OΝΟΜΑ ALBUM: ‘Sin After Sin’ – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1977
ΕΤΑΙΡΙΑ: CBS
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Roger Glover – JUDAS PRIEST
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Rob Halford
Κιθάρες, Πιάνο – Glenn Tipton
Κιθάρες – K.K. Downing
Μπάσο – Ian Hill
Τύμπανα (Session) – Simon Phillips
Το πόσο μεγάλη μπάντα για την ιστορία και την εξέλιξη του heavy metal είναι οι JUDAS PRIEST νομίζω ότι δεν χρήζει συζήτησης. Αυτό που ο καθένας οφείλει είναι να γνωρίζει και να τιμάει την ιστορία και την προσφορά τους. Χαίρομαι πολύ δε, όταν έρχεται η ώρα να βρεθώ αντιμέτωπος με μια από εκείνες τις στιγμές της καριέρας τους που δείχνει το πόσο μεγάλο ρόλο έχουν παίξει στην διαμόρφωση της αγαπημένης μας μουσικής.
Ένα λοιπόν από τα αρκετά ξεχασμένα και υποτιμημένα διαμάντια της πρώιμης εποχής του heavy metal είναι το τρίτο τους δισκογραφικό βήμα ‘Sin After Sin’ που συμπληρώνει 40 χρόνια από την κυκλοφορία του. Το Βρετανικό συγκρότημα, έχει ήδη καταφέρει να πετύχει τον επαναπροσδιορισμό του metal της δεκαετίας του ’70 με το αρκετά καινοτόμο ‘Sad Wings Of Destiny’ που προηγήθηκε έναν μόλις χρόνο νωρίτερα και το οποίο τους άνοιξε την πόρτα για την υπογραφή συμβολαίου με την CBS. Η εταιρεία τους πρόσφερε 60000 λίρες budget για το επόμενο άλμπουμ τους και γλίτωσε τα μέλη της μπάντας από τις μερικής απασχόλησης δουλειές που ήταν αναγκασμένοι να κάνουν, όπως κηπουρός ο Tipton, ντελιβεράς ο Hill και σε φάμπρικα ο Downing, προκειμένου φυσικά να βγάζουν και τα προς το ζην. Όμως παρά το γεγονός ότι μιλάμε για μόλις έναν χρόνο μετά, οι JUDAS PRIEST μέσα στο ‘Sin After Sin’ αφενός ωριμάζουν ακόμα παραπάνω, αφετέρου εξελίσσουν τον ήχο τους ακόμη περισσότερο, δίνοντας μια ξεκάθαρα πιο επιθετική προσέγγιση, ήχος, που μπορεί για τα σημερινά δεδομένα να ακούγεται ως ήπιος, 40 χρόνια νωρίτερα όμως, που το metal ήταν ακόμα στα θεμέλια, έκανε αίσθηση για τη δυναμική χροιά του.
Οι blues – rock επιρροές τους μαζί με τα κάποια πιο ψυχεδελικά στοιχεία του παρελθόντος, μπορεί να είναι εμφανή σε κάποια σημεία, όμως κατά κύριο λόγο, δίνουν τη θέση τους σε έναν πιο καθαρό και επιθετικό metal ήχο. Η όλη προσέγγιση είναι πιο heavy και με αρκετά προφανή speed στοιχεία να κάνουν την εμφάνιση τους, από αυτά που αργότερα επηρέασαν τα μέγιστα τόσο το speed όσο και το thrash metal. Λαμπρά παραδείγματα αυτού είναι τόσο το γνωστό σε όλους ‘Dissident Aggressor’, που διασκεύασαν και οι SLAYER το 1988 στο ‘South Of Heaven’, όσο και το πιο άγνωστο στο ευρύ κοινό ‘Let Us Prey/Call For The Priest’, που είναι ένα απ’ τα ταχύτερα και πιο επιθετικά κομμάτια του γκρουπ στο άλμπουμ.
Ο δίσκος μολονότι έχει έναν αέρα από τα 70’s δείχνει ταυτόχρονα πως φλερτάρει πολύ έντονα με την νέα εποχή που έρχεται και ξεχωρίζει για την ενδιαφέρουσα φύση του, με κομμάτια σε διάφορες ταχύτητες, που διαφέρουν έντονα μεταξύ τους και που το καθένα διατηρεί τον δικό του χαρακτήρα. Τα μέλη της μπάντας, βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση και πολύ μεγάλη φόρμα και έχουν βελτιωθεί εκτελεστικά τόσο ως σύνολο όσο και ατομικά.
Οι κιθάρες των Glenn Tipton και K.K. Downing έχουν σημειώσει ακόμα μεγαλύτερη πρόοδο και κάνουν πράγματα και θάματα αφού σε φάσεις εξαπολύουν κανονική επίθεση, εντυπωσιάζοντας αν μη τι άλλο, με τα riff τους να πέφτουν βροχή, τις δισολίες τους να έχουν πολύ ισχυρότερη παρουσία από πριν και τα μελωδικότατα solos τους, όντας πολύ πιο τεχνικά, να μαγνητίζουν και να παρασύρουν. Ο τεράστιος session ντράμερ που ακούει στο όνομα Simon Phillips και που κλήθηκε να πάρει την θέση στο κενό που άφησε πίσω του ο Alan Moore, έχοντας μόλις μια εβδομάδα μπροστά του για την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, κάνει πραγματικά απίστευτη δουλειά και αφήνει το στίγμα του με το εξαιρετικό και χαρακτηριστικό του παίξιμο που ξεχωρίζει για τις μπόλικες διπλομποτιές του, κάτι που δεν ήταν τόσο συνηθισμένο εκείνη την εποχή.
Ο Ian Hill με τη σειρά του είναι πάντα δυναμικός και σημαντικός για το rhythm section, συνεισφέροντας πολύ στο όλο αποτέλεσμα με το σταθερό παίξιμο του έστω, κι αν δεν ξεχωρίζει όσο οι υπόλοιποι που προαναφέραμε.
Όσο για τον μέγιστο ιερέα Rob Halford, που συγκαταλεγόταν ήδη από πριν στις πλέον κορυφαίες και πολλά υποσχόμενες φωνές του metal, ερμηνεύει με εκπληκτικό τρόπο τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ, αποδεικνύοντας πως διευρύνει ακόμα περισσότερο το εύρος της τεράστιας φωνής του και εδραιώνει τη φήμη του πλέον για τα καλά δείχνοντας γιατί κατόρθωσε να είναι από τις μεγαλύτερες φωνές του metal.
Η παραγωγή είναι δια χειρός Roger Glover των DEEP PURPLE και της ίδιας της μπάντας και παρουσιάζει και αυτή σημαντική βελτίωση, είναι πολύ ευκρινής και βγάζει την δυναμικότητα που εκπέμπουν τα κομμάτια βοηθώντας και αυτή στο τελικό αποτέλεσμα.
Όλα αυτά αποτυπώνονται στις προαναφερθείσες κομματάρες αλλά και στα εναπομείναντα ‘Sinner’, την διασκευάρα του ‘Diamonds & Rust’ της Joan Baez στην heavy εκδοχή της, το γκαζωμένο ‘Starbreaker’ που διασκεύασαν και οι ARCH ENEMY πολύ αργότερα και τις gothic τύπου μπαλάντες ‘Last Rose Of Summer’ και ‘Here Come The Tears’, μολονότι ο όρος gothic rock ακόμα βρισκόταν σε πρώιμο στάδιο, ενώ σε μεταλλική μορφή ήταν κάτι το παντελώς άγνωστο.
Οι JUDAS PRIEST, μπορεί 40 χρόνια πριν που κυκλοφόρησε το ιστορικό πλέον ‘Sin After Sin’ να μην είχαν καταφέρει ακόμη να χτίσουν το μεγάλο τους όνομα που όλοι ξέρουμε, όμως με αυτό συνέχισαν να θέτουν τα ισχυρά θεμέλια για την επίτευξη αυτού του στόχου, όπως δείχνει και η τότε αποδοχή του μιας και έγινε χρυσό στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πρόκειται λοιπόν για μια πραγματική heavy metal δουλειά και μάλιστα από τις πρώτες του είδους, που αποδείκνυε πως οι Βρετανοί είχαν από πολύ νωρίς τελικά την στόφα της μεγάλης και άκρως επιδραστικής μπάντας που κατόρθωσαν να γίνουν με τα χρόνια στην μεγάλη τους πορεία. Θέλω πραγματικά να προτρέψω όποιον δεν το γνωρίζει να του δώσει έστω ένα άκουσμα προκειμένου να μάθει πως η αγαπημένη του μουσική εμφανίστηκε, αλλά και το γιατί οι αγαπημένες του μπάντες ακόμα και σήμερα αναφέρουν τους PRIEST μέσα στις επιρροές τους.
Did you know that:
– To άλμπουμ πήρε το όνομα ‘Sin After Sin’ από την αντίστοιχη φράση που υπήρχε στους στίχους του κομματιού ‘Genocide’, το οποίο βρίσκεται στο προηγούμενο άλμπουμ των PRIEST ‘Sad Wings Of Destiny’.
– To ‘Sin After Sin’ έγινε χρυσό πουλώντας πάνω από 500000 αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ έφτασε μέχρι το νούμερο 23 των Βρετανικών charts.
– Η διασκευή του ‘Diamonds & Rust’ της Joan Baez, που προέκυψε μετά από παρότρυνση του Roger Glover, για εμπορικούς λόγους, ήταν αυτή που βοήθησε πολύ να γνωρίσει ο κόσμος την μπάντα, μιας και έλαβε πολλά ραδιοφωνικά airplay όντας δε το πρώτο κομμάτι τους που κατόρθωσε να ακουστεί σε ραδιόφωνο. Ήταν μάλιστα η δεύτερη φορά που η μπάντα διασκεύασε το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά η πρώτη που συμπεριλήφθηκε επίσημα σε άλμπουμ.
– Η τοποθέτηση του Roger Glover στην θέση του συμπαραγωγού έγινε κατόπιν επιθυμίας της δισκογραφικής τους εταιρείας CBS λόγω του ότι η εταιρεία ήθελε έναν πιο έμπειρο άνθρωπο σε αυτή την θέση. Η ιστορία λέει πως αρχικά η μπάντα αποφάσισε να απομακρύνει τον Glover μετά από κάποιες εβδομάδες ηχογραφήσεων αλλά τελικά τον κάλεσαν πίσω μετά μιας και δεν τους άρεσε το αποτέλεσμα και έτσι ξεκίνησαν την διαδικασία από την αρχή ολοκληρώνοντας τελικά τις ηχογραφήσεις σε μόλις έξι ημέρες.
– Η υπογραφή συμβολαίου με την CBS απαιτούσε την διακοπή της σύμβασης με την προηγούμενη εταιρεία τους Gull και έτσι η μπάντα απώλεσε για πολλά χρόνια τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των δυο πρώτων άλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει ‘Rocka Rolla’ και ‘Sad Wings Of Destiny’ συμπεριλαμβανομένων και των demo.
– Στην περιοδεία που επακολούθησε και έφερε τους JUDAS PRIEST να ανοίγουν για τεράστια ήδη ονόματα της εποχής όπως οι REO SPEEDWAGON, FOREIGNER, LED ZEPPELIN και Ted Nugent, την θέση του ντράμερ κατέλαβε ο Les Binks που έπαιζε στους FANCY. Αυτό έγινε γιατί ο Simon Phillips ήταν δεσμευμένος με άλλο γκρουπ και δεν μπορούσε να γίνει μόνιμο μέλος τους, έτσι μετά από πρόταση του Roger Glover ο Binks έγινε ο ντράμερ τους μιας και ήταν από τους λίγους ντράμερ της εποχής που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις διπλομποτιές και στον απαιτητικό τρόπο παιξίματος του Phillips.
– Το ‘Sin After Sin’ ήταν το τελευταίο άλμπουμ που χρησιμοποιήθηκε από την μπάντα το original logo της, αργότερα αυτό χρησιμοποιήθηκε μόνο από την Gull στις διάφορες επανακυκλοφορίες της σε υλικό της μπάντας.
– Τρία κομμάτια του ‘Sin After Sin’ έχουν διασκευαστεί αργότερα από metal καλλιτέχνες και πρόκειται για τα ‘Dissident Aggressor’ από τους SLAYER στο άλμπουμ ‘South Of Heaven’, ‘Starbreaker’ από τους ARCH ENEMY σε bonus disc του άλμπουμ ‘Wages Of Sin’ και ‘Sinner’ από τον Devin Townsend στην συλλογή ‘A Tribute To Judas Priest Volume1’.
Παναγιώτης “The Unknown Force” Γιώτας