CROSSING THE LEFT HAND PATH – A TRIBUTE TO SWEDISH DEATH METAL – IN MEMORY OF L.G. PETROV (PART 1)

0
261












PART 1: BEFORE THE CREATION OF TIME

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ PUNK

Σουηδία, η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα του Ευρωπαϊκού βορρά (450.295 τετραγωνικά χιλιόμετρα), Τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πέμπτη μεγαλύτερη χώρα συνολικά σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Πρωτεύουσα της είναι η Στοκχόλμη, γνωστή ως και Βενετία του βορρά, όπου και εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος των όσων θα διαβάσετε παρακάτω. Ο πληθυσμός της αυτή τη στιγμή κυμαίνεται κάπου στα 10.156.656 κατοίκους, με πυκνότητα περίπου 65 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, όταν αντίστοιχα στην Ελλάδα η σχετική πυκνότητα είναι 81 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Γι’ αυτό και η χώρα μας παρότι σχεδόν 3 φορές μικρότερη, έχει γύρω στους 200.000 κάτοικους περισσότερους από την Σουηδία. Μια χώρα που με εξαίρεση την πρωτεύουσα της και τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη Γκέτεμποργκ (500.000 κάτοικοι), αποτελείται κατά κανόνα από μικρές πόλεις μεταξύ 25.000-30.000 κατοίκων κατά μέσο όρο. Αν μεταφέρετε το σκηνικό 30-35 χρόνια πριν, ο κάθε Σουηδός μπορεί να σας διαβεβαιώσει ότι για να την «παλέψει» σε ένα άκρως βαρετό περιβάλλον σε όλη τη χώρα, μοναδικές λύσεις είχε να ασχοληθεί με τη μουσική ή τα σπορ. Με την απόγνωση και την απογοήτευση να κυριαρχεί, η στροφή προς το punk και το metal ήταν αναπόφευκτη για μια ολόκληρη γενιά εκείνη την εποχή και μάλιστα υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες.

Παρότι οι άνωθεν ήχοι ήταν δημοφιλείς, οι pub που θα επέτρεπαν μπάντες των ανάλογων ειδών να παίξουν ήταν από ελάχιστες ως μηδαμινές, ενώ γενικότερα δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε συνάξεις σε άτομα κάτω των 18 και σε πολλές περιπτώσεις και κάτω των 20 ετών! Κατανοείται ότι το σκηνικό ήταν λιγάκι ζοφερό για όσους ήθελαν να προσθέσουν νέα ενδιαφέροντα στη ζωή τους και μοιραία η άνοδος ακραίων ήχων ήταν κάτι που μάλλον ήταν απαραίτητο εκείνη την εποχή. Σε μια περίοδο στα early-mid ‘80s που ότι πιο εξαγώγιμο είχε να επιδείξει η Σουηδία στον ευρύτερο ροκ ήχο ήταν οι EUROPE ή ο «Αμερικάνος» πλέον βιρτουόζος της κιθάρας Yngwie Malmsteen –ο οποίος έφυγε νωρίς από την πατρίδα του που δε μπορούσε να τον κρατήσει στα σύνορα της-, η μοναδική καθαρά «μεταλλική» απάντηση ερχόταν από τους πιονέρους του black metal BATHORY και του doom metal CANDLEMASS. Μάλιστα οι BATHORY από πολλούς τότε και ιδιαίτερα μετά την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους (“The return…”, 1985) αποκαλούνταν death metal ως αποτέλεσμα της καταστροφικής επίδρασης της μουσικής του ηγέτη τους Quorthon. H άνοδος του death metal στην Αμερική και του grindcore στην Αγγλία δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους Σουηδούς, οι οποίοι είχαν την μεγάλη επιθυμία δημιουργίας νέας σκηνής.

Η έννοια του μεταλλικού ήχου στη Σουηδία ήταν κάτι το σχεδόν παντελώς άγνωστο πριν εμφανιστούν οι ηρωικοί HEAVY LOAD. Όταν λοιπόν ό,τι πλησιέστερο στην έννοια “metal” για τους περισσότερους στο βορρά ήταν το “The final countdown” των EUROPE, άρχιζε δειλά να υποβόσκει μια τάση για νέα άκρα, η οποία εν πολλοίς βρήκε κύρια επιρροή από το punk και ειδικά τους φτασμένους τότε DISCHARGE. Στη Σουηδία παρότι εμφανίστηκαν μπάντες του είδους όπως οι RUDE KIDS ή στη συνέχεια οι THE TURF που μετονομάστηκαν σε MISSBRUKARNA, δεν ήταν πριν εμφανιστούν οι ANTI-CIMEX από το Γκέτεμποργκ που το πράγμα άρχισε να σοβαρεύει, γρήγορα εμφανίστηκαν μπάντες όπως οι SKITSLICKERS (SHITLICKERS όπως ήταν γνωστοί εκτός Σουηδίας), ενώ και η πρωτεύουσα Στοκχόλμη «απάντησε» με τους AGONI, THE SUN και ίσως η καλύτερη μπάντα της πόλης σε αυτό το στυλ, οι MOB 47. Οι μπάντες πάλευαν να ξεπεράσουν η μια την άλλη σε ακρότητα και ταχύτητα αλλά αυτό δεν έδινε οπαδικούς καρπούς, με ελάχιστα άτομα να πηγαίνουν στις συναυλίες των προαναφερθέντων συγκροτημάτων. Οι ASOCIAL από την Hedemora θεωρούνται οι πατέρες του blast-beat, τότε γνωστό ως one-beat (μιλάμε για 1982) και όντας ότι πιο γρήγορο και ακραίο υπήρχε εκείνη την εποχή και αποτυπώνεται στο εξής περιγραφικό σκηνικό.

Όταν οι ΜΟΒ 47 αποφάσισαν να δώσουν μια συναυλία στην Hedemora με support τους ASOCIAL, είχαν ένα ύφος «θα σας δείξουμε εμείς», έτσι όταν οι ASOCIAL ανέβηκαν στη σκηνή και τα διέλυσαν όλα, οι MOB 47 ήταν έτοιμοι να ακυρώσουν την εμφάνιση τους θεωρώντας ότι δε μπορούν να ξεπεράσουν τους ASOCIAL. Οι ASOCIAL πέρασαν το μήνυμα τους παρότι δεν συνέχισαν στους ίδιους φρενήρεις ρυθμούς μετά. Στα τέλη του 1983, ένας δηλωμένος πάνκης παίρνει την ενέργεια του είδους και το αναμιγνύει με το μεταλλικό ήχο. Το όνομα του είναι Tomas Forsberg, ή αλλιώς ο Quorthon που προαναφέραμε. Το παράδειγμα του ακολούθησαν πάρα πολλοί, καθώς οι προαναφερθέντες AGONI μετονομάστηκαν σε AGONY βγάζοντας ένα από τα καλύτερα thrash metal άλμπουμ της ιστορίας (“The first defiance, 1988), ενώ και το crust σχήμα των DISACCORD κατέληξε να μετασχηματιστεί στους CARNAGE αλλάζοντας πλήρως σε death metal, με κύριο υπεύθυνο γι’ αυτή την αλλαγή, έναν νεαρό κιθαρίστα ονόματι Michael Amott, o οποίος έφυγε από τους DISACCORD με τον φίλο του Johan Liiva σχηματίζοντας τους CARNAGE. Για να μην αναφερόμαστε μόνο στο death metal, η punk μπάντα που ονομαζόταν MOSES κατέληξε να γεννήσει τους black metallers MARDUK. Η επιρροή του punk ήταν ξεκάθαρη αλλά υπήρχε θέληση για μεγαλύτερη ακρότητα.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ BATHORY ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΗΔΙΚΟΥ DEATH METAL

O Quorthon σύμφωνα με παλιότερες δηλώσεις του τόνιζε ότι αν δεν έπαιζε σε punk συγκροτήματα μεταξύ 1979-1980, το πιθανότερο ήταν ότι θα κατέληγε με μια βελόνα στο χέρι παρατημένος στη μέση του δρόμου. Ευτυχώς δεν είχε συναναστροφές με τύπους που θα μπορούσε να προμηθευτεί δόση κι έτσι έγινε μέλος σε punk παρέες με κύριες αρχικές του επιρροές τους EXPLOITED και G.B.H., πριν γνωρίσει τους BLACK SABBATH και MOTORHEAD. Όραμα του Quorthon ήταν να ενώσει τις επιρροές από όλα του τα ακούσματα και να γίνει πιο ακραίος όλων. Σύντομα έβαλε αγγελία σε περιοδικό ζητώντας μπασίστα και ένα ντράμερ που θα μπορούσε να παίξει γρήγορη δίκαση. Βρήκε τον ντράμερ Jonas Akerlund και τον μπασίστα Fredrick Hanoi, αμφότεροι μέλη των DIE CAST, όλα αυτά στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1983, με την γέννηση των BATHORY να τοποθετείται λίγο μετά στις 16 Μαρτίου του ίδιου έτους (σύμφωνα με τη συλλογή “In memory of Quorthon), ενώ χρόνια αργότερα γύρω στο 1996 ο ίδιος ο Quorthon δήλωνε ότι η επίσημη ημερομηνία δημιουργίας τους ήταν στις 3 Μαρτίου 1983. Ο Quorthon διάλεξε το ψευδώνυμο του ως μέρος κοροϊδίας προς τους EUROPE.

Στη λογική ότι ο τραγουδιστής των EUROPE μπορούσε να ονομάζεται Joey Tempest, o Quorthon αφού απέρριψε τα Satan, Black Spade και Ace Shoot σας ψευδώνυμα, κατέληξε σε αυτό με το οποίο όλοι τον γνωρίσαμε, εμμέσως πλην σαφώς καθιστώντας σαφές ότι όλα τα τότε black metal ψευδώνυμα μέχρι σήμερα ήταν προϊόν αστείου. Το όνομα του συγκροτήματος το διάλεξε ένα χρόνο νωρίτερα επισκεπτόμενος το London Dungeon και στη θέα της Elizabeth Bathory να κάνει μπάνιο γυμνή σε μια μπανιέρα γεμάτη αίμα, η σκηνή αποτυπώθηκε κι έγινε το όνομα του συγκροτήματος που άλλαξε κατά πολύ τη μοίρα του ακραίου ήχου σε όλο τον Ευρωπαϊκό βορρά. Αν και υπάρχει η φήμη ότι το συγκρότημα του δεν έπαιξε ποτέ συναυλία, έχουν καταγραφεί σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες 6-8 συναυλίες σε κέντρα νεότητας στην Σουηδία με μέγιστο αριθμό ατόμων που παρακολούθησαν τις συναυλίες αυτές τα 30 άτομα. Τα άλλα δυο μέλη γούσταραν κυρίως WHITESNAKE, IRON MAIDEN, JUDAS PRIEST και μάλιστα προσπάθησαν να πείσουν τον Quorthon να παίξει σε τέτοιο στυλ, ενώ δεν ήταν και οι καλύτεροι δυνατοί «σύμμαχοι» στο πλευρό του όσον αφορά τη σκηνική παρουσία, αν και αυτό που μάλλον ένοιαζε τις μπάντες τότε όταν έπαιζαν ήταν να γίνουν λιώμα και να ανταλλάσουν συντρόφους μετά τις συναυλίες.

Αφού οι δυο προαναφερθέντες έκαναν ένα ταξίδι στο Λονδίνο το καλοκαίρι του ’83, ο Quorthon διατήρησε τους BATHORY με τον Rickard Bergman στο μπάσο και τον Johan Elven στα τύμπανα. Όταν γύρισαν τα άλλα δυο μέλη από το Λονδίνο, η μπάντα έγινε πενταμελής! Βέβαια υπήρχε ξεκάθαρη έλλειψη προόδου και το συγκρότημα έφτασε κοντά στο να διαλύσει στα τέλη του ’83. Και κάπου εκεί παρουσιάζεται μια ευκαιρία ζωής, μέσω του πατέρα του, Borje “Boss” Forsberg. Παρότι προσπάθησαν χρόνια να αρνηθούν τη σχέση τους, ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη Σουηδία. O Boss δούλευε στο στούντιο της δισκογραφικής εταιρείας Tyfon και ο Quorthon βοηθούσε κάνοντας διάφορες δουλειές εκεί ως μέρος προγράμματος αναμόρφωσης από το σχολείο του (ο ψηλός από τότε ήταν μέγιστο χαμίνι). Πρόθεση της Tyfon εκείνο τον καιρό είναι να δημιουργήσει μια συλλογή με μεταλλικές μπάντες από τη Σουηδία και τη Φινλανδία, για να εκμεταλλευτεί την άνοδο του ροκ και μεταλλικού ήχου εξαιτίας της επιτυχίας των EUROPE στον Σουηδικό μουσικό διαγωνισμό Rock SM, όπου κατέκτησαν το πρώτο βραβείο. Λίγο πριν η συλλογή ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο του 1984, μια Φινλανδική μπάντα έκανε πίσω και η Tyfon έψαχνε απεγνωσμένα να βρει μπάντα να την αντικαταστήσει. Εκεί ο Quorthon κάνει τη μεγάλη κίνηση!

Το παίρνει τελείως πάνω του κι αναφέρει ότι έχει μια μπάντα που ονομάζεται BATHORY, χωρίς να δώσει περαιτέρω στοιχεία πέραν ότι έπαιζαν «πολύ άγρια και με δαιμονικό υλικό». Ο ψηλός σιγούρεψε ότι θα λάβουν τη θέση στη συλλογή με οποιοδήποτε κόστος. Έτσι λίγο καιρό μετά το συγκρότημα θα έκανε την πρώτη του ηχογράφηση, και όταν οι υπεύθυνοι της εταιρείας βρέθηκαν στο στούντιο, παίχτηκε μια αργή εναλλακτική εκτέλεση του θρυλικού “The return of darkness and evil”, με τα αφεντικά της Tyfon να εκπλήσσονται θετικά (πολιτισμός, άντε να συνέβαινε αυτό στην Ελλάδα) και μάλιστα να ανακοινώνουν στους BATHORY ότι μπορούσαν να ηχογραφήσουν άλλο ένα κομμάτι για τη συλλογή (!!!), το οποίο έμελλε να είναι το “Sacrifice”. Τον Μάρτιο του 1984 λοιπόν κυκλοφορεί η συλλογή “Scandinavian metal attack”, με τη μπάντα παρόλα αυτά να μην υπάρχει ουσιαστικά καθώς τα δυο μέλη που ταξίδεψαν στο Λονδίνο παραιτήθηκαν, σήμερα ο Jonas Akerlund πάντως έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία μεταξύ άλλων σκηνοθετώντας βίντεο μεταξύ άλλων για τους PRODIGY, MADONNA και METALLICA! Ο αντίκτυπος της συμμετοχής των BATHORY στη συλλογή ήταν τεράστιος και υπολογίζεται ότι το 95% της αλληλογραφίας που δεχόταν η Tyfon αφορούσε το συγκρότημα, με την εταιρεία ύστερα από αυτή την αποδοχή να παίρνει ραγδαίες αποφάσεις.

Οι BATHORY πλέον έπρεπε να ηχογραφήσουν οπωσδήποτε δίσκο κι εκεί ο Quorthon κατανοεί ότι το συγκρότημα πρέπει να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Ζητάει ξανά τη βοήθεια του Rickard Bergmann που δέχεται, αλλά ο Johan Elven αρνείται και έτσι πρέπει άμεσα να βρει νέο ντράμερ, όπου τελικά βρίσκει έναν τύπο ονόματι Stefan Larsson και κάνουν μια μοναδική πρόβα στις 22 Μαΐου 1984 πριν μπουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του πρώτου δίσκου. Στις 14 Ιουνίου γράφεται ιστορία καθώς το ανίερο τρίο μπαίνει στα Heavenshore Studio για την ηχογράφηση με ένα μπάτζετ 5.000 Σουηδικών κορόνων, δηλαδή 700 δολάρια εκείνη την εποχή. Με την έλλειψη μεγάλου μπάτζετ, το συγκρότημα ηχογραφεί σε μισή ταχύτητα για να χωρέσει όλο το υλικό σε ένα master tape σε χρονικό όριο που υπολογίστηκε μεταξύ 32 και 56 ωρών ηχογράφησης συνολικά. Η κυκλοφορία του “Bathory” το φθινόπωρο του ’84 αλλάζει μια για πάντα τις ισορροπίες στη Σουηδική μεταλλική σκηνή, δημιουργείται πάταγος και ένα πανίσχυρο fan following για τον Quorthon και το σχήμα του και είναι ότι πιο ακραίο –αλλά όχι πιο γρήγορο λόγω των ASOCIAL- υπάρχει εκείνη τη στιγμή. Παρά την έντονη άρνηση του Quorthon ότι κύρια επιρροή ήταν οι VENOM όταν ξέσπασε ο άτυπος πόλεμος VENOM VS BATHORY, έχουμε «δώσιμο».

O Jonas Akerlund λοιπόν αναφέρει ότι αποκλειστική επιρροή των BATHORY εκείνη την εποχή ήταν οι VENOM και μάλιστα ο τράγος που επιλέχθηκε σαν σύμβολο τους, ήταν άμεση αναφορά στον αντίστοιχο που είχαν οι VENOM. Μάλιστα φημολογείται ότι ο τράγος αυτός συναρμολογήθηκε από διάφορα μέρη που έκοψε από περιοδικά της εποχής για να δείχνει πιο κακό. Ο Quorthon ήθελε το εξώφυλλο να είναι χρυσό το οποίο ήταν πανάκριβο και έτσι ζήτησε την πιο κοντινή απόχρωση αυτού, με το αποτέλεσμα να καταλήγει σε σχεδόν… καναρινί και τον ψηλό να τα παίρνει κρανίο ολοσχερώς, έτσι μόνο οι πρώτες 1000 κόπιες του δίσκου βγήκαν με το κίτρινο χρώμα με το εξώφυλλο να ονομάζεται στη Σουηδία Gula Geten, δηλαδή «ο κίτρινος τράγος». Περιττό να αναφέρουμε τη σπανιότητά του και σε τι τιμές αστρονομικού μεγέθους μπορεί να το βρει κανείς. Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν φωτογραφίες τους προκύπτει από το γεγονός ότι ο Quorthon… απλά δεν είχε καμία, έτσι διατηρήθηκε και το μυστηριακό τους concept. O ηγέτης δεν ήθελε να σταθεί σε πρόσωπα και ονόματα που μελλοντικά δε θα είχαν καμία σχέση με το συγκρότημα, γι’ αυτό και σε όλα τα άλμπουμ η μόνη αναφορά γίνεται στο όνομα του, όπως και του πατέρα του, Boss.

Επίσης κατασκεύασε κι ένα διαφορετικό όνομα για να δείξει ότι οι BATHORY δεν ήταν απλά μια μπάντα της Tyfon, έτσι αφού απέρριψε το Noise καθώς ήδη το είχε προλάβει η εν λόγω Γερμανική δισκογραφική εταιρεία, κατέληξε στο Black Mark. Πήρε στον Boss 7 χρόνια από τότε για να ιδρύσει όντως την εν λόγω εταιρεία με το συγκεκριμένο όνομα, ενώ η Tyfon δε χρειαζόταν να ανησυχεί καθώς οι 1000 κόπιες του κίτρινου εξώφυλλου εξαντλήθηκαν σε δυο εβδομάδες και η επανέκδοση με το λευκό εξώφυλλο συνέχιζε να πουλάει αδρά. Εκεί κάπου ο Quorthon κατανοεί ότι το πράγμα σοβαρεύει, το Kerrang! τον αποθεώνει και γρήγορα παίρνει απόφαση να κάνει και το δεύτερο δίσκο, τον οποίο θα θεωρούσε ως τον μεγάλο δίσκο που θα τον πάει πολλά βήματα μπροστά. Μάλιστα συνεχώς ανέφερε τον όρο death metal όταν προωθούσε τη μουσική του, προφανώς μην έχοντας ιδέα ότι ήδη οι POSSESSED και οι HELLHAMMER είχαν ήδη χρησιμοποιήσει τον όρο, έτσι θεωρούσε πως πρώτος εφήυρε τον όρο μέσα στην άγνοια του. Ο Βoss αντίθετα το έβλεπε πιο σφαιρικά: «Αναμίχθηκα στη δημιουργία του death metal, μια και είχα την πρώτη μπάντα του είδους στην εταιρεία μου, καθώς έτσι αποκαλούσαν τους BATHORY στην Αμερική, ήμουν στους πρώτους death metal παραγωγούς του κόσμου»!

Το δεύτερο άλμπουμ “The return…” άφησε πίσω άμεσα την επιτυχία του “Bathory”, καθώς εκεί το συγκρότημα εξελίχθηκε σε πύρινη λαίλαπα που δεν άφησε τίποτα ζωντανό στο πέρασμα της και η αρχική επιτυχία έγινε άμεση καταξίωση. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα επαγγελματικά Elektra Studio και εκεί ο Quorthon αντιλαμβάνεται ότι δίπλα του, γεννιέται μια ολόκληρη ακραία τάση με τους HELLHAMMER/μετέπειτα CELTIC FROST αλλά και τους SODOM, οι οποίοι στα πρώτα τους βήματα (“In the sign of evil”, “Obsessed by cruelty”) επηρέασαν άμεσα όλο το μετέπειτα black metal. Έτσι μέσα του μεγάλωσε η αίσθηση του ανταγωνισμού, νιώθοντας ότι πρέπει να τους υπερβεί όλους. Το υλικό του “The return…” ήταν πιο ωμό, πιο γρήγορο, πιο «κρύο» στον ήχο και με πιο σκοτεινούς στίχους και ατμόσφαιρα. Ο κόσμος δεν μπορούσε να δεχθεί εύκολα αυτό τον οχετό επιθετικότητας και μάλιστα ο Quorthon ανέφερε ότι προσπάθησε να αντιγράψει τον ήχο τυμπάνων του ντεμπούτου των EXCITER, “Heavy metal maniac”, τον οποίο θεωρούσε άκρως βίαιο και υπέροχο. Οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα και ο κόσμος –όπως και η Tyfon- ζητούσαν συναυλίες, αλλά ο Quorthon δεν πίστευε ότι υπήρχε ικανός ντράμερ στη Σουηδία που θα έπαιζε έτσι, γι’ αυτό και αρχικά στράφηκε στον Carsten Nielsen των Δανών thrashers ARTILLERY.

O Nielsen όμως αρνήθηκε, κι έτσι ο Quorthon στράφηκε προς τον Chris Witchhunter των SODOM! Μάλιστα ο Γερμανός ντράμερ όχι απλά δεν αρνήθηκε την προσφορά του, αλλά ταξίδεψε και στη Στοκχόλμη, αλλά δεν προέκυψε κάτι ουσιώδες, ο Quorthon ανέφερε ότι για δυο μέρες προβάρανε και βλέπανε πολλά βίντεο, γεμίζοντας τις κοιλιές τους με junk food και αυτό ήταν όλο. Έτσι εγκαταλείφθηκε οριστικά η ιδέα του να παίξουν συναυλίες και ο ίδιος ο δημιουργός της μπάντας θα συγκεντρωνόταν αποκλειστικά στο να βγάζει δίσκους και να κάνει τη μπάντα του όσο το δυνατόν μεγαλύτερη. Το 1986 ήταν ανενεργό για τους BATHORY, αλλά τα πιο σπουδαία θα ερχόταν μελλοντικά με ακόμα καλύτερα άλμπουμ κι ακόμα μεγαλύτερη καταξίωση. Η σημασία της γέννησης και περαιτέρω εξέλιξης των BATHORY είναι μέγιστη για τις πόρτες που άνοιξε σε όλη τη χώρα ώστε να γεννηθούν περισσότερα συγκροτήματα και δη προς το ακραίο παρακλάδι. Με το black metal όμως σε πειραματικό/εμβρυακό στάδιο και με το thrash και μετέπειτα το death metal να κυριαρχούν στο προσκήνιο, οι Σουηδοί έφηβοι της εποχής ήξεραν το δρόμο που ήθελαν να ακολουθήσουν. Ο Quorthon πάντα θα θεωρείται πατέρας των εξελίξεων και μιας κίνησης που δεν θέλησε να δεχτεί ότι της σέρβιραν απλόχερα. Η φωτιά είχε ανάψει για τα καλά…

ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ 1986/Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ CANDLEMASS/Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ROCKBOX

Το ημερολόγιο δείχνει 28 Φεβρουαρίου του 1986 και ο Σουηδός πρωθυπουργός Ούλοφ Πάλμε εκτελείται το απόγευμα της ημέρας. Το έθνος δεν είναι προετοιμασμένο για κάτι τόσο σκληρό και χαίροντας της καθολικής εκτίμησης των περισσότερων Σουηδών, η χώρα βυθίζεται στο πένθος. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και η Σουηδία γίνεται ένα πικρό και άκρως αφιλόξενο μέρος εκείνη την εποχή. Οι έφηβοι και νεαροί εκκολαπτόμενοι μεταλλάδες βρίσκουν μοναχικό καταφύγιο στον ακραίο ήχο που γιγαντώνεται με 2 από τα πλέον αντικειμενικά κορυφαία άλμπουμ όλων των εποχών. Το “Master of puppets” των METALLICA και το “Reign in blood” των SLAYER. Οι METALLICA θεωρούνται από τη συντριπτική πλειοψηφία του Σουηδικού κοινού ως η κορυφαία μεταλλική μπάντα όλων και η επίδραση τους στις ζωές των περισσότερων έδινε νόημα. Το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου του 1986 δίνουν την τελευταία τους συναυλία με την κλασική τους σύνθεση στη Στοκχόλμη η οποία στέφεται με τεράστια επιτυχία και πολύ μεγάλο κοινό που τρέχει να τους παρακολουθήσει. Το ερχόμενο ξημέρωμα τίποτα δε θα είναι πια ίδιο καθώς ο μπασίστας Cliff Burton θα χάσει τη ζωή του με τραγικό τρόπο έξω από τον αυτοκινητόδρομο Ε4 στο Ljungby της νότιας Σουηδίας, όταν το λεωφορείο που τους μεταφέρει γλιστράει στον πάγο, ο Cliff πετιέται από το παράθυρο και το λεωφορείο πέφτει πάνω του.

Δις μάλιστα, διότι όταν πήγαν να το σηκώσουν με το γερανό μετά το τραγικό συμβάν, τα σχοινιά έσπασαν και έπεσε ξανά το λεωφορείο πάνω του, τραγικό πραγματικά. Oι Σουηδοί οπαδοί το έφεραν τόσο βαρέως που μάλιστα αρκετοί δοκίμασαν απόπειρες αυτοκτονιών και δεν ήταν λίγοι που εξέφρασαν την άποψη ότι και οι METALLICA και γενικά το thrash πέθαναν εκείνο το κρύο πρωινό για τα καλά. Με όλα αυτά τα ζοφερά σκηνικά, είναι λες και πλανιόταν στον αέρα ένα αίσθημα καταπίεσης και αρνητικής ενέργειας που μπορούσε να βρει διαφυγή αποκλειστικά σε νέους ήχους. Εκεί ο ραδιοφωνικός σταθμός Rockbox αφιέρωσε όλη την επόμενη μέρα στους METALLICA, με τον παραγωγό Par Fontander να μεταφέρει τα άσχημα νέα και ύστερα από τη συγκεκριμένη εκπομπή, οι METALLICA απέκτησαν λατρεία θρησκευτικού μεγέθους, ενώ και η μοίρα του Rockbox και η απήχηση που είχε άλλαξαν κατά πολύ. Ακριβώς το ίδιο βράδυ μετά το αφιέρωμα στους METALLICA, μια νέα μπάντα με ήχο ιδιαίτερο ταίριαξε καλύτερα στο λυπηρό κλίμα της ημέρας. Δεν ήταν άλλοι από τους CANDLEMASS, οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους στην Black Dragon Records.

O λόγος για το μνημειώδες “Epicus doomicus metallicus” και το κομμάτι που ακούστηκε ήταν το εναρκτήριο “Solitude”. Ταίριαξε τόσο με το κλίμα πένθους λόγω του χαμού του Cliff Burton και η καθαρότητα και βαρύτητα του ήχου του που ακουγόταν ως κάτι άκρως επαγγελματικό, ώθησαν πολλούς Σουηδούς στο να θελήσουν να ξεκινήσουν τις δικές τους μπάντες. Μάλιστα πάρα πολλοί ήταν αυτοί που θέλησαν να αναμίξουν την οργή και ταχύτητα των METALLICA με τον όγκο και βάρος των CANDLEMASS, με τους πατέρες του doom metal να αποτελούν όπως αναφέραμε πιο πάνω τις δυο σημαντικότερες μπάντες στο να το πάρουν απόφαση όλοι οι Σουηδοί και να κυνηγήσουν το όνειρο τους. Στην ανελέητη επίθεση των BATHORY με τον τραχύ ήχο, οι CANDLEMASS απαντούσαν με αργές ως και ανύπαρκτες ταχύτητες, αλλά με έναν ήχο που δεν ακουγόταν σας οτιδήποτε εκεί έξω, παρά την έντονη SABBATH-ική αύρα. Ο τρόπος με τον οποίο οι CANDLEMASS έκαναν αισθητή την παρουσία του, τους έχει διατηρήσει 35 χρόνια μετά σε ασύλληπτα επίπεδα σεβασμού και πρέπει να προσπαθήσετε πάρα πολύ για να βρείτε Σουηδό που ακούει το όνομα τους και δεν κατεβάζει το κεφάλι από δέος και σεβασμό στη χειρότερη των περιπτώσεων. Οι CANDLEMASS είχαν έρθει για να μείνουν, ευτυχώς για όλους μας.

Από την άλλη το Rockbox τροφοδοτούσε για σειρά ετών με νέα μουσική όλο τον κόσμο και θεωρείται η βασική αιτία που ο κόσμος άρχισε να αναζητάει όλο και περισσότερο την ακραία μουσική. Άκουγε κάποιος τις εκπομπές, σημείωνε με τον πατροπαράδοτο τρόπο ηθογραφώντας σε κασέτες απευθείας από το ραδιόφωνο και την επόμενη μέρα βρισκόταν στο πλησιέστερο δισκοπωλείο για να αναζητήσει ή να παραγγείλει τα άλμπουμ από τα συγκροτήματα που τον ενδιέφεραν. Έτσι εκτός από τους προαναφερθέντες METALLICA, CANDLEMASS, BATHORY, o σταθμός θα εισήγαγε τους Σουηδούς σε μπάντες όπως οι S.O.D., DARK ANGEL, HEATHEN, TESTAMENT, OVERKILL, FORBIDDEN και γενικά όλη τη thrash αφρόκρεμα της εποχής. Ο Par Fontander είχε ακριβώς τον ίδιο ρόλο για τον μεταλλικό ήχο όπως είχαν 5 χρόνια πριν οι Johan Almqvist και Hakan Persson με την δική τους αντίστοιχη εκπομπή για το punk, ονόματι Ny Vag. To Rockbox μέχρι σήμερα αναφέρεται από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της τάσης εκείνης ως βασικός λόγος που οδήγησε τον κόσμο σε αναζητήσεις, ενώ μετέπειτα και με την γέννηση και του Αμερικάνικου death metal, ο κόσμος άρχισε να ξεφεύγει εντελώς σε αντιδράσεις και έτσι η θέληση για κάτι καινούργιο είχε γίνει πλέον απαραίτητη ανάγκη που δεν μπορούσε πια να χαλιναγωγηθεί…

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here