BRUCE DICKINSON – Worst to best

0
758
Bruce Dickinson

Bruce Dickinson

Ο Bruce Dickinson, όσο και αν έχει στεναχωρήσει, ενοχλήσει ή βάλτε όποιο ρήμα θέλετε εσείς,  κάποιους με την συμπεριφορά του, ειδικά τα τελευταία χρόνια, θα είναι για πάντα ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στη heavy metal εγκυκλοπαίδεια. Ξεκινώντας από ένα «μικρό» σχήμα της χώρας του, κατάφερε με τη μεταγραφή του στους IRON MAIDEN, αφενός να τους δώσει την όποια ώθηση ήθελαν για να γίνουν αυτό που όλοι έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει, αφετέρου πέτυχε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με τις φωνητικές του ικανότητες και ταλέντο, να θέσει εαυτόν, σαν μια από τις σημαντικότερες παρουσίες που έχει αναδείξει η heavy metal μουσική. Παράλληλα με την πορεία του στους IRON MAIDEN, αλλά και όταν τους είχε εγκαταλείψει για κάποια χρόνια, δημιούργησε και μας προσέφερε solo δισκογραφικές δουλειές, τις οποίες παρουσιάζω παρακάτω με προσωπική αξιολογική σειρά, με αφορμή την εμφάνισή του μαζί με τους JUDAS PRIEST και ACCEPT στα πλαίσια του Release στις 21 Ιουλίου.

7. “Skunkworks” (1996)

Ο Dickinson μετά την περιοδεία του “Balls to Picasso”, αποφασίζει να μην συνεχίσει, τότε, την συνεργασία του με τον Roy Z, και να δοκιμαστεί σε καινούργια μουσικά μονοπάτια. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Είχα αυτή τη «διαμάχη» με τον manager μου (Rod Smallwood). Μου είπε: «Είσαι ένας heavy metal τραγουδιστής. Δεν μπορείς να αλλάξεις. Μπορείς να προσπαθήσεις, αλλά έχεις «κολλήσει» σε αυτό». Αντιτίθεμαι σε αυτό… Δεν με πειράζει να είμαι ένας heavy metal τραγουδιστής, αλλά αντιτίθεμαι στο να μου πει κάποιος ότι δεν μπορώ να αλλάξω. Στο τέλος όλων, είχα ξεσπάσει, θα έπρεπε να είχα μια καριέρα σαν grunge τραγουδιστής τότε, γιατί ήμουν πολύ θυμωμένος, πολύ απογοητευμένος και φτωχός». «Κράτησε» τους μουσικούς που είχε στις ζωντανές του εμφανίσεις, και μπήκε στο studio μαζί τους για να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του “Balls to Picasso”. Κάπως έτσι ξεκίνησε το “Skunkworks” project, το οποίο αρχικά βάση των θέλω του, θα ήταν το όνομα του νέου του group. Η εταιρία του όμως διαφώνησε, μην αφήνοντας τον να το κυκλοφορήσει, παρά μόνο αν το άλμπουμ είχε/»έφερε» το όνομα του. Έτσι τον Φεβρουάριο του 1996, το “Skunkworks”, είδε το φως της δημοσιότητας με παραγωγό του δίσκου τον Jack Endino, γνωστό για τον δουλειά του στο “Bleach” των NIRVANA. Η κίνηση αυτή τυχαία δεν ήταν, αφού αποφάσισε να καταπιαστεί ηχητικά με πιο alternative και grunge ήχους, αναμεμιγμένους και με λίγα πιο progressive στοιχεία. Από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο τραγούδι, ο ακροατής θα άκουγε ότι πιο «μακρινό» ηχητικά, σχετικά με ότι τον έχουμε συνηθίσει σε όλη την καριέρα του. Φυσικά κάθε μουσικός έχει δικαίωμα να πειραματιστεί, αλλά δυστυχώς το αποτέλεσμα του δίσκου, δεν ήταν ούτε καν το προσδοκώμενο, αφού τα τραγούδια ως επί το πλείστων ήταν άνευρα, με τις αξιόλογες συνθέσεις να μην ξεπερνούν σε αριθμό μερικά δάχτυλα του ενός χεριού. Τραγούδια χωρίς κάποια συγκεκριμένη μουσική δομή, με τρομερές ελλείψεις σε λέξεις όπως «μελωδία», «μουσικό μπρίο», «ηχητική σπιρτάδα», αποτέλεσαν τον συνθετικό σκελετό ενός δίσκου που θεωρώ πως απλά αναφέρεται στην δισκογραφία του και μόνο.

Highlight του δίσκου: “Back from the edge”
Προσωπική αδυναμία (με μεγάλη δυσκολία): “Inside the machine”

  1. “The mandrake project” (2024)

Όταν λέγεσαι Bruce Dickinson, σίγουρα δεν έχεις να αποδείξεις κάτι σε κάποιον. Έτσι ότι νομίζεις και θεωρείς εσύ ωραίο, το κυκλοφορείς και κρίνεσαι αναλόγως. Από την άλλη, εγώ σαν οπαδός θεωρώ πως αν δεν έχεις να «δώσεις» κάτι ουσιαστικό στον ακροατή, μην το κάνεις, γιατί όσο πιο διάσημος είσαι, τόσο πιο άσχημο είναι για την φήμη και την αίγλη που έχεις. Επίσης όταν φέρεις αυτό το «βαρύ» όνομα, νομίζω πως ο εκάστοτε οπαδός θέλει να ακούσει τραγούδια που θα τον εξιτάρουν. Ειδικά όταν οι προηγούμενες κυκλοφορίες είναι αυτές που στην solo δισκογραφία σου αποτελούν τα highlights της, έχει σίγουρα απαιτήσεις για κάτι πέραν του αξιόλογου. Δυστυχώς η τελευταία, πρόσφατη δισκογραφική προσπάθεια του Dickinson, δεν είχε το αποτέλεσμα που περίμενα. Ενώ το ξεκίνημα είναι σχετικά καλό με τα “Afterglow of Ragnarök” και “Many doors to hell”, να αποτελούν δυο ωραία δείγματα γραφής στην συνολική πορεία του καλλιτέχνη, η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Τα “Rain on the graves”, “Fingers in the wounds”, “Shadow of the Gods” και “Sonata (Immortal Beloved)” χαίρουν, προσωπικά, παντελούς έμπνευσης, το “Face in the mirror” είναι μια νερόβραστη μπαλάντα, ενώ το “Eternity has failed”, η νέα version του “If eternity should fail” από το “Book of souls” των IRON MAIDEN, ακόμα προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης της και στο δίσκο αλλά και σαν σκέψη δημιουργίας. Μοναδική όαση τα “Resurrection Men” και «Mistress of mercy». Βεβαίως Θα μου πείτε: «έτσι ήθελε, έτσι έκανε» και θα έχετε πολύ δίκιο. Προσωπικά όμως, περιμένω άλλα, από μουσικούς τέτοιου βεληνεκούς, αλλιώς καλύτερα να σιγούν.

Highlight του δίσκου: “Afterglow of Ragnarok”
Προσωπική αδυναμία: “Resurrection Men”

  1. Balls to Picasso” (1994)

Το 1993, ήταν σίγουρα μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά για τους απανταχού μεταλλάδες αφού ο frontman των IRON MAIDEN αποφασίζει να αποχωρήσει από το συγκρότημα, κάτι που λογικά συντάραξε τότε πολλούς. Ένα χρόνο μετά, κυκλοφορεί τον πρώτο προσωπικό του δίσκο εκτός του group, και σαφώς το ηχητικό αποτέλεσμα κέντριζε αρκετά το ενδιαφέρον όλων. Αρχικά, για να ολοκληρώσει το project του, ζήτησε την βοήθεια των SKIN, επειδή όμως το αποτέλεσμα δεν του άρεσε, απευθύνθηκε στον Roy Z., μόνιμο συνεργάτη από τότε και μετά, και κάπως έτσι το “Balls to Picasso”, είδε το φως της δημοσιότητας. Το άλμπουμ ήταν πιο «βαρύ» από την παρθενική του προσπάθεια 4 χρόνια πριν, ελαφρώς όμως εκτός των μουσικών ορίων που τον είχαμε γνωρίσει, με τις πιο πολλές συνθέσεις να ήταν σχετικά «άνευρες», «πειραματικές», και με κάποια πιο progressive στοιχεία, σε γενικότερο σύνολο όμως χωρίς κάποια πολύ ιδιαίτερη συνθετική ουσία. Εννοείται ότι αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση κατακριτέο αφού ο κάθε καλλιτέχνης στην προσωπική του καριέρα, έχει δικαίωμα, να κάνει ότι θέλει. Τα “Tears of the dragon” (ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει η πλήρης δισκογραφία του), “Laughing in the hiding bush”, “Gods of war” και “Change of heart” αποτελούν μια μικρή ηχητική όαση, σε ένα δίσκο που παραμένει απλά αξιόλογος και χρίζει αναφοράς, ίσως μόνο λόγω του μουσικού που το κυκλοφόρησε.

Highlight του δίσκου: “Tears of the dragon”
Προσωπική αδυναμία: “Gods of war”

  1. Tattooed millionaire” (1990)

Υπάρχουν κάποια άλμπουμ που ενώ μπορεί να μην είναι κάτι κολοσσιαίο συνθετικά, λόγω της χρονιάς που κυκλοφόρησαν όμως, έχουν «χαραχτεί» μέσα σου. Για τον γραφών ένα από αυτά είναι και το “Tattooed millionaire”, το πρώτο σόλο άλμπουμ του Dickinson, όντας ακόμα μέλος των IRON MAIDEN. Το όλο project ξεκίνησε όταν του ζητήθηκε να γράψει ένα τραγούδι για το soundtrack της ταινίας “Nightmare on elm street no 5”. Έτσι το “Bring your daughter…to the slaughter” (που θα εμπεριέχονταν αργότερα στη χρονιά και στο “No prayer for the dying” των IRON MAIDEN), θα ήταν η αφορμή για την πρώτη προσωπική του δουλειά. Συνεργάζεται με τους Janick Gers (μετέπειτα κιθαρίστα των IRON MAIDEN), Fabio Del Rio (drums, JADDED EDGE UK) και Andy Carr (session μπασίστα με πλούσια καριέρα δίπλα σε σπουδαίους μουσικούς από όλο το μουσικό φάσμα), και κυκλοφορεί έναν πιο hard rock δίσκο, σε σχέση με ότι είχε κάνει πρωτίστως στην καριέρα του. Οι Dickinson/Gers δημιουργούν ένα άλμπουμ που είχε πολλές, σαφείς επιρροές από την Αμερικάνικη αντίστοιχη σκηνή εκείνης της εποχής, αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν σε καμία περίπτωση άσχημο. Οι συνθέσεις για όποιον τις ακούσει σήμερα, ίσως του φαίνονται παράταιρες, απλοϊκές και άνευρες, για τα τότε όμως μουσικά δεδομένα ήταν άκρως εναρμονισμένες στην χρονιά κυκλοφορίας, αλλά και στο γενικότερο ηχητικό ύφος ενός hard rock δίσκου, με heavy ψήγματα. Επίσης τα τότε χρόνια η πληροφορία δεν μεταδιδόταν τόσο εύκολα όπως σήμερα, οπότε όταν έβλεπες ή άκουγες κάτι συχνά, σου «έμπαινε» μέσα σου πιο εύκολα. Το σημαντικότερο όμως προσόν του δίσκου, πέρα από την όποια προώθηση, ήταν οι ίδιες οι συνθέσεις οι οποίες είχαν μια τέτοια έμπνευση, που ίσως «χάλαγ(σ)ε» τους πιο παρωπιδιασμένους οπαδούς, τις έκανε όμως σε σύνολο ενός δίσκου, να αντέχ(ξ)ουν στον χρόνο, και μέχρι και σήμερα να ηχούν ωραία(ες).

Highlight του δίσκου: “Tattoed millionaire”
Προσωπική αδυναμία: “Son of a gun”

  1. “Tyranny of souls” (2005)

Ο Dickinson το 2005, είχε ενταχθεί και πάλι στις τάξεις των IRON MAIDEN, δεν είχε χάσει καθόλου την φόρμα του, και από ότι φάνηκε εκ των υστέρων, ούτε την θέληση να δημιουργεί πολύ καλά albums, εκτός της κύριας μπάντας του. Τα προηγούμενα χρόνια στα τότε δυο προηγούμενα album του, από το “Accident of birth” και μετά, η συνεργασία του με τον Roy Z., ήταν όπως λέμε ποδοσφαιρικά «βλέπονται με κλειστά μάτια». Είχαν βρει μεταξύ τους μια τέτοια φόρμουλα στο να γράφουν ωραία τραγούδια, άμεσα αρεστά στον κόσμο, εναρμονισμένα ηχητικά στην κάθε χρονιά κυκλοφορίας τους, και πάνω από όλα τιμώντας στο έπακρο τις λέξεις “heavy metal”. Έτσι το “Tyranny of souls”, παρόλο που κυκλοφόρησε έξι χρόνια μετά το “The chemical wedding”, θα ήταν το τρίτο πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην συνεργασία των δυο μουσικών, αποτελώντας την φυσική ηχητική συνέχεια. Ακολουθώντας και οι δυο την ίδια συνταγή, δημιούργησαν συνθέσεις που κάποιες θα μπορούσαν να ήταν και στους προηγούμενους δυο δίσκους. Μετά από τόσα χρόνια που έχουν κυκλοφορήσει όλες οι solo δουλειές του, σκέφτομαι χαριτολογώντας πως το 1997, πριν το “Accident of birth”, έγραψαν περίπου 31 τραγούδια, χωρίς να το ξέρει κανείς, και αποφάσιζαν κάθε χρονιά επιθυμητής κυκλοφορίας, ποια θα «μπουν» σε ποιο άλμπουμ, αφού το στυλ δόμησης των συνθέσεων ηχεί σχετικά παρόμοιο. Το “Tyranny of souls”, σε σύνολο τραγουδιών είναι ένα πολύ μικρό κλικ πιο κάτω από δύο πρώτες θέσεις, γι’ αυτό και προσωπικά παίρνει το χάλκινο μετάλλιο. Σε μεμονωμένες συνθέσεις όμως, αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα γραφής από μουσικούς που ξέρουν να γράφουν διαχρονικά τραγούδια, που «χτίζουν» και εδραιώνουν καριέρες.

Highlight του δίσκου: “Abduction”
Προσωπική αδυναμία: “Kill devil hill”

  1. The chemical wedding” (1998)

Είσαι μουσικός και έχεις κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν το “Accident of birth”, τον δίσκο που άλλαξε το ρου της προσωπικής σου καριέρας, όντας εκτός του συγκροτήματος που έχεις συνδέσει το όνομα και πάρα πολλές επιτυχίες σου, μαζί του. Είσαι λοιπόν στο studio και σκέφτεσαι ποιο/πως θα είναι το επόμενο δισκογραφικό σου βήμα. Άλλοι ίσως να έκαναν ένα album συντήρησης του ονόματος τους, απλά για να είναι στο προσκήνιο. Όταν όμως υπάρχει η τριπλέτα Bruce Dickinson/Roy Z./Andrian Smith, δηλαδή μουσικοί με αποδεδειγμένα αστείρευτα περίσσιο ταλέντο, το αρεστό τελικό αποτέλεσμα είναι κάπως αναμενόμενο. Το “The chemical wedding”, «κράτησε» την ηχητική και συνθετική συνταγή του προκατόχου του, με γνώμονα μάλλον την επιτυχία του προϊόντος. Οι 2 πρώτοι προαναφερθέντες κύριοι, διατήρησαν την δομή σύνθεσης που υπήρχε, για να μην «επέλθει» όμως μια ηχητική επανάληψη που ίσως θα κούραζε, έδωσαν περισσότερη βαρύτητα στην λυρικότητα και θεατρικότητα στις περισσότερες συνθέσεις, παρά στο να γράψουν πιο «in your face» τραγούδια που σαφώς θα άρεσαν, αλλά ίσως να αναδείκνυαν και μια λαθεμένα υπάρχουσα επαναληπτική συμπεριφορά. Έτσι οι συνθέσεις ήταν ως επί το πλείστων σε πιο mid-tempo ρυθμούς και δεν είχαν, παρά λίγες ηχητικές «εκρήξεις» πολύ πιο γρήγορων σημείων. Είχαν όμως από την αρχή μέχρι το τέλος την ηχητική ταυτότητα που είχε δημιουργηθεί στο “Accident of birth”, δίνοντας στο δίσκο την υπόσταση που του χρειαζόταν για να μνημονεύεται σαν μια πολύ καλή δουλειά, και ας μην είχε τα τρομερά «χιτάκια», που ίσως κάποιοι περίμεναν.

Highlight του δίσκου: “The tower”
Προσωπική αδυναμία: “Killing floor”

  1. “Accident of birth” (1997)

Ένα χρόνο πριν έχεις κυκλοφορήσει το “Skunkworks”, θέλοντας να βαδίσεις σε μονοπάτια που ναι μεν εσύ θέλεις, για τους δικούς σου λόγους, ο κόσμος όμως δεν σε έχει συνηθίσει, και έτσι όλο το project αποτυγχάνει. Επειδή λέγεσαι Bruce Dickinson, έχοντας φύγει από το συγκρότημα που σε καθιέρωσε, πρέπει (εντός ή εκτός εισαγωγικών) να κυκλοφορήσεις κάτι αξιόλογο. Σκέφτεσαι τον Roy Z. με τον οποίο είχες κάνει ένα αξιόλογο άλμπουμ στο παρελθόν, απευθύνεσαι και στον πρώην συνεργάτη σου στους IRON MAIDEN, κιθαρίστα Adrian Smith, αναθέτεις στον Derek Riggs (σκιτσογράφο των εξωφύλλων των IRON MAIDEN) να σου κάνει το εξώφυλλο του δίσκου, και ευελπιστείς να δημιουργήσεις ένα καλό δίσκο. Όταν όμως η λέξη «ταλέντο» έχει «ποτίσει» μέσα σου, τελικά τα «ονόματα» κάποιες φορές συνθέτουν αριστουργήματα. Όπως το “Accident of birth”, το καλύτερο αντικειμενικά άλμπουμ του Dickinson, και σίγουρα μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές δισκογραφικές κινήσεις του ιδιώματος. Μια δουλειά που θεωρώ πως κανείς δεν περίμενε να δημιουργηθεί, ειδικά με τα μουσικά δείγματα γραφής που είχε «δείξει» τα τότε προηγούμενα χρόνια αλλά και το όλο στήσιμο του καλλιτεχνικά, στο που ήθελε «να το πάει».

Οι Dickinson/Roy Z., άφησαν τους όποιους συνθετικούς πειραματισμούς του παρελθόντος στην άκρη και κατάφεραν να γράψουν τραγούδια που έγιναν άμεσα πολύ αγαπημένα, και όχι αδίκως. Συνέθεσαν «απλά» τραγούδια, με ένα-δυο βασικά ριφ, ωραία couple και solos, κιθαριστικές μελωδίες και refrain που όταν δεν ήταν ξεσηκωτικές(ά), σίγουρα σου διέγειραν όλες τις αισθήσεις. Δεν χρειάστηκε να δημιουργήσουν πολύπλοκες συνθέσεις με ηχητικές εναλλαγές ενδιάμεσα, απλά για να συγκλονιστεί ο ακροατής από το πόσο καλοί μουσικοί ήταν. Αυτό αφενός το ξέραμε αλλά και αφετέρου φάνηκε στο τελικό αποτέλεσμα, μια και το album από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο τραγούδι, τιμούσε επακριβώς ότι πρεσβεύει το heavy metal, με ποιοτικά τραγούδια που θα ακούς για πάντα, με την ίδια θέρμη. Οι Dickinson/Roy Z., χάρισαν στους οπαδούς ένα δίσκο που έχει τόσα πολλά και καλά, «κολλητικά» τραγούδια, κάτι που νομίζω ο Dickinson «όφειλε» να κάνει αφού η φυγή του στεναχώρησε πολλούς και ίσως άτυπα «χρωστούσε» μια τόσο καλή δουλειά. Το σίγουρο είναι ότι το “Accident of birth”, «ξανασύστησε» με τον πλέον εμφατικό τρόπο στο κοινό, τον τραγουδιστή που θα είναι για πάντα καλλιτεχνικά ένα από τα μετρημένα στο δάκτυλο του ενός χεριού τοτέμ της heavy metal μουσικής.

Highlight του δίσκου: “Road to hell”
Προσωπική αδυναμία: “The magician”

Μακάρι στις 21 Ιουλίου να απολαύσουμε μια μοναδική εμφάνιση αυτού του καλλιτέχνη, αντάξια της αίγλης και φήμης που έχει, αλλά και των μουσικών που τον απαρτίζουν, χωρίς ευτράπελα έτσι ώστε το μόνο θέμα που να έχουμε να συζητήσουμε μετά το πέρας της συναυλίας, να είναι το «καθαρά» μουσικό. Δεν σας κρύβω ότι μετά από τόσα «εξωμουσικά» γεγονότα έχουν βγει στην δημοσιότητα όλα τα τελευταία χρόνια, έχω βαρεθεί τις κόντρες μεταξύ οπαδών ή/και μουσικών. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί κυρίως είναι η μουσική και τίποτα άλλο. Heavy metal μόνο!

Θοδωρής Μηνιάτης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here