Και ναι, είναι γεγονός κυρίες και κύριοι! Η αγαπημένη μας στήλη επιστρέφει! Ώπα, τι λέω ρε παιδιά; Καλά, εσάς σας αρέσει κατά πως φαίνεται. Αλλά, για δική μας αγαπημένη, τι να σας πω, δεν ξέρω! Αλήθεια, πρέπει να έχουμε τάσεις μαζοχισμού που τη συνεχίζουμε, παρόλο που είναι σπαζοκεφαλιά. Και όχι τίποτε φλωριές τύπου “Fifty shades of grey”! Εδώ μιλάμε για μαστίγια, αλυσίδες, χειροπέδες, safe words (εχμ, δε τα ξέρω εγώ αυτά αφεντικό, κάτι φίλοι από το χωριό…τέλος πάντων, πάμε παρακάτω!). Αυτή τη φορά που λέτε, ο Φράγκος Αθανάσιος με βάζει υπό την εικονική γκιλοτίνα, προκειμένου να αξιολογήσω το τέταρτο και πλέον κομβικό άλμπουμ μιας λατρεμένης Βρετανικής ακραίας metal μπάντας, από το χειρότερο προς το καλύτερο του κομμάτι (αν είναι δόκιμος ο όρος “χειρότερο” για τέτοια κομμάτια). Ο λόγος φυσικά, για τους θεούς CARCASS από το δοξασμένο Liverpool (YOU’LL NEVER WALK ALONE), και το εκπληκτικό “Heartwork” που άνοιξε τη δική του σχολή έκφρασης του μελωδικότερου άκρου του κλασσικού death metal. Λίγος πρόλογος προκειμένου να καταλάβουμε με τι έχουμε να κάνουμε εδώ.
Μετά το επιτυχημένο πέρασμα στο death metal με το “Necroticism: descanting the insalubrious” (1991) από το ωμό goregrind των δύο πρώτων μνημείων ιατρικής καφρίλας, παικτικής σαπίλας και εν γένει ουγκανίλας, οι CARCASS είχαν να αναλογιστούν πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, oι δομές του “Necroticism…” ήταν τεχνικότατες και πολύ πιο ανεβασμένου επιπέδου. Βέβαια, βοήθησε και η προσθήκη του Michael Amott ως κιθαριστικού παρτενέρ σε αυτό. Ειδικά σε σχέση με το χάος του “Reek of putrefaction” και ακόμα και το πιο “μουσικό” αλλά βάναυσο “Symphonies of sickness”. Που το πας, αλήθεια, από εκεί; Οι Βρετανοί, όντας ξύπνιοι, πέταξαν ένα EP στην αγορά με τίτλο “Tools of the trade” (1992), με επανηχογράφηση από τη πρώιμη περίοδο, δείχνοντας πως εκείνη η φάση της μπάντας τελείωσε μια και καλή. Παράλληλα κέρδισαν χρόνο, σχεδιάζοντας το επόμενο τους χτύπημα. Το EP είχε ένα αυτοκόλλητο που προωθούσε τη θρυλική “Gods of grind” περιοδεία με ENTOMBED, CONFESSOR και CATHEDRAL (Ετερόκλητο είπατε; Δίκιο έχετε!)
Οι CARCASS, θα μπουν στα Parr Street Studios από 18 Μαΐου ως 21 Ιουνίου 1993 και στις 18 Οκτωβρίου, θα κυκλοφορήσει από την Earache το τέταρτο τους πόνημα, το “Heartwork”. Εξώφυλλο, ντυμένο από τον τιτάνα H.R. Giger (το έργο του λέγεται “Life support”), και ηχητικό “ντύσιμο” από τον Colin Richardson που συνόδεψε τη μετάβαση των μεγάλων Βρετανών στο death metal το μπολιασμένο με μελωδίες (δεν το λέγαμε ακόμα melodeath τότε!). Η διάρκεια μειώθηκε στα 41 έναντι 48 λεπτών του προκατόχου και οι δομές γίνανε πιο προσβάσιμες. Από τα άλμπουμ που διεκδικούν το τίτλο “το “Black album” του death metal”, μιας και μπάσανε κόσμο στο είδος που δεν θα το άκουγε υπό κανονικές συνθήκες. Και αυτής της σημασίας το άλμπουμ εγώ πρέπει να το κατατάξω; Τέλος πάντων, άιντε να δούμε…
The “Heartwork” countdown:
10) “Doctrinal expletives” (3.39)
Κομμάτι καθαρόαιμο mid-tempo, κρατάει τα μπόσικα για το δίσκο και για τα γρήγορα “χαρτιά” του, εστιάζοντας στα έξυπνα riffs που ανεβοκατεβάζουν το σβέρκο στον αυτόματο πιλότο. Στακάτο riffing, που δίνει το χώρο στους δύο lead κιθαρίστες, να ξεσαλώσουν σε διάφορα σημεία του κομματιού, παραδίδοντας ωστόσο ουσία και ούτε μια ρανίδα φανφάρας. Ο μόνος λόγος που μπαίνει εδώ κάτω, είναι γιατί απλά οι επόμενες στιγμές είναι ακόμα καλύτερες!
9) “This mortal coil” (3.49)
Blastbeat-άτο μπάσιμο, με το κομμάτι έπειτα από ένα MAIDEN-ικού τύπου “καλπασμό” να γίνεται ένας mid-tempo οδοστρωτήρας, που σαρώνει τα πάντα! Τα ξεσπάσματα του αποτελούν το αλατοπίπερο σε ένα κατά βάση mid-tempo κομμάτι που οι αρμονίες των Steer/Amott, δίνουν και παίρνουν, χρωματίζοντας μελωδικά ένα καταπληκτικό κομμάτι, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο! Κάτσε καλά λέμε!
8) “Death certificate” (3.38)
Γρήγορο μπάσιμο, σε ένα κατά βάση mid-tempo κομμάτι, χτισμένο γύρω από ένα καταπληκτικό μελωδικό riff, που δείχνει τι μπορούσε να γίνει πραγματικά αυτή η μπάντα που ως μια πενταετία πριν, ίσως και να μην ήξερε να κουρδίζει τα έγχορδα της! Μιλάμε για απίστευτη αλλαγή επιπέδου, απερίγραπτη αλλαγή ιστορίας και όμως, αυτά τα κομμάτια είναι πιο χαμηλά από τα άλλα που έρχονται. Φανταστείτε τι έρχεται δηλαδή…
7) “No love lost” (3.22)
Το πιο “ροκάδικα” γκρουβάτο κομμάτι του δίσκου, από τους δείκτες του τι θα ερχόταν μερικά χρόνια μετά στο “Swansong” (τον δεύτερο θα τον δείτε παρακάτω). Ένα κομμάτι που σέρνεται, βιδώνει πόδια στο πάτωμα και φροντίζει μέχρι το τέλος να μη το κουνήσουν ρούπι, μέχρι να ακουστεί το πολυπόθητο “κρακ”. Ένα από τα δύο video clip του δίσκου, με την πολύ ιδιαίτερη αισθητική προσέγγιση, μακριά από τα τετριμμένα.
6) “Arbeit macht fleisch” (4.21)
Παράφραση βεβαίως, του πασίγνωστου “Arbeit macht frei” (η εργασία απελευθερώνει, ελληνιστί) έξω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Auschwicz, σ’ ένα από τα σαρωτικότερα κομμάτια του δίσκου. Γηπεδικό σχεδόν ξύλο, με το κύριο ρυθμό να είναι ένα παλαιάς κοπής skank beat, μέχρι το σπάσιμο στο δεύτερο λεπτό, να δώσει ορισμένες ζωτικής σημασίας ανάσες στον ακροατή που τρώει φάπες της χρονιάς του από τα ηχεία! Το δε τελευταίο πανέξυπνο mid-tempo riff με το άρπισμά του, αποτελεί δείγμα κλάσης, που δε πρέπει να αμφισβητείται!
5) “Buried dreams” (3.58)
Τελική πεντάδα με ποιο τρόπο την ανοίγουμε; Μα φυσικά, με το μπάσιμο του δίσκου σε μια ελαφρώς πιο mid-tempo προσέγγιση του μοτίβου του “Necroticism…”. Riffs, που τσακίζουν κάθε σβέρκο που βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτά, Τα κοψίματα που εδραιώθηκαν στο προκάτοχο είναι παρόντα, ωστόσο, πιο έξυπνα δοσμένα, σε βαθμό που είναι προσβάσιμα ακόμα και στον μη “κάφρο” ακροατή. Όνειρα μπορεί να θάφτηκαν, αλλά αυτό το κομμάτι ΠΟΤΕ και από κανέναν!
4) “Heartwork” (4.33)
Το χαρακτηριστικό ομώνυμο, το έτερο video clip του δίσκου και το σημείο μηδέν για όποιον πρωτοάκουσε στην ύστερη γενιά τους CARCASS. Όχι μόνο ως τη μπάντα που ανέδειξε τον Michael Amott, αλλά και ως “την μπάντα που έπαιζε ο Amott πριν φτιάξει τους ARCH ENEMY”. Κακά τα ψέματα, όταν απέχεις μια δεκαετία από τα πράγματα, λογικότατο μια φουρνιά οπαδών να σε μαθαίνει μέσω των προσωπικών της ηρώων. Στο δια ταύτα τώρα, το κομμάτι αποτελεί την ουσία των CARCASS σε 4,5 λεπτά. Αλλαγές, αρμονίες, γκρουβάτα σημεία, τα πάντα όλα μέσα! Ναι ναι, “κλέβει” το “People of the lie” των KREATOR στο ρεφρέν, αλλά πρώτον το κάνει με στυλ, δεύτερον μπροστά σε τέτοιο ύμνο, ΠΟΙΟΣ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ;
3) “Embodiment” (5.36)
Αυτή η αρμονική riff-άρα, μετά το κοφτό μπάσιμο των τυμπάνων, μπορεί να με τρελάνει, αλήθεια! Το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου (οριακά κάτω από 6 λεπτά), από τα πλέον πλήρη, και ένα από τα πλέον πιασάρικα με το τρόπο του. Ο σβέρκος βασανίζεται και δεν αντέχει άλλο, με το κομμάτι σιγά σιγά από γκρουβάτο/στακάτο, να γίνεται mid-tempo, αλλά ποτέ στην ουσία να μην ανεβάζει παραπάνω ταχύτητα, παίζοντας με τις δυναμικές όπως αυτές υπαγορεύονται από τα θέματα του Ken Owen πίσω από το drum kit.
2) “Carnal forge” (3.54)
Τα γκάζια ανεβαίνουν…θρασάρισμα, blastbeats και ένας Jeff Walker να γρυλλίζει στο μικρόφωνο τόσο πειστικά και καθαρά, που σε κάνει να σφίγγεις! Εδώ κάτι Σουηδοί thrashers πήραν το όνομα τους από αυτό, τι να λέμε τώρα… Το σπάσιμο για το solo του ΤΙΤΑΝΑ Bill Steer αποτελεί στιγμή για σεμινάριο δυναμικών και εναλλαγής πανέξυπνων riffs, με τα τύμπανα του Ken Owen να είναι πρωταγωνιστές σε αυτό για μια ακόμη φορά!
1) “Blind bleeding the blind” (4.57)
Εξαιρετικά αφιερωμένη κορυφή, στον κολλητό μου φίλο Στάθη, που τόσο λατρεύει αυτή τη μπάντα και αυτό το άλμπουμ. Το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν το πρώτο πρώτο CARCASS που άκουσα από συμμαθητή μου, σε κάποιο διάλειμμα στο σχολείο σε χρόνια Λυκείου (2007-2008). Το τίτλο τον λάτρεψα, σαν παράφραση έτι μια φορά κοινώς λεγόμενης φράσης (“blind leading the blind”). Βαθιά KREATOR-ικής υφής τσιτωμένο riff, με το γύρισμα που το ακολουθεί σαν περάσματα στο επόμενο μέρος του κομματιού, να είναι για μάθημα κιθαριστικής σύνθεσης. Το κομμάτι αποτελεί μια mid-tempo σφαγή με το γάντι (του χειρούργου βεβαίως βεβαίως!), ανεβάζοντας ταχύτητες σε τακτά χρονικά διαστήματα του δίσκου, συμπυκνώνοντας το ύφος έτσι, του δίσκου σε μερικά μόλις λεπτά.
Bonus round: “This is your life”
Εκτός συναγωνισμού, το bonus κομμάτι του δίσκου, πρόλογος ιδανικός θα έλεγα για την πιο “τσαχπίνικη” πλευρά της μπάντας όπως αυτή θα έβγαινε στο “Swansong”. Γκρουβάτο, και ό,τι πρέπει για να κλείσει με μια άλλη νότα το φανταστικό αυτό δίσκο.
Το “Heartwork”, όταν οι CARCASS επανενώθηκαν το 2007, επανακυκλοφόρησε το 2008 στα πλαίσια της σειράς επανεκδόσεων της δισκογραφίας τους. Αυτή η σειρά επανεκδόσεων περιείχε ένα DVD με ντοκιμαντέρ κάθε περιόδου σύνθεσης του κάθε δίσκου. Τα 5 αυτά DVD συνιστούν το “The pathologist’s report”, το οποίο, όπως καταλαβαίνετε είναι χωρισμένο σε κεφάλαια. Το κεφάλαιο που αφορά το “Heartwork”, λέγεται “Epidemic”. Το πλήρες ντοκιμαντέρ παρατίθεται αυτούσιο για την απόλαυσή σας.
Ένα ακόμα κείμενο για ένα κλασσικό πλέον άλμπουμ, έφτασε στο τέλος του, 28 χρόνια μετά τη κυκλοφορία του το “Heartwork” εξακολουθεί να συγκινεί ακροατές (σε πείσμα κάθε πιουρίστα της κακιάς ώρας που το κατακεραυνώνει ως “ντροπιαστικό” και “ξεπουλημένο” – ναι, τα ακούσαμε ΚΑΙ αυτά! Όσο ζει κανείς μαθαίνει τελικά…), και φυσικά, εξακολουθεί να αποτελεί φωτεινό φάρο για την ως και σήμερα πορεία των CARCASS, όπου η έμπνευση αντλείται από αυτό το δίπολο (εκείνου και του προκατόχου του), με στοιχεία του “σήμερα” της εκάστοτε εποχής να δίνουν ανάσες φρεσκάδας στο υλικό των Βρετανών. Ελπίζω προσωπικά, να ακούσατε άλλη μια φορά το δίσκο για να το επιβεβαιώσετε. Τόσο αυτό, όπως και πολλά άλλα που δε χωράνε εδώ μέσα.
Γιάννης Σαββίδης