An unreleased interview from the vaults!!!
H face to face συνέντευξη αυτή, με τον θρυλικό παραγωγό Chris Tsangarides, ο οποίος πέθανε στις 7/1 σε ηλικία 61 ετών, είχε γίνει στα πλαίσια σεμιναρίου στη σχολή SAE, στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2009. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, δεν μπήκε ποτέ στις σελίδες του έντυπου Rock Hard. Ανασύρθηκε πλέον, απομαγνητοφωνήθηκε και πλέον μπορείτε να διαπιστώσετε κι εσείς, πόσο ωραίος άνθρωπος ήταν ο ελληνικής καταγωγής παραγωγός, ο οποίος έχει δουλέψει μ’ έναν απίστευτα μεγάλο κατάλογο καλλιτεχνών, που εκτείνονται από τους BLACK SABBATH, THIN LIZZY, JUDAS PRIEST, Yngwie Malmsteen, HELLOWEEN μέχρι τους DEPECHE MODE, SISTERS OF MERCY και πάρα πολλούς άλλους στα 40 και πλέον χρόνια που υπηρέτησε τη μουσική και βοήθησε με τον τρόπο του να ακούσουμε πολύ καλή μουσική…
Είναι η πρώτη σου φορά στην Ελλάδα;
Όχι, έχω έρθει και παλιότερα όταν ήμουν μικρότερος, πηγαίνοντας στην Κύπρο. Τελευταία φορά ήρθα το 1988, όταν ήμουν με τους BLACK SABBATH, όπου είχαμε παίξει στο Παναθηναϊκό Στάδιο (σ.σ. εννοούσε το γήπεδο της Λεωφόρου, που έπαιζε ο Παναθηναϊκός), με τον Chuck Berry και τον Dizzy Gillespie.
Ήσουν στην κονσόλα τότε;
Ναι, γιατί είχαμε κάνει τον δίσκο τότε (σ.σ. το “Eternal idol” εννοεί) και μου είπαν: “Chris, ξέρεις ελληνικά, έτσι; Θέλεις να έρθεις μαζί μας, να κάνεις και διακοπές;” Κι έτσι ήρθα μαζί τους, δεν έχασα την ευκαιρία (γέλια).
Τι θυμάσαι από εκείνη τη βραδιά;
(γέλια) Παναγιά μου… Χάλιααααα, χάλιαααα… Η κονσόλα ήταν στο τέρμα του γηπέδου, όπου αρχίζει το χορτάρι και είχαν έναν φράχτη που μόλις τον ακούμπησα, με χτύπησε το ρεύμα!!! Τους το είπα ότι είναι επικίνδυνο και μου απάντησαν ότι επίτηδες το είχαν κάνει έτσι!!! Ήταν η ασφάλεια για τη σκηνή, ώστε να μην ανέβει κάποιος άσχετος, διότι αν ακουμπούσε τον ηλεκτροφόρο φράχτη, θα τον χτυπούσε το ρεύμα… Για όνομα του Θεού δηλαδή!!! Που ακούστηκε κάτι τέτοιο!!! Εκείνη τη χρονιά, είχε έναν τρομερό καύσωνα, με 45 βαθμούς, που είχε πεθάνει πολύς κόσμος στην Αθήνα. Η σκηνή δεν είχε οροφή και τα δέρματα στα ντραμς είχαν αρχίσει να λιώνουν!!! Για να προφυλαχτούν οι καλλιτέχνες, ξέρεις τι είχαν φέρει; Ομπρέλες θαλάσσης!!! Φαντάσου… Να μην πω για τα φώτα. Ήταν δύο στύλοι με τέσσερα φώτα ο καθένας και αυτό ήταν. Όταν ξεκίνησε, δε, η συναυλία, ο κόσμος από τις κερκίδες ήθελε να μπει προς τα μέσα και τους χτυπούσε το ρεύμα, τον έναν μετά τον άλλον… Τι να σου λέω… Τρόμος… Δεν υπήρχε ασφάλεια και σκαρφάλωνε ο κόσμος στο PA και σκεφτόμουν συνεχώς «τώρα θα πεθάνει κάποιος»… Ο Tony Iommi έβλεπε τι γινόταν και ήθελε να τελειώσει το show όσο το δυνατόν νωρίτερα, για να μην σκοτωθεί κανένας. Ούτε το “Paranoid” δεν έπαιξαν. Είχαν μαρμαρώσει από τον φόβο τους! Ο κόσμος είχε εκπληκτικές αντιδράσεις, από οργάνωση όμως, ας μην το συζητάμε καλύτερα…
Εκείνα τα χρόνια οι heavy metal συναυλίες γίνονταν κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο στην Ελλάδα.
Και να μην το ήξερες, μπορούσες να το καταλάβεις από τις έξαλλες αντιδράσεις του κόσμου. Ήταν κάτι απίστευτο. Και ξέρεις κάτι; Ο άνθρωπος της εταιρίας που ήταν δίπλα μου στην κονσόλα, μου έλεγε να έχω το συγκρότημα χαμηλά, γιατί αν τους δυνάμωνα, θα τρελαινόταν ο κόσμος. Μα είναι heavy metal show ρε φίλε… Η νοοτροπία ήταν «άντε πάμε παιδιά, να τελειώνουμε»…
Πέρσι δούλεψες και με μία ελληνική μπάντα, τους BIOMECHANICAL στο άλμπουμ τους “Cannibalised” (είπαμε, η συνέντευξη έγινε το 2009).
Ναι, φοβερό συγκρότημα. Ο Γιάννης, ο John K, ο τραγουδιστής τους, λατρεύει τις δουλειές μου και ήθελε να δουλεύαμε από τον πρώτο δίσκο τους μαζί, αλλά δεν ήταν δυνατό από οικονομικής άποψης με την εταιρία του. Ο δίσκος αυτός, ήταν το τελευταίο μέρος μια τριλογίας και ο Γιάννης ήρθε στο στούντιο έχοντας γράψει τα πάντα. Όταν λέω τα πάντα όμως, εννοώ τα πάντα: Τα κιθαριστικά ριφ, τι έπρεπε να παίζει το μπάσο και τα ντραμς, τις ενορχηστρώσεις, τα φωνητικά. Απίστευτο. Και δεν μπορεί να παίξει κιθάρα!!! Πως στο διάολο το κάνει αυτό; Το τραγουδάει και μετά το παίζει στο πιάνο! Ο Γιάννης, τόσα χρόνια που ζούσε το Λονδίνο, δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι είμαι Έλληνας και ότι μιλάω ελληνικά, το διαπίστωσε όταν τελειώσαμε τη δουλειά και καθόμασταν, πίναμε καφεδάκι, τρώγαμε φασολάδα και τα λέγαμε. Τι ωραίος τύπος… Και ο δίσκος του, είναι εξαιρετικός κι έχει πάρει πολύ καλές κριτικές από παντού.
Κάνεις παραγωγές από το 1976 και η πρώτη σου δουλειά ήταν στο “Sad wings of destiny” με τους JUDAS PRIEST. Με τους JUDAS PRIEST όμως και το “Painkiller”, ήταν και αυτό που εκτόξευσε την ήδη πολύ μεγάλη φήμη σου… Τι θυμάσαι απ’ αυτές τις συνεργασίες;
Το 1976, δούλευα στο στούντιο που είχαν επιλέξει για να ηχογραφήσουν το “Sad wings of destiny”. Ήμουν εκεί, βοηθός μηχανικού ήχου. Η πρώτη μου επαφή μαζί τους, ήταν όταν μπήκα στο στούντιο κι ο KK Downing ηχογραφούσε το σόλο στο “The ripper” με το wah wah. Γίναμε φίλοι αμέσως με το συγκρότημα και πάντα ήμουν μεγάλος οπαδός της μουσικής τους. Κάποια στιγμή, αρρώστησε ο ηχολήπτης και ανέλαβα εγώ, παρότι δούλευα μόλις για έξι μήνες. Έπεσα στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο κι έπρεπε να κολυμπήσω στα βαθιά. Το πρώτο πράγμα που ηχογράφησα ποτέ, το πρώτο πράγμα που τοποθέτησα ένα μικρόφωνο μπροστά από έναν ενισχυτή, ήταν το σόλο του “Victim of changes”.
Ποιες είναι οι διαφορές στην ηχογράφηση σ’ αυτά τα χρόνια που δουλεύεις;
Όταν ξεκίνησα, υπήρχε η αναλογική 16-κάναλη κονσόλα, που ήταν δημοφιλής, με αναλογική ταινία 2 ιντσών. Μετά πήγαμε στην 24-κάναλη κονσόλα και μετά χωρίς Dolby, που έβγαζε πιο δυνατό και καλό ήχο. Στη συνέχεια είχαμε ελάχιστα εφέ. Reverb, το delay που φτιάχνεις με το κασετόφωνο, πολύ λίγοι κομπρέσορες, λίγα noise gates και το instant time phaser. Ύστερα ήρθε το harmonizer που μας βοηθούσε να βάλουμε λίγα εφέ. Πρέπει να έχεις στο μυαλό σου, ότι τότε δεν υπήρχαν plug-ins, αλλά έπρεπε να χρησιμοποιήσεις τη φαντασία σου δημιουργικά για να φτιάξεις τον ήχο που ήθελες ή φανταζόσουν. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Στο breakdown μέρος του “Victim of changes”, εκεί που υπάρχει ο στίχος “once she was beautiful…” κτλ, ο ήχος στην κιθάρα, ξέρεις πως βγήκε; Βισμάτωσα την κιθάρα στο ηλεκτρικό πιάνο που υπήρχε στο στούντιο και βάλαμε μικρόφωνο για να βγάλουμε τον ήχο που θέλαμε και τελικά ακούς. Τόσο απλά. Όταν κάποιος σου έλεγε ότι θέλω η φωνή μου να ακούγεται σαν να τραγουδάω στο μπάνιο μου, απλά πηγαίναμε σ’ ένα μπάνιο και βάζαμε μικρόφωνα και ηχογραφούσαμε!!! Το θέμα ήταν ότι εξαρτιόσουν από την τεχνική που χρησιμοποιούσες με τα μικρόφωνα, επειδή δεν ήταν δυνατά και τα equalizer στην κονσόλα. Στο στούντιο εκείνο που δούλευα, είχε καταπληκτικά μηχανήματα για την εποχή και ήταν υπεύθυνο για τον ήχο δίσκων όπως το “Sabbath bloody Sabbath”, το “Sabotage”, το “Tales from the topographic oceans” των YES ή τους δίσκους του Rod Stewart με τους FACES. Όσο εξελισσόταν η τεχνολογία, βάζαμε δύο μηχανήματα μαζί και κάναμε 48-κάναλη κονσόλα. Η πρώτη μας δουλειά ήταν το “Thunder & lightning” των THIN LIZZY με αυτήν την κονσόλα.
Εκείνος ο δίσκος, έχει μακράν τον καλύτερο ήχο σε άλμπουμ των THIN LIZZY. Λες και είναι live… Πως φαινόταν στον Phil Lynott;
Είχε ξετρελαθεί με τον ήχο του δίσκου. Χωρίς τον Phil, δεν θα ήμουν εδώ.
Γιατί το λες αυτό;
Κάποια στιγμή, είχα δουλέψει με τον Gary Moore στο δίσκο “Back on the streets”. Ουσιαστικά ήταν ένας jazz fusion δίσκος. Και είχε εκείνο το κομμάτι… Το “Parisienne walkways” με τη μαγική μελωδία… Μου είπε ότι θα έλεγε στον Phil Lynott και τον Brian Downey των THIN LIZZY να παίξουν σε κάποιο κομμάτι και τελικά έπαιξαν σε τρία, εκτός από το “Parisienne walkways”, ήταν το “Fanatical fascists” και το “Don’t believe a word”. Είχε τρομερή πλάκα, να βλέπεις στο στούντιο τον Phil και τον Gary να προσπαθούν να παίξουν μαζί ακορντεόν. Φοβερά σκηνικά σου λέω. Κάποια στιγμή, σκέφτηκε ότι αν έβαζε στίχους, το τραγούδι θα γινόταν πολύ πιο εμπορικό και ιδού το “I remember Paris in ’49…” κτλ. Τρομερή επιτυχία το τραγούδι, τρομερή επιτυχία ο δίσκος, παραγωγός ο Chris Tsangarides! Στη συνέχεια ο Phil μου ζήτησε να κάνουμε μαζί το “Renegades” και ύστερα το “Thunder & lightning”. Μάλιστα, κάποια στιγμή, μετά το “Renegades”, με ρώτησε τη γνώμη μου για το πόσο ταίριαζε ο Snowy White στο γκρουπ και με όλη μου την ειλικρίνεια του απάντησα ότι ο Snowy είναι ένας εξαιρετικός κιθαρίστας, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το υπόλοιπο γκρουπ. Συμφώνησε μαζί μου και μου ζήτησε να του προτείνω κάποιον. Εκείνος ήταν ο John Sykes. Έτσι μπήκε στο συγκρότημα. Ο Sykes προέρχονταν από τους TYGERS OF PAN TANG και είχε πιο heavy παρελθόν. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο στούντιο του Pete Townsend (THE WHO), που ήταν σαν ένα μικρό θέατρο. Ο λόγος που τα τύμπανα ακούγονται έτσι, είναι επειδή είχε ένα stage και τα είχαμε ανεβάσει εκεί πάνω. Μιας και μιλάμε για ντραμς, θα πρέπει να σου πω ότι ο αγαπημένος μου είναι ο John Bonham. Τρομερός ήχος, χωρίς reverb κι echo. Μόνο φυσικές καταστάσεις. Ηχογραφώντας το δίσκο σε 48-track, σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να «φθείρουμε» την ταινία όπου είχαμε ηχογραφήσει τα ντραμς και το μπάσο στην τελική μίξη, έξι μήνες αργότερα. Η διαφορά με τους υπόλοιπους δίσκους ήταν τεράστια. Μάλιστα τότε, χρησιμοποίησα για πρώτη φορά την πρακτική cut and paste, κάτι που γίνεται κατά κόρον τώρα με τους υπολογιστές και γλιτώνεις πολύ χρόνο, τότε όμως έπρεπε να το κάνεις με αναλογικές ταινίες, κάτι που ήταν πάρα πολύ δύσκολο να συγχρονιστεί, ιδιαίτερα όταν είχες καμιά εικοσαριά φωνές που χρησιμοποιούσαν οι THIN LIZZY.
Εσένα τι σου αρέσει να χρησιμοποιείς περισσότερο;
Εννοείται τα αναλογικά μέσα. Στο στούντιό μου δεν χρησιμοποιώ Pro Tools ή μάλλον χρησιμοποιώ μόνο όπου είναι απαραίτητο, για να είμαι απολύτως ειλικρινής. Έχω ένα σύστημα ραντάρ, που είναι ένα υψηλής ποιότητας, πολυκάναλο μηχάνημα ηχογράφησης, που όμως δεν σου επιτρέπει να κάνεις cut and paste ή να αντιγράψεις, όπως κάνουν οι υπολογιστές. Έχει όμως το πλεονέκτημα ότι λειτουργεί σαν ένα κασετόφωνο και ο ήχος που παράγει είναι ασύλληπτος. Ότι πιο κοντινό στον ήχο της κασέτας. Και ο ήχος της κασέτας είναι αυτό που λείπει στις σημερινές ηχογραφήσεις. Είχε μία ζεστασιά τρομερή κι έναν «χοντρό» ήχο στα μπάσα. Μπορείς να κομπρεσάρεις τον ήχο και να βγάλεις τρομερό αποτέλεσμα, ενώ αν το κάνεις ψηφιακά ο ήχος θα είναι σκατά, επειδή δεν κομπρεσάρεις το σήμα, αλλά ένα τετράγωνο κύμα. Να φανταστείς, το δικό μου Autotune, είναι «ας το κάνουμε πάλι»!!!
Εσύ τι θα σύστηνες σε μία νέα μπάντα να χρησιμοποιήσει;
Δεν μπορείς να αγνοήσεις την τεχνολογία και τα Pro Tools. Αλλά όταν μιλάμε για ένα συγκρότημα, μπορείς να ηχογραφήσεις στο Pro Tools. Αυτό έχουμε και είναι καλό. Την ώρα που θα αρχίσεις όμως να σκέφτεσαι ότι μπορείς να κάνεις trigger αυτό κι εκείνο, χάνεις όλο το νόημα. Και το νόημα είναι να πιάσεις το παίξιμο αυτού του τύπου, το συναίσθημα και το groove αυτού του ντράμερ. Αυτό που σίγουρα έχουν καταφέρει αυτά τα μηχανήματα, είναι να κάνουν άχρηστους μουσικούς, να ακούγονται σχεδόν αξιοπρεπείς.
Να γυρίσω πίσω στους JUDAS PRIEST, ποια πιστεύεις ότι θα ήταν η καριέρα σου αν δεν είχες ξεκινήσει μαζί τους;
Μην πιστεύεις ότι ήταν κανένα μεγάλο σχήμα τότε οι PRIEST. Άντε να μάζευαν 500 άτομα στις συναυλίες τους στην καλύτερη. Ουσιαστικά ένα συγκρότημα της γειτονιάς ήταν. Ο δίσκος που εκτόξευσε τη φήμη μου, ήταν το “Back on the streets” του Gary Moore. Αυτό το άλμπουμ έκανε ανθρώπους να θέλουν να δουλέψουν μαζί μου. Έτσι λειτουργούν οι δισκογραφικές. Αν έχεις κάνει μία επιτυχία, συνεπάγεται ότι έχεις τον τρόπο να κάνεις κι άλλη.
Σου άρεσε ο πιο σκληρός ήχος στο ξεκίνημα της καριέρας σου;
Ναι, είχα δουλέψει με αρκετά NWOBHM σχήματα, όπως με τους TYGERS OF PAN TANG για τα “Wild cat” και “Spellbound”, με τους SLEDGEHAMMER, αλλά και τους GIRL που είχαν βγει την ίδια περίοδο με τους IRON MAIDEN. Στο συγκρότημα αυτό ήταν ο τραγουδιστής Phil Lewis που πήγε στους LA GUNS και ο Phil Collen που παίζει κιθάρα με τους DEF LEPPARD. Επίσης, είχα δουλέψει με τους SWEET SAVAGE, που είχαν στις τάξεις τους τον κιθαρίστα Vivian Campbell, τον οποίο συνέστησα στον Jimmy Bain, όταν έψαχναν κιθαρίστα για το πρώτο άλμπουμ των DIO. Με τους SWEET SAVAGE, είχαμε ηχογραφήσει, εκτός των άλλων, ένα τραγούδι που αργότερα διασκεύασαν και οι METALLICA, το “Killing time”.
Πες μας για τη συνεργασία σου με τους TNT.
Είχα δουλέψει στον Καναδά με τους ANVIL για το άλμπουμ “Forged in fire” και αμέσως μετά πήρα το αεροπλάνο και πήγα στο San Francisco για να γράψουμε με τους TNT. Εξαιρετικό συγκρότημα. Δεν έχω καμιά σπουδαία ιστορία, απλά γράψαμε έναν σπουδαίο δίσκο και περάσαμε πολύ ωραία.
Δεν μας είπες όμως για το “Painkiller”…
O Κ.Κ. Downing και ο Glenn Tipton, ήταν στην Αμερική κι έβλεπαν στο MTV τους SLAVE RAIDER κι έπαθαν πλάκα. Ρώτησαν ποιος τους είχε κάνει παραγωγή και τους είπαν ότι την είχα κάνει εγώ. Κάναμε ένα meeting στην Ισπανία όπου με ρωτούσαν πολλά πράγματα. Ήθελαν να έχουν τον ίδιο ήχο στο μπάσο, για παράδειγμα. Μου έπαιξαν ένα demo με drum machine και λίγες κιθάρες για το τραγούδι “Painkiller”, όπως και το “Leather rebel”. Μου άρεσαν πάρα πολύ, αλλά τους ρώτησα που θα βρουν ντράμερ που να μπορεί να παίζει αυτά τα θέματα. Και μου απάντησαν ότι είχαν βρει τον Scott Travis, ο οποίος ήταν ένα φαινόμενο…
Πως κατάφερες να βγάλεις αυτόν τον ήχο στο “Painkiller”;
Όταν υπάρχει ένας τόσο καλός ντράμερ και καλές συνθέσεις, είναι εύκολο να βγει ένα τόσο καλό αποτέλεσμα. Ίσως να προσέθετα και τις τεχνικές μου με τα μικρόφωνα. Αυτό που πρέπει να φέρνει ένας παραγωγός, είναι ο ενθουσιασμός και η ενθάρρυνση. Η δουλειά μας, δεν είναι τόσο πολύ να ασχολούμαστε με τα control και τις τεχνικές –φυσικά και παίζει μεγάλο ρόλο- αλλά το 90% είναι να κάνεις τους μουσικούς να αισθάνονται τόσο καλοί ώστε να παίξουν όσο καλύτερα γίνεται την ώρα που τους έχεις. Πρέπει να κάνεις τους μουσικούς να θέλουν να παίξουν και αυτό πετύχαμε με τους JUDAS PRIEST, οι οποίοι είχαν χρόνια να περάσουν τόσο καλά στο στούντιο. Είχαμε προσανατολιστεί να κάνουμε έναν heavy metal δίσκο. Μόνη «μπαλάντα» ήταν το “A touch of evil”, το οποίο έχω συνθέσει κι εγώ.
Σοβαρά;
Ναι, είμαι στους συνθέτες. Κάποια στιγμή, έπαιζα στο πιάνο ένα θέμα που άρεσε στους PRIEST. Με ρώτησαν τι είναι και τους απάντησα ότι είναι ένα θέμα που το χρησιμοποιώ σε μία μουσική βιβλιοθήκη που έχω για ταινίες και διάφορα τέτοια πράγματα. Γράψαμε λοιπόν το ρεφρέν, ο Rob έγραψε τους στίχους, φέραμε τον Don Airey να παίξει πλήκτρα και αυτό ήταν!
Ήταν ένας από τους δίσκους που καθιέρωσε αυτόν τον ήχο στα τύμπανα, θα έλεγα…
Ναι, αυτό ακριβώς. Εδώ και χρόνια, πολλά γκρουπ προσπαθούν να βγάλουν αυτόν τον ήχο στα ντραμς. Δεν ήταν αυτό στη βλέψη μας. Εμείς προσπαθούσαμε να κάνουμε έναν καλό δίσκο. Δεν ξέραμε καν αν θα αρέσει στον κόσμο. Είμαι υπερήφανος που καταφέραμε και βγάλαμε έναν τόσο καλό ήχο στο μπάσο κιόλας, επειδή είναι δύσκολο να κατορθώσεις κάτι τέτοιο σε τόσο υψηλές ταχύτητες.
Μετά το “Painkiller”, ηχογράφησες ένα πολύ περίεργο άλμπουμ, το “Pink bubbles go ape”, των HELLOWEEN. Πολλά έχουν ακουστεί. Θα μας πεις τη δική σου εκδοχή;
Όταν δούλευα με τους PRIEST, ήρθε η πρόταση να δουλέψω με τους HELLOWEEN. Ακουγόταν μία πολύ καλή περίπτωση, είχαν βγάλει τα δύο “Keepers…” και φαινόταν να είναι το next big thing στο heavy metal. Όταν όμως έφτασε η στιγμή να δουλέψουμε, είχε ήδη φύγει ο Kai Hansen και είχα στα χέρια μου κάποια τραγούδια που δεν είχαν καμία σχέση με το heavy metal. Αργότερα έμαθα ότι αυτά τα τραγούδια είχαν απορριφθεί από τα προηγούμενα άλμπουμ τους και θεώρησαν σωστό να τα χρησιμοποιήσουν τώρα που έφυγε ο Kai Hansen. Δεν υπήρξε καμία συνεργασία των μελών στα τραγούδια. Υπήρχαν τραγούδια του Kiske, τραγούδια του Weikath, τραγούδια του Grapow και κανείς δεν μπορούσε να παρέμβει και να προτείνει ιδέες. Τίποτε απολύτως. Όταν παρέλαβα τα τραγούδια, μίλησα με το management και τους είπα ότι στα χέρια μας έχουμε σκατά. Μετά βίας πέντε τραγούδια, που είναι οι καλύτερες στιγμές που μπορούσαμε να βγάλουμε και με αυτά δεν πάμε πουθενά. Τους έπιασα στο στούντιο και τους είπα: «Παιδιά, είστε οι HELLOWEEN, “Hell”, heavy metal!!! Έχετε βγάλει τα “Keeper of the seven keys”. Θα απογοητεύσετε τα εκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν αγοράσει τους δίσκους σας». Και ξέρεις τι μου απάντησαν; «Δεν πειράζει, θα βρούμε έξι εκατομμύρια καινούργιους οπαδούς!!!». Φυσικά και δεν πάει έτσι και το άλμπουμ ξένισε πολύ τον κόσμο που τους ακολουθούσε. Είμαι μεγάλος οπαδός του πειραματισμού και του να δοκιμάζεις καινούργια πράγματα, αλλά πρέπει να το κάνεις μέσα στο πλαίσιο που κινείσαι μουσικά, μην ξεφεύγεις τόσο πολύ. Εγώ ήμουν τελικά ο κακός της υπόθεσης κι εγώ έφταιγα που δεν καταλάβαινα το χιούμορ τους… What the fuck… Το θέμα ήταν ότι δεν μπορούσα να τους παρατήσω, παρότι είχα σπαστεί πάρα πολύ, επειδή το management μου, η Zomba Music, είχε το publishing του δίσκου και δουλεύαμε πάρα πολύ με τη Sanctuary. Ένιωσα λοιπόν υποχρεωμένος να τελειώσω αυτή τη δουλειά για τους ανθρώπους στους οποίους ήμουν πιστός. Από κεκτημένη ταχύτητα από τις προηγούμενες δουλειές τους, έκαναν κάποια εξώφυλλα, πούλησαν αρκετούς δίσκους, σίγουρα όμως ούτε κατά διάνοια όσους πίστευαν ότι θα πουλούσαν. Ο δίσκος όμως είναι μία απερίγραπτη βλακεία. Και ο επόμενος (σ.σ. το “Chameleon”), είναι ακόμα χειρότερος. Ποιος θα το πίστευε; Πρέπει όμως να πω ότι πριν λίγα χρόνια ξανασυναντηθήκαμε και μου ζήτησαν συγνώμη. Είναι πολύ μεγάλο συγκρότημα. Εκείνη την περίοδο ήταν πολύ νεαροί για να μπορέσουν να συνειδητοποιήσουν την επιτυχία που είχαν και το management τους, δεν ήταν όσο ισχυρό έπρεπε για να τους βοηθήσει και να τους ελέγξει.
Πριν το τέλος, πες μας λίγο για τον Yngwie Malmsteen…
Ααα!!! Τον Yngwie!!! (γέλια) Ήξερα τον manager του, που ήταν και στους MOUNTAIN του Leslie West, με τον οποίο είχα δουλέψει και μου ζήτησε να συνεργαστώ με τον Malmsteen. Είχα ακούσει διάφορα, αλλά είπα ότι δεν πειράζει και συμφώνησα να τα πούμε. Βρεθήκαμε στις πρόβες και μου τίναξε τα μυαλά στον αέρα. Είναι ένα φαινόμενο. Ένα απίστευτο ταλέντο και δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Δεν ασχολούμαι καθόλου με τον χαρακτήρα του και τα προσωπικά του θέματα που σχετίζονται με το ποτό ή οτιδήποτε άλλο. Περάσαμε πάρα πολύ ωραία μαζί και γελούσαμε συνέχεια.
Λευτέρης Τσουρέας
(απομαγνητοφώνηση: Σάκης Φράγκος)