ΟΝΟΜΑ: Brian Harold May
ΙNSTRUMENT: Κιθάρα
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 19 Ιουλίου 1947 [70]
ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Middlesex, Αγγλία
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Υπήρξε παντρεμένος με την Chrissie Mullen από το 1974 μέχρι το 1988 και μαζί απέκτησαν έναν γιο και δύο κόρες. Το διαζύγιο του ήταν ιδιαίτερα επίπονο για τον ίδιο, με τα συναισθήματα του να αποτυπώνονται σ’ ένα βαθμό στο προσωπικό του άλμπουμ με τίτλο “Back to the light”.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: QUEEN, BRIAN MAY BAND, SMILE
HIGHLIGHTS: Θεωρείται ένας δεξιοτέχνης βιρτουόζος, που έχει συμπληρώσει μισό αιώνα στο χώρο και διαθέτει έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς κιθαριστικούς ήχους στην ιστορία της ροκ, χρησιμοποιώντας μάλιστα σχεδόν σε ολόκληρη την ένδοξη καριέρα του, μία και μοναδική κιθάρα την οποία έφτιαξε μόνος του. Ένα ακόμα highlight του, είναι και το διδακτορικό του στην αστροφυσική.
ΕΧΕΙ ΠΕΙ:
– «Πραγματικά πίστευα ότι είμαι πολύ καλός κιθαρίστας, μέχρι που είδα τον Hendrix. Τότε σκέφτηκα: ‘Ναι, αλλά όχι και τόσο’…»
– «Ξόδεψα είκοσι χρόνια απ’ τη ζωή μου, παλεύοντας να χτίσω το όνομα των QUEEN και τώρα ξοδεύω τα χρόνια της ζωής μου, προσπαθώντας να ξεφύγω απ’ αυτό.»
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Βρέθηκε μία φορά στη χώρα μας ως support των GUNS ‘N’ ROSES, στις 24 Μαΐου του 1993, με την εμφάνιση του να διαρκεί μία ώρα και ένα τέταρτο, έχοντας μαζί του τους Cozy Powell και Neil Murray.
Έχοντας στο πλευρό του έναν ιδιαίτερα υποστηρικτικό πατέρα, που παρά τις τεράστιες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η οικογένεια του, ήταν πάντοτε δίπλα στο γιο του, ο Brian May, βρήκε τη μεγαλύτερη χαρά των παιδικών του χρόνων στη μουσική. Σίγουρα θα θυμάται ως μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του, την ημέρα που ξύπνησε και βρήκε μπροστά στο κρεβάτι του μια ισπανική κιθάρα, δώρο του πατέρα του, ο οποίος του είχε μάθει έναν χρόνο νωρίτερα να παίζει μερικές χορδές στο ukulele. Στα επτά του χρόνια ξεκίνησε και μαθήματα πιάνου, την ίδια στιγμή που ο ενθουσιασμός του για την κιθάρα ολοένα και μεγάλωνε. Όταν αυτή χάλασε, δεν το έβαλε κάτω. Έβαλε κάτω τη φαντασία και την ευρηματικότητα του και με τη βοήθεια του πατέρα του, , που ήταν ιδιοφυία στη μηχανική, έφτιαξε μια δική του κιθάρα για την ολοκλήρωση της οποίας χρειάστηκαν δύο χρόνια.
Η συγκεκριμένη κιθάρα, που πήρε το όνομα “The Red Special”, θα γινόταν αργότερα το ηχητικό και οπτικό σήμα κατατεθέν του, για ολόκληρη την μουσική του πορεία. Παράλληλα, ανακάλυψε ένα ακόμα ενδιαφέρον που τον εξίταρε ιδιαίτερα, την αστροφυσική και μάλιστα, αποφοιτώντας απ’ το σχολείο γράφτηκε στο εν λόγω τμήμα του Imperial College του Λονδίνου, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του. Το πάθος του όμως για τη μουσική, ήταν τέτοιο που έβαλε το ενδιαφέρον του για την αστροφυσική σε δεύτερη μοίρα, ειδικά απ’ τη στιγμή που ως φοιτητής σχημάτισε το πρώτο του ροκ γκρουπ, τους SMILE, στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μετά από κάποιες εμφανίσεις, εξασφάλισε δισκογραφικό συμβόλαιο, το οποίο τελικά απέφερε ένα single, έθεσε όμως τα θεμέλια για τη δημιουργία των QUEEN. Με αυτούς κατάφερε να πραγματοποιήσει τα πιο τρελά του όνειρα, αφού το συγκρότημα έφτασε να γίνει ένα από τα πιο θρυλικά ονόματα στο ροκ στερέωμα. Ο ίδιος, ξεχώρισε τόσο στο ρόλο του κιθαρίστα, του συνθέτη αλλά και του τραγουδιστή περιστασιακά. Έβαλε την προσωπική του σφραγίδα, για μερικά από τα σημαντικότερα και πιο δημοφιλή τραγούδια της μπάντας και της ροκ γενικότερα, όπως τα “We Will Rock You”, “Who wants to live forever”, “I want it all” κ.α. Δεν είναι λίγα και τα κομμάτια των QUEEN, που χαρακτηρίστηκαν από τις διάφορες τεχνικές που έχει χρησιμοποιήσει ο δημοφιλής κιθαρίστας, όπως το sweep picking, tremolo, tapping και slide, ενώ με την κιθάρα του συχνά δημιουργούσε παράξενα και ασυνήθιστα ηχητικά εφέ. Το 1991, με το θάνατο του Mercury και την παύση εργασιών της μπάντας, ο May, επικεντρώθηκε στην προσωπική του καριέρα και σε διάφορα άλλα project, μεταξύ των οποίων και μια συναυλία το “Guitar Legends”, μαζί με τους Steve Vai και Joe Satriani.Το πρώτο του άλμπουμ, κυκλοφόρησε το 1992, ενώ την ίδια χρονιά ιδρύθηκε επίσημα το δικό του γκρουπ, οι BRIAN MAY BAND, μια πρώτη μορφή των οποίων είχε σχηματιστεί από τον Οκτώβρη του 1991. Έκαναν εκτενείς περιοδείες μέχρι το 1993, όταν και κυκλοφόρησαν την μία και μοναδική δουλειά τους, το “Live at the Brixton Academy”. Δύο χρόνια μετά, ο Βρετανός επέστρεψε στο στούντιο για το δεύτερο σόλο άλμπουμ του αποτελούμενο από διασκευές, δουλεύοντας παράλληλα και πάνω σε διάφορα film και τηλεοπτικά project και κάνοντας διάφορες συνεργασίες. Από την τελευταία προσωπική του προσπάθεια το 1998 και μετά, ο May κάνει εμφανίσεις είτε ως σόλο καλλιτέχνης, είτε με τους ανασχηματισμένους QUEEN, που επανεργοποίησε μαζί με τον Roger Taylor. Στο ενεργητικό του έχει αμέτρητες συνεργασίες ως guest σε άλμπουμ άλλων ονομάτων, συμπεριλαμβανομένων των MEAT LOAF, BLACK SABBATH, Cozy Powell, Steve Hackett, Tony Iommi, FOO FIGHTERS και Robbie Williams. Επιπλέον έχει κάνει και πολλές εμφανίσεις με διάφορους καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ταυτόχρονα με τη μουσική, διατήρησε και το ενδιαφέρον του για την αστρονομία και το 2006, επέστρεψε στις σπουδές του, ολοκληρώνοντας τη διδακτορική διατριβή του και κερδίζοντας το διδακτορικό του.
Did you know that:
– Το έναυσμα ν’ ασχοληθεί με την αστροφυσική, το πήρε από ένα μικρό βιβλίο που υπήρχε στη σχολική βιβλιοθήκη, με τίτλο “The Earth” και το οποίο περιέγραφε την ιστορία της γης, από το σχηματισμό της, μέχρι την έναρξη της ζωής στον πλανήτη, κάτι που βρήκε συναρπαστικό.
– Στο παρελθόν δίδασκε μαθηματικά στο Stockwell Park Secondary School, του δυτικού Λονδίνου.
– Συμμετείχε παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας μαζί με άλλους καλλιτέχνες στο soundtrack της ταινίας “A dog Named Gucci”. Το κομμάτι που συμμετείχε λέγεται “One Voice”, κυκλοφόρησε και σε single και τα έσοδά του θα διατεθούν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα ζώων.
ΟΝΟΜΑ: Lawrence Matthew Cardine [Robb Flynn]
INSTRUMENT: Φωνητικά, κιθάρα
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 19 Ιουλίου 1968 [49]
ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: California, Η.Π.Α.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Είναι παντρεμένος από το 2000 και έχει δυο γιους, δώδεκα και δέκα ετών αντίστοιχα.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: MACHINE HEAD
HIGHLIGHTS: Μετά από ένα διάστημα πειραματισμού με τους MACHINE HEAD, κατάφερε να απογειώσει το συγκρότημα και να το κάνει ακόμα πιο δημοφιλές, απ’ ότι ήταν στην αρχή της καριέρας του. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στην αρχή σημαντική επιρροή τους ήταν οι SLAYER, ενώ σήμερα πια, αυτοί δείχνουν να επηρεάζονται περισσότερο απ’ τους MACHINE HEAD.
ΕΧΕΙ ΠΕΙ:
– «Στην αρχή έπρεπε να συνηθίσω τα ψιλότερα φυσικά φωνητικά, επειδή θέλω να δίνω στον κόσμο τον ίδιο τόνο της φωνής που έχουν συνηθίσει από το δίσκο. Αυτό απαιτούσε πολλή δουλειά και από τη στιγμή που παίζουμε σχεδόν δύο ώρες κάθε βράδυ, μου πήρε αρκετό χρόνο να προπονηθώ ώστε να έχω την απαραίτητη αντοχή. Δουλεύω επίτηδες υπό πίεση, επειδή αν δεν αποδώσω το καλύτερο που μπορώ, έχω την αίσθηση ότι απογοητεύω τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ και τους οπαδούς.»
– «Οι MACHINE HEAD, δεν είναι ένα thrash metal συγκρότημα, απλά έχουν επιρροές από το συγκεκριμένο είδος.»
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Τρεις φορές έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα με τους MACHINE HEAD μπροστά στους Έλληνες θεατές, το 2004, το 2012 και το 2015. Όσον αφορά τις πρώτες εμπειρίες του απ’ το ελληνικό κοινό σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, κάνει λόγο στα κείμενα που δημοσίευσε για τα δέκα χρόνια απ’ την κυκλοφορία του “Through the ashes of empires”, εκφράζοντας τις ανάμεικτες εντυπώσεις με τα ακόλουθα λόγια: «Δεν είχαμε παίξει ποτέ ξανά εκεί. Η Αθήνα ήταν «in-fucking-sane, mind-boggling, life-affirming» ειδικά μετά τα πρόσφατα γεγονότα (σ.σ. αναφέρεται στη δολοφονία του Dimebag Darrell λίγες ημέρες πριν). Το τελευταίο σόου στη Θεσσαλονίκη ήταν απλά παράξενο. Ήταν τόσο περίεργο και ταυτόχρονα μεγάλη απογοήτευση για εμάς μετά τα όσα περάσαμε τις προηγούμενες εβδομάδες. Κανένας δεν τραγουδούσε, κανένας δεν έκανε moshing, όλοι απλά στέκονταν και κοιτούσαν την ώρα που παίζαμε σε μία αδιάφορη παλιά ντισκοτέκ…»
Άτυχος στο ξεκίνημα της ζωής του, ο Robb Flynn, βίωσε την κακοποίηση απ’ τους βιολογικούς του γονείς και βρέθηκε τελικά σε ηλικία πέντε ετών σε θετή οικογένεια, η οποία προσπάθησε, να τον γαλουχήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όπως απέδειξε η πορεία όμως, ήταν ήδη αργά. Μπορεί να αρίστευσε ως μαθητής δημοτικού, φτάνοντας όμως στην εφηβεία, όλα ανατράπηκαν, αφού αντί για τα μαθήματα προτίμησε τη μπύρα, τη metal και το χόρτο. Έχοντας για είδωλα του τους Ritchie Blackmore και Rhandy Rhoads, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα κλασσικής κιθάρας στο σχολείο, προκειμένου να παίξει τα κομμάτια που γούσταρε. Πέρναγε ατέλειωτα βράδια στα μπαράκια του Bay Area, όπου παρακολουθούσε εκστασιασμένος εμφανίσεις των METALLICA, EXODUS, POSSESSED και DEATH ANGEL και όταν γύριζε σπίτι του καθόταν ως το πρωί και προσπαθούσε να βγάλει τα riff που είχε ακούσει.
Είχε πλέον αποφασίσει για το μέλλον του. Λίγο πριν καταφέρει, με τα χίλια ζόρια, να τελειώσει το σχολείο, ίδρυσε τους FORBIDDEN,που έκαναν κάποιες εμφανίσεις και κυκλοφόρησαν και τρία ντέμο. Ο τρόπος ζωής του είχε εξοκείλει εντελώς, αφού γυρνούσε μονίμως μεθυσμένος, άφραγκος και μελανιασμένος από τους τσακωμούς στους οποίους έμπλεκε. Έπεσε ακόμα πιο χαμηλά, όταν οι αγανακτισμένοι γονείς του, τον πέταξαν έξω απ’ το σπίτι, φτάνοντας να γίνει έμπορος ναρκωτικών προκειμένου να βγάλει χρήματα για να επιβιώσει. Ευτυχώς η μουσική ήταν αυτή, που τελικά θα τον έβγαζε απ’ το μεγάλο τέλμα. Φυσικά αυτό δεν έγινε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, αφού οι VIO-LENCE, στους οποίους συμμετείχε στα τέλη των 80’s , δεν κατάφεραν να σημειώσουν απήχηση με τους δύο δίσκους που κυκλοφόρησαν. Για τις μέρες του εκεί, έχει δηλώσει πως ήταν οι πιο τρελές της ζωής του, με πολύ πιόμα και τσακωμούς. Όλα αυτά μέχρι που κάτι έκανε κλικ μέσα του και συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Το 1992, τους εγκαταλείπει και φτιάχνει τη δική του metal μπάντα, τους MACHINE HEAD, καταφέρνοντας σταδιακά να τους φτάσει στην ελίτ χώρου, έχοντας ουσιαστικό συνθετικό ρόλο και αποκλειστικά στιχουργικά καθήκοντα, παίζοντας κιθάρα γι’ αυτούς και όντας και τραγουδιστής τους.
Did you know that:
– Κομμάτια όπως τα “Trephination”, “Violet” και “Five”, μιλούν για την οδυνηρή εμπειρία της σεξουαλικής κακοποίησης την οποία υπέστη μικρός.
– Στη μουσική ιστορία έχουν καταγραφεί οι λογομαχίες του με τον Kerry King αν και οι ίδιοι ήταν φίλοι την περίοδο του “Burn my eyes”. Ο King, κατηγόρησε τους MACHINE HEAD για το “The more things change” και από εκεί ξεκίνησαν όλα.
– Το 2002, οι DROWNING POOL, του πρότειναν ν’ αναλάβει τα φωνητικά τους, αλλά εκείνος αρνήθηκε δηλώνοντας ότι δεν είναι οπαδός του συγκροτήματος.
– Την εποχή που οι γονείς του τον έδιωξαν απ’ το σπίτι, πρέπει να είχε πέσει πιο χαμηλά από ποτέ, αφού είχε καταντήσει να κοιμάται στο πάτωμα ή τον καναπέ στα σπίτια φίλων του, ή να πηγαίνει με γυναίκες απλά και μόνο για να’χει κάπου να περάσει τη νύχτα. Δεν είχε χρήματα ούτε για τα βασικά, όπως η τροφή.
– Είναι από τους καλλιτέχνες που δε μασάνε τα λόγια τους και τα λένε χύμα για όλο τον κόσμο, ιδίως μέσω του blog των MACHINE HEAD στο ίντερνετ. Αυτός είναι και ένας λόγος που διαρκώς τσακώνεται. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η κόντρα του με τον πρώην μπασίστα της μπάντας, Adam Deuce, ο οποίος μήνυσε το συγκρότημα, ισχυριζόμενος παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, παραβίαση συμφωνίας της ομόρρυθμης εταιρίας και συκοφαντία, εκτός των άλλων. Το τελευταίο σκέλος, είχε να κάνει με τα όσα τον στόλισε ο Flynn μέσα από το διαδικτυακό «ημερολόγιο» στη σελίδα των Αμερικανών.
ΟΝΟΜΑ: Thomas Gabriel Fischer
INSTRUMENT: Φωνητικά, κιθάρα
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 19 Ιουλίου 1963 [54]
ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Ζυρίχη, Ελβετία
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: CELTIC FROST, TRIPTYKON, HELLHAMMER
HIGHLIGHTS: Η μορφή των CELTIC FROST. Ένα ανήσυχο πνεύμα με τα riff του να είναι από τα κλασσικότερα που έχουν υπάρξει. Κατάφερε να κάνει το συγκρότημα του συνώνυμο του avant garde metal, και όλους εμάς μάρτυρες της καλλιτεχνικής πορείας μιας μπάντας που διέπρεψε χωρίς να σταματά από κανέναν απολύτως περιορισμό.
ΕΧΕΙ ΠΕΙ:
-«Το πρόβλημα με τους FROST δεν είχε να κάνει με τη μουσική, αλλά ήταν καθαρά θέμα προσωπικού. Είμαι απογοητευμένος από τους πρώην συνεργάτες μου και αναφέρομαι κυρίως στον ντράμερ, Franco Sea, και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ηχογραφήσω ξανά μαζί τους!»
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Τα τέσσερα σόου που έχει δώσει στην Ελλάδα, τρία με τους CELTIC FROST, το 2006 και 2007 και ένα με τους TRIPTYKON, το 2010, έχει δηλώσει πως πραγματικά συγκαταλέγονται μέσα στα καλύτερα που έχει δώσει στη ζωή του.
Η τεράστια συλλογή δίσκων των γονιών του, την οποία άκουγε από νήπιο και η οποία εκτεινόταν από τη jazz μέχρι τη ροκ, αποτέλεσε τον πρώτο λόγο που θέλησε να γίνει μουσικός. Ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας, ήταν οι τσακωμοί με τη μητέρα του όταν ήταν έφηβος, που τον έσπρωχναν προς τα βιβλία, τη μουσική και τις τέχνες, προκειμένου να ξεφύγει. Τελικά η μουσική έγινε το πιο ιερό πράγμα για εκείνον και άρχισε να ονειρεύεται πως θα ήταν αν έπαιζε ο ίδιος. Η hard rock τον οδήγησε σε πιο σκοτεινούς ροκ ήχους, στους οποίους θα έδειχνε την προτίμησή του αργότερα και ο ίδιος, ως συνθέτης αυτή τη φορά. Ξεκίνησε την καριέρα του στα 18 του χρόνια, ιδρύοντας τους HELLHAMMER, που επιβίωσαν για δύο χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1984. Μαζί με τον Martin Eric Ain, σχημάτισαν εν συνεχεία τους CELTIC FROST, μέσα απ’ τους οποίους έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στην μεταλλική κοινότητα, έχοντας γράψει το μεγαλύτερο μέρος άλμπουμ ορόσημων και ιδιαίτερα επιδραστικών, όπως το “Mega Therion” και το “Into the Pandemonium”. Όλα αυτά τα χρόνια διακρίθηκε ακόμη για τα πρωτοποριακά death φωνητικά του αλλά και για το κιθαριστικό του παίξιμο.
Από τη στιγμή που οι CELTIC FROST διαλύθηκαν οριστικά – και αμετάκλητα όπως έχει τονίσει – το 2008, εκείνος συνέχισε άμεσα με τους TRIPTYKON, ένα project του οποίου ηγείται και έχει δύο κυκλοφορίες μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια της καριέρας του, πιστώθηκε κατά καιρούς διάφορες συνεργασίες, με πιο αξιοσημείωτη αυτήν με τους CORONER, για τους οποίους έκανε φωνητικά, έγραψε στίχους και συνέδραμε ως παραγωγός, για το ντεμπούτο τους, το 1985.
Did you know that:
– Το άλμπουμ που όπως λέει του άλλαξε τη ζωή, ήταν το “Vol.4” των BLACK SABBATH που έπεσε στα χέρια του στις αρχές της εφηβείας του. Ήταν ό,τι πιο σκοτεινό και heavy είχε ακούσει ως τότε. Έπαθε εθισμό σε αυτό, σε σημείο που το άκουγε καθημερινά για καιρό και έμαθε να παίζει κιθάρα μέσα απ’ αυτό.
– Ο Fischer το 2000 έβγαλε ένα βιβλίο με τίτλο “Are You Morbid?: Into the Pandemonium of Celtic Frost” το οποίο είναι ένα χρονικό της πορείας των CELTIC FROST και περιέχει και πολλά στοιχεία για την προσωπική ζωή του ίδιου.
– Στο φεστιβάλ του RockHard στη Γερμανία το 2006, λίγο ανέβουν οι CELTIC FROST στη σκηνή ο Tom Warrior, έπαθε μια κρίση σκωληκοειδίτιδας, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η εμφάνισή του προς μεγάλη δυσαρέσκεια του κοινού, το οποίο μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί, είχε εξαγριωθεί.
– Όχι μόνο διατηρούσε στενή φιλία με τον H.R. Giger, τον καλλιτέχνη που φιλοτεχνούσε τα εξώφυλλα των FROST και TRIPTYKON, αλλά τον θεωρούσε και τον μέντορά του.
ΟΝΟΜΑ: Russell Allen
INSTRUMENT: Φωνητικά
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 19 Ιουλίου 1971 [46]
ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: California, Η.Π.Α.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: SYMPHONY X, ADRENALINE MOB, ALLEN/LANDE, STAR ONE
HIGHLIGHTS: Θεωρείται και είναι μία από τις κορυφαίες σύγχρονες φωνές στο metal και μάλιστα ιδιαίτερα περιζήτητη.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Οκτώβρη του 2011, βρέθηκε για πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα φορά στην Ελλάδα με τους SYMPHONY X.
Με country και bluegrass μουσικές ρίζες, αφού αυτά άκουγαν οι γονείς του, ο Russell Allen, συνέχισε ανακαλύπτοντας τους δικούς του μουσικούς δρόμους, που σημαδεύτηκαν έντονα από ένα όνομα ιδιαίτερα, αυτό των VAN HALEN. Είχε πάθει άγριο κόλλημα μαζί τους σε σημείο που έψαξε να βρει από πού είχαν επηρεαστεί. Τους άκουσε να λένε LED ZEPPELIN, οπότε από εκεί έψαξε και τους τελευταίους. Παράλληλα, με την άνθιση του NWOBHM, άρχισε να μεγαλώνει όλο και περισσότερο μέσα του η επιθυμία ν’ ασχοληθεί με το τραγούδι. Εντούτοις, η πρώτη του δουλειά, ήταν η συμμετοχή του σε παραστάσεις στο Μedieval Times Dinner Theater, (θέατρο με μεσαιωνικά εκθέματα όπου παρουσιάζονται μεσαιωνικού στυλ παιχνίδια), ως επαγγελματίας ιππέας μονομάχος με κοντάρι. Παρ’ όλα αυτά, είχε ήδη τις πρώτες του εμπειρίες ως τραγουδιστής από την εποχή που πήγαινε γυμνάσιο συμμετέχοντας σε σχολικές μπάντες. Στα 19 του, πήγε στο New Jersey, όπου έκανε το επαγγελματικό του ξεκίνημα στους SIN RIVER, που κινούνταν σε ένα blues – rock στυλ και έπαιζαν σε διάφορα μπαρ και τοπικά club. Η μεγάλη στιγμή που περίμενε, ήρθε το 1995, όταν κλήθηκε ν’ αντικαταστήσει τον τραγουδιστή Rod Tyler στους SYMPHONY X, κατόπιν μάλιστα σύστασης του ίδιου του Tyler. Έμεινε για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν στο συγκρότημα, με εννέα στούντιο άλμπουμ στο ενεργητικό του, συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου που κυκλοφόρησε πρόπερσι, το “Underworld’. Για ορισμένα κομμάτια έχει παίξει και μπάσο. Παράλληλα, διατηρεί συνεργασία από το 2002, με τον Arjen Anthony Lucassen, για το project του, STAR ONE, που απαριθμεί τρία άλμπουμ, ενώ από το 2011, είναι ακόμη μέλος των ADRENALINE MOB, που έχουν τρεις δουλειές.Ο πολυάσχολος, Russell Allen όμως δε σταματά εδώ. Έχει ξεκινήσει επίσης σόλο καριέρα απ’ το 2005, χρονιά κατά την οποία σηματοδοτήθηκε και η έναρξη της συνεργασίας του με τον Jørn Lande, σε ένα project μελωδικού ροκ που φέρει το όνομα ALLEN/LANDE, με το δίδυμο να έχει κυκλοφορήσει ως τώρα τέσσερις δουλειές. Επίσης συμμετείχε στο άλμπουμ των TRANS-SIBERIAN ORCHESTRA “Letters from the Labyrinth” το οποίο κυκλοφόρησε το 2015. Ο Allen, διαθέτοντας μια ιδιαίτερα ισχυρή και ευέλικτη φωνή, έχει εμφανιστεί και σε τραγούδια άλμπουμ άλλων ονομάτων όπως οι AVANTASIA, AYREON, ANALON, Magnus Karlsson κ.α.
Did you know that:
– Στα booklet των σχημάτων που εμφανίζεται, το όνομά του συνοδεύεται από τη λέξη “Sir”. Δεν πρόκειται για τίτλο που απένειμε η βασίλισσα, όπως σωστά υποθέτετε, αλλά για ένα από τα γνωστά αστεία του Arjen Lucassen για να τον πειράξει για τη δουλειά που έκανε πριν στραφεί στο τραγούδι.
– Όταν έλαβε την πρόσκληση να τραγουδήσει στους SYMPHONY X, ήταν τόσο αγχωμένος, αφού δεν είχε κάνει ποτέ του μαθήματα, που ζήτησε συμβουλές από τον πρώην THRESHOLD, Glynn Morgan, ο οποίος με τη σειρά του, του τόνισε δυο – τρία πράγματα και τον ξεμπλόκαρε.
– Οι μεγαλύτερες του επιρροές ερμηνευτικά περιλαμβάνουν τους Ronnie James Dio, Glen Hughes, Bruce Dickinson, Ray Gillen, Paul Rodgers, Robert Plant κ.α.
– Όσοι τον παρακολουθούν θα έχουν παρατηρήσει τις διάφορες αυξομειώσεις βάρους του ανά καιρούς. Αυτό οφείλεται όπως λέει, στο ότι επειδή τρώει πολύ γενικώς, πριν βγει σε περιοδεία μπαίνει σε δίαιτα και με το πέρας της περιοδείας, το ξαναρίχνει στο φαί, παίρνοντας όσα κιλά έχει χάσει.
– Μαρτυρία συνεργατών της ελληνικής έκδοσης του περιοδικού RockHard, θέλει τον Allen, το 2005, όταν κυκλοφόρησε το προσωπικό του δίσκο, στο Rock Festival της Σουηδίας, να αποκρίνεται στις ερωτήσεις τους , τύπου: «Γεια σου, τι κάνεις;» με την απάντηση: «Αγοράστε το νέο μου CD!»
– Η πρώτη προσωπική του δουλειά με τίτλο “Atomic Soul”, είχε κυρίως 60’s και 70’s αναφορές και ούτε λίγο, ούτε πολύ πάτωσε εμπορικά. Ο Allen, που είναι λάτρης των 50’s, 60’s αλλά και της soul, ετοιμάζει το επόμενο του βήμα δισκογραφικά, που θα βασίζεται στα προαναφερθέντα ήδη. Θα έχει καλύτερη τύχη αυτή τη φορά άραγε;
Χαρά Νέτη & Παναγιώτης “The Unknown Force” Γιώτας