CIRITH UNGOL: The tales of “Frost and Fire” – the 40th anniversary

0
88
Cirith Ungol












Cirith Ungol

Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τo παρθενικό άλμπουμ μιας μπάντας που μαζί με κάποιες ακόμη, λίγες τον αριθμό, ξεκίνησαν αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν “US Metal”. Οι CIRITH UNGOL είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία τόσο του doom metal, επάνω στο οποίο επίδρασαν σε σεβαστό ποσοστό, όσο και στην ανάλογη του αμερικανικού power metal, του οποίου θεωρούνται ανάμεσα στους προπάτορες κυρίως λόγω του επικού ύφους της μουσικής τους. Έστω και αν ΑΥΤΟΣ ο ήχος που ακούς στο ντεμπούτο τους, δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί.

Ένα μείγμα περίεργο, ιδιόμορφο. Σχεδόν, ή για κάποιους ολοκληρωτικά, εξώκοσμο/απόκοσμο, επί του οποίου δέσποζε η φωνή του Tim Baker, που έμοιαζε να βγαίνει από τα έγκατα της Γης. «Ταυτότητα» λέγεται αυτό, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όσο και αν είσαι από αυτούς που δεν αντέχεις, οφείλεις να αφήσεις στην άκρη τα όποια διαφορετικά σου γούστα και να παραδεχτείς την αξία και το ειδικό βάρος των Καλιφορνέζων. Γιατί τα γούστα ΟΦΕΙΛΟΥΝ να είναι διαφορετικά, η κρίση μας όμως, ομοίως, οφείλει να είναι ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ.

Οι CIRITH UNGOL έγραψαν αριστουργήματα και το “Frost and Fire” είναι το πρώτο κατά σειρά. Το ξέρω, συγκρινόμενο με ό,τι ακολούθησε, χάνει στα τελικά σημεία. Αυτό όμως δεν πρέπει να το υποβαθμίζει. Και πώς να γίνει αυτό άλλωστε, όταν υπάρχει αυτή η απόδοση και κυρίως, αυτή η “one of a kind” ατμόσφαιρα; Ένα αμάλγαμα proto metal και heavy rock ακουσμάτων, που εισήγαγε τον ανυποψίαστο (τότε) ακροατή σε έναν καινούργιο, ελκυστικό, μαγευτικό μα «δύσκολο» κόσμο. Σε μια εποχή που μουσικά άλλαζε δραματικά, που από την μια «ξεχνούσε» τους γίγαντες του hard rock και από την άλλη σαρωνόταν από την αναδυόμενη δύναμη που λεγόταν NWOBHM, θα μπορούσε κανείς να δώσει στο “Frost and Fire” ακόμη και τον χαρακτηρισμό ενός από τους «Τελευταίους των Μοϊκανών», αφού το ίδιο αυτό καθαυτό ήταν «βουτηγμένο» στον ήχο των 70s.

Επικό, προοδευτικό μέσα στην ιδιαιτερότητά του μα και «παλιακό» ταυτόχρονα, δεν έχει μόνο ιστορική και «φιλολογική» αξία. Συνθέσεις όπως ο ομώνυμος ύμνος και το αυτοπεριγραφικό, αρκετά χρόνια μετά, “I’m alive”, ήρθαν, κέρδισαν τον ακροατή και καθιερώθηκαν. Μπορεί όμως τα προαναφερθέντα classics να είναι ακόμη αναπόσπαστα μέρη του εκάστοτε set list, η μεγάλη στιγμή όμως του δίσκου δεν είναι άλλη από το instrumental “Maybe that’s why”, ένα τραγούδι που περιέχει όλη την μελαγχολική αρχοντιά των CIRITH UNGOL και που προμήνυε την λαμπρή συνέχειά τους.

CIRITH UNGOL λοιπόν, και “Frost and fire”. Χρέος μας ως περιοδικό, ήταν να τιμήσουμε τούτο το manifesto αμερικανικού μετάλλου με κάποιο αφιερωματικό κείμενο. Γιατί όμως να διαβάσεις κάτι μόνο από μένα, και όχι από αυτούς που το δημιούργησαν; Έτσι, κάλεσα μια μικρή… βοήθεια, τους Robert Garven (τύμπανα) και Greg Lindstrom (μπάσο/κιθάρα) οι οποίοι εκτός από λέξεις, μου χάρισαν και εικόνες, τις φωτογραφίες δηλαδή που κοσμούν το αφιέρωμα. Ας περάσει ο λόγος σε αυτούς και ο συντάκτης ας περιοριστεί στον ρόλο που του αρμόζει, δηλαδή αυτού που θα κατευθύνει, όποτε χρειάζεται, την κουβέντα. Αν και με τόσο ευδιάθετους και «ζεστούς» ανθρώπους-συνομιλητές, δεν χρειάστηκε να γίνει ούτε καν αυτό. Εντάξει, μη καθυστερούμε άλλο, δεν υπάρχει λόγος. “The frost preserves and the fire destroys us, like pouring rain on the sands of time…”

Ας ξεκινήσουμε από την εποχή πριν τους CIRITH UNGOL. Παίζατε μουσική με κάποια άλλη μπάντα; Είχατε ξεκινήσει να ασχολείστε με την όλη «φάση»;
Rob: Πάντα μας άρεσε η μουσική. Τον «σκληρό ήχο» τον γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν άκουσα τους CREAM, BLUE CHEER, Jimmy Hendrix, IRON BUTTERFLY, και ειδικά όταν αυτοί έδωσαν συναυλίες στη περιοχή μας. Ήμουν πολύ μικρός για να μπορέσω να παραβρεθώ σε μια από αυτές, αλλά όχι τόσο μικρός ώστε να ακούω και να καταλαβαίνω. Με τον Greg συναντηθήκαμε στο Γυμνάσιο, στα δεκατρία μας, σε ένα ειδικό τμήμα λογοτεχνίας. Αυτός με «έμπασε» στους MOUNTAIN, DUST και THIN LIZZY. Θυμάμαι συναντιόμασταν κάθε μέρα πριν μπούμε για μάθημα και συζητούσαμε για μουσική, αγώνες αυτοκινήτων και για τις Ferrari (σ.σ. το πάθος για τα εν λόγω αυτοκίνητα πρέπει να ήταν μεγάλο, αφού έβαλαν και ήχο από Ferrari ως «τραγούδι» στη συλλογή “Servants of Chaos”). Όχι πολύ καιρό αργότερα, ξεκινήσαμε μαζί με δύο ακόμη συμμαθητές μας, τους Jerry Fogle (R.I.P: κιθαρίστας των CIRITH UNGOL) και Pat Galligan τους TITANIC, με τους οποίους παίζαμε κυρίως διασκευές στους THE BEATLES, μιας και ο Pat ήταν μεγάλος τους οπαδός. Μετά βέβαια αυτός έπαιξε punk, με τους ANGRY SAMOANS, άσχετο!

Έτσι λοιπόν φτάνουμε στην αρχή των CIRITH UNGOL…Πότε την τοποθετούμε χρονολογικά;
Rob: Τέλη του 1971 με αρχές του 1972 όταν ο Greg, ο Jerry Fogle και εγώ παρατήσαμε την ιδέα των TITANIC. Και το κάναμε αυτό γιατί θέλαμε να παίξουμε την «πιο heavy μουσική που είχε ακουστεί ως τότε», όπως λέγαμε οι ίδιοι μεταξύ μας! Το «λημέρι» μας ήταν ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο του πατρικού μου σπιτιού. Εκεί μαζευόμασταν, συνθέταμε, προβάραμε και γενικά φτιάχναμε αυτό που αργότερα θα γινόταν ο σήμα-κατατεθέν ήχος μας. Ήταν μια εποχή που τώρα μου φαίνεται μαγική και κατά την οποία δεν σταματήσαμε ποτέ να κυνηγούμε το όνειρό μας, δηλαδή να παίξουμε αληθινό heavy metal!

Και γιατί CIRITH UNGOL;
Greg: Ήμασταν μεγάλοι οπαδοί του “The Lord of the Rings”, έτσι όλα τα ονόματα που σκεφτήκαμε τότε, ήταν ονόματα ή τοπωνύμια από εκείνο το έργο: Minas Tirith, Isengard, Khazad Dum… τέτοια. Οπότε καταλαβαίνεις, εννοείται πως διαλέξαμε αυτό που ήταν το δυσκολότερο να θυμάται κανείς!

Rob: Μπορεί το “The Lord of the Rings” να μην ήταν τότε τόσο πολύ γνωστό, όσο τώρα, μετά από όλες αυτές τις ταινίες του Jackson, ωστόσο αποτελούσε μεγάλη επιρροή για όποιον ήθελε να ασχοληθεί με τον ευρύτερο κόσμο του “Sword and Sorcery” μαζί φυσικά με τον Elric, τον Conan και άλλους. Όπως είπε και ο Greg διαλέξαμε το “Cirith Ungol” για το «δύσκολο» και «περίεργο» της φάσης.

Ναι, αλλά δεν προφέρεται με “C” στην αρχή, αλλά με “K”!
Rob: Ναι, αναφέρεται συχνά πως η προφορά είναι λάθος. Κοίτα, βασικά, όσες φορές και να διαβάσαμε τα βιβλία, πάντα παραβλέπαμε την προφορά της λέξης στην γλώσσα των Ξωτικών! Όταν παίξαμε στο φεστιβάλ του Rock Hard στη Γερμανία, ένας συντάκτης μας ρώτησε αν την μιλάμε (σ.σ: την γλώσσα των Ξωτικών). Ε, όπως καταλαβαίνεις, μάλλον δεν την μιλάμε! (γέλια)

Υπήρχε ενεργή σκηνή στη περιοχή της Ventura τότε; Πριν κυκλοφορήσετε οτιδήποτε επισήμως, είχατε δώσει live shows;
Rob: Μπα, εκτός από λίγα clubs όπου κάποιες μπάντες τοπικές έπαιζαν διασκευές σε rock τραγούδια, η πλειοψηφία των clubs ασχολείτο με την country ή την disco/ dance μουσική. Εμείς δεν χάναμε καμία ευκαιρία, παίζαμε όπου και όποτε μπορούσαμε και συνήθως οι συναυλίες μας ήταν μέρος κάποιου τοπικού φεστιβάλ ή κάποιου “battle of the bands”, τα οποία και διοργάνωναν ντόπιοι promoters.

Greg: Εμείς προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μια σκηνή εκ του μηδενός! Θυμάμαι είχαμε αυτοκόλλητα, σε μαύρο και ασημί χρώμα, που έγραφαν επάνω “CIRITH UNGOL Heavy Metal”, παρόλο που κάτι τέτοιο θα μας υποτιμούσε στα μάτια αυτών που δεν τους άρεσε το heavy rock (σ.σ: είχαν και στις Η.Π.Α τελικά τα «κολλήματά» τους στα 70s, δεν ήταν όλα ρόδινα). Δεν ήταν εύκολο να είσαι οπαδός του heavy metal τότε. Δεν υπήρχε και το internet να κάνει τα πράγματα ευκολότερα και να μας βοηθήσει… (σ.σ: ελάτε ορισμένοι «μεταλλοπατέρες», «θάψτε» ξανά το internet, πείτε πως κατέστρεψε την μουσική. Ο Greg σας αποστομώνει)

Πάμε λοιπόν στα demos σας. Όταν τα ακούω, πιάνω στον αέρα ένα περίεργο συναίσθημα που μου θυμίζει τους πρώιμους RUSH, το οποίο και παραμένει και στο ντεμπούτο. Έχω άδικο;
Rob: Χμ… το καταλαβαίνω αυτό, καταλαβαίνω τι θες να πεις, αλλά πρέπει να κάνουμε κατανοητό στον κόσμο πως δεν αντιγράψαμε κανέναν τότε. Θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι εντελώς νέο, το οποίο να έχει «ρίζες» (και μόνο) στα δικά μας ακούσματα.

Δεν εννοώ πως αντιγράψατε, ακριβώς για αυτές τις επιρροές θέλω να ακούσω.
Greg: Σωστός είσαι. Οι πρώιμοι RUSH σίγουρα ήταν επιρροή μας, αλλά οι «ρίζες» μας, που είπε ο Rob, πάνε πιο πίσω ακόμη: CREAM, Jimmy Hendrix, MOUNTAIN, BLACK SABBATH, DUST, CAPTAIN BEYOND, URIAH HEEP, LUCIFER’S FRIEND, BANG… θα μπορούσα να γεμίσω ολόκληρη την σελίδα μιλώντας και αναφέροντας μόνο τις επιρροές και τα ακούσματά μας. Πάντα ψάχναμε για νέα μουσική και όσο γίνεται αυτή να ήταν βαρύτερη!

Όταν ήρθατε πρώτη φορά στην Αθήνα, θυμάμαι να μου πλέκετε το εγκώμιο του Demis, του Vangelis και των APHRODITES CHILD… Μήπως τους ακούμε και αυτούς μέσω των CIRITH UNGOL;
Greg: Δεν είχα ανακαλύψει τους APHRODITE’S CHILD τότε, αυτό έγινε αργότερα… αλλά πού ξέρεις, μπορεί να τους ακούσεις στα επόμενα κομμάτια μας, αυτά που θα βγουν στο μέλλον! Μπορώ να σου πω όμως πως τότε είχε κυκλοφορήσει στις Η.Π.Α το “On the wings” των SOCRATES και το “Bite of the worm” από το “The orange album” μου τους θυμίζει.

Μιας και αναφέραμε το “The orange album”, κάποια κομμάτια από αυτό και από το “Cirith Ungol”, τα βρίσκουμε στη συλλογή “Servants of Chaos”. Παίχτηκαν άραγε ποτέ ζωντανά;
Greg: Ναι, τα περισσότερα του “The orange album” τα παίζαμε ζωντανά κάθε τόσο. Εκτός αυτού, πουλούσαμε και τις κασσέτες στα shows μας. Άσε που είχα αγοράσει ένα διπλό κασσετόφωνο και έγραφα κόπιες επιτόπου (σ.σ: αυτό είναι επιθετικό marketing κύριοι)!

Υπήρξαν κάποια σημεία/μέρη από εκείνα τα κομμάτια στις επόμενες κυκλοφορίες σας, ως φόρος τιμής ας πούμε;
Rob: Ο Greg και ο Jimmy (σ.σ: Barazza, η άλλη κιθάρα της μπάντας) έπαιξαν μερικά σημεία από το “Frost & Fire” στο “The Frost Monstreme”, στον τελευταίο μας δίσκο, το “Forever black”. Ήταν σαν να κλείνουμε το μάτι στο παρελθόν μας, σαν να του κάνουμε ένα νεύμα. Το συγκρότημα γενικά έχει στην μουσική του επαναλαμβανόμενα θέματα, εντελώς οικεία, που είναι σαν εικόνες που περνούν μπροστά σου. Η μουσική μας, είναι όπως το αίμα που ρέει μέσα στις φλέβες μας. Αυτό είναι στο DNA μας, είναι κάτι σαν σημείο αναφοράς για μας, για το πώς δημιουργηθήκαμε και εξελιχθήκαμε, αλλά δεν θα το χαρακτήριζα «εσκεμμένο». Μας βγαίνει αυθόρμητα.

Πάμε τώρα στο “Frost and Fire”. Πόθεν προέκυψε ο τίτλος;
Greg: Εκείνη την εποχή, μόλις είχα διαβάσει Fritz Leiber, συγκεκριμένα την σειρά βιβλίων “Fafhrd and the Grey Mouser” και μια ιστορία λεγόταν “The Frost Monstreme” (σ.σ: να το). Ήθελα οπωσδήποτε να γράψω ένα τραγούδι για αυτό. Έτσι, αφού υπήρχε ο Πάγος, ως στοιχείο, έπρεπε να βρούμε κάτι να του αντιταχθεί. Τι άλλο θα μπορούσε, πέραν μιας «θεϊκής» Φωτιάς; Έτσι, δημιουργήθηκε το “Frost and Fire”.

Και αν δεν είχα ακούσει ούτε νότα, πως θα μου περιγράφατε την μουσική του;
Rob: Εγώ θα στο περιγράψω! Είναι ένα “Churning Maelstrom of Metal Chaos descending!” (σ.σ: εννοείται το αφήνω ως έχει)

Γιατί «κόψατε» τα έντονα πλήκτρα από κομμάτια σαν το ομώνυμο; Ο συνδυασμός κιθάρας-πλήκτρων μαζί με το μπάσο μπροστά ήταν εξαιρετικός…
Greg: Μπορώ να σου πω πως ανήκεις στην μειοψηφία που σου αρέσει αυτό (σ.σ: ευχαριστώ, τιμή μου)! Δεν ξέρω, εκείνα τα πλήκτρα όπως τα ακούς στο “Servants…” μου ακούγονταν σχετικά παρωχημένα. Όταν απέκτησα το πρώτο μου Octave Cat synthesizer, φαινόμουν λες και είμαι παιδάκι που παίζει με το νέο του παιχνίδι. Ήθελα να το δοκιμάζω, με διάφορους ήχους σε διάφορα κομμάτια, να δω πού ταιριάζει, τί. Ε, και από την στιγμή που δεν είμαι ο Keith Emerson (RIP), κατάλαβα πως καλύτερα να χρησιμοποιείται με φειδώ. Στα “What does it take” και “Hype performance” δούλεψε καλά οφείλω να ομολογήσω. Έτσι, ακόμη χρησιμοποιούμε πλήκτρα, αλλά όπως σου είπα, με φειδώ.

Και το μπάσο; Τι είδους εξοπλισμός βγάζει τέτοιον super ήχο;
Greg: Α! Το μπάσο είναι Rickenbacker 4001, μοντέλο του 1972, και ο ήχος περνά μέσα από πετάλι ADA Flanger και έναν ενισχυτή Peavey 400.

Το υπέροχο “Maybe thats why” έχει στίχους, αν και instrumental. Τους διαβάζει κανείς στο εσώφυλλο της αυθεντικής έκδοσης, στο βινύλιο. Περίεργα μου τα λέτε εδώ…
Greg: Θεωρήσαμε τότε πως σαν instrumental, με τέσσερεις κιθάρες, θα έκανε περισσότερη αίσθηση. Κάποιες φορές όμως το παίξαμε και με την συμμετοχή του Tim στα φωνητικά.

Rob: Σαν instrumental έχει πολλή «ψυχή» μέσα του αυτό το κομμάτι, νομίζω πως τελικά πράξαμε το σωστό! Πάντως, αυτή είναι μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις που μας κάνουν όλα αυτά τα χρόνια, άρα, μάλλον έκανε αίσθηση τελικά! (γέλια)

Υπήρχαν τραγούδια που έμειναν εκτός δίσκου; Θα τα ακούσουμε άραγε ποτέ;
Rob: Όταν γράψαμε το “Frost & Fire”, το κάναμε με σκοπό αυτό να αποκτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμπορική απήχηση και να μας οδηγήσει σε συμβόλαιο με μια μεγάλη εταιρεία. Το να έχεις αποκτήσει “air play” στο ραδιόφωνο ήταν μεγάλη υπόθεση τότε, έτσι διαλέξαμε τα κομμάτια που θα εξυπηρετούσαν τον σκοπόν αυτόν. Αυτά που κόπηκαν ήταν τραγούδια σαν το “Death of the Sun” και το “Finger of Scorn” τα οποία κυκλοφορήσαμε αργότερα… Βέβαια, σε τελική ανάγνωση, τίποτα απ’όσα κάναμε δεν ήταν εμπορικό, αλλά ok!

Greg γιατί έφυγες τότε; Και πότε μπήκε στο συγκρότημα ο Michael “Flint” Vujea;
Greg: Ένιωσα πως είχα φτάσει σε «τέλμα» και πως κάτι έπρεπε να αλλάξει… είχα αποφοιτήσει από το κολλέγιο και είχα ήδη δέκα χρόνια στη μπάντα. Είχε περάσει ένας χρόνος περίπου από την κυκλοφορία του “Frost and Fire”, οι πωλήσεις κυμαίνονταν σε καλά επίπεδα, αλλά ένιωθα πως στην ουσία δεν είχαμε πετύχει κάτι σημαντικό… Το άλμπουμ το ηχογραφήσαμε χωρίς τον Flint, αυτός ήρθε μεν μετά, αλλά πριν την κυκλοφορία του. Έτσι, τον βάλαμε στα credits και φωτογραφήθηκε μαζί μας, τουλάχιστον να ξέρει ο κόσμος ποιος είναι πλέον ο μπασίστας μας! Ο λόγος που άλλαξα από μπάσο σε κιθάρα, είχε εκεί τις ρίζες του: ήθελα με κάποιο τρόπο να υπάρχει μια λογική διάδοχη κατάσταση και η μπάντα να συνεχίσει, χωρίς προβλήματα, χωρίς εμένα. Βλέπεις, έβλεπα πως η μέρα της αποχώρησής μου από το group δεν θα αργούσε. Ήθελα να συνεχίσω την ζωή μου υπό πιο «νορμάλ συνθήκες», αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Φυσικά, το μετάνιωσα. Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω δεν θα το έκανα…

Δηλαδή πως μεταφράζεται, πιο συγκεκριμένα, η όποια επιτυχία είχατε στις αρχές της δεκαετίας του ’80;
Rob: Θα σου πω ένα περιστατικό, να καταλάβεις: Ο KLOS, ένας τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός, έπαιξε το ομότιτλο κομμάτι από το “Frost & Fire” σε μια βραδινή εκπομπή που παρουσιαζόταν καινούργια μουσική. Μετά από αυτό όμως ο υπεύθυνος dj μου εκμυστηρεύτηκε πως η μουσική μας ήταν πολύ “heavy” για το ραδιόφωνο. Από την μία αυτό και από την άλλη ο ίδιος σταθμός έπαιζε για παράδειγμα BLACK SABBATH και DEEP PURPLE. Αυτό μας παραξένεψε, οπότε σκεφτήκαμε πως μάλλον ήμασταν διαφορετικοί και «ιδιαίτεροι» σε σχέση με ό,τι κυκλοφορούσε τότε. Αντί όμως να συμμορφωθούμε με αυτό, στο επόμενό μας άλμπουμ “King of the Dead” αποφασίσαμε να αφήσουμε τα πάντα ελεύθερα και να μην έχουμε ηχητικούς «φραγμούς».

Greg: Λαμβάνοντας υπόψη μας πως ήμασταν μια άγνωστη μπάντα, ερχόμενη από μια επίσης άγνωστη, ανεξάρτητη εταιρεία, λάβαμε πολλές και καλές κριτικές για τον δίσκο, κυρίως από την Ευρώπη. Εδώ στο Los Angeles υπήρχε ένα περιοδικό, το “The New Heavy Metal Revue”, που το εξέδιδε ο Brian Slagel της Metal Blade. Σχεδόν κάθε τεύχος του, θα είχε κάποια αναφορά σε μας, είτε για κάποια συναυλία, είτε σε κάποιο άρθρο, ενώ ήμασταν συχνά στο εξώφυλλο μαζί με μπάντες όπως MOTLEY CRUE και QUIET RIOT. Αλλά και πάλι, μεγάλη εμπορική επιτυχία δεν κάναμε.

Ήταν δύσκολο για μια μπάντα σαν τους CIRITH UNGOL να βρουν εκείνα τα χρόνια δισκογραφικό συμβόλαιο; Γιατί εσείς, κυκλοφορήσατε το ντεμπούτο σας μέσω της δικής σας Liquid Flame Records.
Rob: Δύσκολο; Ήταν δύσκολο ακόμη και στη πόρτα να φτάσεις! Και ναι, γιαυτό πράξαμε έτσι. Βέβαια, η Liquid Flames Records δεν ήταν ποτέ μια κανονική εταιρεία, παρά μόνο το μέσο μας ώστε να κυκλοφορήσουμε τον δίσκο.

Πόσο κράτησαν οι ηχογραφήσεις του “Frost and Fire”; Καμιά ωραία ιστορία έχουμε από τότε;
Greg: Εγώ μία στιγμή θυμάμαι περισσότερο απ’όλες: Να αισθάνομαι υπερήφανος πατέρας, καθώς κρατώ την πρώτη κόπια του ντεμπούτου μας, απευθείας από το εργοστάσιο παραγωγής! Ένιωσα το ίδιο συναίσθημα με αυτό που νιώθει κάθε σοβαρός μουσικός. Λες και αυτό το κομμάτι βινυλίου, καθόριζε με κάποιο τρόπο την ίδια μου την ύπαρξη! Επίσης, θυμάμαι πόσο άγχος μα και ενθουσιασμό είχα, όταν θα πήγαινα πρώτη φορά στο studio για να ηχογραφήσω. Ήμασταν τόσο καλά προπονημένοι, είχαμε κάνει τόσες πολλές πρόβες, που ηχογραφήσαμε τα πάντα μέσα σε δύο βράδια, χωρίς σχεδόν καθόλου overdubs, μόνο ελάχιστα στις κιθάρες και στα φωνητικά. Δεν είχαμε και τα χρήματα άλλωστε για κάτι περισσότερο. Ήταν και λίγα τα κομμάτια, μόλις οκτώ…

Rob: Όλη η διαδικασία μας πήρε έναν χρόνο. Επί έναν χρόνο γράφαμε, προβάραμε, κάναμε το mastering, τυπώσαμε το βινύλιο και καταλήξαμε στο σχέδιο του εξωφύλλου και του οπισθοφύλλου. Εγώ έκανα το layout, με πολύ «τρέξιμο». Κάτσε να σου πω ένα σκηνικό που έγινε σε ένα “battle of the bands”. Είχαμε περάσει στα τελικά, μαζί με μια άλλη μπάντα, που έπαιζε χορευτική μουσική. Ξέρεις, οι promoters τότε προτιμούσαν τις μπάντες που έκαναν τους νέους να χορεύουν, σιγά μην προτιμούσαν εμάς! Κι όμως, θα κερδίζαμε την πρώτη θέση, αν δεν γινόταν το εξής: ένας ενισχυτής των «αντιπάλων» μας ανατινάχτηκε, «κάηκε» και τους δανείσαμε δικό μας. Έπαιξαν και κέρδισαν, με τον δικό μας ενισχυτή. Αν δεν τους είχαμε βοηθήσει, θα ήμασταν εμείς πρώτοι! Δεν μας πείραξε όμως. Η δεύτερη θέση είχε ως έπαθλο 500 δολλάρια από το καλύτερο τοπικό studio, τα Goldmine Studios. Έτσι βρήκαμε extra κίνητρο να ηχογραφήσουμε εκεί όχι μόνο το “Frost and Fire” μα, αν δεν κάνω λάθος, όλα μας τα albums!

Και με τον Michael Whelan πως τα «βρήκατε»; Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, έτσι;
Rob: Πιο πάνω λέγαμε για τις επιρροές μας και την αγάπη μας για την “Sword and Sorcery” λογοτεχνία και τέχνη, γενικά. Ζητούσαμε λοιπόν κάτι σε αυτό το στυλ. Όντας οπαδοί των DUST, μας άρεσε πολύ το εξώφυλλο του Frank Frazetta στον δεύτερο δίσκο τους (σ.σ: αναφέρεται στο εξώφυλλο του “Hard attack” το οποίο είναι το έργο “Snow Giants”) και θελήσαμε να χρησιμοποιήσουμε το έργο του “Berserker”, ή αλλιώς “Conan the Conqueror”. Μας πρόλαβαν όμως οι MOLLY HATCHET με το “Beatin’ the odds”, έτσι μείναμε να ψάχνουμε τί να χρησιμοποιήσουμε ως εξώφυλλο. Διάβαζα τότε Michael Moorcock, συγκεκριμένα το “Stormbringer”, το τελευταίο (ως τότε) βιβλίο του Elric του Meliniboné. Μου είχε κολλήσει το μεράκι ο Greg. Θυμάμαι λοιπόν να κοιτάζω το εξώφυλλο και να λέω στους υπόλοιπους «Λοιπόν, αυτό εδώ θα γίνει το καλύτερο εξώφυλλο δίσκου όλων των εποχών!». Ήρθα σε επαφή με τον εκδοτικό οίκο DAW που τότε εξέδιδε τα βιβλία εκείνα, οι άνθρωποι του οποίου με την σειρά τους με έφεραν σε επαφή με τον ίδιο τον Michael Whelan. Μας άκουσε, του αρέσαμε (σ.σ: έχει γούστο ο άνθρωπος) και μας έδωσε την πολυπόθητη άδεια. Από τότε γίναμε πολύ καλοί φίλοι και μάλιστα ο ίδιος έγινε και οπαδός μας, ήρθε και στο Brooklyn κάποια στιγμή να μας δει, σε ένα show! Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το να συνεργάζεσαι με έναν τέτοιο καλλιτέχνη και να έχεις τον “Stormbringer” στο εξώφυλλο, έκανε το “Frost & Fire” να ξεχωρίζει απ’όλα τα υπόλοιπα εκείνη την εποχή!

Greg: Δεν μπορούσαμε να ζητήσουμε καλύτερα εξώφυλλα για τους δίσκους μας! Ξέρω αρκετούς ανθρώπους που μπορεί να μην τρελλαίνονται για την μουσική, αλλά αγοράζουν τους δίσκους γιατί τους αρέσει πολύ το artwork!

Rob: Όνειρό μας ήταν να χρησιμοποιήσουμε την σειρά του Elrić σε όλα μας τα εξώφυλλα. Φυσικά τότε ήμασταν πολύ νέοι και δεν ξέραμε τι θα μας επιφυλάξει το μέλλον και πόσους δίσκους θα κυκλοφορούσαμε, αλλά να που η τύχη και η μοίρα μας «ευλόγησε» ώστε να έχουμε τα υπέροχα έργα του Michael Whelan σε όλα τα studio albums μας, στο single “Witch’s game” και στο live album “I’m Alive”.

Έτσι όπως τα βλέπετε τώρα τα πράγματα, ήταν το “Frost and Fire” το κατάλληλο ντεμπούτο για τους CIRITH UNGOL; Θα αλλάζατε κάτι;
Greg: Είμαι πολύ περήφανος για το “Frost and Fire”. Αν έπρεπε να αλλάξω κάτι, αυτό είναι πως θα ήθελα να βάζαμε περισσότερα heavy κομμάτια μέσα και να το κάναμε ακόμη «βαρύτερο».

Rob: Νομίζω πως αποτυπώνει επακριβώς την μπάντα και το πώς ήμασταν τότε, σε απόλυτο βαθμό, και δεν θα άλλαζα το παραμικρό. Ώπα, ψέματα! Θα έβαζα περισσότερο gong και cowbell! ΧΑ! (γέλια)

To θεωρείτε έναν από τους θεμέλιους λίθους ολόκληρου του US metal;
Greg: Είτε αρέσει είτε όχι, είναι ένας δίσκος που δεν ακούγεται σαν κάποιον άλλον. Οι επιρροές μας είναι έτσι δοσμένες, που το καθιστούν μοναδικό. Αυτό μας στοίχισε εμπορικά, αλλά αυτός ο ένας ακροατής στους 100, μπορεί και στους 10.000, που το άκουσε και τον άγγιξε, δεν χρειάστηκε κάτι άλλο για να γίνει οπαδός μας για μια ζωή. Εκεί είναι και η πραγματική αξία του.

Rob: Η μουσική μας δεν είναι, ούτε υπήρξε ποτέ, για τον καθένα. Μόνο όσοι έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις, τα απαιτούμενα ακούσματα και είναι μυημένοι στις «Λεγεώνες του Χάους» (σ.σ: “Legions of Chaos” όπως είπε) καθώς και οι αληθινοί κοινωνοί του μηνύματός μας, απάντησαν τότε, και απαντούν τώρα, στο κάλεσμά μας!

Greg, Rob, σας ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα μας. Όπως πάντα, τιμή μου και χαρά μου να μιλάμε! Μακάρι να τελειώσει σύντομα αυτή η τρέλλα με τον Covid και να τα πούμε από κοντά, πίνοντας τις μπύρες μας μετά από κάποιο live!
Greg: Δημήτρη εμείς σε ευχαριστούμε πολύ, που μας έδωσες «βήμα» ώστε να μιλήσουμε για το πρώτο μας άλμπουμ και τις πρώτες μέρες του group. Ποτέ δεν πίστευα πως μετά από 40 χρόνια θα υπήρχαν τόσοι άνθρωποι που θα άκουγαν το άλμπουμ αυτό και θα ενδιαφέρονταν να μάθουν την ιστορία του. Είναι δική μου η τιμή λοιπόν και θέλω να σας ευχαριστήσω ταπεινά για όλο αυτό!

Rob: Δεν έχω παρά να συμφωνήσω με τον Greg… το «ευχαριστώ» προς όλους τους οπαδούς μας είναι λίγο! Μακάρι να παίξουμε ξανά σύντομα στην Ελλάδα και να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας εις υγείαν όλων σας και του αληθινού heavy metal! Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε σένα Δημήτρη, στο ελληνικό ROCK HARD και σε όλους τους αναγνώστες του, που ακούσατε τις ιστορίες του “Frost & Fire”!

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here