A Day To Remember… 25/8 [Rob Halford, Gene Simmons, Vivian Campbell, Derek Sherinian]

0
138

 

 

 

 

ΟΝΟΜΑ: Robert John Arthur Halford [Rob Halford] ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 25 Αυγούστου 1951 [66] ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Sutton Coldfield, Αγγλία
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: JUDAS PRIEST, FIGHT, 2WO, HALFORD
HIGHLIGHTS: Μία από τις σπουδαιότερες φωνές της heavy metal μουσικής την οποία τόσο έχει επηρεάσει, ένας τραγουδιστής του οποίου το όνομα ταυτίστηκε με το αγαπημένο μας είδος μουσικής, ο απόλυτος frontman, πολύ απλά, ο Metal God!
 

ΕΧΕΙ ΠΕΙ:
– «Η εμφάνισή μου στους “The Simpsons” ήταν η μεγαλύτερη συγκίνηση της ζωής μου!»
– «Η μουσική των FIGHT απείχε πάρα πολύ από αυτή των PRIEST, και ήταν ο λόγος για τον οποίο αποχώρησα απ’ το συγκρότημα. Αναζητούσα μια νέα εμπειρία, νέα ταξίδια με διαφορετικούς μουσικούς, με διαφορετικό στυλ, διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων, διαφορετικό ήχο… Πράγματα τα οποία δεν τα έβρισκα πλέον με τους Glenn (Tipton), KK (Downing), Ian (Hill) και Scott (Travis) στους PRIEST».
– «Μου πήρε αρκετό χρόνο ώστε να επαναφέρω σε κανονικό σχήμα τη solo δουλειά μου και να την παρουσιάσω στον κόσμο. Και αν μου δοθεί η ευκαιρία, θα το ήθελα να το ξανακάνω
», δήλωνε στις αρχές του 2016, απαντώντας στο ερώτημα αν θα έκανε νέο δίσκο με τους FIGHT.
– «Αγαπώ πολύ τα blues και θα ήθελα κάποια στιγμή να ηχογραφήσω ένα blues άλμπουμ μια μέρα. Λατρεύω άλλωστε μουσικούς σαν τον Gary Moore…»
– «Νομίζω πως οι περισσότεροι γνωρίζουν πως είμαι γκέι σε όλη μου τη ζωή, αλλά πρόσφατα ένιωσα άνετα να το δηλώσω, γιατί πιστεύω πως αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να το συζητήσω», ήταν τα λόγια του το 1998, πληροφορία που με εξαίρεση τα συντηρητικά μυαλά της εποχής, δε σόκαρε κανέναν αφού ήταν αρκετά εμφανές από παλιά (ίσως λόγω των ενδυματολογικών του προτιμήσεων).
 

ΕΧΟΥΝ ΠΕΙ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ:
– «Η επιτυχία δεν άλλαξε καθόλου τον Rob ως άτομο, παρότι είναι γνωστός σε όλο τον πλανήτη ως The Metal God», υποστηρίζει ο πατέρας του, Barrie Halford.
– «Είναι ακόμη πιθανότατα, μέσα απ’ όλο τον κόσμο που έχω συνεργαστεί κατά καιρούς, ψηλά στην κορυφή, όντας ένας φοβερός άνθρωπος, ένα πολύ σπουδαίο άτομο», είναι τα λόγια του ντράμερ, Bobby Jarzombek.
– «Ο Rob εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο εύρος φωνητικών απ’ όλους τους heavy metal τραγουδιστές τους οποίους γνωρίζω και μάλιστα τα τραγουδάει όλα με ακρίβεια. Τα καταφέρνει ακόμα μια χαρά!», λέει ο συνεργάτης του επί χρόνια, Glenn Tipton.
 

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Η Ελλάδα είναι ένας τόπος που ελκύει ιδιαίτερα τον τραγουδιστή, πέρα από τα μουσικά του δρώμενα. Έτσι, οι δύο εμφανίσεις του με τους PRIEST το 2004 και 2008, είναι το λιγότερο όσον αφορά τις σχέσεις του με τη χώρα μας. Είναι γνωστές οι επισκέψεις του στη Μύκονο και δεν είναι φήμη η ιστορία, ότι κάποτε συνάντησε τον αείμνηστο Freddie Mercury σε gay bar της Αθήνας λίγο πριν και οι δυο («τυχαία») καταλήξουν στη Μύκονο για διακοπές. Το 2008, όταν οι JUDAS PRIEST κυκλοφόρησαν το “Nostradamus”, ο Halford, εξέφρασε στο περιοδικό RockHard την επιθυμία του, να μπορούσαν να παίξουν στο Ηρώδειο, λέγοντας με έμφαση πόσο metal θα ήταν να παίξουν κάτω από την αρχή Ακρόπολη! Στην ερώτηση δε, για το τι τον τραβάει εδώ σε προσωπικό επίπεδο απαντά: «Νομίζω πως έχει να κάνει έντονα με την κουλτούρα σας. Ειδικά η αρχαία Ελλάδα, την οποία θεωρώ κινητήρια δύναμη του όλου metal πνεύματος. Σκέπτεσαι τον Δία, την Ακρόπολη, όλους τους θεούς και τους ναούς, όλες τις επικές μάχες που συνέβησαν κλπ…. Πάντα μου έρχονται πολύ έντονες αναμνήσεις, ειδικά κάθε φορά που επισκέπτομαι την Αθήνα. Είναι ένα πολύ ενθουσιώδες, εκλεκτικό και με έντονο παλμό μέρος, με τεράστιο πολιτισμό…»

Γεννημένος στην Αγγλία, τη γενέτειρα του heavy metal, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω της οικονομικής ανέχειας της οικογένειάς του, αν και δηλώνει υπερήφανος γι’ αυτά, θεωρώντας πως λειτούργησαν ευνοϊκά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Εκτίμησε από νωρίς την αξία της μουσικής και ως έφηβος αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ αναμιχθεί με την αγαπημένη του τέχνη, αφού η καλή του φωνή ήταν κάτι που είχε γίνει εμφανές από την παιδική του ηλικία. Δουλεύοντας από 16 ετών ως μηχανικός φωτισμού σε θέατρο,ένιωσε πως προορισμός του ήταν βρίσκεται πάνω στη σκηνή και όχι δίπλα σ’ αυτήν. Πέρασε έτσι από διάφορα τοπικά σχήματα, όπως οι ATHENS WOOD, LORD LUCIFER, ABRAXAS, THARK και HIROSHIMA, ενώ παράλληλα συνέχισε δουλεύοντας ως μάνατζερ κινηματογραφικής αίθουσας. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν η αδελφή του Rob, Sue Halford, τον σύστησε στο τότε αγόρι της που ήταν μουσικός και δεν ήταν άλλος από τον μπασίστα Ian Hill. Η μπάντα του, φυσικά οι JUDAS PRIEST. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, γράφτηκε heavy metal ιστορία. Από το “Rocka Rolla” του 1974, μέχρι σήμερα, μαζί με τους PRIEST μας έχει δώσει 15 στούντιο άλμπουμ, αρκετά από τα οποία μας έχουν μεγαλώσει, σημαδέψει και οδηγήσει στο ν’ αγαπήσουμε απερίγραπτα αυτή τη μουσική. Ο ίδιος, από το τέλος της δεκαετίας του ’70, ξεχωρίζει ως ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές στο hard rock και metal, διαθέτοντας την ικανότητα να εναλλάσσεται με χαρακτηριστική άνεση και αβίαστο τρόπο μεταξύ τραχιών γρυλισμάτων και διαπεραστικών – μελωδιών falsetto. Ανήκει στους πρωτοπόρους των οπερατικών φωνητικών στα συγκεκριμένα είδη και είναι σύνηθες να έχει μια θέση σε λίστες με τους κορυφαίους τραγουδιστές και frontman όλων των εποχών. Από τις μέρες έντονης δόξας του με το συγκρότημα, έμεινε στην ιστορία επίσης η εικόνα του μηχανόβιου στυλ που είχε υιοθετήσει, ντυμένος από την κορφή ως τα νύχια με δερμάτινα και καρφιά, και οδηγώντας μια Harley ακόμα και επί σκηνής στις εμφανίσεις της μπάντας. Ήταν λογικό, η είδηση της αποχώρησής του από τους PRIEST, ενάμιση χρόνο μετά την κυκλοφορία του πελώριου “Painkiller”, να σκάσει σα βόμβα στους μεταλλικούς κύκλους. Συνέχισε σχηματίζοντας το πρώτο του project, τους FIGHT, για τους οποίους έχει δηλώσει πως είχαν τον πιο χαρακτηριστικό ήχο απ’ όσα έκανε. Μετά από δύο άλμπουμ, το 1995, διέλυσε εντούτοις το σχήμα, για να ιδρύσει τους 2WO που δε βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση με τη μία και μοναχική κυκλοφορία τους, το 1998. Μετά από κάποιους αταίριαστους electro – rock πειραματισμούς, επέστρεψε στις metal ρίζες του, στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, δημιουργώντας τους HALFORD, αποδεικνύοντας πως όταν ο Halford έχει όρεξη (με μια δισκάρα όπως το “Resurrection”) και πατάει κάτω οποιαδήποτε αμφιβολία. Και το να επιστρέψει τελικά στους JUDAS PRIEST το 2003, ήταν σπουδαίο γιατί αφενός τους γλύτωσε από την αδιάφορη περίοδο στην καριέρα τους, αφετέρου γιατί ικανοποίηθηκε η μεγάλη επιθυμία πλήθους κόσμου της metal που ένιωθε – και με το δίκιο του βέβαια- ότι PRIEST δίχως Halford δύσκολα υφίστανται. Να κλείσουμε λέγοντας, πως στις περίπου τέσσερεις δεκαετίες της πορείας του, έχει συνεργαστεί με αρκετά καταξιωμένα ονόματα του χώρου, με πιο αξιοσημείωτη, τη συμμετοχή του ως τραγουδιστής των BLACK SABBATH για τρεις εμφανίσεις δύο φορές ως αντικαταστάτης του Dio και μία αντί του Osbourne.

Sex, Drugs & Rock ‘n’ Roll: Το πρώτο σκέλος του τρίπτυχου είναι αυτό για το οποίο έχει απασχολήσει τα Μ.Μ.Ε. κυρίως ο Halford, ιδίως απ’ τη στιγμή που το 1998,σε μια συνέντευξη του στο MTV, αποκάλυψε δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλος. Κατά τ’ άλλα μιλάμε για έναν gentleman (έτσι τον έχουν χαρακτηρίσει άλλωστε πολλοί συνάδελφοί του), ο οποίος δε φημίζεται για κάποια άστατη rock n’ roll ζωή με ναρκωτικά, αλκοόλ κλπ., παρ’ ότι σε δύσκολες φάσεις της ζωής του, δεν έμεινε μακριά, απ’ το ποτό τουλάχιστον. Πρόκειται για έναν πολύ έξυπνο, ευχάριστο και χαμηλού προφίλ άνθρωπο, που περισσότερο αρέσκεται στο να παρακολουθεί ταινίες και σειρές στην τηλεόρασή του, να διαβάζει κανένα βιβλίο, παρά να βγαίνει έξω και γίνεται λιάρδα.
 

Did you know that:
– Είναι από τους λίγους (αν όχι ο μοναδικός) metal καλλιτέχνες, που έχουν πει δημόσια κάτι αρνητικό για τη μουσική αυτή και μετά από χρόνια το έχουν πάρει πίσω ζητώντας ταπεινά συγνώμη.
– Το 2002, υποδύθηκε τον ταμία ενός DVD Club, στην ταινία “Spun”, με τον Mickey Rourke, εμπειρία που ο Halford, χαρακτηρίζει απίστευτη, τονίζοντας πως η καλή ηθοποιία είναι κάτι το τραγικά δύσκολο, εξίσου δύσκολο με το να είσαι ένας πολύ καλός metal μουσικός.
– Σύμφωνα με δική του ομολογία, είναι εθισμένος στο internet. Στον ελεύθερο χρόνο του, κάθεται ατέλειωτες ώρες μπροστά στον υπολογιστή και απλώς χάνεται στο διαδίκτυο.
– H απόκρυψη της σεξουαλικότητας του κατά τη διάρκεια της καριέρας του με τους PRIEST, του είχε προκαλέσει σοβαρή κατάθλιψη και απομόνωση, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών.
– Σύμφωνα με τον ίδιο, ο τρόπος ερμηνειών του έχει επηρεαστεί κυρίως απ’ τους Arthur Brown, Janis Joplin, Lemmy, Robert Plant, David Bowie, Roger Daltrey, Freddie Mercury, Peter Hammill, Ian Anderson και Ian Gillan.

 

 

 

ΟΝΟΜΑ: Chaim Witz [Gene Simmons] ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 25 Αυγούστου 1949 [68] ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Haifa, Ισραήλ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Έχει υπάρξει σε σχέση με γυναίκες όπως οι Liza Minnelli, Cher και η Diana Ross, όμως από τα μέσα του ’80, ζει με την ηθοποιό και πρώην Playboy playmate, Shannon Tweed. Το ζευγάρι έχει δύο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ενώ η οικογένεια έχει εμφανιστεί και σε reality σόου.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: KISS, THE LONG ISLAND SOUNDS, BULLFROG BHEER, WICKED LESTER.
HIGHLIGHTS: Η γλώσσα του Simmons, τα κόλπα του επί σκηνής με τις φωτιές και το αίμα, η επιδραστικότητα του, το γεγονός ότι είναι το πλέον αναγνωρίσιμο μέλος της μπάντας αλλά και η ικανότητα του να στιγματίζει συνθετικά το ύφος των KISS, είναι ικανά από μόνα τους να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό του, ως ένας θρύλος για το metal στερέωμα.
 

ΕΧΟΥΝ ΠΕΙ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ:
– «Ο Gene Simmons ήταν εκείνος που με προέτρεψε να δημιουργήσω τους W.A.S.P. ύστερα από μία τηλεφωνική συνομιλία που είχα μαζί του. Μου είπε ότι οι NEW YORK DOLLS, δεν μπορούν να με καλύψουν… Και είχε δίκιο», αποκαλύπτει ο Blackie Lawless.
– «Αν δεν ήταν οι KISS, οι POISON δε θα υπήρχαν. Θυμάμαι ότι ο αντίκτυπος που μου άφησε ο Gene Simmons σαν παιδί ήταν τεράστιος, ενώ δε θα ξεχάσω ότι κοίταζα με τις ώρες τη φωτογραφία του με τα αίματα στο εξώφυλλο του “Alive II”», τονίζει ο Brett Michaels.
– «Δε νομίζω ότι έχω συναντήσει από το χώρο της μουσικής ένα άτομο σαν τον Gene Simmons… Και μην ξεχνάτε ότι έχουν περάσει πάρα πολλοί από την έπαυλή μου! Η διορατικότητα του σε τόσους πολλούς τομείς, είναι μοναδική», είναι τα λόγια του εκδότη του περιοδικού Playboy, Hugh Hefner.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Μία φορά είχαμε τη μεγάλη τύχη να δούμε τον Simmons και τους KISS, στις 18 Μαΐου του 2008, στη Μαλακάσα.

Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Αμερική από τη γενέτειρα του Χάιφα ο Gene Simmons, παθιάστηκε με τα comics, τους super ήρωες και τις ταινίες τρόμου. Όταν μάλιστα, είδε τους BEATLES στο σόου του Ed Sulivan, τότε το όραμά του έγινε ξεκάθαρο: θα δημιουργούσε το συγκρότημα που θα συνδύαζε τη φαντασία και το απόκοσμο των comics με τα εύπεπτα τραγούδια στο ύφος των BEATLES, με μία διαφορά… Θα ήταν rock ‘n’ roll και οι ενισχυτές θα έπαιζαν στο τέρμα! Είχε προβλέψει άλλωστε πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να κάνει τα κορίτσια να ουρλιάζουν για εκείνον. Ξεκίνησε σχηματίζοντας τους THE MISSING LINKS, παρέα με δυο φίλους του, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του θηλυκού σχολικού πληθυσμού. Συνέχισε με άλλα τοπικά γκρουπ, και τελικά λίγο μετά την αποφοίτησή του το 1970, από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στην οποία είχε εγκατασταθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, γνωρίστηκε με τον κιθαρίστα Stanley Eisen, (αργότερα γνωστό ως Paul Stanley). Μαζί έφτιαξαν τους WICKED LESTER, που εν τέλει, το 1972, μετονομάστηκαν σε KISS. Ο ίδιος, ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για το merchandise και δεν είναι λίγες οι φορές που αναφέρεται στους KISS με τη λέξη “brand” (δηλαδή, μία αναγνωρίσιμη μάρκα, σαν την Coca-Cola) και όχι “band”. Πράγματι, οι KISS έχουν ξεφύγει προ πολλού από τα στενά όρια του μουσικού σχήματος και έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας. Εκείνος, όντας ο άνθρωπος που καθιέρωσε την εικόνα της μπάντας, υποβάλλοντας τα μέλη της σε φυσική μεταμόρφωση με το χαρακτηριστικό make up και τα ολόμαυρα ρούχα αλλά και αυτός που επί της ουσίας χάραζε την πορεία τους σε μουσικό επίπεδο, ξεχωρίζοντας παράλληλα για την μοναδική του σκηνική του παρουσία, έγραψε τη δική του ιστορία. Ο Ιρλανδός συγγραφέας Bernard Shaw, έλεγε ότι το μυστικό της επιτυχίας έγκειται στο να προκαλείς όσο τον δυνατόν περισσότερο κόσμο.Ο Gene Simmons, είναι θιασώτης του συγκεκριμένου μότο και ως εκ τούτου είναι αναπόφευκτη η προβολή τόσο των θετικών όσο και των αρνητικών πλευρών του – πολυσύνθετου, η αλήθεια είναι – χαρακτήρα του. Στα θετικά, σίγουρα θα συμπεριλαμβάναμε την κλίση του στο… management και τη διοίκηση επιχειρήσεων! Αν ο Stanley θεωρούνταν, μέχρι κάποια στιγμή τουλάχιστον, η κινητήρια δύναμη των KISS, ο Simmons ήταν εκείνος που οδηγούσε (μαζί με τον μακαρίτη Bill Aucoin) το συγκρότημα προς την επιτυχία με μία σειρά επιχειρηματικών αποφάσεων.

Επίσης, δεν είναι δυνατόν να μην αναφέρουμε το ταλέντο του στο να γράφει κλασσικά τραγούδια αλλά και να εξάρουμε τον απόλυτο επαγγελματισμό του πάνω στη σκηνή. Στα αρνητικά, θα υπογραμμίζαμε ότι ο Simmons – για τουλάχιστον δέκα και πλέον χρόνια- έβαλε στο περιθώριο τους KISS πότε για να κυνηγήσει την τύχη του στο Hollywood, και πότε για να ιδρύσει παντός είδους επιχειρήσεις. Και όλα αυτά εις βάρος των KISS, αφήνοντας ουσιαστικά μόνο και εκτεθειμένο τον Paul Stanley. Επιπλέον η εμμονή του με το κυνήγι του χρήματος, έχει στερήσει απ’ την μπάντα ένα βαθμό αξιοπιστίας και σεβασμού (αν και τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει αποκατασταθεί ως κάποιου σημείου, η σχέση μεταξύ κοινού και συγκροτήματος).
Sex, Drugs & Rock ‘n’ Roll: Έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι έγινε μουσικός για να πηγαίνει όσο το δυνατόν με περισσότερες γυναίκες! Κάτι που έπραξε και με το παραπάνω αφού έχει τονίσει ότι έχει «κοιμηθεί» με πάνω από 4.500 γυναίκες (τα αποδεικτικά στοιχεία, οι φωτογραφίες που τράβαγε μετά το sex, κλάπηκαν πριν από αρκετά χρόνια). Δεν έχει αγγίξει τα ναρκωτικά, δεν έχει καπνίσει και δεν έχει πιει αλκοόλ ποτέ στη ζωή του! Βέβαια, κάποτε είχε φάει ένα μάφιν που περιείχε μαριχουάνα αλλά δεν το ήξερε με αποτέλεσμα να ξερνάει όλη νύχτα…
 

Did you know that:
 – Μεγάλωσε με τη μητέρα του υπό συνθήκες φτώχιας, η οποία προκείμενου να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τον άφηνε στα χέρια διάφορων babysitter. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να μάθει γρήγορα άπταιστα τουρκικά, ουγγρικά, εβραϊκά και ισπανικά, προκειμένου να επικοινωνήσει μαζί τους.
– Όπως αποκάλυψε κάποια στιγμή αργότερα, ο χαρακτήρας Black Bolt απ’ το κόμικ Marvel, ήταν αυτός που ενέπνευσε το δικό του χαρακτηριστικό βάψιμο, ένα στυλ που του χάρισε το παρατσούκλι του ως δαίμονας (The Demon)

 

 

 

ΟΝΟΜΑ: Vivian Patrick Campbell
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 25 Αυγούστου 1962 [55] ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Belfast, Ιρλανδία
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Ήταν παντρεμένος από το 1987 με την Julie Campbell, με την οποία χώρισαν πριν κάποιο καιρό, έχοντας πρώτα αποκτήσει δύο κόρες.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: DEF LEPPARD, DIO, WHITESNAKE, THIN LIZZY, SWEET SAVAGE, THE LAST IN LINE
HIGHLIGHTS: Η καριέρα του με τον Ronnie James Dio, με τον οποίο συμμετείχε στις χρυσές εποχές της σόλο καριέρας του.

ΕΧΕΙ ΠΕΙ:
– «Το μόνο πράγμα που ήθελα πραγματικά ήταν να μείνω σε μία μπάντα. Αυτό ειλικρινά ευχόμουν να το είχα πετύχει από την πρώτη μου μπάντα, τους SWEET SAVAGE. Κατά έναν τρόπο νιώθω συνδεδεμένος με κάποια απ’ αυτά τα σχήματα και με άλλα καθόλου. Για παράδειγμα στους WHITESNAKE, αισθάνομαι πως υπήρξα μόνο για 25 λεπτά…»
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Έχει έρθει μία φορά στη χώρα μας για συναυλία, στη μοναδική εμφάνιση των DEF LEPPARD στην Ελλάδα, το 2008.

Γνωρίζοντας να παίζει κιθάρα για τρία χρόνια, μπήκε στα 15 του χρόνια στο πρώτο του σχήμα, τους SWEET SAVAGE, με τους οποίους μολονότι κυκλοφόρησαν ένα single το 1981, κατάφεραν να σημειώσουν σημαντική απήχηση. Κάπως έτσι άδραξε τη μεγάλη ευκαιρία και ενσωματώθηκε στην προσωπική μπάντα του Dio, το 1983 όπου έμεινε για λίγο περισσότερο από τρία χρόνια, κατορθώνοντας να δώσει σπουδαίες διαστάσεις στο όνομά του, όχι μόνο ηχογραφώντας τα “Holy Diver”, “The Last in Line” και “Sacred Heart”, αλλά πολύ περισσότερο βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα συνθετικά σε κλασσικές επιτυχίες της εποχής. Το 1987, πραγματοποίησε ένα εξαιρετικά σύντομο πέρασμα από τους WHITESNAKE, προκειμένου να ηχογραφήσει τα μέρη του απολυθέντος John Sykes, στο ομώνυμο άλμπουμ του γκρουπ. Επόμενο λιμάνι, στο οποίο τελικά άραξε για τα επόμενα χρόνια, έχοντας πια συμπληρώσει πάνω από 20 χρόνια στις τάξεις τους, οι DEF LEPPARD, για τους οποίους κλήθηκε ν’ αποτελέσει τον αντικαταστάτη του αδικοχαμένου Steve Clark, το 1991.Ο ερχομός του μάλιστα, σηματοδότησε παράλληλα και μια εντελώς ξαφνική μεταστροφή στον ήχο των Βρετανών. Μέχρι σήμερα έχει στο ενεργητικό του μαζί τους, πέντε στούντιο άλμπουμ, για κομμάτια των οποίων έχει συνεισφέρει και συνθετικά, εκτός της κιθάρας του και των δεύτερων φωνητικών που κάνει. Από το 2005 διατηρεί και σόλο καριέρα, που έχει να επιδείξει ένα άλμπουμ μέχρι στιγμής. Επίσης από το Μάιο του 2010 και για ενάμιση περίπου χρόνο, έπαιξε στους ανασχηματισμένους THIN LIZZY, που αποτελούν και μακράν το αγαπημένο του συγκρότημα, όπως είχε δηλώσει τον περασμένο Νοέμβριο στο RockHard.gr, προσθέτοντας πως: «Βγαίνοντας κάθε βράδυ να παίζεις τραγούδια σαν το “Black rose”, είναι πραγματική πρόκληση κι αυτό με έκανε να φωνάξω τον Jimmy Bain και τον Vinnie Appice και να ξεκινήσω το project, THE LAST IN LINE». Με τους τελευταίους, δραστηριοποιείται εδώ και τρία περίπου χρόνια, παίζοντας υλικό από τις πρώτες ηχογραφήσεις των DIO στις οποίες είχε συμμετάσχει ο Campbell. Ο μουσικός, είχε την ατυχία να διαγνωσθεί ότι πάσχει από λέμφωμα τον Ιούνιο του 2013 και μολονότι φαινόταν ότι μπόρεσε να το ξεπεράσει, δυστυχώς η μάχη του με την επάρατη νόσο συνεχίστηκε για τουλάχιστον δυο χρόνια ακόμα.

Did you know that:

– Τεράστια επίδραση πάνω του έχει ασκήσει ο Gary Moore, τον οποίο έχει χαρακτηρίσει ως τον άνθρωπο που τον έκανε να πιάσει την κιθάρα όταν ήταν έφηβος στο Belfast και τον οποίο άκουσε για πρώτη φορά με τους COLOSSEUM II, να παίζει jazz fusion.

– Το 2003, είχε μία έντονη λεκτική διαμάχη με τον Ronnie James Dio, λίγο αργότερα όμως ανακάλεσε…

 

 

 

ΟΝΟΜΑ: Derek Sherinian
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 25 Αυγούστου 1966 [51] ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: California, Η.Π.Α.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ: DREAM THEATER, PLANET X, BLACK COUNTRY COMMUNION.
HIGHLIGHTS: Παρ’ ότι έχει παίξει με τους DREAM THEATER, τον Alice Cooper, τους KISS και πολλούς άλλους, από καλλιτεχνικής άποψης, η δουλειά του με τους PLANET X και η fusion καριέρα του, είναι αυτή που ξεχωρίζει, για έναν πληκτρά που θεωρήθηκε «ποζεράς» λόγω της extravagant εμφάνισής του επί σκηνής, αλλά στην πορεία καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο σημαντικούς fusion μουσικούς.
ΕΧΕΙ ΠΕΙ: «Πάντα πάω κατ’ ευθείαν στην πηγή της έμπνευσής μου. Είμαι πολύ τυχερός που είχα την ευκαιρία να δουλέψω με πολλούς απ’ τους μουσικούς μου ήρωες. Στους σόλο δίσκους μου, υπάρχουν πάντα κομμάτια συνθετικής ελευθερίας όσον αφορά τη μουσική βιομηχανία. Κοιτώντας τα ονόματα με τους guest που έχουν παίξει στους δίσκους μου, νομίζω πως δικαιολογημένα μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω συνεργαστεί με τόσους σπουδαίους κιθαρίστες, όσο κανένας άλλος πληκτράς στον πλανήτη».
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Μπορεί να έχει βρεθεί μία φορά στη χώρα μας με την ιδιότητα του μουσικού, με τους DREAM THEATER, στην πρώτη τους επίσκεψη το 1998, μία φορά με τους PLANET X, αλλά και στην πρώτη εμφάνιση του Alice Cooper το 1990, παρόλα αυτά νιώθει πραγματικά κατά ένα κομμάτι Έλληνας, αγαπάει την Ελλάδα, αν και ως άτομο είναι τυπικός Αμερικάνος.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην California, το καλύτερο μέρος για να ζήσει κανείς, κατά τον ίδιο, ο Derek Sherinian, ξεκίνησε να παίζει πιάνο από τα πέντε του χρόνια και εμπνευσμένος τόσο απ’ τη μουσική του Elton John αλλά και απ’ τους BEATLES και τον Bob Dylan, παρασύρθηκε σ’ ένα μουσικό ταξίδι που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Το ταλέντο του ήταν τόσο, που από τον πρώτο καιρό που μπήκε στο Γυμνάσιο, του προσφέρθηκε υποτροφία στο Berklee School of Music της Βοστώνης. Έμεινε τρία εξάμηνα, ως τη στιγμή που αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του ως επαγγελματίας μουσικός. Συνεργάστηκε σε πρώτη φάση με τον Buddy Miles, και βρέθηκε να δίνει πάνω από 250 συναυλίες με τον Alice Cooper, στα πλαίσια της περιοδείας για το “Trash”, γεγονός που αύξησε τη φήμη του στους κύκλους της hard rock σκηνής. Μπόρεσε έτσι να φτάσει στην παγκόσμια καταξίωση, όταν το 1994, έγινε μέλος των DREAM THEATER και κλήθηκε να δείξει τις ικανότητες του σ’ έναν ασφαλώς περισσότερο τεχνικό και πολύπλοκο τρόπο παιξίματος. Μετά από πέντε περίπου χρόνια παρουσίας, κατά τη διάρκεια των οποίων ηχογράφησε τρία άλμπουμ και ολοκλήρωσε δύο παγκόσμιες περιοδείες, ο μουσικός ανακοίνωσε την απόφαση του ν’ αποχωρήσει, λόγω μουσικών διαφορών με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας. Η χρονική περίοδος της απολύσεως του, αλλά και όσα ακολούθησαν, υπήρξε τρομερά δύσκολη και ψυχοφθόρα για τον ίδιο, κάτι που παραδέχθηκε αρκετές φορές δημοσίως. Κατάφερε εντούτοις ν’ ανασυγκροτηθεί και στράφηκε αποκλειστικά στην σόλο καριέρα του, που εκτός από επτά προσωπικούς δίσκους, περιλαμβάνει και τον σχηματισμό των PLANET X, ενός ποικιλόμορφου μουσικού supergroup που ιδρύθηκε το 2000 και έχει να επιδείξει τέσσερις κυκλοφορίες. Από το 2009, αποτελεί επίσης δρυτικό μέλος των BLACK COUNTRY COMMUNION με τους οποίους μας έχει χαρίσει μέχρι σήμερα τρεις δουλειές, με την τέταρτη να βρίσκεται στα σκαριά, ενώ μια ακόμη απόδειξη του μεγέθους του ονόματός του και του ταλέντου του, είναι και το γεγονός πως λίγο καιρό πριν, έλαβε την πρόσκληση των Steve Vai και Yngwie Malmsteen, να συμμετάσχει στο supergroup, Generation Axe.

Did you know that:

 – Είναι ένας αρκετά παρεξηγημένος μουσικός, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που εξαιτίας λανθασμένων εντυπώσεων, τον θεωρούν «poser», «φλώρο», «το καρκίνωμα» των DREAM THEATER και διάφορα άλλα. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος γουστάρει απίστευτα το συγκρότημα, διατηρεί εδώ και κάποια χρόνια πολύ καλές σχέσεις με τα περισσότερα μέλη τους, μισεί όμως τα φωνητικά τους, θεωρώντας πως τα οπερατικά φωνητικά του LaBrie καταστρέφουν όλη την μπάντα.

– Είναι ένας από τους χειρότερους συνομιλητές όσον αφορά τις συνεντεύξεις. Πάντα λιγομίλητος, δίνει κοφτές και απλές απαντήσεις, χωρίς σχεδόν ποτέ να αποκαλύπτει κάτι. “Off the record” είναι η λατρεία κάθε συντάκτη, αφού αναφέρει ιστορίες και γεγονότα, που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς.

 
Χαρά Νέτη 
Κείμενο Gene Simmons: Σάκης Νίκας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here