O David Byron (πραγματικό όνομα David John Garrick, γεννημένος στις 28 Ιανουαρίου του 1947) ήταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία και μια τεράστια φωνή, συνέδεσε το όνομα του με τους URIAH HEEP και την χρυσή τους περίοδο 1970-1976.
Μαζί τους κυκλοφόρησε 10 studio δίσκους και ένα live album, από τα οποία τα 9 πρώτα (μέχρι και το “Return to fantasy” – 1975) είναι μνημειώδεις δίσκοι, που αποκαλύπτουν τόσο το μεγάλο ερμηνευτικό ταλέντο του Byron όσο και το απίστευτο μουσικό εύρος της μπάντας, που μαζί με τους BLACK SABBATH, LED ZEPPELIN και DEEP PURPLE έθεσε τις βάσεις του heavy metal της δεκαετίας του ’70.
O Byron εμφάνιζε προβλήματα αλκοολισμού από την περίοδο που ήταν ακόμα στους URIAH HEEP, τα οποία εντάθηκαν κάπου το 1973-74 όταν σύμφωνα με δηλώσεις του βασικού συνθέτη Ken Hensley τον ενδιέφερε περισσότερο το αλκοόλ από το να βγαίνει και να τραγουδά στη σκηνή. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ σοβαρό για την προσωπικότητα του τραγουδιστή, μιας και το να εμφανίζεται στα γεμάτα στάδια, κάτι που συνέβη από το 1972 και μετά που πλέον οι HEEP είχαν καθιερωθεί, ήταν ο σκοπός της ζωής του και ζούσε γι’ αυτό σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Τόσο παθιασμένος ήταν σαν ερμηνευτής.
Tο album “Return to fantasy”, αν και το ένατο κατά σειρά στην δισκογραφία του σχήματος ήταν αυτό που σημείωσε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην μέχρι τότε πορεία τους, αλλά όλα αυτά τα προβλήματα που προαναφέραμε μπορούν να γίνουν αισθητά στο αμέσως επόμενο “High and mighty”, έναν άνισο δίσκο, που οδήγησε λίγο μετά στην εκδίωξη του από τους URIAH HEEP τον Ιούλιο του 1976.
Ήταν ένα πλήγμα για την μπάντα κυρίως για την διάσπαση της βασικής τριάδας Box/ Byron/ Hensley, αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ο Hensley δήλωσε χρόνια μετά ότι η αποχώρηση του Byron ήταν και το τέλος των ΗΕΕP όπως τους γνωρίζαμε. “Aκουγόμασταν σαν HEEP μα ποτέ δεν ήταν το ίδιο” ανέφερε χαρακτηριστικά. Πριν αποχωρήσει από τους HEEP, κυκλοφορεί ο πρώτος προσωπικός δίσκος του “Τake no prisoners” (1975) ο οποίος μουσικά βαδίζει στα γνωστά ηχητικά μονοπάτια του σχήματος, μάλιστα τόσο ο Mick Box (κιθάρα) όσο και ο Lee Kerslake (τύμπανα) συμμετέχουν στον δίσκο.
Ακολουθεί λίγο μετά η έξοδός του από την μπάντα οι οποίοι προσλαμβάνουν στην θέση του τον εξαιρετικό John Lawton από τους Γερμανούς LUCIFER’S FRIEND και το 1977 τον βρίσκουμε σε νέα πορεία να κυκλοφορεί ένα δίσκο (Μάρτιος 1977) μ’ ένα νέο σχήμα τους ROUGH DIAMOND, με μουσικούς που είχαν διατελέσει μέλη στους WINGS του Paul Mc Cartney και στους ΗUMPLE PIE. Ο ομότιτλος δίσκος της μπάντας παρόλο που έλαβε καλές κριτικές από τον Τύπο της εποχής, δεν τα κατάφερε εμπορικά, οπότε μετά από λίγους μήνες ζωής το σχήμα αυτό θα διαλυθεί οριστικά και ο Βyron θα βρεθεί για άλλη μια φορά σε μουσικό αδιέξοδο και αμφίβολο μέλλον. Επίσης στις 28/01/1977 θα παντρευτεί την αγαπημένη του -22 ετών – Gabriele Liehmann.
Την επόμενη χρονιά θα συνεργαστεί με το μουσικό και συνθέτη Daniel Boone και κάτω από το όνομα DAVID BYRON θα υπογράψει στην Arista Records όπου και θα κυκλοφορήσει το πολύ καλό δεύτερο προσωπικό του album “Baby faced killer” (1978). Και αυτό το album θα αποτύχει εμπορικά και μπορούμε να φανταστούμε την απογοήτευσή του. Η τραγική ειρωνεία εδώ βρίσκεται στο οπισθόφυλλο του δίσκου που τον δείχνει νεκρό στο πάτωμα (κάτι που θα συμβεί πραγματικά λίγα χρόνια αργότερα, αλλά θα τα πούμε παρακάτω).
Το 1981 θα προσλάβει τον κιθαρίστα και συνθέτη Robin George (με τον ίδιο συνεργάσθηκε και ο Sean Harris μετά την διάλυση των DIAMOND HEAD και κυκλοφόρησε μαζί του υπό το όνομα ΝΟΤORIΟUS τον ομότιτλο δίσκο-μπαρούφα το 1990) θα σχηματίσει τους BYRON BAND και θα υπογράψει στην Creole records. Το album “On the rocks” (1981), παρόλο που ήταν εξαιρετική δουλειά δεν τα κατάφερε ούτε αυτό, εμπορικά πάντα. Τα προβλήματα αλκοολισμού συνέχιζαν να εντείνονται με αποκορύφωση την κατάρρευσή του στο club Marquee μόλις μετά το τρίτο κομμάτι το 1981. Από εδώ και στο εξής αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
Ένας από τους καλύτερους performer και τραγουδιστές που πέρασαν ποτέ είχε πια υποκύψει στο μεγάλο του πάθος, το ποτό στην συγκεκριμένη περίπτωση. Τα οικονομικά προβλήματα άρχισαν να γίνονται αφόρητα, η μαύρη του Rolls Royce παρέμεινε στο garage που φυλασσόταν διότι δεν υπήρχαν τα χρήματα να την συντηρήσει, ο γάμος του με την Gabriele έληξε, η έπαυλή του πουλήθηκε στα τέλη του ’82 και μετακόμισε σε ένα σπίτι στην περιοχή Maidenhead. Ο ίδιος προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει κάποια εταιρία για να προωθήσει κάποια demos που είχε. Την τελευταία χρονιά της ζωής του, έκανε ξανά μια απέλπιδα προσπάθεια να επανέλθει στην μουσική, προσπαθούσε να υπογράψει κάποιες νέες μπάντες και υπήρχαν σκέψεις να δημιουργήσει μια δική του εταιρία, τίποτα από αυτά δεν ευδοκίμησε μιας και τα προβλήματα υγείας του είχαν επιδεινωθεί πάρα πολύ.
Τα Χριστούγεννα του 1984 το συκώτι του διαγνώστηκε σε πολύ άσχημη κατάσταση και κάπου εκεί ξεκίνησε η μάχη του για επιβίωση. Το ταξίδι θα σταματήσει στις 28 Φεβρουαρίου του 1985 όταν ο David Byron θα βρεθεί νεκρός στο σπίτι του στην Raymond Road στο Maidenhead. O πρώην γαμπρός του περνούσε από το σπίτι για να δει τι κάνει, βρήκε το σπίτι κλειδωμένο και καθώς δεν έπαιρνε απάντηση αναγκάστηκε και έσπασε την πόρτα. Βρήκε το πτώμα του στο πάτωμα, στον κάτω όροφο μπροστά στο σπίτι. Ο άνθρωπός που στην ζωή του είχε καταφέρει να συγκινήσει χιλιάδες ανθρώπους, πέθανε ολομόναχος. Ήταν μόνο 38 ετών.
Η μοναξιά που ένοιωθε περιγράφεται από τον Ray, μπάρμαν της pub που σύχναζε κοντά στο σπίτι του στο εξαιρετικό βιβλίο του Jeff Perkins: “David Byron: Born to perform”, μετά από εξερεύνηση του συγγραφέα.
Πριν από καιρό, ερχόταν εδώ ένας David, ωραίος τύπος με σπαστά μαλλιά που έμενε πιο κάτω. Ήταν πάντα μόνος του και καθόταν εδώ, στο τέλος του bar. Δεν ήταν διάσημος αλλά τον θυμάμαι μιας και κάποιες φορές, όταν είχαμε πιεί κάποια ποτά, συνήθιζε να λέει στον κόσμο ότι υπήρξε τραγουδιστής σε ένα πολύ γνωστό group, δεν θυμάμαι ποιο, και όλοι γελούσαμε και λέγαμε «yeah, sure mate». Σε αυτό το σημείο o μπάρμαν βλέπει το βλέμμα θλίψης του συγγραφέα και συνεχίζει “Θεέ μου, γιατί; Δεν ήταν, ήταν;”
O Βyron άφησε πίσω του σπουδαία παρακαταθήκη, κυρίως με τους δίσκους που έκανε με τους URIAH HEEP την περίοδο 1970-1975. Κομμάτια σαν τα “Gypsy”, “Come away Melinda”, “Bird of prey”, “Lady in black”, “Look at yourself”, “July morning”, “Shadows of grief”, “The wizard”, “Easy Livin’”, “Circle of hands” , “Sunrise”, “Rain”, “ Tales”, “Pilgrim”, “The easy road”, “Return to fantasy”, “Beautiful dream”, “A year or a day”, “Weep in silence” είναι μερικά μόνο από τα δεκάδες εξαιρετικά τραγούδια που ερμήνευσε με τους ΗΕΕP.
Για μένα, είναι ο αγαπημένος μου τραγουδιστής ever και αυτό δεν αλλάζει. Ήταν 1987, αν δεν κάνω λάθος, όταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα άκουσα σε μια εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη το “Sunrise”. Ο ήχος της μουσικής και η φωνή πλημμύρησαν και φώτισαν το δωμάτιο, ένα περιστατικό που το θυμάμαι σαν χθες, και από εκείνη την στιγμή οι URIAH HEEP αυτομάτως ανακηρύχτηκαν σαν το αγαπημένο μου σχήμα και αυτή η φωνή έμελε να με συντροφεύει για πάντα. Επίσης ένα τετρασέλιδο αφιέρωμα του περιοδικού Heavy metal (No 30, Ιούνιος 1987 του συντάκτη Warrior -να’ ναι καλά το παλικάρι) το είχα μάθει απ’ έξω από τις πολλές αναγνώσεις που του είχα κάνει. Διαφορετικές εποχές.
Σήμερα, κλείνουν 29 χρόνια από τον θάνατο του και μακάρι έστω και ένας από τους νεότερους αναγνώστες μας, με αφορμή αυτό το άρθρο, να καταφέρει να έρθει σε ουσιαστική επαφή με το σπουδαίο έργο και τον τεράστιο πλούτο που άφησε πίσω του ο David Byron. Άλλωστε, από τον King Diamond μέχρι τον Eric Adams, όλοι υποκλίνονται στο μεγαλείο της φωνής του.
Όπως είχε τραγουδήσει και ο ίδιος: “If I had the time to relive my life, I don’t think I’d care to change a thing, As long as I find just a little piece of mind, I can dream and laugh and I can sing”.
Gone but not forgotten.
Γιάννης Παπαευθυμίου