CHANIA ROCK FESTIVAL, DAY 1 (BLIND GUARDIAN, EXODUS, LUNARSEA, SCARFLOOD, STYGIAN PATH, 16/7, Χανιά)

0
472
Blind Guardian

Chania

Χανιά και καλοκαίρι, πέρα από ήλιο, μπάνια και καλό φαΐ, σημαίνει Chania Rock Festival, ένα από τα δημοφιλέστερα φεστιβάλ της επαρχίας που από ανερχόμενο δρώμενο έχει πλέον γίνει θεσμός και πόλος έλξης για κόσμο από το εσωτερικό αλλά και πολλούς ξένους επισκέπτες. Για άλλη μια χρονιά λοιπόν έχω μόνο θετικά να γράψω για την εξαιρετική διοργάνωση και τη φιλοξενία στον χώρο της Ανατολικής Τάφρου όπου έχει μεταφερθεί η έδρα του φεστιβάλ εδώ και χρόνια, ένας χώρος που προσφέρεται περισσότερο από τον παλιότερο, τον Ενετικό Προμαχώνα, για την προσβασιμότητα αλλά ειδικότερα για τον ήχο και την άνεσή του. Με τον καύσωνα να έχει υποχωρήσει εδώ και μέρες και το μελτέμι να φέρνει κύματα ανακούφισης στον λιγοστό κόσμο που είχε αρχίσει να μαζεύεται κάτω από τον κρητικό ήλιο, βρήκα μια αναπαυτική θέση στον ίσκιο για να απολαύσω το πρώτο συγκρότημα της μέρας, τους Αθηναίους STYGIAN PATH που άνοιγαν για την πρώτη μέρα του τριήμερου Chania Rock Festival.

Η νεοσύστατη αυτή μπάντα ήρθε στο πλαίσιο του διαγωνισμού Γιώργος Μανουσέλης που δίνει την ευκαιρία σε νέες και ανερχόμενες μπάντες να ανέβουν στο stage του φεστιβάλ και να γνωριστούν σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Οι Αθηναίοι STYGIAN PATH λοιπόν, έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου τους, όπως μας ανακοίνωσαν, έπαιξαν το γνώριμο και καλογραμμένο epic metal τους. Εδώ να πω πως το Chania Rock Festival δίνει κάθε χρόνο και σε μένα την ευκαιρία να ανακαλύψω καινούργιες εγχώριες μπάντες όπως πρέπει – πάνω στο σανίδι όπου όλα κρίνονται. Έτσι και δω είχα τη τύχη να ακούσω ένα επικό heavy metal με πολλές αναφορές στο σύμπαν των DOOMSWORD από μια μπάντα που ακούστηκε δεμένη, έχοντας όπως είπα μόλις βγει και από το στούντιο. Μαζί τους είχαν και τον τεχνικό ήχου του δίσκου τους που σίγουρα βοήθησε στον ευκρινή ήχο που επίσης βοήθησε να ακουστούν καλά οι STYGIAN PATH στο κοινό που άρχισε να εισέρχεται στην Ανατολική τάφρο.

Με λίγο λιγότερο από μισή ώρα στη διάθεση τους, τα παιδία έπαιξαν ίσα-ίσα τρία κομμάτια από τον επερχόμενο δίσκο τους και τα τρία γύρω στα δέκα λεπτά, περιπετειώδη, βαρύγδουπα και με τη στάμπα ενός είδους που γνωρίζουν και ερμηνεύουν πολύ ωραία. Δίχως αμφιβολία, οι οπαδοί του επικού/doom ήχου θα έχουν να μιλάνε για ένα σημαντικό συγκρότημα και δίσκο για τα εγχώρια δεδομένα. Το παράπονο μου, και ίσως αυτό να οφείλεται στην τοποθέτηση τους στην αρχή, είναι πως το συγκρότημα δεν είχε επαφή με τον κόσμο, δεν μας μίλησε αρκετά και φαινόταν συγκεντρωμένο στη δουλειά του χωρίς όμως να μεταδίδει όρεξη και κάτι που να με ξεσηκώσει. Έπαιξαν καλά και σωστά και έφυγαν γρήγορα. Προσωπικά, ακόμα και αν δεν με αγγίζει η μουσική ενός συγκροτήματος, θα ήθελα να νιώσω λίγο την πώρωση και χαρά του να παίζεις ζωντανά. Όπως και να έχει, οι STYGIAN PATH προσέφεραν ένα καλό ζέσταμα για την έναρξη του φεστιβάλ και υποσχέσεις για επερχόμενο τους ντεμπούτο.

Ακολούθως είχαμε τους Ρεθυμνιώτες SCARFLOOD, ένα επίσης ανερχόμενο όνομα της ελληνικής και κρητικής σκηνής που είδαμε και πέρυσι στο Rethymno Rocks. Οι modern metallers, με πολλές επιρροές από τη σύγχρονη αμερικάνικη σκηνή αλλά και σίγουρα από τους METALLICA του “Black album”, ανέβηκαν στην ώρα τους μπροστά σε ένα λίγο πολυπληθέστερο κοινό το οποίο κέρδισαν σχεδόν αμέσως με την όρεξη και ορμή τους που με κέρδισε και μένα. Οι νέοι τούτοι ξεχωρίζουν χάρη στο πολύ δεμένο και δυνατό (σε φάσεις περισσότερο και από τις κιθάρες) rhythm section που δίνει παλμό και groove στο κατά τα άλλα βασικό αλλά καλογραμμένο σύγχρονο metal τους. Πάνω απ όλα ξεχωρίζουν χάρη στην παρουσία του κιθαρίστα και τραγουδιστή Νίκου Μαρινάκη που βρυχάται και ξεσηκώνει με την ερμηνεία του. Ο Μαρινάκης έχει πολύ ωραίο εύρος στη φωνή του και ξέρει πότε και πόσο να πατάει γκάζι. Όταν όμως το κάνει, νιώθεις τη γροθιά σου να σφίγγει άθελα σου καθώς το κεφάλι σου κουνιέται πέρα δώθε ρυθμικά. Αφού μας παρουσίασαν μερικά από τα πρώτα τους single, όπως “Bones don’t lie” και “The wrongdoer”, μετά από σχεδόν μισή ώρα μας αποχαιρέτισαν με μια ολόσωστη διασκευή στο “Wherever I may roam” που ταίριαξε γάντι στο υπόλοιπο σετ.

Η συνέχεια ήρθε από τη γείτονα Ιταλία με τους melodic death metallers LUNARSEA, μια μπάντα που υπάρχει από το 2003 με σημαντική δισκογραφική παρουσία και ένα δυνατό βιογραφικό που τους έχει δει να μοιράζονται τη σκηνή με τεράστια ονόματα του ακραίου ήχου. Με τον κόσμο να εισέρχεται σε μεγαλύτερο αριθμό πλέον και την όποια ζέστη να έχει υποχωρήσει, οι Ιταλοί, με τέσσερα άλμπουμ στις αποσκευές τους, έπαιξαν για 45 λεπτά πάνω στη σκηνή του Chania Rock Festival μπροστά σε ένα κοινό που φάνηκε να ανταποκρίνεται καλά στο σύγχρονο melo death των LUNARSEA. Η μπάντα είπε και έδειξε πως χαιρόταν πολύ που βρισκόταν στη σκηνή αυτή που μοιράζεται μαζί με τεράστιες μπάντες. Με έναν δυνατό και ευκρινή ήχο εκτέλεσαν με επαγγελματισμό και περίσσια όρεξη κομμάτια από τη δισκογραφία τους και ιδιαίτερα από το “Earthling/terrestre” του 2019.

Ο frontman τους κερδίζει τη προσοχή του κοινού για τη δυναμική του παρουσία όντας αεικίνητος και εκφραστικός, εναλλάσσοντας από ακραία σε πολύ όμορφα καθαρά φωνητικά. Το παράπονο μου με τους LUNARSEA έχει να κάνει όχι τόσο με τη σκηνική τους παρουσία ή την ερμηνεία τους, που ήταν όλα καλά, αλλά με τη ποιότητα των συνθέσεών τους. Από ένα σημείο και πέρα, είχα την αίσθηση πως επαναλαμβάνονταν και πως κάτι λείπει από το κατά τα άλλα τετριμμένο melo death τους, όπως κοφτά ριφ και κάποιες εναλλαγές. Ήταν λίγο σαν να υπήρχε μια μανιέρα που δεν βοήθησε να μείνει αμείωτο το ενδιαφέρον μου. Ασχέτως αυτού, οι LUNARSEA έπαιξαν με όρεξη, κάτι που μετέδωσαν στο κοινό που πλέον είχε μαζευτεί και ζεσταθεί, περιμένοντας εναγωνίως τους EXODUS για την πρώτη τους εμφάνιση σε ελληνικό έδαφος μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας…

Φίλιππος Φίλης

Το Chania Rock Festival αποτελεί εδώ και χρόνια θεσμό, τόσο των εγχώριων συναυλιακών δρώμενων, όσο και των ευρωπαϊκών. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει υπάρξει στο πέρας των ετών και συνεχίζει να είναι, πόλος έλξης για τόσα μεγάλα ονόματα της metal σκηνής. Και όλοι αυτοί διαχρονικά, μόνο καλά λόγια έχουν να πουν για τη διοργάνωση, το χώρο, το μέρος ή το κοινό.

Επειδή δεν θέλω να πλατειάσω, προχωράω στο προκείμενο, το οποίο ακούει στο όνομα EXODUS. Οι θρύλοι του Bay Area επιστρέφουν μετά από 12 χρόνια στη χώρα μας, με τα Χανιά να είναι μάλιστα και ο πρώτος σταθμός της Ευρωπαϊκής περιοδείας της μπάντας για τη φετινή χρονιά. Γνωρίζοντας πως οι εμφανίσεις τους είναι γεμάτες ενέργεια και πάθος, ανυπομονούσα για την εμφάνιση των Αμερικανών και ομολογώ πως είχα υψηλές προσδοκίες.

Αφού στήθηκαν όλα, η μπάντα βγήκε με τρομερή ορμή στη σκηνή, ξεκινώντας το  set της με το υπερ-κλασσικό “Bonded By Blood”. Κακός χαμός από κάτω από τα πρώτα δευτερόλεπτα και προσωπικά ένιωθα πως αυτό που θα βλέπαμε θα ανταποκρινόταν σε ότι προσδοκίες είχα, στο ακέραιο. Ο κόσμος αγκάλιασε τη μπάντα εξ αρχής και η δημιουργία των πρώτων moshpit έγινε εν ριπή οφθαλμού, τα οποία δε σταμάτησαν πριν το τέλος της εμφάνισης των Καλιφορνέζων.

“Blood In, Blood Out” για τη συνέχεια και “R.E.M.F.” από τις πιο πρόσφατες δισκογραφικές δουλειές της μπάντας και το κοινό όχι μόνο φαίνεται να είναι οικείο με τα κομμάτια, αλλά υπάρχει διάχυτη και μια αίσθηση «πανηγυριού» στην ατμόσφαιρα. Επιστροφή στα παλιά, στο τεράστιο “Bonded by blood” και τα “And Then There Were None” και “Piranha”, αλλά και στο επίσης παλιό “Brain Dead” από το 2ο άλμπουμ του group. Η ενέργεια ξεχειλίζει από τη σκηνή, με τον κόσμο να το εισπράττει μέχρι κεραίας και να το επιστρέφει στη μπάντα, σε ένα βρόγχο που η αδρεναλίνη υπήρχε σε κορεσμό.

Παρακολουθούσαμε ένα Steve “Zetro” Souza σε απίστευτη φόρμα και με περισσή όρεξη να τραγουδάει χωρίς αύριο, να παίζει με το κοινό, αεικίνητος πάνω στη σκηνή και να έχει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά με αυτά που έβλεπε από κάτω. Το tempo (of the damned…) το έδινε ο τεράστιος πραγματικά Tom Hunting, ο οποίος μόνο με πυρηνικό αντιδραστήρα σε μειωμένα επίπεδα ψύξης μπορεί να παρομοιαστεί, έτοιμος να εκραγεί. Η απόδοσή του και η ενέργεια με την οποία ταλαιπωρούσε το drumkit του ήταν απίστευτη, ενώ η εκτελεστική του δεινότητα, τουλάχιστον αξιοθαύμαστη. Πραγματικά χαίρομαι που αυτός ο άνθρωπος ξεπέρασε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα υγείας και βρίσκεται ανάμεσά μας κάνοντας με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ξέρει καλύτερα. Ο Jack Gibson ήταν λίγο πιο μαζεμένος από τους υπόλοιπους, αλλά σαν βράχος με το μπάσο του έδινε τον τόνο πίσω από τις κιθάρες, σε μια μοναδική εμφάνιση. Όλα τα λεφτά οι “hillbilly” μπότες του που πραγματικά έκλεβαν την παράσταση. Ο γίγαντας Lee Altus, αλλά και ο τιτάνας Gary Holt αλώνιζαν παθιασμένοι την σκηνή, μοιράζοντας αριστερά και δεξιά τα ξυραφιαστά riffs τους. Ειδικά για τον Holt τι να πεις. Ο άνθρωπος γεμίζει τη σκηνή και βλέποντάς τον να παίζει ζωντανά εύκολα καταλαβαίνεις πως δε θα μπορούσε άλλος πέραν αυτού να αντικαταστήσει επί σκηνής το μακαρίτη τον Jeff Hanneman.

Επιστροφή στα πιο πρόσφατα πονήματα της μπάντας με τα “Deathamphetamine”, “Prescribing Horror” και “The Beatings Will Continue (Until Morale Improves)” να παίρνουν τη σκυτάλη. Ειδικά το πρώτο μας έστειλε αδιάβαστους με τις πανέμορφες εναλλαγές groove και ταχύτητας που ακούς στα οχτώ λεπτά που διαρκεί. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πόσο ισορροπημένα έχει επιλέξει η μπάντα τη setlist της, δίνοντας εξίσου βάρος στο πρόσφατο υλικό τους σε σχέση με το παλιό, το οποίο και τους ανήγαγε σε μια από τις μεγάλες δυνάμεις του thrash. Αν μη τι άλλο πιστεύουν το πιο πρόσφατο υλικό τους και όχι άδικα, αποφεύγοντας να μηρυκάζουν το επιτυχημένο παρελθόν τους. Τεράστιο respect για αυτή τους τη στάση.

Τα “A Lesson in Violence”, “Shovel Headed Kill Machine” και “Blacklist” ρίχνουν λαδάκι στη φωτιά, με την κλοτσοπατινάδα να συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό μπροστά από τη σκηνή. Ο Souza ξεσηκώνει το κοινό και μας ευχαριστεί για μυριοστή φορά. Κάνει πλακίτσα στον Holt λέγοντας του πως ο ίδιος δεν είχε ξαναέρθει στην Κρήτη και τα Χανιά, ρωτώντας τον κιθαρίστα του εάν αυτός την είχε επισκεφτεί περιοδεύοντας με τους SLAYER. Ο Gary Holt του απάντησε αρνητικά και η μπάντα άρχισε να παίζει τα πρώτα κάμποσα δευτερόλεπτα του “Raining Blood” των αρχιερέων του thrash, με τον κόσμο να το υποδέχεται ενθουσιωδώς. Η «τρολιά» των EXODUS διήρκησε ελάχιστα μέχρι να αρχίζουν να παίζουν κανονικά το “The Toxic Waltz”, σε μια εξαιρετική εκτέλεση γεμάτη πάθος και ενέργεια. Το καλύτερο όμως το κρατούσαν για το τέλος και δεν ήταν άλλο από το “Strike of the Beast”, κατά τη διάρκεια του οποίου ακολούθησαν στιγμές… αποκάλυψης. Η μπάντα σε πλήρη υπερδιέγερση και το κοινό εκστασιασμένο, συμμετείχαν από κοινού σε μια σκηνικό που όποιος το παρακολουθούσε, μπορούσε να νιώσει την πεμπτουσία του heavy metal. Απίστευτες στιγμές, με αναμφισβήτητο highlight το wall of death στα μισά του κομματιού. Τελειώνοντας το κομμάτι, ο Lee Altus ανέβασε στη σκηνή μια σχεδόν σαστισμένη νεαρή οπαδό της μπάντας που βρισκόταν στην πρώτη σειρά, της οποίας της κρέμασε την κιθάρα του και την παρότρυνε να κάνει θόρυβο τη στιγμή που ο Hunting πίσω λυσσομανούσε πάνω στα δέρματά του, κλείνοντας την εμφάνισή τους.

Αφού η μπάντα μας ισοπέδωσε, μας ευχαρίστησε και αποχώρησε σχεδόν μέσα σε αποθέωση. Περίμενα πως θα βλέπαμε μια μεγάλη εμφάνιση από μια μπάντα που αποδίδει πάντα εξαιρετικά πάνω στο σανίδι, αλλά αυτό που ζήσαμε αυτό το βράδυ στους EXODUS ήταν πέρα από αυτό που περίμενα. Ήταν από εκείνες τις εμφανίσεις που τις θυμάσαι, τις διηγείσαι μετά από καιρός σε φίλους και σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο.

Οι ετοιμασίες για τους headliners της βραδιάς δεν άργησαν καθόλου να ξεκινήσουν. Είναι σχεδόν παράδοση κατά τη διάρκεια αυτών των ετοιμασιών να απονέμεται το βραβείο του μουσικού διαγωνισμού «Γιώργος Μανουσέλης» στους νικητές, οι οποίοι ανοίγουν και το φεστιβάλ με την εμφάνισή τους. Εκ της διοργάνωσης ο Γιάννης Αναστασάκης κάλεσε τους STYGIAN PATH να ανέβουν επί σκηνής, οι οποίοι αφού το έπραξαν, τους απονεμήθηκε το βραβείο και ευχαρίστησαν όλον τον κόσμο που παραβρέθηκε και ειδικότερα τους φίλους τους που ακολούθησαν από την πρωτεύουσα τη μπάντα στα Χανιά για αυτή τους την εμφάνιση.

Το ρολόι κόντευε 22:00 και τα φώτα έσβησαν. Είχε φτάσει φυσικά η ώρα των BLIND GUARDIAN. Πολυαγαπημένη μπάντα για το ελληνικό κοινό και φυσικά και για τον γράφοντα, μιας και από την εφηβική του ηλικία ήταν υπαίτια για ατελείωτα ταξίδια σε κόσμους μαγικούς, πέρα απ’ ότι μπορούμε να φανταστούμε. Φυσικά και το ελληνικό κοινό από την πλευρά του αποτελεί ιδιαίτερη συμπάθεια των Γερμανών, πράγμα που δηλώνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Δεύτερη φορά που οι GUARDIAN τιμούν με την παρουσία τους την πρωτεύουσα των Χανίων, μιας και το 2017 είχαν αποτελέσει ξανά τους headliners του Chania Rock Festival, σε μια ξεχωριστή βραδιά, όταν και όλοι όσοι είχαμε παρευρεθεί στον προμαχώνα του San Salvatore, είχαμε απολαύσει στην ολότητά του το “Imaginations from the other side”.

Το ομώνυμο μάλιστα τραγούδι από το παραπάνω άλμπουμ ήταν και αυτό με το οποίο δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα της εμφάνισης της μπάντας επί σκηνής, με το κοινό ενθουσιώδες από κάτω να τους υποδέχεται με επευφημίες και να τραγουδά το εν λόγω άσμα. Η μπάντα είναι ορεξάτη και ο ήχος είναι καλός από την αρχή. Ο Hansi Kürsch ξέρει καλά το παιχνίδι με το κοινό και από τις πρώτες στιγμές δείχνει να το απολαμβάνει. Εμπόδιο σε αυτό, δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να σταθεί ο «μπανταρισμένος» με γάζες δείκτης του δεξιού του χεριού. Ανά διαστήματα είχε κάποια σκαμπανεβάσματα στη φωνή του, αλλά επ’ ουδενί δεν στάθηκαν ούτε αυτά ικανά έτσι ώστε να προβληματίσουν κανέναν από τους παρευρισκόμενους. Οι κ.κ. André Olbrich και Marcus Siepen αποδίδουν εξαιρετικά τα μέρη τους και τραγουδάνε συνεχώς τα δεύτερα φωνητικά που τους αναλογούν, με τον πρώτο γενικά να είναι πιο συγκεντρωμένος στα leads του, ενώ τον δεύτερο να αλωνίζει τη σκηνή και παθιασμένος να ζει την κάθε στιγμή. Ο Frederik Ehmke, στιβαρός και σταθερός ήταν αυτός που έδινε το βήμα με τον Johan van Stratum στο μπάσο, ενώ ο Kenneth Berger έντυνε πανέμορφα τα κομμάτια με τα πλήκτρα του.

Το πρόσφατο και δυναμικό “Blood of the Elves” έτυχε θερμής υποδοχής, πράγμα που σημαίνει πως ο κόσμος είναι εξοικειωμένος με το πιο πρόσφατο υλικό των Βάρδων. Τα πολυαγαπημένα “Nightfall” και “The Script for My Requiem” για τη συνέχεια και το κοινό τραγουδάει σχεδόν όλους τους στίχους, ειδικά στο δεύτερο που αποτελεί κι ένα από τα fan favorite. To ήδη προ-περσινό “The God Machine” συνεχίζει να τιμάται από τη μπάντα με το “Violent Shadows”. Στη συνέχεια η μπάντα πιάνει τα σκαμπό και τις ακουστικές κιθάρες, αλλά ο Hansi αμέσως μας επισημαίνει πως δεν έχει φτάσει ακόμα εκείνη η στιγμή που περιμένουμε… και μας ανακοινώνει πως θα κάνουμε μια βόλτα στη Σκανδιναβία μέσω του “Skalds and Shadows”. Το “Time Stands Still (At the Iron Hill)” τραγουδιέται επίσης από το κοινό, ενώ μια μικρή κοιλίτσα που φάνηκε να δημιουργείται στο “This Will Never End” «διορθώθηκε» γρήγορα από το εξαιρετικό “Secrets of the American Gods”. Ο κόσμος είναι μεν ενθουσιώδης, αλλά έχω την αίσθηση δε πως έχει πέσει λίγο, με τους EXODUS να φέρουν βαριά την ευθύνη, μιας και ξετίναξαν αρκετό κόσμο με την εμφάνισή τους.

Η ώρα που όλοι περιμέναμε – τάδε έφη Hansi Kürsch – είχε ήδη φτάσει και οι Olbrich και Siepen ξαναπιάνουν τα σκαμπό και τις ηλεκτροακουστικές τους κιθάρες. “The Bard’s Song – In the Forest” λοιπόν για τη συνέχεια και τραγουδούν τους στίχους ακόμα και οι καρέκλες, σε ένα σκηνικό που μαγεύει (όσες φορές και να το έχεις ζήσει). Βουτιά στη συνέχεια, στο μακρινό 1990 και σειρά έχει ένα από τα προσωπικά μου αγαπημένα, το μοναδικό “Lost in the Twilight Hall”. Αναρωτιέμαι εάν είμαι ο μόνος που δεν μπορώ να μιλήσω, αλλά θαρρώ πως δεν είμαι, μιας και διαπίστωσα πως είχα άξιους συνοδοιπόρους γύρω-γύρω. Την τιμητική του για τη συνέχεια έχει το “At the Edge of Time” άλμπουμ και το επικό και λυρικό “Sacred Worlds”, ενώ το “Lord of the rings” αμέσως μετά, μας μετέφερε στον μαγικό κόσμο του J.R.R. Tolkien. Η ώρα του τέλους πλησίαζε και δε θα μπορούσε να κλείσει ομορφότερα μία ακόμα εμφάνιση των BLIND GUARDIAN, με τα πολυαγαπημένα όλων μας, “Valhalla” και “Mirror Mirror”. Ο κόσμος απτόητος τραγουδούσε ασταμάτητα τόσο στο πρώτο, όπου παραδοσιακά η μπάντα κάνει τα δικά της με το κοινό που τραγουδά καμιά πενηνταριά φορές το ρεφραίν στο τέλος το κομματιού και γουστάρει, αλλά και στο δεύτερο το οποίο εδώ και χρόνια έχει καθιερωθεί να κλείνει τις εμφανίσεις των Γερμανών.

Είναι απίστευτη αυτή η αμφίδρομη και άνευ όρων αγάπη που έχει το ελληνικό κοινό με τη μπάντα και η μπάντα με το ελληνικό κοινό. Πάντα εξαιρετικοί στις εμφανίσεις τους οι BLIND GUARDIAN, πολύ δύσκολα θα απογοητεύσουν κάποιον και δη τους ορκισμένους οπαδούς τους που πάντοτε, σε κάθε τους εμφάνιση, θα παραληρούν. Προσωπικά, ήταν η τέταρτη φορά που τους απολάμβανα ζωντανά και σε καμία στιγμή δεν ένιωθα τίποτα λιγότερο από ευχαρίστηση. Ήξερα βέβαια τι να περιμένω και δεν απογοητεύθηκα. Ήξερα πως θα τους δω ζωντανά και θα περάσω καλά, θυμούμενος καταρχάς τα εφηβικά μου χρόνια και πόσο καταλυτικός ήταν ο ρόλος των Γερμανών στο να διεισδύσω ακόμα πιο βαθιά στο μεταλλικό σύμπαν. Παρόλα ταύτα, η μπάντα που κέρδισε τις εντυπώσεις ήταν οι EXODUS, με μια μνημειώδη εμφάνιση που θα συζητείται καιρό από όσους είχαν την τύχη και να είναι παρόντες.

Ραντεβού λοιπόν το 2025, για άλλα και πιο τρανά…

Θανάσης Μπόγρης
Φωτογραφίες όλων των σχημάτων: Θανάσης Μπόγρης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here