Chuck Schuldiner (13/5/1967 – 13/12/2001)

0
717

Chuck Schuldiner(Το παρόν κείμενο είναι αναδημοσίευση ενός εκ των κορυφαίων αφιερωμάτων που έχουν γραφτεί παγκοσμίως για τον Chuck Schuldiner και είχε δημοσιευτεί στην έντυπη έκδοση του ROCK HARD, τον Δεκέμβριο του 2006. Την έρευνα είχαν διεξάγει ο Σάκης Φράγκος και ο Κώστας Αλατάς).

Όταν μου ζητήθηκε να γράψω το συγκεκριμένο, το πρώτο πράγμα που ζήτησα από τον αρχισυντάκτη μου ήταν να με φέρει σε επαφή με κάποιους μουσικούς που ήθελα να εκφέρουν γνώμη για τον Chuck Schuldiner. Ήξερα ότι ήταν αρκετά δύσκολο αλλά στην πορεία όλο και περισσότεροι μουσικοί και συνεργάτες του Chuck θέλησαν να πουν δυο λόγια. Από παλιούς συνεργάτες του όπως ο Kam Lee και ο Chris Reifert μέχρι τον Tim Aymar και τον παλιό του manager, Eric Greif. Οι δηλώσεις που είχαμε ήταν αρκετές και πιστεύουμε ότι θα μάθετε πράγματα για τον Chuck που ίσως δεν γνωρίζατε ή τουλάχιστον επιβεβαιώνονται κάποια πράγματα για τον χαρακτήρα του και το πόσο παρεξηγημένος ήταν. Όταν μου ζητήθηκε να γράψω το παρακάτω κείμενο δεν ήξερα τι θα μπορούσα παραπάνω να πω από αυτά που έγραψε και εκφράστηκε με λίγες λέξεις ο Steve DiGiorgio. Λίγες ώρες πριν το deadline δεν είχα γράψει ούτε μία λέξη… Ξαφνικά άρχισα να γράφω ότι μου κατέβαινε στο κεφάλι, ακούγοντας τα άλμπουμ των DEATH και των CONTROL DENIED. Διαβάζοντας ξανά το κείμενο ολοκληρωμένο διακρίνω έναν θυμό. Ίσως για πρώτη φορά να «καπηλεύτηκα» τις σελίδες του περιοδικού για να εκφράσω αυτά που με έτρωγαν μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια σχετικά με τον παρεξηγημένο χαρακτήρα του Chuck παρά για τον μουσικό πλούτο που κρύβουν τα άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε που έφυγε από κοντά μας ο Chuck και οι πληγές δε λένε να κλείσουν. To λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε ως Rock Hard είναι να αποτίνουμε φόρο τιμής σε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της metal μουσικής. R.I.P.

Δεν υπάρχουν αρκετοί μουσικοί που να έχει συνδεθεί το όνομά τους με ένα ολόκληρο μουσικό ιδίωμα και γενικότερα αν κάτσεις και ασχοληθείς με την ιστορία του Chuck Schuldiner και των DEATH, σου δίνεται η αίσθηση ότι έδρασε ως μάρτυρας της metal μουσικής. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που ήθελε να ακολουθήσει το δικό του όραμα, πάσχιζε γι’ αυτό, δεν σήκωνε ποτέ του αρνητική απάντηση και δεν ανεχόταν οτιδήποτε να σταθεί εμπόδιο στην εκπλήρωση του ονείρου του. Από τα τέλη του 1983, όταν ο Chuck μαζί με τον κιθαρίστα Rick Rozz και τον drummer/τραγουδιστή Kam Lee φόρμαραν τους MANTAS, παίζοντας αφελές ακραίο metal τύπου VENOM και SLAYER μέχρι και την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ των CONTROL DENIED, o Chuck αποτέλεσε άψογο δείγμα metal ηθικής και προσωπικά αποτελεί τον απόλυτο εκφραστή της μουσικής που αγαπάμε. Η μουσική ήταν η ζωή του και εκφραζόταν 100% από αυτήν. Όταν ο Chuck μεγάλωνε και ωρίμαζε, την ίδια εξέλιξη συναντούσαμε στην μουσική ακόμη και στο λογότυπο των DEATH. Και στιχουργικά ακόμα ο Chuck έδειξε από πολύ νωρίς ότι η horror/gore θεματολογία δεν τον εξέφραζε πλέον. Από το “Revengeful corpses out to kill/ smell the stench, your guts will spill” του “Zombie ritual” (“Scream bloody gore”) μέχρι το “Being born addicted to cocaine” στίχο του “Living monstrosity” (“Spiritual healing”) ο Chuck έδειχνε ότι δεν επρόκειτο να ακολουθήσει τα όποια cliché και στερεότυπα είχαν θέσει οπαδοί και μουσικοί του ακραίου χώρου και πάντα αποτελούσε καθοδηγητής του εαυτού του. Από πολύ μικρή ηλικία είχε αποδείξει ότι θα έκανε τα πάντα για να πετύχει αυτό που ήθελε.

Όταν έκλεισε τα 18, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μετακομίσει στο San Francisco, εκμεταλλευόμενος την αναγνώριση και τις ευκαιρίες που μπορούσαν να του δοθούν στην ευρύτερη περιοχή του Bay Area αλλά δυστυχώς κι εκεί, αν και συνεργάστηκε για λίγο με τον πρώην drummer των D.R.I., Eric Brecht, ο Chuck δε βρήκε αυτό που ζητούσε και γύρισε πίσω στη Florida. Η επιθυμία του να αποτελέσει μέλος μία ολοκληρωμένης μπάντας, ήταν ο λόγος που δέχτηκε την πρόταση των Καναδών SLAUGHTER και γι’ αυτό ταξίδεψε μέχρι το Toronto για να ηχογραφήσει μαζί του το ντεμπούτο άλμπουμ τους, “Strappado”. Αρκετά γρήγορα όμως, δύο εβδομάδες μετά για την ακρίβεια, ο Chuck συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να μπει στην διαδικασία να παίζει υλικό άλλου κι έτσι μετανιώνοντας για την απόφασή του να αφήσει τους DEATH, γυρνάει πίσω στη Florida κι από κει κατευθείαν ξανά πίσω στο San Francisco. Εκεί συνάντησε τον Chris Reifert και μαζί μπήκαν στο studio και ηχογράφησαν το demo “Mutilation” το οποίο άκουσε η Combat και τους πρόσφερε το πολυπόθητο συμβόλαιο. Οι δυο τους ηχογράφησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους “Scream bloody gore” και η death metal μουσική άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η μόνη μπάντα που θα μπορούσε να πεις ότι είχε καταφέρει κάτι ανάλογο στο παρελθόν ήταν οι POSSESSED με το άλμπουμ τους “Seven churches”. Και ο ίδιος ο Chuck πάντα δήλωνε στις συνεντεύξεις του ότι οι POSSESSED ήταν η βασική του επιρροή και τους θεωρούσε ως την πρώτη death metal μπάντα (σ.σ. είχαν και τραγούδι με τον τίτλο “Death metal”) αλλά κακά τα ψέματα, οι DEATH και το “Scream bloody gore” (σ.σ. 1987) ήταν το άλμπουμ που έθεσε τα standards για το πώς πρέπει να παίζεται αυτή η μουσική.

Παρόλα αυτά όμως αν και το όνομα των DEATH είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τα στεγανά του underground, ο Chuck δεν είχε ολοκληρωμένο line-up και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση πλέον, μιας και είχε αρχίσει να αποκτά ένα cult όνομα στον χώρο, αποφασίζει να γυρίσει πίσω στη Florida μη φοβούμενος ότι μπορεί να συναντήσει τις ίδιες δυσκολίες του παρελθόντος, μιας και η τοπική death metal σκηνή είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται. Στην Florida ο Chuck, συναντιέται ξανά με τον κιθαρίστα Rick Rozz, o οποίος φέρνει στην μπάντα και τους συνεργάτες του από τους MASSACRE, Bill Andrews και Terry Butler, τύμπανα-μπάσο αντίστοιχα. Με αυτή τη σύνθεση οι DEATH μπαίνουν στα Morrisound studiosγια να ηχογραφήσουν το “Leprosy” (σ.σ. 1988) και ξεκινάει μία συνεργασία με τον ηχολήπτη Scott Burns, η οποία όχι μόνο θα συνεχιστεί για αρκετά χρόνια σε ότι αφορά τους DEATH αλλά και θα στιγματίσει την παγκόσμια deathmetal κοινότητα μιας και τα Morrisound θεωρούνται ταυτόσημα του death metal ήχου, ειδικά για τις μπάντες της Florida. Η επιρροή του άλμπουμ ήταν αρκετά μεγάλη και φανταστείτε ότι μέχρι και οι Άγγλοι NAPALM DEATH, οι οποίο μέχρι τότε επιδίδονταν σε υπερηχητικό grind ύφος, το γύρισαν στο deathmetal και ταξίδεψαν μέχρι την Tampa, στη Florida για να ηχογραφήσουν το τρίτο άλμπουμ τους “Harmony corruption” και να αναπαράγουν τον συγκεκριμένο ήχο.

Στο στρατόπεδο των DEATH όμως αρχίζουν τα προβλήματα. Ο Chuck απολύει τον RickRozz γιατί πολύ απλά δεν προόδευε μουσικά και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις περίπλοκες συνθέσεις του Chuck, γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε από τον James Murphy (ex-AGENT STEEL/ HALLOWS EVE) ενώ είχαν προηγηθεί προβλήματα με την ευρωπαϊκή τους περιοδεία. Μετά από δέκα εμφανίσεις σε Βέλγιο και Ολλανδία, οι DEATH παρατάνε την περιοδεία στην μέση και γυρίζουν πίσω στις Η.Π.Α. Σύμφωνα με τον Chuck οι λόγοι ήταν ότι υπήρχαν προβλήματα με τον tour manager και δεν τηρήθηκαν όροι της συμφωνίας τους. Εδώ θα ξεκινήσει ο Τύπος και οι οπαδοί να παρεξηγούν τον χαρακτήρα του Chuck. Ένα ελάττωμα που έχουν γενικότερα οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι ότι ποτέ δε βάζουν τον εαυτό τους στην θέση του άλλου και να σκεφτούν έστω και λίγο τι αναγκάζει κάποιον να πράξει όπως έπραξε. Ο Chuck θεώρησε καλώς ή κακώς ότι η περιοδεία δεν κύλαγε όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί κι ότι υπό αυτές τις συνθήκες η μπάντα δεν μπορούσε να αποδώσει τα μέγιστα. Όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε μία συνέντευξή του, δεν ταξίδεψαν πέντε χιλιάδες μίλια για να τους συμπεριφέρονται κάποιοι σαν να είναι κορόιδα. Επίσης τότε είχε βγει μία φήμη ότι τους είχε προταθεί να εμφανιστούν ως support στους EXODUS ενώ ήταν θέμα αρχής για τον ίδιο να μην εμφανίζονται ως support σε άλλες μπάντες. Ο Chuck φυσικά και αρνήθηκε αυτές τις φήμες αλλά παραδέχτηκε ότι όντως τους είχε γίνει πρόταση να συνεχίσουν την περιοδεία ως support των EXODUS, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε γιατί όπως είχε δηλώσει δεν ήθελε να ανεβαίνει πάνω στη σκηνή για μόλις πέντε-έξι τραγούδια. Δεν το θεωρούσε σωστό προς όλους τους οπαδούς τους που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στο παρελθόν τους DEATH.

Photo: Holger Stratmann

Όταν κυκλοφόρησε το “Spiritual healing” το 1990, ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της deathmetal μουσικής, ο Chuck έπρεπε να αντιμετωπίσει μία από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις η οποία έπαιξε δραστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των πραγμάτων στο μέλλον. Ο James Murphy είχε μόλις αποχωρήσει από την μπάντα και στη συνέχεια προσχώρησε στους OBITUARY με τους οποίους ηχογράφησε το “Cause of death” ενώ οι DEATH μετά μία αμερικάνικη περιοδεία, τους γίνεται πρόταση να περιοδεύσουν στην Ευρώπη μαζί με τους KREATOR. O Chuck για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και είχε ενημερώσει τα υπόλοιπα μέλη ότι σωματικά και ψυχολογικά δεν ήταν σε θέση να περιοδεύσει. Οι ευθύνες που είχε σε ότι αφορούσε τη μπάντα, εκτός της ίδιας της μουσικής, τον είχαν κουράσει και τον είχαν φτάσει στα όριά του. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν οι Terry Butler και Bill Andrews, να πάρουν την πρωτοβουλία να περιοδεύσουν χωρίς τον Chuck, αντικαθιστώντας τον με τον roadie Walter Trachsler (ex-ROTTING CORPSE) στην κιθάρα και τον drummer των DEVASTATION, Louie Carrisalez στα φωνητικά κάτι που σήμερα ακούγεται αδιανόητο. Σ’ αυτό το σημείο αν και δεν πιστεύω να υπάρχει λόγος θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όταν λέμε DEATH, εννοούμε Chuck Schuldiner, έτσι; Δικαιολογώντας την επιθυμία των υπολοίπων μελών να βγουν και να περιοδεύσουν ώστε να μην απογοητευθούν οι οπαδοί για δεύτερη συνεχόμενη φορά, θα τους έβγαζα το καπέλο αν είχαν το θάρρος να αποχωρήσουν από την μπάντα, να εκφράσουν την άποψή τους ανοιχτά και να έληγαν εκεί το θέμα. Αυτοί όμως καπηλεύτηκαν το όνομα των DEATH, το δημιούργημα του Chuck και διέδιδαν φήμες ότι ο Chuck είχε τρελαθεί, είχε πρόβλημα με τα ναρκωτικά και ότι είχε βαρεθεί να παίζει death metal, δημιουργώντας έτσι μία αρνητική ατμόσφαιρα προς το πρόσωπο του με αποτέλεσμα η περιοδεία να είναι γνωστή σήμερα ως “Fuck Chuck” Europeantour.

Όταν ο Chuck ρωτήθηκε γιατί επέτρεψε να γίνει η περιοδεία, ο ίδιος απάντησε ότι την συγκεκριμένη στιγμή αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να τα βρει με τον εαυτό του και να αποστασιοποιηθεί για κάποιο διάστημα από την μουσική και να ζήσει για λίγο ως κανονικός άνθρωπος, μακριά από τις ευθύνες της μπάντας. Απλά γνώριζε ότι στο τέλος θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις όποιες κατηγορίες και είχε προετοιμαστεί κατάλληλα γι’ αυτό. Απλά αυτό που τον πλήγωσε περισσότερο ήταν οι φήμες που άφησαν οι φίλοι του, Bill Andrews και Terry Butler να διαδοθούν και αυτό δεν μπορούσε να τους το συγχωρέσει. Οι δυο τους στη συνέχεια αποφάσισαν να επαναδραστηριοποιήσουν τους MASSACRE, μαζί με τον RickRozz και τον Kam Lee στην θέση του τραγουδιστή πλέον και να κυκλοφορήσουν το κλασικό death metal άλμπουμ, “From beyond” (σ.σ. 1991). Ο Chuck από την άλλη, τα ξαναβρίσκει με τον manager του Eric Greif, τον όποιο είχε απολύσει λίγο πριν και ξεκινάει μία σειρά απίστευτων συνεργασιών κάνοντας την αρχή μαζί με δύο μέλη των CYNIC, τoν κιθαρίστα/τραγουδιστή Paul Masvidal και τον drummer Sean Reinert και τον μπασίστα των SADUS, Steve DiGiorgio και μαζί τους ξεκινά να δουλεύει πάνω σε ένα άλμπουμ που θεωρείται μέχρι και σήμερα ένα από τα διαμάντια του τεχνικού death metal.

Photo: Holger Stratmann

Μιλάμε φυσικά για το “Human”, ένα άλμπουμ που ο Chuck χρειάστηκε να συνεργαστεί με άρτιους μουσικούς, βουλώνοντας καταρχάς τα στόματα όλων αυτών που τον αμφισβήτησαν. “Thanks to the people that support my music and not the rumors. This is much more than a record to me. It’s a statement, it’s a revenge”. Αυτά τα λόγια αναγράφονται στα credits του άλμπουμ και εκφράζει με περίτρανο τρόπο ψυχολογία του Chuck τη συγκεκριμένη περίοδο. Βέβαια τότε ξεκίνησε το άλλο τροπάριο το οποίο αμφισβητούσε το αν οι DEATH ήταν ακόμη 100% death metal μπάντα, σχόλιο που στην τελική δεν φάνηκε να απασχολεί και ιδιαίτερα τον Chuck. Από την άλλη δεν ήταν λίγες οι φορές που δημοσιογράφοι, μουσικοί και οπαδοί περίμεναν πότε θα εξέφραζε άποψη για το οτιδήποτε δημιουργώντας συνεχώς νέες βεντέτες αλλά ο Chuck επειδή είχε επίγνωση όλων αυτών, ήταν προσεκτικός στις δηλώσεις του και άφηνε πάντα την μουσική να μιλάει για τον ίδιο. Επειδή όμως το “Human” διαδέχτηκε την περίφημη περιοδεία που αναφέραμε προηγουμένως, ο Chuck έπρεπε να δώσει την δική του εξήγηση για ότι είχε συμβεί ενώ βέβαια δεν δίσταζε να απαντήσει σε όποιες δηλώσεις πίστευε ότι τον έθιγαν και ειδικά αυτούς που αμφισβητούσαν το underground παρελθόν του, δηλώνοντας ότι έχει γεμίσει η σκηνή από άτομα που ισχυρίζονται ότι παίζουν death metal από τότε που τους έβαζε η μάνα τους να κοιμηθούν στην κούνια και ότι η ημερομηνία πίσω από κάθε κυκλοφορία των DEATH ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πάρει ο καθένας την απάντησή του. Επίσης σχολίασε το γεγονός ότι παρότι οι πρώην συνεργάτες του αρέσκονται στο να μιλάνε άσχημα για τον ίδιο, την ίδια στιγμή κάνουν promotion βάζοντας αυτοκόλλητο ex-DEATH members στο άλμπουμ τους και χρησιμοποιώντας τραγούδια από παλιά demo των DEATH (σ.σ. “Corpsegrinder).

 

Προσπερνώντας όλα αυτά, ο Chuck βγήκε επιτέλους στον δρόμο με τον με τον Skott Carino να έχει αντικαταστήσει τον Steve DiGiorgio και μετά από μία πετυχημένη περιοδεία η οποία πέρασε και από την Ευρώπη, ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις του πέμπτου κατά σειρά άλμπουμ με τον τίτλο “Individual thought patterns” (σ.σ. 1993). Οι Sean Reinert και Paul Masvidal δεν μπορούσαν να παραμείνουν στην μπάντα γιατί έπρεπε να γυρίσουν πίσω στους CYNIC και να ηχογραφήσουν το θεόπνευστο και μοναδικό άλμπουμ τους “Focus” και έτσι ο drummer Gene Hoglan (DARK ANGEL) προσλαμβάνεται στην μπάντα. Τα κριτήρια που είχε ο Chuck για να προσλάβει κάποιον ήταν πρώτα απ’ όλα η τεχνική κατάρτιση και φυσικά να τα πηγαίνει καλά μαζί του ως χαρακτήρας. Τον Gene Hoglan τον ήξερε αρκετά χρόνια πριν και οι DEATH είχαν εμφανιστεί μαζί με τους DARK ANGEL και FORBIDDEN στο “Ultimate Revenge” festival στη Philadelphia το 1988. Στο μπάσο συναντάμε ξανά τον Steve DiGiorgio ενώ τη μεγαλύτερη έκπληξη προκάλεσε η συμμετοχή του Andy LaRocque, ο οποίος έπαιξε κάποια leads. Ο Chuck ήταν μεγάλος οπαδός των MERCYFUL FATE και KING DIAMOND και θεώρησε ότι το προσωπικό στυλ του Andy LaRocque κολλάει αρκετά με το ύφος των DEATH. Ακούγοντας το άλμπουμ δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον Chuck και το “Individual thought patterns” συνεχίζει τη παράδοση των πολύ καλών άλμπουμ, διατηρώντας το ύφος της μπάντας από την μία και τις καινοτομίες που χαρακτηρίζουν κάθε κυκλοφορία των DEATH από την άλλη. Ο Chuck δεν διστάζει να δηλώσει οπαδός των WATCHTOWER, QUEENSRYCHE, CRIMSON GLORY και DREAM THEATER ενώ παροτρύνει τους οπαδούς να ακούνε μουσική με ανοιχτό μυαλό και να μην βάζουν όρια στις προτιμήσεις τους, δηλώσεις που στους περισσότερους deathsters φαίνονται αιρετικές αλλά για τους progsters εντελώς κολακευτικές. Λόγω υποχρεώσεων με τους KING DIAMOND, ο Andy LaRocque δεν ακολουθεί και ο Chuck ζητάει την βοήθεια του Craig Locicero (FORBIDDEN) για το ευρωπαϊκό σκέλος της περιοδείας και τον Ralph Santola των EYEWITNESS (σ.σ. πλέον DEICIDE) για το αμερικάνικο. Το 1994 ο Chuck συμμετέχει στο άλμπουμ των VOODOOCULT, “Jesus killing machine”, μιας και του το ζήτησε ο φίλος του από τους DESPAIR, Waldemar Sorychta (GRIP INC), ενώ στο ίδιο άλμπουμ συμμετείχε και ο Dave Lombardo των SLAYER και ο Mille Petrozza των KREATOR.

Photo: Holger Stratmann

Την επόμενη χρονιά η κυκλοφορία του “Symbolic” δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Με νέο line-up για άλλη μία φορά, τον Chuck πλαισιώνουν πλέον εκτός του drummer Gene Hoglan, ο μπασίστας Kelly Conlon (MONSTROSITY) και ο κιθαρίστας Bobby Koelble. Το “Symbolic” είναι ο ορισμός του ώριμου άλμπουμ, με μελωδίες που σου καρφώνονται στην καρδιά και με την παραγωγή του Jim Morris να σκοτώνει και ο Chuck να συνθέτει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της καριέρας του. Με αυτή τη κυκλοφορία αναγκάζει και τον πιο δύσπιστο metal οπαδό να προσκυνήσει το μεγαλείο του Chuck ανεξαρτήτως σε ποιο metal παρακλάδι μπορεί να ανήκει. Οι στίχοι του γίνονται πιο σκοτεινοί και προσωπικοί, συνδυάζονται άριστα με την μουσική και ο Gene Hoglan με το χαρακτηριστικό παίξιμό του δίνει το δικό του ρεσιτάλ πίσω από τύμπανα. Δυστυχώς αν και το “Symbolic” δέχτηκε θετικές κριτικές και κυκλοφόρησε από μία μεγάλη εταιρία όπως η Roadrunner, η απογοήτευση από την μουσική βιομηχανία και την έλλειψη υποστήριξης και προώθησης ήταν τόσο μεγάλη που ανάγκασε τον Chuck διαλύσει τους DEATH. Όταν απευθυνθήκαμε στον Monte Conner, A&R manager της Roadrunner, για να μας εξηγήσει τι ακριβώς είχε συμβεί και γενικότερα την άποψή του για τον Chuck, μας είπε ότι θα ήθελε να μην εκφράσει άποψη και να την κρατήσει για τον εαυτό του και ότι υπάρχει γενικότερα μία μυστικότητα μεταξύ της μπάντας και την εταιρίας και θα ήθελε να διατηρηθεί όπως έχει.

 

Την ίδια περίοδο ο Chuck δηλώνει την επιθυμία του να κάνει ένα project που θα κινείται σε πιο παραδοσιακές metal φόρμες και ανακοινώνει τους CONTROL DENIED χωρίς να έχει αποκτήσει κάποιο σταθερό line-up ενώ είχε ηχογραφήσει και κάποια demo. Μία από τις πρώτες επιλογές στην θέση του τραγουδιστή ήταν ο Warrel Dane των NEVERMORE, με τους οποίους είχε μόλις περιοδεύσει μαζί ενώ είχαν ακουστεί φήμες και για τον Harry ‘The Tyrant’ Conklin των JAG PANZER. Όταν οριστικοποίησε το line-up των CONTROL DENIED, με τους Shannon Hamm (σ.σ. κιθάρα), Scott Clendenin (σ.σ. μπάσο) και τον Richard Christy (σ.σ. drums), με τον Chuck να αναλαμβάνει προσωρινά τα φωνητικά, έρχεται σε επαφή με την Nuclear Blast στα τέλη του 1997 και αυτή τους ζητάει να κυκλοφορήσουν στην αρχή ένα άλμπουμ ως DEATH και να ακολουθήσει αργότερα το άλμπουμ των CONTROL DENIED. Με αυτή τη σύνθεση ο Chuck ηχογραφεί το τελευταίο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν ποτέ οι DEATH, με τον τίτλο “The sound of perseverance” (σ.σ. 1998). Ηχητικά απομακρύνεται αρκετά από το “Symbolic” και φλερτάρει ακόμη περισσότερο με το progressive metal. Τότε ήταν που οι DEATH επισκέφθηκαν για πρώτη φορά την χώρα μας, για δύο συναυλίες, στις 26-27 Σεπτεμβρίου. Μία συναυλία που ο κόσμος τίμησε στο έπακρο και γέμισε ασφυκτικά τους χώρους που εμφανίστηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με τους DEATH να δίνουν βάση κατά κύριο λόγο στην τελευταία τους δουλειά, παίζοντας επίσης αρκετά τραγούδια από το “Symbolic” αλλά εντύπωση προκάλεσε η παντελής απουσία τραγουδιών από το “Spiritual healing”. Το μόνο που μπορώ να φανταστώ είναι ότι δεν ήθελε να επαναφέρει κακές αναμνήσεις του παρελθόντος, τι να πω; Πάντως το live ήταν μαγικό, αν και ο ήχος ήταν αρκετά βρώμικος αλλά με τον Chuck να παραμένει καθηλωτικός και χάζευες και μόνο που τον έβλεπες να στέκει δίπλα σου πάνω στη σκηνή. Μπορεί σε μερικούς να είχε κακοφανεί που αποχώρησε από την σκηνή με ένα απλό ευχαριστώ αλλά όσοι έτυχε να τον συναντήσουν και ειδικά όσοι ήταν στην Θεσσαλονίκη όπου ο Chuck δεν σταμάτησε να μιλάει με τον κόσμο, να κάνει headbanging υπό τους ήχους των PSYCHOTIC WALTZ ή να ζητάει να ακούσει JAG PANZER και να κερνάει τα παιδιά που βρισκόντουσαν στο μαγαζί.

Η επόμενη χρονιά έφερε στο φως το πρώτο άλμπουμ των CONTROL DENIED με τον τίτλο “The fragile art of existence” το οποίο ηχητικά κινείται ακριβώς στο ύφος του “The sound of perseverance”, με φωνητικά power metal τύπου από τον Tim Aymar (ex-PSYCHO SCREAM/ PHARAOH) και τις φοβερές μπασογραμμές του Steve DiGiorgio. Δυστυχώς όμως το μεγαλύτερο χτύπημα για τον Chuck Schuldiner, την οικογένειά του και για όλη την metal κοινότητα, ήρθε στις 13 Μαίου του 1999, την ημέρα των γενέθλιων του, όπου του διαγνώσθηκε όγκος στον εγκέφαλο…Καρκίνος… Τον Ιανουάριο του 2000 κάνει την πρώτη εγχείρηση ενώ ταυτόχρονα δουλεύει πάνω σε νέο υλικό για την δεύτερη δουλειά των CONTROL DENIED. Μου είναι απίστευτο πως ένας άνθρωπος που πάσχει από μία σοβαρότατη ασθένεια και οι γιατροί του δίνουν ελάχιστο υπόλοιπο ζωής, αυτός κάθεται και κλειδώνεται σε ένα studio και ηχογραφεί μουσική. Τι άλλο πρέπει να κάνει κάποιος για να αποδείξει πόσο αγαπούσε και ζούσε αυτό που έκανε τόσα χρόνια; Πως μετά έχουν το θράσος μερικοί να λένε ότι ο Chuck ήταν εγωιστής, περίεργος και δύσκολος χαρακτήρας; Που είναι όλοι αυτοί που τον κατηγορούσαν την περίοδο του “Spiritual healing”; Που έχουν χαθεί; Δεν απορείτε που οι φήμες προέρχονταν κυρίως από τα παλιά μέλη και διαιωνίζονταν δυστυχώς από τον Τύπο; Έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί κανένα μέλος της σύνθεσης των DEATH της περιόδου του “Human” (σ.σ. 1991) και μετά, δεν είπε έναν κακό λόγο για τον Chuck; Και μιλάμε για μουσικούς επιπέδου όπως ο Gene Hoglan, Sean Reinert, Paul Masvidal, Steve DiGiorgio και Andy LaRocque, έτσι; Επειδή σέβονταν την προσπάθεια και τη μουσική του Chuck και αυτός με τη σειρά τους άφηνε να εκφραστούν όπως ακριβώς ήθελαν. Ότι και να λέμε όμως το τέλος ήταν το πιο επίπονο απ’ όλα και το πιο τραγικό. Ο Chuck έχασε την μάχη με τον θάνατο στις 13 Δεκεμβρίου του 2001… Σας παροτρύνω να διαβάσετε το κείμενο του Steve DiGiorgio. Προσωπικά με εκφράζει 100%. Ο Chuck για μένα δεν έχει πεθάνει. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ένας άνθρωπος 34 χρονών που έχουν ταυτιστεί μαζί του χιλιάδες παιδιά να έρχεται μία γαμ***** αρρώστια και να μας τον παίρνει από κοντά μας. Μπορεί η μουσική του να είναι πάντα εκεί και να αποτελεί φάρο για όλες τις μπάντες εκεί έξω αλλά εμένα δεν παύει να μου λείπει αφάνταστα. Let the metal flow…

Κώστας Αλατάς

“Χαιρετισμούς στους αναγνώστες του ROCK HARD… Έχω μόνο καλές αναμνήσεις παίζοντας με τον Chuck! Μπήκα στους DEATH όταν ήμουν μόλις 17 χρονών και ήταν μεγάλη μου τιμή. Άκουγα και παράγγελνα τα demo του συγκροτήματος τα προηγούμενα δύο χρόνια και με εξέπληξε το γεγονός ότι ο Chuck είχε μετακομίσει στην περιοχή μου για να βρει μέλη για το γκρουπ. Έπαιζα σε διάφορες thrash μπάντες εκείνη την περίοδο και χοροπηδούσα με το άκουσμα της ευκαιρίας να παίξω με τους DEATH! Όταν πρωτοσυνάντησα τον Chuck, είχε μόλις γράψει το κομμάτι “Scream bloody gore” και το έπαιξε για μένα. Φυσικά το γούσταρα τρελά και ανυπομονούσα να το παίξουμε όσο πιο δυνατά γίνεται! Αμέσως μετά, ηχογραφήσαμε το demo “Mutilation” τον Απρίλιο του 1986 και το Νοέμβριο ηχογραφήσαμε το “Scream bloody gore”, που είναι κι ο αγαπημένος μου δίσκος από τους DEATH. Εντάξει, φυσικά φταίει γι’ αυτό το ότι έπαιξα drums σ’ αυτό, αλλά περιέχει και τα αγαπημένα μου κομμάτια από τα demo των DEATH… Ήταν φανταστικά τότε… Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι έχουν πει ότι το να δουλεύεις με τον Chuck ήταν σκληρό και πιεστικό κι όλες αυτές τις βλακείες, αλλά εγώ πέρασα εκπληκτικές metal στιγμές! Ήταν πολύ ανέμελος τύπος και να σκεφτείς ότι η οικογένειά του με ανέχτηκε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι στη Φλόριντα. Ούτε εγώ ο ίδιος δε θα με ανεχόμουν για τόσο καιρό!!! Στην υγειά τους και στη μνήμη του Chuck και τώρα νομίζω ότι θα πάω να ακούσω το “Scream bloody gore” όσο πιο δυνατά γίνεται και να αφήσω το metal να ακουστεί δυνατά σε όλο το οικοδομικό τετράγωνο!!! …Bbblllluuuuaaaarrrrrggggghhhhhh!!!!!!!!!!

Chris Reifert (exDEATH/AUTOPSY/ABSCESS)

Photo: Holger Stratmann

Χάσαμε ένα είδωλο της παγκόσμιας metal μουσικής και ιδιαίτερα εγώ έχασα έναν πολύ καλό που τον γνώριζα για πάρα πολλά χρόνια. Είχε γεννηθεί την ίδια χρονιά με μένα και είχαμε πολλά κοινά. Είναι φανερό ότι έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό παίζοντας μαζί του και κατά κάποιο τρόπο με έκανε να εκφραστώ με τις πιο άρρωστες μπασογραμμές. Πάντα με έσπρωχνε να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, να ξεπεράσω τα όρια και να βρω τα πιο καινοτόμα πράγματα παραμένοντας πάντα στην φόρμουλα που είχε σκεφτεί. Έχασα μία από τις επιρροές μου στις μουσικές αναζητήσεις μου. Ήμασταν στα μισά του να ολοκληρώσουμε τον νέο άλμπουμ των CONTROL DENIED και είναι θλιβερό που δεν είδε να ολοκληρώνεται. Θα έλεγα ότι είμαι χαρούμενος κατά κάποιον τρόπο γιατί υπέφερε. Δεν μπορούσε να παίζει κιθάρα, να οργανώσει την τεράστια συλλογή του με βινύλια, να περιποιηθεί το σπίτι του, να πάει στην παραλία, σε συναυλίες και γενικότερα όλα τα πράγματα που λάτρευε να κάνει. Δεν άξιζε μια ζωή χωρίς όλα αυτά τα αγαθά που τον έκαναν αυτό που ήτανε, γιατί ο Chuck ήταν ότι αγαπούσε. Αγαπούσε υπερβολικά την οικογένειά του, ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί από την μητέρα του, τον πατέρα του, την αδερφή του και τον ανιψιό του. Αγαπούσε τα ζώα και τα κατοικίδιά του τα θεωρούσε επίσης οικογένειά του. Λάτρευε την εξοχή, τα barbeques, την παραλία, τον περίπατο και κωπηλατούσε κανό όποτε δεν έγραφε νέο υλικό. Φυσικά αγαπούσε την μουσική η οποία ήταν πραγματικά η ζωή του και εμείς την κάναμε δική μας. Είναι αλήθεια ότι έπασχε από κάτι πολύ σοβαρό και σε τελική ανάλυση θα υπέκυπτε σε αυτό αλλά θέλω να αγνοήσετε τις φήμες, τις διαδόσεις και όλες αυτές τις μαλ***** και να γνωρίζετε ότι ο Chuck ποτέ δεν αφέθηκε στην μοίρα του. Ποτέ δεν σταμάτησε να αγωνίζεται για να υπερνικήσει το πρόβλημά του. Έπεσε κάτω δυνατός και ήταν αληθινός μαχητής μέχρι το τέλος. Ο πρώτος γιατρός του είχε πει ότι δεν είχε πολύ ζωή ακόμα και έτσι πήγε σε άλλον. Όταν και ο δεύτερος γιατρός του είπε τα ίδια, έκανε ξανά το ίδιο πράγμα μέχρι να ακούσει την απάντηση που ήθελε κι όχι αυτή που του έδιναν οι υπόλοιποι. Ταξίδεψε σε ολόκληρη τη χώρα ψάχνοντας κάποιον να τον βοηθήσει στον αγώνα του, Δεν δεχόταν το όχι ως απάντηση. Η επιθυμία του να παραμείνει ζωντανός δυνάμωνε από τις κινήσεις του περίγυρού του. Η οικογένειά του κυρίως δεν δίστασε να κάνει ότι ήταν σημαντικό γι’ αυτόν και οι φίλοι του συμμετείχαν στην κοινή προσπάθεια με κάθε τρόπο. Οι οπαδοί και οι υποστηρικτές του από όλο το κόσμο, έδιναν με τα λόγια τους και την συνεισφορά τους, άλλον έναν λόγο να παραμείνει ζωντανός ακόμα και όταν ο Chuck βρίσκονταν στα χειρότερά του. Ήταν περήφανος για τη δουλειά του και η καρδιά του συνεχίζει να χτυπάει για μας κάθε φορά που ακούμε τα τραγούδια του, γιατί η καρδιά του είναι η δουλειά του. Goodbye for a while Metal Brother, I’ll miss you more than words can say.

Steve DiGiorgio (SADUS/DEATH/CONTROL DENIED)

Περιόδευσα με τον Chuck και τους DEATH σε τρεις διαφορετικές περιοδείες την περίοδο 1990-93 όταν έπαιζα ακόμα με τους CARCASS. Περνούσαμε πολύ ευχάριστα μαζί και μοιραζόμασταν τους ίδιους μουσικούς ήρωες και επιρροές. Ο Chuck ήταν 100% metalfreak και συλλέκτης δίσκων και πάντα κοίταζε για συλλεκτικά metal βινύλια! Ο Chuck αναμφισβήτητα άφησε το δικό του σημάδι στην ιστορία της μουσικής και στο metal. Παραμένει επιρροή για μένα και χιλιάδες άλλους metal μουσικούς και οπαδούς. Μας λείπει αφάνταστα. Γιατί πρέπει οι σπουδαίοι να μας αφήνουν πάντα τόσο νωρίς;

Michael Amott (ARCH ENEMY/SPIRITUAL BEGGARS, ex-CARCASS)

Οι αναμνήσεις σχετικά με τον Chuck… Το πρώτο πράγμα που θα έλεγα είναι ότι ήταν ένας πραγματικός metal οπαδός πάνω απ’ όλα! Όλες οι ιδέες του και τα πιστεύω του είχαν να κάνουν με αυτή τη μουσική, όχι αποκλειστικά με το death metal, αλλά με όλες τις εκφράσεις του αληθινού metal. Θυμάμαι επίσης, ότι πάντα οδηγούσε τον εαυτό του στα άκρα, τόσο σαν μουσικός όσο και σαν καλλιτέχνης γενικότερα. Ακόμα και όταν οι ιδέες μας ήταν τόσο διαφορετικές, ποτέ δεν ένιωσα κάποια αντιπαλότητα από μέρους του, παρόλες τις φήμες που κυκλοφορούσαν κυρίως από την μεριά των οπαδών. Ο Chuck είχε διαφορετικές απόψεις και μουσικά γούστα απ’ ότι είχα εγώ. Προσωπικά εξακολουθεί να μου αρέσει η horror και η gore θεματολογία. Κάποια στιγμή ο Chuck άλλαξε αυτό το image των DEATH, και εισήγαγε μια «πολιτική» άποψη στη μπάντα, την οποία συνέχισε να έχει και με τους CONTROL DENIED αργότερα. Ίσως να με αντιπάθησε τελικά… δεν ξέρω και δεν θα το μάθω ποτέ, προσωπικά όμως ποτέ δεν ένιωσα μίσος γ’ αυτόν. Όπως είπα και πριν, από ένα σημείο και μετά δεν μοιραζόμασταν τις ίδιες ιδέες σχετικά το τι εκπροσωπούσε για τον καθένα μας η μουσική. Είμαι ένας old horror punk fan και μου αρέσουν οι THE MISFITS, SAMHAIN, 45 GRAVE και οι DANZIG… Ο Chuck ήταν ένας old metal fan προτιμούσε MERCYFUL FATE, JUDAS PRIEST, και KISS. Εγώ ήθελα να γράφω μουσική για τέρατα και τρελούς, αυτός ήθελε να γράφει για πολιτική! Στα πρώτα άλμπουμ των DEATH, “Scream bloody gore” και “Leprosy” διατήρησε τους horror και gore στίχους, όπως ήταν αυτοί που έγραφα και τραγουδούσα. Μετά, όταν κυκλοφόρησε το “Spiritual healing”, μπορούσατε να δείτε το πόσο είχε αλλάξει το στιχουργικό περιεχόμενο των τραγουδιών. Προσωπικά πάντα ήθελα να είμαι ο τραγουδιστής, ακόμα και όταν έπαιζα drums στους DEATH και τραγουδούσα ταυτόχρονα το έκανα γιατί δεν μπορούσαμε τότε να βρούμε drummer. Αργότερα με τους MASSACRE εγώ άλλαξα το πρόσωπο της death metal μουσικής! Δημιούργησα το death-growl, death-vomit στυλ φωνητικών το οποίο σήμερα όλα τα death metal συγκροτήματα έχουν. Τότε κανείς δεν είχε τόσο ακραία και μοχθηρά φωνητικά! Αυτό αποτέλεσε την έμπνευση πολλών μουσικών αργότερα, ρώτα τον Mark Greenway των NAPALM DEATH, τους BENEDICTION, τον George “Corpsegrinder” Fischer των CANNIBAL CORPSE. Από πού νομίζεις ότι ο όρος Corpse Grinder ξεκίνησε; Από ένα τραγούδι που είχα γράψει το 1984 όταν ακόμα έπαιζα με τους DEATH! Σήμερα όλες οι death metal μπάντες, έχουν τον Chuck και εμένα σαν βασικές επιρροές τους. Είμαστε οι πραγματικοί ιδρυτές αυτής της σκηνής. Συγκροτήματα σαν τους DEATH, MASSACRE, POSSESSED, NECROPHAGIA, MASTER ορίσαμε το death metal.
KamLee (exMASSACRE/MANTAS)

Οι DEATH ήταν σημαντικότατη επιρροή για μας όταν σχηματίσαμε την μπάντα, ειδικά τα πρώτα δύο άλμπουμ με τα οποία χτυπιόμασταν μανιωδώς στο προβάδικό μας. Δεν συναντήσαμε ποτέ τον Chuck και δυστυχώς δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε τους DEATH ζωντανά και το πιο κοντινό, το οποίο ήταν και αυτό τέλειο, ήταν μία tribute-μπάντα από τον Καναδά, οι SYMBOLIC, οι οποίοι άνοιξαν για εμάς στον Montreal την περασμένη άνοιξη. Παρόλα αυτά η κληρονομιά και η σπουδαιότητα της μουσικής τους δεν μπορεί προσδιοριστεί με απλά λόγια. Οι δύο πρώτες τους κυκλοφορίες όπως και το πιο τεχνικό και progressive υλικό τους ήταν πρωτοποριακά άλμπουμ με όλη τη σημασία της λέξεως.

Niklas Sundin (DARKTRANQUILLITY)

Ο Chuck Schuldiner είναι από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στην ιστορία του death metal. Το μουσικό στυλ που καθιέρωσε σε άλμπουμ όπως τα “Scream bloody gore” and “Leprosy” βοήθησαν στο να καθοριστεί ο ήχος μιας ολόκληρης σκηνής. Παρά το γεγονός πως είχαμε την σπάνια τύχη να παίξουμε αρκετά show με τους DEATH, δεν γνώρισα τόσο καλά τον Chuck ώστε να μπορώ να κάνω ένα επισταμένο σχόλιο σχετικά με την προσωπικότητα του. Το μόνο που μπορώ να πω είναι, ότι, όσες φορές μιλήσαμε, ήταν πάντα φιλικός και ευγενικός απέναντι μου. Ήταν αφοσιωμένος καλλιτέχνης και ένας πραγματικά επαγγελματίας μουσικός. Το αγαπημένο μου DEATH άλμπουμ είναι το “Scream bloody gore”, το οποίο με επηρέασε πάρα πολύ, λόγω της horror και gore θεματολογίας του, αλλά και λόγω των σκοτεινών riffs που εμπεριέχονται στα τραγούδια του. Είναι ένα κλασικό death metal άλμπουμ και ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα του πως πρέπει να ακούγεται και να παίζεται το death metal!

Alex Webster (CANNIBAL CORPSE)

Photo: Holger Stratmann

Ο Chuck ήταν ένας καλός και πολύ ευαίσθητος τύπος και μουσική ιδιοφυΐα. Ήμασταν πολύ καλοί φίλοι από την εποχή των demo των MANTAS και συναντιόμασταν ανελλιπώς μία ή δύο φορές το χρόνο. Ήταν πάρα πολύ ντροπαλός και του ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσει στο κοινό όταν ήταν πάνω στη σκηνή. Έχω την εντύπωση ότι το «χόρτο» και πιθανότατα η αρρώστιά του τον έκαναν λίγο παρανοϊκό κάτι που έκανε τον Chuck να πιστεύει ότι οι άνθρωποί ήθελαν να βλάψουν την καριέρα του και την υπόληψή του. Ο παλιός του manager είχε επικοινωνήσει μια μέρα με το Rock Hard και μας έλεγε ότι του ήταν γινότανε όλο και πιο δύσκολο να δουλέψει με τον Chuck και αρκετές περιοδείες έπρεπε να ακυρωθούν λόγω της συμπεριφοράς του. Το γράψαμε εμείς στο περιοδικό ως εξήγηση στους αναγνώστες μας οι οποίοι ήταν απογοητευμένοι που δεν θα τους δινόταν η ευκαιρία να δούνε τους DEATH ζωντανά. Ο Chuck είχε θυμώσει αρκετά με μας γιατί ο manager του δεν τον είχε ενημερώσει για τις κινήσεις του. Συναντήθηκα με τον Chuck για να μιλήσουμε για το συγκεκριμένο πρόβλημα και του πρόσφερα την ευκαιρία να γράψουμε στο περιοδικό τη δική πλευρά σχετικά με αυτή την ιστορία, όπως και κάναμε. Ο Chuck και πάλι όμως δεν ξεπέρασε αυτό το συμβάν και μας κατηγορούσε -και όχι μόνο- για δυσφήμηση. Στην τελική ήμασταν ακόμα φίλοι, έτσι θέλω να πιστεύω τουλάχιστον μιας και δεν χάσαμε ποτέ επαφή, αλλά ήταν φανερό σε πολλούς ανθρώπους που έζησαν από κοντά τον Chuck, ότι έπαιρνε τα πάντα πολύ σοβαρά. Δεν ήταν εύκολος να τον αντιμετωπίσεις όταν αισθανόταν κρινόμενος ή ότι του επιτίθεσαι. Έχω να πω ακόμα ότι τον συμπαθούσα πραγματικά ως προσωπικότητα αλλά και ως μουσικό και ακούω την φανταστική του μουσική σε υπερβολικό βαθμό επίσης!

Götz Kühnemund (Rock Hard)

 

Είχα τη τιμή να συναντήσω και να συνομιλήσω με τον Chuck Schuldiner αρκετές φορές κατά την διάρκεια της μεγαλειώδης αν και σύντομης καριέρας του. Το πάθος του για την μουσική δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου στην metal κοινότητα γι’ αυτό και ο θάνατός του ήταν ένα δυνατό χτύπημα. Ως ανοιχτόμυαλος metal οπαδός, θα μπορούσες να πεις ότι το παράτολμο μουσικό του όραμα, είχε ως αποτέλεσμα την επινόηση και «ανατροφή» ενός νέου είδους με την ονομασία prog-death. Δεδομένης της ευφυΐας του είχε να μας δώσει πολύ υλικό για πολλά ακόμα χρόνια αλλά μια θανατηφόρος ασθένεια έκοψε την ζωή του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι δύσκολο για μένα να επιλέξω την απόλυτη DEATH κυκλοφορία γιατί οι συνθετικές δυνατότητες του Chuck ωρίμαζαν με κάθε κυκλοφορία. To brutal παρελθόν του με το “Scream bloody gore” και το “crushing” –χρησιμοποιούσε αρκετά συχνά αυτή τη λέξη στις συνεντεύξεις του- “Leprosy”- ήταν το πρωταρχικό δείγμα της εξέχουσας προσωπικότητας του Chuck. Αναμφίβολα θα μείνει στην μνήμη μας για την αλληλουχία κυκλοφοριών στα 90’s όπως τα “Human”, “Individual thought patterns” και “Symbolic”. Τρεις κυκλοφορίες που αψηφούσαν τα death metal στεγανά και διέγειραν την περιέργεια μιας και η καρδιά του Chuck ήταν απεριόριστη. Αρκετό από το υλικό του άντεξε άνετα στην δοκιμασία του χρόνου προσφέροντάς μας τεχνικότητα και φρέσκια παραγωγή. Η παρουσία του Chuck θα είναι για πάντα αισθητή και η κληρονομιά του θα αποτελεί έμπνευση για όλους.

“Metal” Tim Henderson (President/CEO – BW&BK Family)

H κοπέλα μου, η Heather κι εγώ ήμασταν πολύ καλοί φίλοι του Chuck. Ειδικά η Heather ήταν από τους πιο στενούς του φίλους. Τι θυμόμαστε από τον Chuck και τι σήμαινε για μας και την μουσική… Ως μουσικός ή οπαδός, πιστεύω ότι ένα πράγμα που όλοι μας παρατηρήσαμε με τα χρόνια, ήταν το πως οι DEATH και οι CONTROL DENIED έδειξαν τέτοιο πρόοδο σε ότι αφορά την μουσική και τους στίχους αλλά και τον όλο τρόπο σκέψης του Chuck που τόσο σκληρά δούλεψε για να κάνει πραγματικότητα την εξελιγμένη μορφή που πήρε η metal μουσική ως μορφή μουσικής τέχνης. Αυτοί που ήξεραν τον Chuck επίσης ήταν μάρτυρες της εξέλιξης που είχε και ως προσωπικότητα. Νομίζω ότι όλοι μας ήμασταν αρκετά αφελείς εκείνες τις παλιές metal μέρες και ο Chuck ωρίμασε ως ένας πολύ ευγενικός και ευσπλαχνικός άνθρωπος όπως ακριβώς και η μουσική του. Αγαπούσε πάρα πολύ τα ζώα και τα κατοικίδιά του και ακόμα την περίοδο της αρρώστιάς του, νοιαζόταν για τους φίλους του και την οικογένειά του αδιαφορώντας για την προσωπική του μάχη. Έδειχνε το μέγιστο ενδιαφέρον για το οτιδήποτε έκανε, είτε ήταν οι στίχοι του ή οι αρχές που είχε κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης και αυτού του είδους φροντίδα ήταν φανερή και στις σχέσεις του με τους φίλους και την οικογένειά του. Ο Chuck ήταν ορκισμένος να κάνει πάντα αυτό που ίδιος θεωρούσε σωστό. Θα μας λείψει ως άνθρωπος αλλά έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία της metal μουσικής.

Donald Tardy (OBITUARY)

Δεν γνώριζα τον Chuck προσωπικά αλλά είχα την τιμή να τον συναντήσω όταν παίζαμε με τους EMPEROR στο Milwaukee metal fest. Πιστεύω ότι οι DEATH ήταν η πρώτη μπάντα που έπαιξε τεχνικό deathmetal με αρκετές μελωδίες και ανατολίτικα θέματα. Ήταν πρωτοπόρος στο να παίρνει διαφορετικά μελωδικά θέματα και να τις ενορχηστρώνει με τέτοιο τρόπο, έχοντας ένα αποτέλεσμα πραγματικά νέου επιπέδου. Πάντα ήμουν τεράστιος οπαδός των DEATH και ο χαμός του Mr. Schuldiner ήταν μία αρκετά δυσάρεστη στιγμή. Η μουσική όμως θα παραμείνει δυνατότερη από ποτέ. Αποδίδω τιμή και ευχαριστώ τον Chuck Schuldiner για ότι έκανε για την metal μουσική.

Trym (ZYKLON/EMPEROR)

Θυμάμαι ότι ο Chuck ήταν απίστευτα cool τύπος και πολύ άνετος χαρακτήρας. Συνηθίζαμε να καπνίζουμε μαζί «χόρτο» όποτε συναντιόμασταν αλλά αυτό δεν γινότανε πολύ συχνά. Είχα ακούσει στο underground πριν τον συναντήσω ότι ήταν μαλ**** και ότι δύσκολα τα έβρισκες μαζί του αλλά όταν τον συνάντησα συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά ήταν μαλ*****. He was cool as hell. H αγαπημένη μου DEATH κυκλοφορία θα είναι για πάντα το “Scream bloody gore”, αν και δεν είναι το πιο τεχνικό τους άλμπουμ αλλά αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μου αρέσει. Προσωπικά προτιμώ την ευθύτητα της πιο απλής μορφής της brutal μουσικής. Η επιρροή του Chuck στη σκηνή ήταν τεράστια. Οι MANTAS και οι DEATH ήταν από τις πρώτες death metal μπάντες και ήταν η μεγαλύτερη επιρροή για την death metal σκηνή που αναπτύχθηκε από αυτήν της thrash. Τα φωνητικά του Chuck ήταν πρωτοποριακά και πολλοί τα αντέγραψαν αλλά κανείς δεν τα έφτασε.

Dan Lilker (BRUTAL TRUTH/NUCLEAR ASSAULT, ex-S.O.D.)

O Chuck είναι ο εμπνευστής του death metal. Πάει και τελειώσει. Αν και ριψοκινδύνευσε ονομάζοντας την μπάντα του DEATH, κατάφερε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος προσφέροντας υψίστης ποιότητας death metal, ειδικά τα επόμενα χρόνια που συνεργαζότανε με drummer όπως ο Gene Hoglan και Sean Reinert. OChuck ως προσωπικότητα ήταν αρκετά ανταγωνιστικός και λίγο παρανοϊκός. Νομίζω ότι είχε τη death metal μουσική τόσο βαθιά στην καρδιά του, όπου όταν υπήρξαν και άλλοι που έπαιζαν αυτού του είδους τη μουσική, έγινε λίγο υπερπροστατευτικός. Αν ήξερε ότι η θέση του στην ιστορία της heavymetal μουσικής ήταν -θα έλεγα- ασφαλής, θα ανησυχούσε λιγότερο μήπως τυχόν έρθει κάποιος και του κλέψει το στέμμα του. Θέλω να είμαι ειλικρινής, Τρέφω απέραντο σεβασμό για ότι κατάφερε αν και είχαμε τις διαφορές μας για κάποια χρόνια και ναι ο Bori (σ.σ. Borivoj Krgin – www.blabbermouth.net) έπαιξε τον ρόλο του σε αυτό γιατί ήταν κολλητός του Chuck τα πρώτα χρόνια και επίσης ήταν αυτός που μας βοήθησε να υπογράψουμε το πρώτο μας συμβόλαιο. Ο Chuck ως ανταγωνιστική και υπερπροστατευτική προσωπικότητα που ήτανε, πιθανότατα ένιωσε ότι έχασε τον σεβασμό του Bori κι έτσι άρχισε να τα χώνει άσχημα για τους ATHEIST στον Τύπο. Εγώ όμως επειδή δεν μασάω τα λόγια μου ανταπέδωσα στις δηλώσεις του για να αμυνθώ. Το πρόβλημά του με μας ήταν οι jazz επιρροές που είχαμε και γενικά η ανάμιξη αυτών των επιρροών στην deathmetal μουσική. Ήταν υποστηρικτής της θεωρίας ότι οι jazz επιρροές δεν έχουν θέση στο metal αλλά με την πάροδο του χρόνου άλλαξε γνώμη, ειδικά όταν συνεργάστηκε με τα φιλαράκια μου Sean και Paul από τους CYNIC και συνειδητοποίησε πόσο σημαντική είναι η τεχνική κατάρτιση για το death metal. Ο ίδιος επανέλαβε το εγχείρημα μας και το “Human” είναι απίστευτο άλμπουμ. Όταν ηχογραφούσε το συγκεκριμένο άλμπουμ πήγα στα Morrisound για να επισκεφτώ τον Sean και τον Paul και εκεί λύσαμε τις διαφορές μας, καπνίσαμε λίγο «χόρτο», ακούσαμε rough-mix του “Human” και γενικά περάσαμε τέλεια. Είμαι χαρούμενος που μας δόθηκε η ευκαιρία να τα βρούμε πριν τον χάσουμε. Όλοι εσείς που μόλις χωθήκατε στην deathmetal φάση, πρέπει να εκτιμήσετε και να ευχαριστείτε τον Chuck Schuldiner, γιατί αν οι VENOM και οι BATHORY παρέμεναν η βάση για τον συγκεκριμένο ήχο, η death metal μουσική δεν θα είχε την ίδια εξέλιξη και δεν θα έκλεινε τα είκοσι χρόνια ιστορίας. Ευχαριστώ που ζητήσατε την ταπεινή μου γνώμη. Chuck R.I.P.

Kelly Shaefer (ATHEIST/NEUROTICA)

Photo: Holger Stratmann

Από σεβασμό για τον Chuck, που δεν είναι πια μαζί μας και συνεπώς δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, δεν θα αναφερθώ σε αρνητικά θέματα που έθιξαν άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του Kelly από τους ATHEIST τα οποία ενδεχομένως με αφορούν. Οι καλύτερες αναμνήσεις που έχω από τον Chuck είναι όταν αλληλογραφούσαμε και κάναμε παρέα τα πρώτα χρόνια της φιλίας μας μεταξύ 1984-86.Ανταλλάσαμε γράμματα και επικοινωνούσαμε τηλεφωνικά αρκετά συχνά και εν τέλει περάσαμε μαζί το καλοκαίρι του ’85 και του ’86 στο σπίτι των γονιών του στη Florida στο Altamonte Springs. Αμφότεροι ήμασταν κολλημένοι με την ακραία μουσική-με συγκροτήματα όπως SLAYER, VENOM, POSSESSED -και ήταν πολύ συναρπαστικό να είσαι μέρος της σκηνής τα χρόνια που διαμορφωνόταν, πριν το death metal γίνει το επιδραστικό και δημοφιλές υπο-είδος του metal που έγινε αργότερα. Οι δύο βδομάδες που πέρασα με τον Chuck και τον Chris Reifert (παλιό drummer των DEATH) το καλοκαίρι του 1986 ήταν από τις καλύτερες αναμνήσεις που έχω, κυρίως γιατί ήταν πριν ο Chuck πάρει μια γεύση της μουσικής βιομηχανίας με την «πατώ επί πτωμάτων» ηθική της, που τον επηρέασε βαθύτατα και είχε αρνητικό αντίκτυπο στη σχέση του με τους φίλους του και συνεργάτες. Ο Chuck λάτρευε την ακραία μουσική και ήθελε παθιασμένα να δημιουργήσει την δική του ακραία μπάντα. Ήταν προσηλωμένος στον στόχο του και ακολούθησε το όνειρο του -να καταφέρει να βγάζει τα προς το ζην παίζοντας heavy μουσική. Δικαίως θεωρείται ως ένας από τους πρωτοπόρους της death metal μουσικής και πραγματικά πήγε αυτό το είδος σε μέρη που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πριν από αυτόν, μιλώντας πάντα για τη μουσική.

Αν υπάρχει κάτι που μετανιώνω, είναι το ότι δεν συμφιλιώθηκα με τον Chuck πριν πεθάνει τον Δεκέμβριο του 2001. Μου είχε τηλεφωνήσει μια-δυο φορές περίπου ένα χρόνο πριν τον θάνατό του (γύρω στο Δεκέμβρη του 2000) και είχε αφήσει μηνύματα ζητώντας να του επικοινωνήσω μαζί του, αλλά δεν το έκανα ποτέ. Αργότερα έμαθα ότι ήθελε να του στείλω τις κόπιες που είχα από τα πρώιμα demo, live και πρόβες των MANTAS και DEATH μάλλον για να τα κυκλοφορήσει με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα για τα ιατρικά του έξοδα. Προφανώς δεν είχε στην κατοχή του πλέον τις δικές του κόπιες και θεωρούσε ότι εγώ είχα τις καλύτερες, γι’ αυτό και προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί μου. Δυστυχώς, τότε δεν γνώριζα ότι η υγεία του έβαινε προς το χειρότερο και δεν ήθελα να καταπιώ την υπερηφάνεια μου και να του τηλεφωνήσω -πράγμα που θεωρώ ότι ήταν σίγουρα λάθος από μέρους μου. Ότι διαφωνίες και θέματα να υπήρχαν ανάμεσά μας, δεν άξιζε να το κρατάω μανιάτικο. Εν τέλει, μου κόστισε την ευκαιρία να ξαναχτίσω τη σχέση μας και αυτό είναι κάτι με το οποίο θα ζω για πάντα.

Borivoj Krgin (www.blabbermouth.net)

Έχω πολλές και όμορφες αναμνήσεις από τον Chuck. O Chuck, o Bill (σ.σ. Andrews, ex-DEATH) κι εγώ ήμασταν πολύ κοντά. Βγαίναμε αρκετές φορές έξω όλοι μαζί και αγοράζαμε βινύλια. Κάναμε πρόβες όλη την ώρα και ήμασταν πολύ δεμένοι. Ήταν πολύ εύκολο να δουλέψεις μαζί του και ανοιχτός σε κάθε ιδέα αλλά την ίδια στιγμή μπορούσε συγχυστεί αρκετά αν τα πράγματα δεν κυλούσαν με τον δικό του τρόπο. Ήταν αρκετά αφοσιωμένος στη μπάντα και στη μουσική του κι αν παρέμβαινες ήταν ικανός να στο κρατάει για πολύ καιρό. Σχετικά με την περιοδεία θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο πάνω σε αυτό το θέμα αλλά θα σου δώσω μία μικρότερη version για την ώρα. Μας είχε προταθεί εννέα εβδομάδων περιοδεία στην Ευρώπη ως co-headliners με τους KREATOR. Ήταν πολύ σημαντική περιοδεία μιας και το “Spiritual healing” τα πήγαινε πολύ καλά εκείνη τη περίοδο. Είχαμε ήδη περιοδεύσει στις Η.Π.Α. και μας είχαν μείνει δέκα μέρες κενό μέχρι την περιοδεία με τους KREATOR. Ο Chuck ήταν από τους τύπους που αν γύρναγε την πλάτη του σε κάτι, πίστευε ότι αυτό θα έφευγε μακριά. Ήταν να προβάρουμε πριν την περιοδεία αλλά ο Chuck είχε κλειδωθεί στο σπίτι του και δεν έβγαινε έξω, ούτε έπαιζε. Τα είχε χαλάσει με την κοπελιά του πριν την αμερικάνικη περιοδεία και του ήταν δύσκολο να συνηθίσει στην ιδέα ενώ είχε κουραστεί από το death metal γενικότερα και ήθελε να αλλάξει. Σιχαινότανε τα «χαμηλά» φωνητικά (σ.σ. low type of vocals) και τα blast-beats. Έτσι έμεινε στο σπίτι του και βγήκαμε σε περιοδεία χωρίς αυτόν. Είχαμε υπογράψει συμβόλαια και επίσης θέλαμε να το κάνουμε. Λογικά θα αναρωτιέστε πως βγήκαμε σε περιοδεία χωρίς το βασικό μέλος των DEATH; Εκείνη τη περίοδο όμως ήμασταν όλοι ίσοι στη μπάντα και είχαμε όλοι λόγο στο πως θα πράτταμε. Η περιοδεία ήταν αρκετά πετυχημένοι. Μακάρι να ερχότανε μαζί μας. Πιστεύω ότι θα πέρναγε φανταστικά! Για μένα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Chuck ήταν η συνθετική του ικανότητα και το πάθος του για την μουσική. Τον σκέφτομαι αρκετά συχνά και λείπει σε όλους μας.

Terry Butler (SIX FEET UNDERexDEATH/MASSACRE)

Τι θυμάμαι από τον Chuck… Ας αρχίσουμε από τον χαρακτήρα του, που σε μένα φαινότανε πολύ άνετος τύπος αν και δεν είχαμε προλάβει να τα πούμε αρκετά. Μιας όμως τα μέλη από την μπάντα μου, ο Paul και ο Sean από τους CYNIC έπαιζαν μαζί του εκείνο το καιρό, μου δόθηκε κι εμένα η ευκαιρία να τον γνωρίσω έστω και λίγο. Με την μουσική του εξύψωσε τον τρόπο που παιζότανε η metal μουσική μέχρι στιγμής και ολόκληρη η deathmetal σκηνή εστιάστηκε στον ίδιον. Ότι και η ίδια η μπάντα ονομαζότανε DEATH πιστεύω ότι τα λέει όλα. Πιστεύω ότι ο η κληρονομιά του θα βρίσκεται εκεί έξω για πολύ καιρό ακόμα και αυτός είναι ο σκοπός όλων μας όταν ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο. Να αφήνουμε κάτι πίσω μας όταν έχουμε φύγει και αυτό ακριβώς έκανε και ο Chuck.

Tony Choy (ATHEIST, ex-CYNIC/PESTILENCE)

Πότε γνώρισες τον Chuck Schuldiner και τι έχεις να θυμάσαι από αυτόν;

Η πρώτη φορά που συνάντησα τον Chuck ήταν στο Ruthies Inn το 1986. Οι δυο μας τότε προωθούσαμε τα demo μας. Ταιριάξαμε κατευθείαν! Θυμάμαι τον εαυτό μου να σκέφτεται «Αυτός ο τύπος ακούγεται σαν να κατάγεται από την California, αλλά ήταν από την Florida». Χρησιμοποιούσε την λέξη “totally” σε κάθε του φράση και «κόλλαγε» αρκετά με το “hella’s” που έλεγα εγώ. Η επόμενη φορά που συναντηθήκαμε ήταν όταν βιντεοσκοπούσαμε το “The ultimate revenge II” στη Philadelphia. Είχα μπει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και εκεί είδα τα παιδιά από τους DEATH και DARK ANGEL. Κοίταξα προς τα αριστερά μου που καθότανε ο Chuck και στα δεξιά ο Gene Hoglan. O Gene πέταγε piss bombs (σ.σ. φανταστείτε τις νερόμπομπες που φτιάχναμε μικροί, αλλά με κάτουρο) έξω από το παράθυρο και ο Chuck ήταν ήρεμος και “high”. Στη φάση μου! Ήμασταν τόσο χαρούμενοι που βλέπαμε ξανά ο ένας τον άλλον και επαναλαμβάναμε συνέχεια ο ένας τον άλλον πόσο cool ήταν που ξανασυναντηθήκαμε υπό αυτές τις καταστάσεις. Βλέπεις, στη σκέψη των FORBIDDEN ήταν ότι τα είχαμε καταφέρει. Δεν είχαμε βγει ποτέ έξω από την Πολιτεία μας. Ο Chuck ήταν ακριβώς όπως τον θυμόμουν.

Πως κατέληξες να συμμετάσχεις στην περιοδεία για την προώθηση του “Individual thought patterns”;

Μια μέρα στα τέλη του ’93, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Steve DiGiorgio. Δεν του είχα ξαναμιλήσει στο παρελθόν και ήταν περίεργο. Μου είπε ότι ο Chuck και ο Gene με θέλανε να περιοδεύσω μαζί τους στην Ευρώπη με τους DEATH. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αντικαταστήσω τον Andy LaRoque! Ήταν αρκετά πάνω των ικανοτήτων μου! Εγώ ήμουν συνθέτης κατά βάση παρά κιθαρίστας, ενώ ο Andy ήταν Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ! Είπα του Steve ότι θα το σκεφτόμουνα και ότι η μπάντα μπορεί να μη συμφωνούσε γιατί ήμασταν έτοιμοι να ηχογραφήσουμε ένα demo, το οποίο ήταν αυτό που μας χάρισε το συμβόλαιο με την GUN. Έτσι ζήτησα την γνώμη των παιδιών και αυτοί μου έδωσαν την ευχή τους αρκεί να μην κρέμαγα τους FORBIDDEN. Όταν τηλεφώνησα στον Steve και του είπα ότι δέχομαι, μου είπε ότι θα ερχόντουσαν στο BayArea για να κάνουμε πρόβες. Απίστευτο! Τότε συνειδητοποίησα το τι επρόκειτο να συμβεί και επίσης πόσο καλοί είχαν γίνει οι DEATH με την πάροδο των χρόνων.

Μετά βίας είχα μία μέρα να μάθω τα τραγούδια επειδή με τους FORBIDDEN ήμασταν αρκετά απασχολημένοι με τις ηχογραφήσεις μέχρι την μέρα που έφτασαν. Έτσι όταν πήγα να παίξω μαζί τους είχα τόσο άγχος που έγινα σχεδόν ρεζίλι! Όλοι τους μου είπαν να ηρεμήσω και ο Chuck συγκεκριμένα μου είπε «Θα τα πας μια χαρά, ξέρουμε πόσο καλός είσαι. Άσε με να σου δείξω τα τραγούδια». Κι αυτό έκανε. Μου έμαθε όλα τα τραγούδια. Ένα-ένα μέχρι να τα βγάλω όλα. Τα έμαθα όλα σε τρεις μέρες, έχοντας μόλις μία ημέρα για να τα κάνουμε πρόβα. Τότε συνειδητοποίησα επίσης την συνθετική ευφυΐα του Chuck. Έπαθα πλάκα με το πόσο περίπλοκα ακουγόντουσαν τα τραγούδια αλλά στην τελική ήταν σχετικά εύκολο να τα παίξεις. Αυτό θέλει πολύ δουλειά! Τα τραγούδια των FORBIDDEN είναι αρκετά πιο δύσκολα αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα στο αυτί αυτού που τα ακούει. Είχα εντυπωσιαστεί και κέρδισε τον απόλυτο σεβασμό μου. Ήταν τόσο cool απέναντί μου και περάσαμε τέλεια σε ολόκληρη την περιοδεία. Ήταν μία νέα εμπειρία μιας και με του FORBIDDEN πάντα είχαμε δράματα.

Σου είχε ζητήσει να συνεχίσετε την συνεργασία σας;

Στο τέλος της περιοδείας, ο Chuck μου ρώτησε αν με ενδιέφερε να παραμείνω και για το αμερικάνικο σκέλος της περιοδείας αλλά έπρεπε να αρνηθώ λόγω της υπόσχεσης που είχα δώσει στην μπάντα μου. Αν και με έβαλε σε πειρασμό, έπρεπε να γυρίσω στους FORBIDDEN γιατί αυτή η μπάντα ήταν το μωρό μου, όπως οι DEATH για τον Chuck. Πιστεύω ότι όλοι πήραμε την σωστή επιλογή. Το “Symbolic” ήταν απίστευτο άλμπουμ και ο Ralph Santola τα πήγε περίφημα στην περιοδεία. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να πω για τον Chuck είναι ότι πάντα άκουγα πόσο δύσκολο ήταν να δουλέψεις μαζί του μέχρι να μου δοθεί κι εμένα η ευκαιρία. Το ίδιο λέγαμε και για μένα αλλά η σχέση μου μαζί του ήταν καμία σχέση με ότι είχε ακουστεί. Ήταν gentleman και σεβόμασταν ο ένας τον άλλον. Πιστεύω ότι ο Chuck ήταν διορατικός, ήξερε τι ήθελε και αυτό φαινότανε σε άλλους ως υπερβολή και αυταρχικός. Από την εμπειρία μου στην μουσική υπάρχουν ηγέτες και αυτοί που ακολουθούν, ακόμη και μέσα σε μία μπάντα. Ο Chuck ήταν απλά leader! Σας ευχαριστώ πολύ που δώσατε την ευκαιρία να δηλώσω τον σεβασμό μου για τον metal brother!

Craig Locicero (exFORBIDDENSPIRAL ARMS)

Άκουσα για πρώτη φορά τους DEATH όταν ήμουν στο λύκειο. Ένας φίλος μου έβαλε το “Human” να παίζει και έπαθα την πλάκα μου. Τα brutal φωνητικά, τα φανταστικά κιθαριστικά riff και το απίστευτο drumming με ανάγκασαν να γίνω κατευθείαν τεράστιος οπαδός των DEATH. Ούτε στα πιο μακρινά μου όνειρα δεν μπορούσα να φανταστώ ότι λίγα χρόνια μετά θα ήμουν μέλος της μπάντας. Όταν μετακόμισα στην Floridaτο 1996, ένας από τους στόχους μου ήταν να συναντήσω τον μεγάλο Chuck Schuldiner γιατί ήξερα ότι ζούσε στο Orlando. Μια μέρα εγώ κι ένας φίλος μου προχωράγαμε σε ένα εμπορικό κέντρο της περιοχής κι εκεί συνάντησα τον Chuck Schuldiner να διαβάζει ένα metal περιοδικό σε ένα βιβλιοπωλείο! Ήταν πολύ καλός και μιλάγαμε αρκετή ώρα μαζί του περί metal. Εκείνη η μέρα ήταν η αρχή μιας μεγάλης φιλίας μεταξύ εμού και του Chuck. Έναν χρόνο μετά τα όνειρά μου έγιναν πραγματικότητα όταν έγινα μέλος των DEATH. Έχω τόσες πολλές όμορφες αναμνήσεις του αγαπημένου μου φίλου, Chuck. Είχε φοβερή αίσθηση του χιούμορ και γελάγαμε πολύ μαζί στη περιοδεία και στο studio. OChuckήταν πολύ φιλικός, σεμνός, ευχάριστος, πολύ εργατικός και ο καλύτερος μουσικός και συνθέτης που έχω συνεργαστεί ποτέ μου. Είναι η ύψιστη τιμή για έναν drummerνα παίζει στους DEATH και είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω με την αγαπημένη μου μπάντα. Κάθε μέρα σκέφτομαι τον αγαπημένο μου φίλο και ακούω την μουσική του. Ο Chuck και η μουσική του δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ.

Richard Christy (DEATH/CONTROL DENIED/BURNING INSIDE)

Μπορείς να μας πεις τι θυμάσαι από τον Chuck;

Υπάρχουν πολλά πράγματα που θυμάμαι από τον Chuck – πολλά απ’ αυτά είναι προσωπικές στιγμές, αλλά κάποιες μπορώ να τις μοιραστώ με τους οπαδούς. Θυμάμαι πολλά πράγματα, όπως το ότι ο Chuck είχε ένα μικρό αυτοκίνητο κι ένα ιγκουάνα είχε μπει μέσα από το aircondition και πέθανε. Η μυρωδιά στο αυτοκίνητο ήταν ανυπόφορη κι ο Chuck προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει το νεκρό ζώο για να το μετακινήσει. Ήταν άνθρωπος «καθαρός», από όλες τις απόψεις (αντίθετα με αρκετούς ανθρώπους στο heavy metal) και είχε το μέρος που έμενε πάντα τακτοποιημένο. Κάτι άλλο χαρακτηριστικό που θυμάμαι, είναι οι επονομαζόμενες μάχες μας για τα chicken wings. Μονομαχούσαμε για το ποιος θα «επιζήσει» έχοντας παραγγείλει τα πιο πικάντικα!!! Ο Chuck ήταν γνωστός για το έντονο ταμπεραμέντο του, αλλά λίγοι γνωρίζουν ότι ήταν εξαιρετικά ευγενικός και είχε καλούς τρόπους. Ίσως κάποιοι ξέρουν ότι τον πήγα στα δικαστήρια για αθέτηση συμβολαίου (αφότου με απέλυσε μετά το “Spiritual healing”), αλλά αυτό που δε γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι, είναι ότι μερικούς μήνες μετά, όταν ο Chuck ήθελε να απολύσει τον Bill Andrews και τον Terry Butler, επικοινώνησε μαζί μου, μέσω του δικηγόρου μου, για να μου πει ότι ήθελε να διευθετήσει την υπόθεση, να μου πληρώσει όσα μου χρωστούσε κι ότι με ήθελε πάλι για manager. Σοκαρίστηκα, του τηλεφώνησα όμως αμέσως και ήταν σα να μην είχαμε ποτέ διαφορές. Λίγες μέρες αργότερα, συναντηθήκαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου στη Νέα Υόρκη για να σχεδιάσουμε την «επίθεση» που θα εξαπολύαμε με το “Human”.

Κι ο χαρακτήρας του;

Ο Chuck Schuldiner ήταν ένας πολύπλοκος άνθρωπος, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Πολλές στιγμές ήταν γλυκός, μα κάποιες άλλες ήταν τόσο απρόβλεπτος κι ακραίος στις αντιδράσεις του, ώστε ήταν δύσκολο να δουλέψεις γι’ αυτόν ή μαζί του. Υποθέτω ότι ήταν πιο εύκολο να δουλέψεις μαζί του όσο ωρίμαζε και μεγάλωνε, αλλά θυμάμαι ότι όταν ήμουν manager του, από τα 21 ως τα 25 του, ήταν μία μάλλον χαοτική περίοδος της ζωής του, όπως και της δικής μου (αφού ήμουν λίγα χρόνια μεγαλύτερός του). Ας μην ξεχνάμε ότι έπρεπε να απολύσει πολλά μέλη του γκρουπ, να αλλάξει περιοδείες, να φωνάξει σε δισκογραφικές εταιρίες και πολλά άλλα τα οποία προκαλούν πίεση και πανικό. Αυτά φυσικά συνέβαιναν πολύ πριν αρχίσει να έχει προβλήματα με την υγεία του και η μητέρα του μου είπε ότι από τη στιγμή που ξεκίνησε να έχει προβλήματα με τον καρκίνο, ο «χαοτικός» Chuck εξαφανίστηκε εντελώς και μετατράπηκε σ’ έναν πολύ συγκεντρωμένο άνθρωπο ο οποίος προσπαθούσε να καλυτερεύσει τις σχέσεις με όσους ανθρώπους είχε τσακωθεί τα προηγούμενα χρόνια, κάτι που για μένα είναι δείγμα ενός ώριμου και ειλικρινούς χαρακτήρα. Αυτό για το οποίο έχω μετανιώσει, είναι που δεν ήμουν κοντινός φίλος του την ώρα του θανάτου του, αλλά νιώθω τιμή που έχω ακόμα επαφή με τη μαμά του κι αποτελώ ένα μικρό μέρος της κληρονομιάς που άφησε πίσω του.

Ποια είναι η γνώμη σου για τη μουσική του;

Από την πρώτη στιγμή που είδα κι άκουσα τους DEATH ζωντανά (καλοκαίρι του 1987 στο Milwaukee Metalfest) ήξερα ότι ο Chuck έκανε κάτι ξεχωριστό. Όπως πολλοί άλλοι την εποχή αυτή, άκουγα πολύ POSSESSED, VENOM και φυσικά SLAYER, αλλά ο Chuck Schuldiner έκανε κάτι πολύ διαφορετικό μουσικά – πολλά μινόρε, μουσική εμπνευσμένη από θεματολογία ταινιών τρόμου και doomρυθμοί. Κι όσο περνούσε ο χρόνος, γινόταν ολοένα και καλύτερος… το ταλέντο του σαν κιθαρίστας και συνθέτης δεν είχε όρια κι έμεινα έκπληκτος από το πόσο είχε προοδεύσει από το “Scream bloody gore” μέχρι το “Human”, το οποίο ήταν το τελευταίο άλμπουμ για το οποίο δουλέψαμε μαζί. Ένα εκπληκτικό ταλέντο κι ο δημιουργός ολόκληρης της σκηνής του death metal – χωρίς αμφιβολία, χωρίς αντίπαλο. 

Θυμάσαι κάτι περίεργο από τις περιοδείες που είχες οργανώσει για το γκρουπ;

Είχα βγει περιοδεία με τον Chuck στο πρώτο μισό του “Leprosy” και για ολόκληρη την περιοδεία του “Human”. Φυσικά υπάρχουν πολλές ιστορίες να πει κανείς! Θυμάμαι όταν κάναμε μία περιοδεία στο Μεξικό, τον Ιούνιο του 1989, μέναμε σε ένα καλό ξενοδοχείο. Τότε ο Bill Andrews κι ο Terry Butler ήταν αρκετά «χαζά παιδιά» και συνεχώς προκαλούσαν ο ένας τον άλλο να κάνουν τα πιο ηλίθια πράγματα. Σε μία τέτοια περίπτωση, βρέθηκα με τα βρακιά κατεβασμένα μπροστά από τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Ο Chuck γελούσε με την ψυχή του, όχι όμως και οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, που μας έδιωξαν και ψάχναμε να βρούμε που θα μείνουμε!!! Στην ίδια περιοδεία, όπως ταξιδεύαμε από τη Florida για το Μεξικό, ο κιθαρίστας που είχαμε προσλάβει για εκείνη την περιοδεία, ο Paul Masvidal (σ.σ. ο θεός κιθαρίστας των CYNIC), ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον πρόσφατα απολυμένο Rick Rozz, μπήκε σε λάθος αεροπλάνο και κατευθυνόταν στην Κόστα Ρίκα!!! Τελευταία στιγμή η αεροσυνοδός μας έσωσε από την καταστροφή και μας τον έφερε πίσω στη σωστή πτήση!!! Στην περιοδεία του “Human” θυμάμαι όλες τις καλές στιγμές, όταν βρίσκαμε άκρη για να έχουμε το σωστό εξοπλισμό κι ότι πάντα βρίσκονταν εξυπηρετικοί άνθρωποι. Όλοι μας γουστάραμε τις ταινίες τρόμου κι όποτε μας δινόταν η ευκαιρία να πάμε σε μέρη όπου είχαν γυριστεί τέτοιες ταινίες, το κάναμε. Πήγαμε στο Pittsburgh στο μέρος όπου είχε γυριστεί η ταινία “Dawn of the dead”, στην Washington στο σπίτι όπου είχε γυριστεί «Ο Εξορκιστής». Επίσης βρίσκαμε τις πιο περίεργες ταινίες και τις παρακολουθούσαμε όλοι μαζί στη γαλαρία του λεωφορείου. Φυσικά διαβάζω κι όλες τις αρνητικές κριτικές από εκείνη την περιοδεία στον metal Τύπο. Τους τσακωμούς, τους θυμούς, τις μηνύσεις κι όλα τα άσχημα, αλλά εγώ πάντα θυμάμαι τις καλές, ανθρώπινες στιγμές, τις οποίες λίγοι γνωρίζουν. Αυτές είναι οι θετικές αναμνήσεις που έχω από τον Chuck Schuldiner, τις οποίες θα κουβαλώ μαζί μου πάντα και είναι ο λόγος για τον οποίο μου λείπει ο φίλος μου ο Chuck.

Μπορείς να μας πεις εν συντομία, τη δική σου οπτική γωνία για το τι συνέβη σ’ εκείνη την ευρωπαϊκή περιοδεία, όπου ο Terry Butler κι ο Bill Andrews άφησαν πίσω τον Chuck και στα μάτια μου, τουλάχιστον, φαίνεται ότι είναι η ρίζα του κακού για την «περίεργη» και μερικές φορές «κακή προσωπικότητα» που εμφάνιζε ο Chuck Schuldiner; Από τότε σταμάτησε να εμπιστεύεται ανθρώπους πολύ και να συνεργάζεται με μουσικούς σε σταθερή βάση… Μπορείς να μας πεις τι συνέβη;

Αναφέρεσαι προφανώς στην περιοδεία για το “Spiritual healing”, στην οποία ο Chuck αποφάσισε την τελευταία στιγμή να μην πάει στην Ευρώπη κι ο Bill Andrewsμε τον Terry Butler τον αντικατέστησαν κάνοντας μία «ψεύτικη» περιοδεία των DEATH, στην οποία πολλοί άνθρωποι τραγουδούσαν ομαδικά “fuck Chuck”. Μπορώ να σου πω ευθέως τι συνέβη και να ανακαλέσω τα συγκεκριμένα και προσωπικά συναισθήματα του Chuckπάνω σ’ αυτό το συμβάν. Πριν από αυτό όμως, θα πρέπει να πάμε δύο χρόνια πίσω, στην πρώτη Ευρωπαϊκή περιοδεία του σχήματος. Ήταν ένας κοπιαστικός εφιάλτης για τη μπάντα. Είχε οργανωθεί από ένα Βέλγο, ονόματι Johan από το πρακτορείο Metalysee κι ο Chuck είχε ορκιστεί να μην ξαναγυρίσει κάτω από παρόμοιες προϋποθέσεις. Άσχημες συνθήκες, κακός εξοπλισμός, καθόλου διαλείμματα ανάμεσα στις ημέρες των συναυλιών κτλ. Έχοντας αυτά στο μυαλό του ο Chuck, προφανώς αγχώθηκε όταν διαπίστωσε ότι είχε ετοιμαστεί ένα παρόμοιο «πακέτο» για την επερχόμενη ευρωπαϊκή του περιοδεία. Εκείνη την περίοδο, είχα πρόσφατα απολυθεί από manager και το βάρος του management των DEATH ήταν αποκλειστικά στους ώμους του Chuck. Γνώριζα πολύ καλά τον Chuck εκείνη την περίοδο κι αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, παρά τα ελαττώματά του, το να απογοητεύσει τους οπαδούς του, ήταν κάτι που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε. Ούτε σε μία περίπτωση στο εκατομμύριο δεν θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Ήταν ευέξαπτος και μάλιστα αυτό το χαρακτηριστικό του τον οδήγησε στο να με απολύσει τηλεφωνικά σε ένα περίεργο ξέσπασμα θυμού. Αλλά, όπως έχω δηλώσει δημοσίως αυτά τα χρόνια, κάποιος έπρεπε να γνωρίζει πολύ καλά τον Chuck και το απίστευτο βάρος που είχε επιφορτιστεί σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα: προσωπικά, επαγγελματικά και σε επίπεδο δημιουργικότητας. Παρόλα αυτά, απ’ ότι μου είπε ο Chuck αμέσως μετά από αυτό το συμβάν, μόλις συνειδητοποίησε τις ασυμφωνίες που υπήρχαν στην ευρωπαϊκή περιοδεία και μη μπορώντας να τις λύσει μονάχα αυτός κι ο ατζέντης του, Mitchell, την τελευταία στιγμή αποφάσισε να αποσυρθεί. Ο Billκι ο Terry αμέσως επαναστάτησαν, κατηγορώντας τον Chuck προσωπικά ότι σταμάτησε την περιοδεία κι επειδή ήθελαν να ταξιδέψουν, ξεκίνησαν την περιοδεία κι έβαλαν κάποιους roadies να τον αντικαταστήσουν.

Τώρα πρέπει να αναρωτηθώ: «Τι στο καλό πίστευαν ο Bill κι ο Terry;» Τότε πρέπει να κατάλαβαν ότι από τη στιγμή που θα επέστρεφαν στη Φλόριντα, είχε φτάσει το τέλος τους σαν μέλη των DEATH. Φαντάσου κάποιος να αντικαθιστούσε τον Tom Araya τελευταία στιγμή και να ονόμαζε τη μπάντα SLAYER ή τον JohnLennonκαι να το έλεγε αυτό BEATLES. Είναι απλά γελοίο, από όποια οπτική γωνία κι αν το κοιτάξει κανείς. Ακόμα χειρότερο ήταν ότι οι δυο τους (Bill και Terry) δεν έχαναν ευκαιρία να κατηγορούν ασύστολα τον Chuck όπου και να βρίσκονταν για τα πάντα! Κι όλα αυτά ενώ οι DEATH ήταν η μπάντα του Chuck, το δημιούργημά του, το όραμά του. Όλοι γνώριζαν ότι ο Chuck ήταν οι DEATH. Έτσι, όταν η ψεύτικη κι απαίσια περιοδεία τελείωσε και υπήρχαν στα περιοδικά φοβερά πράγματα εναντίον του Chuck, έλαβα ένα τηλεφώνημα από το δικηγόρο μου ότι ο Chuck ήθελε να μου ζητήσει συγγνώμη και να διευθετήσουμε τα πράγματα. Όπως έχω πει πολλές φορές, σοκαρίστηκα, αλλά αμέσως μιλήσαμε και πετάξαμε στη Νέα Υόρκη για να σχεδιάσουμε τη στρατηγική μας. Ο Bill κι ο Terry κι επίσημα εκδιώχθηκαν από τους DEATH. Θυμάμαι τη μητέρα του Bill Andrews, η οποία είχε έναν πολύ σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία, αφού λειτουργούσε σαν managerτων δυο τους καθ’ όλη τη διάρκεια της «περιοδείας», να με παίρνει τηλέφωνο και της ξεκαθάρισα ότι «είτε θα υπογράψουν το χαρτί ότι φεύγουν από τους DEATH, είτε θα πάμε στα δικαστήρια όπου ξέρεις ότι θα κερδίσουμε. Ο γιος σου κι ο φίλος του έκαναν τις επιλογές τους. Μέχρι εδώ!». Ο Terry κι ο Bill ήταν έξω από το γκρουπ κι ο Chuck ξεκίνησε να σχεδιάζει την περιοδεία του “Human”, συμπεριλαμβάνοντας μία τεράστια παγκόσμια περιοδεία, την οποία είχε υποσχεθεί και πραγματοποίησε.

Αν λοιπόν θεωρώ ότι αυτή η «περιοδεία» για το “Spiritual healing” ήταν μία εκδήλωση της «περίεργης προσωπικότητας» του Chuck; Σ’ αυτή την περίπτωση θα έλεγα όχι. Ο Chuck είχε αμφιβολίες για την οργάνωση κι άλλοι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις αμφιβολίες, σε μία περίοδο που ο Chuck έλεγχε τα πάντα μόνος του, με όλο το άγχος που επιφέρει κάτι τέτοιο. Τελικά υπέκυψε στην πίεση, με απέλυσε για δεύτερη και τελευταία φορά μετά το “Human”, αλλά δεν αναφέρομαι σ’ αυτή τη συμπεριφορά ως περίεργη. Θα έλεγα ότι είναι «η συμπεριφορά μίας ιδιοφυίας υπό πίεση».

Όσον αφορά τη συνεργασία του με άλλους μουσικούς, πραγματικά φαίνεται σα να υπήρχε μία περιστρεφόμενη πόρτα στο συγκρότημα, όπου μουσικοί «έμπαιναν» κι «έβγαιναν», αλλά αυτή δεν είναι μία δίκαια θεώρηση των πραγμάτων. Θα θεωρούσα την τελευταία πραγματική σύνθεση των DEATH σαν συγκρότημα, αυτή του “Leprocy”. Από εκείνο το σημείο, τα νέα άτομα που έμπαιναν στο σχήμα είτε ήταν «νοικιασμένοι μουσικοί» είτε ήταν εμφανές ότι οι DEATH ήταν στην πραγματικότητα ο Chuck και οι μουσικοί που τον πλαισίωναν ήταν σημαντικά μέλη, αλλά όχι αναπόσπαστα. Ο Rick Rozz απολύθηκε επειδή οι υπόλοιποι θεώρησαν ότι δεν προόδευε μουσικά, κάτι που πραγματικά ίσχυε. Ο James Murphy, ήταν ένας περίεργος τύπος που τελικά δεν ταίριαξε ποτέ. Ο Bill Andrews κι ο Terry Butler απολύθηκαν απολύθηκαν επειδή έκαναν την ψεύτικη περιοδεία αντικαθιστώντας τον Chuck κι έκαναν ότι ήταν δυνατόν για να καταστρέψουν το όνομά του. Ο Paul Masvidal κι ο Sean Reinert, ποτέ δεν έγιναν μέλη των DEATH (από τη στιγμή που και οι δύο είχαν εκφράσει την αφοσίωσή τους στους CYNIC) αλλά και οι υπόλοιποι, που είχαν προσληφθεί για μία περιοδεία ή ένα άλμπουμ.

Είχε ο Chuck κακή φήμη σε μουσικούς από άλλα γκρουπ; Πιστεύω ότι ποτέ σε συνεντεύξεις του δεν κακολογούσε άλλους μουσικούς ή σχήματα. Παρόλο που τον ήξερα πολύ καλά και τον έβλεπα να δουλεύει, να γελά, δεν έχω ιδέα πως ήταν να ΕΙΣΑΙ ο Chuck Schuldiner: Η δημιουργική ενέργεια, η πίεση από τους οπαδούς και τους κριτικούς, η συνεχής ανάγκη να εξέλιξη… Αυτά είναι πράγματα που έμπαιναν στην προσωπικότητα του Chuck και μερικές φορές όχι με τον καλύτερο τρόπο.

Eric Greif (πρώην μάνατζερ των DEATH)

Ποια είναι η γνώμη σου για τον Chuck σαν άνθρωπο και σαν μουσικό;

Ο Chuck ήταν μοναδικός, προσγειωμένος και ήσυχος άνθρωπος. Όταν ήθελε κάτι ήξερε τι ακριβώς να κάνει για να το πετύχει. Σαν μουσικός είναι μύθος. Ένας από τους ιδρυτές του death metal. Πρωτοπόρος και πάντα πήγαινε ένα βήμα μπροστά από το death metal κι όχι μόνο. Πάντα προόδευε τη μουσική. Εκεί που οι άλλοι βάλτωναν, εκείνος έκανε τη μουσική πιο μελωδική, πιο τεχνική, σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια, αλλά πάλι κατόρθωνε να ακούγεται σαν DEATH… Δε νομίζω ότι θα υπάρξει κάποιος άλλος καλλιτέχνης τόσο επιδραστικός σ’ αυτό το κύκλωμα. Κι εκτός σκηνής ήταν πολύ καλός με τους οπαδούς του, τους ανθρώπους της εταιρίας του (όπως κι εγώ) και δεν παρατήρησα ποτέ να κακολογούσε κάποιους. Πάντα ήταν υπέρ της χαρακτηριστικής του φράσης: «Υποστηρίξτε τη μουσική, όχι τις φήμες». Έτσι θα τον έχω πάντα στη μνήμη του. Θα πρέπει να τονίσουμε ακόμη την ικανότητά του να παίρνει άγνωστους μουσικούς, οι οποίοι είναι εκπληκτικοί. Κανείς δεν ήξερε, για παράδειγμα, τα μέλη στην τελευταία σύνθεση των DEATH, ούτε το φανταστικό drummer Richard Christy. Είχε «μύτη» σ’ αυτό το ζήτημα.

Η Nuclear Blast υπέγραψε το σχήμα για το “The sound of perseverance” και το CONTROL DENIED

Θυμάμαι ακόμα όταν πήγα να τον συναντήσω στο Dynamo Open Air μόλις είχαμε υπογράψει τους DEATH κι έπαθα σοκ όταν μου έδωσε να ακούσω το δίσκο…

Είναι αλήθεια ότι το “The sound of perseverance” επρόκειτο να είναι ο δίσκος των CONTROL DENIED, αλλά του βγήκε πιο “DEATH” απ’ ότι υπολόγιζε και το έβγαλε με το όνομα των DEATH για να κερδίσει κι από τη δημοσιότητα που θα έμενε το όνομά του στην επικαιρότητα;

Απ’ όσο ξέρω, όχι. Είχε το όνειρο να γράψει ένα metal άλμπουμ. Ήταν μεγάλος οπαδός της μουσικής των 80’s και σχημάτων όπως οι RAVEN, οι MERCYFUL FATE, οι SACRILEGE, πίστευε ότι τα περισσότερα metalσυγκροτήματα εκείνη την εποχή ακούγονταν ίδια μεταξύ τους, οπότε ήθελε να βγάλει ένα σπουδαίο heavy metal άλμπουμ, αλλά χωρίς να τραγουδά αυτός, επειδή ήξερε ότι είχε περιορισμούς η φωνή του κι ο κόσμος θα το παρομοίαζε με DEATH. Δε γνωρίζω να υπήρχε πάντως να υπήρχε κάποια τέτοια σκέψη που λες. Το άλμπουμ ούτως ή άλλως δεν ήταν εμπορικό, οπότε δεν μπορεί να πει κανείς ότι κάναμε κάποιο εμπορικό τρικ. Η μουσική έμοιαζε με DEATH, αλλά τα φωνητικά ήταν powermetal.

Τι έγινε τότε που ήθελε να τραγουδήσει λοιπόν το δίσκο ο Warrel Dane από τους NEVERMORE; Γιατί δεν πήγε;

Αυτός ήταν η πρώτη του επιλογή και θα έκανε το παν για να τραγουδήσει. Δυστυχώς όμως τα προγράμματά τους δεν συνέπιπταν σε καμία περίπτωση κι αναγκάστηκε να πάει στον Tim Aymar, ο οποίος έκανε και σπουδαία δουλειά.

Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των οπαδών απέναντι σε όλες αυτές τις κυκλοφορίες που βγάλατε μετά το θάνατο του Chuck; Μιλάω για το “Live in L.A.”, το “Live in Eindhoven”, το deluxe edition του “The sound of perseverance” κ.ο.κ.

Ανάμικτες, αλλά το κάναμε για καλό σκοπό. Μεγάλο μέρος των κερδών πήγαιναν στη μητέρα του Chuck για να πληρώσει τα χρέη που δημιουργήθηκαν από τις εγχειρήσεις που έκανε. Και μετά το θάνατό του τα λεφτά πήγαιναν στη μητέρα και την αδερφή του. Δε σκυλεύουμε τα πτώματα κανενός. Έχουμε απόλυτο σεβασμό στον Chuck και σαν άνθρωπο και σαν μουσικό. Δε θέλουμε σε καμία περίπτωση να εκμεταλλευτούμε το θάνατό του.

Φαντάζομαι ότι δε θέλεις να σχολιάσεις τη Hammerheart για τις κυκλοφορίες CONTROL DENIED που έβγαλε μετά θάνατον.

Όχι, μη με βάλεις να σου πω τη γνώμη μου γι’ αυτό. Θέλουμε όλες τις μπάντες μας χαρούμενες με μας, γιατί χωρίς αυτές δεν υπάρχει εταιρία. Να φανταστείς ότι κάποιοι οπαδοί έλεγαν ότι θα κυκλοφορήσουμε κάποια CD εξαιτίας του θανάτου του Jonαπό τους DISSECTION, για να εκμεταλλευτούμε το γεγονός αυτό. Δεν θα κάνουμε απολύτως τίποτα. Δεν θέλουμε να κάνουμε rip off…

Jaap Wagemaker (A & R, Head of Promotion, Nuclear Blast)

Τι θυμάσαι από τον Chuck και ποιες οι αναμνήσεις σου από την περίοδο που παίζατε μαζί;

Κατά τη διάρκεια της συνθετικής διαδικασίας, τις πρόβες και της ηχογράφησης του “Human”, θυμάμαι ότι ο Chuck ήταν απίστευτα χαλαρός και ανοιχτός σε νέες ιδέες. Ήταν ενθουσιασμένος με το νέο άλμπουμ και τη μουσική που παίζαμε όλοι μαζί. Δεν έμοιαζε επηρεασμένος από άλλα γεγονότα. Στο μεγαλύτερο μέρος της περιοδείας ήταν αρκετά ήρεμος αν και υπήρξαν καταστάσεις που αφορούσαν τη business πλευρά κι εκεί φαινόταν ότι δεν ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα γι’ αυτόν.

Ο Chuck αναμφισβήτητα ήταν πολύ αγαπητός αλλά αρκετές φορές αναγκαζόταν να συμπεριφερθεί θα έλεγα σκληρά και να χάσει την εμπιστοσύνη του σε ότι αφορά τον Τύπο και γενικότερα τους συνεργάτες του. Τι έχεις να πεις πάνω σε αυτό;

Ο Chuck δεν ήταν θύμα. Η συμπεριφορά του καθοριζόταν ανάλογα, συνειδητά ή ασυνείδητα γιατί αυτά ήταν τα μοναδικά εργαλεία που είχε ώστε να αντεπεξέρθει στα όποια ζητήματα εκ των προτέρων. Όλοι οι αγαπητοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι όταν φωνάζουν και ουρλιάζουν παύουν να είναι το ίδιο αγαπητοί για την συγκεκριμένη στιγμή. Χειριζόταν τις καταστάσεις όσο καλύτερα μπορούσε μιας δεν ήταν εύκολο γι’ αυτόν και ούτε για μας επίσης αν χρειαζότανε να περάσουμε κάτι ανάλογο. Υπήρχε ένα συγκεκριμένο μερίδιο ευθύνης το οποίο αρκετές φορές τον τρέλαινε. Δεν ήταν ενήμερος γι’ αυτό. Οι περισσότεροι από μας δεν συνειδητοποιούμε ότι δημιουργούμε τις δυσκολίες και το δράμα στις ζωές μας. Οι προθέσεις του Chuck είχαν καλό σκοπό. Ήθελε να εμπιστευθεί τους ανθρώπους. Όλοι αυτό δεν θέλουμε;

Πολλοί θεωρούν ότι εσύ και ο Sean Reinert παίξατε δραστικό ρόλο στον ήχο των DEATH και το πως καθιερώθηκε στις μετέπειτα κυκλοφορίες. Πως και δεν συνεχίσατε την συνεργασία σας και στο “Individual thought patterns”;

Είμαι ευγνώμων που ήμουν μέρος της όλης αυτής διαδικασίας. Η φανταστική εμπειρία, απλά οι ενέργειές μας πλέον στρεφόντουσαν πίσω στους CYNIC. Είχαμε πολύ δουλειά μπροστά μας ώστε να ολοκληρώσουμε τον δίσκο μας και έπρεπε να αφοσιωθούμε σε αυτό.

Paul Masvidal (CYNIC/ DEATH/ AEON SPOKE)

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here