Δεν είναι δα και τόσο κρυφό ότι ο Carpenter Brut αποτελεί τον πλέον αγαπημένο μου μουσικό της τελευταίας δεκαετίας. Το είχα άλλωστε σκοπό να ξενιτευτώ, με αφορμή την κυκλοφορία του φετινού, αριστουργηματικού “Leather terror” (θα το κάνω και αυτό το επόμενο χρονικό διάστημα). Η ανακοίνωση την άνοιξη των δύο συναυλιών σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα με έκανε να πανηγυρίζω σα να μην υπήρχε αύριο και απλά η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει…
Είναι από τις ελάχιστες φορές που επισκέπτεται τη χώρα μας ένα όνομα στο ζενίθ του, τη στιγμή δηλαδή που συμβαίνει και αυτές οι συναυλίες ήταν μοναδικές ευκαιρίες, μιας και την επόμενη φορά ο αριθμός του budget θα είναι σχεδόν απαγορευτικός για να ξανασυμβεί. Με την ελπίδα ότι αυτό το γεγονός θα γίνει αντιληπτό και από άλλους, ανηφόρησα για την πανέμορφη συμπρωτεύουσα. Όχι, δεν ψάχνω αφορμές για να την επισκέπτομαι σε τακτική βάση, μην το ξαναπείτε…
Μετά την άφιξη στη Θεσσαλονίκη και την απαραίτητη γαστρονομική πανδαισία στα προάστιά της, ήρθε η ώρα να πάω στο Principal Club Theater για το κυρίως πιάτο. Μετά από έναν αδικαιολόγητα αυστηρό σωματικό έλεγχο στην πόρτα, με υπερβάλλοντα ζήλο στα όρια της προσβολής (κάτι για το οποίο δεν έχουν καμία ανάμειξη ούτε οι διοργανωτές, ούτε οι μουσικοί), μπήκα στον συναυλιακό χώρο την ώρα ακριβώς που ξεκίνησε η Sierrα, το μόνιμο support act του Carpenter Brut από την αρχή της περιοδείας μέχρι και το τέλος της.
Η Sierrα κυκλοφόρησε φέτος ένα από τα καλύτερα EPs του σκοτεινού ήχου, το “See me now” και αυτή η περιοδεία είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να έρθει το κοινό σε επαφή με τη μικρή, πλην σπουδαία δουλειά που έχει κάνει μέχρι τώρα. Για περίπου 45 λεπτά, η συμπαθέστατη και πάρα πολύ σεμνή Γαλλίδα πλημμύρισε τη σκηνή με αυτό το χαρμάνι darksynth, dark techno και IDM, με υλικό και από τα τέσσερα EPs που έχει κυκλοφορήσει μέχρι και σήμερα. Ο ήχος ήταν άψογος, η Sierrα έδινε πόνο και ερμηνευτικά και πάνω από τα πλήκτρα, τα samplers και τους μίκτες της και τα ασταμάτητα strobos σε έβαζαν στο κλίμα, θέλοντας και μη.
Από όλα τα κομμάτια που ακούστηκαν, ξεχώρισα και τις δύο ημέρες τα “See me now” και “Control” από τη νέα της δουλειά και “Gone” και “Unbroken” από το παρελθόν της. Δεν ήταν τυχαίο το ζεστό χειροκρότημα που έλαβε και στις δύο εμφανίσεις και, ειδικά στην Αθήνα, άφησε πολλούς με το στόμα ανοιχτό. Η ώρα έχει πάει 10 και ήρθε η στιγμή για μια ιστορική συναυλία.
Στο πίσω μέρος της σκηνής υπήρχαν τρεις μικροί, ορθογώνιοι προτζέκτορες και ανάμεσα τους, μια σειρά από φώτα. Επίσης, μπροστά και πίσω από την τριάδα των μουσικών, υπήρχαν τοποθετημένες στο δάπεδο δύο λεπτές δεσμίδες φωτών επίσης, για έξτρα ατμόσφαιρα. Τα πάντα λοιπόν ήταν έτοιμα για να υποδεχτούμε τον Carpenter Brut, μαζί με τους μόνιμους συνεργάτες του από τους HACRIDE τα τελευταία χρόνια, τον Adrien στην κιθάρα και τον Florent στα drums.
Ξεκίνημα με “Opening title” και “Straight to hell” από το “Leather terror” και ο συνδυασμός του καπνού, των ασταμάτητων φώτων και των projections στο πίσω μέρος, σε έβαζε με τη μία μέσα στην ιστορία του “Leather terror” και ειδικά σε αυτήν του “Brett Halford. Συνέχεια με το “The widow maker”, στο οποίο ο Gunship ακούγονταν φυσικά προηχογραφημένος, όμως μερικές ατάκες από τους στίχους που εμφανίζονταν στο background, βοηθούσαν τα μέγιστα στο singalong.
Πρώτη βουτιά στο παρελθόν με τα “Roller mobster” και “Meet Matt Stryker” από το “ΕΡ ΙΙ” και “Paradise warfare”, “Run, Sally, run!” από το “EP III”. Η απόλυτη αντίθεση στα δύο τελευταία, από την απόλυτη γαλήνη του “Paradise warfare” στο ανελέητο κοπάνημα της Sally, όπου στο τέλος και ο ίδιος ο Carpenter Brut εγκατέλειψε για λίγο τα πλήκτρα του και συμμετείχε στο percussion. Ωραία όλα αυτά, έφτασε η στιγμή όμως για το πρώτο highlight της συναυλίας.
Το δίδυμο “Day stalker/Night prowler” το ξεχώρισα από την πρώτη κιόλας ακρόαση του “Leather terror”. Αν με ρωτάτε, είναι ο απόλυτος ορισμός του τι εστί darksynth. Η επί σκηνής εκτέλεση αυτού του δίπτυχου ήταν τουλάχιστον σοκαριστική, με τον επιδαπέδιο φωτισμό να δείχνει τους τρεις μουσικούς να είναι εγκλωβισμένοι σε ένα εικονικό κελί και την εναλλαγή εικόνων στους προτζέκτορες να δημιουργούν ένα συνδυασμό που ήταν αδύνατο να μην σε παρασύρει. Αυτά τα αξέχαστα, επτά λεπτά οπτικοακουστικού ντελίριου θα τα θυμάμαι για πολλά, πολλά χρόνια.
Αλλαγή κλίματος με το “Lipstick masquerade” και τον mainman να μοιράζει χαμόγελα σε όσους παρευρισκόμενους γνώριζαν τους στίχους (ρωτήστε τον Λάμπο). Το “Inferno galore” ήταν η πρώτη επίσκεψη στο αριστουργηματικό “Leather teeth” και το “Disco zombi Italia” στο παρθενικό ΕΡ (και το πρώτο συναυλιακό ξύλο μέσα στον χώρο). Ο ιδρώτας με έχει ποτίσει μέχρι την κάλτσα και στο επόμενο highlight πίστεψα ότι θα παραδώσω πνεύμα.
Να έχεις τώρα τον metal ύμνο “Imaginary fire” με τη φωνάρα του Puciato στο background από τη μία πλευρά και να φτύνεις τα λαρύγγια σου και από την άλλη πλευρά το αποκορύφωμα του “Leather terror”, το “Color me blood”. Στο οποίο “Color me blood” o Carpenter Brut μετακίνησε τα πλήκτρα του πίσω και δεξιά, σε μια κίνηση αλτρουισμού προς τους συνεργάτες του. Με την εναλλαγή εικόνων και χρωμάτων να δίνει και να παίρνει. Απορώ πως επέζησα.
Δεύτερη βουτιά στο “Leather teeth” με τα “Monday hunt” και “Hairspray hurricane” (μεγάλος σκοτωμός και εδώ) και το ομώνυμο από το “Leather terror” με τον Jonka των TRIBULATION για να περάσουν καλά και οι πιο brutal. Το άτυπο encore είναι έτοιμο να αμολυθεί και το “Turbo killer” δημιουργεί ένα μεγάλο moshpit, το οποίο αντιλήφθηκα με την άκρη του ματιού μου, ενώ έπαιζα τα εικονικά μου πλήκτρα. Συνέχεια δίχως έλεος, με την κλασική εισαγωγή “5 118 574” να δίνει τη θέση της στο “The perv” και πάρε και άλλο ξύλο.
Τελείωμα, όπως αναμένονταν, με τη διασκευή του “Maniac”, τη φωνή του Yann Ligner στα ηχεία και τους στίχους να κάνουν παρέλαση στους προτζέκτορες, για το απαραίτητο, interactive karaoke με το κοινό. Ευτυχώς που δεν είχε και άλλο, μετά από 80 λεπτά εμφάνισης, γιατί θα έψαχνα τις φωνητικές μου χορδές στο πάτωμα του Principal. Το πόσο θριαμβευτική ήταν αυτή εμφάνιση φάνηκε από το ζεστό χειροκρότημα, ακόμη και των πιο απαθών από τους 500 περίπου παρευρισκόμενους.
Ένα τέτοιο συναυλιακό σοκ θα έπρεπε να έχει και συνέχεια. Έτσι λοιπόν, μετά τις σχετικές, απαραίτητες διαδικασίες μέσα στον χώρο, επιστροφή στο δωμάτιο για φρεσκάρισμα και επίσκεψη στη νυχτερινή Θεσσαλονίκη, όπου μεταξύ άλλων, διέψευσα και κάποιους που έλεγαν ότι δεν θα καταφέρω να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Ο καλύτερος τρόπος για να κλείσεις μια αξέχαστη ημέρα.
Την επόμενη ημέρα, στο Gagarin 205, συνέβησαν όσα περιέγραψα πιο πάνω, με μερικές ομοιότητες, αλλά και διαφορές. Η πώρωση ήταν η ίδια, το timetable τηρήθηκε και πάλι πιστά, όπως και τα setllists και οι εμφανίσεις και της Sierrα και του Carpenter Brut ήταν πάλι top class. Από την άλλη, το κοινό ήταν διπλάσιο και βάλε σε σχέση με τη συμπρωτεύουσα και έλειπαν τα projections από τη σκηνή τόσο πολύ, που κατά την προσωπική μου άποψη έδωσαν στο αθηναϊκό κοινό μια εντελώς διαφορετική εμφάνιση. Πιστέψτε με, αν υπήρχαν όλες αυτές οι εικόνες μέσα στο Gagarin 205, θα αντιλαμβανόσασταν πλήρως το σοκ που έπαθα την προηγούμενη ημέρα.
Φυσικά και το Σάββατο, είχε πάλι τις απαραίτητες διαδικασίες μετά το πέρας της συναυλίας και με αυτά και αυτά, χρειάστηκαν κάποιες ημέρες για να αναρρώσω πλήρως και να σας δώσω αυτό το οδοιπορικό/report. Ακόμη και με αυτές τις διαφοροποιήσεις, η διήμερη επίσκεψη του Carpenter Brut στη χώρα μας είναι από αυτές που θα χαρακτηρίζονται ιστορικές. Όσοι και όσες παρευρέθηκαν σε αυτές να θεωρήσουν τυχερούς τους εαυτούς τους. Με την ευχή να μας ξαναέρθει, πάω τώρα να σκαρώσω εξόρμηση για εξωτερικό, για μια καλή επανάληψη.
ΥΓ: Στέφανε και Κωνσταντίνε, σας ευχαριστώ πολύ για την εξυπηρέτηση και την ανοχή σας στην αγριοφωνάρα μου. Επιφυλάσσομαι!
Γιώργος Κόης
Φωτογραφίας (Αθήνας): Λευτέρης Τσουρέας