ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The fragile art of existence” – CONTROL DENIED
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1999
ΕΤΑΙΡΙΑ: Nuclear Blast
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Chuck Schuldiner, Jim Morris
ΣΥΝΘΕΣΗ: Tim Aymar – φωνητικά
Chuck Schuldiner – κιθάρες
Shannon Hamm – κιθάρες
Steve DiGiorgio – μπάσο
Richard Christy – ντραμς
Η όποια ψυχραιμία και αντικειμενικότητα πάει περίπατο όταν έχεις να εκφράσεις τις σκέψεις σου για τον απόλυτο ήρωά σου και ειδικότερα για την τελευταία στιγμή κατά την οποία το άστρο του έλαμψε λαμπερότερα από ποτέ κι έδειξε σαν φάρος ψηλά στον ουρανό το δρόμο για όλους στο πώς να μη φοβούνται να εκφραστούν μελλοντικά. Ο λόγος για το μοναδικό –δυστυχώς- άλμπουμ των CONTROL DENIED, “The fragile art of existence”. O Chuck Schuldiner από τις ημέρες ακόμα μετά την ολοκλήρωση του “Human” (1991) και πριν την δημιουργία του “Individual thought patterns” (1993), είχε στο πίσω μέρος του τεράστιου μυαλού του το να δημιουργήσει ένα παραδοσιακά μεταλλικό άλμπουμ. Ένα άλμπουμ στο οποίο δε θα υπήρχαν ακραία φωνητικά, αλλά ένας τραγουδιστής σαν αυτούς που θαύμαζε ο Chuck από μικρός και που θα μπορούσε να οδηγήσει τη μουσική που θα έγραφε σε άλλα επίπεδα. Όταν οι DEATH διέλυσαν ύστερα από την περιοδεία του “Symbolic”, ο Chuck είχε ήδη προτείνει στον τραγουδιστή των NEVERMORE (με τους οποίους τότε οι DEATH έκαναν κοινή περιοδεία) Warrel Dane, να είναι ο τραγουδιστής του νέου του σχήματος. Ο Dane είχε όλη την καλή διάθεση να είναι μέρος αυτού, αλλά η ραγδαία αύξηση αποδοχής των NEVERMORE δεν του το επέτρεψε ποτέ.
Επίσης ο Chuck θαύμαζε πολύ τον Harry Conklin των JAG PANZER/TITAN FORCE, ατύχησε όμως και με αυτόν καθώς οι JAG PANZER έκαναν το επιτυχημένο τους come back εκείνη την εποχή. Τελικά εν έτει 1995 προς 1996, είχε ήδη καταλήξει σε ένα σχήμα με τον τραγουδιστή B.C. Richards, τον μπασίστα Brian Benson και τον ντράμερ Chris Williams (ο οποίος πέθανε το 2000 σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, μόλις στα 29 του). Γρήγορα όμως η λύση θα δινόταν με νέο line-up το οποίο κατά τα 2/5 ήταν ίδιο με αυτό που θα είχε ξανά μετέπειτα στους DEATH. Ο Shannon Hamm στις κιθάρες και ο Richard Christy στα τύμπανα ήταν πιστοί σύντροφοι του Chuck μέχρι το τέλος, ενώ αν και ο Scott Clendenin συμμετείχε για λίγο, τελικά ο Steve DiGiorgio κατά μεγάλη επιθυμία του Chuck ανέλαβε το μπάσο με τα γνωστά αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Στα φωνητικά ο Chuck κατέληξε στον Tim Aymar των PSYCHO SCREAM όταν άκουσε ένα demo της μπάντας και είχε εκπλαγεί πολύ με το εύρος του στη φωνή. Έτσι ο πυρήνας των CONTROL DENIED ήταν έτοιμος και μετά από κάποια προσωπικά demo του Chuck, το demo “A moment of clarity” (το οποίο θα ήταν κι ο αρχικός τίτλος του δίσκου των DEATH) έγινε πραγματικότητα.
Στο demo αυτό συναντάμε το “Spirit crusher” πριν γίνει κομμάτι των DEATH, ενώ υπάρχουν και τα “What if…?” και “Believe”. Είχαμε 1997 με τον DiGiorgio να μην έχει μπει ακόμα στη μπάντα και εδώ ανοίγει μία παρένθεση αρκετά σημαντική. Μιλάμε για τη μοναδική φορά που ο Chuck συμβιβάστηκε στη ζωή του προκειμένου να ακολουθήσει το όραμα του όπως αποκαλούσε τους CONTROL DENIED. Όταν ήρθε σε συμφωνία με τη Nuclear Blast για τους CONTROL DENIED, απαράβατος όρος ήταν να προηγηθεί ένα άλμπουμ των DEATH. O Chuck παρότι δεν ήθελε να κυκλοφορήσει άλλο άλμπουμ με τους DEATH, έκανε πίσω έχοντας στο νου του ότι δε θα έκανε άλλο άλμπουμ (όταν ήρθε στην Ελλάδα το 1998 για την περιοδεία του δίσκου, μου το ξέκοψε σε προσωπική συζήτηση, «δε θα βγει άλλο άλμπουμ DEATH, θα το περιμένουν αιώνια και δε θα το πάρουν ποτέ» είχε πει λέξη προς λέξη). Έτσι το “A moment of clarity” όπως ήταν ο αρχικός τίτλος του δίσκου, έγινε το “The sound of perseverance” και μετά την περιοδεία του δίσκου ο Chuck συγκεντρώθηκε στις ηχογραφήσεις του “The fragile art of existence”. Δεύτερη παρένθεση εδώ, καθώς το άλμπουμ σηματοδοτεί το φτιάξιμο στις σχέσεις του Chuck με τον DiGiorgio οι οποίες είχαν παγώσει δις.
Ο DiGiorgio που ήταν πάντα κολλητός του Chuck έπρεπε με βαριά καρδιά να αρνηθεί να παίξει το μπάσο αρχικά στο “Symbolic” και μετά στο “The sound of perseverance”, με τον Chuck να μην του το συγχωρεί κι ας ήταν ο μεγαλύτερος θαυμαστής του όπως έλεγε ο ίδιος ο Steve. Όταν όμως ήρθε η ώρα για το δίσκο των CONTROL DENIED, o Chuck έριξε τα μούτρα του για μια τελευταία φορά γνωρίζοντας ότι αυτή τη φορά ο DiGiorgio δεν είχε άλλες υποχρεώσεις κι ο ψηλός χίπης δέχτηκε προς τέρψη του κολλητού του. Στόχος του Chuck με το “The fragile art of existence” ήταν ένα άλμπουμ δυνατό, τεχνικό, προοδευτικό και όσο πιο παραδοσιακά μεταλλικό γινόταν. Δήλωνε παντού ότι ο δίσκος δε θα είναι καθόλου προβλέψιμος όπως συνέβη και με κάθε άλμπουμ των DEATH, ενώ παρότι οι βασικές του επιρροές ήταν γνωστές (MERCYFUL FATE, KISS, IRON MAIDEN, METALLICA, SLAYER), εστίαζε στο ότι «παρότι αγαπώ τους IRON MAIDEN, πολλοί νομίζουν ότι θα κάνω ένα δίσκο που ηχεί σαν αυτούς, σας πληροφορώ ότι δε θα έχει καμία σχέση με αυτούς ή οτιδήποτε σχετικό». Το “The fragile art of existence” μπορεί να θεωρηθεί αδερφό άλμπουμ με το “The sound of perseverance”, καθώς οι δομές δε διαφέρουν πολύ.
Η μέγιστη διαφορά είναι ότι ο Chuck που σε κάποια αρχικά demo είχε τραγουδήσει, δεν ήθελε πλέον να είναι ο μπροστάρης αλλά ο συντονιστής όλων, αφήνοντας χώρο σε μία φωνή καλύτερη από τη δική του. «Θα ήθελα πολύ να τραγουδήσω έτσι, ήταν όνειρο μου από παιδί, απλά ξέρω ότι δεν μπορώ και με τη φωνή του Tim θα εκπλαγείτε όλοι» ήταν αυτό που με στόμφο και σιγουριά εξέφραζε τότε. Μέχρι να κυκλοφορήσει ο δίσκος όμως η υγεία του είχε επιβαρυνθεί και αφού ένιωθε πόνους στην πλάτη και τον σβέρκο του, ανακάλυψε αφού πρώτα συμβουλεύτηκε χειροπρακτικό και αφού έκανε μαγνητική τομογραφία, ότι αυτό που πίστευε ότι ήταν νευροκαβαλίκευμα, ήταν ένας όγκος που είχε κάτσει πάνω στο νεύρο. Άμεσα ξεκίνησε χημειοθεραπείες οι οποίες είχαν τελικά αποτέλεσμα να εξαφανιστεί ο όγκος. Ο Chuck παρότι έμαθε τα δυσάρεστα στα 32α γενέθλια του (13/5/1999), δεν το έβαλε κάτω και πίεσε τον εαυτό του στο όριο για να μπορέσει να ολοκληρωθεί ο δίσκος (δείτε παρακάτω). Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε την τελευταία μέρα του Νοέμβρη του ίδιου έτους με παγκόσμιο θαυμασμό από την αρχή και με την απόλυτη αναγνώριση στο πρόσωπο του Chuck και της υπέροχης μουσικής που για όγδοη συνεχόμενη φορά πρόσφερε.
Οι στίχοι ήταν πιο προσωπικοί από ποτέ, μουσικά το επίπεδο είχε ξεφύγει και ο δίσκος ήταν ακόμα πιο πλήρης και εκφραστικός από το “The sound of perseverance”. O Aymar αν και ξένιζε αρκετούς και δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεωρούσαν ότι μπορούσε ο Chuck να έχει βρει καλύτερο τραγουδιστή, είναι απόλυτα ταιριαστός στο ύφος του δίσκου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της τελειότητας που βγήκε από τα ηχεία 20 χρόνια πριν. Δε χρειάστηκαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα από τη μπασογραμμή του Digiorgio στο “Consumed” για να καταλάβουν όλοι τι ακολουθούσε. Ο Chuck όπως και ο Shannon Hamm ζωγραφίζουν κιθαριστικά όπως ποτέ δε συνέβη ξανά σε άλμπουμ που έβγαλε ο άνθρωπος που έπαιξε το τελειότερο μέταλλο στο σύνολό του (θα το γράφουμε ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να το μάθετε απ’ έξω και να σας γίνει βίωμα και φωνή στα χείλη). 8 ύμνοι με συνολικά 51’ διάρκεια συνέθεσαν ένα μεγαλείο ήχου που είτε το πεις προοδευτικό ή ευθύ, είτε το πεις βαρύ ή ουσιώδες, δεν έχει απολύτως καμία σημασία (και διαφορά). Να μιλήσω για άσματα τύπου “Expect the unexpected”, “When the link becomes missing” ή το ομότιτλο κομμάτι που κλείνει το δίσκο; Θα με κάψει ο Θεός, δηλαδή ο Chuck ο ίδιος.
Παρά τον παγκόσμιο θαυμασμό που προκλήθηκε, ο ίδιος ο μεγάλος δημιουργός του δίσκου δεν πρόλαβε πολύ να το χαρεί, καθώς ναι μεν η υγεία του ήταν σταθερή και σε καλύτερη βάση σε σχέση με το πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, αλλά είχε αρχίσει και πάλι να εξασθενεί ο οργανισμός του, ώσπου στα μέσα του 2001 ο καρκίνος επέστρεψε και τελικά αφού με περαιτέρω χημειοθεραπείες εξασθένισε ο οργανισμός του, το Νοέμβρη έπαθε πνευμονία και στις 13 Δεκεμβρίου του 2001, ο απόλυτος μεταλλικός ήρωας άφησε αυτό τον κόσμο για να πάρει επάξια τη θέση του δίπλα στον δημιουργό όλων όσων υπήρξαν ποτέ. Η απώλεια του Chuck βύθισε σε πένθος όλο το μεταλλικο και μη κοινό. Αξίζει να τονιστεί η υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλλαν πασίγνωστοι μουσικοί απ’ όλα τα φάσματα του ήχου για να ενισχυθεί και τις δύο φορές που χρειάστηκε και σε συνδυασμό με τη θέληση και του ίδιου, οι 6 μήνες ζωής που αρχικά είχαν εκτιμηθεί ότι θα ζήσει, έγιναν δυόμιση χρόνια. Το “The fragile art of existence” δεν πρέπει να λογίζεται ως ο επικήδειος μίας κληρονομιάς που άφησε, αλλά ως ο απόλυτος εορτασμός στη μνήμη ενός ανθρώπου που το συγκρότημα του λεγόταν ΘΑΝΑΤΟΣ κι αγαπούσε τόσο τη ζωή που ήθελε να ζήσει για πάντα αν αυτό ήταν δυνατόν.
“If I was paid for disappointments I would be a wealthy man
The magic lives in sincerity, in truth, behind the thoughts I choose to stand…
Awaiting discovery”…
Did you know that:
Ας μου επιτραπεί για μία φορά –και ζητώ συγνώμη γι’ αυτό- να μην παραθέσω στοιχεία του δίσκου αλλά μία εκ βαθέων εξομολόγηση από τον ίδιο τον Steve DiGiorgio όταν επισκέφτηκε τη χώρα μας για πρώτη φορά με τους TESTAMENT το 2000 και όταν η συζήτηση ήρθε στην υγεία του Chuck:
-Θα σου πω κάτι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να το ξέρεις γιατί βλέπω ότι τον αγαπάς. Ο Chuck θα πεθάνει!
-Τι είπες; Αφού είναι καλά!
-Η υγεία του αρχίζει και χειροτερεύει πάλι, δεν είναι σε θέση να κάνει πολλά και ήδη έχει ζήσει παραπάνω απ’ όσο έπρεπε!
-Τι εννοείς;
-Όταν βρήκε τον καρκίνο, οι γιατροί του δώσανε 5-6 μήνες ζωής κι έχει περάσει ένας χρόνος ήδη. Αλλά ξέρεις κάτι; Chuck σημαίνει θέληση, και μέχρι να πεθάνει, μπορεί πρώτα να σκοτώσει τον ίδιο το θάνατο.
-…
-Θα σου πω κάτι που δεν ξέρει κανείς και είναι αυτό που τον έκανε τον άνθρωπο που είναι μέχρι σήμερα. Ήμασταν στο στούντιο και τελευταίο κομμάτι που έμενε να ηχογραφηθεί ήταν το “Believe”. Στο τέλος αφήσαμε τον Chuck και τον Shannon μόνους να γράψουν τις κιθάρες. Ενώ λοιπόν παίζανε, κάποια στιγμή ο Chuck ένιωσε αδύναμος και κατέρρευσε πέφτοντας από το σκαμπό που καθόταν. Όταν ο Shannon πήγε να τον σηκώσει ο Chuck του φώναξε «Την κιθάρα μου, φέρε κοντά την κιθάρα». Ο Shannon πήγε ξανά να τον σηκώσει κι ο Chuck του ξαναφώναξε «Φέρε μου την γ@μημένη την κιθάρα κοντά». Πράγματι ο Shannon του πήγε την κιθάρα κοντά στο πρόσωπο. Ο Chuck στη συνέχεια του είπε «Βάλε την πένα στο στόμα μου και πάτα τις χορδές όπου πρέπει». O Shannon άρχισε να κλαίει, ο Chuck έφτυσε την πένα και του είπε «Κάνε αυτό που σου λέω, ακόμα κι αν πεθάνω τώρα, ο δίσκος πρέπει να τελειώσει». Τελικά ο Shannon τον πήρε αφού λιποθύμησε στο νοσοκομείο και αφού βεβαιώθηκε ότι απέφυγε τον κίνδυνο, πήγε και ολοκλήρωσε τις κιθάρες και το κομμάτι τελείωσε. Όταν ξύπνησε ο Chuck, το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν αν το κομμάτι ολοκληρώθηκε και όταν ο Shannon του είπε ότι όλα πήγαν καλά, είπε «Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος αν έρθει η ώρα. Αν δεν ολοκληρωνόταν το κομμάτι δε θα σας το συγχωρούσα ποτέ». Αυτός είναι ο Chuck και γι’ αυτό δε θα λυγίσει και θα προσπαθήσει να ζήσει όσο πιο πολύ μπορεί. Κι αν γίνει το κακό, να σκέφτεσαι πάντα αυτό που σου είπα μόλις τώρα και να τον θυμάσαι ότι θα φύγει όρθιος και νικητής και κάνοντας πάντα αυτό που ήθελε κι όχι αυτό που του είπαν άλλοι να κάνει.
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ!
O Chuck έφυγε ενάμιση χρόνο μετά από αυτή τη συζήτηση, αντέχοντας δύο χρόνια παραπάνω από το προσδόκιμο. Το δεύτερο άλμπουμ “When man and machine collide” για το οποίο ο Chuck εξέφραζε ότι θα ήταν το καλύτερο του άλμπουμ, ηχογραφήθηκε εν μέρει και δυστυχώς δε θα ολοκληρωθεί ποτέ.
Αιωνία η μνήμη Σου!
Άγγελος Κατσούρας