DEMON’S GATE FESTIVAL (Κώστας Μυλωνάς)

0
231












“Demons of doom”

To Demon’s Gate Festival, με τους ERIC CLAYTON AND THE NINE αλλά και τους SORCERER, SATURNUS, ON THORNS I LAY, DOOMCRACY και MEDEN AGAN, βρίσκεται προ των πυλών!!! Το Rock Hard, βρήκε τον διοργανωτή του φεστιβάλ, Κώστα Μυλωνά και προέβη σε μία μίνι ανάκριση σχετικά με την εταιρία διοργάνωσης, το φεστιβάλ και πολλά άλλα ενδιαφέροντα!

Ξεκίνησες από ένα fanzine που έβγαζες πριν αρκετά χρόνια, με τίτλο “Demon’s Gate”, όπως και η εταιρία σου άλλωστε. Πως μπήκες στη διαδικασία να βγάλεις fanzine και πόσο δύσκολη ήταν η πραγματοποίηση αυτού του στόχου για όσα τεύχη βγήκε;
Ναι έτσι είναι. Το ’98 στα Γιάννενα που σπούδαζα τότε αποφασίσαμε με έναν συμφοιτητή και κάτι φίλους να κάνουμε ένα fanzine. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ήταν αυτό που μας ώθησε τότε σε αυτή την ιδέα, αλλά μάλλον ήταν απλά η αγάπη μας για την μουσική αυτή και ότι θέλαμε να ανακατευτούμε και να προσφέρουμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε. Το ότι σπουδάζαμε πληροφορική, είχαμε PC και σύνδεση στο Internet (αυτονόητα σήμερα, όχι τόσο τότε) έκανε τα πράγματα πιο εύκολα και τον στόχο υλοποιήσιμο. Βγάλαμε μόνο δύο τεύχη και μετά σταματήσαμε. Παρόλα αυτά προλάβαμε και κάναμε μερικές πολύ καλές συνεντεύξεις για εκείνη την εποχή (MERCURY RISING, ETERNITY-X, ATHENA, DESTINY’S END, HANKER κτλ).

Γενικότερα πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεσαι στην επαρχία, συγκεκριμένα στην Καστοριά, και να παρακολουθείς τα δρώμενα από κοντά. Και στα 80’s-90’s αλλά και σήμερα;
Στα 80’s ήμουν πολύ μικρός οπότε δεν μπορώ να σου απαντήσω (γέλια). Στα 90’s ωστόσο, μπορώ να σου πω ότι ήταν πολύ δύσκολο. Δεν υπήρχε πρόσβαση στη μουσική αυτή μέσα από ραδιόφωνο, δεν υπήρχαν μεταλλάδικα, ωστόσο ευτυχώς τα δισκοπωλεία της εποχής είχαν πιάσει το νόημα και έφερναν αρκετές νέες κυκλοφορίες. Η μόνη μας ενημέρωση ήταν μέσα από τα Metal Hammer και Metal Invader, τα οποία πρέπει να πω ότι λόγους logistics της εποχής ήταν πάντα κατά ένα μήνα καθυστερημένα!! Δηλαδή το τεύχος του π.χ. Αυγούστου το μάζευαν από τα περίπτερα στα τέλη του μήνα και μετά το στέλνανε στην επαρχία. Έτσι όποτε κάποιος φίλος ή γνωστός πήγαινε Θεσσαλονίκη επιφορτιζόταν την ιερή αποστολή να φέρει τα περιοδικά για όλους. Και από κει και πέρα πολύ tape trading, διαφορετικά δε θα έφταναν στα αυτιά μας ούτε τα μισά.
Σήμερα με τo Internet, Social media κτλ δεν είναι δύσκολο να παρακολουθείς τα δρώμενα, αλλά έχει μια δυσκολία αν θέλεις να πας σε μια συναυλία καθώς είναι ταξίδι και έχει ένα σημαντικό κόστος. Επίσης παρά την συνεχή ενημέρωση, είναι δύσκολο να πιάσεις τον παλμό του κόσμου, τις νέες τάσεις κτλ όταν απέχεις από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα.


Πως σου ήρθε η ιδέα να ξεκινήσεις να διοργανώνεις συναυλίες; Είχε να κάνει με κάποιο κενό που είχες διαπιστώσει, με το ότι ήθελες να δεις κάποια σχήματα που δεν έρχονταν ή απλά από την αγάπη για την μουσική;

Ξεκάθαρα από αγάπη για την μουσική, αλλά και από περιέργεια καθώς είμαι αρκετά ανήσυχο πνεύμα. Είχα ένα μικρό κεφάλαιο στην άκρη και μου ήρθε η ιδέα να δοκιμάσω την τύχη μου σε αυτόν τον χώρο. Η σκέψη μου ήταν ότι για να το κάνουν τόσοι άλλοι λογικά θα βγαίνει. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα περίμενα τόσο δύσκολα τα πράγματα (γέλια) αλλά ο κόσμος αν δει ότι είσαι σωστός και αξιόπιστος στο τέλος σε ανταμείβει με την παρουσία του.

Η πρώτη συναυλία σου ήταν οι ROYAL HUNT – SOUL CAGES – NEW PAST. Τι ήταν αυτό που έκανες τότε και δεν θα έκανες με τίποτα σήμερα;
Όταν θέλω κάτι, πολύ μπορεί να γίνω πολύ ενθουσιώδης και μπορεί να κάνω λανθασμένες επιλογές. Έτσι έγινε και με τους ROYAL HUNT όπου ήθελα πάρα πολύ να τους κλείσω και να δώσω υπόσταση στο όραμα που είχα για τη Demon’s Gate, με συνέπεια να προτιμήσω να τους κλείσω για την άνοιξη του ’18 αντί για πιο μετά και υπογράψαμε μόλις 2 μήνες πριν το live. Αυτό δε μου έδωσε τον απαραίτητο χρόνο για να οργανωθώ αλλά και να μπορέσω να το προωθήσω σωστά. Σήμερα με την εμπειρία έστω και των λίγων live που έχω διοργανώσει αλλά και τις κάποιες διασυνδέσεις, δύο μήνες είναι υπεραρκετοί (τρανό παράδειγμα οι DESTRUCTION που ανακοινώθηκαν τέλη Δεκεμβρίου και έπαιξαν Φεβρουάριο, λιγότερο από 2 μήνες μετά) για το πρώτο live όμως δεν αρκούσαν. Δούλεψα αρκετά, όσο μπορούσα, αλλά έπρεπε να τα μάθω όλα από την αρχή και στο τέλος η προσέλευση του κόσμου δεν ήταν ικανοποιητική με αποτέλεσμα να χάσω αρκετά χρήματα. Επίσης το γεγονός ότι έπρεπε να κόψω αεροπορικά για τη μπάντα μόλις 2 μήνες πριν μου κόστισε τουλάχιστον τα διπλά το οποίο επίσης ήταν μια σημαντική επιβάρυνση στην όλη χασούρα.
Τέλος, στο συγκεκριμένο live είχαμε πολύ μεγάλη καθυστέρηση και τελείωσε πολύ αργά. Δεν τοποθετήθηκα ποτέ επίσημα καθώς τότε μέσα στην άγνοιά μου θεώρησα ότι δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Σήμερα όμως αν ξανάκανα το ίδιο live θα φρόντιζα να αρχίσει και να τελειώσει στην ώρα του και είναι ένας τομέας στον οποίο ακόμα το παλεύω να βελτιωθώ σε κάθε live. Οπότε, αν έχει νόημα τώρα, αν ισχύει το κάλλιο αργά παρά ποτέ, να ζητήσω μια συγνώμη από το κοινό της συναυλίας εκείνης για την καθυστέρηση.
Στο Festival αυτή τη φορά έχω αναθέσει σ’ έναν συνεργάτη μου αυτή τη δουλειά, να είναι παρόν από τα soundcheck έως και το τέλος, ώστε να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα όσο πιο πιστά γίνεται και θα έχουμε αρκετά stage hands για γρήγορα change overs.

Στο μεσοδιάστημα –εκτός των άλλων- έκανες και μία περιοδεία σε 6 πόλεις με τους OMEN; Ποιο ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που αντιμετώπισες κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας και πως πήρες απόφαση να κάνεις κάτι τέτοιο έχοντας διοργανώσει μόνο μία συναυλία μέχρι τότε;
Γενικά δε μου αρέσει να κάνω πολλά live σε κοντινό χρονικό διάστημα μεταξύ τους, καθώς μου τρώνε χρόνο από την κανονική μου επαγγελματική δραστηριότητα (ελπίζω να μη νομίσατε ότι ζω από τα κέρδη από τις συναυλίες;;;). Είχα ήδη κλείσει και ανακοινώσει τους GRAVE DIGGER για τέλη Σεπτεμβρίου, αλλά πάνω στην συζήτηση με τον Νίκο (‘Μύγα’ Αντωνογιαννάκη, OMEN/Marauder) μου είπε πως θα ενδιαφέρονταν να παίξουν σε ένα τουρ στην Ελλάδα και το κενό που τους βόλευε ήταν αρχές με μέσα Σεπτεμβρίου. Δεν το πολυσκέφτηκα καθώς είναι μία από τις αγαπημένες μου μπάντες και έτσι αποφάσισα να το κάνω, όπου και τους υποσχέθηκα minimum 5 live. Σίγουρα ήταν πολύ δύσκολο να στήσω ένα τουρ χωρίς προηγούμενη εμπειρία, αλλά είμαι αρκετά μεθοδικός, ήρθα σε επαφή με τους σωστούς ανθρώπους, συνδιοργανωτές και μαγαζάτορες σε επαρχιακές πόλεις και τελικά κατάφερα και έκλεισα 6 συνολικά live.
Όλα κύλησαν αρκετά ομαλά, αν και αντιμετωπίσαμε δυσκολίες στο πρώτο live στην Πάτρα, όπου το venue θα άνοιγε εκείνη την μέρα μετά από το καλοκαίρι και ήταν εντελώς χύμα, ανοργάνωτοι και επί της ουσίας χωρίς επαρκή ηχητική κάλυψη με μια απαρχαιωμένη κονσόλα που ήταν για πέταμα. Επίσης ήταν ακόμα κατακαλόκαιρο και το air condition δεν δούλευε!!! Τελικά το live έγινε με τα χίλια ζόρια, το κοινό της Πάτρας το τίμησε, αλλά κόντεψε να μας τινάξει το tour στον αέρα καθώς από το πολύ ζόρι και στρίγκλισμα για να ακουστεί, ο Νίκος έχασε την φωνή του. Άσε που κοντέψαμε να αφήσουμε τα κόκαλά μας στο μαγαζί, καθώς είχαμε γίνει όλοι μούσκεμα μέχρι το μεδούλι και δεν υπήρχε καν αρκετό οξυγόνο για όλους.
Μια άλλη δυσκολία ήταν όταν ακυρώθηκε η πτήση μας για Λάρνακα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Τελικά πετάξαμε για Πάφο, με σημαντικά μεγαλύτερο κόστος εννοείται, με συνέπεια να μπω μέσα χωρίς να φταίω σε τίποτα. Πάλι καλά το live της Κύπρου μας αποζημίωσε γιατί το κοινό ήταν καταπληκτικό και ήταν η καλύτερη συναυλία του τουρ μαζί με της Αθήνας.

Τι είναι πιο εύκολο; Να κάνεις μία πιο μεγάλη συναυλία, όπως οι GRAVE DIGGER ή μικρότερες όπως οι SEAR BLISS;
Σίγουρα μια μικρή συναυλία είναι πολύ πιο εύκολη. Έχει λιγότερες απαιτήσεις, μικρότερο κόστος (άρα και ρίσκο) και γενικά οι μικρές μπάντες είναι πολύ πιο φιλικές, εκτιμάνε το γεγονός ότι τους καλούμε για live και την ευκαιρία που τους δίνουμε να παίξουν ζωντανά τη μουσική τους και το δείχνουν με κάθε τρόπο. Τα live αυτά επίσης είναι πιο παρεΐστικα και διασκεδαστικά. Από την άλλη όμως για μένα που ζω επαρχία, το να κάνω 1200 χλμ και να ξοδέψω τρεις μέρες από τον ελεύθερο χρόνο μου (από μία το κάθε σκέλος του ταξιδιού συν την μέρα της συναυλίας) είναι κάτι πολύ δύσκολο, ειδικά για live κάτω των 100 ατόμων όπου δεν μπορώ να καλύψω ούτε τα οδοιπορικά μου. Αν ζούσα Αθήνα θα έκανα τέτοια live κάθε Σαββατοκύριακο αν μπορούσα, μόνο για μένα και για λίγους, μόνο για να γουστάρουμε. Αλλά από την Καστοριά που ζω τώρα, πλέον αποφάσισα να κάνω λιγότερα και πιο επιλεγμένα, και όσο το δυνατόν μεγαλύτερα live.


Πως αποφάσισες να κάνεις το Demon’s Gate Festival κι επέλεξες και τον συγκεκριμένο ήχο/μουσικό ύφος;

Μ’ αρέσουν οι προκλήσεις αλλά και να βάζω ψηλούς στόχους. Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα με τις διοργανώσεις είχα στο νου μου να κάνω ένα φεστιβάλ κάποια στιγμή, όχι μια one-off διοργάνωση, αλλά κάτι που θα καθιερωθεί και αν γίνεται, να μεγαλώνει κάθε χρόνο.
Όπως είναι κατανοητό το όνομα Demons Gate προέκυψε από το ομώνυμο τραγούδι των CANDLEMASS και την αγάπη που είχα για το Doom από τότε. Έτσι και το αντίστοιχο φεστιβάλ δε θα μπορούσε να είναι σε διαφορετικό ύφος. Επίσης το Doom είναι ένας χώρος που είναι κάπως αδικημένος από τους υπόλοιπους promoters, ίσως επειδή κακά τα ψέματα δεν πουλάει τόσο, και ήθελα να καλύψω αυτό το κενό. Άσε που κανείς δεν έχει ανάγκη ένα ακόμα true metal festival, έχουμε το Up The Hammers και το Into Battle.

Τι περιμένεις από την φετινή έκδοση του φεστιβάλ; Και από τα γκρουπ αλλά και τον κόσμο;
Περιμένω σίγουρα την μαζική στήριξη όλου του μεταλλικού κόσμου της χώρας. Όχι μόνο για να βγει το φεστιβάλ τώρα, αλλά για να μας δώσει κουράγιο να συνεχίσουμε και να το καθιερώσουμε. Έχουμε ήδη δώσει εισιτήρια σε διάφορες πόλεις και έχουν πάρει αρκετοί από το εξωτερικό. Από όλα τα γκρουπ περιμένω φυσικά να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους αλλά και να περάσουμε όλοι καλά. Πιστεύω θα είναι μία μαγική βραδιά που θα τη θυμόμαστε για χρόνια.

Σε λίγους μήνες φέρνεις και τους PAVLOV’S DOG. Σκοπεύεις να κάνεις άνοιγμα και σε πιο rock ακούσματα;
Όνειρό μου είναι να φέρω τους SCORPIONS για μία τελευταία συναυλία (γέλια). Σοβαρά τώρα, όπως σχεδόν όλοι οι μεταλλάδες, έτσι και εγώ έχω και πιο κλασικά ακούσματα. Αν παρουσιαστεί μια ευκαιρία για κάτι καλό, τότε σίγουρα θα το κάνω. Αυτή τη στιγμή δεν κοιτάω κάτι άλλο σε πιο rock όπως το PAVLOV’S DOG, αλλά δεν το αποκλείω στο μέλλον. Το κοινό πάντως έχει ανταποκριθεί πολύ θερμά και αναμένεται διπλό sold out σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Διακρίνω ένα κύμα ρομαντισμού και νοσταλγίας για τα παλιά κλασικά, ίσως γιατί οι ήρωες της νιότης μας εγκαταλείπουν τη μουσική ή τα εγκόσμια, και ο κόσμος δεν χάνει ευκαιρία πλέον να τους δει ζωντανά.

Τι να περιμένουμε στο μέλλον από την Demon’s Gate;
Αρκετές συναυλίες σε όλη τη γκάμα του metal, και ένα ακόμα δυνατό Demons Gate Festival ΙΙ, για το οποίο ελπίζω να κάνω ανακοινώσεις την μέρα του φεστιβάλ.

Σάκης Φράγκος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here