Ακούγοντας μπάντες που ακολουθούν τα μονοπάτια που άνοιξαν οι DREAM THEATER, όπως τους ENCHANT, IVANHOE, ZEN, HORIZON’S END και τώρα τους Νορβηγούς COURSE OF FATE, μου γίνεται φανερό πως το μεγαλύτερο κληροδότημα των DREAM THEATER στη μουσική κοινότητα, είναι ο Kevin Moore. Είναι μία γενική παραδοχή πως το ονειρικό (dream) κομμάτι της μπάντας, το προσέφερε ο Moore, με το μοναδικά λυρικό και μελωδικό του ύφος και τον trademark ήχο του. Μπάντες όπως οι COURSE OF FATE, επιδεικνύουν φυσικά όλα τα ατού μίας μελωδικής και δυναμικής progressive metal μπάντας με επιρροές από THEATER και QUEENSRYCHE (πατέρες και νονούς του είδους ας πούμε), αλλά είναι, πάνω απο όλα, ένας ιδιαίτερος λυρισμός και μια τρομερή αίσθηση μελωδίας που διακατέχει τα τραγούδια τους, πολύ περισσότερο από αχαλίνωτη μουσικότητα και επίδειξη μουσικής ισχύος από κάθε μέλος. Όσοι έχετε τη τύχη να ακούσετε το ντεμπούτο των COURSE OF FATE, θα καταλάβετε πόσα χρωστάμε στον Moore.
Οι COURSE OF FATE πρώτοεμφανίστηκαν το 2014, με το ΕΡ “Cognizance”. Εδώ, βρίσκουμε μία μπάντα με τρομερή όρεξη και μουσικές δεξιότητες, που δεν φοβάται να δείξει τις επιρροές της. Πάνω απ όλα, διακρίνεται η ικανότητά τους να γράφουν μεστά και ολοκληρωμένα τραγούδια, που αφήνουν αρκετό χώρο για βιρτουοζιτέ επιδείξεις στα instrumental μέρη, χωρίς όμως να το τραβάνε πέραν του δέοντος. Η έμφαση είναι στο songwriting, στον ήχο, στις όμορφες φωνητικές μελωδίες, την ερμηνεία και τη μελωδία (ειδικά, το τονίζω πάλι, στα υπέροχα πλήκτρα του Carl Marius Saugstad). Αυτό το ιδανικό σύνολο βρίσκει ο ακροατής και στο “Mindweaver”, που παρουσιάζει μία μπάντα με χημεία και ένα ξεκάθαρο όραμα. Οι επιρροές τους είναι πάντοτε εμφανείς (να αναφέρω εδώ και αρκετές νύξεις στους QUEENSRYCHE του “Silent lucidity” και παρόμοιων ασμάτων), αλλά η μπάντα έχει εμφανώς δουλέψει αρκετά, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να καθρεφτίζει μία καινούργια και ξεχωριστή progressive metal μπάντα που είναι οι COURSE OF FATE.
Τα περισσότερα κομμάτια κυμαίνονται σε μέσες διάρκειες έξι περίπου λεπτών. Ο ακροατής θα βρει σε αυτά μερικά δουλεμένα instrumental μέρη, που αναδεικνύουν την prog παιδεία των μουσικών, μουσικά κρεσέντο και επικές εισαγωγές με απαλά πλήκτρα, έναν τραγουδιστή με ερμηνευτική δεινότητα που φέρνει αρκετά στον Geoff Tate, ΑΛΛΑ, πάνω απο όλα, θα βρει κολλητικά ρεφρέν τίγκα στη μελωδία και το λυρισμό, που βαστάνε επίσης χάρη στις δυνατές κιθάρες και ένα στιβαρό rhythm section, που προσφέρει πολλά παραπάνω από ρυθμό, χωρίς όμως να αποσπά την προσοχή από το βασικό στέλεχος που είναι το τραγούδι καθαυτό. Στο μοναδικό μείον του δίσκου, θα έβαζα την ύπαρξη δύο εισαγωγών, ανάμεσα σε οχτώ συνολικά κομμάτια, που μάλλον σαν fillers λειτουργούν και φέρνουν τη διάρκεια του δίσκου ίσα-ίσα στα 45 λεπτά, πράγμα που με κάνει να θέλω κάτι ακόμα. Αλλά μικρό το κακό. Ανυπομονώ να δω τη πορεία που θα ακολουθήσουν τούτοι εδώ, μιας και έχουν βρει σίγουρα έναν ακόμη οπαδό σε εμένα!
7.5/10
Φίλιππος Φίλης