν κρατήσει ζεστό το όνομα του στους οπαδούς, και σαφώς δεν πρέπει να λείπουν από καμία δισκοθήκη.
Για τον γράφοντα και οι δυο μουσικοί είναι ισάξιοι καλλιτεχνικά σε ότι μας έχουν χαρίσει/προσφέρει/βάλτε ότι ρήμα θέλετε. Η ψήφος μου πάει στον Bruce Dickinson μόνο λόγω περισσότερων κυκλοφοριών και επειδή έχω ακούσει λίγο περισσότερο τα τραγούδια του σε σχέση με αυτά του Halford. Δεν τίθεται κανένα θέμα καλύτερου ή χειρότερου αφού και οι δυο θα είναι για πάντα μοναδικοί σε ότι κάνουν.

Rob Halford ο Γιάννης Σαββίδης
Εκ νέου δίλημμα από το μεγάλο αφεντικό. Rob Halford ή Bruce Dickinson στις solo στιγμές τους; Είδαμε τι έκαναν οι μπάντες τους, χωρίς εκείνους σαν μπροστάρηδες, τώρα ρίχνουμε το βλέμμα μας στη πλευρά των καλλιτεχνών που φύγανε. Η απάντηση είναι καθαρή και συγκεκριμένη. Robert John Arthur Halford. Όσοι με γνωρίζουν, πάλι, δεν χρειάζεται να κάτσουν σε καρέκλα για να διαβάσουν αυτή τη δήλωση. Δεν θα τους είναι δα και τόσο σοκ. Λοιπόν, για τους υπόλοιπους (την πλειοψηφία) ας το τεκμηριώσουμε περαιτέρω.
Πρώτο βήμα της καριέρας του Halford, οι FIGHT, με τον Scott Travis στα τύμπανα. Ένα από τα πιο όμορφα κομπλιμέντα του δάσκαλου (JUDAS PRIEST) στον μαθητή (PANTERA). Αποτέλεσμα της πρώτης δισκογραφικής πορείας αυτής; Το “War of words” (1993). Το πρώτο μετά – PRIEST διαμάντι του καραφλού θεού. Σίγουρα, υποδεέστερο το “A small deadly space” (1995) που το διαδέχθηκε, αλλά όχι το αίσχος που κάποιοι το παρουσιάζουν. Οι FIGHT παρά την εκρηκτική τους παρουσία και την αποδοχή τους, διαλύονται, και ο Rob εξερευνά άλλα ηχοτόπια. Καρπός αυτής της εξερεύνησης, η συνεργασία με τον Trent Reznor (NINE INCH NAILS) στη παραγωγή ενός project που ανέδειξε τον John 5 (προτού αυτός γίνει δεξί χέρι του MARILYN MANSON): TWO. Ο δίσκος ονομάστηκε “Voyeurs” (1998), και το αποδέχτηκαν πολύ μα πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι. Ένα industrial πείραμα που άγγιξε τον γράφοντα, και έδειξε πόσο μακριά μπορούσε να το πάει Εκείνος από πλευράς πειραματισμού. Επισκιάστηκε κιόλας από τη ανάγκη του να εξωτερικεύσει την σεξουαλική του ταυτότητα, με τον τότε μέσο οπαδό να θεωρεί ότι το έκανε για να προωθήσει τη νέα του δουλειά (λες και το είχε ανάγκη, τέλος πάντων, ας μην επεκταθούμε!). Λίγο καιρό μετά, εμφανίζεται στη ζωή του ο ευεργέτης της solo καριέρας του. Το όνομα αυτού, Roy Z. Τον μεταπείθει να επανέλθει στο metal. Το ατόφιο metal που πρώτος εκείνος δίδαξε στο κόσμο. Με μια μπάντα, που απαρτίζεται από τους “Metal Mike” Chlasciak (κιθάρες), Bobby Jarzombek (drums), Ray Riendeau (μπάσο) και τον Roy Z στη παραγωγή, κυκλοφορεί δύο διαμάντια – ισάξια του παρελθόντος του: “Resurrection” (2000) και Crucible” (2002), συνοδευόμενα από το εκπληκτικό “Live insurrection” (2001). To 2003, ο ίδιος επιστρέφει στους JUDAS PRIEST, και η solo μπάντα του υπάρχει πλέον για να εξυπηρετεί το χαβαλέ του καράφλα κατά κύριο λόγο.
Και εδώ, είναι το σημείο που πρέπει να ευχαριστήσουμε τον κύριο Roy Z (κατά κόσμον Roy Ramirez). Ο εν λόγω κύριος, υπήρξε καταλυτικός παράγοντας στις κρίσιμες στιγμές της solo καριέρας των δύο μεγάλων φωνών του κλασσικού heavy metal. Βλέπετε, ο κύριος αυτός, στάθηκε αρωγός και στη προσωπική καριέρα του BRUCE DICKINSON, που ούτε αυτή είχε τίποτα να ζηλέψει από την αντίστοιχη του HALFORD. Μια προσωπική καριέρα που, ξεκίνησε με τον Janick Gers στο πλευρό του (τη χρονιά που αυτός μπήκε στους MAIDEN), δειλά – δειλά με το “Tattooed millionaire” (1990) σε πιο hard rock φόρμες. Ο Roy Z, μπαίνει παρτενέρ του Bruce συνθετικά στο σαφώς ανώτερο “Balls to picasso” (1994) που σήμανε τη πρώτη του δισκογραφική απόπειρα, μετά την αποχώρηση από τους IRON MAIDEN. Ακολουθεί ένα αμφιλεγόμενο, δικαίως ή αδίκως, άλμπουμ από τον Dickinson, σε πιο alternative rock μονοπάτια, το “Skunkworks” (1996). Εκεί, ξανάρχεται στο προσκήνιο ο Roy Z. Η κίνηση – ματ, έρχεται στο εκπληκτικό “Accident of birth” (1997), όπου επιστρατεύεται ο παλαιός γνώριμος Adrian Smith στις κιθάρες. Η εμπιστοσύνη του κόσμου κερδίζεται με την επιστροφή αυτή, και συνέχεια αυτού, θα αποτελέσουν τα φοβερά “Chemical wedding” (1998), “Tyranny of souls” (2005). Η καριέρα του Dickinson, πλην του δίσκου αυτού το 2005, δεν είχε κάποια συνέχεια, με τον ίδιο, από το 2000 και πέρα, να είναι προσηλωμένος στις reunion δουλειές των IRON MAIDEN.
Κλείνοντας, επιλέγω τον Halford, για την εν γένει διορατικότητα του, πέραν των ανώτερων δισκογραφικών πονημάτων που παρουσίασε σε σχέση με τον Dickinson στα θεωρητικά πέτρινα χρόνια του.

 

Bruce Dickinson ο Δημήτρης Τσέλλος
Τιτανομαχία μεταξύ δύο τοτέμ του «σκληρού ήχου», και στην μέση το Roy Z! Από την μία ο Rob Halford. Το ξέρουν και οι πέτρες πως είμαι βαμμένος οπαδός του όσον αφορά την solo καριέρα του, με την οποία και θα ασχοληθούμε σε αυτή την μονομαχία. Ο Metal God έχει τραγουδήσει σε αριστουργήματα, με τους FIGHT στο “War of words” και με τους HALFORD στο ήδη κλασσικό “Resurrection”, στο “Crucible” και στο απίστευτο “Live insurrection”. Καλός δίσκος ήταν και το “Made of metal”, σαφέστατα όχι στο επίπεδο των προαναφερθέντων, δυναμικότατο το “Live in Anaheim”, ενώ μέτριο στην καλύτερη το “A small deadly space”. Από την άλλη ο Μεγαλειότατος Bruce Dickinson. Με έναν αξιόλογο δίσκο (“Tattooed millionaire”), ένα “Balls to Picasso” που ήταν καλό, αλλά κυρίως πήρε extra credits που δεν τα άξιζε λόγω τους ενός εκείνου κομματιού (μη λέμε τώρα τα αυτονόητα), μια μούφα (“Skunkworks”, με το video clip του “Back from the edge” να παίζει όλη την ώρα και να μας έχει πρήξει τα συκώτια) και τρία λιγότερο ή περισσότερο, αριστουργήματα: “Accident of birth”, “The chemical wedding”, “Tyranny of souls”. Τώρα που το συζητάμε, το τελευταίο ΑΝΕΤΑ θα μπορούσε να είναι ένα HALFORD album, έτσι δεν είναι; Βάλε και το πολύ καλό live “Scream for me Brazil” και βγάλε τα αχρείαστα “Alive…” εκτός. Κοίτα λοιπόν που έχουμε απόλυτη ισορροπία… και πώς να διαλέξεις τώρα. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, δεν πάμε με την καρδιά, αλλά με «κρύο αίμα». Γιατί η καρδιά θα πει Halford, λόγω πολλών και διαφόρων παραγόντων, αλλά το «κρύο αίμα» θα αναλύσει τις δύο δισκογραφίες, θα σταματήσει στο “The chemical wedding” και θα το κοιτάξει κατάματα. Και όταν το κάνει, θα πατήσει το “play” στο έβδομο κομμάτι, και θα διαπιστώσει ξανά πως «η Ιερουσαλήμ» είναι το συγκλονιστικότερο τραγούδι από τα…μισό λεπτό… τέλος πάντων, από ΟΛΑ όσα έχουν τραγουδήσει στις solo δουλειές τους και οι δύο αυτές τεράστιες προσωπικότητες. Οπότε… “bring me my bow of burning gold!”
Δημήτρης Τσέλλος

Bruce Dickinson ο Δημήτρης Μπούκης
Dickinson vs Halford.. Αρχικά, εδώ έχουμε δύο ιερά τοτέμ. Δύο φωνές που είναι συνώνυμο του heavy metal και που φυσικά, τα συγκροτήματα τους είναι στην κορυφαία πεντάδα του metal και κανείς δεν πρόκειται ποτέ, μα ποτέ, να τους ξεπεράσει. Προσωπικά δεν βρίσκω λόγους για να κάνω καμία σύγκριση μεταξύ τους. Διαφορετικές χροιές, μεγάλο εύρος και από τους δύο, ασύλληπτες ερμηνείες και προφανώς, οι κορυφαίοι ρε παιδιά, τι να λέμε τώρα. Όμως, πέρα από το οπαδικό του θέματος, σε αυτή τη στήλη βγάζουμε γούστα. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Και στην προκειμένη περίπτωση, επειδή, όπως και να το κάνουμε, αγαπώ τους IRON MAIDEN το κατιτίς παραπάνω, όπως επίσης η προσωπική πορεία του Βρασίδα μου αρέσει περισσότερο από αυτή του Halford και επιπλέον, θεωρώ, ότι ο Bruce είναι η κορυφή στην πυραμίδα της φωνής του heavy metal, η απόφαση μου είχε παρθεί, πριν καν γράψω αυτές τις γραμμές. Αδυναμίες παιδιά. Όποιος διαλέξει τον Halford δεν θα κάνει λάθος, όπως όποιος πεταχτεί και γράψει για τον Dio, για τον Tate και για όλους αυτούς τους καταπληκτικούς τραγουδιστές που έχει η μουσική μας, πάλι δεν θα έχει άδικο. Όταν έχουμε τέτοια ερωτήματα, που πρέπει να διαλέξουμε αν μας αρέσει το ρουμπίνι ή το πετράδι, ε καταλαβαίνουμε ότι η αξία και των δύο είναι ισάξια. Το γούστο είναι αυτό που αλλάζει.

 

Bruce Dickinson ο Γιώργος Κουκουλάκης
Οι δύο αγαπητοί τραγουδιστές έχουν αρκετά παράλληλους δρόμους στην τεράστια καριέρα τους, με τα συγκροτήματα που τους έκαναν διάσημους, με τις προσωπικές τους καριέρες, ακόμα και με τις επιστροφές τους στον δρόμο του heavy metal. Αφού έχουμε να συγκρίνουμε τις προσωπικές τους πορείες, δεν είναι δύσκολο για μένα να επιλέξω τον Bruce Dickinson. Ο πολυπράγμων Βρετανός, από νωρίς κυκλοφόρησε προσωπική δουλειά, ενώ ήταν ακόμα μέλος των IRON MAIDEN, ενώ όταν τελικά αποχώρησε από αυτούς, κατάφερε να βγάλει φοβερές δουλειές, ακόμα κι όταν πειραματίστικε στο ύφος της μουσικής του. Μπορεί το “Balls to Picasso” και το “Skunkworks” να ήταν εναλλακτικά, όμως είχαν τις τραγουδάρες τους. Επίσης ήταν αυτός που ανακάλυψε τους TRIBE OF GYPSIES και εμπιστεύτηκε τον Roy Z, τόσο στα πρώτα του βήματα μετά τους IRON MAIDEN, αλλά ακόμα και όταν τελικά επέστρεψε στο heavy metal. Δίχως αυτόν, δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα η στροφή του Halford στο “Resurrection”. Να υπογραμμίσω πως το “Resurrection” το θεωρώ καταπληκτικό, το ακούω ευχάριστα ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια μετά και γουστάρω τα περισσότερα κομμάτια του, όπως εκτίμησα το ντεμπούτο των FIGHT που το 1993 είχε θαφτεί από όλους τους ειδήμονες. Όμως οι δουλειές του Dickinson είχαν μεγαλύτερο βάθος, ποικιλία, συνέπεια και ποιότητα, ακόμα κι αν συγκρίνουμε το “Skunkworks” με τους TWO για παράδειγμα (“Inertia” κανείς;). Επιπλέον, ο Bruce με τα “Accident of birth” και “The chemical wedding” δεν ξεπερνιέται ό,τι κι αν κάνουμε, ό,τι κι αν πούμε. Άσε που έβγαλε και καλό δίσκο ακόμα και μετά την επιστροφή του στους MAIDEN εν αντιθέσει με τις κυκλοφορίες του Halford μετά την επιστροφή του στους JUDAS PRIEST. Και ποσότητα λοιπόν και μεγαλύτερη δισκογραφική παρουσία (σόλο πάντα) και ποιοτικότερες δουλειές. Όλα αυτά στο καθαρά μουσικό μέρος. Πόσο μάλλον αν αρχίσουμε να μιλάμε και για αεροπλάνα, ξιφασκία, συγγραφή βιβλίων, αριθμό εμφανίσεων στην Ελλάδα κλπ.

Rob Halford ο Δημήτρης Σειρηνάκης
Πολύ δύσκολη σύγκριση να πούμε την αλήθεια, ιερών τεράτων της ροκ μουσικής και τι να πρωτογράψεις; Τόσο ισχυρές προσωπικότητες και οι δυο, γνωρίζουν αποδοχή από το σύνολο των οπαδών αλλά κυρίως απολαμβάνουν καθολικό σεβασμό. Πως θα μπορούσε άραγε κανείς με αντικειμενικά κριτήρια να μπορέσει να βρει έναν τρόπο να μπορέσει να θέσει κανόνες προκειμένου να μπορέσει να βάλει σε μια σειρά όλα τα υπέρ και τα κατά προκειμένου να κάνει κανείς έντιμη μια τέτοια “μονομαχία”; Όσο και να ασχοληθούμε διεξοδικά με τέτοιες εξισώσεις το συναίσθημα θα εξακολουθεί να υπερισχύει και να πάμε στο τέλος στην απλή πολύ απλή ερώτηση. Τελικά μεταξύ “ίσων” ποιος από τους δυο είναι ο πιο συμπαθής; Αυτό και μόνο. Εδώ που έχουμε μόνο το συναίσθημα ως τελική επιλογή και μοναδικό κριτή των όλων. Για να είμαι λοιπόν, ειλικρινής και έντιμος απέναντι στον εαυτό  μου και σε εσάς, θα έλεγα ότι η συμπάθεια μου κλίνει προς τον Metal God.  Το “γιατί” δεν μπορεί να μειώσει σε τίποτα την αξία του Dickinson, απλά η μορφή, η προσωπικότητα του Halford μπορεί να ταιριάζει πιο πολύ στην δική μου ιδιοσυγκρασία και σε αυτό που εγώ και μόνο έχω στο μυαλό μου ως πρότυπο του τέλειου heavy metal frontman, από το οποίο φυσικά δεν απέχει και καθόλου η εικόνα του τραγουδιστή των IRON MAIDEN. Εδώ λοιπόν έρχεται η πρώτη φυσιολογική απορία που μπορεί να εκφράσει κάποιος.
Ναι αλλά ο Dickinson ως προσωπικότητα είναι πολυδιάστατη και πολυτάλαντη. Τραγουδιστής. συνθέτης, frontman. επιχειρηματίας, αθλητής, πιλότος., συγγραφέας και πόσα ακόμα! Σαφώς και κανείς δεν αμφιβάλει. Μα δεν έχει αυτή την αγαπημένη καράφλα και το μουσάκι! Δεν έχει αυτό το παιδικό αφοπλιστικό χαμόγελο του Halford. Τι να κάνουμε;  Αντιλαμβάνεστε τώρα γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις συγκρίσεις υπερ-γιγάντων δεν μπορείς να πας σε αντικειμενικά κριτήρια; Τι να πεις για την ερμηνεία του ενός στο “Hallowed be thy name” και του άλλου στο “Victim of changes”; Για το ότι ο ένας είναι ο Metal God και ο άλλος ο απόλυτος frontman της πλέον δημοφιλούς μπάντας στην ιστορία του metal; Αστεία πράματα! Τι να κάνεις;; Να συγκρίνετε τις αποτυχίες του ενός με τους TWO και του άλλου με το “Skunkworks”; Ανώφελο. Εδώ και των δύο οι μπάντες δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν της αποχώρησης τους και των δύο τα reunion ήταν τα θέματα της χρονιάς όταν έγιναν. Γι’ αυτό σας λέω. Τσάμπα θα ψάξουμε να βρούμε ψεγάδια και στους δύο, ή τις μεγάλες τους στιγμές. Μόνο η προσωπική μας συμπάθεια στον έναν ή στον άλλον μπορεί να μετρήσει και αυτό είναι τελικά το πλέον υποκειμενικό κριτήριο. Έχοντας δει και μιλήσει και με τους δυο από κοντά το μόνο που θα πω είναι πως μου ήταν πολύ πιο ευχάριστη  και προσιτή η προσωπικότητα του Halford, ένα πιο φωτεινό και γελαστό πρόσωπο, ένας πιο down to earth τύπος. Ο Dickinson ήταν πιο επαγγελματίας, ένας διευθυντής επιχειρήσεων επί το έργω. Κακό; Όχι. Ο καθένας έχει τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του. Απλά και μόνο για αυτό, με άπειρο σεβασμό στην προσωπικότητα του Dickinson, θα διαλέξω τον Halford γιατί τέτοια καράφλα και μουσάκι δεν θα δούμε ποτέ ξανά στο heavy metal! Και, επιτρέψτε μου να πολυλογήσω λίγο ακόμα, δεν θα ξεχάσω ποτέ το απορημένο και ολίγον ντροπαλό, χαμόγελο του όταν μερικές χιλιάδες κόσμου, εδώ στην Ελλάδα, του τραγουδούσαν κάτω από την σκηνή “Είναι τρελός… είναι τρελός ο καραφλός!”.

 

Bruce Dickinson ο Λευτέρης Τσουρέας
Θεωρώ εξαρχής ότι και οι δύο εμβληματικοί τραγουδιστές ακολούθησαν τακτική για να καταφέρουν να επιστρέψουν στους IRON MAIDEN και στους JUDAS PRIEST. Ο μεν Dickinson αποκήρυξε το metal με το “Skunkworks” το 1995, ο δε Halford με τους TWO. Και οι δύο πέρασαν μια «φάση» στην οποία ήθελαν να επαναπροσδιοριστούν, γεγονός που σέβομαι απολύτως. Το γεγονός, όμως, ότι ήταν καλλιτεχνικά και κυρίως εμπορικά οι κινήσεις αυτές, τους οδήγησε στην safe επιλογή του να παίξουν κάτι που το «έχουν» και θέλει ο κόσμος από αυτούς: Να παίξουν metal. Έτσι το “Accident of birth” ανέστησε τον Bruce και το “Resurrection” καλλιτεχνικά τον Rob. Αυτή η επιλογή με απώθησε από το να ασχοληθώ σοβαρά μαζί τους ως σόλο καλλιτέχνες, γιατί η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη μετά από αυτή την κίνηση. Κι αυτό γιατί οι οπαδοί ήθελαν σαν τρελοί να ξαναδούν τις αγαπημένες τους μπάντες με αυτούς ως  τραγουδιστές τους. Αν όμως θα πρέπει να διαλέξω συνολικά την πορεία τους ως solo καλλιτέχνες θα διαλέξω τον Dickinson κυρίως λόγω της αξίας του “Accident of birth” και του “Chemical wedding”.
Στην άτυπη μονομαχία τους στην συντακτική μας ομάδα, ο Bruce Dickinson επικράτησε αρκετά εύκολα με 8-3. Εσείς τι ψηφίζετε;

 475  0 googleplus0  0  475