Είκοσι+ χρόνια μετά το πρώτο Chania Rock Festival, το ετήσιο αυτό γεγονός έχει καταστεί ένας σημαντικός θεσμός και ελκυστικό γεγονός για Έλληνες αλλά και πολλούς ξένους επισκέπτες (άκουσα από Γαλλικά και Ιταλικά μέχρι και σκανδιναβικές γλώσσες φέτος) στα Χανιά που συνδυάζουν τουρισμό και μουσική σ’ έναν από τους πιο ελκυστικούς προορισμούς της Ευρώπης. Το φεστιβάλ έχει πλέον καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου όχι μόνο φυσικά γιατί λαμβάνει χώρα σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, αλλά χάρη κυρίως στην εξαιρετική διοργάνωση και στο line-up που κάθε χρόνο προκαλεί εκπλήξεις με τα τεράστια ονόματα και τις αποκλειστικότητες εν Ελλάδι και ενίοτε σε όλη την Ευρώπη. Θυμηθείτε για παράδειγμα τη συναυλία των WARLORD το 2017 που ήταν η μοναδική στην Ευρώπη. Τέλος πάντων, όπως καταλαβαίνετε το Chania Rock Festival είναι πράγματι ένα σπουδαίο δρώμενο και το Rock Hard φυσικά ήταν εκεί και φέτος. Το line-up και πάλι εξαιρετικό με πολλούς να μιλάνε για το καλύτερο στην ιστορία του θεσμού από άποψη συνοχής με δύο τεράστιους πόλους τους PARADISE LOST και τον GEOFF TATE απ’ την άλλη και τρεις φρέσκιες και ενδιαφέρουσες ελληνικές μπάντες από κάτω. Και απ’ ότι φάνηκε, ο κόσμος πόνταρε σ’ αυτό μιας και η πρώτη μέρα του φεστιβάλ ήταν sold out! Αυτό μας λέει πολλά για τη σημασία λοιπόν του φεστιβάλ.
Η μέρα προβλεπόταν φυσικά ζεστή, αλλά ευτυχώς μακριά από τους καύσωνες των τελευταίων εβδομάδων. Στο πλαίσιο αυτό, το καλησπέρα το έκαναν οι PASSENGERS IN PANIC, νικητές επίσης του διαγωνισμού Γιώργος Μανουσέλης που βοηθά να προωθεί νέα και ανερχόμενα τοπικά συγκροτήματα, τιμώντας και τη μνήμη του Χανιώτη ροκά και κοινωνικού ευεργέτη Γιώργου Μανουσέλη, που χάθηκε ξαφνικά πριν μερικά χρόνια. Υπό τον απογευματινό ήλιο η τετράδα από την Αθήνα εμφανίστηκε σ’ ένα μικρό πλήθος που τους καλωσόρισε με θερμό χειροκρότημα και ανταποκρινόμενο σε κάθε κάλεσμα της frontwoman Ιωάννας που τράβηξε τα βλέμματα με το χαμόγελο της και την ειλικρινή της ενέργεια. Το συγκρότημα τίμησε φυσικά το πολύ όμορφο ομώνυμο ντεμπούτο του που μου είχε κάνει μεγάλη έκπληξη όταν κυκλοφόρησε με αυτό το hard rock/IRON MAIDEN περίβλημα στις φολκ τάσεις, με τα παραδοσιακά όργανα να είναι αναγκαστικά προηχογραφημένα.
Ακούστηκε και ένα καινούργιο τραγούδι, το “Amnesia” που μας προϊδέασε για τον νέο δίσκο. Παρόλη τη ζέστη και το άγχος, όπως και τα συνήθη θέματα με τον ήχο, η μπάντα έπαιξε για 30 λεπτά με περίσσια όρεξη και μεταδοτικότητα. Καθώς το άγχος άρχισε να υποχωρεί και ο ήχος να δένει, φάνηκε πως μιλάμε για μια δεμένη μπάντα με δικό της όραμα και, σημειωτέον, ένα στιβαρό rhythm section. Το βάρος φυσικά έπεσε στην Ιωάννα που περνούσε πολύ καλά στη σκηνή της ανατολικής τάφρου. Στην ευχαριστήρια ομιλία τους, λαμβάνοντας την τιμητική πλακέτα πιο μετά, η ίδια ανέφερε πόσο τους τιμάει που βρέθηκαν στο stage αυτό. Και τους ευχαριστούμε κι εμείς.
Για τη συνέχεια και με το πλήθος να μεγαλώνει, ήξερα λίγο-πολύ τι να περιμένω, ειδικά από τους δύο headliners. Από το δεύτερο ωστόσο συγκρότημα, τους Καλιφορνέζους, μόνιμους κάτοικους Ηρακλείου εδώ και χρόνια, PRINCE OF LILIES, δεν είχα ιδέα τι να περιμένω αφού τους άκουγα για πρώτη φορά. Και μου σέρβιραν τα μυαλά στο χέρι. Το τρίο, που παίρνει το όνομα του από τον Πρίγκιπα της Κνωσού όπως με πληροφόρησε ο Θανάσης Μπόγρης, ήταν απόλυτα δεμένο, προβαρισμένο και με πολλά κιλά ωμής ενέργειας που κατέκλυσε τη σκηνή. Οπλισμένοι μ’ έναν σαφώς βελτιωμένο ήχο και το άρτιο μείγμα garage rock/grunge meets FOO FIGHTERS (αφιέρωσαν και ένα τραγούδι στον Taylor Hawkins), το τρίο έπαιξε για μισή ώρα με τη στόφα βετεράνων, τιμώντας το ντεμπούτο τους “Vent” από το 2021. Η ζέστη άρχισε να δίνει τη θέση της σ’ ένα δροσερό αεράκι και έτσι το κοινό φάνηκε να γουστάρει ακόμα περισσότερο.
Στα μπροστά ο Pyn με μια βρώμικη, κυριολεχτικά και μεταφορικά, κιθάρα και την IQueen στο μπάσο (ποιανού ο νους δεν πήγε στην Kim Gordon;), έβγαζαν κάτι από μια άλλη εποχή πραγματικά σαν να βγήκαν από το Seattle στο 1991. Τα φωνητικά τους με αρμονίες τύπου ALICE IN CHAINS έδεναν άψογα και προσέδιδαν μια ακαταμάχητη μελωδικότητα στο grunge setlist. Εκτελεστικά ήταν αλάνθαστοι, με τον Pyn να οργώνει τη σκηνή εμφανώς συνεπαρμένος από μια ροκ ενέργεια. Πάνω απ’ όλα, αυτό που βγήκε από την εμφάνιση των PRINCE OF LILIES ήταν πως δεν προσποιούνται ούτε είναι μια vintage μπάντα αλλά ένα σύγχρονο συγκρότημα που φέρνει, παραδόξως, έναν αέρα ανανέωσης, κάτι που απέδειξαν ζωντανά στο stage του Chania Rock Festival. Το μόνο που μπορώ να πω σαν κατακλείδα είναι πως μου υπενθύμισαν όλα όσα αγαπώ από τη μουσική της σκηνής του Seattle και πως ελπίζω να τους δω ξανά και σύντομα.
Φίλιππος Φίλης
Το Chania Rock Festival έχει καθιερωθεί εδώ και καιρό ως ένα από τα μεγαλύτερα εγχώρια συναυλιακά events. Με συνέπεια κάθε χρόνο στο ραντεβού του, έτσι και φέτος ανακοίνωσε ίσως το καλύτερο line-up στην ιστορία του, δημιουργώντας προσμονή και ανυπομονησία σε όσους είχαν προγραμματίσει να παραβρεθούν και να απολαύσουν στα Χανιά κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα, τόσο της ελληνικής, όσο και της παγκόσμιας metal σκηνής.
Μετά από τα show των PASSENGERS IN PANIC και PRINCE OF LILIES, είχε φτάσει η ώρα για τον Σάκη Τόλη (ROTTING CHRIST) να πατήσει το σανίδι και να μας παρουσιάσει τραγούδια, κυρίως από την πρώτη του προσωπική δουλειά, αλλά και της κανονικής του μπάντας. «Συνάδελφοι στο έγκλημα» οι εξαιρετικοί SIXFORNINE και πιο συγκεκριμένα, ο Φώτης Γιαννακόπουλος (Fotis Benardo) στα drums, ο Ηρακλής Μπουζιώτης (Herc Booze) στο μπάσο, αλλά και ο Γιώργoς Καλαβρέζος (George Kapa) στην κιθάρα. Το αργόσυρτο και ατμοσφαιρικό “The silence” κρίνεται εκ του αποτελέσματος ιδανική επιλογή για το εναρκτήριο λάκτισμα και αυτό φάνηκε κι από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου μπήκε στο κόλπο από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του κομματιού. “My salvation” για τη συνέχεια και το κοινό τραγουδάει μαζί με το Σάκη το ρεφραίν του κομματιού. Η μπάντα αποδίδει εξαιρετικά επί σκηνής και προσωπικά μου προκαλεί εντύπωση το πόσο δεμένοι εμφανίζονται. Ειδικά ο Σάκης κινείται πάνω στη σκηνή όπως κινείται και με τους CHRIST, δείγμα του πόσο άνετα νιώθει και με αυτούς τους μουσικούς συνοδοιπόρους του.
Το ομώνυμο κομμάτι της προσωπικής δουλειάς του Σάκη, “Among the fires of hell”, είναι ίσως η πεμπτουσία του δίσκου, με το κοινό να απολαμβάνει τις μελωδίες και το groove του. Με τον ίδιο τρόπο απολαύσαμε επίσης τα “The dawn of a new age”, “We the fallen angels” και “Live with passion – die with honour” τα οποία μας γύρισαν πίσω στις mid 90s δουλειές των ROTTING CHRIST. Σειρά είχε το μυστηριακό και υποβλητικό “Nocturnal Hekate” (διασκευή σε DAEMONIA NYMPHE), με το οποίο έκλεισε και ο κύκλος των κομματιών από την προσωπική δουλειά του Σάκη. Η συνέχεια μας επιφύλασσε ROTTING CHRIST και μάλιστα ένα κομμάτι που δεν ξέρω κατά πόσο θα το ακούμε εύκολα στις μελλοντικές συναυλίες της μπάντας. Αυτό ήταν το περσινό “Holy Mountain” που κυκλοφόρησε σαν single με αφορμή την περιοδεία της μπάντας στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού (με τη συμμετοχή του Lars Nedland των BORKNAGAR). Όμορφο κομμάτι πραγματικά. Η εξαιρετική αυτή εμφάνιση της μπάντας έκλεισε με τη μοναδική διασκευή στο κομμάτι του «αθάνατου» Νίκου Ξυλούρη, “Tou Thanatou”, με τη μπάντα να αποτίνει φόρο τιμής στον «Αρχάγγελο της Κρήτης».
Γεμάτοι από την εμφάνιση του Σάκη Τόλη, ανυπομονούμε να ακούσουμε έναν από τους πιο εμβληματικούς δίσκους που έβγαλε ποτέ αυτή η μουσική. Ο GEOFF TATE μπορεί να έχει τελειώσει την περιοδεία του εις τα Ευρώπας εδώ και ένα μήνα, αλλά αυτό δεν τον πτόησε καθόλου να κατέβει μέχρι τα Χανιά, σε μια αποκλειστική εμφάνιση στο Chania Rock Festival, με σκοπό να μας παρουσιάσει ολόκληρο το θρυλικό “Operation: Mindcrime”, το οποίο φέτος συμπληρώνει 35 χρόνια ύπαρξης. Έχοντας δει τελευταία φορά τον TATE επί σκηνής, αλλά και την πρώην μπάντα του, τους QUEENSRŸCHE, πίσω στο μακρινό 2006, σε μια «ξεθυμασμένη» εμφάνιση, τότε στο Gagarin 205, όπου είχαν παρουσιάσει επιλογές από τα δύο “Operation: Mindcrime”, δεν ήξερα τι να περιμένω. Σκεφτόμουν πώς θα αποδώσει ζωντανά με μια μπάντα μισθωμένων μουσικών, πόσο καλά θα μπορούσε αυτή η μπάντα να μπει στα παπούτσια των μεγάλων DeGarmo, Wilton, Jackson και Rockenfield και να εκτελέσει όλα αυτά τα μνημειώδη κομμάτια ή σε τι κατάσταση θα είναι η φωνή του TATE. Εύλογα ερωτήματα θα μπορούσε να πει κάποιος, αλλά αυτό που ακολούθησε την επόμενη μία ώρα και κάτι, διέλυσε με τον πλέον πιο εμφατικό τρόπο τα οποιαδήποτε ερωτήματα, ενδοιασμούς ή αμφιβολίες.
Τα πιτσιρίκια του TATE ξεκίνησαν το show με το ορχηστρικό “Anarchy-X” (φυσικά είχε προηγηθεί το εναρκτήριο “I remember now”) και μας άρπαξαν από το γιακά μονομιάς. Στο “Revolution Calling” ανεβαίνει στη σκηνή και ο Geoff Tate και το σκηνικό μυρίζει μπαρούτι. Ο ήχος κρύσταλλο και ογκώδης, η φωνή του Tate πεντακάθαρη, τα “πιτσιρίκια” του σε δαιμονιώδη φόρμα και σχεδόν άπαντες στο venue τραγουδούν το κομμάτι στίχο-στίχο. Το show ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς και τίποτα δε θα πάει στραβά στο υπόλοιπο του set. Ο Tate και η μπάντα του μοιράζουν απλόχερα ανατριχίλες σε μια εμφάνιση που ομολογουμένως δεν την περίμενα. Ο ίδιος ο Tate σε πλήρη αντιδιαστολή με τη διεκπεραιωτική εμφάνιση που είχα δει 17 χρόνια πριν, εδώ δεν τραγουδάει απλά, αλλά ερμηνεύει τα κομμάτια μέσα από τη ψυχή του, με τη θεατρικότητα που τον διακρίνει κι εμείς γινόμαστε κοινωνοί μιας μοναδικής εμπειρίας. Ακολουθήσαμε βήμα-βήμα τις ανησυχίες, το δράμα και την πορεία του Nikki μέσα από τη διαδοχή των κομματιών με κομμένη την ανάσα. Προσωπικά ένιωσα μια πρωτοφανή καμπύλωση του χρόνου, μιας και είχα την αίσθηση ότι έτρεχε πιο γρήγορα απ’ ότι στην πραγματικότητα. Τόσο καλό ήταν αυτό που παρακολουθούσαμε… Έπη σαν τα “Spreading the Disease”, “Suite Sister Mary”, “Breaking the Silence”, “I Don’t Believe in Love”, αλλά και το υπέρτατο “Eyes of a Stranger” έκαναν τη φάση να μοιάζει σαν ένα τρελό-τρελό rollercoaster.
Το πράγμα όμως δεν τελείωνε εκεί, μιας και υπήρχε συνέχεια, με το encore. “Silent Lucidity” για αρχή για να πάρουμε ανάσες και καπάκι το πανέμορφο “Jet City Woman”, με τον Tate να τιμά το επίσης τεράστιο “Empire”. “Take Hold of the Flame” για τη συνέχεια και έχουν αρχίσει τα εγκεφαλικά στο κοινό. Ο Tate αν και ερμηνεύει ένα ημιτόνιο χαμηλότερα, είναι πραγματικά εκπληκτικός. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε επ’ ουδενί πως έχει πατήσει τα 64 και οι φωνητικές γραμμές του κομματιού είναι αρκετά ψηλά και απαιτητικές. Δεν το περιμέναμε αυτό το κομμάτι να το ακούσουμε. Όπως δεν περιμέναμε και αυτό που ήρθε αμέσως μετά για να κλείσει και τη συναυλία. “Queen of the Reich” για το φινάλε, με το κοινό να υποδέχεται την επιλογή του κομματιού ενθουσιωδώς. Στο τραγούδι ανέβηκε επί σκηνής και έπαιξε κιθάρα, πλαισιώνοντας τους υπόλοιπους και ο τεχνικός για τις κιθάρες της μπάντας (session μουσικός τον οποίο ο Tate τον χρησιμοποιεί ενίοτε και σαν κιθαρίστα), με τον ήχο να γεμίζει, έχοντας πλέον τρεις κιθάρες.
Εν κατακλείδι είδαμε μια μεγάλη εμφάνιση από τον GEOFF TATE και τη μπάντα του, σε βαθμό που προσωπικά ξαφνιάστηκα. Η μπάντα είναι τόσο σφιχτά δεμένη που απέδιδε τα κομμάτια αψεγάδιαστα και με μεγάλη φυσικότητα σα μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Ο δε Tate, εξαιρετικός, μας υπενθύμισε γιατί ακόμα θεωρείται (ναι… Ενεστώτας…) ένας από τους μεγάλους ερμηνευτές στο heavy metal. Επίσης θα ήταν άδικο να μην αναφέρω και την εμφάνιση της Sister Mary στο “Suite Sister Mary”, την οποία ενσάρκωσε μια εξαιρετική Βραζιλιάνα session τραγουδίστρια που έχει μαζί του ο Tate στην περιοδεία. Πότε είπαμε ότι ξαναέρχεστε κύριε Tate;
Με το τέλος του set του Geoff Tate άρχισαν τάχιστα και οι εργασίες προετοιμασίας της σκηνής για τους headliners της βραδιάς, τους PARADISE LOST. Κατά τη διάρκεια των εργασιών οι διοργανωτές, ο Νίκος Αθηναίος και ο Γιάννης Αναστασάκης ανέβηκαν επί σκηνής, όπου ευχαρίστησαν όλον τον κόσμο που παραβρέθηκε και έκαναν την απονομή του βραβείου «Γιώργος Μανουσέλης» στους νικητές του αντίστοιχου μουσικού διαγωνισμού, PASSENGERS IN PANIC, οι οποίοι και άνοιξαν τη βραδιά.
Σύντομα έφτασε και η ώρα των headliners. Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση στο CRF, μια από τις μεγαλύτερες μπάντες των 90s στη metal μουσική και μια από τις αγαπημένες του ελληνικού κοινού, ετοιμαζόταν να ανέβει στη σκηνή της Ανατολικής Τάφρου Χανίων. Σκέψεις και ενδοιασμοί για την εμφάνισή τους τις συζητήσαμε με το σύντροφο Φίλιππο Φίλη, με τον οποίο παρακολουθήσαμε μαζί όλο το φεστιβάλ. Βλέπετε υπάρχει μια ολόκληρη «γκρίνια» που συνοδεύει τις ζωντανές εμφανίσεις των Βρετανών σχετικά με την απόδοσή τους σε live συνθήκες. Και όχι άδικα κάποιες φορές. Θα τραγουδήσει όπως πρέπει ο Holmes; Θα έχουν όρεξη ή θα κάνουν αγγαρεία; Θα παίξουν πάνω από 70 λεπτά;
Όλα αυτά μας απασχόλησαν μέχρι που τα φώτα έσβησαν. Οι Βρετανοί ανέβηκαν φορτσάτοι στη σκηνή με το “The enemy”, αλλά δυστυχώς ο ήχος δεν ήταν καθόλου καλός. Αυτό βέβαια δεν πτόησε ούτε καν στο ελάχιστο την πεντάδα. “Hallowed land” αμέσως μετά και ο ήχος έχει βελτιωθεί σε μεγάλο ποσοστό (πριν τελειοποιηθεί στο επόμενο κομμάτι). Το κοινό τραγουδάει τους στίχους του κομματιού δείχνοντας ακόμα μια φορά πόσο αγαπά τον τεράστιο δίσκο που ακούει στο όνομα “Draconian Times”. Ο Greg Mackintosh επιβλητικός στο αριστερό άκρο της σκηνής ανεμίζει διαρκώς τα dreadlocks του. Ο Aaron Aedy στα δεξιά χτυπιέται και συνεχώς χαμογελά στο κοινό. Ο Steve Edmondson ήρεμος και γαλήνιος δίνει το βήμα με το μπάσο του, όντας σε αγαστή συνεργασία με τον νεοφερμένο Guido Zima Montanarini, ο οποίος μονιμοποιήθηκε στη θέση του drummer. Τελευταίο άφησα τον «πολύ» Nick Holmes ο οποίος βρισκόταν σε καλή βραδιά τραγουδιστικά. Είχε όμως και διαβολεμένα κέφια, μιλώντας συνεχώς στο κοινό, δίνοντάς μας την ευκαιρία να απολαύσουμε το καυστικό του χιούμορ.
Στο “Faith Divides Us – Death Unites Us” ο ήχος είναι πλέον σχεδόν αψεγάδιαστος, με τρομερό όγκο, ότι πρέπει για τα doomy σημεία, των κομματιών, τα οποία ακούγονται βαριά και συμπαγή. Εξαιρετικός είναι και ο φωτισμός της μπάντας που βοηθά την οπτική εμπειρία κατά τη διάρκεια των κομματιών. Βουτιά στο παρελθόν με τα “As I die” και το προσωπικό αγαπημένο μου “True belief”, με τον κόσμο να έχει παραδοθεί στις ορέξεις των LOST. Επιστροφή στη συνέχεια στο “Draconian Times” με μια πανέμορφη εκτέλεση του μοναδικού “Forever failure”. Ο Holmes σχολιάζει πόσα νέα παιδιά βλέπει μπροστά από τη σκηνή. Αγέννητα ακόμα σε σχέση με το επόμενο κομμάτι… Και κάπως έτσι μας προλογίζει το “Gothic”, το οποίο ενθουσίασε πολλούς από τους παρευρισκόμενους, ταξιδεύοντάς μας 31 χρόνια πίσω.
Σχολιασμών συνέχεια για τον frontman των PARADISE LOST και μας λέει πως πέρασαν 15 χρόνια από την προηγούμενη φορά που επισκέφθηκαν τα Χανιά και αναπολεί τα περισσότερα μαλλιά που είχε τότε… Η ώρα του “The last time” είχε έρθει, με το κοινό να βράζει, μιας και πρόκειται για ένα από τα πιο fan favorite κομμάτια των Βρετανών. To “Requiem” με την σκοτεινή του ατμόσφαιρα και τη δύναμή του έσεισε την Ανατολική Τάφρο, λίγο πριν τα “Say just words” και “One second” ρίξουν λίγο την ένταση.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ερχόμαστε σε ένα από τα highlights της βραδιάς, με τον Holmes να ετοιμάζεται να προλογίσει το επόμενο κομμάτι, όταν κάποιος από το κοινό, μπροστά από τη σκηνή, πετάγεται και αναφωνεί “The Devil embraced”. O Holmes τότε, στην πιο «βιτριολική» στιγμή της βραδιάς, του απευθύνει το λόγο και τον ρωτά που το ξέρει εάν θα παίξουν αυτό το κομμάτι. «Μήπως διαβάζεις ίντερνετ; Μήπως μπαίνεις στο setlist.fm;» ρωτάει τον οπαδό μεταξύ σοβαρού και αστείου… «Έλα προλόγισε εσύ αντί για εμένα» είπε στον οπαδό δίνοντάς του το μικρόφωνο… Απίστευτος ο «Νικολάκης»! Όντως οι LOSTs έπαιξαν το πανέμορφο “The Devil embraced” από την τελευταία τους δουλειά, “Obsidian”. Στη συνέχεια παρέμειναν στο πιο πρόσφατο παρελθόν τους με το “No hope in sight”, πριν σπείρουν ενθουσιασμό στο κοινό με το τεράστιο “Embers fire”. Και κάπου εκεί μετά από… περίπου 70 λεπτά, ο Nick Holmes μας ενημέρωσε πως θα έπαιζαν το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς, το σημαδιακό όπως είπε “Ghosts”.
Με αυτά κι αυτά πέρασε και το set των Βρετανών νεράκι. Ευτυχώς τους πετύχαμε σε αρκετά καλή βραδιά και μας χάρισαν μια υπέροχη εμφάνιση, με κομμάτια από σχεδόν όλες τις περιόδους τους, κάνοντας το κοινό να τους χειροκροτήσει θερμά. Νεράκι πέρασε και όλη η πρώτη μέρα του φεστιβάλ, με όλα τα συγκροτήματα να αφήνουν τις καλύτερες των εντυπώσεων. Όπως είπαμε, το φετινό line-up του CRF ήταν ίσως το καλύτερο που είχε ποτέ κι εκείνη η βραδιά έγραψε άλλη μια χρυσή σελίδα στην ιστορία του. Ανυπομονούμε ήδη για του χρόνου!
Θανάσης Μπόγρης
Φωτογραφίες: Χρήστος Κισατζεκιάν