Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται, από την ημέρα που έκανε την επίσημη πρεμιέρα του στις «σκοτεινές αίθουσες» (ναι, retro έκφραση αλλά τόσο ρομαντικά όμορφη) το αριστούργημα του John Milius, “Conan the Barbarian”. Γιατί βρίσκεται εδώ στο Rock Hard, θα ρωτήσεις, απολύτως φυσιολογικά. Το ίδιο φυσιολογικά θα έρθει και η απάντηση από μέρους μας: Γιατί είναι μια από τις πιο heavy metal ταινίες όλων των εποχών, βασισμένη στον πιο heavy metal ήρωα όλων των εποχών. Να γιατί. Με αφορμή λοιπόν τα «γενέθλια» του κινηματογραφικού “Conan the Barbarian”, κάνουμε μια «βουτιά» στον κόσμο του θρυλικού Κιμμέριου, εκεί όπου η Ιστορία ενώνεται με τον Μύθο, γνωρίζοντας την κουλτούρα που δημιουργήθηκε από το σπαθί του στο χαρτί, με τις υπέροχες ασπρόμαυρες και έγχρωμες ιστορίες του, στη Μεγάλη Οθόνη αλλά και στη μουσική. Και είναι απολύτως λογικό, η αφετηρία του «ταξιδίου» μας αυτού να είναι ο «πατέρας» του, ο δημιουργός του έπους, ο μεγάλος…
ROBERT ERVIN HOWARD
I. Τα πρώτα χρόνια
Μισός Σκότος – μισός Ιρλανδός, ο άνθρωπος που έμελλε να δώσει πνοή στον μεγαλύτερο και πιο ξακουστό ήρωα του “Sword and Sorcery” σύμπαντος (συγγνώμη Elric), γεννήθηκε μια μέρα του χειμώνα του 1906, στις 22 Ιανουαρίου, στο Peaster του Texas. Ο πατέρας του, Isaac, ήταν αγροτικός γιατρός και η οικογένεια Howard μετακινείτο τακτικά από πόλη σε πόλη, παρέχοντας ιατρικές υπηρεσίες. Βρισκόμαστε εν τω μέσω της Τεξανής πετρελαϊκής «έκρηξης», σε ένα περιβάλλον διεφθαρμένο, αδηφάγο, σκληρό και πολλές φορές απάνθρωπο, ισόποσα γεμάτο από τρομερά εργατικά ατυχήματα αλλά και βίαιους καυγάδες που οδηγούσαν πολλές φορές σε δολοφονίες. Σε ένα περιβάλλον όπου οι πόλεις ήταν πραγματικά επικίνδυνες, όπου συνυπήρχαν ακόμη όλων των ειδών οι «φυλές» της Άγριας Δύσης, από βετεράνους του Αμερικανικού Εμφυλίου μέχρι πιστολέρο, Ινδιάνοι και πρώην σκλάβοι ή παράνομοι. Αυτός ο κόσμος είχε βαθιά επίδραση στη ψυχοσύνθεση του νεαρού Robert, αλλά υπήρχε και κάτι ακόμη, που τον γοήτευσε τόσο, ώστε όχι μόνο να αντλήσει έμπνευση από αυτό, αλλά και να το ακολουθήσει στη συνέχεια – η πυγμαχία.
Στο Cross Plains, όπου έζησε ως τον θάνατό του, η οικογένεια Howard εγκαταστάθηκε το 1919. Ο Robert ήταν ένας καλός μαθητής, με εξαιρετική μνήμη, που όμως έδειχνε να βαριέται και εν τέλει να ασφυκτιά στο αυστηρό πλαίσιο του διδακτικού μοντέλου. Η διέξοδός του θα ήταν η συγγραφή ιστοριών και η ποίηση, από την ηλικία των εννέα μόλις ετών. Προς αυτό θα τον ενεθάρρυνε η μητέρα του, η Hester Jane, που του κληρονόμησε την αγάπη του για τα Γράμματα. Ο Robert ασχολήθηκε με κάθε λογής περιπέτειες, καθώς και νουβέλες τρόμου, ενώ διάβαζε εκτενώς Ιστορία, μύθους και θρύλους. Στα πρώτα εκείνα χρόνια θα τον ενθουσίαζαν περισσότερο οι Vikings και οι Άραβες, μέχρι να επισκεφτεί μια βιβλιοθήκη της Canal Street στη Νέα Ορλεάνη, και να «συναντήσει» για πρώτη φορά τους Πίκτες – τους πολεμοχαρείς, αρχαίους κατοίκους της Σκωτίας. Η εικόνα τους ως αγρίων, δυσκολοκατάβλητων βαρβάρων, που αμφισβητούσαν τον πολιτισμό της Ρώμης, γοήτευσε τον νεαρό συγγραφέα σε σημείο τέτοιο, που όχι μόνο θα αποτελούσαν κίνητρο για να μάθει τις γαέλικες ρίζες του, αλλά στο πρόσωπό τους θα έβρισκε το πρότυπο της κοινωνίας στην οποία θα ήθελε να ζει, μακριά από την ηθική παρακμή του «πολιτισμένου» Τexas.
Με το πέρας των σχολικών του χρόνων, ξεκίνησε να εργάζεται, μέσα σε άλλες δουλειές «του ποδαριού», ως υπάλληλος στο ταχυδρομείο, σε εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, ως ανταποκριτής της τοπικής εφημερίδας Cross Plains Review και στενογράφος (είχε αποφοιτήσει από το Howard Payne Business College). Δε θα ήταν όμως αυτό που θα τον έφερνε σε επαφή με το χαρτί και το μελάνι. Ήταν η εποχή της ακμής των “pulp” περιοδικών, της συνέχειας κατά κάποιον τρόπο των “penny dreadfuls” των βικτωριανών χρόνων, τυπωμένων σε ογκώδεις, πολυσέλιδους τόμους από το φθηνότερο δυνατό χαρτί και γεμάτα με συναρπαστικές ιστορίες κάθε λογής. Στο απόγειό τους, τη δεκαετία του ’30, ορισμένα από τα περιοδικά αυτά έφτασαν να πωλούν ως και ένα εκατομμύριο αντίτυπα ανά τεύχος. Πριν λοιπόν κλείσει τα 19 του χρόνια, ο Robert είχε ήδη κάνει το ντεμπούτο του στο περιοδικό Weird Tales με το σύντομο διήγημα “Spear and Fang”, το οποίο αν και απείχε από το μετέπειτα ύφος του, έδειχνε τα πρώτα σημάδια του πραγματικού «εαυτού» του δημιουργού του.
II. H καθιέρωση
Ο Robert ήταν πια ένας ρωμαλέος νέος, δυνατός τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα, με μόνιμη, τακτική θέση στον pulp χώρο. Παράλληλα με την συνεργασία του με το Weird Tales, έδινε ιστορίες και σε τρία άλλα περιοδικά: στο Ghost Stories (“The Apparition in the Prize Ring”), στο Fight Stories (“The Pit of the Serpent”, η πρώτη από τις ιστορίες πυγμαχίας του ναυτικού Steve Costigan) και στο Argosy (“Crowd-horror”). Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, θα κατάφερνε να γράψει περισσότερες από τετρακόσιες ιστορίες και πεντακόσια ποιήματα. Ιστορίες πυγμαχίας, western, τρόμου, μυστηρίου, περιπέτειας ακόμη και κωμωδίες. Ωστόσο, είχε φτάσει η στιγμή να ανακαλύψει και ο ίδιος την πραγματική του υπόσταση ως συγγραφέας. Από την πένα του θα δημιουργείτο η “Sword and Sorcery” θεματολογία, ένα νέο «σύμπαν», διαφορετικό από αυτό του J.R.R. Tolkien ή του Lewis Carroll, για παράδειγμα. Από τη φαντασία του θα «ξεπηδούσαν» ήρωες που θα άφηναν τη δική τους εποχή στον κόσμο του Φανταστικού, όπως ο Solomon Kane, o Bran Mak Morn, o Kull, ο El Borak, o Cormac Fitzgeoffrey, ο Turlogh Dubh O’Brien… και φυσικά πάνω απ’ όλους, ο Conan, που θα έμελλε να αποθεώσει το τεράστιο ταλέντο του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
Ενδιαφέρουσες ήταν οι επιστολές που αντάλλαζε ο συγγραφέας με άλλους σπουδαίους συγγραφείς του Φανταστικού, όπως ο Clark Ashton Smith, ο August Derleth, ο Edgar Hoffmann Price μα πάνω απ’όλους ο H.P. Lovecraft. Η πρώτη επιστολή, στάλθηκε στον τελευταίο τον Αύγουστο του 1930 μέσω του Weird Tales, όπου ο Howard, ενώ επαινούσε μια πρόσφατη επανέκδοση του βιβλίου του Lovecraft “The rats in the walls”, δεν έχασε ευκαιρία να θίξει μερικές ασάφειες του βιβλίου, πάνω στην γαελική κουλτούρα. Ο εκδότης του περιοδικού, Farnsworth Wright, διαβίβασε την επιστολή στον Lovecraft, ο οποίος απάντησε θερμά στον Howard. Η αλληλογραφία θα συνεχιζόταν και ο Howard θα γινόταν γρήγορα μέλος του «Κύκλου του Lovecraft», μιας ομάδας συγγραφέων και φίλων που συνδέονταν όλοι μέσω μιας τεράστιας αλληλογραφίας με τον Lovecraft, ο οποίος θα έφτανε να έχει γράψει πάνω από 100.000 επιστολές, κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Στον «κύκλο», θα υπήρχε μεγάλη αλληλεπίδραση μεταξύ των συγγραφέων, οι ιστορίες του καθενός θα μοιράζονταν στους υπολοίπους και θα χρησιμοποιούσαν ο ένας τα μυθιστορηματικά εφευρήματα του άλλου, ώστε όλοι να ευεργετηθούν και να πετύχουν την προσδοκώμενη αναγνώριση. O Howard θα συμμετείχε στον μύθο του Κθούλου με τα έργα “The Black Stone”, “The Cairn on the Headland”, “The Children of the Night” και “The Fire of Asshurbanipal”. Τότε ήταν που θα του δινόταν και το παρατσούκλι “Two-Gun Bob”, λόγω της καταγωγής του και των μακροσκελών, επεξηγηματικών αναφορών του ως προς την ιστορία των νοτιοδυτικών πολιτειών. Ο Robert ήταν ήδη ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της αγοράς του pulp. Δε θα ανέκοπταν την ανοδική του πορεία προς την καταξίωση ούτε τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1931.
Στις αρχές του 1932, ενώ βρισκόταν σε μια κακόκεφη, βροχερή συνοριακή πόλη στο Ρίο Γκράντε, θα συλλάμβανε για πρώτη φορά την ιδέα του Conan, ενός χαρακτήρα που εκκολαπτόταν μέσα του από παιδί και που θα δημιουργείτο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Ενός βλοσυρού, ανυπότακτου, σοβαρού, ευφάνταστου, δυναμικού και δεισιδαίμονος βάρβαρου πολεμιστή, από τη μυθική Cimmeria, που θα ενσάρκωνε τη δύναμη, την ευθύτητα των τρόπων και των μέσων, κατεχόμενο από «μεγάλες μελαγχολίες και μεγάλες ευθυμίες», απέχθεια προς τον πολιτισμό και παράλληλα θέληση να επικρατήσει έναντι αυτού. Όπως ακριβώς ήταν και ο Robert…
ΙΙΙ. Το τέλος
Το 1936 ο Howard διένυε την πλέον επιτυχημένη, επαγγελματικά, περίοδο της ζωής του και συνάμα την πιο δύσκολη. Ο Conan ήταν ο νέος μεγάλος ήρωας των pulps, ήταν έτοιμος να κάνει το βήμα και πέρα από αυτά και ο συγγραφέας εκμυστηρευόταν στους δικούς του, κοντινούς ανθρώπους, πως ο ήρωάς του είχε πια ωριμάσει τόσο πολύ μέσα του, που έπαιρνε τον έλεγχο και οδηγούσε ο ίδιος τα δάκτυλά του στη γραφομηχανή. Και πολλές φορές, έμοιαζε να εμφανίζεται ο ίδιος μπροστά του και να του διηγείται τις περιπέτειές του. Ο Howard καταλάβαινε πως ο Conan τον «κυρίευε» (σημάδι πως κάθε άλλο παρά τρελός ήταν, όπως ελέχθη αργότερα) και θέλοντας να το αποφύγει, έγραφε παράλληλα ιστορίες και περιπέτειες άλλων χαρακτήρων. Ο Κιμμέριος όμως ήταν πάντα «εκεί».
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια της ζωής του η πολυαγαπημένη του μητέρα, χτυπημένη από ανίατη νόσο, θα ήταν κατάκοιτη. Έτσι, όταν μετά από μια επίσκεψη στο νοσοκομείο όπου αυτή νοσηλευόταν, ο Robert έμαθε πως αυτή έπεσε σε κώμα και δε θα «ξυπνούσε» ποτέ, βγαίνοντας έδωσε τέλος στη ζωή του, αυτοκτονώντας με το περίστροφο που πάντα είχε μαζί του. Η Hester Jane Howard πέθανε μια μέρα αργότερα. Αρκετοί συνέδεσαν την αυτοκτονία του Robert, με την υπέρμετρη θλίψη που του προκάλεσε η ασθένεια και το διαφαινόμενο τέλος της μητέρας του, αλλά θα ήταν λάθος από μέρους μας να αποδώσουμε την αυτοκτονία του σε κατάθλιψη ή – όπως ισχυρίζονται ορισμένοι κακόψυχοι – σε ένα περίεργο «οιδιπόδειο». Όσοι τον γνώριζαν πραγματικά, ήξεραν πως αυτό ήταν απλώς η αφορμή και πως αργά ή γρήγορα το μοιραίο θα γινόταν. Ο Robert είχε σκεφτεί την αυτοκτονία επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, το ότι η μητέρα του έζησε μέχρι την ηλικία των 66 ετών, ήταν αυτό που τον κράτησε και εκείνον στη ζωή. «Έφυγε» μάλιστα, αφού είχε τακτοποιήσει τις υποθέσεις του, μήνες πριν. Άρα, μόνον απόφαση της στιγμής δεν ήταν.
Ο Howard ανέκαθεν ένιωθε πως δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτήν την εποχή. Ποτέ δεν αποδέχτηκε τον πολιτισμό. Στο διήγημά του «Ο πύργος του Ελέφαντα» (“The tower of the Elephant”), παρουσίαζε τον Conan τόσο ξεχωριστό στην όψη, που έμοιαζε με έναν «γκρίζο λύκο ανάμεσα σε ψωριάρηδες αρουραίους». Έτσι έβλεπε και τον εαυτό του. Σε όλη του τη ζωή, υπήρξε ένας «ευγενής βάρβαρος». Έβλεπε την τότε «μοντέρνα» κοινωνία ως βάναυση και άδικη, τον κόσμο γύρω του «σάπιο» και καταλάβαινε ότι το κλίμα «ελευθερίας» που λαχταρούσε, ήταν αδύνατο να «ευδοκιμήσει» στην εποχή που ζούσε. Φοβόταν επίσης τα γηρατειά. Ίσως λοιπόν για τον λόγο αυτό, ο 60άρης πια Conan, να άφησε τον θρόνο της Aquilonia στον πρωτότοκο γιό του, τον Conn και να έφυγε αναζητώντας νέες περιπέτειες στην αχαρτογράφητη Δύση, καπετάνιος σε κουρσάρικο πλοίο. Δεν τον είδαμε να πεθαίνει, δεν τον είδαμε γέρο και αδύναμο.
Ο ΥΒΟΡΕΙΑΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
«Μάθε, ω, Πρίγκιπα, ότι ανάμεσα στα χρόνια που οι ωκεανοί κατάπιαν την Ατλαντίδα και τις λαμπερές πόλεις και σε εκείνα που είδαν την άνοδο των γιων του Αρείου, υπήρξε μια εποχή πέρα από κάθε φαντασία, όπου τα λαμπερά βασίλεια απλώθηκαν στη γη σαν γαλάζιοι μανδύες, κάτω απ’ τα άστρα… Τότε ήρθε ο Κόναν ο Κιμμέριος, μαυρομάλλης, με βλέμμα σκοτεινό κι ένα σπαθί στο χέρι, κλέφτης, επιδρομέας, φονιάς, κάποτε αφάνταστα μελαγχολικός, άλλοτε αφάνταστα εύθυμος, για να συντρίψει τους διαμαντοστόλιστους θρόνους της γης κάτω απ’ τα σανδάλια του…»
Αυτά αναφέρονται στα Χρονικά της Nemedia, όπου καταγράφονται όλα όσα σημαντικά συνέβησαν σε μια περίοδο η οποία ονομάστηκε Υβορειανή Εποχή. Η καταγραφή της Ιστορίας αρχίζει βέβαια πολύ πιο πριν, περί το 20.000 π.Χ, όταν η θρυλικές ήπειροι Θούρια (Thuria), Ατλαντίδα και Lemouria (Λεμούρια) αποτελούσαν την τότε γνωστή (αλλά και άγνωστη) γη. Η διαφθορά, η εισχώρηση βαρβάρων σε σημαντικά αξιώματα (ποια Ρώμη μου θυμίζει…) και οι συνεχείς πόλεμοι μεταξύ των άλλοτε περίλαμπρων βασιλείων της Ραμέλιας (Ramelia), της Βαλουσίας (Valusia), της Βερούλιας (Verulia), του Γκρόνταρ (Grondar), της Θούλης (Thule) και της Κομμόριας (Commoria), είχε σαν αποτέλεσμα την εξασθένιση του πολιτισμού της Θουρίας ηπείρου, για να έρθει ο Μέγας Κατακλυσμός και να συγκλονίσει τον κόσμο. Ηφαίστεια εξερράγησαν, τρομεροί σεισμοί συγκλόνισαν τις λαμπρές πόλεις των αυτοκρατοριών, ολόκληρα έθνη εξαφανίστηκαν, η Ατλαντίδα και η Λεμούρια βυθίστηκαν και ο κόσμος άλλαξε για πάντα.
Οι φυσικές καταστροφές συνεχίστηκαν, οι άνθρωποι επέστρεψαν στην Εποχή του Λίθου και οι μεγάλες αυτοκρατορίες ήταν πια μιαν ανάμνηση. Θα πρέπει να φτάσουμε στο 14.000 π.Χ, για να επανέλθει η Ανθρωπότητα, κατά ένα σημαντικό ποσοστό έστω, στην πρότερη δόξα της. Τότε είναι που ξεκινά η περίφημη Υβορειανή Εποχή, μια εποχή που κανείς δε μπορούσε να ονειρευτεί (“an Age undreamed of”), η οποία θα κρατήσει περίπου 5.000 χρόνια.
O Howard, σπουδαίος γνώστης της Ιστορίας και των Πολιτισμών, έκανε κάτι που κανείς άλλος δε μπόρεσε, ή δε φαντάστηκε να κάνει: Για να προσδώσει μια μεγάλη δόση ρεαλισμού στον κόσμο του, συνέδεσε φαντασία και πραγματικότητα και δημιούργησε μια εκπληκτική αλληλουχία. Χώρες, λαοί, γεγονότα, ήρωες, βασιλείς, όλα «πατούν» σε απολύτως αληθή στοιχεία και καταφέρνουν να δημιουργήσουν, έστω και προσωρινά, την εντύπωση πως όντως… υπήρξαν! Ακόμη, αν κοιτάξουμε τον χάρτη των Υβορειανών Βασιλείων και την ανθρωπογεωγραφία τους, θα δούμε πως στην ουσία ο Παγκόσμιος Άτλας του Howard «εφάπτεται» με τον δικό μας, τον πραγματικό και κάθε βασίλειο αντλούσε επιρροή από αντίστοιχο αρχαίο ή μεσαιωνικό, με τις ομοιότητες να είναι οφθαλμοφανείς!
Η προαναφερθείσα αλληλογραφία μεταξύ του Howard και του Lovecraft, περιείχε εκτενείς συζητήσεις γύρω από πολλές φιλοσοφικές έννοιες και κυρίως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της Howard μυθοπλασίας, τη Βαρβαρότητα και την υπεροχή της έναντι του Πολιτισμού. O Lovecraft, υποστήριζε ότι ο πολιτισμός είναι το αποκορύφωμα των ανθρώπινων επιτευγμάτων και ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός, για την Ανθρωπότητα. Ο Howard, αντιθέτως, θεωρούσε ότι ο πολιτισμός ήταν εγγενώς διεφθαρμένος και αδύναμος, εύθραυστος. Ένας γίγας με πήλινα πόδια. Το διαλαλεί ο ίδιος, σε κάθε ευκαιρία:
«Οι πολιτισμένοι άνθρωποι είναι πιο αγενείς από τους άγριους, επειδή ξέρουν ότι μπορούν να είναι αγενείς χωρίς κάποιος να τους σπάσει το κεφάλι, σε γενικές γραμμές».
«Οι ‘λεπτοί’ τρόποι, οι σοφιστείες, τα τεχνάσματα και η πονηριά, αποτυγχάνουν όταν τα ξίφη τραγουδούν»
«Όσο περισσότερο βλέπω αυτό που εσείς αποκαλείτε πολιτισμό, τόσο περισσότερο εκτιμώ αυτό που αποκαλείτε αγριότητα!»
«Σπάστε το ‘δέρμα’ του πολιτισμού και θα βρείτε από κάτω τον πίθηκο, που βρυχάται και έχει κόκκινα χέρια»
«Όταν ένα έθνος ξεχνάει την ικανότητά του στον πόλεμο, όταν η θρησκεία του γίνεται κοροϊδία, όταν ολόκληρο το έθνος γίνεται έθνος χρηματόπληκτων, τότε οι άγριες φυλές, οι βάρβαροι, εισβάλλουν… Ποιοι θα είναι οι δικοί μας εισβολείς; Από πού θα έρθουν;»
Γνωστότερες όμως γίνονται οι απόψεις του, με τον πλέον ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο, μέσω του μοναδικού ζώντος Ακουιλόνιου στρατιώτη, μετά τη μάχη εναντίον των βαρβάρων Πικτών στο οχυρό Tuscalan, στο διήγημα «Πέρα από το Μαύρο Ποτάμι» (“Beyond the Black River”):
«Η βαρβαρότητα είναι η φυσική κατάσταση της Ανθρωπότητας. Ο πολιτισμός είναι αφύσικος. Είναι ένα καπρίτσιο των περιστάσεων. Και η βαρβαρότητα, τελικά, πρέπει πάντα να θριαμβεύει!»
… αλλά και από τα λόγια του ιδίου του Conan:
«Κάθισα σε τούτο τον θρόνο ερχόμενος από την άβυσσο της βαρβαρότητας και κατά την άνοδό μου αυτή, έχυσα τόσο το δικό μου αίμα όσο και αμέτρητων άλλων, με την ίδια γενναιοδωρία. Αν κάποιος από μας έχει το δικαίωμα να κυβερνήσει τους ανθρώπους, αυτός, μα τον Crom, είμαι εγώ! Με ποιον τρόπο έχετε αποδείξει πως είστε ανώτεροι μου;»
Αναμενόμενα λοιπόν, ο Υβορειανός κόσμος του Howard στο τέλος καταρρέει εκ των έσω, 500 χρόνια μετά τον θάνατο του Conan, περί το 9.500 π.Χ. Τα λαμπερά βασίλεια παρακμάζουν και βάρβαροι λαοί τα κατακλύζουν από Βορρά, Ανατολή και Δύση, «περνώντας» τα από φωτιά και σίδερο, για να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι ως ότου ξεκινήσει η γνωστή μας, «συμβατική» Ιστορία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ CONAN (Αλφαβητική σειρά):
- “A Witch Shall be Born” (Weird Tales, 1934)
- “Beyond the Black River” (Weird Tales, 1935)
- “Black Colossus” (Weird Tales, 1933)
- “Cimmeria” (The Howard Collector #7, 1965)
- “Drums of Tombalku” (The Pool of the Black One, 1986)
- “Iron shadows in the moon” (Weird Tales, 1934)
- “Jewels of Gwahlur” (Weird Tales 1935)
- “Queen of the Black Coast” (Weird Tales, 1934)
- “Red Nails” (Weird Tales, 1936)
- “Rogues in the house” (Weird Tales, 1934)
- “Shadows in Zambula” (Weird Tales, 1935)
- “The Black Stranger” (Echoes of Valor, 1987)
- “The Devil in Iron” (Weird Tales, 1934)
- “The Frost Giant’s daughter” (Fantasy Fan, 1934)
- “The god in the bowl” (The Tower of the Elephant 1986)
- “The Hall of the Dead” (The Magazine of Fantasy & S/F, February 1967)
- “The hand of Nergal” (The Last Celt, 1976)
- “The hour of the dragon” (Weird Tales, 1935)
- “The people of the Black Circle” (Weird Tales, 1934)
- “The phoenix on the sword” (Weird Tales, 1932)
- “The pool of the Black One” (Weird Tales 1934)
- “The scarlet citadel” (Weird Tales, 1933)
- “The snout in the dark” (Jewels of Gwahlur, 1979)
- “The Tower of the Elephant” (Weird Tales, 1933)
- “The vale of lost women” (Magazine of Horror #15, 1967)
- “Two against Tyre” (The Howard Collector #12, Spring 1970)
- “Wolves beyond the Border” (The Conan Chronicles, Volume 2, 2001)
- “Xuthal of the dusk” (Weird Tales, 1933)
H TAINIA
Πάμε λίγα χρόνια πριν την πρεμιέρα, στο 1980 περίπου. Από το 1977 το “Star Wars” είχε δημιουργήσει ήδη φρενίτιδα και ο κόσμος ήταν έτοιμος να χαθεί σε καινούργια, φανταστικά «σύμπαντα», με τις συγκυρίες να είναι οι πλέον θετικές. Οι εταιρείες Universal Pictures, Dino De Laurentiis Company (του ομώνυμου παραγωγού) και Pressman Film (του Edward Pressman), προσανατολίζονται προς μια ταινία βασισμένη στον θρυλικό ήρωα και στρατολογούν τον Oliver Stone για το σενάριό της. Ο Stone, εμπνεόμενος από τον «Μαύρο Κολοσσό» και το «Μια μάγισσα θα γεννηθεί» του Howard αλλά ακολουθώντας τον παλμό της εποχής, τοποθετεί την ιστορία σε ένα δυστοπικό, μετα-Αποκαλυπτικό μέλλον, με μεταλλαγμένους, τέρατα, δαίμονες κλπ «ομορφιές», σε ένα σενάριο τεσσάρων ωρών και εβδομήντα εκατομμυρίων δολλαρίων. Ο Stone προτείνει τον Ridley Scott για σκηνοθέτη, αυτός αρνείται και αναλαμβάνει τελικά ο John Milius, ο οποίος ήταν γνωστός από τις ταινίες «Αποκάλυψη τώρα», «Τα σαγόνια του καρχαρία» και «Βρώμικος Χάρι». Ο Milius έγραψε εκ νέου το μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου του Stone, για να είναι πιο κοντά στο όραμα του Howard (επηρεασμένος από ιστορίες που είχαν γραφτεί από τον ίδιο και από τους Lin Carter και L. Sprague de Camp) και μείωσε τον χρόνο διάρκειας του σεναρίου σε δύο ώρες, ώστε να μειωθεί παράλληλα και το τεράστιο κόστος.
Ο Arnold Schwarzenegger ήταν από την αρχή ο μοναδικός άνθρωπος που ήθελε ο Milius για τον ρόλο, όταν τον είδε στο θρυλικό πια bodybuilding documentary “Pumping Iron”. Για την ιστορία, είχαν προταθεί αρχικά από τον Pressman οι Charles Bronson, Sylvester Stallone και William Smith για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τον τελευταίο να «γίνεται» τελικά ο Corin ο σιδεράς, ο πατέρας του Conan. O Arnold θα γινόταν για 18 μήνες, επί δύο ώρες την ημέρα, ξιφομάχος, ιππέας, αναρριχητής, κολυμβητής και δρομέας. Δάσκαλός του, όπως και όλων, στο σπαθί και στα όπλα ήταν ο Ιάπωνας Kiyoshi Yamasaki, ο οποίος υποδύθηκε τον ίδιο ρόλο και στην ταινία. Για τους υπόλοιπους ρόλους, επιλέχτηκαν περσόνες που κρίνονταν επαρκείς ώστε να ενσαρκώσουν τους χαρακτήρες του σεναρίου και τίποτα περισσότερο.
Πλην των James Earl Jones (Thulsa Doom), Max von Sydow (βασιλιάς Osric), Mako Iwamatsu (o μάγος σύντροφος του Conan) και William Smith, οι οποίοι βοήθησαν αρκετά και τον ίδιο τον Schwarzenegger, προσφέροντάς του συμβουλές υποκριτικής, όλοι οι υπόλοιποι ήταν ή στα ξεκινήματά τους, ή ηθοποιοί που δεν τους έλεγες καν «δεύτερης γραμμής» (πόσο μάλλον πρώτης) ή άνθρωποι εκτός υποκριτικής τέχνης, που επιλέχθηκαν βάσει εμφάνισης, προσωπικότητας και μεταξύ τους «χημείας». O “Subotai” Gerry Lopez (ο οποίος δε μιλάει αλλά ντουμπλάρεται από τον ηθοποιό Sab Shimono στο τελικό μοντάζ) ήταν πρωταθλητής του surf και φίλος του παθιασμένου με το sport Milius (θυμήσου το «Αποκάλυψη: Τώρα»), ενώ η “Valeria” Sandahl Bergman, χορεύτρια, γνωστή από το musical “All that Jazz” (1979). Έγινε δεκτή γιατί «έμοιαζε με Βαλκυρία», σύμφωνα με τον Milius.
Μακριά από οποιαδήποτε αίσθηση «πολιτικής ορθότητας», το “Conan the Barbarian” σίγουρα δε θα μπορούσε να γυριστεί στις μέρες μας, όπως γυρίστηκε τότε. Ήταν άλλωστε μια απλή ιστορία εκδίκησης, βίαιη, υπερβολική ίσως για κάποιους (η σκηνή του αποκεφαλισμού της μητέρας του Conan γυρίστηκε ξανά για να είναι λιγότερο αιματηρή, ενώ άλλες σκηνές, όπως η μάχη του Conan στην αρένα με μια γυναίκα μονομάχο και το κόψιμο του χεριού ενός πορτοφολά, αφαιρέθηκαν τελείως), με «αστοχίες» και «κενά». Πράγματα που όμως, αν και απασχόλησαν τους κριτικούς, στον αντίποδα, άφησαν παντελώς αδιάφορους τους θεατές. Ο κινηματογραφικός “Conan the Barbarian” θα ήταν η αιτία της (ανα)γέννησης της “Sword and Sorcery” θεματολογίας στην Έβδομη Τέχνη, ο «πατέρας» όλων των παραπλήσιων – συγγενών σεναρίων που ακολούθησαν. Επίσης, αναθέρμανε τη θέληση του κόσμου να ασχοληθεί με τον ήρωα μέσω των βιβλίων και των περιοδικών και έτσι να μάθουμε όλοι τόσο τις πρωτότυπες ιστορίες του Howard, όσο και αυτές συγγραφέων όπως οι Lin Carter, Lyon Sprague de Camp, Barry Windsor-Smith και Roy Thomas. Κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ο Conan μέσω της Marvel «έμπαινε» σε πολλά αμερικανικά σπίτια, αλλά με την ταινία θα τον μάθαινε όλος ο κόσμος. Κάτι ανάλογο με την αντιστοιχία «συγγραφικό έργο J.R.R. Tolkien – ταινίες του Peter Jackson».
Fun facts:
- Όλα τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία, ήταν ρέπλικες που διέφεραν από τα πραγματικά μόνο στο ότι δεν ήταν φονικά, αν και μπορούσαν να τραυματίσουν, όπως διαπίστωσε η Bergman που παραλίγο να χάσει το δάκτυλό της σε μια ξιφομαχία. Το σφυρί του Thorgrim δε, ήταν τόσο βαρύ, που μόνο δύο μπορούσαν να το σηκώσουν και να το χειριστούν με το ένα χέρι, εκτός φυσικά του Sven-Ole Thorsen που υποδυόταν τον ρόλο: ο Schwarzenegger και ο William Smith.
- Το Ατλάντιο σπαθί, ανήκε σε έναν μεγάλο στρατηγό, που κατάφερε να επιζήσει της καταστροφής της Ατλαντίδος. Στο κάτω μέρος της λαβής (Pommel), απεικονίζεται το ηφαίστειο πριν την έκρηξη, με τη νεκροκεφαλή να υποδηλώνει τον επικείμενο θάνατο και οι πλώρες των πλοίων, όσους κατάφεραν να ξεφύγουν από το νησί-ήπειρος. Στο προστατευτικό της λαβής (Rain guard) το ηφαίστειο εκρήγνυται και το παλιρροϊκό κύμα γιγαντώνεται. Τα τέρατα στις άκρες, δηλώνουν τα στοιχειά της Φύσης, που θα κάνουν δύσκολο το ταξίδι της σωτηρίας. Όσο ο Arnold ήταν κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, το είχε στο γραφείο του. Κατά μήκος τώρα της λεπίδας του οικογενειακού σπαθιού του Conan, αναγράφεται με ρουνικό στυλ γραφής η φράση “Suffer no guilt, Ye who wield this in the name of Crom”. Τα αυθεντικά, τέσσερα τον αριθμό, δύο από κάθε μοντέλο, κοστίζουν πάνω από 10.000 δολλάρια το καθένα.
- Η σκηνή της σταύρωσης πάρθηκε κατευθείαν από το «Μια μάγισσα θα γεννηθεί» και η αντίστοιχη της ανάβασης στον Πύργο των Φιδιών, από τον «Πύργο του Ελέφαντα». Η ζωγραφική των συμβόλων στο σώμα του ετοιμοθάνατου Conan βασίζεται στον Hoichi, όπως αυτός απεικονίζεται στο “Kwaidan” (1965) του Masaki Kobayashi. Η τελική μάχη ενάντια στους άνδρες του Doom είναι ευθεία αναφορά στο αριστούργημα του Akira Kurosawa «Επτά Σαμουράι» (1954). Η ανακάλυψη του ατλάντιου τάφου και η απόκτηση του σπαθιού, βασίστηκε στο “The Thing in the Crypt” των de Camp και Carter.
- Μερικές σκηνές της ταινίας, όπως η αίθουσα των οργίων, η μεταμόρφωση του Thulsa Doom σε φίδι, η ημίγυμνη σκλάβα αλυσοδεμένη σε μια κολόνα και η λεοπάρδαλη, ήταν αφιερωμένες στον θρυλικό Frank Frazetta και βασισμένες σε έργα του. Μιλώντας για Frazetta, o Pressman τον προσέγγισε ως σύμβουλο για τα σκηνικά, αλλά δεν τα βρήκαν. Ο παραγωγός τότε πέρασε στη δεύτερη επιλογή του, τον Ron Cobb, γνωστού τότε από τις ταινίες “Dark Star” (1974), “Star Wars” (1977), “Alien” (1979) και “Raiders of the Lost Ark” (1981).
- Η απάντηση του Conan στην ερώτηση του Υρκάνιου στρατηγού, «τί είναι το καλύτερο στη ζωή;» είναι οι πρώτες του λέξεις μετά από είκοσι ολόκληρα λεπτά στην ταινία. Το «Συντρίψτε τους εχθρούς σας, δείτε τους να οδηγούνται μπροστά σας και ακούστε τους θρήνους των γυναικών τους» προέρχεται από μια ανάλογη φράση του Τζένγκις Χαν, που είχε πει πως «η μεγαλύτερη ευχαρίστηση είναι να νικάς τους εχθρούς σου, να τους στερείς τα πλούτη τους, να βλέπεις τους αγαπημένους τους να λούζονται στα δάκρυα, να καβαλάς τα άλογά τους και να σφίγγεις στην αγκαλιά σου τις γυναίκες και τις κόρες τους».
- Σε συνέχεια αυτού, παρόλο που ο Conan και η Valeria είναι ζευγάρι και εμφανίζονται συχνά μαζί, ο Conan της λέει μόνο πέντε λέξεις σε ολόκληρη την ταινία, κάτω από τον Πύργο. Οι λέξεις είναι “You are no guard“ και “No“. 4+1=5.
- O Subotai, πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο μεγάλο στρατηγό του Τζένγκις Χαν.
- Ο Πίκτης ανιχνευτής που στέκεται στον βράχο, στην εισαγωγή της ταινίας, είναι ο αδερφικός φίλος του Arnold και Mr Olympia, Franco Columbu. Τον έφερε στην ταινία ο ίδιος ο Arnold, μαζί με τον επίσης φίλο του, Sven-Ole Thorsen.
- Ο Τροχός του Πόνου έχει αλληγορική σημασία: Καθένας από εμάς, κάποια στιγμή, σπρώχνει τον δικό του τροχό όπου η προσπάθεια, η καταπόνηση και ο πόνος μοιάζουν να μην έχουν τέλος. Μέσα όμως από την ταλαιπωρία αυτή, έχουμε ωριμάσει και αναπτύξει μια νέα δύναμη ώστε να ξεπερνάμε τις δυσκολίες. Ο Τροχός λοιπόν, είναι η ίδια η Ζωή.
- Το Δέντρο της Συμφοράς έχει «καταγωγή» από το αντίστοιχο έργο του Josef Hoffmann (1831-1904) για την παράσταση “Die Walküre” (1876) του Wagner και από την σκανδιναβική μυθολογία και την σταύρωση του Odin πάνω στο Yiggdrasil, το δέντρο της Ζωής, προκειμένου να αποκτήσει την απόλυτη γνώση των Ρούνων. Το μήνυμα που θέλει να περάσει, είναι πως ακόμη και ο πιο δυνατός άνθρωπος της εποχής του, όπως ήταν ο Κόναν, έχει ανάγκη τη βοήθεια των συντρόφων του και ταιριάζει με το «Ό,τι δε μας σκοτώνει, μας κάνει πιο δυνατούς» του Nietzsche.
- Το Αίνιγμα του Ατσαλιού: ο λαός του Conan πιστεύει στη δύναμη του ατσαλιού, αλλά όχι στο ίδιο το σπαθί. Πιστεύει στη δύναμη του πολεμιστή. Ο Thulsa Doom πίστευε κάποτε το ίδιο, αλλά πλέον θεωρεί την σάρκα, δηλαδή το χέρι που χειρίζεται το ατσάλι, ισχυρότερο και πως εκεί υπάρχει όλη η ουσία. Στην χειραγώγηση, στον έλεγχο, στην εξουσία. Στην πραγματικότητα όμως, το νόημα του γρίφου είναι άλλο. Για έναν πολεμιστή, το ατσάλι δεν ανυψώνεται μόνο μέσω της δύναμης και της δεξιοτεχνίας. Το κινεί η πίστη και η πεποίθηση αυτού που το χειρίζεται. Η πίστη και η αυτοπεποίθηση που βρίσκει στο τέλος ο Conan, στέλνοντας στον διάολο τον Crom και λύνοντας τον γρίφο.
- Η κασκαντέρ Corrie Jansen, το κορίτσι που κατόπιν παρότρυνσης του James Earl Jones πέφτει στο βάραθρο, έπεσε από ύψος 55 μέτρων, σπάζοντας το τότε ρεκόρ πτώσης.
- Αρχικά, ο κινηματογραφικός Conan επρόκειτο να αποτελείται από μια σειρά έξι ταινιών, όπως ο James Bond. H ιδέα αυτή ανήκε στους Edward Summer και Roy Thomas (οι λάτρεις των ασπρόμαυρων comics ξέρουν), αλλά δεν υλοποιήθηκε. Όπως δεν υλοποιήθηκε και η ταινία “King Conan: Crown of Iron”, των αδερφών Wachowski (“Matrix”) και για άλλους ευτυχώς, για άλλους δυστυχώς, η σειρά των δώδεκα (!) ταινιών του Oliver Stone, με το μετα-Αποκαλυπτικό, δυστοπικό concept του.
- Η… πανίδα της ταινίας: Η λεοπάρδαλη στα πόδια του Thulsa Doom ήταν σε κατάσταση… χαλάρωσης, λόγω ηρεμιστικών. Τα σκυλιά που κυνηγούσαν τον Arnold ήταν υπέρ το δέον άγρια (υπάρχει και σχετικό video στο You Tube όπου παραλίγο να τον δαγκώσουν, είχαν επιτεθεί δε και στον εκπαιδευτή τους) και τα όρνια στο Δέντρο της Συμφοράς, αληθινά, όπως πραγματικό κουφάρι γύπα είναι αυτό που δαγκώνει ο Arnie. Μόλις ο σκηνοθέτης John Milius ζήτησε “cut”, ο Schwarzenegger ξέπλυνε αμέσως το στόμα του για να αποφύγει σίγουρη μόλυνση. Ψεύτικο (ρομποτάκι), είναι μόνο το (ίδιο) όρνιο που φαίνεται πριν, να τον τρώει. Τέλος, όχι, η άτυχη καμήλα δεν τρώει στ’ αλήθεια μπουνιά, ούτε κόβει ο Conan τα πόδια δύο αλόγων στην τελική μάχη. Γιατί τα ακούσαμε κι αυτά…
- Τόσο ο Milius όσο και ο Cobb κράτησαν για τον εαυτό τους από έναν μικρό ρόλο. Τους βλέπουμε και τους δύο στην αγορά της Shadizar, ο πρώτος πουλά αυτά τα περίεργα… σουβλάκια, ο δεύτερος είναι ο έμπορος του Μαύρου Λωτού.
- O Sterling Hayden και ο John Huston εξετάστηκαν αρχικά για τον ρόλο του βασιλιά Osric, ενώ ο Sean Connery για τον αντίστοιχο του Thulsa Doom.
- Το (πολύ) αίμα της ταινίας, είναι αληθινό και προέρχεται από τα κατά τόπους σφαγεία.
- O Schwarzenegger, η Bergman και ο Lopez γύρισαν οι ίδιοι τις επικίνδυνες σκηνές τους. Για τους δύο πρώτους δεν υπήρχαν κασκαντέρ με την ίδια εμφάνιση, για τον τρίτο, όλοι ήταν ίδιοι, οπότε ο Milius σκέφτηκε να μην προσλάβει κάποιον, αλλά να αφήσει τον ίδιο τον Gerry να τις γυρίσει.
- Ενώ κάποια σκηνικά χτίστηκαν εκ του μηδενός (χωριό του Conan, ναός του Set), η πόλη της Shadizar είναι η μεσαιωνική Alcazaba, στην επαρχία της Almería, όπου έγιναν και τα γυρίσματα.
- Κάποιοι «ειδικοί» οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα πως η ταινία προωθεί τον φασισμό και έχει νεοναζιστική και ρατσιστική υφή, επειδή ο πρωταγωνιστής είναι «ψηλός και Άρειος», ο κακός «μαύρος» και η φιλοσοφία της είναι εμπνευσμένη από τον Nietzsche.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ CONAN – MIA ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Αν έπρεπε να βάλουμε λεζάντα στην επιλογή του Arnold να ενσαρκώσει τον Conan, θα ήταν «η απόλυτη επιτυχία, της απόλυτης αποτυχίας». Ναι, ο Arnold ταυτίστηκε με τον ρόλο στον υπέρτατο βαθμό, δίνοντας μέχρι και «τροφή» σε μεταγενέστερους συγγραφείς/σκιτσογράφους να φανταστούν έναν περισσότερο «Γερμανό» ή «βορειοευρωπαίο» Conan. Όσοι όμως γνωρίζουν τον λογοτεχνικό Conan, γνωρίζουν πως πολύ μικρή σχέση έχει με τον κινηματογραφικό και πως η εικόνα και ο χαρακτήρας του ήταν σαφέστατα εντελώς διαφορετικά, από αυτή που είχε η «αυστριακή βελανιδιά». Και όπως έχει επικρατήσει, ο πιο ταιριαστός Conan, είναι αυτός εδώ, σχεδιασμένος από τον Frank Frazetta.
Ο Conan του Howard είναι μαυρομάλλης, με μπλε μάτια, σκούρο, «μπρούτζινο», μαυρισμένο δέρμα, ουλές στο πρόσωπο, άγριο παρουσιαστικό και δασύτριχο στέρνο. «Ήταν τόσο τρομερή η εμφάνισή του… με την κοντή, δερμάτινη βράκα και το αμάνικο πουκάμισο, ανοιχτό για να αποκαλύπτει το μεγάλο, τριχωτό στήθος του, με τα τεράστια άκρα του και τα γαλάζια μάτια του να λάμπουν, κάτω από την μπερδεμένη, μαύρη χαίτη του» (“The hour of the dragon”, κεφάλαιο τρίτο). Όσο για το ύψος και το βάρος του, ο Howard δεν ήταν ποτέ σαφής, αν και δεδομένα πρόκειται για έναν ψηλό και εξαιρετικά δυνατό άνδρα. Σε αντίθεση με τον κινηματογραφικό Conan, o οποίος μιλά ελάχιστα και δεν τον λες και χαρακτηριστικό παράδειγμα εκλεπτυσμένου ανθρώπου (μάλλον δεν απέδωσαν τα μαθήματα ποίησης και φιλοσοφίας στο κελί), ο λογοτεχνικός είναι εξαιρετικός ομιλητής, πολύγλωσσος (γνωρίζει να μιλά και να γράφει τόσο σύγχρονες, όσο και αρχαίες Γλώσσες) και με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Είναι ταλαντούχος έμπορος (παζαρεύει δηλαδή) όσο και κλέφτης, γεννημένος ηγέτης, αναγνωρίζει την υποκρισία, διαβάζει τη γλώσσα του σώματος (τη χρησιμοποιεί και ο ίδιος) και με έμφυτη ιπποσύνη, έστω και βαρβαρικής… υφής.
Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ
Η μουσική επένδυση είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία σε μια ταινία, ειδικά όταν μιλάμε για μια με επικό χαρακτήρα. Ο παραγωγός Dino de Laurentiis ήθελε αρχικά τον Ennio Morricone να αναλάβει τη μουσική επένδυση της ταινίας και μάλιστα κάποια στιγμή πέρασε από το μυαλό του ως και ένα pop (!) soundtrack. Ο Milius, ευτυχώς, είχε άλλο όραμα: Ο Conan έπρεπε να έχει μια μουσική πομπώδη, επική, γεμάτη χορωδίες. Μια μουσική που ναι μεν να μεταδίδει μια αίσθηση δύναμης και βιαιότητας, αλλά να υπάρχουν σ’ αυτή και τρυφερές, ρομαντικές στιγμές. Κάτι σαν τo “Carmina Burana” και γιατί όχι, το ίδιο το έργο. Από την στιγμή όμως που το αριστούργημα του John Boorman “Excalibur” (1981) στήριζε ήδη μεγάλο μέρος του OST του στο εν λόγω δημιούργημα του Carl Orff, στράφηκε στον παλαιό του συμμαθητή και φίλο, τον Βασίλη Πολυδούρη (Basil Poledouris), ο οποίος θα είχε την αρωγή του Greig McRitchie (συνεργάτη και του James Horner) στην ενορχήστρωση.
Έλληνας της διασποράς και γεννημένος στο Κάνσας των Η.Π.Α, ο Πολυδούρης ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος, στην κατάλληλη θέση. Σύμφωνα με τον Milius, ήταν ένα μοναδικό παράδειγμα ολοκληρωμένου καλλιτέχνη: Συνέθετε, στιχουργούσε, διεύθυνε, με την ίδια άνεση. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας (μια τάξη του 1967 που «έβγαλε» επίσης George Lucas, Randal Kleiser, Gloria Katz και Willard Huyck), βαθύς γνώστης τόσο του κινηματογράφου όσο και της μουσικής, δημιούργησε ένα έργο για μια πλήρη ορχήστρα 90 (!) οργάνων (Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της κρατικής ιταλικής τηλεόρασης RAI) και μια 24μελή χορωδία (Accademia Nazionale di Santa Cecilia), που ξεπέρασε ακόμη και τις προσδοκίες του ιδίου του Milius.
Οι βασικές επιρροές του Πολυδούρη ήταν τρεις: από τη μια σύγχρονοι συνθέτες του 20ου αιώνα όπως οι Orff, Stravinsky, Vaughan Williams και Ravel, από την άλλη οι μεγάλοι κλασσικοί του Hollywood με πρώτον τον Miklós Rózsa (ο Πολυδούρης τον θεωρούσε τον μέντορά του) και σίγουρα η μουσική του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, κοσμική και θρησκευτική. Αυτό το κράμα επιρροών, είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχει διάχυτη, μαζί με το επικό Wagner-ικό συναίσθημα, μια έντονη essence μεγαλειώδους θρησκευτικότητας, ανάλογη με την θρησκευτικότητα που «ακούμε» σε έπη σαν το “Ben Hur” ή το “Qvo Vadis”. H μουσική γράφτηκε με βάση το σενάριο και όχι ως αυτόνομο έργο και ακολουθεί την εξέλιξη της ταινίας, έχοντας χαρακτηριστικές κορυφώσεις σε αντίστοιχα σημεία της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η διδαχή του Μυστικού του Ατσαλιού (η σκηνή με φόντο το βουνό Ben Morgh, την κατοικία του θεού Crom και ιερότερο μέρος της Κιμμέριας, είναι εκπληκτική), η επιδρομή των Vanir, ο θάνατος της μητέρας του μικρού Conan ή η ανακάλυψη του Ατλάντιου σπαθιού.
Το “Conan the Barbarian” παραμένει ακόμη και σήμερα, σημείο αναφοράς. Ήταν το αποκορύφωμα του ταλέντου ενός μεγάλου καλλιτέχνη, μια σπουδαία στιγμή της παγκόσμιας μουσικής, ένα υπερβατικό έργο μεγαλειώδους ομορφιάς, πολυποίκιλης έκφρασης και… εκλεπτυσμένης βαρβαρότητας, όσο μπορεί να στέκει ένας τέτοιος όρος. Για πολλούς δε, είναι το καλύτερο soundtrack όλων των εποχών, πεποίθηση την οποία δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσει κανείς να αποδομήσει. Κι ας πιστεύει το αντίθετο.
Full “Conan the Barbarian” tracklisting
1.”Prologue”/”Anvil of Crom”
2. “Riddle of Steel”
3. “The Gift of Fury”
4. “Column of Sadness”/”Wheel of Pain”
5. “Pit fights”
6. “The Discipline of Steel”
7. “Atlantean sword”
8. “Wolf witch”
9. “Theology/Civilization”
10. “The street of deviants”
11. “The tower of Set”/“Las Cantigas de Santa Maria (The Snake)”
12. “Infidels”
13. “The tavern”
14. “The wifeing”
15. “Indulgence/Mettle”
16. “In the court of king Osrik”
17. “The Search”
18. “The Mountain of Power procession”
19. “The Tree of Woe”
20. “Warpaint”
21. “The kitchen/The Orgy”
22. “The defilers”
23. “Funeral pyre”
25. “Battle of the Mounds Pt. I”
26. “Battle of the Mounds Pt. II”
27. “Battle of the Mounds Pt. III”
28. “Orphans of Doom/The Awakening”
Fun facts:
1. Για τις ανάγκες του OST, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα χρονικά του κινηματογράφου το Musync, ένα λογισμικό σύστημα που επινόησε ο σπουδαίος Robert Randles, ώστε η μουσική και ο ρυθμός αυτής, να συγχρονίζονται με τη δράση της ταινίας και τις κινήσεις των ηθοποιών. Την επόμενη φορά που θα δεις την ταινία, είμαι σίγουρος πως θα τη δεις αλλιώς.
2. To “Las Cantigas de Santa Maria (The Snake)” που ακούγεται όταν ο Conan βρίσκεται στον λάκκο του φιδιού, στον Πύργο του θεού Set, είναι μια «διασκευή στη διασκευή» του συνθέτη, επάνω στο ομώνυμο κομμάτι του συγκροτήματος CLEMENSIC CONSORT, του Αυστριακού René Clemencic. “Las Cantigas de Santa Maria” ονομάζεται μια σειρά 420 ποιημάτων με μουσική σημειογραφία, γραμμένα σε μεσαιωνικά Πορτογαλικά, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλφόνσο του 10ου, περί το 1250.
3. Στο κομμάτι “The Orgy”, συμμετείχε στην σύνθεση και η εννιάχρονη, τότε, Ζωή Πολυδούρη, κόρη του συνθέτη.
4. Το “The Defilers” επιτηδευμένα αποτελείται από ένα medley των “Anvil of Crom” και “Riddle of Steel”, για να αντιστρέψει τους ρόλους Conan – Thulsa Doom και να φέρει τον πρώτο σε θέση εισβολέα, τη φορά αυτή.
5. Υπάρχει και ένα διαφορετικό edit των τίτλων τέλους, όπου στο τέλος του “Anvil of Crom” ακούγεται το “Battle of the Mounds Pt I.”, χωρίς όμως τις χορωδίες.
6. Η πρώτη μελωδία που συνετέθη ποτέ από τον Πολυδούρη, γραμμένη επάνω σε κλασσική κιθάρα, ήταν αυτή που θα μετουσιωνόταν αργότερα στο κομμάτι “Riddle of Steel”.
7. Το “Pit fights” άντλησε έμπνευση από το “Rowing of the galley slaves” της ταινίας “Ben Hur”…
8. … ενώ το “Theology/Civilization” από τo “The slave market” της ταινίας «Ο Χιτών» (“The Robe”), σε μουσική Alfred Newman.
9. Το έργο αποτελείται από θέματα (themes), με τα οποία ο Πολυδούρης «παίζει» παραλλάσσοντας τα: “Hyborean”, “Riders of Doom”, “Civilization”, “Love” και “Dies Irae”.
10. Από όλες τις εκδόσεις που κυκλοφορούν στην αγορά, ψάξε για δύο: α) την επετειακή των 30 ετών, σε τριπλό cd, όπου για πρώτη φορά περιέχεται ολόκληρο το έργο και β) την επανεκτέλεση της Συμφωνικής Ορχήστρας της Πράγας, με διευθυντή τον Nic Raine και εξαιρετική “track by track” ανάλυση από τον Frank DeWald, στο booklet.
CONAN και HEAVY METAL
Ο Κιμμέριος βάρβαρος αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον heavy metal χώρο, καθώς πολλά συγκροτήματα έγραψαν για τον ίδιο τραγούδια, δίσκους ολόκληρους ή έστω είχαν κάτι σχετικό μ’ αυτόν. Συγκροτήματα με διαφορετικά στυλ και από διαφορετικές σχολές, σημάδι της καθολικής αποδοχής και αγάπης του «μεταλλικού» κόσμου προς το πρόσωπό του. Ο κατάλογος είναι πραγματικά τεράστιος, ειδικά αν συμπεριλάβουμε στις αναφορές μας τον «κύκλο» του Lovecraft και την μεταξύ των συγγραφέων του αλληλεπίδραση, οπότε εμείς θα παραμείνουμε σε αυστηρά «Conan πλαίσια» και θα δούμε μερικές χαρακτηριστικές, ξεχωριστές περιπτώσεις «Υβορειανής έμπνευσης», με αλφαβητική σειρά. Τραγούδια που αναφέρονται σε έργα του Howard, τραγούδια με πηγή έμπνευσης τον θεό Crom, περιπτώσεις συγκροτημάτων που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εκτενώς ή πιο περιορισμένα, θέλησαν να τραγουδήσουν τις περιπέτειες του μαυρομάλλη βάρβαρου μέσα από τους δίσκους τους. Mainstream, underground, full lengths, EPs, demos, απ’ όλα έχουμε εδώ. Και όπως λέμε πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις… καλό μετέπειτα ψάξιμο!
ARKHAM WITCH – “On Crom’s mountain” (On Crom’s mountain, 2011), ”Iron shadows in the moon” (Legions of the Deep, 2012): Βρετανοί από το δυτικό Yorkshire, «βουτηγμένοι» στη φιλοσοφία του «Lovecraft Κύκλου», που αρέσκονται σε Sabbath-ικό μέταλλο πρώτης διαλογής. Τον τελευταίο καιρό, δεν είναι και ιδιαίτερα ενεργοί βέβαια, αλλά τους περιμένουμε.
ATTACKER – “By the will of Crom/Where the serpent lies” (Sins of the world, 2016): Οι Αμερικανοί power metallers θερίζουν, ως συνήθως, σε αυτό το mid-tempo «θηρίο», με τον μικρό τιτάνα Bobby “Leather Lungs” Lucas, έναν από τους αξιότερους «γιούς» του Eric Adams, να καταπίνει τα μικρόφωνα και να φτύνει ατσάλι.
BATTLEROAR: Η πρώτη ελληνική «στάση». Ανά τα χρόνια, οι σπουδαίοι epic heavy metallers ύμνησαν τον Howard αναφερόμενοι στην περιπέτεια του Conan και του Taurus, του Νεμέδιου πρίγκιπα των κλεφτών, στον πύργο του μάγου Yara και στην απρόσμενη συνάντηση με τον φυλακισμένο ημίθεο Yag-Kosha (“The tower of the Elephant”), στο ευλογημένο από τον Crom κιμμέριο ατσάλι (“Sword of Crom”) και στις μαχητικές αρετές των πολεμιστών από την Hyrkania (“Hyrkanian blades”). Σπάω τον κανόνα «μόνο Conan» και αναφέρω και το πρωτόλειο έπος “Almuric”. Howard και εδώ.
BLACK SOUL HORDE – “Hour of the Dragon” (Tales of the Ancient Ones, 2013): Η δεύτερη από τις ελληνικές συμμετοχές της λίστας, επικοί κλασσικομέταλλοι και αυτοί. “Imprisoned by Valerius, defeated by the sorcerer of blackness and despair, rest quietly in your lair… Rest quietly till tomorrow, then break free and kill them! Conan, ruler Of Aquilonia!”
CANDLEMASS – “The bells of Acheron” (Ancient tales, 1988): “Forged by the mighty, admired by the great, once blessed by the holy, abandoned by fate… Announcing the twilight, the wrath of the gods, the city of Acheron was drowned by the flood”. Η Acheron ήταν μια πανάρχαια, προ-κατακλυσμιαία αυτοκρατορία, πριν την Υβορειανή Εποχή και την οποία κυβερνούσαν μάγοι – υπηρέτες των Σκοτεινών Δυνάμεων. Η πόλη από την οποία εμπνεύστηκε ο αρχηγός Leif Edling την ιστορία του, είναι η πρωτεύουσά της, η Python, η Πόλις των Μωβ Πύργων. Ο κατακλυσμός δε, στην «πραγματικότητα» (των βιβλίων), δεν ήταν από νερό, αλλά από τις ορδές εισβολέων του Βορρά οι οποίοι λεηλάτησαν και εκθεμελίωσαν την πόλη. Γιατί δε μπορώ να διαβάζω άλλο σε αφιερώματα, πως το κομμάτι μιλά για τη λίμνη Αχερουσία, τον ποταμό Αχέροντα ή και γω δε ξέρω τί…
CAULDRON BORN – “Crom, count the dead!” (Sword and Sorcery Heavy Metal, 2014): Η σχεδόν μόνιμη επωδός του Conan όταν έσφαζε… «με το τσουβάλι» τους εχθρούς του, πέφτει στα χέρια των Αμερικανών power metallers και γίνεται ένα 12λεπτο, βάρβαρο, πολεμοχαρές αλλά και τεχνικότατο έπος.
CLAYMOREAN – “Cimmeria” (Sounds from a dying world, 2017): Βαλκανικό ατσάλι από το Lazarevac της Σερβίας. Στο “Sounds from a dying world” υπάρχουν επτά τραγούδια, καθένα αφιερωμένο σε κάποιον ή κάτι και το “Cimmeria” όπως είναι φυσιολογικό “…is dedicated to the genius of Robert E. Howard”.
CONAN – “Monnos” (2012): Οι ίδιοι έχουν πει πως το όνομά τους το χρωστούν στον Conan, έστω κι αν δεν υπάρχει σαφής αναφορά από μέρους, τους σε κάποιο τραγούδι τους. Ωστόσο, το υπέρβαρο sludge metal τους, θα μπορούσε εύκολα να αποτελέσει μουσική υπόκρουση σε πολλές από τις περιπέτειες του Κιμμέριου. Αυτό εδώ, θεωρείται και μάλλον είναι, ό,τι καλύτερο έχουν κυκλοφορήσει.
CROM (US): Επίσης sludge metallers, με δύο δίσκους, τα “The Cocaine Wars 1974-1989” (2001) και “Hot Sumerian nights” (2007), ταγμένοι όσο λίγοι με την ταινία και με χαρακτηριστικό λογότυπο – αντιγραφή του αντιστοίχου αυτής.
CROM (Sp): Ιδίας φιλοσοφίας με τους παραπάνω, Ισπανοί πρωτόλειοι obscure cult speed/thrashers, που κυκλοφόρησαν τα “Steel for an age” (1987) και “Wasteland” (1988). Πού ξέρεις, μπορεί να ήταν παρόντες στα γυρίσματα, να ενθουσιάστηκαν τόσο και να είπαν, έναν χρόνο μετά, «ας φτιάξουμε μια μπάντα».
CROM (Ger): Γερμανοί heavy/power metallers, από τους οποίους αξίζει και με το παραπάνω να τσεκαριστεί τουλάχιστον το album “Vengeance”, του 2008.
CROMLECH – “To see them driven before you” (Ave Mortis, 2013): Από εκείνο το one-off, ηρωικό και για λίγους, αριστούργημα “Ave Mortis”, οι Καναδοί επηρεάζονται από το συμβούλιο των Υρκανών πολέμαρχων και συνθέτουν το “To see them driven before you”. Doom metal που δε φοβάται να αυξήσει ταχύτητες, εκλεπτυσμένο όσο η θρυλική μάχη στο Venarium. “Hail Cimmerian Son, Lord and Master by inner right!”
DEXTER WARD – “ΙΙΙ” (2020): Οι Έλληνες στο τρίτο και καλύτερό τους άλμπουμ, τραγουδούν για τον “Conan the Barbarian” και την «επιστροφή των λεπίδων» (“Return of the blades”). Ποιες είναι αυτές; “…of the riders from Hyrkania” λένε, οπότε, το κομμάτι κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται στην πτώση των Υβορειανών βασιλείων, που κατά ένα μεγάλο μέρος κατελήφθησαν από υρκανικές φυλές εξ Ανατολών.
DOMINE – “The Aquilonia Suite” (Emperor of the Black Runes, 2004): Δε γινόταν τούτοι οι άρχοντες του επικού metal να μην ασχοληθούν με τον Howard… Conan, Thulsa Doom, αναφορές στον Πολυδούρη και ένα 11λεπτο “The Aquilonia Suite”, να συγκαταλέγεται στις πραγματικά μεγάλες τους στιγμές. Ειλικρινέστατο tribute στην ταινία.
DREADFUL RELIC – “Hyborian Sorcery” (2018): Συγκρότημα που να τραγουδά για την Υβορειανή μαγεία και ακούγεται σαν CELTIC FROST και HELLHAMMER.
ELECTRIC WIZARD – “Barbarian” (Dopethrone, 2000): Μπορεί και το απόλυτο outsider συγκρότημα, απ’ όσα υπάρχουν εδώ. “He left the northern hills to seek his fortune, a lone barbarian with only death lust to guide… He carved a kingdom of stone, King Conan, sitting on his bloody throne”. Ωραίος ο Jus Oborn!
ELDER – “The riddle of steel pt.1-2” (Elder, 2008): Ή μήπως τελικά, το απόλυτο outsider συγκρότημα είναι οι ELDER; Μάλλον ναι, αφού ο γρίφος του ατσαλιού, λύνεται εδώ σε ψυχεδελικά μονοπάτια.
EVANGELIST – “In Partibus Infidelium” (2011): Οι Πολωνοί έχουν ένα σεβαστό όνομα στον underground χώρο και όχι άδικα. Στον πρώτο τους δίσκο, πριν κάνουν στροφή και αρχίσουν να ασχολούνται με Σταυροφορίες κλπ μεσαιωνικά θέματα, τίμησαν και με το παραπάνω τον «Lovecraft κύκλο» και κατ’ επέκταση τον Howard, με βαρυσήμαντα έπη σαν το “Children of doom”, το “Funeral mounds” και το “Doommonger”.
FENRIS – “Anvil of Crom” (Fill the void, 1994): Γερμανοί από το Bremerhaven της Βρέμης, ακούγονται πιο Αμερικανοί και από μπάντα του Colorado. Super τεχνικό USPM και μόλις ένας δίσκος. Πραγματικά, θαμμένος θησαυρός.
FUNERAL CIRCLE – “Black Colossus” (Funeral circle, 2013): Πολύ ιδιαίτερη doom metal μπάντα, με θεματολογία που «παίζει» από Lovecraft σε Howard και πίσω. Το ομώνυμό τους άλμπουμ, ένα και μοναδικό, αφού οι Καναδοί δεν υπάρχουν πια, είναι ένα πολύ αξιόλογο δείγμα μυστικιστικού, occult doom.
GATEKEEPER – “East of Sun” (2018): Οι Καναδοί epic heavy metallers εξυμνούν τον πολεμικό λαό των Κιμμέριων (“Blade of Cimmeria”), σημαίνουν τις καμπάνες της πρωτεύουσας Tarantia η οποία, χωρίς βασιλιά, κινδυνεύει να γίνει βορά της αιωνίας αντιπάλου Nemedia (“Bells of Tarantia”) και τραγουδούν για τον επερχόμενο Μέγα Παγετό που θα καλύψει τα πάντα και θα σβήσει την Υβορειανή Εποχή (“Oncoming Ice”).
HAVOC – “Hour of the Dragon” (The grip, 1986): Μας αρέσουν τα underground, obscure πολύτιμα πετραδάκια, ποτέ δεν το κρύψαμε. Τέτοιο είναι και το “The grip” των power/thrashers HAVOC, απ’ όπου και το “Hour of the Dragon”.
HYBORIAN STEEL: Δε διεκδικούν δάφνες εκλεπτυσμένου ήχου, είναι πιο άξεστοι και από Πίκτη σε ταβέρνα, αλλά οι τρεις δίσκοι των Ιταλοαμερικανών, “An age undreamt of…” (2009), “Blood, steel and glory” (2012) και “Barbaric Mysticism” (2014), είναι διασκεδαστικοί.
IRONSWORD: Οι Πορτογάλοι λογίζονται ως οι πλέον αφοσιωμένοι ακόλουθοι του Robert Howard. Πώς να γινόταν διαφορετικά, αφού οι αναφορές τους σ’ αυτόν είναι εκτενέστατες και ολόκληροι δίσκοι είναι βασισμένοι στον βάρβαρο και τον κόσμο του. Άκουσε το σύνολο της δισκογραφίας τους, αλλά δώσε οπωσδήποτε προσοχή στα albums “Overlords of Chaos” και “Servants of Steel”, σχεδόν ολόκληρη η βιβλιογραφία του Τεξανού έχει αποτυπωθεί εκεί σε νότες.
JAG PANZER – “Iron shadows” (Tyrants, 1983): Πρώιμοι JAG PANZER και βάλε τώρα με το νου σου, τι γίνεται εδώ. Ακατέργαστος ήχος, επικούρα εις τη νιοστή, ένας «άγουρος» μα άκρως πωρωτικός Tyrant και “Iron Shadows, five demons in black/Iron Shadows, the moonlight prepares the attack!”. Μύρισε ατσάλι, κυριολεκτικά.
KEEN OF THE CROW – “Hyborea” (2007): Θηριώδες, επικό doom/death, σε έναν δίσκο εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον Κιμμέριο, από ικανότατους Αμερικανούς του L.A που δυστυχώς δεν κυκλοφόρησαν κάτι άλλο στην μόλις τριετή καριέρα τους. Ευτυχώς, ο drummer Rhett Davis δημιούργησε τους θεούς STYGIAN CROWN, από τους οποίους περιμένουμε κάτι ανάλογο στο μέλλον.
KONTACT – “The Devil in iron” (First contact, 2022): Φετινό δημιούργημα το ep αυτό, από μια νέα μπάντα που έχει στις τάξεις της μέλη των TRAVELER, BLACKRAT, HROM και GATEKRASHOR. Το κομμάτι αντλεί επιρροή από την ομώνυμη ιστορία και το video clip με τις σκηνές από την ταινία “Conan the destroyer”, με την εντελώς 80s αισθητική, δεν είναι παραδόξως γραφικό, αλλά πολύ ταιριαστό.
KRÖWNN – “Forge of Crom” (Magmafrost, 2014): Το σφυρί δουλεύει το ατσάλι στο αμόνι και Sabbath-ικοί ήχοι συνοδεύουν τη δουλειά του μεταλλουργού. Βαρύ, πολύ βαρύ το τελικό αποτέλεσμα. Όπως πρέπει.
LEGENDRY: Αμερικανοί από το Pittsburgh, «μαθητές» των MANILLA ROAD, ιδιαίτεροι, αυθεντικοί και εν τέλει… για (πολύ) λίγους. Στα albums “Mists of Time” και “Dungeon crawler” είναι πλήρως αφοσιωμένοι στον Conan και τις περιπέτειές του. Μετά, στο “The wizard and the tower keep”, ασχολούνται με τον D. R. Lackner.
LUNAR SHADOW – “Cimmeria” (Far from light, 2017), ”Red Nails (For the Pillar of Death) (The smokeless fires, 2019)”: Στον πρώτο τους δίσκο “Far from light”, απ’όπου και το “Cimmeria”, οι Γερμανοί παρουσίασαν ένα δικό τους heavy metal, όπου ο λυρισμός έφτανε σε ύψιστα επίπεδα. Στην πορεία άλλαξαν, σταδιακά, αλλά δεν είναι τυχαίο που το “Red nails…” ακούγεται λες και ήρθε από το ντεμπούτο, και όχι από το δεύτερό τους, “The smokeless fires”.
MALEFACTOR – “Anvil οf Crom” (2013): Οι Βραζιλιάνοι epic death metallers έχουν αρκετές αναφορές γύρω από τον Howard στη μουσική τους, το πέμπτο τους άλμπουμ έχει τίτλο-κράχτη και το ομώνυμο κομμάτι είναι σαφέστατα από τις πλέον αξιόλογες συνθέσεις τους.
MANOWAR – “Secret of Steel” (Into glory ride, 1983): Αν ο κινηματογραφικός Conan έπρεπε να αποτυπωθεί σε ένα τραγούδι, θα ήταν σε αυτήν την επιτομή του όρου “epic heavy metal”. Αυτό και μόνο φτάνει, δεν πιστεύω να χρειάζεται και επεξήγηση για το κομμάτι, ναι;
MARK SHELTON: Ο «πατέρας» του επικού metal. Με τους MANILLA ROAD έγραψε για το δαιμονικό βιβλίο του μάγου Skelos (“The book of Skelos”), τη Belit, τη βασίλισσα της Μαύρης Ακτής (“Queen of the Black Coast”), τη συνομωσία του σφετεριστή Valerius για να εκθρονίσει τον Conan από τον θρόνο της Aquilonia (“Hour of the dragon”), τη Lemuria και την Ατλαντίδα (“Atlantis rising – Book I–II”) , την Atali, την κόρη του θεού των βορείων Imir (“The Frost-Giant’s daughter”)… Αλλά δεν έμεινε εκεί. Με το project HELLWELL, έγραψε ένα ακόμη μεγαλεπήβολο έπος, την τριλογία “Acheronomicon”, όπου γίνεται αναφορά και στο διαβόητο, καταραμένο μενταγιόν με το όνομα «Η καρδιά του Α(χ)ριμάν». Και γενικά, έγραψε πολύ για τον Howard.
MYSTIC STORM – “Из хаоса древних времен / From the Ancient Chaos” (2021): Επικό speed/thrash από Ρωσία μεριά. Οι SLAYER του “Show no mercy” και του “Hell awaits”, στο ίδιο καζάνι με τους SENTINEL BEAST και τους DAMIEN THORN, με γυναικεία φωνητικά a la Sabina Classen, να τραγουδούν για την Στυγία, τον Γρίφο του Ατσαλιού κλπ αγαπημένα μας θέματα.
PEOPLE OF THE BLACK CIRCLE – “People of the Black Circle” (2021): Δικά μας παιδιά, τραγούδι από «φρέσκο» extended play δισκάκι, μια μίξη doom και gothic βουτηγμένη σε παραισθησιογόνα. Πολύ αισιόδοξα μηνύματα στην ατμόσφαιρα!
REVEREND BIZARRE – “Thulsa Doom” (2006): Κάποτε, αυτή ήταν η μεγαλύτερη doom metal μπάντα του πλανήτη, για όσο έπαιζε η μουσική τους. Δύο τραγούδια, “The Tree of Suffering” και “The children of Doom”, σ’ένα EP, αφιερωμένα στον James Earl Jones. Δεν έχω άλλα λόγια. Contemplate this… on the tree of suffering!
ROSAE CRUCIS: Οι Ιταλοί μας είχαν δείξει την αγάπη τους στο πρόσωπο του Howard με το LP “Worms of the Earth” (εκτός Conan, αλλά σεβόμαστε τον Bran Mak Morn, κι ας είμαστε με τη Ρώμη) και συνεχίζουν στο “Fede Potere Vendetta”. Σημείωση: Το “The Nemedian chronicles” ξεκινά ως μια metal, ελεύθερη διασκευή του “Riddle of Steel” του Πολυδούρη, πριν εξελιχθεί σε καθαρά δικό τους κομμάτι.
SMOULDER – “The sword–woman” (Times of obscene evil and wild daring, 2019): Η σπαθοφόρος γυναίκα θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε φανταστική ηρωίδα, αλλά οι στίχοι “Red haired spawn of the devil, eyes burn fierce; they smoulder” και “With banners flowing, crimson dyed, to never be swine‘s bride” δηλώνουν πως το κομμάτι αυτό έχει γραφτεί για την Κόκκινη Σόνια (Red Sonja), την ηρωίδα των Roy Thomas και Barry Windsor-Smith. Την κοκκινομάλλα ξιφομάχο με το θρυλικό μπικίνι-πανοπλία, περιστασιακή σύντροφο του Conan στις μάχες και αιώνιο απωθημένο των ανδρών (και του ιδίου, βεβαίως).
SOLITARY SABRED: Οι Κύπριοι έχουν να επιδείξουν καλό «Howard-ικό σκορ», με πέντε σχετικά τραγούδια. Τιμούν την εισαγωγή της ταινίας και τη σφαγή στο χωριό του Conan με το “Avengers of Set” (μαζί με την εισαγωγή “Anvil of Crom”), εμπνέονται από τον βασιλιά Conan που αντιμετωπίζει την προδοσία συμμάχων και ανθρώπων της αυλής του στο “The Scarlet Citadel”, στο “Solitary Sabred” και στο “Fyres of Koth”, ενώ στο “Disillusions” συμπεριλαμβάνουν το κλασσικότερο των κλασσικών λογύδριο του Conan από το “Queen of the black coast”, για το τι είναι τελικά πραγματικότητα και τι ψευδαίσθηση, στον μάταιο τούτο κόσμο.
SONS OF CROM: Viking metal παίζουν τούτοι δω οι Φινλανδοί, στη δυάδα “Riddle of steel” (2014) – “The black tower” (2017). Ωραία μπάντα!
SORCERER (Arg) – “The phoenix on the sword” (Incantation, 2017): Προφανέστατα και δεν πρόκειται για τους Σουηδούς άρχοντες του επικού ήχου, αλλά ας βάλουμε και τον γεωγραφικό-εθνολογικό προσδιορισμό δίπλα στο όνομα, να είμαστε σίγουροι. Οι Αργεντινοί ξεκίνησαν πολύ δυναμικά το 2017 με το “Incantation” EP και από εκείνη την κυκλοφορία παρουσιάζεται εδώ η εκδοχή τους ως προς το μυθιστόρημα «Ο φοίνικας στο σπαθί». Ωραίο, βαρβάτο (και βάρβαρο) heavy metal, αντάξιο της έμπνευσής του.
SPEEDBLOW – “Worshipers of Crom” (When giants walk the Earth, 2017): Μια ακόμη συμμετοχή από το «κλεινόν άστυ». “Stoner” θα το πουν κάποιοι, αλλά θα έχουν, ως συνήθως, άδικο. Τα παιδιά είναι metal to the bone και κρίνοντας από αυτό που ακούγεται στο εν λόγω κομμάτι, ο τίτλος του album είναι απόλυτα ταιριαστός με τη μουσική.
TARAMIS – “Queen of Thieves” (1987): To πρώτο από τα δύο albums των Αυστραλών metallers, που πήραν το όνομά τους από την σατανική μάγισσα, με το ίδιο όνομα. Τεχνικό power metal υψηλών προδιαγραφών. Θα τα πούμε για δαύτους εκτενέστερα στο μέλλον.
THE GATES OF SLUMBER – “Dark Valley Suite”, “Ice Worm” (Conqueror, 2008): Οι μονολιθικοί Αμερικανοί doomsters είναι άκρως επηρεασμένοι από την “sword & sorcery” θεματολογία και συνθέτουν ένα 16λεπτο έπος, σκοτεινό όσο ο Μαύρος Ποταμός και βάρβαρο όσο οι Πίκτες που κατοικούν πέρα από αυτόν. Στον ίδιο δίσκο, θα βρεις και το δεύτερο κομμάτι, “Ice worm”, που αναφέρεται, εννοείται, στο “The Lair of the Ice Worm“ των L. Sprague de Camp και Lin Carter.
THE SWORD – “The Black River”, “The Frost Giant’s daughter” (Gods of the Earth, 2008): Σε ανάλογα επίπεδα βαρύτητας, αν και σε πιο up tempo στυλ, κυμαίνονται οι vintage metallers THE SWORD, από το Austin του Texas και τραγουδούν για την επικείμενη εισβολή των Πικτών στα εδάφη της Aquilonia και την απειλή που αντιμετωπίζει ο Πολιτισμός. Στη δεύτερη Howard-ική σύνθεση, μας ταξιδεύουν μέχρι το παγωμένο Nordheim, τη γη των Vanir. Τέτοια τραγούδια άκουσε ο Lars Ulrich και τον ενθουσίασε αυτό το συγκρότημα. Δικαίως, αν θες τη γνώμη μου.
VENOM – “Riddle of steel” (The waste lands, 1992): Οι VENOM χωρίς να παίζουν χαβαλεδιάρικο, «σατανιστικό», rock ‘n’ roll-άδικο «ό,τι να’ναι/λίγο απ’όλα» metal; Κι όμως!
WICKED ANGEL – “People of the Black Circle” (“Chaotic Intellect” demo, 1987): Να μη βάλουμε και ένα demo; Να βάλουμε. Μια obscure πρόταση, απευθείας από το τιμημένο Texas, τη γενέτειρα γη του Howard. Χαμένο-θαμμένο, ακατέργαστο διαμαντάκι USPM.
WISHDOOM – “Cimmerian plains / Son of Crom” (Helepolis, 2011): Όταν κυκλοφόρησε το “Helepolis” των Ελλήνων epic heavy/doomsters, μέσα από το άκρατα ηρωικό του ύφος, ακούσαμε και τούτο το αφηγηματικό, στεντόρειο, μεγαλιθικό έπος. Σήμερα, ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά για τη νέα τους κυκλοφορία, έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά!
WITCHKILLER – “Riders of doom” (Day of the Saxons, 1984): Ατόφιο 80s heavy metal, από μια μπάντα που ξεκίνησε πολύ δυναμικά με ένα, θρυλικό στις μέρες μας, EP αλλά τελικά έμεινε σε αυτό και απέκτησε cult status.
WOTAN – “Iron shadows” (Carmina Barbarica, 2004): Υπάρχει μια άποψη, πως το “Carmina Barbarica” έπρεπε να είναι το άλμπουμ που θα είχαν κυκλοφορήσει οι MANOWAR μετά το “Sign of the Hammer”. Υπερβολή; Χμ… μετά το άκουσμα τέτοιων συνθέσεων, ίσως και όχι. “His father gave him a mighty sword and told him: “You always trust in this faithful steel!”.
Τέλος, ειδική μνεία στους χαβαλέδες ARNOCORPS και AUSTRIAN DEATH MACHINE για το πηγαίο χιούμορ τους και το γέλιο που μας έχουν προσφέρει.
Κάπου εδώ φτάσαμε στο τέλος. Μακάρι αυτό το αφιέρωμα, με τις όποιες ελλείψεις και τα όποια κενά του, να αποτελέσει εφαλτήριο για ένα ακόμη «ταξίδι» στον κόσμο του Βάρβαρου, για όσους η γιγαντόσωμη φιγούρα του, τους ήταν ανέκαθεν οικεία. Όσοι τον αγνοείτε, ποτέ δεν είναι αργά να τον γνωρίσετε. Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη των Robert Howard, John Buscema και Alfredo Alcala, καθώς και στους Roy Thomas, Ernie Chan, Barry Smith και όλους όσους με τις ιστορίες και τις εικόνες τους, αποτέλεσαν την παρέα μας όλα αυτά τα χρόνια. Όσο για σένα, Crom, ελπίζω να είσαι ικανοποιημένος με την ανάγνωσή του. Κι αν δεν είσαι… then the HELL with you!
Δημήτρης Τσέλλος