Λίγες μέρες πριν από τις εμφανίσεις τους σε Αθήνα (Πέμπτη 12/5) και Θεσσαλονίκη (Παρασκευή 13/5) μαζί με τους ENSIFERUM, PYOGENESIS και GWENDYDD , ο Mikael Stanne, τραγουδιστής και ηγετική μορφή των DARK TRANQUILLITY, μας μίλησε για τις ιστορίες πίσω από το αγαπημένο, όσο και “περίεργο” “Projector”, που όταν είχε βγει το 1999, είχε παραξενέψει τον κόσμο, σήμερα όμως θεωρείται από τα κλασικότερα άλμπουμ τους. Εκτός αυτού, μας μίλησε για την περιοδεία, τους HALO EFFECT και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Όσοι έχετε διαβάσει συνεντεύξεις του, καταλαβαίνετε ότι μιλάμε για έναν από τους πιο πνευματώδεις μουσικούς…
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το “The mind’s I” κυκλοφόρησε το Πάσχα του 1997, όπως θυμάμαι πάρα πολύ καλά, από την Osmose. Για ποιον λόγο φύγατε από τη γαλλική εταιρία για να πάτε στη Century Media αμέσως μετά; Είχε να κάνει με τη φύση του άλμπουμ που ετοιμάσατε; Επειδή είμαι βέβαιος πως αν είχε κυκλοφορήσει το “Projector” από την Osmose, θα μιλούσαμε για παταγώδη αποτυχία, αφού δύσκολα θα έβρισκαν τρόπο να το προμοτάρουν.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος. Όταν τελειώσαμε με το “The mind’s I”, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε που θα πηγαίναμε τη μουσική μας, επειδή ήταν ένας πάρα πολύ γρήγορος κι έντονος δίσκος. Νομίζω πως είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε λίγο με το στυλ μας, ενώ παράλληλα είχε αρχίσει να ακούγεται πάρα πολύ αυτό που λέμε «ήχος του Gothenburg», κάτι που δεν ηχούσε καλά στα δικά μας αυτιά. Όταν τελειώσαμε το “Projector”, το οποίο είχε γραφτεί με διαφορετική νοοτροπία, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν δίσκος για την Osmose. Ήμασταν ήδη κάτι εντελώς διαφορετικό στο roster της που είχε μόνο black metal σχήματα και σκεφτόμασταν να φεύγαμε ούτως ή άλλως. Έτσι επικοινωνήσαμε με κάποιον manager και αρχίσαμε να διαπραγματευόμαστε συμβόλαια με άλλες εταιρίες. Πρέπει να σου πω ότι ήταν μία πολύ κακή κίνηση και δεν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αυτό. Απλά ήμασταν, όμως, περίεργοι να δούμε αν υπάρχει ενδιαφέρον από άλλες εταιρίες και λάβαμε πολύ καλές προσφορές από τη Nuclear Blast, τη Century Media και κάποιες άλλες εταιρίες. Όλα αυτά έγιναν χωρίς να ενημερώσουμε την Osmose κι αυτό είναι κάτι για το οποίο ντρέπομαι μέχρι σήμερα. Όταν κάποια στιγμή άκουσαν το δίσκο, συμφώνησαν μαζί μας ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα. Αυτή, λοιπόν, ήταν η αρχή της σχέσης μας με τη Century Media, που είναι φανταστική μέχρι και σήμερα.
To “Projector”, εκτός των άλλων, σημαδεύτηκε από σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση του συγκροτήματος, με πιο σημαντική την αποχώρηση του κιθαρίστα Fredrik Johansson, ο οποίος μάλιστα πέθανε πολύ πρόσφατα κι αν δεν κάνω λάθος, συνεχίσατε να έχετε πολύ καλές σχέσεις…
Ω, ναι. Να φανταστείς, όταν ετοιμάζαμε δίσκο, του έστελνα πάντα να ακούσει το υλικό μας να μας πει τη γνώμη του. Πάντα έδινα μεγάλη σημασία στην άποψή του. Όταν έφυγε μετά το “Projector” για να αφοσιωθεί στην οικογένειά του, ποτέ δεν έπαψε να έρχεται να μας βλέπει όταν παίζαμε κοντά και έκανε πάντα πολύ αυστηρή κριτική στην μουσική μας και μας έλεγε τη γνώμη του. Ήρθε στο συγκρότημα στα τέλη του 1993, μετά τις ηχογραφήσεις του “Skydancer”, αλλά ήταν εντελώς προφανές στο “Projector”, πόσο επιθυμούσε να πειραματιστεί και να κάνει πράγματα που δεν είχαμε κάνει στο παρελθόν. Παρότι δεν θα το χαρακτήριζε κανείς το “Projector” ως prog άλμπουμ, έχει κάποιες prog rock αναφορές, αφού εγώ κι ο Fredrik είμαστε παθιασμένοι με αυτό το είδος μουσικής. Ο λόγος που ο δίσκος ακούγεται τόσο ξεχωριστός, είναι επειδή θέλαμε να ξεφύγουμε από τον ήχο μας όσο περισσότερο γινόταν και να δημιουργήσουμε κάτι που να ταίριαζε με όσα αισθανόμασταν εκείνη την περίοδο. Δεν ήμασταν απλά θυμωμένοι και απογοητευμένοι, όπως συνέβαινε στο “The mind’s I”. Θέλαμε να εκφράσουμε διαφορετικά πράγματα κι όχι μόνο αυτά.
Θυμάμαι ξεκάθαρα, ότι είχε έρθει το δείγμα από τη Century Media λίγη ώρα πριν ξεκινήσω την τότε ραδιοφωνική μου εκπομπή και είχα ξαφνιαστεί –ευχάριστα- από την αλλαγή του ήχου, ήθελα όμως να βάλω κάτι που να μην ξαφνιάσει τους ακροατές, οπότε είχα επιλέξει το “The sun fired blanks”, που ταίριαζε πιο πολύ με το παλιό σας ύφος.
Χαχαχα! Ναι, έχεις δίκιο!
Μία ακόμη αλλαγή στη σύνθεσή σας, ήταν ότι πήρατε στη θέση του κιθαρίστα, τον μέχρι τότε μπασίστα σας, Martin Henriksson!!! Το κάνατε επειδή γνωρίζατε πόσο καλός ήταν ο Martin ή επειδή είναι πιο εύκολο να βρείτε κατάλληλο μπασίστα, απ’ ότι κατάλληλο κιθαρίστα;
Και τα δύο θα έλεγα, αλλά κυρίως επειδή το ήθελε ο Martin. Έγραφε τα πάντα στην κιθάρα ενώ αν ακούσεις το “The gallery” και το “The mind’s I”, τα θέματα του μπάσου είναι χοντρικά ό,τι θα έπαιζε κι ένας κιθαρίστας. Το ζητούσε ο ίδιος, που θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο κιθαρίστα. Είχε κι ένα εξάχορδο μπάσο κι έπαιζε ακριβώς ως κιθαρίστας, άρα έβγαζε απόλυτο νόημα. Το ίδιο είχε συμβεί και με μένα, όταν άφησα την κιθάρα κι έκανα τα φωνητικά. Εκτός των άλλων, είχαμε στο μυαλό μας πάντα τον Michael Niklasson, που τελικά τον πήραμε για το μπάσο, ότι είναι ένας πολύ καλός παίχτης και φίλος μας και θα ταίριαζε ακριβώς στο συγκρότημα.
Αν δεν κάνω λάθος, τα πλήκτρα στο δίσκο, τα έπαιξε ο Fredrik Nordstrom, ο παραγωγός σας…
Ναι, έτσι έγινε. Έγραψε, κυρίως ο Martin, τα διάφορα μέρη και τα έπαιξε ο Fredrik, ο οποίος μας είχε βοηθήσει και με κάποια πλήκτρα στο “The gallery”. Είχαμε πλησιάσει τον Martin Brandstrom και παλιότερα, να παίξει πλήκτρα σε μας, αλλά μας είχε απαντήσει ότι δεν βρίσκει που υπάρχει χώρος γι’ αυτά στη μουσική που παίζαμε. Όταν άκουσε το “Projector” όμως, σκέφτηκε ότι ίσως τελικά υπάρχει αυτός ο χώρος που έψαχνε και μπορούσαμε να κάναμε κάτι μαζί (γέλια).
Σκεφτήκατε ποτέ, όταν γράφατε το “Projector”, ότι θα μπορούσε να είναι ένας “do or die” δίσκος, από τη στιγμή που αφήσατε τη σιγουριά των δύο προηγούμενων και κινηθήκατε εντελώς διαφορετικά, σε σημείο που να υπάρχει η πιθανότητα να αποξενώνατε τους οπαδούς σας;
Το σκεφτήκαμε, ναι. Δεν θέλαμε να αποξενώσουμε κανέναν, φυσικά, θέλαμε όμως να δείξουμε ότι θα ήταν κάτι διαφορετικό. Νιώσαμε ότι είχαμε βαλτώσει και πως ό,τι κάναμε ακουγόταν ίδιο. Αν δεν είχαμε βγάλει το “Projector”, δεν ξέρω αν θα συνεχίζαμε να υπάρχουμε καν, αφού θα ήταν κάτι πολύ βαρετό για εμάς. Έχω ακόμα το poster της τελευταίας συναυλίας μας στο Γκέτεμποργκ, πριν το “Projector”, όπου κλείνοντας αποχαιρετήσαμε το παρελθόν μας. Ήμασταν πολύ δραματικοί στις αντιδράσεις μας, αφού λέγαμε εκφράσεις του τύπου “This is the end” και διάφορα τέτοια. Όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε το “Projector”, τίποτα δεν ήταν γρήγορο, τίποτα δεν ήταν heavy, δεν υπήρχαν καθόλου screams. Στην πορεία, εξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό, βέβαια, αλλά θέλω να σου δείξω πόσο είχαμε κορεστεί σ’ αυτή τη φάση που βρισκόμασταν. Αυτό είχε να κάνει με τις προσδοκίες και με το πώς εκλάμβανε ο κόσμος τη μουσική από το Γκέτεμποργκ. Όλη μας η ύπαρξη ως συγκρότημα, βασίζεται στο ότι είμαστε αυθεντικοί και διαφορετικοί απ’ όλους και ξαφνικά, με αναφορά στην πόλη της καταγωγής μας, όλοι μιλούσαν για έναν παρόμοιο ήχο με τους υπόλοιπους. Φυσικά και δεν ήταν έτσι και δεν τα έλεγε με αυτόν τον τρόπο ο κόσμος, αλλά εμείς έτσι το νιώθαμε. Είχαμε απογοητευθεί, επειδή ήταν αντίθετο με όλα όσα θέλαμε να κάνουμε ως συγκρότημα. Τώρα που το κοιτάω, η αντιμετώπισή μου είναι εντελώς διαφορετική. Είμαι απίστευτα υπερήφανος για όσα έχουμε κάνει και δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ό,τι και να λέει ο κόσμος για τη σκηνή του Γκέτεμποργκ ή κάτι τέτοιο. Για εμένα είναι κάτι για το οποίο νιώθω περήφανος και είναι σαν σφραγίδα επιβεβαίωσης.
Καταλαβαίνω πως μπορεί να είναι να θέλεις να είσαι νεωτεριστής και να σου λένε ότι παίζεις τα ίδια με τους άλλους.
Ξέρεις, παλεύαμε πολύ γι’ αυτό και ξαφνικά ερχόταν ο κόσμος κι έλεγε ότι όλοι ακουγόμαστε το ίδιο. Προφανώς και συνέβαινε σ’ ένα βαθμό αυτό, αφού ηχογραφούσαμε όλοι στο ίδιο στούντιο, ακούγαμε τα ίδια συγκροτήματα, ζούσαμε στην ίδια πόλη, ήμασταν όλοι πολύ καλοί φίλοι μεταξύ μας.
Ε, μεταξύ μας, με τη σχέση ακόμα και ανταλλαγής μελών που είχατε με τους IN FLAMES, για παράδειγμα, δεν στερείται λογικής να σας συγκρίνουν…
Φυσικά και το κατανοώ απόλυτα. Απλά με στεναχωρούσε εκείνη την περίοδο.
Πάντως χάρηκα πολύ που κάνατε αυτή την αλλαγή στον ήχο σας, η οποία δεν ήταν απλή. Βάλατε καθαρά, βαρύτονα φωνητικά, ηλεκτρονικά σημεία, πλήκτρα, πιάνο, γυναικεία φωνητικά. Δεν το λες και λίγο, σ’ ένα δίσκο μάλιστα!
Ναι, οι αλλαγές ήταν πάρα πολλές. Θυμάμαι, ήμουν πολύ νευρικός αμέσως μόλις το ηχογραφήσαμε κι έλεγα ότι το λατρεύω, είμαι περήφανος γι’ αυτό, βγήκε ακριβώς όπως το σχεδιάζαμε, αλλά ένιωθα ότι έπρεπε να το βάλω να το ακούσουν μερικοί μεταλλάδες φίλοι μου, των οποίων εκτιμούσα πολύ το γούστο. Ήθελα να δω αν το έβρισκαν πολύ «μαλακό» ή τόσο διαφορετικό που δεν θα το ένιωθε ο κόσμος, αλλά οι αντιδράσεις τους ήταν πάρα πολύ καλές. Σε σχέση με αυτό που μου είπες πριν, για το promo CD, είχαμε ανεβάσει ένα τραγούδι στη σελίδα μας, τότε, το 1999, που το internet ήταν ακόμα «νέο», προτού βγάλουμε το video clip (σ.σ. προφανώς εννοεί το “Therein”) και οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν ότι τους άρεσε παρόλο που το έβρισκαν διαφορετικό, τους άρεσε το ρεφρέν και διάφορα τέτοια. Όταν βγήκε όμως ολόκληρος ο δίσκος, οι οπαδοί είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται αν είναι πολύ εμπορικός και αν είναι αυτή η κατεύθυνση που θα κινούμασταν στο μέλλον. Αυτό που νιώθαμε εμείς, με τη σειρά μας, ήταν ότι μπορεί να πάμε προς εκείνη την κατεύθυνση, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα φεύγαμε από το είδος της μουσικής που βοηθήσαμε να ξεκινήσει. Θέλαμε απλά να το βγάλουμε από το σύστημά μας. Ήταν δύσκολο να επικοινωνήσουμε. Μέχρι να βγούμε περιοδεία για το “Haven”, μάλιστα, επεξεργαστήκαμε εκ νέου κάποια από τα παλιά μας τραγούδια και τα κάναμε να ακούγονται πιο κοντά στο “Projector”. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ήταν ένα τραγικό λάθος. Όταν το κάναμε, για μία περιοδεία μόνο, μας φαινόταν cool να βάζουμε πλήκτρα, καθαρά φωνητικά και διάφορα τέτοια, στα παλιά μας τραγούδια, αλλά ειλικρινά, όσο το σκέφτομαι τώρα, δεν έχω ιδέα τι είχαμε στο μυαλό μας εκείνο τον καιρό! Χαχαχαχα. Δεν έπρεπε να το είχαμε κάνει ποτέ, αλλά αυτή ήταν η φάση που περνούσαμε τότε. Θέλαμε να ξεφύγουμε από αυτά που κάναμε μέχρι τότε, επειδή είχε αρχίσει να γίνεται προβλέψιμο.
Αν μου επιτρέπεις, ήταν λογικό να ανησυχείτε για τις αντιδράσεις του κόσμου, επειδή το 1999, ο μέσος death metal οπαδός, δύσκολα μπορούσε να «χωνέψει» τέτοιου είδους αλλαγές.
Έχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που μου λένε ότι τώρα τους αρέσει, αλλά όταν είχε βγει το “Projector”, δεν ήταν ικανοποιημένοι, το θεωρούσαν πολύ εμπορικό και δεν ήταν αυτό που ήθελαν.
Σκεφτήκατε ποτέ να αλλάξετε παραγωγό από τη στιγμή που θέλατε να κάνετε τόσο διαφορετικά πράγματα;
Μπορεί να πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό μας, υπήρχε όμως μία ασφάλεια, ότι γνωρίζαμε πρόσωπα και πράγματα, ήμασταν στην πόλη μας με κάποιον που γνωρίζαμε και από την άλλη ο Fredrik ήταν πάρα πολύ «περιπετειώδης» τύπος, ήθελε τα πράγματα να είναι διαφορετικά και πάντα μας προκαλούσε να σπρώξουμε τα όριά μας ακόμα περισσότερο.
Ποια ήταν η αντίδραση της Century Media όταν της παρουσιάσατε το υλικό; Επειδή υπέγραψε τους DARK TRANQUILLITY του “The mind’s I”, όχι του “Projector”…
Δεν έγινε έτσι. Είχαμε ηχογραφήσει όλο το άλμπουμ μόνοι μας, χωρίς καμία χρηματοδότηση. Είχαμε έτοιμο το εξώφυλλο, τις φωτογραφίες που τα ετοίμαζε ο Niklas Sundin, τα πάντα. Στα χέρια μας είχαμε το συμβόλαιο της Osmose, από την οποία όμως θέλαμε να φύγουμε, οπότε πήγαμε στη Century Media με τον δίσκο έτοιμο, με τη λογική «το θέλετε ή όχι»; Θυμάμαι, είχαμε πάει στο Dortmund, όπου είχαν τα γραφεία τους τότε, κάναμε ένα meeting, άκουσαν το δίσκο και τους άρεσε πολύ. Εκείνο τον καιρό, είχαν αρκετά death metal συγκροτήματα, αλλά είχαν και πιο πειραματικά σχήματα όπως τους TIAMAT για παράδειγμα και πολλά άλλα γκρουπ. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα με το υλικό, ήξεραν πώς να το προωθήσουν και δεν είχαν άδικο τελικά, αφού ο δίσκος πήγε θαυμάσια. Ήταν πολύ ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι και από τότε μέχρι σήμερα συνεχίζουμε έτσι. Όπως ξεκίνησε η συνεργασία μας με το “Projector”, έτσι, μέχρι και σήμερα παίρνουν αυτό που είναι να πάρουν, χωρίς να παρέμβουν με οποιονδήποτε τρόπο. Αν χρειαζόμαστε κάποια συμβουλή, τους ρωτάμε, ειδάλλως μας αφήνουν να κάνουμε ότι θέλουμε, επειδή μας εμπιστεύονται. Αυτό βοηθάει πάρα πολύ στη δημιουργική διαδικασία.
Για κάποιον λόγο, στην επανέκδοση του δίσκου και στη γιαπωνέζικη έκδοσή του, ο τίτλος γράφεται “P.R.O.J.E.C.T.O.R.”. Για ποιον λόγο έγινε αυτό;
Χμμμ… Τώρα που το λες, δεν ξέρω. Πιθανώς ο Niklas που τα σχεδίαζε, να θεωρούσε ότι του ταιριάζει, ότι είναι πιο ωραίο…
Πάντως σε όλες τις εκδόσεις, είχατε αλλάξει το logo. Να σου πω την αλήθεια, με αυτή τη μουσική που παίζατε, δεν ταίριαζε αυτό το death metal logo που είχατε…
Ναι, όπως σου είπα, θέλαμε να αλλάξουμε τα πάντα γύρω από το συγκρότημα. Το κάναμε λίγο πιο «στυλάτο». Το πρώτο εξώφυλλο που έφτιαξε ο Niklas, το χρησιμοποιήσαμε στη γιαπωνέζικη έκδοση, επειδή αργότερα έφτιαξε κάτι που μας άρεσε περισσότερο και το βάλαμε στην κανονική έκδοση που υπάρχει έξω. Τώρα που το σκέφτομαι, πάλι, στις μέρες μας δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα, τότε όμως μας φαινόταν cool. Ο Niklas, έχει πολύ συγκεκριμένο γούστο και αφήναμε τα πάντα πάνω του, σε σχέση με το εικαστικό κομμάτι.
Νομίζω ότι το κομμάτι που είχε τις πιο ποικίλες αντιδράσεις, ήταν το “Day to end”, το μοναδικό τραγούδι που έγραψες εσύ στο δίσκο. Όταν τους το παρουσίασες, συμφώνησαν όλοι κατευθείαν να το χρησιμοποίησετε;
Εκείνη την περίοδο έμενα μαζί με τον Anders. Εκείνος έπαιζε πλήκτρα κι εγώ έπαιζα κιθάρα και τραγουδούσα. Το τραγούδι αυτό, άρεσε σε όλους, είναι και το μοναδικό που έχω γράψει κιόλας, αλλά δεν έβγαζε και ιδιαίτερο νόημα να είναι μία μπαλάντα με ακουστική κιθάρα. Εκεί, λοιπόν, μπήκε ο Fredrik Nordstrom κι έδρασε ως παραγωγός, μεταμορφώνοντάς το σ’ ένα ηλεκτρονικό τραγούδι. Του έβαλε μία τρομερή ατμόσφαιρα και περάσαμε υπέροχα δουλεύοντάς το. Δεν το έχουμε παίξει ποτέ live και θα είχε πλάκα να το διαμορφώναμε μ’ έναν τρόπο σαν να το είχαμε γράψει σήμερα και να το παίζαμε αραιά και που.
Ψάχνοντας να βρω που αλλού είχε τραγουδήσει η Johanna Andersson που έκανε τα γυναικεία φωνητικά στο δίσκο, δεν βρήκα κάποιο άλλο credit. Ήταν φίλη κάποιου από το συγκρότημα και ήρθε στο στούντιο να γράψει;
Ήταν η τότε κοπέλα του Anders. Είναι πολύ καλή, αλλά ντρεπόταν πάρα πολύ και ήθελε να είναι εντελώς μόνη όταν έγραφε. Απ’ όσο ξέρω, δεν έχει ηχογραφήσει τίποτα έκτοτε, αλλά ούτε και προηγουμένως. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλό, αλλά μας πήρε πολύ για να την πείσουμε να ηχογραφήσει μαζί μας, επειδή ήταν τόσο ντροπαλή που πίστευε ότι δεν ήταν όσο καλή έπρεπε για να μπει στο στούντιο.
Πίστευες ποτέ ότι το άλμπουμ θα είχε προταθεί για τα Σουηδικά Grammy;
Ποτέ δεν είχαμε ασχοληθεί με κάτι τέτοιο μέχρι τότε. Το θεωρούσαμε χαζό ως σκέψη. Ήταν όμως πολύ cool που δεχτήκαμε αυτήν την πρόταση. Θυμάμαι ότι ο Fredrik Johansson είχε παραιτηθεί τότε, ήρθε όμως μαζί μας στην εκδήλωση. Τα Grammy τότε ήταν όπως τα Oscar. Κανείς δεν δίνει σημασία τώρα, αλλά τότε ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Ήταν ένα τεράστιο τηλεοπτικό show, είχαμε πάει στην Στοκχόλμη, στη μεγάλη εκείνη αρένα, με όλες τις διασημότητες. Ήταν τόσο ωραία που συναντήσαμε αγαπημένους καλλιτέχνες και παιδικούς μας ήρωες από κοντά. Μάλιστα είχαμε στεναχωρηθεί που χάσαμε το βραβείο από μία περίεργη μπάντα από τη Στοκχόλμη, αλλά πολλά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα πέρυσι, ήρθε η σειρά μας να κερδίσουμε. Μόνο που λόγω της πανδημίας ήταν μία μικρή εκδήλωση, παρόλα αυτά, ήταν cool.
Γυρίσατε και video για το “Therein”, το οποίο έχει φτάσει τα 2 εκατομμύρια views, κάτι εκπληκτικό για ένα τραγούδι του 1999.
Χαχαχαχα! Ναι. Το video όμως είναι ανεβασμένο σε χαμηλή ανάλυση για κάποιον λόγο. Μου φαίνεται ότι πρέπει να ανατρέξω στα αρχεία μου και να ανεβάσω εκ νέου. Ήταν ένα περίεργο video, που είχε γυρίσει ένας φίλος μας, ο οποίος –αν θυμάμαι καλά- είχε γυρίσει τρία video μας. Αυτό που θυμάμαι ήταν πως είχα πάρα πολύ υψηλό πυρετό, αισθανόμουν χάλια κι έπρεπε να είμαι παρών στα γυρίσματα που είχαν κρατήσει κάτι κοντά σε 18 ώρες, σε μία αποθήκη κοντά στο στούντιο. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως φαινόμουν απολύτως δυστυχισμένος. Χαχαχαχα! Το να γυρίζουμε video δεν είναι το καλύτερό μου, εκείνο όμως ήταν από τις χειρότερες εμπειρίες μου. Παρόλα αυτά, φαίνεται αρκετά καλό, πρέπει να πω.
Θυμάσαι με ποιους είχατε περιοδεύσει μετά το δίσκο;
Θυμάμαι ότι η πρώτη μας συναυλία ήταν στο Tuska Open Air, επειδή ήταν η πρώτη φορά που έπαιξε μαζί μας ο Martin Brändström ήταν μαζί μας και μετά πήγαμε στην Ιαπωνία όπου παίξαμε δύο συναυλίες με τους CHILDREN OF BODOM, αλλά αυτό δεν πήγε καθόλου καλά. Παίξαμε στο Tokyo και την Osaka, ήμασταν ενθουσιασμένοι όχι μόνο επειδή παίζαμε στην Ιαπωνία για πρώτη φορά, αλλά επειδή παίζαμε και με τους CHILDREN OF BODOM που ήταν ένα πολύ αγαπημένο μας σχήμα. Ήταν τότε όμως, που είχαμε αποφασίσει να κάνουμε κάποιες διαφορετικές εκδοχές των κομματιών μας, δεν είχαμε παίξει παλιά τραγούδια, μόνο όσα είχαμε επεξεργαστεί εκ νέου και τα κάναμε κάτι διαφορετικό. Είχαμε έναν εξαιρετικό promoter, ο οποίος είναι ένας από τους πιο τίμιους και ειλικρινείς ανθρώπους που έχω γνωρίζει, πάρα πολύ αστείος. Το “The gallery” ήταν ένας δίσκος που το απόλυτο γιαπωνέζικο περιοδικό, το Burnnn, είχε βάλει τον μεγαλύτερο βαθμό που είχε βάλει ποτέ σε death metal άλμπουμ, είχε ψηφιστεί καλύτερος δίσκος του 1995 κι εμείς δεν παίξαμε ούτε ένα κομμάτι μέσα από εκεί. Ήρθε λοιπόν ο Miyiamoto, όπως τον λένε κι έκανε: “Japanese people, very disappointed. Please play old songs when you come back”!!! Χαχαχαχα! Και μας πήρε κάποια χρόνια για να επιστρέψουμε! Στη συνέχεια περιοδεύσαμε στην Ευρώπη με τους IN FLAMES, τους CHILDREN OF BODOM και τους ARCH ENEMY και τότε ήταν που σκεφτήκαμε ότι θα ήταν σωστό να παίζουμε πιο heavy υλικό. Σ’ αυτήν την περιοδεία, αλλάξαμε και πάλι τις ενορχηστρώσεις που είχαμε κάνει στα παλαιότερα τραγούδια μας κι επιστρέψαμε στις αυθεντικές εκδόσεις τους.
Μιας κι έκανες αναφορά στους IN FLAMES, δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω για τους THE HALO EFFECT, που δημιουργήσατε με πρώην μέλη του γκρουπ εκείνου. Δεν ξέρω ποιες είναι οι αντιδράσεις έξω, αλλά τουλάχιστον στην Ελλάδα, λέμε ότι κάνατε 3/3 με τα video clip που έχετε βγάλει.
Το άλμπουμ έχει 10 τραγούδια και είναι τόσο καλά όσο αυτά που άκουσες. Οι αντιδράσεις του κόσμου είναι φοβερές μέχρι τώρα, αλλά το βρίσκω λογικό, γιατί είναι σαν μερικοί παλιοί φίλοι να επέστρεψαν και να γράφουν μουσική μαζί. Αυτή ήταν όλη η ιδέα. Νομίζω ότι αν ακούσεις ολόκληρο το δίσκο, θα καταλάβεις ότι το πνεύμα μας ήταν να περάσουμε ωραία και να έχουμε πλάκα. Δεν ανακαλύπτουμε εκ νέου τον τροχό, κάνουμε αυτό που κάνουμε και για εμένα ήταν ένας σπουδαίος τρόπος να περάσω το χρόνο μου μέσα στην πανδημία, βρισκόμενος στο στούντιο, με φίλους, να γράφουμε μουσική.
Εγώ πάλι, από τη μουσική που ακούω, βλέπω σαν τα μέλη που ήταν πιο πρόσφατα στους IN FLAMES, να νιώθουν μία ανακούφιση με τη μουσική που γράφουν, σε σχέση με αυτά που παίζουν τώρα οι IN FLAMES.
Θα μπορούσε να συμβαίνει κι αυτό, αλλά δεν ήταν η αρχική μας ιδέα, δηλαδή να γυρίσουμε σε αυτά που κάναμε παλιά. Όταν μαζευτήκαμε για να δούμε τι θα παίξουμε, όλοι συμφωνήσαμε ότι θέλουμε απλά να παίξουμε μελωδικό death metal. Δεν μας ενδιαφέρει τι σκέπτεται ο κόσμος ή τι θέλει να ακούσει, απλά θέλαμε να κάνουμε αυτό που νιώθουμε κι αυτό στο οποίο είμαστε καλύτεροι. Δεν έχει να κάνει με μομφή εναντίον κάποιου.
Νομίζω πως όταν βρίσκονται ξανά, μερικοί φίλοι από τα παλιά, η μουσική βγαίνει φυσικά και αυθόρμητα…
Ναι, δεν θέλαμε να πιέσουμε τίποτα. Περάσαμε πάρα πολλές ώρες στο στούντιο και αυτό που ακούς, βγήκε πάρα πολύ φυσικά.
Τι να περιμένουμε από τις συναυλίες σας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
Αυτή τη στιγμή έχουμε κάποια καινούργια μέλη και ποτέ δεν ήμασταν καλύτεροι. Έχουμε προβάρει πολλά περισσότερα τραγούδια απ’ όσα χρειαζόμαστε, αν θυμάμαι καλά γύρω στα 26, οπότε κάθε μέρα θα έχουμε και διαφορετικό set (σ.σ. με δεδομένο ότι παίζουν γύρω στα 16 τραγούδια κάθε βράδυ, το setlist, λογικά θα είναι δύσκολα προβλέψιμο, για όσους κάνουν «σκονάκια» στο setlist.fm). Πριν από λίγες μέρες, γέννησε η σύζυγος του Chris Amott, οπότε δεν μπορούσε να μας ακολουθήσει στην περιοδεία και πήραμε έναν μαθητή του, τον Joey Concepcion, ο οποίος είναι απλά ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ. Ο Joakim Strandberg Nilsson, που παίζει ντραμς, είναι ένα κτήνος που μπορεί να παίξει οποιοδήποτε τραγούδι, από οποιαδήποτε περίοδο του σχήματος, οπότε δεν μπορώ παρά να είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Η ανταπόκριση που έχουμε μέχρι στιγμής, έχοντας περιοδεύσει για πολύ καιρό και στην Αμερική προηγουμένως, είναι εξωπραγματική και δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι μπορεί ο κόσμος να ξαναδεί συναυλίες. Χαχαχα. Η ιδέα μας είναι όταν θα έρθουμε στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, να κάνουμε δύο πάρα πολύ διαφορετικά set μεταξύ τους. Αυτό μου αρέσει όταν βλέπω αγαπημένα μου σχήματα. Κάθε βραδιά να είναι διαφορετική κι όχι μία από τα ίδια. Μου αρέσει να λέει ένας: «εγώ είδα το γκρουπ να παίζει το τάδε τραγούδι» που μπορεί να μην το έχει δει κάποιος σε άλλη, κοντινή πόλη. Το λατρεύω αυτό.
Προβλέπεις να δούμε τον Chris Amott από τα μέρη μας;
Δεν ξέρω, να σου πω την αλήθεια. Εκείνος λέει πως όταν νιώσει καλά, θα έρθει μαζί μας, αλλά εγώ λέω ότι όταν έχεις στα χέρια σου το πρώτο σου παιδί, πρέπει να περάσεις όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μαζί του και να το απολαύσεις. Θα δούμε πως θα γίνει. Ούτως ή άλλως, υπάρχει και ο Joey, που είναι εκπληκτικός παίχτης. Θα δούμε.
Έχετε κανένα πλάνο για επόμενο δίσκο των DARK TRANQUILLITY;
Όχι κάτι συγκεκριμένο, αλλά ξέρω ότι ο Martin κι ο Johan επεξεργάζονται διάφορες ιδέες. Δεν έχουμε σκεφτεί σοβαρά γι’ αυτό ακόμη, όμως. Προφανώς οι καιροί που ζούμε είναι πολύ αγχωτικοί οργανώνοντας και ακυρώνοντας τρεις περιοδείες, ώσπου να καταλήξουμε τελικά να κάνουμε αυτή που βρισκόμαστε τώρα. Αυτό που περάσαμε, πήρε όλη μας την ενέργεια. Λογικά, αυτήν την περίοδο του χρόνου, θα είμαστε λίγο πιο χαλαροί και θα μπορούμε να ξεκινήσουμε να συνθέτουμε.
Σάκης Φράγκος